τοῦ ἄγχι , ὃ σημαίνει τὸ ἐγγύς , καὶ τὸ ὁμαλόν γέγονεν ἀγχώμαλον . . . . ἀγυιά : τὰ
ἐπὶ τοῦ τόπου . Θουκυδίδης : καὶ προελθόντες ἐς τὸ ὁμαλόν καὶ πάλιν : ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι
7408095 λειον
θαυμαϲτὸν φάρμακον καὶ πίτυοϲ ἢ πεύκηϲ φλοιὸϲ ἢ ἀδίαντον ξηρὸν λεῖον ἢ μυρϲίνηϲ φύλλα κατακεκαυμένα : λεῖα ἐμπάϲϲεται : ποιεῖ
, τὸ μὲν φακοειδὲς ἐπὶ τῷ πέρατι προὖχον ἀμβλὺ καὶ λεῖον [ φακὸν ] ἔχοντα , τὸ δ ' ὀξὺ
7386709 πυκνον
μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν :
, ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον
7308648 λεπτον
ἀμορφίᾳ συνοικῇ , τὸ καθάρειον ἐκλέγεται . οἷον ἱμάτιον οὐ λεπτὸν μέν , καθάρειον δέ , σκεύη οὐ χρυσᾶ οὐδὲ
. Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν . τὸ δὲ λεπτὸν τῇ ϲυϲτάϲει καὶ πυρρὸν τῷ χρώματι βέλτιον τοῦ ὠχροῦ
7220544 ὑδατωδες
ἔκλυτα καὶ ὑδατώδη . καὶ δὴ καὶ κρατεῖ τὸ μὲν ὑδατῶδες ἐν τούτοις , ὡς εἶναι τὴν κρᾶσιν αὐτῶν ὑγροτέραν
αὐτὰ ψυχρὰ καὶ ὑγρὰ τὴν κρᾶσιν τυγχάνοντα , λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες αἷμα ἀπογεννῶσι καλῶς πεφθέντα . πεφύκασι δὲ καὶ ταῦτα
7037504 παχυ
τῶν νόσων ταῦτα . ἀποτελεῖσθαι δέ φησιν τὸ μὲν αἷμα παχὺ μὲν ἔσω παραθλιβομένης τῆς σαρκός , λεπτὸν δὲ γίνεσθαι
ἔχεις : Διφθέραν , ἱμάτιον πυκνόν . ἄκναπτον ἱμάτιον καὶ παχὺ ἡ σισύρα . ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με : Ἀντὶ τοῦ
6847061 παρυφισταμενον
λέγεται νέφος : ἐὰν οὖν τὸν κάτω τόπον ἐπέχῃ τὸ παρυφιστάμενον , λέγεται ὑπόστασις , καί ἐστιν ἀγαθὸν καὶ ὑγιεινὸν
χῦμα μὲν καλεῖται ἅπαν τὸ οὖρον παρὰ τὸ ἐκκεχύσθαι . παρυφιστάμενον δὲ τὸ ἐν αὐτῷ ἕτερόν τι ἐμφαῖνον . ἐν
6830498 τυρωδεϲ
ὅμοιον μέν πωϲ , γεωδέϲτερον δὲ ἐλαίου , καὶ τὸ τυρῶδεϲ τοῦ γάλακτοϲ ἐμπλαϲτικόν ἐϲτι καὶ ἡ τοῦ ὑὸϲ πιμελή
δὴ τὸ βούτυρον : μόνον δὲ ὑπολείπεται ἐν αὐτῷ τὸ τυρῶδεϲ . ὅθεν ψυχρόν τέ ἐϲτι καὶ παχύχυμον καὶ ὠμῶν
6810284 διαυγες
τὸ κυάνεον καὶ βαρύ , πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές , οἷόν ἐστι τὸ στακτόν , ὑπ ' ἄλλων
ἀργυρόπεζα Θέτις , θυγάτηρ „ . τὸ δὲ καθαρὸν καὶ διαυγές : ” ποταμὸς ἀργυροδίνης ” . ἀρετή βʹ :
6801895 ἀποξυνομενον
διὰ δὲ τῆς ἐν χρόνῳ δυσμεταβλησίας : ἄριστον τὸ μὴ ἀποξυνόμενον ἐν τῷ τίθεσθαι ταχέως μηδὲ ποιοῦν ὀρρὸν ἢ παντελῶς
ἔχον ξηρὰϲ ἢ ἀφρῶδεϲ ἢ βρομῶδεϲ ἢ δυϲῶδεϲ ἢ ταχέωϲ ἀποξυνόμενον ἢ γευομένῳ πικρότητοϲ ἢ ἅλμηϲ ἤ τινοϲ ἑτέραϲ ἀλλοκότου
6764029 γεωδες
τὸ τοῦ φλέγματος ὑγρὸν καταλιπεῖν ἐν τῷ σώματι καὶ ὑπόλοιπον γεῶδές τε καὶ πολὺ τὴν φύσιν ὑπάρχον . Μάλιστα δὲ
' ὧν διαφθείρεται τὰ σώματα . αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ γεῶδές ἐστιν ἡ τοῦ σώματος πῆξις , τὸ δὲ ὑγρὸν
6690842 πεπεμμενον
ὃ δι ' ὄλου ἀεὶ ὅμοιον οὐρεῖται καὶ μὴ σήμερον πεπεμμένον , τῇ δ ' ἑξῆς ἄπεπτον . καὶ ὃ
τοῦ σώματος . Ἁλμυρὸς δὲ ὅτι ἄπεπτος , τὸ δὲ πεπεμμένον γλυκὺ , τὸ δ ' ἐπιπολῆς ὑδατῶδες ὥσπερ τὸ
6617101 μαλακον
φύλλον ἔχει ῥοῶδες , μεῖζον δὲ ἢ χαμαιδάφνης , καὶ μαλακὸν δὲ ὥσπερ ἡ ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται
δοκεῖ εἶναι τῶν ὀστῶν τέλος . αἱ δὲ σάρκες ἐπίβλημα μαλακὸν λιπαρόν , ἐπιβεβλημένον τοῖς ὀστοῖς κάλλους τε καὶ σκέπης
6608142 μικροτερον
καὶ πρὸς ἕτερον ἀντεξετάζειν , ὡς οὐ μέγα καὶ ἕτερον μικρότερον : ἐροῦμεν τοίνυν , ὅτι ἐν μὲν τῇ τοιαύτῃ
τοῦτο καὶ πρὸς μέγεθος ἡ γαῖα τῆς Σελήνης ἐκπίπτει καὶ μικρότερον ἔχει τὸ μῆκος ἅπαν . καὶ γὰρ ἐκ τοῦ
6573578 πληρες
εἴρηται : „ ποτήριον ἐν χειρὶ κυρίου , οἴνου ἀκράτου πλῆρες κεράσματος „ : καίτοι τό γε κεκραμένον οὐκ ἄκρατον
, δαιμόνων ὑπέρτατος . Συνεκδοχή ἐστι φράσις οὐ κατὰ τὸ πλῆρες ἐξενηνεγμένη , προσδεομένη δέ τινος ἔξωθεν ἀκολουθίας . τῶν
6573180 διπηχυ
ὡρισμένα , τὰ δὲ ἀόριστα : ὡρισμένα μὲν ὡς τὸ δίπηχυ καὶ τὸ τρίπηχυ , ἃ καὶ κυρίως ποσά ἐστιν
, λεῖος , πάχος δακτύλου , τὸ δ ' ὕψος δίπηχυ , γόνασι διειλημμένος , ἐκ διαστημάτων μειζόνων περικείμενος τὰ
6515797 ἐναιωρημα
πλεονασμῷ τοῦ ω αἰώρα , ἐξ οὗ καὶ αἰώρημα καὶ ἐναιώρημα , ὡς † περισπώμενον , . , . ,
Ὀκτωκαιδεκάτῃ , ἐθερμαίνετο σμικρά : ἐπεδίψη : οὖρα λεπτά : ἐναιώρημα ἐπινέφελον : σμικρὰ παρέκρουσεν . Περὶ ἐννεακαιδεκάτην , ἄπυρος
6503143 θεωρουμενον
εἰπεῖν λίθος ἢ ξύλον , ἔστι δὲ καὶ τὸ λόγῳ θεωρούμενον σῶμα οἷον τὸ μαθηματικόν . ἐν οὖν τῇ οὐσίᾳ
καὶ τὸ ὑλικὸν αἴτιον , ὃ κατὰ μὲν τὸ προσεχὲς θεωρούμενον οὐ κωλύεται εἶναι γενητόν , ἀναλυόμενον δὲ εἰς ἔσχατον
6501900 στερεον
ἐκείνη , τριὰς δὲ στερεοῦ σώματος , ὅτιπερ τριχῆ τὸ στερεὸν διαιρετόν . . § . : ἡ μὲν οὖν
τοῦ εἰκοσαέδρου , οὕτως τὸ στερεὸν τοῦ δωδεκαέδρου πρὸς τὸ στερεὸν τοῦ εἰκοσαέδρου . Ἐπεὶ γὰρ ἴσοι κύκλοι περιλαμβάνουσι τό
6487338 κατωφερες
ὂν ἢ μένειν ἢ κυκλοφορεῖσθαι , τὸ δὲ ἀνωφερὲς ἢ κατωφερὲς τῶν μὴ ἐν οἰκείοις ὄντων εἶναι τόποις τὸν οἰκεῖον
ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ διὰ τὸ κατωφερὲς τῶν ναυτῶν ἐκεῖσε ἔτρεχον αἱ πόρναι . οὐ κατορύξεις
6453532 δασυ
ποταμοῦ τοῦ Ἰνδοῦ καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ὑψηλόν τε καὶ δασὺ ἀγρίῃ ὕλῃ καὶ ἀκάνθῃ κυνάρᾳ . Δίδυμος δ '
ψιλότητι : ψιλὸν μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι τὸ τ , δασὺ δὲ τὸ θ , μέσον δὲ καὶ ἐπίκοινον τὸ
6445677 σκληρον
, οὐδὲ περιστάσεων . Ἀγαπήσετε δὲ ὅμως τὸ καματηρὸν καὶ σκληρὸν τοῦτο τῆς διαγωγῆς , καὶ ἐπίπονον , διὰ τὰ
μόνου ἐμνημόνευσε τοῦ μαλθακοῦ , εἰδὼς ὡς καὶ εἴ τι σκληρὸν , ἐκείνῳ δὲ ἡδὺ , ὡς μαλθακὸν αὐτῷ φαίνεται
6443406 μενον
, πολλῷ ἐς τὴν μισθοδοσίαν τὸν Τισσαφέρνην ἀρρωστότερον γενό - μενον καὶ ἐς τὸ μισεῖσθαι ὑπ ' αὐτῶν πρότερον ἔτι
γὰρ λάβωμεν Δημοσθένην ἐν προβλήματι , ἴσμεν καὶ πολιτευό - μενον ὄντα , καὶ πατέρα , πολλάκις δὲ καὶ παιδευτὴν
6421821 πλατυ
κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ
εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε
6420505 ὑπερυθρον
, δύσκολοι . Κινδυνῶδες τῶν οὔρων ἐστὶ τὸ χολῶδες μὴ ὑπέρυθρον ἐν τοῖσιν ὀξέσι , καὶ τὸ κριμνῶ - δες
τὸν λεγόμενον θόλον , οὐ μέλανα καθάπερ σηπία ἀλλ ' ὑπέρυθρον , ἐν τῷ λεγομένῳ μήκωνι . ὁ δὲ μήκων
6418903 χυμα
αὐτῇ ὑπεροχῇ ἀναλογίαν λόγων φυλαχθῆναι : οἷον ἐκθοῦ τὸ φυσικὸν χύμα τῶν ἀριθμῶν ἀπὸ μονάδος . οὐκοῦν ἡ μὲν δυὰς
ταῖς ἡλικίαις καὶ ῥώμῃ διαφέροντας καθώπλισε , τὸ δὲ λοιπὸν χύμα πρεσβυτέρων καὶ νεωτέρων , ἔτι δὲ γυναικῶν , εἴασεν
6416546 ἡμιφωνον
ἀντίτυπον καὶ οὐκ εὐεπές , τοῦ μὲν συνδέσμου λήγοντος εἰς ἡμίφωνον στοιχεῖον τὸ ν , τοῦ δὲ προσηγορικοῦ τὴν ἀρχὴν
νευρῶδες , διπρόσωπον , χερσαῖον , τετράπουν , ἀσθενόφθαλμον , ἡμίφωνον : διπρόσωπον δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ ἔχειν ἐκ τῶν
6411450 ὑπερεχον
πάλιν πρός τινα ὑπερέχοντα τόρμον χαλκοῦν , τἀναντία προσκόψαν τὸ ὑπερέχον τῆς σχαστηρίας ἀπέσχασεν τὴν χεῖρα : ἡ μὲν οὖν
καὶ μεταβολᾶς : καὶ τὸ μὲν πρᾶτόν τε δυνάμει καὶ ὑπερέχον , τὸ δ ' ὕστερον καὶ καθυπερεχόμενον : τὸ
6410747 ἐαρινον
οὐρανῷ μὲν τοὺς παραλλήλους κύκλους , τούς τε ἰσημερινούς , ἐαρινὸν καὶ μετοπωρινόν , καὶ τοὺς τροπικούς , θερινόν τε
ἦλθέ που σίδηρος : ἀλλ ' ἀκήρατον μέλισσα λειμῶν ' ἐαρινὸν διέρχεται : αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις ὅσοις διδακτὸν
6410494 ἀραιον
, οἷον πήχεων , μηρῶν : ἀτὰρ καὶ τὸ δέρμα ἀραιόν : δηλοῖ δὲ ἡ θρὶξ τῶν ζώων . Ἧσιν
ὀστέον τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι καὶ ὑμενῶδες καὶ ἀραιόν , φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν τὴν κεφαλὴν
6407453 περιφερες
ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ
ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα ,
6402923 Σαμωνιον
εἰς δύο ἀκρωτήρια μεριζόμενον , τὸ δ ' ἑῷον τὸ Σαμώνιόν ἐστιν ὑπερπῖπτον τοῦ Σουνίου οὐ πολὺ πρὸς ἕω .
, Ἱπποκόρωνά τε τῆς Ἀδραμυττηνῆς καὶ Ἱπποκορώνιον ἐν Κρήτῃ , Σαμώνιόν τε τὸ ἑωθινὸν ἀκρωτήριον τῆς νήσου καὶ πεδίον ἐν
6402728 ἀκμαιον
ἐς Ζαρίασπα ἀφίκετο : καὶ αὐτοῦ κατέμενεν ἔστε παρελθεῖν τὸ ἀκμαῖον τοῦ χειμῶνος . ἐν τούτῳ δὲ ἀφίκοντο παρ '
καθάπερ ἔφην , οὐδὲ ἀντακολουθοῦσιν : ὅπερ μὲν γὰρ ἂν ἀκμαῖον ᾖ , πάντως καὶ λαμπρόν ἐστι καὶ ἤτοι σφοδρόν
6399635 μανον
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε
6391334 βραχυτερον
Χρυσίππῳ λέγει πρόσαγε τὸν πῶλον ἀτρέμα , προσλαβών τὸν ἀγωγέα βραχύτερον : οὐχ ὁρᾷς ὅτι ἄβολός ἐστιν ; τὴν δὲ
ἕνεκα , ᾗ διαλλάττει Λυσίου , τὰς ἀρετὰς αὐτῶν εἰς βραχύτερον συναγαγὼν λόγον ἐπὶ τὰ παραδείγματα μεταβήσομαι . πρώτην μὲν
6387898 θερμαινον
ἂν οὖν μοι δοκοῖς εὑρεῖν ἄλλο φάρμακον δι ' ὅλων θερμαῖνον μᾶλλον πυρετοῦ : διὸ καὶ τῷ σπωμένῳ ἀγαθὸν τοῦτο
ἐντείνειν κωλύει , καὶ τὸ σῶμα ἀσθενὲς ποιέει . Λάπαθον θερμαῖνον διαχωρέει . Ἀνδράφαξις ὑγρὸν , οὐ μέντοι διαχωρέει .
6381155 ὑποπυρρον
σαρκώδη δὲ καὶ τὰ ἐοικότα θριξὶ τῶν νεφρῶν . τὸ ὑπόπυρρον ἢ ἄγαν πυρρὸν ἐν μὲν τῇ ἀρχῇ φαινόμενον πλεονεξίαν
τοίνυν ἄριστον τῷ κατὰ πάντα συμμέτρῳ ἀνθρώπῳ , ὑπόξανθον ἢ ὑπόπυρρον , καὶ τῇ συστάσει σύμμετρον , ἀναλόγως ἔχον καὶ
6375237 ἐρυθρον
αὐτὴν τὴν ἐπίνοιαν : τὸ γὰρ μαλθακὸν καὶ ὑγρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ἐξ ὧν ἄλλων εἰδοποεῖται σὰρξ ἅμα τῷ νοηθῆναι
νεοσφαγέος , καὶ θρομβία διαλάμποντα , ἄλλοτε δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει , καὶ ἡ γαστὴρ ἡ νειαίρη ἐπαίρεται ,
6361412 στρογγυλον
. Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου .
καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν
6358724 βαθυ
τοσοῦτον ἐπιστήμης ἀλλοτριωθῶμεν , ὡς ἄγνοιαν , τὸ μέγα καὶ βαθὺ σκότος , τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς κατασκεδάσαι . διττὸν δὲ
φασὶ δὲ Ἱερώνυμόν τινα ἱστορεῖν ὅτι Τιθωνὸς ἀδελφὸς Πριάμου ἐς βαθὺ γῆρας ἐλάσας καὶ ζῆν μηκέτι ἐθέλων ᾐτήσατο παρὰ τῆς
6350720 ἐον
Μυοῦντα ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ ἀπὸ τῆς Νάξου ἀπελθόν , ἐὸν ἐνθαῦτα , συλλαμβάνειν πειρᾶσθαι τοὺς ἐπὶ τῶν νεῶν ἐπιπλέοντας
καὶ σιτίων ἐπιθυμέουσι , καὶ τὸ πῦον ἀνάγεται ῥηϊδίως λευκὸν ἐὸν καὶ ἄνοσμον καὶ λεῖον καὶ ὁμόχροον καὶ ἀφλέγμαντον ,
6349229 καθυγρον
χωρίου ἔστω τὸ μὲν ὑπόγειον ἡ γῆ , ὅπερ ἐὰν κάθυγρον περὶ ποταμὸν ἢ θάλασσαν ἢ λίμνην εἶναι τὸ χωρίον
ἀμφίβιον , διφυές , ἡμίφωνον . καὶ καθόλου μέν ἐστι κάθυγρον , κατὰ μέρος δὲ τὰ μὲν προηγούμενα αὐτοῦ καυσώδη
6331947 δεχομενον
ἔδει δεῖξαι . Ἐπὶ τῆς δοθείσης εὐθείας γράψαι τμῆμα κύκλου δεχόμενον γωνίαν ἴσην τῇ δοθείσῃ γωνίᾳ εὐθυγράμμῳ . Ἔστω ἡ
τι ἡ ψυχή , ποῖον δέ τι τὸ σῶμα τὸ δεχόμενον αὐτὴν οὐκέτι προσδιορίζουσιν , ὥσπερ ἐνδεχόμενον κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς
6323855 νυκτερινον
ἀποστερῶν , ἀπεῖπε πρὸς τοὺς μεθ ' ἡμέραν ἀγῶνας καὶ νυκτερινὸν ἐσκέψατο δόλον καθεύδειν ὑπὸ τῶν κακῶν οὐ δυνάμενος καὶ
δ ' ἐχθρὴν σκυλάκεσσιν ἀρειοτέροις τε κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα
6290406 ὑπωχρον
. ὀπτᾶται δ ' ἐπ ' ἀνθράκων ἐκφυσωμένη μέχρι τοῦ ὕπωχρον αὐτὴν γενέσθαι ἢ ἐπ ' ὀστράκου καὶ διαπύρων ἀνθράκων
λυκαίνιον ὑπόμηκες : ῥυτίδες λεπταὶ καὶ πυκναί : λευκόν , ὕπωχρον , στρεβλὸν τὸ ὄμμα . ἡ δὲ παχεῖα γραῦς
6289179 κουφον
ἔπαλλε δελφὶς πρώιραις κυανεμβόλοισιν εἱλισσόμενος , πορεύων τὸν τᾶς Θέτιδος κοῦφον ἅλμα ποδῶν Ἀχιλῆ σὺν Ἀγαμέμνονι Τρωίας ἐπὶ Σιμουντίδας ἀκτάς
δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ ξύλον χαῦνον καὶ κοῦφον ξηρανθέν , ἐντεριώνην δὲ ἔχον μαλακήν , ὥστε δι
6288716 διεσπασμενον
τὸν κάτω κεκτημένον τόπον , μηκέτι δὲ λεῖον , ἀλλὰ διεσπασμένον . τοῦτο χεῖρον τοῦ προτέρου ὑπάρχον . ἐκεῖνο μὲν
τρίτῃ : οὖρα ὑπομέλανα : εἶχεν ἐναιώρημα ὑπόμελαν ἐὸν , διεσπασμένον , οὐχ ἱδρύετο . Πέμπτῃ ἐῤῥύη λαῦρον ἐξ ἀριστεροῦ
6287695 στιλβον
ἔχων , κροτάφους δασεῖς , ὄμμα λι - παρὸν καὶ στίλβον καὶ ἀμαρύσσον . ὁ τοιοῦτος φιλόκυβος , φιλορχηστής ,
ὑγρὸν τὸ πρῶτόν ἐστι τῆς ὄψεως ὄργανον , λευκὸν καὶ στίλβον καὶ λαμπρὸν καὶ καθαρὸν γενόμενον : μόνως γὰρ οὕτως
6279974 βοτρυδιοις
συμπεπλεγμένον , λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα καὶ εὐῶδες , δίχα εὐρῶτος καὶ
ὡς πηγάνου : τὰ δὲ ῥαβδία περίπλεα σπερματίων , ἐοικότα βοτρυδίοις μηδέπω ἀνθοῦσιν : ὀσμὴ οἰνώδης : ἡ δὲ ῥίζα
6266031 μαλθακον
τὸ ὁμαλῶς καὶ ὁμοτίμως θερμὸν εἶναι τὸ πᾶν σῶμα καὶ μαλθακόν : δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐκ ἔστι φλεγμονὴ ἢ ὀδύνη
. κέγχροϲ δὲ φωχθεῖϲα ἐν μαρϲίποιϲι , πυρίημα κοῦφον καὶ μαλθακόν : ἀληλεϲμένη δὲ καὶ ὑδερώδεϲι ξὺν μέλιτι καὶ ἐλαίῳ
6263366 πλαγιον
: λευρὸν οἱ μὲν τὸ πλατύ : βέλτιον δὲ τὸ πλάγιον ἀκούειν , ἵνα νοήσωμεν οὐχὶ τὸ καθ ' ἑαυτὸ
ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι , τὸ δὲ δέρμα χωρὶς
6232532 θολερον
τοῦ δὲ χρόνου προϊόντος , πτύαλον ἐπιφαίνεται ὑπόμελαν ἐὸν καὶ θολερὸν , καὶ τὰ στήθεα πῦρ ἔχει τοῦ ἄλλου σώματος
αὔξεται καὶ ὄγκῳ καὶ σταθμῷ κατατιθέμενος ἐν οἴκοις καταγείοις ἀέρα θολερὸν ἔχουσιν , ὡς εὐρῶτος πληροῦσθαι ταχέως τὰ κατ '
6226663 μεταβαλλον
. δύο γὰρ γένη πυρός , τὸ μὲν ἄτεχνον καὶ μεταβάλλον εἰς ἑαυτὸ τὴν τροφήν , τὸ δὲ τεχνικόν ,
τὸ ὅλον περιεχούσας ψυχᾶς μέχρι σελήνας περαιοῦται , τὸ δὲ μεταβάλλον ἀπὸ τᾶς σελήνας μέχρι τᾶς γᾶς . ἐπεὶ δέ
6216584 λεπτοτατον
καὶ στρογγύλων ξυγκόψας ἐν τῷ ὅλμῳ , καὶ σήσας ὡς λεπτότατον νίτρου ἐρυθροῦ Αἰγυπτίου τεταρτημόριον μνᾶς , ὀπτήσας , τρίψας
καὶ ἐξίσταται καὶ γίγνεται ἠὴρ καὶ ὀμίχλη : τὸ δὲ λεπτότατον καὶ κουφότατον αὐτέου λείπεται , καὶ γλυκαίνεται ὑπὸ τοῦ
6212676 πυκνῳ
μία ἡ ἐπὶ τὸ δίτονον : οὔτε γὰρ πυκνὸν πρὸς πυκνῷ τίθεται οὔτε τόνος ἐπὶ τὸ ὀξὺ πυκνοῦ , ὥστε
τὴν ὄψιν τεταμένην ὡς ἐπὶ τὸν χαλκόν , ἐντυχοῦσαν δὲ πυκνῷ καὶ λείῳ πληχθεῖσαν ὑποστρέφειν αὐτὴν ἐφ ' ἑαυτὴν ὅμοιόν
6206226 ἀσαρκον
αἴρεσθαι αὐτὸ ἐν τῷ ὁρᾶν : ταρσὸς δὲ διὰ τὸ ἄσαρκον εἶναι , ὥσπερ καὶ ὁ ταρσὸς ἤτοι ὁ πούς
ταῖς μὲν ἐκ τῶν κάτω μερῶν παρὰ τὸ ψιλὸν καὶ ἄσαρκον ἐμφυομέναις ἰσίν , αἷς ἐγγὺς τῆς κατὰ τὸ γόνυ
6199711 ἀφωνον
. Τὰ διὰ τοῦ ηλος δισύλλαβα ἔχοντα ἐν τῇ πρώτῃ ἄφωνον διὰ τοῦ η γράφονται : χηλός : βηλός :
ἄφωνόν ἐστι , τὸ δὲ φωνῆεν : τὸ μὲν ἄλογον ἄφωνον , φωνῆεν δ ' ὅσον λογικόν , ὃ δὴ
6174680 ἀπεπτον
' ἀμφοῖν ἐστι τὸ δεύτερον . τὸ δ ' ἐσχάτως ἄπεπτον , ὅπερ ἐστὶ τὸ ὑδατῶδες ἀκριβῶς , οἷον ἀπεγνωσμένης
τὸ δὲ γυψῶδες παχὺ καὶ δυσοικονόμητον , τὸ δὲ ξανθὸν ἄπεπτον καὶ ἀκατέργαστον , καὶ διὰ τοῦτο τὴν αἱματώδη χρόαν
6173027 ἐνεχθεν
καὶ τὸ μ κέντρον τοῦ ἐπικύκλου , τὴν μο περιφέρειαν ἐνεχθέν , τὸν εζη ἐπίκυκλον ἐπὶ τὸν πρχ μετήνεγκε ,
χρήσασθαι δὲ ἔλεγον ἱμάτιον ἢ σκεῦος . νεαρὸν νεωστὶ ὕδωρ ἐνεχθέν : ἔγκειται γὰρ τὸ ἀρύειν , πρόσφατον δὲ τὸ
6171620 ὑποξανθον
ῥίζαν λεπτήν , ἐπ ' ἄκρου κορυφὴν ἔχουσα στρογγύλην , ὑπόξανθον , ὀποῦ μεστήν . Χρυσοκόμη : ῥαβδίον σπιθαμιαῖον ,
τοιούτῳ οὐροῖτ ' ἂν οὖρον τῇ μὲν χροιᾷ ὑπόπυρρον ἢ ὑπόξανθον , τῇ δὲ συστάσει σύμμετρον καὶ ἀναλογίαν ἔχον τῇ
6166912 ἡμιτελες
Χρυσὶς ἱέρεια ʃ τὸ ὄγδοον ἐπλήρωσε , τὸ δὲ ἔννατον ἡμιτελὲς ἦν ἀμφιδήριτος : ἀμφίβολος . ʃ ἀμφισβητήσιμος ἀγχωμάλου :
οἰκήτορας εἰς τὴν οἰκείαν ἑκάστου ἀπέλυσε , τὸ δὲ κτίσμα ἡμιτελὲς ἔτι ὂν κατέσπασε προσβαλὼν καὶ μικρὰν κώμην κατέλιπεν ,
6165740 πηχυαιον
δεκάπηχυ διάστημα ἐν ἑνὶ ἀμερεῖ διέρχεται χρόνῳ , τὸ λειπόμενον πηχυαῖον διάστημα τῆς αὐτῆς οὔσης κινήσεως ἐν δεκάτῳ μέρει τοῦ
δίπηχυ κατὰ πύκνωσιν , ἔφην , ἐπωνόμασται , τὸ δὲ πηχυαῖον κατὰ συνασπισμόν . γίνεται δὲ ἡ μὲν πύκνωσις ,
6165503 τεμνομενον
, τῶν δὲ ἀριθμητῶν τὸ ἕν , τοῦτο δὲ σῶμα τεμνόμενον εἰς ἄπειρον : ὥστε τὰ ἀριθμητὰ τῶν ἀριθμῶν ταύτῃ
ἄτομον καὶ τὸ δυσχερῶς τεμνόμενον καὶ τὸ μηδ ' ὅλως τεμνόμενον ὡς τὸ σημεῖον καὶ τὸ εἰδικώτατον εἶδος . ἐνταῦθα
6162612 κινουμενον
οὕτω διωρισμένων φανερόν , ὅτι πᾶσα μεταβολὴ καὶ πᾶν τὸ κινούμενον ἀνάγκη κινεῖσθαι ἐν χρόνῳ : τὸ γὰρ θᾶττον καὶ
ἀληθῶν οὐσῶν τῶν προτάσεων . ἄνθρωπος παντὶ κινουμένῳ ὑπαρχόντως , κινούμενον παντὶ ἵππῳ ἐνδεχομένως , καὶ συνάγεται ἄνθρωπος οὐδενὶ ἵππῳ
6151808 στενον
τὸ ἄρρωστον εἶναι τὸν σφυγμὸν καὶ σκληρὸν καὶ βραχὺν καὶ στενὸν καὶ ἄγαν ἁπάντων τῶν ἐπὶ πολὺ μάλιστα χρονισάντων φρενιτικῶν
δή . ἐν στενῷ ] μεταξὺ Σαλαμῖνος καὶ Αἰγίνης τὸ στενὸν ἦν . παίοντ ' ] παράλογον τὸ δυϊκόν .
6150078 πυρωδες
τὸν οὐρανὸν ἐξ ἀέρος συμπαγέντος ὑπὸ πυρὸς κρυσταλλοειδῶς , τὸ πυρῶδες καὶ τὸ ἀερῶδες ἐν ἑκατέρῳ τῶν ἡμισφαιρίων περιέχοντα .
ἀλεύροις θαυμαστῶς τὰς ὀδύνας οἶδε παρηγορεῖν καὶ τὸ ζέον καὶ πυρῶδες ἀποσβεννύειν τῆς ὀδύνης καὶ εἰς εὐκρασίαν φέρειν τὰ πεπονθότα
6149946 ὑποπυῤῥον
διαχώρημα πρὸς τὴν κρίσιν ἰούσης τῆς νόσου : ἔστω δὲ ὑπόπυῤῥον καὶ μὴ σφόδρα δυσῶδες : ἐπιτήδειον δὲ καὶ ἕλμινθας
ἰόντα . Διαχώρημα κοιλίης βέλτιστον , μαλθακὸν , συνεστηκὸς , ὑπόπυῤῥον , μὴ σφόδρα δυσῶδες , διαχωρέον τὴν εἰθισμένην ὥρην
6148519 ἀνωμαλον
μέλλοντος οὐδενὶ ἐοικώς , καὶ διὰ τὸ ἀνώμαλον τῆς ναυμαχίας ἀνώμαλον καὶ τὴν ἔποψιν ἐκ τῆς γῆς ἠναγκάζοντο ἔχειν .
πραγμάτων , ἀστάτοις καὶ ἀνιδρύτοις χρωμένη συντυχίαις , ὧν τὸ ἀνώμαλον οὐκ ἀδήλοις ἀλλὰ σαφέσι τεκμηρίοις ὁ ἀψευδέστατος ἐλέγχει χρόνος
6140826 ἀμεταβλητον
πάντα ἓν καὶ τοῦτο ὑπάρχειν θεὸν πεπερασμένον , λογικόν , ἀμετάβλητον . . [ . . . ] ἐν πολλοῖς
τισίν : καὶ χρὴ φυλάττειν αὐτὸν ἐπικείμενον , ὅταν ἐθέλῃς ἀμετάβλητον ἐπὶ πλεῖστον διαμεῖναι τὸ φυλαττόμενον . ὁ δὲ τῶν
6139058 διαχεομενον
παχὺ θερμαινόμενον διαχέεται πρῶτον τὸ πλησίον τοῦ πονέοντος ἐόν : διαχεόμενον δὲ μίσγεται τῷ πονέοντι ὕδρωπι , εἶτα κενεώτερον ἐγένετο
παντελῆ θάνατον . Διογένης , εἰ ἐπὶ πᾶν τὸ αἷμα διαχεόμενον πληρώσει μὲν τὰς φλέβας τὸν δ ' ἐν αὐταῖς
6134114 ὑγροτερον
τῆς Παρθένου ζώδιῳ βροντὴ καταρραγήσεται ἐὰν πρὸς τὴν ἡμέραν , ὑγρότερον κατάστημα γενήσεται πρὸς κόσμον καὶ ἀφθονία τῶν καρπῶν ἀλλὰ
τῶν βουνῶν καὶ τῶν γεωλόφων ξηρότερον τὸ κατάστημα ποιεῖ , ὑγρότερον δὲ τὸ ἀπὸ τῶν ποταμῶν καὶ πάντων ποτίμων ὑδάτων
6133231 συμμετρον
] συμμέτρου : καταβαφέντα γε μὴν πλέον καὶ σύστασιν εἰληφότα σύμμετρον τὰ ὑπόπυρρα ποιεῖ καὶ ὑπόξανθα τελείας μὲν ὄντα πέψεως
ἄν ; εἰ δὲ δὴ καὶ πρὸς τὴν δύναμιν τὸ σύμμετρον καὶ ἄμετρον κρίνοιτο , οὐδ ' οὕτω πρόδηλον ἂν
6132101 ἐμπιπτον
ζήτησιν : ἢ γὰρ ἓν , φησὶν , εὑρίσκεται ῥητὸν ἐμπίπτον , ἢ πλείω : πλείω δέ φαμεν , εἰ
τυράννου , ἢ ὅ τι ἂν ᾖ τὸ προκείμενον καὶ ἐμπίπτον : συμπλέκεται δὲ , φησὶν , ἡ κοινὴ ποιότης
6126785 ὑπερβαλλον
Φιλέας ὁ Ταυρομενίτης μηχανικός . ἡ δὲ ἀντλία καίπερ βάθος ὑπερβάλλον ἔχουσα δι ' ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξηντλεῖτο διὰ κοχλίου ,
ᾧ καὶ θαυμάσειεν ἄν τις αὐτοῦ τὴν μεταχείρισιν καὶ τὸ ὑπερβάλλον τῆς δεινότητος . εἰδὼς γὰρ δυσχερέστατον ὄντα τὸν λόγον
6126022 ναστον
ὄνομα κατὰ τοῦ τοιούτου πράγματος λέγεσθαι ἄρτον μὲν γάρ τινα ναστὸν ἐκάλουν , οὐ μὴν ἄλλο γέ τι σῶμα πρὸς
δὴ κληθέντα ἄτομα προσηγόρευσεν . ἀδιαίρετον δὲ καὶ ἄτομον καὶ ναστὸν οἱ μὲν διὰ τὸ ἀπαθὲς ὠνομάσθαι φασίν , οἱ
6120073 ἐχον
ἀέξει ὀπάζει ] δίδου ὀπάζει ] φυλάττει δυσλεπέος ] ἀκανθῶδες ἔχον τὸ ἔλυτρον τὸ Καστανὶς ἔτρεφεν : πόλις Θεσσαλίας ,
ταῦτα ὧν κοινὸς ὅρος : τὸ δ ' ἀδιαίρετον οὐδὲν ἔχον κοινὸν οὐδ ' ὅρον κοινὸν ἕξει πρός τι .
6118984 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
6109767 παχυτερον
. Ἐπεὶ τοίνυν παντὸς ὑγροῦ ἐξ ἑτεροειδῶν συστάντος οὐσιῶν τὸ παχύτερον χωρεῖν πρὸς τὸν πυθμένα πέφυκε , ἀνάγκη ἄρα τὸ
κατ ' ἀγκῶνα ὀχλώδεα : τοῦτο μὲν γὰρ , τὸ παχύτερον ὀστέον ἔστιν ὅτε ἐκινήθη ἀπὸ τοῦ ἑτέρου , καὶ
6108067 ὁμαλες
Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ πυκνὸν καὶ ἄκυμον καὶ συνεχὲς καὶ ὁμαλὲς ἐκείνοις ὁ νότος ποιεῖ μᾶλλον : ἀεὶ γὰρ τοῖς
γὰρ ὁμαλὴν γενέσθαι κίνησιν μὴ ἐφ ' ὁμαλοῦ μεγέθους : ὁμαλὲς δὲ μέγεθος , οὗ τὸ τυχὸν ἐφαρμόττει τῷ τυχόντι
6100115 ἀνειμενον
τὴν μεγίστην . , . . ῥᾳστώνη ῥᾳστώνῃ συζῶντας καὶ ἀνειμένον βίον ἀσπαζομένους . , . . ὑβρίζειν ὑπέλαβε πονηροὺς
μάχης ἀγών , τἄλλ ' ὄντες ἴστε μηδενὸς βελτίονες . ἀνειμένον τι χρῆμα πρεσβυτῶν γένος καὶ δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο .
6088876 ἠρεμουν
, ἀριστερὸν ἐναντίον , ἄρρεν ἀγαθόν , θῆλυ ἐναντίον , ἠρεμοῦν ἀγαθόν , κινούμενον ἐναντίον , εὐθὺ ἀγαθόν , καμπύλον
πεφυκὸς ἐν τῷ νῦν ἠρεμεῖν καὶ ἐν παντὶ τῷ μέλλοντι ἠρεμοῦν καὶ ἐν τῷ νῦν ἂν ἠρέμει ἀρχῇ γε ὄντι
6082218 νοσερον
τουτέστι πορευόμενος μετὰ κηδεμονίας : τῇ κηδοσύνῃ συνεζευγμένος καὶ τὸ νοσερὸν κῶλον τοῦ Ὀρέστου ἰθύνων : συγγενικῷ : οἲ '
. τοὺς δὲ καὶ τοῖς ἐφοδίοις θλιβομένους καὶ τὸ χωρίον νοσερὸν καταγνόντας ἀπελθεῖν , καὶ τοῦ λοιποῦ διατρίβειν ἔρημον τὸν
6068927 ἀπορρεον
' ἀπορροίας αἰσθανόμεθα , οὔτε ἔτι μᾶλλον τῶν χρωμάτων τι ἀπορρέον ποιεῖ τὴν ὅρασιν , ἀλλὰ τῷ ἐνεργεῖν ὁρᾶται .
λαμβάνων ἐπί τινος ἄκμονος ἐπιτίθει τοὺς πυρούς , καὶ τὸ ἀπορρέον ἐξ αὐτῶν ὑγρὸν ἔτι θερμὸν λαμβάνων ἐπίχριε τοὺς λειχῆνας
6066889 ἀλφωδες
κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , ἄστατον , ἀσελγές , ὀχλικόν , πτερωτόν ,
πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον ,
6060263 ἐκτεταμενον
εἶναι ἐλπίδα σωτηρίας , ὁρῶν ἐπὶ πολύ τε καὶ στενὸν ἐκτεταμένον τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα , καὶ νομίζων πρὸς τὸ ἄναντες
, ὀλίγον δὲ τὸ διάλειμμα , τοῦτον αὖ πάλιν ὠνομάϲαμεν ἐκτεταμένον τριταῖον . Τὸν ἀκριβῆ τριταῖον , ὡϲ ἂν ὑπὸ
6059852 ἀερωδες
τὸ εἶναι ἐγκόσμιος ἐφέλκοιτό τι σῶμα αἰθερῶδες ἢ πνευματῶδες ἢ ἀερῶδες ἢ καὶ ἐκ τούτων σύμμικτον εἴτε καὶ τούτων οἵα
ἤδη τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ τῆι πρὸς τὸ ἐκτὸς ὁρμῆι τὸ ἀερῶδες ὑπαναθλίβοντος τὴν ἐκπνοήν , τῆι δ ' εἰς τὸ
6030408 συνεχες
χρόνον : ἡ διαφορὰ δὲ ἐν τῷ τὸ τὴν μὲν συνεχές , τὴν δὲ διωρισμένον ποιεῖν . καὶ συνέχει δὴ
στενοῖς τοῖς κωλύουσι τὸν περίπλουν , ἀλλὰ μᾶλλον σύρρουν καὶ συνεχές : οἵ τε γὰρ περιπλεῖν ἐγχειρήσαντες , εἶτα ἀναστρέψαντες
6025274 λεπτοτερον
, εἰ δὲ πλέον , πλείοϲι . καὶ εἰ μὲν λεπτότερον τὸ περιεχόμενον ὑπολάβοιμεν αἷμα , ἐπιπολῆϲ ἐγχαράξομεν , εἰ
ὡς ἐν ἄλλοις φησίν , ἀέρος μὲν πυκνότερον ὕδατος δὲ λεπτότερον . καὶ ὁ μὲν Ἀλέξανδρος Ἀναξίμανδρον οἴεται τὸν ἄλλην
6022795 μετοπωρινον
ΖΔ ἐκβληθεῖσαν ἤχθω ἡ ΘΚ . ἐπεὶ τὸ μὲν Β μετοπωρινὸν σημεῖον περιέχει τὴν τῶν Χηλῶν ἀρχήν , τὸ δὲ
, τοῦ Διός , ὅς ἐστι τῶν ὄμβρων κύριος , μετοπωρινὸν ὄμβρον ἤδη καταπέμψαντος , καὶ τὰ σώματα τὰ ἀνθρώπινα
6015522 ἐπιμηκες
, ἄνθος κρόκῳ ὅμοιον , σπέρμα λευκὸν καὶ πυρρόν , ἐπίμηκες , γεγωνιωμένον . Κολχικόν λήγοντος τοῦ φθινοπώρου ἀνίησιν ἄνθος
καὶ ὁ οἰκοδόμος ἀπὸ μεταφορᾶς τούτου τεῖχος , ἀντὶ τοῦ ἐπίμηκες ποιεῖ : καὶ ἐλαύνει ἵππον , ἀντὶ τοῦ ἐπ
6001456 ψιλον
κωλύσῃ παράγγελμα . Ὅτι δασυνομένου φωνήεντος ἐπιφερομένου , τὸ προηγούμενον ψιλὸν τρέπεται εἰς τὸ ἀντίστοιχον δασὺ : κατὰ ἡμῶν καθ
τῆς ἀρτηρίας τὸ πνεῦμα λύσῃ τὸν δεσμὸν αὐτοῦ . καὶ ψιλὸν μέν ἐστιν αὐτῶν τὸ π , δασὺ δὲ τὸ
6001258 πυρρον
, μεταβληθείη μὲν ἂν ἀπὸ τῶν κατὰ φύσιν πρὸς τὸ πυρρὸν χωροῦντα , ἐπιταθείσης δὲ τῆς θερμότητος , προσεπιδοθείη ἂν
, τὸ δὲ πάνυ λευκὸν ἄκρατον εἰς ἀνανδρίαν φέρει , πυρρὸν δὲ τὸ σῶμα πᾶν δολεροῦ καὶ πολυτρόπου ἀνδρός ἐστι
5993209 ὀχλικον
ἀλφῶδες , ἄφωνον , ἀμετάβλητον , ποικίλον καὶ λεπρῶδες , ὀχλικόν τε καὶ πτερωτὸν , καταφερὲς , ὑγρῶδες , κόσμου
λέγεται δὲ οἷον ἀνάβη τις οὖσα . | ἀγωνιστικόν : ὀχλικόν . καὶ γὰρ ὁ ἀγὼν ἀπὸ τῆς ὀχλήσεως .
5992344 ψαφαρον
αὐχμηρόν : ξηροὺς δὲ φοίνικας κελεύει εἰς τὸ γάλα μιγνύναι ψαφαρόν ] τὸν ξηρόν , παλαιόν ἄλλοτε δ ' αὐαλέης
: τὸ δὲ χρῶμα τοῦ γένους τῶν ἀσπίδων τινῶν μὲν ψαφαρόν , ὅ ἐστι λευκὸν ἢ αὐχμερόν , τινῶν δὲ
5988334 λεπρωδες
τροπικόν , πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές ,
ἄγονον , κάθυγρον καὶ κυρτῶδες , ἡμιτελὲς , γεωργικὸν , λεπρῶδες , ἐψυγμένον , αἰνιγματῶδες , ἀσελγὲς , κατωφερὲς ,
5985767 παλινσκιον
συμβαίνει : τὸ δ ' αἴτιον εἰκάζουσιν ὅτι τοῖς μὲν παλίνσκιόν ἐστι τὸ χωρίον ὥστ ' ἐνδρόσους ὄντας μὴ διαστέλλειν
. τὸ δ ' αἴτιον εἰκάζουσιν , ὅτι τοῖς μὲν παλίνσκιόν ἐστι τὸ χωρίον , ὥστ ' ἐνδρόσους ὄντας μὴ
5978605 τραχυ
, ἵνα μὴ συναπτόμεναι πρὸς ἀλλήλας αἱ καταλήγουσαί τε εἰς τραχὺ γράμμα καὶ αἱ τὴν ἀρχὴν ἀπό τινος τοιούτου λαμβάνουσαι
βίας , ἐπεὶ τίκτουσιν ἐκτὸς ἀλγηδόνος ἁπαλήν ] τὴν μηδὲν τραχὺ καὶ βίαιον ἔχουσαν : ἀλύπως γὰρ τίκτουσιν ἁπαλήν ]
5968987 μελοκοπουμενον
ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν
ἀγαθόν , εὐμετάβολον , πολύγονον , συνουσιαστικόν , κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες ,
5966217 διαδυομενον
πρόσφορος ὅτι πικρότητά τινα ἔχουσιν ἐν τῇ φύσει ταύτην δὲ διαδυόμενον καὶ ὥσπερ ἀναστομοῦν τὸ ἁλυκὸν ἐξάγει , δι '
δίψος παύει , μένον ἐπὶ πλεῖστον ἐν τῇ γαστρὶ μηδὲ διαδυόμενον εἰς ὅλον τὸ βάθος μηδ ' ἐπιτέγγον τὸν αὐχμόν
5962816 ἑτερομηκες
, φῶς ἀγαθόν , σκότος κακόν , τετράγωνον ἀγαθόν , ἑτερόμηκες ἐναντίον ὡς μὴ ἰσόπλευρον . δέκα οὖν ὑπετίθεντο ,
μὴ ταύτῃ μὲν κτλ . οὕτω γὰρ ἑτερόμηκες εἴη οἷον ἑτερόμηκες ἀναγραψώμεθα δὴ κτλ . τὸ ὅλον πόδες ιϚʹ τοῦδε
5961620 ἁλμυρον
σαρκῶδες : οὐρέεται δὲ τὸ γλυκύ : διαχωρέεται δὲ τὸ ἁλμυρόν . Κέγχρων χόνδροι καὶ κυρήβια , ξηρὸν καὶ στάσιμον
τὸ μὲν γλυκύ , τὸ δὲ πικρόν , τὸ δὲ ἁλμυρόν , τὸ δὲ δριμύ , τὸ δὲ αὐστηρόν ,

Back