| ὑπὸ φθοροποιοῦ μὴ θεωρῆται , ἄνεσιν . Σκεπτόμενος περὶ νοσημάτων βλέπε τόν τε ὡροσκόπον τῆς κατακλίσεως καὶ τὴν τῆς Σελήνης | ||
| ἱερωτάτη οὕτως . ἤδη ποτὲ ἄνω , μεγαλοφυέστατε παῖ , βλέπε ψυχῶν διατάξεις . τὸ ἀπ ' οὐρανοῦ κορυφῆς μέχρι |
| ἡ μῖξις τοῦ πύου εὑρίσκεται καὶ οὐκ ἀκριβῶς ἀναμεμιγμένη . πρόσεχε δὲ καὶ τοῖς ἀναμεμιγμένοις καὶ ἐμφερομένοις ἐν οὔροις : | ||
| ἀντείποιμι , μὴ πολυπραγμόνει , ἀλλ ' εἰ δοκεῖ σοι πρόσεχε τὸν νοῦν κἀκροῶ . Τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη πεφρυγμένους . |
| τὸν χρόνον ὃν ἔλαχον ἄνθρωποι ζῆν , ἀναλογίζεται δὲ καὶ σκοπεῖ τὰς παρὰ τὸν βίον ἡδυπαθείας . Σωκράτης μὲν οὖν | ||
| οὐ δόξειεν ἀπὸ φθόνου γίνεσθαι . εὖ λογίζεται ] ὀρθῶς σκοπεῖ τὰ πράγματα . ὃν δεῖ πόλλ ' ἀκοῦσαι : |
| τί εἶπεν καὶ ἐπιφέρει . Ἐὰν ᾖς νοήμων , καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος . Καὶ τί ἀλλαχοῦ | ||
| . Εἴρηκε γὰρ ὑποκατιὼν οὕτως : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις γὰρ μεθόδῳ |
| εἶναι κατελθὼν ἐς τὴν σεωυτοῦ : ἢν δὲ τὴν κάμινον εὕρῃς πλέην ἀμφορέων , μὴ ἐξοπτήσῃς τοὺς ἀμφορέας ἀλλ ' | ||
| καὶ ὅταν , φησίν , τοὺς τόπους τούτους πάντας ἐρήμους εὕρῃς ἀπὸ τῶν τριῶν ἀστέρων Ἄρεως , Ἀφροδίτης , Ἑρμοῦ |
| διδακτόν , δίδασκε : εἰ δὲ σὺ μὴ δύνασαι , ἄφες με μαθεῖν παρὰ τῶν λεγόντων εἰδέναι . ἐπεὶ τί | ||
| τε γάρ ἐστιν καὶ εἰδεχθὴς καὶ σκληρὸς καὶ ἄτιμος : ἄφες αὐτὸν ἐπὶ κεφαλὴν κατὰ τῆς πέτρας : σὺ δὲ |
| βιβλίοις ἐξετάσας ὡς καὶ ἡμεῖς στεφάνῳ εὑρήσεις . * μὴ λάβῃς εἰς τὸ τῶν ἔξωθεν τὸ ἀπό , ἀλλὰ πρὸς | ||
| οὔ τοι πλέον γ ' : ἐάν τε νῦν αὐτὴν λάβῃς , ἐάν τε γεγηρακυῖαν , ἔχοις ἄν τι πλέον |
| ὑπὲρ ὧν πονεῖς . οὐ γὰρ εἰς χρυσόν γε σὺ βλέπεις , ἀλλ ' ἐπαίνων ἐρᾷς : ὃ καὶ ἡνίκα | ||
| δὲ καὶ ἐπὶ ταύτης τὸ ἐπίγραμμα τόδε : ὕδατα ταῦτα βλέπεις φοβερά , ξένε , τῶν ἄπο χερσὶ λουτρὰ μὲν |
| ὅλα , ὥσπερ οὗτοι , πεπρακέναι ; οὐ δήπου . λέγε τοίνυν μοι τὸ ψήφισμα τουτὶ λαβών , ὃ σαφῶς | ||
| Ζέφυρος βαθὺ λήιον ἐλθών . ἴθ ' ὦ κόλε καὶ λέγε : πρὸς τὸν τράγον φησίν : ὦ κολοβέ , |
| πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ ἀκουστά σοι ἀνέκτημαι | ||
| λέγεται καὶ ἡ συμπλεκομένη φωνὴ τῷ διανοήματι , οἷον τὸ ἄπελθε : τοῦτο γὰρ καὶ λέξεις , ὃ τετύχηκεν , |
| κάτω τὴν μήλην , ἕως ἂν προκύψῃ : ἐπὴν δὲ ἴδῃς ἐν τῷ στόματι τῆς μήτρης , ἢν μὲν μὴ | ||
| ζέον τῶν πυρετῶν . ὅταν δέ ποτε ἐπ ' αὐτῶν ἴδῃς τὰ τῆς πέψεως τῶν χυμῶν σημεῖα , καὶ μήτε |
| τρέφεται γὰρ ἐσθίων τοὺς ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . Δαιννύμενος : εὐωχούμενος . τέχνῃσιν : δόλοις . | ||
| Σόλωνος : οὐδαμοῦ γὰρ οὗτος τὴν πρᾶξιν ἀλλὰ τὸ πάθος ἐπιτηρεῖ : καὶ γενέσθαι τὴν τιμωρίαν φησὶ κατὰ τῶν ὁπωσοῦν |
| κακότητας φαρμακίδων ἀλόχων καὶ βάσκανα φῦλ ' ἀνθρώπων . ἢν εἴπῃς παρ ' ὅτῳ κεῖται , δώσω σοι χρυσέους δέκα | ||
| οἴεται , οἰκεῖα λογιζόμενος τὰ πάθη . εἰ δὲ ἐπίσταται εἴπῃς , συντάξεις πρὸς τὸ ὅστις ἔμπορος κυρεῖ : ἔστι |
| ἀρχαϊκά : μωρά , εὐήθη , λῆρα . εἰδῇς ] μάθῃς . ὅπως δὲ τοῦτο μὴ διδάξῃς : ὡς † | ||
| , θυμὸς δ ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον . Ὅταν μάθῃς μου , νουθέτει : τανῦν δ ' ἔα . |
| τῶν συνεχῶν κεχώρισται ἀλλήλων τῷ τόπῳ , καὶ τὸ μὲν ἐνθαδὶ ἀνάγκη εἶναι , τὸ δὲ ἐνθαδί , οἷον ἐπὶ | ||
| ' ἀπορίας κινηθέντες ἐκτησάμεθα . θαρσοῦντες : ψιλόν τις ἐξώρθωσεν ἐνθαδὶ βλέπεις , χρεὼν τὸ λοιπὸν καὶ τὸ θαρσοῦντες τόδε |
| φύσεως τὸν ἔρωτα . μὴ οὖν , φησὶ , διεργάσῃ σαυτὴν , ἀλλὰ συγγίνωσκε τῷ πάθει , βιαζομένη παρὰ τοῦ | ||
| θεός . πότε οὖν , ὦ ψυχή , μάλιστα νεκροφορεῖν σαυτὴν ὑπολήψῃ ; ἆρά γε οὐχ ὅταν τελειωθῇς καὶ βραβείων |
| : εἰπὲ πρὸς αὐτῶν τῶν Ἐλευσινίων Κόρης καὶ Δήμητρος : δίδαξον ἄν τι σφαλώμεθα : πρόσθες τοῖς παρ ' ἡμῶν | ||
| ἀμερίμνους ἐκτενοῦσιν ἐπὶ καὶ τὰ στοιχεῖα τὰς ψυχὰς αὑτῶν ; δίδαξον ἐντεῦθεν ἐρᾶν τοῦ τι βουλεύεσθαι , ἵνα ἔχωσι καὶ |
| ἀρίστου πατρὸς Ἑλλήνων γεγώς ; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί φέρ ' εἰ ἐκπλεύσας σκάφει ! ! ! ! ! | ||
| ἐν τοῖσι δ ' ἔργοις ὄντας ἀνοήτους ὁρῶ . Ζωμήρυσιν φέρ ' : οἶς ' ὀβελίσκους δώδεκα : κρεάγραν : |
| Ξάνθος λέγει ” ἔπαρε τὰ σανδάλιά μου καὶ τὰ ἑξῆς ποίησον . “ εἶτα λέγει τοῖς ἑαυτοῦ φίλοις ” ἄνδρες | ||
| καλῶς περισκεπάσας . ὅταν οὖν βούλῃ ἔνδειξιν μεγίστην ποιῆσαι , ποίησον οὕτως : λύχνου τεθέντος , ἐὰν στέαρ οἵου βούλει |
| Ἐλάλησε δὲ Ἱερεμίας λέγων : Παρακαλῶ σε , κύριε , δεῖξόν μοι τὶ ποιήσω Ἀβιμέλεχ τῷ Αἰθίοπι , ὅτι πολλὰς | ||
| εἶναι , ἄρα πῶς προκόπτεις ; Σὺ οὖν ἐνταῦθά μοι δεῖξόν σου τὴν προκοπήν . καθάπερ εἰ ἀθλητῇ διελεγόμην δεῖξόν |
| : ἀπὸ τοῦ ἀλοῶ , τὸ συντρίβω , ἀλοιῶ ὡς ποῶ ποιῶ ἀλοιήσω ἠλοίησα , ὅθεν καὶ πατραλοίας . . | ||
| , ὀκνῶ δὲ δεῖξαι : πατέρα γὰρ τοῦ παιδίου αὐτὸν ποῶ σχεδόν τι τοῦτον προσφέρων μεθ ' οὗ συνεξέκειτο . |
| πι συλλαβῆς : ὄπτω γάρ ἐστιν , ἀφ ' οὗ ὄψομαι , καὶ παράγωγον ὀπτεύω : ἀποβολῇ τοῦ τ ὀπεύω | ||
| βοᾶι : τὸ παιδίον φησὶν ἐμπρήσειν ἀπειλῶν . ὑιδοῦν ὀπτώμενον ὄψομαι . πάλιν πέπληχε τὴν θύραν . στρόβιλος ἢ σκηπτὸς |
| , ἐνθυμήθητι , συλλογίσθητι . , ἴδε , ἀναλογίσθητι , σκόπησον , θέασαι . τοίνυν ] λοιπόν . γαστριδίου ] | ||
| Φιλάνθρωπος εἶ . : φέρ ' ὅπως χάρις : Φέρε σκόπησον ὅτι ἡ χάρις ἣν ἐχαρίσω τοῖς ἀνθρώποις ἄχαρις ἦν |
| , ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ | ||
| χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς |
| μὰ δί ' , οὐ πρὶν ἄν γέ σε στέφανον ἴδω λαβόντα γεύσωμαί τ ' ἔτι . οἱνοχόος ἄδικος . | ||
| ἢ τοῖς σοροπηγοῖς τὴν μανίαν αὐτοῦ φράσω ; φέρ ' ἴδω , σὺ τοῦτον τίνα νομίζεις ; εἰπέ μοι . |
| ἐν ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ μύτη τῆς ξυντὴ | ||
| μάζωξε τὸν ὑδράργυρον ὅλον μὴ δὲν ἀφήσῃς ἀπὸ τοῦ ἐπάνω καυκίου τίποτας : ἔναι γὰρ κολλημένος εἰς τὸ ἐπάνω καυκίον |
| ὥρας δὲ βʹ : ἐν ᾧ τὸ τρίτον κλίμα . Ὅρα μοι τὴν τῆς ὥρας ἐνταῦθα διαφορὰν μοιρῶν οὖσαν ιγʹ | ||
| θυμικὸν τῷ λόγῳ , τότε δικαιοσύνην ἔχει ἡ ψυχή . Ὅρα οὖν διὰ πόσων ὀργάνων καὶ πόσης δυσχερείας εἰκόνα ἐστὶ |
| πλόος πλέω πλέεις , ῥόος ῥέω ῥέεις , νόος νοῶ νοεῖς , θρόος θροῶ θροεῖς : ἐπειδὴ οὖν τὸ γόος | ||
| Τροίας πεδία πορθῆσαι μολών . Καὶ ταῦτ ' ἀληθῆ δρᾶν νοεῖς ; Πολλὴ κρατεῖ τούτων ἀνάγκη : καὶ σὺ μὴ |
| ἀνέπεσε νοσῶν καὶ τὸ ὄνομα τὸ ἐκ γενετῆς συνψήφισον τῆι σελήνηι καὶ βλέπε , πόσαι τριακάδες γίνονται , καὶ τὰ | ||
| ; ὅτι ἐν ταύτηι τῆι ἡμέραι συνανατέλλει καὶ συγκαταδύνει τῆι σελήνηι ὁ ἥλιος . Οὐ πάσηι νουμηνίαι ἐγλείπει ὁ ἥλιος |
| τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ . | ||
| μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα |
| τῷ κατασκόπῳ τῶν τῆς φύσεως πραγμάτων : τί περὶ ἡλίου ζητεῖς , εἰ ποδιαῖός ἐστιν , εἰ τῆς γῆς μείζων | ||
| τῶν μεγάλα ἢ ἀσύμφορα αἰτούντων . Ἄρκτου παρούσης τὰ ἴχνη ζητεῖς : ἐπὶ τῶν δειλῶν κυνηγῶν . Ἀρχαιότερος Ἰβύκου : |
| ἁμαρτίας ποινὰς ὀλέκῃ ] τιμωρίας μετὰ φθορᾶς δίδως σήμηνον ] δήλωσον , εἰπέ ἡ μογερὰ ] ἡ ἀθλία πεπλάνημαι ] | ||
| οὖν τὴν ἀκόλαστον γλῶτταν ἀμύνου καὶ ὅ τι ποτὲ καλεῖται δήλωσον , ἵν ' , ὅταν εἰς αὐτὸν ἐγκώμια γράφωμεν |
| καὶ κεῖται ἐκεῖ ὅλον τὸν ὀπωρινὸν καιρὸν , μέχρις ἂν παρέλθῃ ὁ κύναστρος , ἐν δὲ τῷ φθινοπώρῳ ἐξέρχεται . | ||
| χρῆσθαι τῷ σχήματι : ἐπειδὰν δὲ ὁ τῆς πομπῆς καιρὸς παρέλθῃ , τηνικαῦτα ἕκαστος ἀποδοὺς τὴν σκευὴν καὶ ἀποδυσάμενος τὸ |
| εἰ δὲ Ζεύς τοι τόν γε βιωσέμεν ἀρνήσηται , ἀλλὰ νόει σὺ τεῇσιν ἐνὶ φρεσίν , οὕνεκεν αὐτῷ ῥῆξε λίνον | ||
| ἐκπεριελθεῖν σε πάλιν κακοδαιμονίζοντας . σὺ δὲ τὸν τρίβωνα λεοντῆν νόει , τὸ δὲ βάκτρον ῥόπαλον , τὴν δὲ πήραν |
| ἡ τύχη λέγεται δαιμόνων κατάστασις . ὁ δὲ νοῦς : ἔξελθε τῶν οἴκων : οὐ γὰρ ἐν χορείαις καὶ παρθενῶσιν | ||
| ὁμοίως : ἴθ ' ὦ ἄνα , πρὸς γονάτων , ἔξελθε καὶ σύγγνωθι τῇ τραπέζῃ . Φασὶν ἀλλήλαις ξυνελθεῖν τὰς |
| ὡς χαλεπόν . χαλεπώτατον . ἅπασι δ ' ἀργαλέα ' στιν , οὐκ ἐμοὶ μόνωι : ὑῶι πολὺ μᾶλλον , | ||
| εἰσιὼν κέκραγε πρὸς τοὺς οἰκέτας ζητεῖ τε : Ποῦ ' στιν ἡ χύτρα ; Τίς τὴν κεφαλὴν ἀπεδήδοκεν τῆς μαινίδος |
| τὰς Πλειάδας εἴληπται . τὰ μὲν γὰρ ἄλλα ζῴδια πρώτην φαίνει τὴν κεφαλὴν κατὰ ἀνατολὰς , ὁ δὲ ταῦρος τὸ | ||
| , μὴ προσγραψάμενος τὴν αὐτὴν φυλακὴν ἥνπερ περὶ τῶν εἰσφορῶν φαίνει , οὐκ εὔδηλον δι ' ὃ τοῦτ ' ἐποίησας |
| . χρεὼν ] ἀποκείμενον . νιν ] αὐτόν . . ὅρα νυν εἴ σοι ταῦτ ' ἀρωγὰ φαίνεται ] ὁ | ||
| τὰ σπέρματα , εἶτα αὐτὰ πάγος εἷς λαβὼν ἐξελέγξῃ . ὅρα καὶ σύ , ἄνθρωπε : ἐξύβρικας , ἐπιπεπήδηκας δοξαρίῳ |
| ἀκοῦσαι ὡς οἱ ἀγαθοὶ οἰκονόμοι ἀγαθοὶ στρατηγοὶ ἂν εἶεν . Ἴθι δή , ἔφη , ἐξετάσωμεν τὰ ἔργα ἑκατέρου αὐτῶν | ||
| γὰρ οἴει , ὦ Σώκρατες , καὶ δικαίως ὑπολαμβάνεις . Ἴθι νυν καὶ σὺ τὴν ἀπόκρισιν ἣν ἠρόμην διαπέρανον . |
| γὰρ ἀλεξιφάρμακον εἶναι πρὸς τὰς διοσημείας . Τὰ δὲ ὠὰ φυλάξεις χειμῶνος μὲν ἐν ἀχύροις , θέρους δέ , ἐν | ||
| καρποὺς ἢ τὰ δένδρα ἢ τὰς ἀμπέλους , ἀβλαβῆ πάντα φυλάξεις . Ἐπίγραψον ἐν τῷ ἀρότρῳ φρυήλ , καὶ ἐν |
| πεπονθώς . Ἀποτίσεις χοῖρε τὰ γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες ἀποδώσεις πλείω . Ἀράβιος ἄγγελος : Μένανδρος ἐν Ἀνατιθεμένῃ . | ||
| οὐδὲν μᾶλλον ἕτερον ἑτέρου οὐσία ἐστίν : οὐδὲ γὰρ οἰκειότερον ἀποδώσεις κατὰ τοῦ τινὸς ἀνθρώπου τὸν ἄνθρωπον ἀποδιδοὺς ἢ κατὰ |
| καὶ σὺ τοῦτο συγχωρήσαις ἄν , ὡς ἐπειδάν τι ὅσιον ποιῇς , βελτίω τινὰ τῶν θεῶν ἀπεργάζῃ ; Μὰ Δί | ||
| , μὴ αἰσχρὸς φανῇς , ἐὰν πρότερος τὸν ἀδελφὸν εὖ ποιῇς ; καὶ μὴν πλείστου γε δοκεῖ ἀνὴρ ἐπαίνου ἄξιος |
| ψυχῇ κάλλος καλὸν αὐτὸν προσαγορεύει : οὑτωσὶ τοίνυν ὦ παῖ καλὲ ἐννόησον . Καὶ ἐκεῖνον μὲν τὸν λόγον οὔ φησιν | ||
| ταῦτ ' ἀποτεινόμενος ὁ Ἔφιππος εἴρηκεν ὥρα σοι ζητεῖν , καλὲ Οὐλπιανέ , καὶ διδάσκειν ἡμᾶς , καὶ τῶν εἰρημένων |
| . τοιοῦτόν τι καὶ σὺ ὑπομίμνῃσκε σεαυτόν , ὅτι θνητὸν φιλεῖς , οὐδὲν τῶν σεαυτοῦ φιλεῖς : ἐπὶ τοῦ παρόντος | ||
| . . . . . . . . Στράτιε , φιλεῖς δήπου με . μᾶλλον τοῦ πατρός : ὁ μὲν |
| ἐστὶν ἀσφαλές . ἀρχὴ δὲ ναυσὶ συμβολῆς τίς ἦν , φράσον : τίνες κατῆρξαν , πότερον Ἕλληνες , μάχης , | ||
| εἰσὶ στάδια ἑβδομήκοντα ἀπαρτί ” : καὶ Φερεκράτης : “ φράσον μοι . ἀπαρτὶ δὴ τοῦ προλαβεῖν ” . συνωνυμεῖ |
| ἐκκαλοῦ ἐπὶ ὅρκον , ὅ ἐστι , τῇ σῇ φωνῇ κάλεσον αὐτόν , ὦ κῆρυξ . ἐκινδύνευε γὰρ ὁ καλούμενος | ||
| , ἐχθροῖς βλάβη , λυσανίας πατρῴων μεγάλων κακῶν : ὃν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς ἐμέ . ὦ τέκνον , ὦ |
| Ὦ Ζεῦ , τί τοῦτο , ” ἔφην , “ φαίνεις ἡμῖν τέρας ; ἀλλ ' εἰ τῷ ὄντι σὸς | ||
| περιεστώτων χάριν . Ἐκ τῶν πολεμίων εἰσάγεις θρυαλλίδα . Ἔπειτα φαίνεις δῆτα διὰ θρυαλλίδα ; Αὕτη γὰρ ἐμπρήσειεν ἂν τὸ |
| εὔφραινε σαυτόν , πῖνε , τὸν καθ ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν , τὰ δ ' ἄλλα τῆς τύχης . | ||
| βοηθήσας ἐκπλήσεις τὰς ἁπάντων εὐχάς . κἀκεῖνα ἔτι πρὸς τούτοις λογίζου , ἔξιμεν δὴ αὐτίκα μάλα ἐκ τῆς σκηνῆς , |
| , ἀγαθόν . Οὐ φαίνεται . Ἔτι τοίνυν καὶ ὧδε σκέψαι . ὅστις καλῶς πράττει , οὐχὶ καὶ εὖ πράττει | ||
| , ὑπερηφανεύεσθαι . . . κλέπτειν ] κατ ' εἰρωνείαν σκέψαι ] πρόσεξον τοὺς ῥήτορας ] διασύρει τοὺς ῥήτορας . |
| φιλήσοντός μου , τοὺς δ ' ἀγαθοὺς καταφιλήσοντος , θαρρῶν δίδασκε τῶν φίλων τὰ θηρατικά . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη | ||
| τῷ Ἀπόλλωνι . Πῶς δέ ; ἔφη ὁ Κῦρος : δίδασκε : πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις . Ὅτι πρῶτον μέν |
| τὸν καρπόν . τί γὰρ πλέον θέλεις εὖ ποιήσας , ἄνθρωπε ; οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο , ὅτι κατὰ φύσιν τὴν | ||
| ρωτᾶν ἅπαντας ἐν μέρει , Τί γὰρ σύ , ὦ ἄνθρωπε , δέδοικας τὴν πενίαν οὕτως πάνυ , τὸν δὲ |
| δὲ τὰς προσόδους μεθύων καλὰς ποιῶ . ἔπειθ ' ἕωθεν περιάγεις τὴν λήκυθον , καταμανθάνων τοὔλαιον , ὥστε περιφέρειν ὡρολόγιον | ||
| , σὺ δὲ καὶ οὕτως σφόδρ ' ἑτέρως ποικίλλεις καὶ περιάγεις τὸν λόγον ὡς καὶ πείθειν ἔχειν ἐκ τοῦ παραχρῆμα |
| τὴν ὁμώνυμόν σοι πόλιν φύλασσε καὶ περίεπε σὺν ἐλευθερίᾳ , φύλασσε δὲ σὺν τῷ Διῒ καὶ τῷ βασιλεῖ Αἰακῷ καὶ | ||
| συμφορᾶς ἐκ τοσῆσδε εὐδαιμονίας κατέβαλεν . σοὶ δὲ παραινῶ : φύλασσε Σοφωνίβαν , μὴ Μασσανάσσην ἐς ἃ βούλεται , μεταγάγῃ |
| εἴδωλα τῶν θεῶν παρακαλοῦσα καὶ δυσωποῦσα αὐτοὺς ἢ ἄλλο τι πράξω ; ἐπειδὴ τὸ πότερα δύο τινῶν ἔμφασιν ἔχειφαμὲν γὰρ | ||
| παθητικοῦ παρακειμένου βαρύνονται : ποιήσω ποίησις , γνώσω γνῶσις , πράξω πρᾶξις , πέφανσαι φάνσις , μεμίανσαι μίανσις . τὸ |
| , ἵνα μὴ κακουργῶν ἐνέγραφ ' ἡμῖν τὸν λόγον . ἄκουσον , ὦ δαιμόνιε , μου τῶν μαρτύρων . ἀνάβηθι | ||
| ἀπέλθῃς καταλιπών : καὶ τὸ ταύτης ἐμόν ἐστι πῦρ . ἄκουσον δὲ ὡς καὶ τἆλλα μοι μέλει περὶ σοῦ . |
| τῆς μεγάλης καὶ ἐνδόξου αὐτοῦ παρουσίας : καὶ τότε , δίκαιε Ἁβραὰμ , γίνεται τελεία κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις , αἰωνία | ||
| ὑμῖν τοῖς λόγοις . ἀνάπαιστοι τετράμετροι βʹ . ὦ ] δίκαιε . στεφανώσας ] κοσμήσας . ⸎ . . εἴσθεσις |
| μ ' ἔνερθεν ὄντ ' ἀνέστησας πέρα . Θάρσει , παρέσται ταῦτά σοι καὶ θιγγάνειν καὶ δόντι δοῦναι κἀξεπεύξασθαι βροτῶν | ||
| πεπόνθασιν . ὀδοὺς δὲ οὐκ ἔστιν ὅτῳ δεύ - τερα παρέσται ζῴῳ τῶν γε ἤδη τελείων : εἰ δὲ ὀδόντες |
| μάλ ' αὖθις ; ἄταφος ἔπιτνε δίχα τε παντός . Ἄγε με , καὶ τότ ' ἐπενάριξον . – – | ||
| . Ναί , φησίν , κεκολόβωται γὰρ τὸ σῶμα . Ἄγε , ὁ δὲ τὴν ὀσφρασίαν αὐτὴν ἀπολωλεκὼς οὐδὲν ἀπολλύει |
| ἄνω τοὺς πόδας ἔχων . Γ λέλακας : ἀντὶ τοῦ κέκραγας . ἀτὰρ τί τὰ ῥάκι ' : οὕτως αὐτὸν | ||
| βάλλεις γοῦν ἡμᾶς ταῖς βώλοις καὶ ταῖς ἀχράσι καὶ μέγα κέκραγας ἰδὼν ἄνθρωπον ὡς διώκων λύκον , καὶ ἀργαλέος εἶ |
| οὐδέτερα : καὶ ὅλως λυπῇ , φοβῇ , φθονεῖς , ταράσσῃ , μεταβάλλῃ : διὰ ταῦτα ὁμολογεῖς ἄφρων εἶναι . | ||
| Ἅλις τοῦ ἀθλίου βίου καὶ γογγυσμοῦ καὶ πιθηκισμοῦ . τί ταράσσῃ ; τί τούτων καινόν ; τί σε ἐξίστησι ; |
| ὅ τι ἂν ἅπαντες οὗτοι γνῶσι πράττειν με δεῖν , ποιήσω . καὶ πρὸς μὲν σὲ ταῦθ ' ἱκανά : | ||
| διὰ πλατείας . . . οὐράνιον . . παιδιάν βάψας ποιήσω μέλαν . ἀκούεις ὡς στένει ; Ἀστυάναξ γέγονα . |
| ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι | ||
| μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου |
| ἄφθαρτος , ταμιεύεις καὶ θησαυρίζεις , ὦ διάνοια , ἐν σαυτῇ , ἀλλ ' οὐκ εἰς μέσον προφέρεις , ἵν | ||
| ; Οὐδ ' ὡς σὺ τῆς δούλης τεκούσης ἄρρεν εἶτα σαυτῇ τοῦθ ' ὑπεβάλου , τὸ σὸν δὲ θυγάτριον παρῆκας |
| : σὺν τῶι δὲ πίνειν ἡμᾶς εὕδουσιν αἱ μέριμναι . Ἴδε πῶς ἔαρος φανέντος Χάριτες ῥόδα βρύουσιν : ἴδε πῶς | ||
| οὐκ ἐπίστανται : ἐπὶ τῶν τοῖς ὅρκοις οὐκ ἐμμενόντων . Ἴδε πῦρ , ἴδ ' ἀφύη : ἐπὶ τῶν ὀξὺ |
| , Ἄν γ ' ἐλᾳδίου ταρτημόριά μοί , φησι , προσενέγκῃς τρία κόμισαι : τὸ κωλῦον γάρ ἐστι τοῦτό με | ||
| : ἄν γ ' ἐλᾳδίου ταρτημόριά μοι , φησί , προσενέγκῃς τρία , κόμισαι . τὸ κωλῦον γάρ ἐστι τοῦτό |
| , δέσποτα Δημήτριε , ὅταν μὲν ἔξω σε θεάσωμαι καὶ ἀκούσω μετὰ τῶν δορυφόρων καὶ τῶν στρατοπέδων καὶ τῶν πρέσβεων | ||
| σήμερον διαλεγομένου ἐν τῇ οἰκίᾳ τῇ Κοδράτου . τί σου ἀκούσω ; ἐπιδεῖξαί μοι θέλεις , ὅτι κομψῶς συντιθεῖς τὰ |
| πονηρίαν οὔσας τοιαύτας ὀλίγον ὕστερον ἐροῦμεν , ἂν ἔτι δοκῇ νῷν : τὰς δὲ ψευδεῖς κατ ' ἄλλον τρόπον ἐν | ||
| κατ ' εἰρωνείαν χ ' ἅτεροι ] ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις νῷν ] ἡμῖν ἄλφιτα ] ἄλευρα πονήρους ] ἐπιπόνους , |
| [ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | ||
| , ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ |
| ἐπεύχεσθαι . τότ ' οὖν κακῶς πράσσει , ἄν τε θέλῃς ἄν τε μή , ὅταν ἀγνωμονῇ . Ὥστε Σωκράτης | ||
| μὴ γενόμενα εἴωθε πλεῖστον καταγέλωτα προσφέρειν . } Ὅταν εἰδέναι θέλῃς σεαυτὸν ὅστις εἶ , ἔμβλεψον εἰς τὰ μνήμαθ ' |
| ὅτι γίνεται ὅμοια τὰ ΑΒΓ ΔΕΖ τρίγωνα . ἐὰν γὰρ λάβω τὰ κέντρα τὰ Μ Ν , καὶ ἐπιζεύξω τὰς | ||
| μὲν οὐ προσιέμην δανείσασθαι , εἰδὼς ὅτι ἀναλώσας ὃ ἂν λάβω οὐχ ἕξω ἀποδοῦναι , νῦν δέ μοι δοκῶ εἰς |
| ἢ τῷ σημαινομένῳ . Δικαίως ταῦτα πάσχεις : μᾶλλον δὴ θέλεις ἀγαθὸς αὔριον γενέσθαι ἢ σήμερον εἶναι . Πράσσω τι | ||
| ἐσχάτη ῥίζα τοῦ ἠρυγγίου , ἤγουν ἡ κεφαλή , καὶ θέλεις αὐτὴν εὐλήπτως ἐπιτυχεῖν , ποίει οὕτως : λαβὼν σπέρμα |
| οὖν τὴν τιμίαν θεὸν οὐ προσαγορεύεις : τίν ' : εὐλαβοῦ γάρ : ἀντὶ τοῦ : σιώπα μὴ κατά τι | ||
| μὴ καταπιπτέτω : πάντα σοι κατὰ νοῦν χωρεῖ , μεταβολὴν εὐλαβοῦ : πταίεις πολλάκις , χρηστὰ ἔλπιζε : πρὸς γὰρ |
| ῥῆμα οὐδέν , οὐδὲ χρόνου κανονισμός , ἐὰν οἷσπερ προεῖπον προσέχῃς . Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τοῦ τύπτω αἱ τῶν χρόνων | ||
| ψιθυρίζῃ . ἢν ταῦτα ποῇς ἁγὼ φράζω καὶ πρὸς τούτοις προσέχῃς τὸν νοῦν ἕξεις αἰεὶ στῆθος λιπαρόν , χροιὰν λαμπράν |
| δ ' ἠγνόηκε κοὐδὲ ἓν λέγει . μὴ πάντ ' ἄκουε μηδὲ πάντα μάνθανε , τῶν βιαίων ἔσθ ' ἕνεκα | ||
| ἐκ τοῦ δευτέρου ἀπὸ τοῦ πρώτου . σὺ δ ' ἄκουε δίκης : πρὸς ἀντιδιαστολήν φησι τῶν ἀλόγων ζῴων : |
| τε καὶ φυλάξεται στίβος : σὺ δ ' εἴ τι χρῄζεις , φράζε δευτέρῳ λόγῳ . Ἀχιλλέως παῖ , δεῖ | ||
| ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ σιγηλὸς εἶ . Τὴν αἰχμάλωτον |
| ' ἤν ς ' ἔρωμαι : ἄγε , ἐάν σε ἐρωτήσω δύο λόγους προβαλλομένη ἆρα τυραννεῖν θέλεις ἢ τὴν πόλιν | ||
| ὑπενέγκαι . Ἐγώ , φησίν , ἔσομαι μετὰ σοῦ : ἐρωτήσω δὲ καὶ τὸν ἄγγελον τὸν τιμωρητὴν ἵνα σε ἐλαφροτέρως |
| γούνασιν ὧδε πίτνω τέκνοις τάφον ἐξανύσασθαι . μῆτερ , τί κλαίεις λέπτ ' ἐπ ' ὀμμάτων φάρη βαλοῦσα τῶν σῶν | ||
| εἰπόντος δέ τινος : ” τί παθὼν αὑτὸς καταδικάζεις καὶ κλαίεις ” ; εἶπεν : „ ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστι τῇ |
| τίς : τοῦτο γὰρ ποιεῖ οὐδέτερον τὸ τί , ἐπειδὴ πευστικόν ἐστι , τὰ δὲ πευστικὰ ἐν τριγενείᾳ παραλαμβάνονται , | ||
| εἶ ” πολλαχῶς ἔστιν ἀποδοῦναι : ἅπαξ μὲν οὐ τὸ πευστικόν , ἀλλὰ τὸ ἀποφαντικὸν τὸ ἴσον τῷ „ ἐν |
| ὁ Χαιρέας εἶπεν ” ὦ πάντων ἀνθρώπων ἀφυέστατε , οὐκ οἶδας πῶς μεθοδεύεται γυνὴ παρακλήσεσιν , ἐπαίνοις , ἐπαγγελίαις , | ||
| τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ πεπώκασι καὶ τῶν ἀλγεινῶν ἐξελάθοντο : οἶδας γὰρ καὶ νεκροῖς ἐπιτοξάζεσθαι καὶ ψυχὰς ἐξ ᾅδου τοῖς |
| τῷ ὁρισμῷ τοῦ κυρίως συλλογισμοῦ ἢ ἐν τῷ ὁρισμῷ τοῦ κυρί - ως ἐλέγχουἢ τὸ λόγου ἀντὶ τοῦ συλλογισμοῦ νοητέον | ||
| τῷ ὁρισμῷ τοῦ κυρίως συλλογισμοῦ ἢ ἐν τῷ ὁρισμῷ τοῦ κυρί - ως ἐλέγχουἢ τὸ λόγου ἀντὶ τοῦ συλλογισμοῦ νοητέον |
| ' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν , | ||
| βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι |
| μακρόν . μῦθον ] λόγον . εἰπέ ] ἐμοί . πέραινε ] πλήρου . πάντα ] ἃ βούλει . τὴν | ||
| Ἄπολλον , ὡϲ ἄγροικοϲ εἶ : ϲυϲκευαϲάτω [ ] . πέραινε . παύομαι λέγων . νὴ τὴν Ἀθηνᾶγ [ ] |
| μητρόπολις . : κτίσαι ] Ἀντὶ τοῦ οἰκῆσαι . : ψελλόν ] Ἄσημον , ἄναρθρον . : ψελλόν τε καὶ | ||
| τε καὶ τέκνοις κτίσαι . τῶνδ ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον , ἐπανδίπλαζε καὶ σαφῶς ἐκμάνθανε : |
| γυναικὸς κόρη καὶ ἔντιμος εἴτε οἰκογενὴς εἴτε μή . Μένανδρος Ψευδηρακλεῖ : μήτηρ τέθνηκε ταῖν ἀδελφαῖν ταῖν δυεῖν ταύταιν : | ||
| ὠνομασμένην Σάμον . ΕΓΧΥΤΩΝ δὲ πλακούντων μνημονεύει Μένανδρος μὲν ἐν Ψευδηρακλεῖ : οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα σὺ |
| , εἰ ὅτι καὶ σοὶ χαριεῖται γνοίη . μα - θέτω τοίνυν οὗτος ἀκούσας διαρρήδην ἐκ τοῦ σοῦ στόματος ὡς | ||
| εἶναι φήσει , ἐκεῖνό γ ' οὐ λόγος : αὐτὸς θέτω , καὶ μὴ λεγέτω τοῦθ ' , ὡς οὐ |
| , ἢν τὸ μετὰ τοῦτο ἐθελήσῃς αὐτὸς ἐμμένειν οἷς ἂν ἀκούσῃς παρ ' ἡμῶν καὶ φιλοπόνως αὐτὰ μελετᾶν καὶ προθύμως | ||
| οἰχομένοιο , ἤν τίς τοι εἴπῃσι βροτῶν , ἢ ὄσσαν ἀκούσῃς ἐκ Διός , ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι |
| . Τοῦτο μὲν ὑμῖν τὸ ψήφισμα . Δικαιότατον , ὦ Μῶμε : καὶ ὅτῳ δοκεῖ , ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα : | ||
| αὐτῷ κατελθὼν πρὸς ταῦτα . Σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις , ὦ Μῶμε , οὐκ ἐν καιρῷ νῦν ἐπιτιμῶν . Ὅρα οἷα |
| ἂν αὐτὸς καταφάγω τὰ σιτία , τούτοισι τοῖς αὐτοῖσι τοῦτον χορτάσω . Τί δ ' , ἢν ἐς ὑγρὸν πόντιον | ||
| τι πνεῦμα περὶ τὸν ὀμφαλόν , κεἰ μὴ φυλάξεις , χορτάσω τὸν κάνθαρον . Ἀτὰρ ἐγγὺς εἶναι τῶν θεῶν ἐμοὶ |
| μέλιτι καὶ πεπέρει τῷ ἀρκοῦντι , καὶ ποιήσας ὡς ἔκλειγμα λάμβανε ὀψὲ μετὰ τὸν δεῖπνον , ὅσον αἴροις τοῖς τρισὶ | ||
| ” μὰ ⌈ τὸν Δία “ ” ναί “ ἔξωθεν λάμβανε λέγων οὕτως : ναὶ ὤμνυον : οὐ γὰρ ἠπίστατο |
| . εἰ δὲ καὶ δώῃς πιεῖν ἐκ τῆς τέφρας , μανήσεται ἀπὸ τοῦ ἔρωτος . λύσις δὲ τούτου : λαβὼν | ||
| μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ λεχθέντα ἅπαντα , ὡς φράζει |
| ἔοικας , ὦ τέκνον , τὴν μητέρα . σύ τοι σεαυτήν , οὐκ ἐγώ , κατακτενεῖς . ὅρα , φύλαξαι | ||
| θορυβῇ , ἐν ἁμαρτίαις τυφλώττουσα ; Μνήσθητι ὅτι ἐὰν ἀνελῇς σεαυτήν , ἡ Σηθῶν , ἡ παλλακὴ τοῦ ἀνδρός σου |
| , ἴσως γὰρ τόπον ἐσχατιαῖς προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται , δέρκου θαρσῶν : ὁπόταν δὲ μόλῃ δεινὸς ὁδίτης , τῶνδ | ||
| ; ἦ θεωρήσων τύχας ἐμὰς ἀφῖξαι καὶ συνασχαλῶν κακοῖς ; δέρκου θέαμα , τόνδε τὸν Διὸς φίλον , τὸν συγκαταστήσαντα |
| Διὸς ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις χορευθέντ ' ἐναύλοις . βέβακεν ἐν δίφροισιν | ||
| ποτέ . Οὔ φημ ' ἐάσειν . Ἀπό μ ' ὀλεῖς , ἢν προσθίγῃς . Καὶ δὴ μεθίημ ' , |
| δὲ μάλιστα δούλοις γυνὴ μὴ παρόντος ἀνδρὸς βοῶσά τε καὶ λοιδοροῦσα καὶ πᾶν ὅ τι προστάξειεν ὀξέως βουλομένη πληροῦσθαι , | ||
| Ἀθηναίους , ὦ μόνοι ὦτοι τῶν Ἑλλήνων , ἔφη , λοιδοροῦσα ἐκείνους ὡς ῥᾷον ἀπατωμένους οἷς ἀκούουσιν . . . |
| ἄνθρωποι παρ ' ἑτέρων , βαρύνοντα τὴν ψυχὴν ἕως ἂν ἀποδοθῇ , κἂν ὀνόμασι καλοῖς αὐτὰ κοσμήσῃ τις , φιλανθρωπίας | ||
| διορθούμενος κεῖνος ἔγραψεν , ἵν ' οὕτως εὐκτικῶς τὸ εἴην ἀποδοθῇ καὶ ἀναχθῇ τὸ νόημα πρὸς τὸν Θήρωνα , εὐχομένου |
| προῖκα ἔδωκεν ὁ Τυνδάρεως : στεῖχ ' ὡς ἀθορύβως : πορεύου , ὅπως ὁ προσελθών μοι λόγος τοῦ γήρως τοῦ | ||
| παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι τέλει κορωνίς . κομίζου ] πορεύου . Κασάνδραν ] τήν . ἀμηνίτως ] ἀοργήτως . |
| σαυτοῦ λέγοντος 〚 μὴ 〛 ἀκούσῃς , ἄλλου λέγοντος μὴ πεισθῇς : πῶς οὖν ἐφεκτικὸν τὸ τοιοῦτον λογισόμεθα ; Ἐπειδὴ | ||
| ψυχὴ καθαίρεται λόγῳ θεοῦ ὑπὸ σοφοῦ . ἀναίσθητον οὐσίαν μὴ πεισθῇς εἶναί ποτε θεοῦ . ὁ θεὸς καθὸ νοῦς ἐστιν |
| πλήρης λέων δὲ μοῦνος προὐκαλεῖτο θαρσήσας αὑτῷ μάχεσθαι . “ μεῖνον ” εἶπε “ μὴ σπεύσῃς ” ἅνθρωπος αὐτῷ , | ||
| δὲ μὴ δυνηθῇς , φησιν , ἀντιβαλεῖν τὸ ὀστοῦν , μεῖνον , ἵνα σαπῇ καὶ πέσῃ . καὶ πόθεν ἔχω |
| κομίσας τὴν ἔγχελυν δός μοι αὐτὴν προσειπεῖν . Γ εἰ φέρεις ] εἰ ὄντως φέρεις . Γ ἀκούσας τὰ περὶ | ||
| . Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες : Ὦ μιαρώτατε , σπονδὰς φέρεις τῶν ἀμπέλων τετμημένων ; Κἀς τοὺς τρίβωνας ξυνελέγοντο τῶν |
| ” . πότε οὖν οὐκ ἐπιλήσῃ θεοῦ ; ὅταν μὴ ἐπιλάθῃ σεαυτοῦ : μεμνημένος γὰρ τῆς ἰδίου περὶ πάντα οὐδενείας | ||
| ἵνα τούτῳ σαφῶς πάντα εἴπῃς : ἐὰν δέ τι αὐτῶν ἐπιλάθῃ , αὖθίς με ἀνερέσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον . Ἀλλὰ |
| κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , | ||
| , ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν |