| ἀποστερῶν , ἀπεῖπε πρὸς τοὺς μεθ ' ἡμέραν ἀγῶνας καὶ νυκτερινὸν ἐσκέψατο δόλον καθεύδειν ὑπὸ τῶν κακῶν οὐ δυνάμενος καὶ | ||
| δ ' ἐχθρὴν σκυλάκεσσιν ἀρειοτέροις τε κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα |
| , εὐαδεῖς . Ἑνδέκατον ζῴδιόν ἐστιν Ὑδροχόος , ἀρσενικόν , ἡμερινόν , πλάγιον , φωνῆεν , δροσογόνον , στερεόν , | ||
| καὶ τὰ περὶ αὐτὴν κατανοεῖται , ἔστιν οἶκος Ἡλίου , ἡμερινόν , τετράπουν , στειρῶδες , βασιλικόν , ἀρσενικόν , |
| κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , ἄστατον , ἀσελγές , ὀχλικόν , πτερωτόν , | ||
| πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , |
| πνιγήσεται ἐν ὕδατι ὁ γεννη - θείς : εἰ δὲ ἀνθρωποειδές ἐστιν , παρ ' ἀνθρώπων πνιγήσεται ἢ ἀγχόνῃ ἢ | ||
| ἔστιν Ἑρμοῦ οἶκος , δίσωμον , ἀρσενικόν , λογικόν , ἀνθρωποειδές . καὶ καθόλου μὲν εὐκρασίας ποιητικόν , κατὰ μέρος |
| θῆλυ , προστάσσον , λογικόν , φωνῆεν , ἀνθρωποειδές , στειρῶδες , δίσωμον , πτερωτόν . καὶ καθόλου μέν ἐστι | ||
| θυμικόν , δυσυπότακτον , ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου |
| τροπικόν , πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , | ||
| ἄγονον , κάθυγρον καὶ κυρτῶδες , ἡμιτελὲς , γεωργικὸν , λεπρῶδες , ἐψυγμένον , αἰνιγματῶδες , ἀσελγὲς , κατωφερὲς , |
| ἀλφῶδες , ἄφωνον , ἀμετάβλητον , ποικίλον καὶ λεπρῶδες , ὀχλικόν τε καὶ πτερωτὸν , καταφερὲς , ὑγρῶδες , κόσμου | ||
| λέγεται δὲ οἷον ἀνάβη τις οὖσα . | ἀγωνιστικόν : ὀχλικόν . καὶ γὰρ ὁ ἀγὼν ἀπὸ τῆς ὀχλήσεως . |
| ἐπὶ τῶν λοιπῶν ἀποκλιμάτων νοείσθω . Ἀπὸ δὲ ὑψώματος εἰς ὕψωμα παράδοσις γινομένη ἀγαθοποιῶν ἐπόντων ἢ μαρτυρούντων δοξαστικὴ καὶ ἐπωφελής | ||
| , ὃ εἰς στῆθος καὶ πλευρὰς παραλαμβάνεται : καί ἐστιν ὕψωμα τοῦ Διὸς περὶ ιεʹ μοῖραν μάλιστα , οἶκος Σελήνης |
| δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον . | ||
| μέρους ἀνθρωπόμορφον , κοπτόμενον μέλεσι καὶ ἥμισυ , φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι πνευματῶδες , κατὰ μέρος |
| ὂν ἢ μένειν ἢ κυκλοφορεῖσθαι , τὸ δὲ ἀνωφερὲς ἢ κατωφερὲς τῶν μὴ ἐν οἰκείοις ὄντων εἶναι τόποις τὸν οἰκεῖον | ||
| ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ διὰ τὸ κατωφερὲς τῶν ναυτῶν ἐκεῖσε ἔτρεχον αἱ πόρναι . οὐ κατορύξεις |
| Χρυσὶς ἱέρεια ʃ τὸ ὄγδοον ἐπλήρωσε , τὸ δὲ ἔννατον ἡμιτελὲς ἦν ἀμφιδήριτος : ἀμφίβολος . ʃ ἀμφισβητήσιμος ἀγχωμάλου : | ||
| οἰκήτορας εἰς τὴν οἰκείαν ἑκάστου ἀπέλυσε , τὸ δὲ κτίσμα ἡμιτελὲς ἔτι ὂν κατέσπασε προσβαλὼν καὶ μικρὰν κώμην κατέλιπεν , |
| Ἀθηναίων . ἦν γὰρ τὸ χωρίον ἐπάντες : ἀπόκρημνον καὶ ἀνωφερές . παιανίσαντες : δύο παιᾶνες ἦσαν , Ἐνυάλιος , | ||
| μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον , κακόν , ὀλιγόγονον , |
| δὲ ζῴδιον τοῦτό ἐστι τροπικόν , ἀρρενικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου | ||
| μοῖραν , ἰσημερινόν , ἐαρινόν , τροπικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου |
| εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν | ||
| εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν |
| ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν | ||
| ἀγαθόν , εὐμετάβολον , πολύγονον , συνουσιαστικόν , κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , |
| κριός , καὶ πρὸς ἀκρίβειαν ἡ ἐννεακαιδεκάτη τούτου μοῖρα , ταπείνωμα δὲ τὸ διαμετροῦν ζῴδιον , σελήνης δὲ πάλιν ὕψωμα | ||
| : οἶκος Ἀφροδίτης , ὕψωμα Κρόνου περὶ μοίρας καʹ , ταπείνωμα Ἡλίου περὶ μοίρας ιθʹ , ἐναντίωμα Ἄρεως , τρίγωνον |
| ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , πυρῶδες , κόσμου μεσουράνημα | ||
| ἀρρενικὸν , βασιλικὸν , ἀνωφερὲς , τετράπουν , χερσαῖον , ὀλιγόγονον , εὐμετάβλητον λίαν θυμικόν τε καὶ τροπικὸν , ἐαρινὸν |
| . διὰ τοῦτο οὖν καὶ διαφόρους ἐνεργείας προβάλλεται πρὸς τὸ ἀμφίβιον τῆς ζωῆς αὐτῆς , ποτὲ μὲν νοερῶς ποτὲ δὲ | ||
| εὐμετάβολον , δημόσιον , ὀχλικόν , πολιτικόν , πολύγονον , ἀμφίβιον . οἱ οὖν γεννώμενοι ἔσονται φιλόδοξοι , ὀχλικοί , |
| . τρυγόνιον τόδε πάντες ἐπιχθόνιοι καλέουσιν , ἄλλοι δ ' ἀρρενικόν τ ' ἰδ ' ἀριστερεῶνα τὸν ὀρθόν , ὕπτιον | ||
| χάραξ ἐρεῖς τὸ τῆς ἀμπέλου στήριγμα , οὐ κατὰ τὸ ἀρρενικόν . Σκίμπους λέγε , ἀλλὰ μὴ κράββατον . Ἐρεύγεσθαι |
| ἀντίτυπον καὶ οὐκ εὐεπές , τοῦ μὲν συνδέσμου λήγοντος εἰς ἡμίφωνον στοιχεῖον τὸ ν , τοῦ δὲ προσηγορικοῦ τὴν ἀρχὴν | ||
| νευρῶδες , διπρόσωπον , χερσαῖον , τετράπουν , ἀσθενόφθαλμον , ἡμίφωνον : διπρόσωπον δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ ἔχειν ἐκ τῶν |
| πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ | ||
| τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , |
| θυσιῶν μετέχουσιν , οὐδὲ καταβαλόντες ἡμῖν τὸ μετοίκιον . Μηδὲν αἰνιγματῶδες , ὦ Μῶμε , ἀλλὰ σαφῶς καὶ διαρρήδην λέγε | ||
| , δουλικόν , κακῶν αἴτιον , ἀσελγές , λατρευτικόν , αἰνιγματῶδες , διφυές , κάθυγρον , ἡμιτελές , κυρτοειδές , |
| δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ | ||
| , ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ |
| ΖΔ ἐκβληθεῖσαν ἤχθω ἡ ΘΚ . ἐπεὶ τὸ μὲν Β μετοπωρινὸν σημεῖον περιέχει τὴν τῶν Χηλῶν ἀρχήν , τὸ δὲ | ||
| , τοῦ Διός , ὅς ἐστι τῶν ὄμβρων κύριος , μετοπωρινὸν ὄμβρον ἤδη καταπέμψαντος , καὶ τὰ σώματα τὰ ἀνθρώπινα |
| ἀρχῆς ἐβουλεύσατο οὐδὲν αὐτῶν μετατιθείς ; ἀνθρώποις μὲν οὖν τὸ εὐμετάβολον ἢ διὰ τὴν ἐν αὐτοῖς ἢ διὰ τὴν ἐκτὸς | ||
| ἐκεῖνος τοὺς ἐφεδρεύοντας αὐτῷ τῶν πολιτῶν καὶ τὸ τῆς τύχης εὐμετάβολον ὑφορώμενος τοῖς παρὰ σοῦ λόγοις πείθεσθαι ἐσκήψα - το |
| καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον | ||
| σιδήρῳ τὴν δεξιὰν ὡπλισμένον , ζυγῷ τὴν λαιὰν ἐπέχοντα , πτερωτὸν τὰ σφυρά , οὐχ ὡς μετάρσιον ὑπὲρ γῆς ἄνω |
| μυστικόν , ὑποτακτικόν , δίσωμον , ἀνθρωποειδές , στειρῶδες , ἀποβλέπον εἰς τὸν λίβα , ἀπόκλιμα κόσμου , οἶκος Ἑρμοῦ | ||
| , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν , ἀποβλέπον εἰς τὸν ἀπηλιώτην οἶκος Ἡλίου , ὕψωμα καὶ ταπείνωμα |
| χωρίου ἔστω τὸ μὲν ὑπόγειον ἡ γῆ , ὅπερ ἐὰν κάθυγρον περὶ ποταμὸν ἢ θάλασσαν ἢ λίμνην εἶναι τὸ χωρίον | ||
| ἀμφίβιον , διφυές , ἡμίφωνον . καὶ καθόλου μέν ἐστι κάθυγρον , κατὰ μέρος δὲ τὰ μὲν προηγούμενα αὐτοῦ καυσώδη |
| Ἀργώ , ἀγαθόν , πτερωτόν , εὐμετάβολον , δίσωμον , διφυές , αἰνιγματῶδες , ὀλιγόγονον , ἡμιτελές , ἡγεμονικόν , | ||
| καὶ ἔχειν . Ὕαινα ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἀνήμερον , διφυές . τὸ γὰρ ζῷον τοῦτο γεννᾶται θῆλυ καὶ μετ |
| οὐρανῷ μὲν τοὺς παραλλήλους κύκλους , τούς τε ἰσημερινούς , ἐαρινὸν καὶ μετοπωρινόν , καὶ τοὺς τροπικούς , θερινόν τε | ||
| ἦλθέ που σίδηρος : ἀλλ ' ἀκήρατον μέλισσα λειμῶν ' ἐαρινὸν διέρχεται : αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις ὅσοις διδακτὸν |
| μετῆλθεν , καὶ πότερον ἀπὸ κέντρου εἰς ἐπαναφορὰν ἢ εἰς ἀπόκλιμα ἢ ἀπὸ ἀποκλίματος εἰς ἐπίκεντρον τόπον , ἢ ἀνατολικὸς | ||
| ἀπὸ ὡροσκόπου καλεῖται Κακὴ Τύχη καὶ ποινὴ καὶ πρόδυσις καὶ ἀπόκλιμα φαῦλον , τόπος Ἄρεως χρηματίζων . σημαίνει δὲ τὸν |
| ἐν μετανοίᾳ γενόμενος εἰς ἑτέραν ἔννοιαν ἥξει , ἐὰν δὲ τροπικὸν ἀσυντέλεστος αὐτοῦ γίνεται ἡ ὁρμή . ἐὰν δὲ τὸν | ||
| ἣ καλεῖται διακεκαυμένη . οἰκοῦμεν δὲ ἡμεῖς τὴν παρὰ θερινὸν τροπικὸν τεκμαιρόμενοι , ὅτι ἡμεῖς ταύτην ἔχοντες τὴν οἰκουμένην ἐν |
| αὔθαδες προσεγίνετο μηδ ' ὄψει δυναμένοις ἰδεῖν , οὓς ἔμελλον ἀσελγές τι πράττοντες αἰσχύνεσθαι . Ἐρημουμένης δὲ τοῦ κρείττονος ἔθνους | ||
| πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν , ἀποβλέπον |
| , λήγων δὲ ἀνεμώδης . τὸ ἔαρ ἔνυδρον καὶ μᾶλλον χειμερινὸν καὶ παχνῶδες . τὸ δὲ θέρος ἔμπνουν , διὰ | ||
| χιτών . . . . . . . τὸ μέντοι χειμερινὸν ἱμάτιον χείμαστρον ἂν λέγοις , καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν |
| . Τὰ διὰ τοῦ ηλος δισύλλαβα ἔχοντα ἐν τῇ πρώτῃ ἄφωνον διὰ τοῦ η γράφονται : χηλός : βηλός : | ||
| ἄφωνόν ἐστι , τὸ δὲ φωνῆεν : τὸ μὲν ἄλογον ἄφωνον , φωνῆεν δ ' ὅσον λογικόν , ὃ δὴ |
| πάντα ἓν καὶ τοῦτο ὑπάρχειν θεὸν πεπερασμένον , λογικόν , ἀμετάβλητον . . [ . . . ] ἐν πολλοῖς | ||
| τισίν : καὶ χρὴ φυλάττειν αὐτὸν ἐπικείμενον , ὅταν ἐθέλῃς ἀμετάβλητον ἐπὶ πλεῖστον διαμεῖναι τὸ φυλαττόμενον . ὁ δὲ τῶν |
| τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα . | ||
| ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα |
| πυρίνους : εἶναι δὲ τρία γένη τἆλλα , πτηνόν , ἔνυδρον , πεζόν . γῆν δὲ πρεσβυτάτην μὲν εἶναι τῶν | ||
| . . . . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δανααὶ θέσαν Ἄργος ἔνυδρον . Ἄργος ἄνυδρον ἐὸν Δαναὸς ποίησεν εὔυδρον . . |
| γαστρίῳ . καὶ τὸ ἐν ὀσφύι δὲ καὶ ῥάχει γινόμενον κοίλωμα αἴτιον δυστοκίας γίνεται , καὶ διὰ πιμελῶδες ἐν ἐπιγαστρίῳ | ||
| ἀναβάς , ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος . τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ |
| προεμήνυσεν . ἐφ ' ᾧ καταπληχθεὶς ὁ Ἴφικλος ἔλυσεν . ἄγονον δὲ ὄντα τὸν Ἴφικλον ποιήσας γόνιμον ἔλαβε τὰς βοῦς | ||
| συῶν ἐστιν ἄπορος , ὥσπερ δὴ πάλιν τὴν Σικελίαν φασὶν ἄγονον εἶναι λεόντων . σῦς δὲ σφριγῶν ἔρωτι καὶ πρὸς |
| ἕως τῆς ιεʹ , ἀναιρεῖ οὐ μόνον εἰς τὸ αὐτὸ ζῴδιον τῆς ἀφέσεως , ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἑτέροις ἕως | ||
| Διί . Μὴ ἅψῃ μορίου διὰ σιδήρου σελήνης ἐπεχούσης τὸ ζῴδιον , ὃ κυριεύει τοῦ μορίου ἐκείνου . Τῆς σελήνης |
| μὲν ὑπέργειον μεσουράνημα Κριοῦ μοίρᾳ ιʹ , τὸ δ ' ὑπόγειον Ζυγοῦ ιʹ , καὶ οἰκοδεσποτήσει μὲν ἐνταῦθα τῆς γενέσεως | ||
| ἀγαθὴ τύχη , μετὰ τούτους τὸ δῦνον , εἶτα τὸ ὑπόγειον , ἐπὶ πᾶσι δὲ ὁ ἔννατος τόπος ὁ καλούμενος |
| στειρῶδες , ὑποτασσόμενον , πτερωτόν , ἡμερινόν , ἐξ ἡμισείας ἀνθρωπόμορφον καὶ φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι | ||
| . Ὑδροχόος ἐστὶν ἐν οὐρανῷ ζῴδιον ἀρρενικόν , στερεόν , ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , |
| σφόδρα καὶ οἱονεὶ πεφρυγμένον τὸ σπέρμα προΐεσθαι ἢ παρὰ τὸ κατάψυχρον ἢ παρὰ τὸ λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες καὶ ἄτονον καὶ | ||
| ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον , |
| τοῦ ἄγχι , ὃ σημαίνει τὸ ἐγγύς , καὶ τὸ ὁμαλόν γέγονεν ἀγχώμαλον . . . . ἀγυιά : τὰ | ||
| ἐπὶ τοῦ τόπου . Θουκυδίδης : καὶ προελθόντες ἐς τὸ ὁμαλόν καὶ πάλιν : ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι |
| , ἀλλὰ καὶ κακῶς ποιοῦσι . Πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἐναντίωμα λέγει : φησὶ γὰρ καὶ ἔργῳ καὶ λόγοις καὶ | ||
| περὶ μοίρας ιηʹ , τάπεινωμα Ἄρεως περὶ μοίρας κηʹ , ἐναντίωμα Κρόνου , τρίγωνον ἡμέρας μὲν Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ |
| αἰτίαν τῷ ὄνῳ προσάπτειν πρὸς τοῖς προειρημένοις . πᾶν τὸ γόνιμον τετίμηται , ἐναντίως δὲ ἄρα πρὸς ταῦτα πέφυκε τὸ | ||
| ἀνασπᾷ ἑωυτὸ καὶ μένει αὐτοῦ . Ὁκόταν [ οὐ ] γόνιμον γένηται τὸ παιδίον , τουτέου ἡ σὰρξ ὑπερέχει τῶν |
| Αἰγόκερως οἶκος Κρόνου , θηλυκόν , τροπικόν , γεῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , ἄφωνον , | ||
| Ἄρεως , θηλυκόν , στερεόν , ὑδατῶδες , πολύσπερμον , φθοροποιόν , κατωφερές , ἄφωνον , δουλικόν , ἀμετάβλητον , |
| , τοῦ τε ὑπὲρ γῆν οὔτε τὸ ἀσύνδετον τῷ ἀνατέλλοντι δωδεκατημόριον ἁρμόζει παραλαμβάνειν , οὔτε τὸ προανατεῖλαν , ὃ καλεῖται | ||
| εὑρεῖν : καὶ περιεχέτω πρῶτον ἡ ΗΛ τὸ τοῦ Κριοῦ δωδεκατημόριον . ἐπεὶ τοίνυν πάλιν ἐν καταγραφῇ μεγίστων κύκλων εἰς |
| ἐκείνη , τριὰς δὲ στερεοῦ σώματος , ὅτιπερ τριχῆ τὸ στερεὸν διαιρετόν . . § . : ἡ μὲν οὖν | ||
| τοῦ εἰκοσαέδρου , οὕτως τὸ στερεὸν τοῦ δωδεκαέδρου πρὸς τὸ στερεὸν τοῦ εἰκοσαέδρου . Ἐπεὶ γὰρ ἴσοι κύκλοι περιλαμβάνουσι τό |
| ἔστω παράλληλος κύκλος , καθ ' οὗ φέρεται τὸ Θ ἄστρον , ὁ ΔΚΘΛΒ : τὸ Θ ἄρα , ὅταν | ||
| τὸν ἥλιον ἄστρον φησίν . οὐ καινὸν εἰ τὴν σελήνην ἄστρον ὁ Αἰσχύλος ἐνταῦθα καλεῖ : καὶ Πίνδαρος γὰρ τὸν |
| θῶκοι καὶ ὡς Σώφρων φησὶ σύνθωκοι . τὸ δὲ καλούμενον ὡρολόγιον ἦ που πόλον ἄν τις εἴποι , φήσαντος Ἀριστοφάνους | ||
| ὡς οὐδέπω τετάρτην ὥραν ἀπηγγέλη , ἀπιστῶν πρὸς ἑαυτὸν τὸ ὡρολόγιον ἐκέλευσε κομισθῆναι . Σχολαστικῷ εἰς τὸ Σαραπεῖον ἀνελθόντι θαλλὸν |
| , λειψιφωτοῦσα μερικῶς ἐκκλίνει τοῦ Ἡλίου , πρὸς δ ' Αἰγόκερον ἐλλιπῶς αὕτη διερχομένη ἀμφίκυρτον , παθητικὸν τὴν κλῆσιν ἐπιφέρει | ||
| : ἀνὴρ δὲ δυνατώτατος συντόμως ἀπολεῖται . Τὸν Τοξότην πληρώσαντες Αἰγόκερον ζητοῦμεν , θηλυκὸν καὶ νυκτερινὸν , τροπικὸν καὶ πλαγίον |
| βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ | ||
| , περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν |
| : λευρὸν οἱ μὲν τὸ πλατύ : βέλτιον δὲ τὸ πλάγιον ἀκούειν , ἵνα νοήσωμεν οὐχὶ τὸ καθ ' ἑαυτὸ | ||
| ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι , τὸ δὲ δέρμα χωρὶς |
| ψηλαφᾷ . εὐρύτερον : πλατύτερον . κύτος : πλάτος , χώρημα , τὴν θέσιν . ἀμφιβαλέσθαι : εἰς τὸ , | ||
| οὖν ὁ χορὸς πλεονασμῷ τοῦ τ , χόρτος . τὸ χώρημα δύναται , καὶ ὁ χῶρος κατὰ συστολὴν , καὶ |
| ἔκλυτα καὶ ὑδατώδη . καὶ δὴ καὶ κρατεῖ τὸ μὲν ὑδατῶδες ἐν τούτοις , ὡς εἶναι τὴν κρᾶσιν αὐτῶν ὑγροτέραν | ||
| αὐτὰ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶσιν τυγχάνοντα , λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες αἷμα ἀπογεννῶσι καλῶς πεφθέντα . πεφύκασι δὲ καὶ ταῦτα |
| δὲ καὶ ἄλλως πῆξαι περὶ ἀγορασίας τὴν μὲν Σελήνην τὸ πιπρασκόμενον σῶμα ἢ χωρίον ἤ τι ἕτερον πιπρασκόμενον , τὸν | ||
| ὅταν δέῃ : οὐ γὰρ λυπεῖ σε τὸ ἔλαιον πολλοῦ πιπρασκόμενον . οὐ γὰρ αὐτὸς ἀγοράζεις . πατρὸς δ ' |
| ὁ : δ ' ὄνος χθόνιον ὡς Τυφῶνι φίλον καὶ συνουσιαστικόν : ἡ δὲ σελήνη μέση ἀμφοῖν , γῆς μὲν | ||
| , ἕτεροι ἀπ ' ἐκείνου πᾶνά φασι τὸν καταφερῆ καὶ συνουσιαστικόν , ὅθεν παρὰ Καλλιμάχῳ τὸ πᾶν τρύπανον αἰπολικόν . |
| διαλείμματι τοῦ τε κατὰ τὸν ἰσημερινὸν καὶ τοῦ κατὰ τὸν θερινὸν τροπικὸν ὅλον διαφαίνεσθαι τὸ ἐγνωσμένον μέρος τῆς γῆς , | ||
| τέσσαρα , Ἄρκτοι δύο Κηφεὺς ἀπὸ τῶν στηθῶν Δράκων , θερινὸν τροπικὸν πλεῖον ἔχοντα τὸ ὑπὲρ γῆν , ἧσσον δὲ |
| ἐνιαυτὸν καταιρόντων εἰς Κεγχρεὰς ἔμπορον ἢ θεωρὸν ἢ πρεσβευτὴν ἢ διερχόμενον , ἀλλ ' ὡς μόλις διὰ μακρῶν χρόνων ἀγαπητὸν | ||
| εἴσιδε : ἐθεάσατο . ἀκτῆς : αἰγιαλοῦ . Διερπύζοντα : διερχόμενον . ἀσπασίην : ἐπιθυμητὴν , φιλικὴν , χαροπήν . |
| οὐδὲ γὰρ πάντῃ ἀμοιροῦσιν ὑγρότητος τὰ ἀναπνευστικὰ μόρια , ἀλλὰ περιγράφεται λεπτὸν πάντως ὑγρὸν καὶ ἐν τῷ θώρακι καὶ ἐν | ||
| . Τὸ δὲ τῶν δαιμόνων μερισμοῦ τε ἔτι ἐπὶ βραχύτερον περιγράφεται , καὶ λόγῳ ῥητὸν ὑπάρχει , καὶ τῆς ὄψεως |
| νόμου ἰσχυρὸν κατεῖχεν | : ἄνθρωπος δέ , ᾧ | πολυκίνητον φύσιν ἔδωκεν ὁ θεός , “ ἐπὶ τραφερήν | | ||
| , καθεστηκός , τὸ δὲ θάτερον ἀβέβαιον , εὐμετακίνητον μετακινούμενον πολυκίνητον , πολύφορον , μετατρεπόμενον , φερόμενον , πλανώμενον πλανητόν |
| τὸ ἄμεινον ἢ ἐπὶ τὸ χεῖρον , τὰ δὲ στερεὰ ἀμετάτρεπτον τὸ ζητούμενον πρᾶγμα , τὰ δὲ δίσωμα τὴν τῶν | ||
| θαλάσσης δὲ κόρας τὰς Μοίρας λέγει διὰ τὸ ἄγριον καὶ ἀμετάτρεπτον . Νυκτὸς γὰρ παῖδες αὗται καθ ' Ἡσίοδον καὶ |
| : τὸ δὲ ξύλον ἐντεριώνην ἔχει , εὔφθαρτον δὲ καὶ κοπτόμενον . ἐν πᾶσι δὲ γίγνεται τοῖς τόποις , εὐθενεῖ | ||
| γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον . καὶ καθόλου μέν ἐστι |
| τουτέστι πορευόμενος μετὰ κηδεμονίας : τῇ κηδοσύνῃ συνεζευγμένος καὶ τὸ νοσερὸν κῶλον τοῦ Ὀρέστου ἰθύνων : συγγενικῷ : οἲ ' | ||
| . τοὺς δὲ καὶ τοῖς ἐφοδίοις θλιβομένους καὶ τὸ χωρίον νοσερὸν καταγνόντας ἀπελθεῖν , καὶ τοῦ λοιποῦ διατρίβειν ἔρημον τὸν |
| τὴν δημοκρατίαν καλεῖς . τὸ δὲ σχῆμα τὸ εἰρημένον τοῦτο τριπλοῦν . καὶ γὰρ ἐπαναφορὰ [ ἴσως εἴρηται ] διὰ | ||
| λιβάνου , διφρυγοῦς , ἑκάστου μέρος α . ὑσσώπου τὸ τριπλοῦν : πραότερον δὲ γίγνεται χωρὶς τοῦ λιβάνου καὶ τοῖς |
| πρὸς ἄλληλα καὶ ὁμοιότητα ἔχειν πρὸς ἑαυτὰ , ὥστε τὸ οὐράνιον σῶμα ψυχὴν εἶναι ὠγκωμένην καὶ ζωὴν ἐπὶ πᾶν διεστῶσαν | ||
| πρὸς τὴν ὕλην , ἀναγωγός τε ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ καὶ ἄυλον ἀλλ ' οὐχὶ κάτω βρίθουσα περὶ |
| μάλιστα περὶ τὴν ιθʹ μοῖραν , οἶκον δὲ Ἄρεως , τριγωνιζόμενον δὲ σὺν τῷ Λέοντι καὶ τῷ Τοξότῃ : τὸ | ||
| τοῦ Διὸς περὶ ιεʹ μοῖραν μάλιστα , οἶκος Σελήνης , τριγωνιζόμενον δὲ σὺν τῷ Σκορπίῳ καὶ τοῖς Ἰχθύσιν : ἔστι |
| λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , ἡμίφωνον , ἀσελγέές , αἰνιγματῶδες , διφυές , | ||
| ἔτους τὴν μάλιστα κατεψυγμένην , ἢ τὸν περὶ γῆν ἀέρα κατεψυγμένον . γίνεσθαι δὲ ἰσημερίας δύο καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν |
| τὸ τοῦ φλέγματος ὑγρὸν καταλιπεῖν ἐν τῷ σώματι καὶ ὑπόλοιπον γεῶδές τε καὶ πολὺ τὴν φύσιν ὑπάρχον . Μάλιστα δὲ | ||
| ' ὧν διαφθείρεται τὰ σώματα . αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ γεῶδές ἐστιν ἡ τοῦ σώματος πῆξις , τὸ δὲ ὑγρὸν |
| φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἄνωγε πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς . ἀλλ | ||
| ἀύτει , ἑλκέμεναι μεμαώς , κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς , κακῶς |
| τέτταρες , μία μὲν οὐράνιον θεῶν γένος , ἄλλη δὲ πτηνὸν καὶ ἀεροπόρον , τρίτη δὲ ἔνυδρον εἶδος , πεζὸν | ||
| τῇ χροιὰ μελανίζων . τούτου ὑπὸ τὸν αἰθέρα ἱπταμένου πᾶν πτηνὸν φρυάσσει . ἔχει δὲ μεγάλας πράξεις , ἃς λέγων |
| τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι | ||
| ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους |
| καὶ αὐτὸ διάστασιν ἕξει πάντως , ὅ γε διαστάσεώς ἐστι περιποιητικόν . ἄλλως τε τὴν ἀπὸ τοῦ κέντρου ἐκβληθεῖσαν εὐθεῖάν | ||
| ὑπὸ τοῦ θεοῦ καὶ ἄνισον , ἀεὶ αὑτῷ τοῦ πλείονος περιποιητικόν , ἀνάγκη δὲ καὶ ταπεινὸν εἶναι καὶ μικροπρεπές . |
| ἔδει δεῖξαι . Ἐπὶ τῆς δοθείσης εὐθείας γράψαι τμῆμα κύκλου δεχόμενον γωνίαν ἴσην τῇ δοθείσῃ γωνίᾳ εὐθυγράμμῳ . Ἔστω ἡ | ||
| τι ἡ ψυχή , ποῖον δέ τι τὸ σῶμα τὸ δεχόμενον αὐτὴν οὐκέτι προσδιορίζουσιν , ὥσπερ ἐνδεχόμενον κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς |
| τῶν ἀπλανῶν ἄστρων ἀπὸ ἑῴας φαινομένης δύσεως ἑκάστης νυκτὸς ὁρᾶται δῦνον ἕως τῆς ἑσπερίας φαινομένης δύσεως , τοῦ ἄρα ἡλίου | ||
| ἐὰν δὲ ὁ Ἑρμῆς μετά τινος τῶν κακοποιῶν βλάψῃ τὸ δῦνον ἔσται ὁ ἐναγόμενος ἐπὶ διαβολῇ ἢ καί τις μάρτυς |
| ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
| ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
| καὶ ὁ τοῦ σώματος κλύδων , ἀλλὰ καὶ πᾶν τὸ περιέχον : ἥσυχος μὲν γῆ , ἥσυχος δὲ θάλασσα καὶ | ||
| λιγνὺς φλογώδης συνίσταται , οἵα πολλάκις πυρώδης ἔκλαμψις κατὰ τὸ περιέχον ἐμφαίνεται . ἐλάττονος δὲ καὶ ἧττον λεπτῆς ὑπαρχούσης ὑπόπυρός |
| , φῶς ἀγαθόν , σκότος κακόν , τετράγωνον ἀγαθόν , ἑτερόμηκες ἐναντίον ὡς μὴ ἰσόπλευρον . δέκα οὖν ὑπετίθεντο , | ||
| μὴ ταύτῃ μὲν κτλ . οὕτω γὰρ ἑτερόμηκες εἴη οἷον ἑτερόμηκες ἀναγραψώμεθα δὴ κτλ . τὸ ὅλον πόδες ιϚʹ τοῦδε |
| τὴν μεγίστην . , . . ῥᾳστώνη ῥᾳστώνῃ συζῶντας καὶ ἀνειμένον βίον ἀσπαζομένους . , . . ὑβρίζειν ὑπέλαβε πονηροὺς | ||
| μάχης ἀγών , τἄλλ ' ὄντες ἴστε μηδενὸς βελτίονες . ἀνειμένον τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο . |
| τὸ μὴ συμμιγνύναι μηδὲ σκεδαννύναι ταύτην ἀλλὰ τοσούτῳ βαθύτερον τὸν γύρον ἢ τὴν τάφρον ὀρύξαντα τόν τε τρόχμαλον ὑποστρωννύναι καὶ | ||
| θάλλουσα , οἷον τικτομένη καὶ αὐξομένη . * δρόμον : γύρον * πρῶτα : κατ ' ἀρχάς * κυισκομένη : |
| ἡλίου καὶ σελήνης καὶ μάλιστα τὰς εὐαισθητοτέρας ἐπισκεψόμεθα τόν τε ἐκλειπτικὸν τοῦ ζῳδιακοῦ τόπον καὶ τὰς τῷ κατ ' αὐτὸν | ||
| ὑποβάλλει καὶ αἱ τῶν τὸ αἴτιον ἐμποιούντων ἀστέρων πρὸς τὸν ἐκλειπτικὸν τόπον σχέσεις : ἑσπέριοι μὲν γὰρ πρὸς τὰς ἡλιακάς |
| τὸ Σ δυνάμει καὶ τελευταῖον . Εἰ τοίνυν πέφυκεν ὑπάρχειν ληκτικὸν ὀνόματος τὸ Σ , ἐνεργείᾳ μὲν ὡς Αἴας , | ||
| δὲ Ψ ἐκ τοῦ ΠΣ : οὐδέν ἐστι τὸ κωλῦον ληκτικὸν εἶναι ὀνομάτων τό τε Ξ καὶ τὸ Ψ . |
| ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας . ἀδύνατα δ ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν : ὅμως μὰν σαίνων ποτὶ | ||
| βαστάζει ἐν τοῖς νώτοις ὑπείροχον καὶ μέγα βάρος , τὸν κραταιὸν οὐράνιόν τε κύκλον . βοᾷ δὲ καὶ στενάζει διὰ |
| καὶ ἰδὼν ὑφηγεῖται τοῖς ἄλλοις μέγα τε καὶ εὐρὺ καὶ ἀναβαῖνον εἰς πύργους ὀκτώ . ἀλλὰ ταῦτα , ὦ τοῦδε | ||
| ὁ Κύπριος δυσειδής , ἀλλ ' ἐκ τῶν κροτάφων ὄρθιον ἀναβαῖνον , κατὰ μικρὸν ἑκατέρωθεν κυρτούμενον τὰς κορυφὰς συνάγει τοσοῦτον |
| , ἀριστερὸν ἐναντίον , ἄρρεν ἀγαθόν , θῆλυ ἐναντίον , ἠρεμοῦν ἀγαθόν , κινούμενον ἐναντίον , εὐθὺ ἀγαθόν , καμπύλον | ||
| πεφυκὸς ἐν τῷ νῦν ἠρεμεῖν καὶ ἐν παντὶ τῷ μέλλοντι ἠρεμοῦν καὶ ἐν τῷ νῦν ἂν ἠρέμει ἀρχῇ γε ὄντι |
| κἂν εἴκοσι καὶ πλέον : ὅταν δὲ πρὸς τὴν κάλλιστον Παρθένον ἔλθῃ τόπων , ἀμφίκυρτος ἐνναήμερος γνωρίζεται τοῖς πᾶσιν , | ||
| . ὁ δὲ Ἄρατος : δὲ ποσσὶν ὕπο σκέπτοιο Βοώτεω Παρθένον . Ἐπὶ δὲ τοῦ Ἐνγόνασιν ὁ μὲν Εὔδοξός φησι |
| τὸ φρουρεῖν τὴν ὁδόν : τὸ τῆς Ἑλένης : τὸν ἀνατολικόν φησιν : καὶ μὴν ἐγὼ τόνδ ' : ἡνιοχεῖ | ||
| καὶ εἰς δύο τινὰ ἡμικύκλια διαιροῦντος , ὧν τὸ μὲν ἀνατολικόν , τὸ δὲ δυτικὸν ὀνομάζεται , συμβαίνει τὰς μεσημβρίας |
| τρίμμα τοῦ ἀλεύρου . . . . παλίμβολον δὲ οἱονεὶ εὐμετάβλητον , παρὰ τὸ πάλιν μεταβάλλεσθαι , ὅ ἐστιν εἰς | ||
| δηλοῖ κρατεῖν τῶν παθῶν διὰ λόγου φιλοσόφου ἐπέχειν τε τὸ εὐμετάβλητον καὶ οὐ μόνιμον τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν : ὑπομίμνῃσκε δὲ |
| λέγω δὴ τό τε ἀψευδῶς ἐρωτᾶν τὸν ἐπιστήμονα ἐρωτῶντος τόπον ἐπέχοντα καὶ αὖθις τὸ δύνασθαι αὐτὸν ἐν ἀποκρινομένου τάξει καθεστηκότα | ||
| ἔχομεν δὲ καὶ τὸν ἀκριβῆ ἥλιον κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ἐπέχοντα Παρθένου μοίραις ιε α ∠ ʹ . ἀπέστη ἄρα |
| ὡς κάλλιστον καὶ οἶνον παλαιὸν γλυκὺν ἑψεῖν ὁμοῦ . Πρὸς ἄργεμον : αἰγείρου δάκρυον , γάλα γυναικεῖον μίξας χρῶ . | ||
| πλατύτερον μὲν τοῦ βοθρίου ἧϲϲον δὲ βαθὺ κοίλωμα καλεῖται , ἄργεμον δὲ τὸ ἐπὶ τοῦ τῆϲ ἴρεωϲ κύκλου γινόμενον ἐπιλαμβάνον |
| παιπάλην , κόνιν . , στάκτην . . κάμψας ] καμπύλον ποιήσας , καμπτὸν ποιήσας , κλίνας . . . | ||
| γνῶσις ἑτέρου πρὸς ἕτερον . ὥσπερ τὸ εὐθὺ πρὸς τὸ καμπύλον ἐφαρμόσαι ἀδύνατον διὰ τὸ τῶν σχημάτων ἀνόμοιον , οὕτως |
| ' ἐμμενὲς εὖ ἐπαρηρὼς ποσσὶν ἐπιθλίβει μέγα θηρίον ἀμφοτέροισιν , Σκορπίον , ὀφθαλμοῖς τε καὶ ἐν θώρηκι βεβηκὼς ὀρθός . | ||
| ἢ κιρσούς . Τὸ δ ' ἐφεξῆς τούτῳ δωδεκατημόριον ὠνόμασαν Σκορπίον καὶ τούτου τὴν κυρείαν τῶν αἰδοίων ἀνέθεσαν , ἔστι |
| ἐπισπώμενος ἐργάζεται τὰς νεφέλας . Αἰθέρα ] ἀέρα . ⌈ βιοθρέμμονα πάντων / [ βιοθρέμμον ' ἁπάντων ] ] τὸν | ||
| αἰθὴρ διακαὴς ὢν ἀνέφελός ἐστιν . καὶ ἐκ τοῦ “ βιοθρέμμονα ” δῆλον , ὅτι ἀήρ , οὐχὶ αἰθήρ . |
| τὸ εἶναι ἐγκόσμιος ἐφέλκοιτό τι σῶμα αἰθερῶδες ἢ πνευματῶδες ἢ ἀερῶδες ἢ καὶ ἐκ τούτων σύμμικτον εἴτε καὶ τούτων οἵα | ||
| ἤδη τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ τῆι πρὸς τὸ ἐκτὸς ὁρμῆι τὸ ἀερῶδες ὑπαναθλίβοντος τὴν ἐκπνοήν , τῆι δ ' εἰς τὸ |
| ' ἂν παρίσωσις ᾖ κατ ' ἀρχάς , οὐκέτι καὶ ἐπαναφορά . οὐδὲν δὲ θαυμαστόν , εἴ τι καὶ λαμπρὸν | ||
| δὲ ὅλη τις λέξις : καὶ ὃ μὲν ἂν ᾖ ἐπαναφορά , καὶ παρίσωσίς ἐστιν ἡ κατ ' ἀρχάς , |
| νοῶ , πάτερ , ἐξ ὧν λέγεις . Ἔτι δὲ νόησον , Τάτ , ὅτι καὶ ἀπαθεῖς εἰσιν ὧν οἱ | ||
| ἄγε ] εἴα , φέρε . ξυνάρπασον ] ὀξέως λάβε νόησον , κατάλαβε . τὸ τί ] ποῖον . . |
| Αἴθωνα δὲ αὐτὸν εἶπεν , ἤτοι διὰ τὸ τοῦ θηρίου διάπυρον , ἢ ὅτι ὁ ἥλιος ἐν αὐτῷ γινόμενος σφοδρῶς | ||
| καὶ Ὅμηρος . . πρηστῆρα καλεῖ τὸν Αἴαντα διὰ τὸ διάπυρον καὶ θερμὸν εἶναι ἐν ταῖς μάχαις . δυσμενεστάτου ξένων |
| τὴν θεραπείαν ἐργαλεῖα , τὸ μὲν ἐκκαθαῖρον τὴν τρίχα πτερῷ ἐοικὸς ξύλον σπάθη , τὸ δὲ διακτενίζον σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον | ||
| ἑταῖρε Τοῦτο λέγει ὅτι πάλαι ἡμεῖς τὸ εἰκὸς ἐλέγομεν τὸ ἐοικὸς τῷ ἀληθεῖ , οὐχ ἁπλῶς τὸ δοκοῦν τοῖς πολλοῖς |
| διαστάσεις ἔχουσιν οὕτως : Κριὸς πρὸς Σκορπίον , Σκορπίος πρὸς Κριόν : Ταῦρος πρὸς Ζυγὸν καὶ Ζυγὸς πρὸς Ταῦρον : | ||
| Μιτυληναῖος ἄνθρωπόν φησι γεγενῆσθαι , παιδαγωγὸν τοῦ Φρίξου , ὀνόματι Κριόν . ἀφασσόμενος : ψηλαφῶν . νοσφίσσεται : ἀφαιρήσεται . |