| δὲ καὶ ἄλλως πῆξαι περὶ ἀγορασίας τὴν μὲν Σελήνην τὸ πιπρασκόμενον σῶμα ἢ χωρίον ἤ τι ἕτερον πιπρασκόμενον , τὸν | ||
| ὅταν δέῃ : οὐ γὰρ λυπεῖ σε τὸ ἔλαιον πολλοῦ πιπρασκόμενον . οὐ γὰρ αὐτὸς ἀγοράζεις . πατρὸς δ ' |
| τῷ δὲ ἀστέρι ἀφ ' οὗ τὴν ἀπόρροιαν ποιεῖται τὸν πιπράσκοντα , ᾧ δὲ συνάπτεται τὸν ἀγοράζοντα : καὶ προσέχειν | ||
| ἵππων ἐρεῖ μὴ διδόναι τέλος . ὁ δὲ περισπῶν τὸν πιπράσκοντα . κατὰ δὲ ὁμωνυμίαν , οἷον τοῦ θεοῦ χρήσαντος |
| τὴν ἀπόρροιαν ποιεῖται τὸν πιπράσκοντα , ᾧ δὲ συνάπτεται τὸν ἀγοράζοντα : καὶ προσέχειν ἕκαστον αὐτῶν , ἐπισκοπητέον δὲ καὶ | ||
| διώκοντες Δημοκήδεα ἀπικνέονται ἐς τὴν Κρότωνα , εὑρόντες δέ μιν ἀγοράζοντα ἅπτοντο αὐτοῦ . Τῶν δὲ Κροτωνιητέων οἱ μὲν καταρρωδέοντες |
| , βλαβήσεται ὁ ἔχων τὸν ἀγαθοποιὸν παρὰ τοῦ ἔχοντος τὸν κακοποιόν . Ὅτε τύχῃ τὸ μεσουράνημα τοῦ κυρίου ὢν ὁ | ||
| ὡρῶν κυβερνήτην ἀγαθοποιὸν ἀστέρα , ὑπόφαινε ἀγαθά : εἰ δὲ κακοποιόν , ἐναντία . Ὁ δὲ θʹ δηλωτικὸς κυβερνᾷ τὰς |
| ἀλφῶδες , ἄφωνον , ἀμετάβλητον , ποικίλον καὶ λεπρῶδες , ὀχλικόν τε καὶ πτερωτὸν , καταφερὲς , ὑγρῶδες , κόσμου | ||
| λέγεται δὲ οἷον ἀνάβη τις οὖσα . | ἀγωνιστικόν : ὀχλικόν . καὶ γὰρ ὁ ἀγὼν ἀπὸ τῆς ὀχλήσεως . |
| ἀποστερῶν , ἀπεῖπε πρὸς τοὺς μεθ ' ἡμέραν ἀγῶνας καὶ νυκτερινὸν ἐσκέψατο δόλον καθεύδειν ὑπὸ τῶν κακῶν οὐ δυνάμενος καὶ | ||
| δ ' ἐχθρὴν σκυλάκεσσιν ἀρειοτέροις τε κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα |
| εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν | ||
| εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν |
| ἐπὶ τῶν λοιπῶν ἀποκλιμάτων νοείσθω . Ἀπὸ δὲ ὑψώματος εἰς ὕψωμα παράδοσις γινομένη ἀγαθοποιῶν ἐπόντων ἢ μαρτυρούντων δοξαστικὴ καὶ ἐπωφελής | ||
| , ὃ εἰς στῆθος καὶ πλευρὰς παραλαμβάνεται : καί ἐστιν ὕψωμα τοῦ Διὸς περὶ ιεʹ μοῖραν μάλιστα , οἶκος Σελήνης |
| Τὰς θύρας καὶ τὰς θυρίδας καὶ τὰς γωνίας τοῦ περιστερεῶνος ἄλειψον ἐλαίῳ ὀποβαλσάμου , καὶ παραμένουσιν . οὐ φεύγουσι δὲ | ||
| αἷμα καὶ ἡνίκα ὁ ἀνήρ σου βουληθῇ σε καταλεῖψαι , ἄλειψον τὰς σάρκας αὐτοῦ ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀγαπήσει σε . |
| εἰς τὰ σκέλη . τετράποδα δὲ ζῴδια ἐὰν ὡροσκοπήσῃ ἢ μεσουρανήσῃ , ἢ τὴν Σελήνην σχῇ δίχα τινὸς τῶν εʹ | ||
| πέλει κάλλιστον ἴσως τοῦ προρρηθέντος . ἐπὰν δὲ καὶ πολύσπερμον μεσουρανήσῃ ζῴδιον , εὐθὺς πρὸς τὴν συνέλευσιν ἡ σύλληψις ὑπάρχει |
| μὲν ὑπέργειον μεσουράνημα Κριοῦ μοίρᾳ ιʹ , τὸ δ ' ὑπόγειον Ζυγοῦ ιʹ , καὶ οἰκοδεσποτήσει μὲν ἐνταῦθα τῆς γενέσεως | ||
| ἀγαθὴ τύχη , μετὰ τούτους τὸ δῦνον , εἶτα τὸ ὑπόγειον , ἐπὶ πᾶσι δὲ ὁ ἔννατος τόπος ὁ καλούμενος |
| τῶν ἀπλανῶν ἄστρων ἀπὸ ἑῴας φαινομένης δύσεως ἑκάστης νυκτὸς ὁρᾶται δῦνον ἕως τῆς ἑσπερίας φαινομένης δύσεως , τοῦ ἄρα ἡλίου | ||
| ἐὰν δὲ ὁ Ἑρμῆς μετά τινος τῶν κακοποιῶν βλάψῃ τὸ δῦνον ἔσται ὁ ἐναγόμενος ἐπὶ διαβολῇ ἢ καί τις μάρτυς |
| ἐν τῇ ἀκρωρείᾳ ῥίζα παρόμοιος πηγάνῳ : ἣν ἐὰν γυνὴ φάγῃ τις κατ ' ἄγνοιαν , ἐμμανὴς γίνεται : καλεῖται | ||
| γίνεται τὸ ῥῖγος . Ἢν δέ τι καὶ πίῃ ἢ φάγῃ ὑπὸ τοῦτον τὸν χρόνον , κάρτα ταχέως ἐμέεται [ |
| νοῶ , πάτερ , ἐξ ὧν λέγεις . Ἔτι δὲ νόησον , Τάτ , ὅτι καὶ ἀπαθεῖς εἰσιν ὧν οἱ | ||
| ἄγε ] εἴα , φέρε . ξυνάρπασον ] ὀξέως λάβε νόησον , κατάλαβε . τὸ τί ] ποῖον . . |
| τροπικόν , πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , | ||
| ἄγονον , κάθυγρον καὶ κυρτῶδες , ἡμιτελὲς , γεωργικὸν , λεπρῶδες , ἐψυγμένον , αἰνιγματῶδες , ἀσελγὲς , κατωφερὲς , |
| εἶναι κατελθὼν ἐς τὴν σεωυτοῦ : ἢν δὲ τὴν κάμινον εὕρῃς πλέην ἀμφορέων , μὴ ἐξοπτήσῃς τοὺς ἀμφορέας ἀλλ ' | ||
| καὶ ὅταν , φησίν , τοὺς τόπους τούτους πάντας ἐρήμους εὕρῃς ἀπὸ τῶν τριῶν ἀστέρων Ἄρεως , Ἀφροδίτης , Ἑρμοῦ |
| . διὰ τοῦτο οὖν καὶ διαφόρους ἐνεργείας προβάλλεται πρὸς τὸ ἀμφίβιον τῆς ζωῆς αὐτῆς , ποτὲ μὲν νοερῶς ποτὲ δὲ | ||
| εὐμετάβολον , δημόσιον , ὀχλικόν , πολιτικόν , πολύγονον , ἀμφίβιον . οἱ οὖν γεννώμενοι ἔσονται φιλόδοξοι , ὀχλικοί , |
| ἐὰν δὲ Κρόνος στηρίζων τὴν Σελήνην ἴδῃ ἢ συναφὴν αὐτῆς ἐπέχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν | ||
| ἀστέρων τόπον ἐπιλάβῃ , ὁ δὲ τοῦ Ἄρεως τὸν περιποιητικὸν ἐπέχῃ τοῦ τοῦ Κρόνου καὶ τὸν τῶν πράξεων τόπον ἔχοντος |
| φείσεται καὶ πῦρ , τούτων καὶ θάλαττα , κἂν ποταμὸν θελήσῃς περᾶσαι , στήσεται , κἂν κρημνοὺς ὑπερβῆναι , λειμῶνας | ||
| ἀκοῦσαι ἐπείγῃ , ἐπειδὰν δὲ ἀκούσῃς ἅπαξ , οὐ μὴ θελήσῃς ἀκηκοέναι : ἠθικὸν ἐπίρρημα , ἀντὶ τοῦ ἀληθῶς : |
| πάντας τοὺς αἰῶνας , καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας . . αἰῶνας : καὶ | ||
| ζῶντα καὶ ἐσθίει ἄρτον εὐλογημένον ⌈ ζωῆς καὶ πίνει ποτήριον εὐλογημένον ἀθανασίας καὶ χρίεται χρίσματι εὐλογημένῳ ⌉ ἀφθαρσίας , φιλῆσαι |
| , εὐαδεῖς . Ἑνδέκατον ζῴδιόν ἐστιν Ὑδροχόος , ἀρσενικόν , ἡμερινόν , πλάγιον , φωνῆεν , δροσογόνον , στερεόν , | ||
| καὶ τὰ περὶ αὐτὴν κατανοεῖται , ἔστιν οἶκος Ἡλίου , ἡμερινόν , τετράπουν , στειρῶδες , βασιλικόν , ἀρσενικόν , |
| κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , ἄστατον , ἀσελγές , ὀχλικόν , πτερωτόν , | ||
| πλάγιον , χειμερινόν , ἀμφίβιον , γηθαλάσσιον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , φθοροποιόν , ἄγονον , κατωφερές , κατεψυγμένον , |
| . καθόλου δὲ οἱ κακοποιοὶ ἐφορῶντες τὰ φῶτα καὶ τὸν ὡροσκόπον χωρὶς ἀγαθοποιῶν ὀλιγοχρονίους ποιοῦσιν . ὁ κύριος τοῦ ὡροσκόπου | ||
| ἄλλως προγνωσόμεθα καταρχῆς πεπηγμένης , ὅταν κρατῇς ἀστρόλαβον καὶ λάβῃς ὡροσκόπον , εἰ μὲν ἡμέρα πάρεστιν , ἐξ Ἡλίου τὸν |
| καὶ διὰ τοῦ λ γράφουσιν : στίξ : ἴξ , θηρίδιόν τι ἐσθίον τὰς ἀμπέλους : πνίξ : πλίξ . | ||
| τὸν περὶ τῶν ναυτικῶν τοῦ Βίαντος λόγον . ἐρυσίβην . θηρίδιόν τι ἐν τῷ σίτῳ γιγνόμενον , ὃ λυμαίνεται τὸν |
| πνιγήσεται ἐν ὕδατι ὁ γεννη - θείς : εἰ δὲ ἀνθρωποειδές ἐστιν , παρ ' ἀνθρώπων πνιγήσεται ἢ ἀγχόνῃ ἢ | ||
| ἔστιν Ἑρμοῦ οἶκος , δίσωμον , ἀρσενικόν , λογικόν , ἀνθρωποειδές . καὶ καθόλου μὲν εὐκρασίας ποιητικόν , κατὰ μέρος |
| διαμετρεῖ ἡ σελήνη τὸν ἥλιον καὶ συνοδεύει νεφελοειδέσιν ἀστράσιν , σίνος περὶ τὰς ὄψεις γίνεται . καὶ ὅτε ἐν τῷ | ||
| Προσπεριβαλλέσθω δὲ καὶ τὸ ὀξὺ τοῦ πήχεος , ἢν τὸ σίνος κατὰ τοῦτο ᾖ , ἤν τε μὴ , ἵνα |
| ἐνιαυτὸν καταιρόντων εἰς Κεγχρεὰς ἔμπορον ἢ θεωρὸν ἢ πρεσβευτὴν ἢ διερχόμενον , ἀλλ ' ὡς μόλις διὰ μακρῶν χρόνων ἀγαπητὸν | ||
| εἴσιδε : ἐθεάσατο . ἀκτῆς : αἰγιαλοῦ . Διερπύζοντα : διερχόμενον . ἀσπασίην : ἐπιθυμητὴν , φιλικὴν , χαροπήν . |
| Δράμασι λέγων : πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . ΠΛΗΜΟΧΟΗ σκεῦος κεραμεοῦν βεμβικῶδες ἑδραῖον ἡσυχῇ , ὃ κοτυλίσκον ἔνιοι προσαγορεύουσιν | ||
| καὶ τίς ἀνέξεταί σου κυβερνήτης ; οὐχὶ δ ' ὡς σκεῦος ἄχρηστον ἐκβαλεῖ , οὐδὲν ἄλλο ἢ ἐμπόδιον καὶ κακὸν |
| καὶ διαφανὴς , καὶ ἐπιλαμβάνει τὴν πνοιὴν , καὶ ἢν φλεγμαίνῃ τὰ σιαγόνια ἔνθεν καὶ ἔνθεν , ἀποπνίγεται : ἢν | ||
| ῥινῶν κολιάνδρου χυλόν , ἢ ὀπὸν χυλισθέντα . Ἐὰν ὀφθαλμὸς φλεγμαίνῃ , λιβανωτοῦ ἄῤῥενος , ἐν ἄλλῳ δέ , ἀρνείου |
| ἂν δύναιτο ἀφανίσαι , καὶ τοῦ ἱκανοῦ . ὅταν οὖν σπάσῃ μὲν ἱκανόν , λειφθῇ δὲ πολύ , τότε λανθάνουσι | ||
| παύσηται : τὸν γὰρ οἶνον ὅταν θερμὴ ἐοῦσα ἡ κεφαλὴ σπάσῃ , ἡ περιωδυνίη ἰσχυροτέρη γίνεται . Τὰ δὲ ἀλγήματα |
| βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ | ||
| , περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν |
| καὶ τὸν Δία , ὁ κόραξ παρελθὼν τοὐπιορκοῦντος λάθρᾳ προσπτόμενος ἐκκόψει τὸν ὀφθαλμὸν θενών . Νὴ τὸν Ποσειδῶ ταῦτά γέ | ||
| τοῦ πάθους , εἰ μή τις τὸ πάσχον αὐτὸ μέρος ἐκκόψει , διατρέχειν ἅπαν τὸ σῶμα . μὴ τὸ τεμνόμενον |
| κακὰ τάλανι διογενεῖ κόρωι . μονότεκνον Πρόκνης φόνον ἔχω λέξαι θυόμενον Μούσαις : σὺ δὲ τέκνα τρίγον ' , ὦ | ||
| διθύραμβον . οἱ δέ φασιν ἐν Ἰουλίδι τὸν τῷ Διονύσῳ θυόμενον βοῦν ὑπό τινος τῶν νεανίσκων παίεσθαι πελέκει . πλησίον |
| , ὥσπερ πολλάκις καὶ διαλογιζόμενός τι καὶ ἐννοῶν τὸν ἔμπροσθεν ἱστάμενον οὐχ ὁρῶ , ὡς ἐοικέναι με τότε τῷ ὀνειρώττοντι | ||
| κέρδη μεγάλας ζημίας προξενοῦσιν . Ὕβρις ἔρωτα λύει . Ὕδωρ ἱστάμενον ὄζει . Φαγέτω με λέων καὶ μὴ ἀλώπηξ . |
| ἕως τῆς ιεʹ , ἀναιρεῖ οὐ μόνον εἰς τὸ αὐτὸ ζῴδιον τῆς ἀφέσεως , ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἑτέροις ἕως | ||
| Διί . Μὴ ἅψῃ μορίου διὰ σιδήρου σελήνης ἐπεχούσης τὸ ζῴδιον , ὃ κυριεύει τοῦ μορίου ἐκείνου . Τῆς σελήνης |
| ὀνομάτων κόσμον οὔτε συνθέσεως , ἀλλ ' αἳ μὲν τὸν γλαφυρώτερον αἳ δὲ τὸν αὐστηρότερον , καὶ τῇ τούτων ἀκολουθήσας | ||
| τῶν ὅλων . τὰ μὲν μέλλοντα λέγεσθαι ἤδη εἴρηται , γλαφυρώτερον δὲ αὐτὰ διδάσκει . ἰστέον γὰρ ὅτι φησὶν ὡς |
| φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἄνωγε πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς . ἀλλ | ||
| ἀύτει , ἑλκέμεναι μεμαώς , κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς , κακῶς |
| οὐ πεπειραμένος , ὅτι , ἂν ὗς τὸν ἕτερον ὀφθαλμὸν ἐκκοπῆ , ἀποθνῄσκει ταχέως . Αἶγας δὲ καὶ πρόβατα βορείοις | ||
| γλυκὺν , ἥσυχον , γλυκύτατον . καμάτοιο : κόπου , ἐκκοπῆ . δόρπα : δεῖπνα . Δεῖπνος , ἄριστος καὶ |
| συκῆν διαφθείρουσιν ἐντίκτοντες , φύει καὶ ἧλον : οἱ δὲ μύκητα καλοῦσιν , ἔνιοι δὲ λοπάδα : τοῦτο δ ' | ||
| ὑδάτεσσιν ἀειναέεσσι νοτίζοις , φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι : ὧν σὺ μύκητα θρεπτὸν μή τι χαμηλὸν ἀπὸ ῥίζης προτάμοιο . καί |
| πάντων σχεδὸν τῶν θηρίων ἰσχυρότατον . ποτάμιον δὲ ὑπάρχον καὶ χερσαῖον τὰς μὲν ἡμέρας ἐν τοῖς ὕδασι ποιεῖ γυμναζόμενον κατὰ | ||
| τροπικόν , ἐαρινόν , ἰσημερινόν , ἀνωφερές , τετράπουν , χερσαῖον , βασιλικόν , ὀλιγόγονον , εὐμετάβολον , θυμικόν , |
| ἔκρυψε , τὰ πλεῖστα σιγήσας ἀσφαλῶς ἢ λαλήσας , ἵνα ζητῇ ταῦτα πᾶς αἰὼν ὁ μεταγενέστερος κόσμου : καὶ οὕτως | ||
| ἐν ὑμῖν , ἑτέρους κρίνοντας , τί καὶ ποιήσῃ ; ζητῇ πόλλ ' ἀναλίσκειν , ἐξὸν ἐλάττω , καὶ πάντας |
| . Οἷον ἔστω Κρόνος Καρκίνου μοίρᾳ καʹ ὁρίοις Ἀφροδίτης : διαμετρεῖ Αἰγόκερως ὅρια Ἄρεως : οὗτος ἦν Ταύρου μοίρᾳ κζʹ | ||
| κατὰ τὰ ἰσανάφορα , ἀλλὰ δὲ καὶ Κριὸς τὴν Παρθένον διαμετρεῖ καὶ ὁ Ζυγὸς τοὺς Ἰχθύας κατὰ τὰς ἰσοδυναμίας : |
| . ἐπειδὴ ὡς ἐπ ' ἀπροσδιορίστων ἐξήτασεν , ἵνα μὴ οἰηθῇς ἐπὶ τούτων μόνων ὑπάρχειν τὸ τοιοῦτο , φησὶν ὅτι | ||
| τῶν παθῶν τε καὶ τῶν συμπτωμάτων διὰ μετριωτέρας ψύξεις ἐπάγεσθαι οἰηθῇς . Πρὸς τούτοις δὲ κἀκεῖνο προειδέναι θέμις , ὡς |
| πάρεστι τῷ ἐτησίῳ ζῳδίῳ . τῇ ἐναλλαγῇ τοῦ κηʹ ἔτους ὡροσκόπος Τοξότῃ κα νθ , Ζεὺς ε ια , βʹ | ||
| , τῶν τριῶν ἔτι ὑπὸ δύσιν ὄντων , ὁ δὲ ὡροσκόπος Καρκίνῳ μοίρᾳ κδʹ : οἰκοδεσποτήσει τῆς γενέσεως , φησίν |
| δ ' ἡδὺ τὸ σῦκον . Φήσεις γ ' ὅταν ἐσθίῃς οἶνόν τε πίῃς πολύν . Ὑμήν , Ὑμέναι ' | ||
| λαμπρύνει τὰς ἐκκρίτους , Πλὴν ὠμὸν αὐτὸ μήτ ' ἀφέψων ἐσθίῃς . Ἰντύβιον φακῆν τε πυκνῶς ἐσθίων , Ἀναφρόδιτον τὴν |
| θῦσαι : διὰ τοῦτο τὸν θάλαμον ἀνοίξας εὗρε δρακόντων σπειράμασι πεπληρωμένον . Ἀπόλλων δὲ εἰπὼν ἐξιλάσκεσθαι τὴν θεόν , ᾐτήσατο | ||
| κῆπον ὥδευεν . ἰδὼν οὖν κλάδον συκῆς ὑπερέχοντα σύκων ὡρίμων πεπληρωμένον ἐπελάβετο τοῦ κλάδου . τοῦ δὲ ὄνου ὑπεκδραμόντος ἀπεκρεμάσθη |
| : σὺν τῶι δὲ πίνειν ἡμᾶς εὕδουσιν αἱ μέριμναι . Ἴδε πῶς ἔαρος φανέντος Χάριτες ῥόδα βρύουσιν : ἴδε πῶς | ||
| οὐκ ἐπίστανται : ἐπὶ τῶν τοῖς ὅρκοις οὐκ ἐμμενόντων . Ἴδε πῦρ , ἴδ ' ἀφύη : ἐπὶ τῶν ὀξὺ |
| ὅσαι διακεκριμέναι εἰσίν . Ἔχουσι μὲν οὖν καὶ αἱ ἄλλαι συνδετικόν τι τῶν ἐν σχέσει ὄντων , μάλιστα δὲ ἡ | ||
| γνωρίσεως ἐξηγούμενον : τὸ δ ' ἐπὶ τούτῳ κοινωνίας ὁμονοητικῆς συνδετικόν , δόσεις τε προκαλούμενον τὰς ἐκ θεῶν καταπεμπομένας πρὸ |
| ἀμφοῖν ἀποδιδόναι βούλεται τὸ σύμμετρον . ὁπότερος δ ' ἂν πλεονάζῃ θάτερον ἔλαττον : τοῦτο δὲ τῶν μὲν δι ' | ||
| μελαγχολικοῦ χυμοῦ ζητητέον : εἰ μὲν ἐν ὅλῳ τῷ σώματι πλεονάζῃ καὶ ἔστιν ἀσαπὴς , ποιήσει τὸν μέλανα ἴκτερον : |
| τοῦ ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ | ||
| τὰ νῶτα . ἀκίνητον . ἀσάλευτον . κίονα δὲ οὐ στύλον λέγει : ἀλλ ' ἔστι παντὶ οἴκῳ τόπος στύλος |
| γὰρ ἐκπεσεῖται μυστικῶς : τὸ δὲ συναθροισθὲν πλῆθος συγκεφαλαιώσαντας ἀφαιρεῖν τριακοντάδας . τὸ δ ' ἐντὸς τῶν τριάκοντα λειφθὲν σκοπεῖν | ||
| ἀπὸ Αὐγούστου ἔτη πλήρη ρληʹ . ἐκ τούτων ἀφεῖλον δʹ τριακοντάδας , ἀνθ ' ὧν ἀναλαμβάνω ἑκάστου κύκλου ἀνὰ εʹ |
| κυριεύσῃ τοῦ κλήρου , ταύτῃ δὲ συμπαρῇ ὁ Ἥλιος τὸν γαμοστόλον καὶ πατρικὸν κλῆρον κεκληρωμένος Κρόνου μαρτυροῦντος , πατράσι συνελεύσεται | ||
| λύχνον ἀκούω , λύχνον ἀπαγγέλλοντα διακτορίην Ἀφροδίτης , Ἡροῦς νυκτιγάμοιο γαμοστόλον ἀγγελιώτην , λύχνον , Ἔρωτος ἄγαλμα : τὸν ὤφελεν |
| Αὐτὰρ ἐπὴν ἄκλητος ἰὼν ἄνθρωπος ἀλαζὼν λυπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ , δὴ τότε χρὴ τύπτειν αὐτὸν πλευρῶν τὸ μεταξὺ | ||
| ἢν δὲ μὴ ' θέλῃ πρότερον προκρούειν , ἀλλ ' ἐπιθυμῇ τῆς νέας , ταῖς πρεσβυτέραις γυναιξὶν ἔστω τὸν νέον |
| ἀσχημάτιστον , ἀνενδεές , ἀνελλιπές , ἀσώματον , ἀόρατον , ἀχρώματον , ἀεικίνητον , αὐτοκίνητον , ἀείζωον , αὔταρκες αὑτῷ | ||
| νοητὸν καὶ νῷ μόνῳ ληπτὸν , οὐδὲ τὸ ἀσχημάτιστον καὶ ἀχρώματον οὐδὲ τὸ ἀσώματον καὶ ἀναφές . ληʹ Ἐπεὶ ἐμέ |
| , ὅϲον ἐπιδέχεται . καὶ εἰ μὲν κατὰ τοῦ ὀμφαλοῦ ἐπιτεθῇ κατὰ βραχὺ μέχρι τοῦ ἐφηβαίου , τὴν κάτω κοιλίαν | ||
| , ταύτῃ μάλιστα πιέζῃν [ ] ἐπιτεθεῖσα . ὅταν δὲ ἐπιτεθῇ , τὸν μέν τινα καταναγκάζειν χρὴ τῆς σανίδος τὸ |
| ἔθος ἦν τοὺς δεομένους καὶ ταῖς χερσὶ καὶ τῷ στόματι κατέχον τας δέεσθαι : τί χρῆμα . μή τι ἄρα | ||
| ἢ ὄγκος ἀντίτυπος ὅσον ἐφ ' ἑαυτῷ : ἢ τὸ κατέχον τόπον . Πλάτων [ ὃ ] μήτε βαρὺ μήτε |
| δὲ αὐτὴν τὴν Ἀφροδίτην φθοροποιὸς ἀθετήσῃ μαρτυρήσας ἢ καὶ τὸν οἰκοδεσπότην μάλιστα , θανάτους γυναικῶν ποιήσει ἢ σίνη ἢ περιστάσεις | ||
| Δεῖ δὲ καὶ τὸν τῆς τύχης κλῆρον σκοπεῖν καὶ τὸν οἰκοδεσπότην τοῦ κλήρου : εἰ μὲν γὰρ τῷ ὡροσκόπῳ προσνεύσει |
| ἀνωφερές , πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν | ||
| ἀγαθόν , εὐμετάβολον , πολύγονον , συνουσιαστικόν , κάθυγρον , μελοκοπούμενον , λεπιδωτόν , ποικίλον , λεπρῶδες , ἀλφῶδες , |
| τοὔνομα πολλὰ φράζει , οὐχ ἥκιστα δὲ κράτος ἐνεργοῦν καὶ ἀγαθοποιὸν , ὃ λέγουσι . Τὸ δ ' ἕτερον ὄνομα | ||
| μηδενὸς δὲ ὠνητοῦ προσιόντος ἐκκαλέσασθαί τινας βουλόμενος ἐβόα , ὡς ἀγαθοποιὸν δαίμονα καὶ κέρδους τηρητικὸν πιπράσκει . τῶν δὲ παρατυχόντων |
| τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι | ||
| ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους |
| ἐπιβάλλων . ἀμύντορα δυσφροσυνάων . οὐ γὰρ ἀπόβλητον Διονύσιον οὐδὲ γίγαρτον , τήν ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν | ||
| ἑφθὴ γένηται , ἔξελε μετὰ τοῦ βοτρυδίου πρὸ τοῦ τὸ γίγαρτον ἐξαφεῖναι , εἶθ ' οὕτως τὸ λάγανον κατάθρυπτε . |
| χιόνος τε πρόχουν , κέρχνων τε χύτραν , βολβῶν τε σιρὸν δωδεκάπηχυν , καὶ πουλυπόδων ἑκατόμβην . ταῦτα μὲν οὕτως | ||
| τε λεπαστὴν χιόνος τε πρόχουν κέγχρων τε χύτραν βολβῶν τε σιρὸν δωδεκάπηχυν καὶ πολυπόδων ἑκατόμβην . τούτων δ ' ἔσται |
| αὔθαδες προσεγίνετο μηδ ' ὄψει δυναμένοις ἰδεῖν , οὓς ἔμελλον ἀσελγές τι πράττοντες αἰσχύνεσθαι . Ἐρημουμένης δὲ τοῦ κρείττονος ἔθνους | ||
| πολιτικόν , δημόσιον , στειρῶδες , τετράπουν , μελοκοπούμενον , ἀσελγές , ἐπαναφορὰ κόσμου , μονοτόκον , ἡγεμονικόν , ἀποβλέπον |
| τῆλε δ ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα , ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ ' , ὅ | ||
| χρυσάμπυκας ἵππους ” φησίν . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε , ” κόσμον τινὰ ἔοικε περὶ τὴν κεφαλὴν |
| τῇ πρὸς τὴν Δημοσθένους γραφὴν ἀπολογίᾳ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον εἶδος κουρᾶς καὶ Ἀριστοφάνης Γήρᾳ . Σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα | ||
| φησι Πάμφιλος . εἶναι δ ' αὐτὸ οἷόν ἐστι τὸ σκαφίον . ΚΕΛΕΒΗ . τούτου τοῦ ἐκπώματος Ἀνακρέων μνημονεύει : |
| τῶν φλιῶν , τὸ δὲ σιναρὸν ἄνωθεν τοῦ κλιμακτῆρος ἔχοι ἐναρμόσον ἀπαρτὶ πρὸς τὸ ὕψος καὶ [ τὸ ] πρὸς | ||
| δεῖ δὲ εἰς τὸ κοῖλον τῆς μασχάλης ἐνθεῖναι στρογγύλον τι ἐναρμόσον | : ἐπιτηδειόταται δὲ πάνυ αἱ μικκαὶ σφαῖραι αἱ |
| ἀρκεῖν , ἀλλὰ καὶ ἐπιπησσομένων ἐξ ἑκατέρου μέρους φλιῶν ἐχουσῶν κλιμακτῆρα καὶ πλαγίου τοῦ ἀνθρώπου κατατεινομένου . προφέρεται δὲ ἐχομένως | ||
| Ζυγῷ , Ἄρης Λέοντι , κλίμα αʹ . τῷ κζʹ κλιμακτῆρα ἔσχε . Ἡλίου μὲν ιθʹ Ζυγοῦ δὲ ηʹ γίνονται |
| Περίψημα ἡμῶν ἐγένου : ἤτοι κάθαρμα : ἢ ἀπολύ - τρωσις . οὕτως ἐπέλεγον τῷ κατ ' ἐνιαυτὸν συνέχοντι τῶν | ||
| Περίψημα ἡμῶν ἐγένου : ἤτοι κάθαρμα : ἢ ἀπολύ - τρωσις . οὕτως ἐπέλεγον τῷ κατ ' ἐνιαυτὸν συνέχοντι τῶν |
| ὀρῶν ἐπὶ τὰ Ἄλπεια καὶ ἐς Κελτοὺς ἀπὸ τῶν Ἀλπείων ἐπειγόμενον ὁ ἕτερος ὕπατος προλαβὼν ἐκώλυε τῆς φυγῆς , καὶ | ||
| πέτρου μετεωρίζειν εἰς τὸν ἀέρα καὶ πελάζειν τοῖς οὐρανίοις τόποις ἐπειγόμενον : εἶτα μέλλοντα ψαύειν τῶν πυλῶν αἷς αἱ Ὧραι |
| σὰρξ αὕτη , δουλεύσασα τῷ [ πνεύματι ] ἀμέμπτως , σχῇ τόπον τινὰ κατασκηνώσεως , καὶ μὴ δόξῃ τὸν μισθὸν | ||
| καὶ ἔτι μᾶλλον εἴσεσθε , ὅταν τὰ κατ ' ἐμὲ σχῇ τέλος . ἐπεὶ δ ' ἡ Οὐαλερίου γνώμη νικᾷ |
| : καὶ γὰρ εἰώθασι στεφανοῦν σελίνοις τὰ μνήματα . Τὸν ξύοντα ἀντιξύειν : ἐπὶ τῶν βλαπτόντων ἢ ὠφελούντων τινάς . | ||
| οἴεσθαι χρὴ τοὺς λόγους εἶναι καὶ οὐκ ἐμούς . τὸν ξύοντα δ ' ἀντιξύειν καὶ τοῖς ὄνοις ἡ παροιμία δή |
| ἀριθμοῖς ἀφαιρεῖ παλαιὰ δηλοῖ τὰ ἀπολεσθέντα . ἐὰν ζῴδιον δίσωμον ὡροσκοπῇ ἢ διπλοῦν τι καὶ συνεζευγμένον ἀπώλετο ἢ δύο τινά | ||
| πάθη ποιοῦσιν . ἐὰν δὲ ὁ κύριος τοῦ Ϛʹ τόπου ὡροσκοπῇ ἐν τροπικῷ ζῳδίῳ , σίνος περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ποιεῖ |
| ὑπὸ φθοροποιοῦ μὴ θεωρῆται , ἄνεσιν . Σκεπτόμενος περὶ νοσημάτων βλέπε τόν τε ὡροσκόπον τῆς κατακλίσεως καὶ τὴν τῆς Σελήνης | ||
| ἱερωτάτη οὕτως . ἤδη ποτὲ ἄνω , μεγαλοφυέστατε παῖ , βλέπε ψυχῶν διατάξεις . τὸ ἀπ ' οὐρανοῦ κορυφῆς μέχρι |
| , ἔπειτα διακοπτέσθω τὰ μεταξὺ τῶν τρημάτων διαστήματα τοῖς σμιλιωτοῖς ἐκκοπεῦσιν . μετὰ δὲ τὴν τοῦ ὀστέου ἀναίρεσιν ἡ ξύσις | ||
| δὲ τῆς βάσεως , ὅλος ὁ παραπεφυκὼς δάκτυλος τοῖς σμιλιωτοῖς ἐκκοπεῦσιν ἐκκοπτέσθω , καὶ τότε ἡ ὑποκειμένη σκυταλὶς ξυστῆρι λειοποιείσθω |
| Ἀρχιλόχῳ καὶ ἐργάτις καὶ παχεῖα . Ἱππῶναξ δὲ βορβορόπιν καὶ ἀκάθαρτον ταύτην φησὶν ἀπὸ τοῦ βορβόρου καὶ ἀνασυρτόπολιν ἀπὸ τοῦ | ||
| προσώπῳ φερομένῳ , καὶ διὰ τὸ κακόχυμον αὐτὸ εἶναι καὶ ἀκάθαρτον οὐ τρέφεται , ἀλλ ' ἰσχναίνεται , ἢ ἐνδεὴς |
| , ἢ ἐπὶ ξηρότητα , ἢ ἐπὶ στύψιν , καὶ ἀνάπτει πυρετόν : ἀθροιζομένης γὰρ ἐν τῷ σώματι τῆς δακνώδους | ||
| πυρετὸς γίνεται κακοήθης ; ὁ γὰρ κόπος τὸν ἐφήμερον μόνον ἀνάπτει ; καί φαμεν ὅτι ἐνταῦθα συνεχεῖς ἐγένοντο οἱ κόποι |
| ὂν ἢ μένειν ἢ κυκλοφορεῖσθαι , τὸ δὲ ἀνωφερὲς ἢ κατωφερὲς τῶν μὴ ἐν οἰκείοις ὄντων εἶναι τόποις τὸν οἰκεῖον | ||
| ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ διὰ τὸ κατωφερὲς τῶν ναυτῶν ἐκεῖσε ἔτρεχον αἱ πόρναι . οὐ κατορύξεις |
| τὰ δύο μέρη αὐτῶν , ἐὰν ἀσθενῆ καὶ λεπτὸν καὶ ἄτροφον ἡ χώρα φέρῃ τὸν οἶνον , ἐὰν δὲ δυναμικὸν | ||
| , τῆϲ νούϲου τὰ ξύμβολα . ἀγρυπνίη δὲ ἄπεπτον , ἄτροφον , καματηρὸν τῷ ϲκήνεϊ , ἄθυμον , εὐπαράγωγοϲ ἡ |
| ἐπιπαρῇ ἰδιοτοπῶν ἢ τριγωνίζηται πρὸς τὸν τόπον , ἐὰν δὲ ἀπόστροφος εὑρεθῇ ἢ ἐναντιωθῇ οὐ ποιήσει . ἐπὶ δὲ τῶν | ||
| ἡ πρόσνευσις τῆς Σελήνης εὑρεθῇ , κρεῖσσον : ἐὰν δὲ ἀπόστροφος ᾖ ἡ Σελήνη ἢ ἡ πρόσνευσις τῇ ἡμέρᾳ , |
| καὶ ἁπλοῦν ἐστι , τοῦτο δὲ προσαυξηθὲν σχίζεται καὶ γίνεται δίκρουν , εἶτα πάλιν ἑκάτερον τούτων ὁμοίως : ἔτι δὲ | ||
| θάνατος . . . . , : . . . δίκρουν γάρ , ὥστε δύο ἀκμὰς ἔχειν καὶ μιᾶι βολῆι |
| δεικνὺς λέγει : ὅτι οὐ κατέφαγεν , ἀλλὰ κατέπιεν μήτε μασησάμενος . λέγεται ὁ κάνθαρος εἰς ὄνθον ἀποσπερματίζειν καὶ οὕτω | ||
| , ὅταν ἀλγῇ τις ὀδόντα , λαμβανέτω , μούνην δὲ μασησάμενος παράχρημα εὐθὺς ἀποπτυσάτω , καὶ ἐλεύσεται ἔκτοθι ῥεῦμα . |
| τοῦτο μὲν ἐκ τῶν ἄρθρων κἀκ τῆς ὀσφύος καὶ ἰσχίου κολλῶδες ὁμοῦ τῷ αἵματι : κεῖνο δὲ ἀπὸ ὑστερέων καὶ | ||
| τῶν ὀστέων καὶ τῶν ἄρθρων αἰεὶ τὸ ὑγρότατον αὐτέου ἀπιὸν κολλῶδες γίνεται , ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον , |
| Κρόνου καὶ τῷ τοῦ Διός . Τῶν δὲ περὶ τὸν Ὑδροχόον οἱ μὲν ἐν τοῖς ὤμοις ὁμοίως διατιθέασι τῷ τε | ||
| ἀλλ ' ἔτι ταύτης αἱ κατὰ τοὺς Διδύμους καὶ τὸν Ὑδροχόον περιγειότεραι καὶ ἀλλήλαις ἔγγιστα ἴσαι , δῆλον , ὅτι |
| Ἀλκιβιάδης δεινὸς , βελτίων πάντων ἡμῶν εἶναι βουλόμενος , ἂν λάβῃ Σικελίαν , τίς ἔσται ; τίς ἐνέγκαι μετὰ ταῦτα | ||
| οὖν σπασθῇ ἐπιληπτικὸς καὶ πέσῃ χαμαὶ ἢ σκοτωματικὸς ἢ ἀποπληξία λάβῃ τινὰ καὶ κεῖται ὕπτιος ὁ ἄνθρωπος σπαραττόμενος , αἰφνίδιον |
| , λειψιφωτοῦσα μερικῶς ἐκκλίνει τοῦ Ἡλίου , πρὸς δ ' Αἰγόκερον ἐλλιπῶς αὕτη διερχομένη ἀμφίκυρτον , παθητικὸν τὴν κλῆσιν ἐπιφέρει | ||
| : ἀνὴρ δὲ δυνατώτατος συντόμως ἀπολεῖται . Τὸν Τοξότην πληρώσαντες Αἰγόκερον ζητοῦμεν , θηλυκὸν καὶ νυκτερινὸν , τροπικὸν καὶ πλαγίον |
| ἀγωγῆς κρατύνεσθαι ἡ τῶν ὀστέων συμβολή . ἐὰν δέ ποτε ὑπόπυον γένηται τὸ τῆς ῥαφῆς διάστημα , διαιρείσθω τὸ ἐπὶ | ||
| καὶ γίνηται ὅμοιον ῥαγὶ σταφυλῆς , λευκὸν τῇ χροιᾷ . ὑπόπυον δέ ἐστιν , ὅταν πῦον ὅλην τὴν ἴριν περιλάβῃ |
| ἀκμῆς , ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς παρακμῆς . εἰ γὰρ ἐπισχεθῇ τὸ καταμήνιον , οἴδημα ποιεῖ περὶ τὸ πρόσωπον , | ||
| . ἦν δὲ ὁ χρησμὸς διελᾶσαι ἅρματι καὶ ὅπου ἂν ἐπισχεθῇ τὸ ἅρμα , στῆναι καὶ κτίσαι πόλιν . καὶ |
| ἐνωμοτίας διμοιρίαν καὶ τὸν ἡγούμενον τούτου διμοιρίτην . Ξενοφῶν δὲ πόστον μὲν μέρος τοῦ λόχου ἡ ἐνωμοτία ἐστὶν οὐ διασαφεῖ | ||
| τῆς φιλοσοφίας πραγματείαν , ἵν ' εἰδῶμεν τί ἐστι καὶ πόστον μέρος αὐτῆς ἡ φυσικὴ διέξοδος . οἱ μὲν οὖν |
| φανὸς τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος ; Φερεκράτης : τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . φανὸν δέ τινές | ||
| Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ ' ὥσπερ λύχνος ὁμοιότατα καθηῦδ ' |
| πιεῖν , εἰς συνουσίαν παρορμᾷ : τὴν δὲ ὑποκάτω ἐὰν πίῃ τις , τὸ ἐναντίον ποιήσει ἀγόνους . Γλύψον οὖν | ||
| αὐτός φησιν εἶναι κρήνην , ἧς ὅταν τις τοῦ ὕδατος πίῃ , τοῦ οἴνου τὴν ὀσμὴν οὐ φέρει . Ὁ |
| δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ | ||
| , ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ |
| δὲ ζῴδιον τοῦτό ἐστι τροπικόν , ἀρρενικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου | ||
| μοῖραν , ἰσημερινόν , ἐαρινόν , τροπικόν , βασιλικόν , προστάσσον , φωνῆεν , χερσαῖον , νυκτερινόν . καὶ καθόλου |
| ταχέως μὴ ] † ἵνα μή ἠλιθιώσῃ ] εἰς ἀναισθησίαν ἄξῃ μύκημ ' ] κτύπος ἀτέραμνον ] σκληρὸν καὶ σφοδρόν | ||
| : ἔλαττον γὰρ τὸ ληφθὲν τοῦ προσδοκωμένου . Ὁπόταν δὲ ἄξῃ ψυχὴ ἐπὶ πρᾶγμα ἑστὸς καὶ ὡμολογημένον καὶ πεπερασμένον καὶ |
| συμπέμπει ἐφ ' ἵππων πρεσβυτέρους , ὅπως ἀπὸ τῶν δυσχωριῶν φυλάττοιεν αὐτὸν καὶ εἰ τῶν ἀγρίων τι φανείη θηρίων . | ||
| αἱ δ ' οὔ : ἀλλ ' εἰ τὸν ἀριθμὸν φυλάττοιεν , ἡ σμικρότης γε αὐτὰς οὐδὲν κωλύσει . πῶς |
| γῆν , χερσαῖαι γίνονται . ὅτι ἡ χελώνη ἐσθίει τὰς ψύλλας . ὅτι ἐάν τις ῥίψῃ αὐτὴν εἰς νῶτα , | ||
| μικροῖς ἔτι οὖσι τούτοις παραπήξῃς . τάς τε γὰρ οὔσας ψύλλας φθείρει , καὶ ἄλλας οὐκ ἐᾷ γενέσθαι . Ἐὰν |
| τληπαθεῖς . * κρύψε δὲ πῦρ : ἡ τοῦ πυρὸς κρύψις τῆς νοερᾶς καὶ τεχνικῆς ἐστι ζωῆς ἀφανὴς περίληψις ἣν | ||
| δύσις ἡ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν γινομένη ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα κρύψις , ἄλλως δὲ ἡ γινομένη πρός τε τὸν ὁρίζοντα |
| ἀσθενής τις ὢν καὶ ἀγεννής , ὁ Ζεὺς ὥς σε ἐπιβλέπει κἀμὲ κἀφορᾶι ? . ἐν παντὶ ζώιωι πνεῦμα αὐτοῦ | ||
| ὑπάρχει δὲ ἐκεῖσε κατὰ πῆξιν ὁ Κρόνος καὶ κατὰ πάροδον ἐπιβλέπει τοῦτον ἀσυμφώνως , ἐφορᾷ δὲ καὶ τὴν Σελήνην ἀπὸ |
| ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
| ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
| , εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ | ||
| δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον |
| ὕπνον ἔχευε , πλάζε δὲ πίνοντας , χειρῶν δ ' ἔκβαλλε κύπελλα . οἱ δ ' εὕδειν ὤρνυντο κατὰ πτόλιν | ||
| : εἰ δὲ μή γε , ἀπὸ τοῦ ὡροσκοποῦντος ζῳδίου ἔκβαλλε , καὶ εἰς ὃ ἂν καταλήξῃ ὁ ἐνιαυτός , |
| ἀποχῇ , πρὸς Θεοσέβειαν ποιούμενος τὸν λόγον , φησίν : Ὅλον τὸ τῆς Αἰγύπτου βασίλειον , ὦ γῦναι , ἀπὸ | ||
| . σὺν ὕδατι δὲ περιχριομένη λέπρας καὶ λειχῆνας θεραπεύει . Ὅλον δὲ τὸν μῦν ἐὰν καύσῃς καὶ λειώσῃς μετὰ οἴνου |