καὶ ὄπτησον , καὶ ἐπίβαλλε ὕλῃ ξανθὸν γενόμενον , καὶ βάψῃ : ἡ γὰρ φύσις τῇ φύσει τέρπεται . Πυρίτην
γυνὴ φοίνικι μιήνῃ : ἀντὶ ἐλεφάντινον ὀστοῦν τῷ φοινικῷ χρώματι βάψῃ . Φαίδιμος ] * Ἀπὸ τοῦ φαίνω φαινός ,
6058379 ἁπαλον
, τὸ δὲ γαῦρον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν . στόμα δὲ ἁπαλὸν καὶ ἀνάμεστον ὀπώρας ἐρωτικῆς , φιλῆσαι μὲν ἥδιστον ,
αἰγλάεντος [ ] ἀστήρ ὠρανῶ διαιπετής ἢ χρύσιον ἔρνος ἢ ἁπαλὸν [ ψίλον ] [ ! ῀ν ! ] [
5903796 πτερον
μέγεθος μὲν ὁ ἀὴρ ὅλος , ὅσον μου καταλαμβάνει τὸ πτερόν , κάλλος δὲ αἱ τῶν λειμώνων κόμαι : αἱ
τὸν βοῦν : Ἔρως , μικρὸν παιδίον , ἡπλώκει τὸ πτερόν , ἤρτητο φαρέτραν , ἐκράτει τὸ πῦρ : μετέστραπτο
5793127 κηριῳ
ὁ ἰὸς ὁ τοῦ δράκοντος εἰς μέλι : ἢ ἐν κηρίῳ μελισσῶν . ἐπεὶ οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἴδιον ἢ ὁ
ἦν δ ' ἐγώ , φῶμεν αὐτόν , ὡς ἐν κηρίῳ κηφὴν ἐγγίγνεται , σμήνους νόσημα , οὕτω καὶ τὸν
5765168 λευκῳ
κόψας * χραισμήσεις : βοηθήσεις ἀργῆτι σὺν οἴνῳ : ἤγουν λευκῷ ἢ θερμῷ καὶ διαπύρῳ . * ἥ : ἥτις
, οὐδέποτε συναληθεύσει ἡ ἀντίφασις . οὔτε δὲ πάλιν τῷ λευκῷ δυνατὸν ἕτερόν τι ὑπάρξαι συμβεβηκός , οἷον τὸ μουσικόν
5755005 μολυβδῳ
αʹ , σανδαράχης # αʹ . Λείωσον ῥαφανίνῳ ἐλαίῳ , μολύβδῳ ἡμέρας γʹ : ἔμβαλλε εἰς ἀκμάδιον , καὶ θὲς
καὶ ἰδιωτικός , ἀπὸ κηρύγματος ἐς τὴν ἀγορὰν συνήνεγκαν καὶ μολύβδῳ καὶ χαλκῷ συνεχώνευσαν , ὡς ἀχρεῖον Ἀννίβᾳ γενέσθαι ,
5644832 λυχνῳ
. Ἔστι δὲ πῖον καὶ οὐδὲν ἧσσον τοῦ ἐλαίου τῷ λύχνῳ προσηνές , ὀδμὴν δὲ βαρέαν παρέχεται . Πρὸς δὲ
οἶμαι κἀκεῖνος , εἰ τῶν νυκτῶν ὑπ ' ἐκείνῳ τῷ λύχνῳ ἀναγιγνώσκοι , αὐτίκα μάλα καὶ τὴν Ἐπικτήτου σοφίαν ὄναρ
5513794 πηλῳ
οὗτος , ὁ ἔξω φημί , κατεσκευάζετο μὲν τῷ αὐτῷ πηλῷ : ἦν δὲ ὅλος διόλου διεζωσμένος τε καὶ κατησφαλισμένος
κοτύλης δέκατον μέρος , ἐπιχέας τρία ἡμιχόεα , ἕψε , πηλῷ τριχώδεϊ καταλείψας , ἄζεστον , ἕως τρίτον μέρος λείπῃς
5510100 καθαρῳ
διακείμεθα , σπινθῆρσι μὲν τῆς ἐπιστήμης ὑποτυφόμενοι , μήπω δὲ καθαρῷ πυρὶ δοκιμασθῆναι καὶ κραταιωθῆναι δυνάμενοι . πολλὴ δὲ τῷ
καθαρωτάτου ὕδατος ἀποκαλύπτοντα τὸν κρατῆρα , δηλαδὴ σπόγγῳ ἢ ῥάκει καθαρῷ κάτωθεν πρὸ δακτύλου τοῦ πυθμένος ἀντεχόμενον , ἐὰν ῥάκος
5477219 ἐριῳ
τοῦ βάθρου , καὶ τότε διπλῆς καιρίας ἢ κάλου μεσότης ἐρίῳ ἢ ὀθονίῳ περιειλημένη τῷ περινέῳ προστιθέσθω : αἱ δὲ
κωλύουσι φλυκταινοῦσθαι , καὶ ὠὸν ὅλον ὠμὸν παραχρῆμα ἐπιτιθέμενον ἀναλαμβανόμενον ἐρίῳ μαλακῷ : καὶ γὰρ ἐμψύχει μετρίως καὶ ἀδήκτως ξηραίνει
5472913 οὐρῳ
ξηράνας ὁμοίως ἐν σκιᾷ , θυμία ὄνυξι θαλασσίοις ἐναποβεβρεγμένην ἐν οὔρῳ ἡμέρας δύο . Εἰς δὲ τὴν κατασκευὴν τῆς πορφύρας
οὐ δῆλον ψηλαφήσει . Ὅταν τοίνυν ὧδε ἔχῃ , πυριῆσαι οὔρῳ παλαιῷ : ἔπειτα ἐμεσάτω τῷ φακίῳ ξυμμίξασα μέλι καὶ
5465016 ἐλαφειῳ
λεγόμενα σμήγματα ἐπιτήδεια , οἷον ἅλες σὺν γλήχωνι ἢ κέρατι ἐλαφείῳ ἢ σηπίας ὄστρακον ἢ ὠῶν κέλυφα λελεασμένα . Αἱ
ῥινὸς καὶ τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν καὶ τὴν πυτίαν ἐνδήσῃ ἐν ἐλαφείῳ δέρματι ἢ φωκείῳ καὶ φορῇ , ἔσται νικῶν πάντας
5452997 πωμα
ᾧ τὰ κακὰ ἐγκέκλειστο μετὰ τῆς Ἐλπίδος ⌊ ἐπέμβαλε ⌋ πῶμα πίθοιο : πῶς ἡ γυνὴ ἐλθοῦσα ἐπὶ κακοποιΐᾳ ἐπέσχεν
, σκέψαι τόδ ' οἷον Ἑλλὰς ἀμπέλων ἄπο θεῖον κομίζει πῶμα , Διονύσου γάνος . ὁ δ ' ἔκπλεως ὢν
5426211 ὠον
ἐν τῷ ὀξυκράτῳ λαμβανέτω ἢ χόνδρον πλυτὸν ἢ ὄρυζαν ἢ ὠὸν ἁπαλὸν ψυχρόν . ἐν τόπῳ δὲ φαρμάκων πρὸς τὴν
ἐκπληροῦν ὅλον τὸν ὀφθαλμόν . ἔριον δὲ μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ὠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου ἐπιτιθέναι καὶ ἐπιδεῖν
5420005 καμινου
αὐτὸ ἐν πυρί , καὶ ἀνέβαινεν ὁ καπνὸς ὡσεὶ ἀτμὶς καμίνου : καὶ ἐξέστη πᾶς ὁ λαὸς σφόδρα ” ,
κεραμῆες : δεῦρ ' ἄγ ' Ἀθηναίη καὶ ὑπείρεχε χεῖρα καμίνου , εὖ δὲ μελανθεῖεν κότυλοι καὶ πάντα μάλευρα ,
5382745 μελανι
τοῦ συνουσιαζομένου καὶ μιγνυμένου . θολερῷ δὲ οἱ μὲν τῷ μέλανι , οἱ δὲ τῷ σπορίμῳ : στόματι γὰρ συνέχονται
καὶ περιλέψαι , καὶ τὰ ἔνδον τρῖψαι , ἐν οἴνῳ μέλανι ξὺν πάλῃ ἀλφίτου πιεῖν . Ἢ λίνου σπέρμα ,
5362369 αἰδοιῳ
καὶ αὐτὸ δὲ τὸ κατὰ τὰς συνουσίας σπέρμα περιαλειφόμενον τῷ αἰδοίῳ οὕτω χρωμένοις οὐδενὸς δεύτερον . θέρμων πικρῶν τὸ ἀφέψημα
ζῶντα κτείνει , τὰ δὲ νεκρὰ ἐκβάλλει , περιαλειφομένη τῷ αἰδοίῳ : καὶ διὰ τοῦτο ἀτόκιόν ἐστι φάρμακον τοῖς οὕτω
5355413 κυμβην
] λείωσον , λῦσον βαλών ] ἐμβαλών ἁλὸς δὲ ἔμπλεα κύμβην : ἀντὶ τοῦ πεπληρωμένον τοῦ θαλασσίου [ κύματος ]
* σφονδύλειον : εἶδος βοτάνης * ἐμπληθέα : πεπλησμένην * κύμβην : δοίδυκα κοτύλην , κουκλυάριον * ἀλλ ' ὁ
5339757 πυρωσας
τοῦ σπληνὸς τοῖς ἀνθρώποις ἔσεσθαι διαβεβαιοῦται , εἰ ἄνθραξι σίδηρον πυρώσας ἀποσβέσῃς ὕδατι , εἶτα τὸ ὕδωρ ὄξει μίξας δοίης
τόπου καὶ ἀποπτύονται : ἢ ὄξος καὶ βούτυρον μίξας καὶ πυρώσας σίδηρον καὶ σβέσας ἐν αὐτοῖς δὸς πιεῖν καὶ βάλλει
5339038 ξανθῳ
καὶ μέταλλα , καὶ ζωμοὺς δύο , ἕνα ἐν τῷ ξανθῷ , καὶ ἕνα ἐν τῷ λευκῷ : καὶ ἐν
ἐναντίον . ἀλλά ς ' ἔγωγε παύεσθαι κέλομαι , μηδὲ ξανθῷ Μενελάῳ ἀντίβιον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι ἀφραδέως , μήπως
5322513 δωσῃ
ὄνου πλύνας εἰς αὐτὸ τὸ αἷμα , καὶ ἐξ αὐτοῦ δώσῃ λάθρα μετά τινος ἀρώματος ἐκ τοῦ χυλοῦ τῆς κόπρου
Λιβύης , ὅταν τὸν κρατῆρα παραγενομένῳ Ἕλληνι ἀνδρὶ Λίβυς τις δώσῃ , ὅπερ φοβούμενοι οἱ Λίβυες ὀρύξουσι καὶ κρύψουσιν αὐτόν
5299434 δερματι
τήκεται μετὰ ἐλαίου πάνυ βραχυτάτου , ἔπειτα ἔτι θερμὴ ἐπιχρίεται δέρματι καὶ προξυρηθέντων τῶν τόπων προϲκολλᾶται καὶ πρὶν τελέωϲ ψυγῆναι
μὲν οὖν ἐπιπόλαιον εἶναι τὸ νόσημα , ὅτι ἐν τῷ δέρματι φαίνεται : τὸ δὲ περὶ τὴν ἴασιν δύσκολον καὶ
5285569 ῥοδου
, ἔν θ ' ὑακίνθωι , ἔν τε ἴωι θαλέθοντι ῥόδου τ ' ἐνὶ ἄνθεϊ καλῶι ἡδέι νεκταρέωι , ἔν
βλέπουσά γε τὸν χθὲς μὲν ἄκανθαν , σήμερον δὲ τοῦ ῥόδου ἔσχον ὑγίειαν τῶν ποθούντων φαρμάκων . Γλυκὺ Θησέως τὸ
5283297 ξανθωσαι
. Ποίει οὖν ἀσκίαστον καὶ λείου , καὶ βάλε τὰ ξανθῶσαι δυνάμενα , καὶ ὄπτα , ἕως ξανθὸν γένηται :
τερεβινθίνῃ , ἢ κικίνῳ , ἢ ῥαφανίνῳ ἢ ὠῶν λεκίθοις ξανθῶσαι αὐτὴν δυναμένοις : καὶ ἐπίβαλλε χρυσῷ : χρυσὸς γὰρ
5261955 χρωτι
ταχεῖα δ ' ἤδη ἡ αἴσθησις τοῖς μύροις ἀναμιγνυμένοις τῷ χρωτί . Ἀπορεῖται δὲ δίοτι οἱ μὴ εἰωθότες μυρίζεσθαι μᾶλλον
μάντις ἡ καλαμαία κατὰ τὴν νύκτα χροϊξεῖται καὶ πλησιάσει τῷ χρωτί , τοὶ καὶ σοῦ : ἀντὶ τοῦ : ἡ
5259385 ἱματιῳ
τρόπαιον γυμνὸς ἀληλιμμένος ἐχόρευσε μετὰ λύρας : οἳ δὲ ἐν ἱματίῳ φασί . καὶ τὸν Θάμυριν διδάσκων αὐτὸς ἐκιθάρισεν :
δὲ Τυρρηνοὶ δειπνοῦσι μετὰ τῶν γυναικῶν ἀνακείμενοι ὑπὸ τῷ αὐτῷ ἱματίῳ . Θεόπομπος : ἐπίνομεν μετὰ ταῦτα . . .
5256483 ὀδοντι
σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς
] Ἡ τῆς ξανθοῦ βοτάνης ῥίζα θερμαινομένη καὶ πρὸς τῷ ὀδόντι εὐθέως θεῖσα αἴρει τοῖς δακτύλοις . [ ιγʹ .
5246556 πυρι
πέμπτος δ ' εὔχεται κατασκαφῇ Καπανεὺς τὸ Θήβης ἄστυ δῃώσειν πυρί : ἕκτος δὲ Παρθενοπαῖος Ἀρκὰς ὄρνυται , ἐπώνυμος τῆς
σε , φησὶν , ἐκριζώσειε καὶ παντελῶς ἀπολέσειεν : οὐτάσας πυρί : ἀντὶ τοῦ βαλὼν τῷ κεραυνῷ . οἱ δὲ
5242716 στοματι
δὲ πολλῷ καὶ ἀσθενέστερον . ἔστι δὲ εὐθὺς ἐν τῷ στόματι φανερὰ τοῦ δικτάμνου ἡ δύναμις : διαθερμαίνει γὰρ ἀπὸ
τό τε κατορθοῦν καὶ ἁμαρτάνειν χωρίοις ἐστί , καρδίᾳ , στόματι , χειρί : καὶ γὰρ βουλεύονταί τινες εὐγνωμονέστατα καὶ
5240436 πηλωδες
μεταλλικόν ἐστιν , ὃ δὴ ἐν Κύπρῳ μόνῃ γίνεται : πηλῶδες γὰρ ὂν ἀναφέρεται ἐκ βυθοῦ τινος τῶν ἐκεῖ ,
λείωσον μέρη οὐγγ . ιʹ , καὶ ἐπίβαλε . Ποίει πηλῶδες καὶ χώνευσον τὸν κρόκον , καὶ ἐπίβαλε τὸ φάρμακον
5223286 οἰνωδει
κλύσαι . Ἢ ἐχέτρωσιν καὶ σμύρναν καὶ μέλι οἴνῳ διιέναι οἰνώδει μέλανι χλιερῷ , καὶ κλύζειν τῇ ὑστεραίῃ : σχίνου
, καὶ τὰ ἔξωθεν ὑποκαθήρας , σίδιον ἐν οἴνῳ μέλανι οἰνώδει ἑψήσας , οὕτω περιπλύνας , εἴσω ἀπωθέειν : ἔπειτα
5221985 βρεφος
τῆς Σμύρνης διὰ ἔργον ἀθέμιστον ἑαυτὸν ἀνεῖλε , τὸ δὲ βρέφος Διὸς βουλῇ τρεφόμενον ὠνόμασαν Ἄδωνιν καὶ αὐτὸν Ἀφροδίτη πλεῖστον
μὲν ἡ τροφὸς ἀντιλαμβάνεται τῆς σφίγξεως , μᾶλλον δὲ τὸ βρέφος τῷ ἐξ αὐτῆς γάλακτι τρεφόμενον . διὸ καὶ τοὐναντίον
5210958 χωνευσον
μέρος ἓν πρὸς μέρη δʹ τοῦ σαπέντος ἰοῦ . Ἔπειτα χώνευσον μοσχίᾳ ὅλῃ κόμμι ξανθοῦ μικρὸν , λείου ἀπὸ τῆς
πέταλον , μήπω ψυγὲν ἔα συμπιεῖν . Εἶτα λαβὼν , χώνευσον , καὶ εὑρήσεις χρυσόν . Ἐὰν δὲ τὸ ῥὰ
5201871 σπογγου
δὲ καὶ τρυφερὸν τὸ τοῦ λαγὼ ἔριον , ὥστε ἀντὶ σπόγγου χρήσασθαι . ΓΘ ἄλλως : διὰ τὸ ἁπαλὸν εἶναι
πρῶτον μὲν μαλακὴν καὶ ἄναιμον , εἶτα σήραγγας ἔχουσαν οἷον σπόγγου κατατετρημένας , ἵν ' ἐν τῇ τῶν δεινῶν προσδοκίᾳ
5200601 περιβολαιον
ἀπόστασιν οἰκέτας , τετρακοσίους ὄντας . εἶτα ἀναλαβὼν διάδημα καὶ περιβόλαιον πορφυροῦν καὶ ῥαβδούχους καὶ τὰ ἄλλα σύσσημα τῆς ἀρχῆς
σφενδονητικῇ ἀντὶ σκοποῦ κείμενον ὑπὲρ σανίδος . σίσυρνα δὲ παχὺ περιβόλαιον ἢ δερμάτινον ἱμάτιον ἡ λεγομένη γούννα × ἥντινα Σιμωνίδης
5193803 κηρῳ
τῶν ὑποκειμένων ὑλῶν διαφερούσας ὑποφαίνει δυνάμεις , καὶ πρὸς μὲν κηρῷ τήκει , πρὸς δὲ πηλῷ πήσσει , πρὸς δὲ
' ἔνυγρα τοῖς λιπαροῖς , οἷον στέατι , βουτύρῳ , κηρῷ Τυρρηνικῷ σὺν ῥοδίνῳ : αἰδοῖα δὲ τοῖς στύφουσιν ἱκανῶς
5192962 νεκταρι
: μία μὲν οὕτω : τῷ καὶ εὐκραδέης τριπετῆ ἐν νέκταρι μίξαις , σύκων αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν ὀμφαλόεσσαν καὶ τὰ
κορέσσαις . πολλάκι σήσαμα κόπτε , πόροις δ ' ἐν νέκταρι καὶ τά : ἠὲ σὺ κληματόεσσαν ἐν ὕδατι πλύνεο
5187551 λινῳ
τις ᾖ ῥᾷον γένηται καὶ βιῷ μάντιδος πρὸ Πυθίας φοίνικι λίνῳ ἕως οὗ αὐγάσῃ τὸ φῶς δάκˈρεϊ χειμαινομένῳ αἴθωνι βελέμνῳ
μαλλοὺς δύο ἢ τρεῖς πεπλυμένους διαξάναντα καλῶς , δῆσαι μέσους λίνῳ , τὸ δὲ λίνον προσκολλῆσαι κηρῷ πρὸς τὸν πυθμένα
5178115 προσφατον
τῶν δὲ ἄλλων ὁκόσον δοκέει καιρὸς εἶναι . Στέαρ συντήξας πρόσφατον , ἀποχέας ἐς ἕτερον χυτρίδιον , καὶ τῆς μολυβδαίνης
καὶ λύει τοῦτο λέγων ὅτι ἡ κρᾶσις ἡ ποιήσασα τὸ πρόσφατον χρῶμα καὶ τὸ ἐκ γενετῆς ἐποίησεν , οἷον ὡς
5162803 κηρος
θ καὶ μαλακίζεσθαι , οὐχὶ μαλθακίζεσθαι . μάλθη : μεμαλαγμένος κηρὸς ὁ ἐν τῷ γραμματείῳ , ἐν ᾧ γράφουσι διά
πεπονθέναι δὲ δύναταί τι καὶ ἄνευ αἰσθήσεως , οἷον ὁ κηρὸς τακεὶς καὶ ὁ πηλὸς ξηρανθείς . ὁμοίως δὲ καὶ
5160523 πρεμνον
λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ ἔπι πουλύν αἰῶνα τρίβεσκε διηνεκές
ῥίζας , ἢ μίλτον ὕδατι διείς , καὶ περιχρίων τὸ πρέμνον . Ὅτε τὴν συκῆν φυτεύεις , ἔμβαλλε εἰς ἄκρας
5158663 λιπαρον
καὶ διακριτικὸν ὄψεως διὰ ταῦτά τε ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον λιπαρόν τε φανταζόμενον ἐλαιηρὸν εἶδος , πίττα καὶ κίκι καὶ
: τὸ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς πεπόνθασιν ἀπὸ τοῦ κάρανον λιπαρόν ἄλειφαρ : τὰ δὲ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄκλιτα .
5151768 δακτυλῳ
ἔχειν δὲ χρὴ πρὸς τὰ τοιαῦτα καὶ ὄνυχα ἐπὶ τῷ δακτύλῳ τῷ μεγάλῳ : καὶ διελόντα ἐξενεγκεῖν τὰς χεῖρας ,
: τοὺς δ ' αὖ δακτύλους ἀθρόους ξὺν τῷ μεγάλῳ δακτύλῳ ἐς τὸ εἴσω μέρος ἐγκλίνειν καὶ περιαναγκάζειν οὕτως :
5143818 ἐριον
συρραγῇ καὶ διὰ τοῦ αἰδοίου ἐκκρίνεται τὸ πῦον , εὐθὺς ἔριον οἰσυπηρὸν βεβρεγμένον ῥοδίνῳ καὶ ὀλίγῳ ὄξει χλιαρῷ ἐπιτίθεμεν ἐπὶ
τὴν ἔμπροσθεν εἰρημένην σπαργάνωσιν ἀναδιπλοῦν τὸ ὑποκείμενον ῥάκος ἢ τὸ ἔριον πρῶτον μὲν κατὰ τὰ ἄνω μέρη ὑπὸ τὸν τράχηλον
5141005 ὑελινῳ
τὸν χυλὸν ἕως μέλιτος σύστασιν λάβῃ , καὶ τότε ἐν ὑελίνῳ ἀγγείῳ ἀποτίθει . Χρῶ δὲ ἀκράτῳ μὲν τῷ φαρμάκῳ
μίαν τῆς ὠμίδος καὶ ὀλίγου ὕδατος καὶ ἔχε ἀποκείμενον ἐν ὑελίνῳ ἀγγείῳ , καὶ ὅταν θέλῃς ἐπίδειξιν ποιῆσαι , μόλυνον
5137146 μιχθεν
ῥοδίνου δραχμὰς ιʹ , ὠῶν δ ' τὸ λευκὸν τούτοις μιχθὲν ὑπαλειπτέον . Ἄλλο πρὸς ὀφθαλμὸν φλεγμαίνοντα : λιβανωτοῦ ,
μέλιτος ἐγχρίων . καὶ σηπίας δ ' ὄστρακον καυθὲν καὶ μιχθὲν ἁλσὶν ἀνορύκτοις ἀποτήκει τὰ κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς πτερύγια .
5128722 ἀναλαμβανομενον
αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος , καὶ εἶδεν Ἀσενὲθ ὡς ἅρμα πυρὸς ἀναλαμβανόμενον εἰς τὸν οὐρανὸν κατὰ ἀνατολάς . Καὶ εἶπεν Ἀσενέθ
ὀχετοῦ , δεχομένης αὐτοῦ τὴν ἐκροὴν λεκάνης κενῆς , ὥστε ἀναλαμβανόμενον αὖθις τὸν ἀθροιζόμενον οἶνον ἐν αὐτῇ καταντλεῖσθαι δεύτερον .
5125407 καιειν
νεύρων τὸ κῶλον ἐξαρθρεῖ : δεῖ τοίνυν χρονιζούϲηϲ τῆϲ διαθέϲεωϲ καίειν τὸ ἄρθρον κατὰ τρεῖϲ ἢ τέϲϲαραϲ τόπουϲ , ὡϲ
δύο ἐν τῇ ῥινὶ παρὰ τοὺς κανθούς : τὰς φλέβας καίειν δὲ τὰς μὲν παρὰ τὰ ὦτα , ἔστ '
5105540 λεπυρον
τῆι ἐν τοῖς ὠιοῖς : ὃν γὰρ ἔχει λόγον τὸ λέπυρον ἐν τῶι ὠιῶι , τοῦτον ἐν τῶι παντὶ ὁ
ἐπὶ παίδων δὲ ποιεῖ καλὰϲ καὶ πυκνὰϲ τὰϲ τρίχαϲ καρύου λέπυρον καυθὲν καὶ τριβὲν καὶ ἐν οἴνῳ καταχριόμενον . Ἄλλο
5100726 τευχος
ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται . ἀλλ ' ἔνδος μοι πάγχρυσον τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα . ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον θάλος
, ἐπὶ πυρὸς θάλψας , ὅ ἐστι θερμάνας , τὸ τεῦχος ἠρέμα πόσιν ] τὸ ποτόν νέμε ] δόθι τεῦχος
5095305 πεταλον
οὐ γὰρ ἔρνος , οὐ κλάδον , ἀλλ ' οὐδὲ πέταλον ἐφεῖται τεμεῖν ἢ καρπὸν ὁντινοῦν δρέψασθαι , πάντων διαφειμένων
ἡμῶν γενομένῳ : καὶ ἔσται χρυσός . Τοῦτο κατάθες γενόμενον πέταλον εἰς ὄξος καὶ χάλκανθον καὶ μίσυ καὶ στυπτηρίαν καὶ
5091277 ἀκαυστον
ἐκπίπτον , ποῦ εὑρίσκεται καὶ ποῦ οἰκονομεῖται , καὶ πῶς ἄκαυστον ἔχει φύσιν , παρ ' ἐμοὶ εὑρήσεις καὶ Ἀγαθοδαίμονι
τῷ Ὁμήρῳ εἴθισται . Κωκυτῷ : θρήνῳ , ἤως τὸν ἄκαυστον . προΐησιν : προδίδωσιν , ἀφίησιν . ὁμῶς :
5089059 οἰνης
ἔνθεν : ἐκ ταύτης * ἀπορρώξ : μέρος τι κιρράδος οἴνης : ἀντὶ τοῦ μετὰ κιρραίου οἴνου μισγομένη ἀριστολόχεια ὠφελεῖ
δάχματ ' ἐπαλθήσαιο φάλαγγος , τριπλόον ἐνθρύπτων ὀδελοῦ βάρος ἔνδοθεν οἴνης . Φράζεο δ ' αἰγλήεντα χαμαίλεον ἠδὲ καὶ ὀρφνόν
5088051 γαλακτι
φύλλοις κοπτέτω τὸν καρπὸν τῆς φηγοῦ : ἐμβάλλων μέντοι τῷ γάλακτι ταῦτα πινέτω τὸ γάλα : ἐπειδὰν δὲ εἰς πλῆθος
καταλιπούσας οἴκοι . τρέφονται δὲ καὶ ὀρφανοὶ μητέρων οἱ πῶλοι γάλακτι ξένῳ , ὥσπερ οὖν καὶ οἱ ἄνθρωποι . οὐκοῦν
5083761 ὀφθαλμῳ
ἐγκείμενά ἐστιν , τρόπῳ τοιῷδε τοῦτο γίνεται . Ξυμβαίνει τῷ ὀφθαλμῷ πρῶτον μὲν βλαστάνειν , τροφὴν γὰρ εἶχε πρῶτον μὲν
γάλακτι ἢ ὠοῦ τῷ λευκῷ , ἄνωθεν δὲ ἐπιτιθέναι τῷ ὀφθαλμῷ ὠὸν ἀνακόψαντα μετὰ ῥοδίνου καὶ ὀλίγου οἴνου καὶ εἰϲ
5069557 βαμματι
Ἀθήναις , καὶ πρὸ θυρῶν δὲ ἑκάστου δικαστηρίου ἐγέγραπτο πυρρῷ βάμματι τὸ στοιχεῖον , ᾧτινι τὸ δικαστήριον ὠνομάζετο . ὅσοι
οἱ φωνητικοί * περίαλλα : περισσῶς τῶν ἄλλων ζῴων * βάμματι : ὄξει πολλάκι δ ' ἧπαρ : τρῖς εἶναί
5058389 κλοκιῳ
' οὕτω λαβὼν κροκὰ τῶν ὠῶν , θὲς αὐτὰ ἐν κλοκίῳ ὀστρακίνῳ , καὶ στάξον ταῦτα ὡς ῥοδόσταγμα μετὰ πυρὸς
σταχθὲν ἐν βικίῳ : καὶ τὸ ἐναπομεῖναν ξηρὸν ἐν τῷ κλοκίῳ θὲς ἐν μαρμάρῳ : καὶ τρίψας τοῦτο μετὰ τοῦ
5058009 νεφριδιον
ταύρειον θεραπευτέον οὕτως : λαβὼν καὶ τοῦδε τὸ πρόσφατον καὶ νεφρίδιον ἔκπλυνον ποταμίῳ ῥεύματι , ἐξυμενίσας τε δὸς εἰς χύτραν
, κύμινον Αἰθιοπικὸν , νίτρον , ἅλας θηβαϊκὸν , καὶ νεφρίδιον , καὶ ἄλευρον , καὶ σμύρναν , καὶ ῥητίνην
5054555 πωματι
ἢ κασσιτέρου , ἢ χαλκοῦ ποιήσαντες , καθαρὰ σφόδρα τῷ πώματι τοῦ πίθου μετὰ κηροῦ προσκολλῶσι , καὶ ἐπιτιθέασι τοῖς
ἐν τῷ μέλιτι θολερῷ ] ἐν θολῷ θολερῷ ] τεταραγμένῳ πώματι ] πῶμα τὸ σκέπασμα , πόμα τὸ πινόμενον ἡμιδαές
5043432 κλημα
τρύπημα , πρίονι τέμνειν . καὶ λοιπὸν ἔστω τὸ ἐγκεντρισθὲν κλῆμα ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου . Δεῖ λαβεῖν δύο διάφορα κλήματα
πληθόμενος σταγόνι , οὐδ ' ἔτι τοι μάτηρ ἐρατὸν περὶ κλῆμα βαλοῦσα φύσει ὑπὲρ κρατὸς νεκτάρεον πέταλον . Νύμφαι Ἀνιγριάδες
5034033 αἰγος
τοῦ αἰγὸς δοράν : “ ἂν δὲ νάκην ἕλετ ' αἰγός . ” νάπαι οἱ ὀρεινοὶ τόποι . νάσθη ᾠκίσθη
' ἠελίοιο γάνυνται . ἐνθάδ ' ἀνὴρ μελέεσσιν ἐφεσσάμενος δέρος αἰγός , δοιὰ κέρα κροτάφοισι περὶ σφετέροισιν ἀνάψας , στέλλεται
5025943 πικρῳ
πρὸς τὰς συνεχεῖς τιθασείας αὐτῶν ἐνδόντες πόνῳ μὲν ἠλλοτριούμεθα ὡς πικρῷ πάνυ καὶ δυσκόλῳ , παλινδρομεῖν δὲ εἰς Αἴγυπτον ἐβουλευόμεθα
δημιουργίᾳ πρέπειν ὑπολαβὼν τοῦτον τὸν ἀριθμὸν καὶ εἰς ταὐτὸ συνωθῶν πικρῷ μὲν ἁλμυρόν , μέλανι δὲ φαιόν . μὴ τοίνυν
5019570 ἠρεμα
δεδοικότες οἱ ἐμπλέοντες , ὅταν πλησίον ὦσι τῆς γῆς , ἠρέμα καὶ ἐπιστημόνως ἰθύνουσι , μὴ προσπταίσωσι τῇ γῇ .
Λακεδαιμονίων σφίσιν ἐγκειμένων : ὑποφεύγοντες δὲ ἅμα τὸ σύνταγμα σφῶν ἠρέμα ἐποίουν μηνοειδές . Λακεδαιμόνιοι δὲ καὶ Ἆγις νίκην τε
5015090 ἀγγειῳ
καὶ σὺν ὄξει λεαινομένης : δεῖ δ ' ἐν κεραμεῷ ἀγγείῳ κατορύττειν ἐν τοῖς ὑπὸ Κύνα ἐν κοπρίᾳ ἐφ '
, ἐν δὲ τῇ χρήσει θερμανθὲν ἐν ἡλίῳ ἢ χαλκῷ ἀγγείῳ ἐν ὕδατι θερμῷ περιπλάσσεται τοῖς ὄνυξιν . Ἄλλο ἀφιστῶν
4993159 ῥοδον
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω .
4993068 ἀφανισθῃ
τὰ ἑκατέρωθεν , οὐ χρὴ θαυμάζειν : ὅταν γὰρ τέλεον ἀφανισθῇ , οὐκ ἀκολουθήσει . ζητοῦσι μὲν οὖν οὕτω γίνεται
δέδοικα δὲ ] φοβοῦμαι μὴ σὺν τῷ Πολυνείκει καὶ Ἐτεοκλεῖ ἀφανισθῇ καὶ ἡ πόλις . τέλειαι γὰρ καὶ εἰς τέλος
4991143 δευομενου
τῶν ἡλκωμένων στρύχνου χυλός , ὀθονίου μαλακοῦ διπτύχου ἢ τριπτύχου δευομένου ἐπιτιθεμένου πολλῷ τῷ χυλῷ . δεῖ δ ' ἔξωθεν
πῦρ , κεῖνό τις ἐνδέξηται ἐφήμερον , οὗ περὶ χείλη δευομένου δυσάλυκτος ἰάπτεται ἄμμιγα κνηθμός οἷά τ ' ὀπῷ νιφόεντι
4991061 καιεται
πονηροῖς . παρὰ τούτῳ τῷ Πανὶ πῦρ οὔ ποτε ἀποσβεννύμενον καίεται . λέγεται δὲ ὡς τὰ ἔτι παλαιότερα καὶ μαντεύοιτο
φησι καὶ Ἐ . πολλὰ δ ' ἔνερθε οὔδεος πυρὰ καίεται . . . . . διέκρινε μὲν γὰρ τὸ
4989094 διαχεομενον
παχὺ θερμαινόμενον διαχέεται πρῶτον τὸ πλησίον τοῦ πονέοντος ἐόν : διαχεόμενον δὲ μίσγεται τῷ πονέοντι ὕδρωπι , εἶτα κενεώτερον ἐγένετο
παντελῆ θάνατον . Διογένης , εἰ ἐπὶ πᾶν τὸ αἷμα διαχεόμενον πληρώσει μὲν τὰς φλέβας τὸν δ ' ἐν αὐταῖς
4983008 κλαδος
τῶν Ἀθηνῶν ἀκροπόλει Ἀθηνᾶς προνοίᾳ ἐβλάστησεν . ἔρνος κυρίως ὁ κλάδος τῆς ἀγρίας συκῆς : ἐρινεὸς γὰρ ἡ ἀγρία συκῆ
ἀναδιδόμενον εἰς τὰ δένδρα ὅπου μὲν γίνεται φλοιὸς ὅπου δὲ κλάδος ὅπου δὲ καρπὸς καὶ ἤδη σῦκον καὶ ῥοιὰ καὶ
4970744 τυρῳ
, ὀπτᾶν ὀρθῇ κεντήσαντα δέμας νεοθῆγι μαχαίρᾳ . καὶ πολλῷ τυρῷ καὶ ἐλαίῳ τοῦτον ἄλειφε : χαίρει γὰρ δαπανῶντας ὁρῶν
. ἐνιφυρήσαντες : συζυμώσαντες , ἐμμίξαντες , μίξαντες ταύτην τῷ τυρῷ καὶ τῷ ψωμῷ . Οὐ μετὰ δηρόν : μετ
4967990 ποτιμοις
τὸ καθῆκον ἐπιρροίαις , καὶ ἔμπαλιν ἔννοιάν τινος λαμβάνων αἰσχροῦ ποτίμοις ἐννοίαις ἀπερρυψάμην ἐκεῖνο , θεοῦ τῇ ἑαυτοῦ χάριτι γλυκὺ
καὶ πόας οὐ σκληρᾶς ἅμα δρόσῳ γλυκείᾳ καὶ νάμασι νυμφῶν ποτίμοις , καὶ δὴ καὶ τοῦ περιέχοντος ἠρτημένοι καὶ τρεφόμενοι
4965616 μαγνησιαν
περιπλύνας , βάλε αὐτῇ καὶ ὀλίγην λευκὴν καδμίαν , ἢ μαγνησίαν , ἢ ἄσβεστον , ἴνα γένηται σῶμα ἀπὸ σώματος
. Ἔπειτα καὶ τὸ σῶμα τῆς μαγνησίας προσέρεται . Λαβὼν μαγνησίαν θηλυκὴν , λείωσον ἐπιμελῶς : βαλὼν ἐν βατανίῳ ἅλας
4953971 ὀπτον
ὑπὸ τοῦ τοιοῦδε γάλακτος : ἑσπέρην δὲ δειπνείτω κρέας ὄρνιθος ὀπτὸν ὀλίγον , καὶ ἄρτον σμικρὸν ἐγκρυφίην : ἐπιπίνειν δὲ
σίζον ἐπισείων φέρω . Τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον : ὀπτὸν θερμὸν εὔχυλον τέρεν ὅταν ᾖ , προσφέρων . Ἐναλείφεται
4951865 βαφῃ
καὶ δολεροῖς δέρμασιν , ὧν ἀπατηλὸν τὸ κάλλος ἐν τῇ βαφῇ . εἰ μὲν γὰρ λευκὸν φοροίης , συγχεῖς τὴν
. ἐν δὲ Ὀλυμπίᾳ παραπέτασμα ἐρεοῦν κεκοσμημένον ὑφάσμασιν Ἀσσυρίοις καὶ βαφῇ πορφύρας τῆς Φοινίκων ἀνέθηκεν Ἀντίοχος , οὗ δὴ καὶ
4949253 ψιμυθιον
θερμὸν πινόμενον . [ Περὶ ψιμυθίου . ] Τὸ δὲ ψιμύθιον λαθεῖν οὐ δύναται διὰ τὸ χρῶμα : ἑκουσίως γὰρ
# Ἰταλικοῦ δ , λινοσπέρμου χυλοῦ # ι . λείου ψιμύθιον , λίβανον , λιθάργυρον σὺν ὀλίγῳ χυλῷ , τὸ
4947288 λινον
θηρὸς ὅτι τάχιστα , μὴ καὶ θυμήνας ῥήξῃ τότε τὸ λίνον ἐνδακὼν ἢ καὶ διασπάσῃ τοῖς ὄνυξι καὶ ἀποδρὰς οἴχηται
κλωστῆρα . . . λίνου ] ἐν περιφράσει τὸν κλωστὸν λίνον . ἄκου ' ] ἀντὶ τοῦ πείσθητι . τιμήσας
4945155 ἡδει
μὲν γὰρ ἔοικεν ἡ ἀνθρωπίνη ἀγαπήσασα πλημμέλεια , ἑπομένη τῷ ἡδεῖ φαινομένῳ , νοθεύσασα διὰ τοῦ ἔρωτος τούτου τὴν ἀκρίβειαν
καὶ σώματος , οὐχ ἁπλοῖ δέ , οὐ τῷ αὐτῷ ἡδεῖ χαίρει ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα , ἀλλὰ ἄλλῳ
4924735 ὀθονῃ
κηρωτῇ μιγνύμενα . ξυρᾶν δὲ δεῖ τὰς τρίχας καὶ ἀνατρίβειν ὀθόνῃ τὸ πεπονθὸς δέρμα καὶ οὕτω σκεπάζειν τῷ φαρμάκῳ ,
ἀνθῶν καθαρῶν τῆϲ χαμαιμήλου # β προεψυγμένων ἡμέρᾳ μιᾷ : ὀθόνῃ δὲ ἀραιᾷ χρὴ ϲκεπάζειν τὸ ϲτόμα τοῦ βίκου ,
4923043 μαλακῳ
δ . τὴν κολοφωνίαν ἅμα τῷ ἐλαίῳ ἑψήσας πρᾴως πυρὶ μαλακῷ , κινῶν τῇ σπάθῃ , μέχρις ἂν πειρωμένῳ σοι
καὶ τῷ ἡϲυχῆ περιπατῆϲαι καὶ τῷ ϲκεπάζειν τὸ ὑποχόνδριον ἐρίῳ μαλακῷ . τὰϲ δὲ ἀποϲίτουϲ προτρέποι ἂν ἐϲθίειν τά τε
4918170 εὐωδες
γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ
τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες
4915239 στρουθιον
θέλοιμεν , πέπερι καστορίῳ συμπλέξομεν : εἰ δὲ μᾶλλον , στρούθιον πυρέθρῳ ἢ σταφίδι ἀγρίᾳ μετὰ πεπέρεως : εἰ δὲ
. Ὦ μάκαρ ἥτις ἔχους ' ἐν δώματι * * στρούθιον ἀεροφόρητον λεπτότατον περὶ σῶμα συνίλλεσται τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον
4913141 ἰσχασιν
τῶν ἄλλων πολὺ προέχειν . φησὶ δὲ καὶ ταῖς χελιδονίοις ἰσχάσιν ἀντιπαραθεῖναι τὴν γῆν τὰς Βριγινδαρίδας , τῷ μὲν ὀνόματι
πέπειρα ἐγγύς ἐστι τοῦ μηδ ' ὅλως βλάπτειν ὁμοίως ταῖς ἰσχάσιν . οἱ χλωροὶ φοίνικες φυσώδεις εἰσὶν ὥσπερ τὰ σῦκα
4912262 ἐπιθησῃ
: ὀλέθριον * κακοεργόν : κακοποιόν * ἐνιχραύση : ἐπενέγκῃ ἐπιθήσῃ προσεγγίσῃ χραύσῃ ἀμύξῃ , ἤτοι ἐπ ' ὀλίγον τὸ
τινὰ καὶ κεῖται ὕπτιος ὁ ἄνθρωπος σπαραττόμενος , αἰφνίδιον δὲ ἐπιθήσῃ ἐπ ' αὐτὸν κάτταν ζῶσαν , εὐθέως παύεται τοῦ
4910647 ῥακει
, μὴ ἀπόνιπτε ὕδατι τὸν δακτύλιον , ἀλλ ' ἀπόματτε ῥάκει λινῷ : ὅταν δὲ ἱκανῶϲ καθαρθῆναι δόξῃ , ἀπόνιπτε
καὶ σκόροδον καὶ ὄξος δριμὺ λειώσας , προτρίψας ἐρίῳ ἢ ῥάκει , τὸν λειχῆνα περίχριε . [ Πρὸς τὰ ἐπὶ
4909957 βρεχομενον
ἱκανῶς ἑψημμένον , ποτίζειν δὲ τὸ βαλαύστιον μετ ' ὀξυκράτου βρεχόμενον ἄχρις οὗ τρυφερὸν γένηται καὶ οὕτως ἐσθιέτω , ἢ
μορίου καὶ τοῦ διαίνω τὸ βρέχω , ἤγουν τὸ μηδόλως βρεχόμενον διὰ τὸ εἶναι ὀρθόν τι καὶ ὀξὺ καὶ γλίσχρον
4906004 ἀπανθει
ἄνθεμον , ὅτι τῶν μὲν ἄλλων πάντων τὰ κάτω πρῶτον ἀπανθεῖ τούτου δὲ τὰ ἄνω : τυγχάνει δ ' αὐτοῦ
ἂν ἔχοι παραβαλεῖν : πλὴν παρ ' ὅσον ἐκεῖνα μὲν ἀπανθεῖ καὶ μαραίνεται καὶ ἀλλάττεται καὶ ἀποβάλλει τὸ κάλλος ,
4905266 ὀθονιῳ
δὲ καταρτίζηται ὁ πάσχων , πρότερον τὸ σφηνοειδὲς ἐρίῳ ἢ ὀθονίῳ περιειλείσθω , καὶ τότε ὑποπόδιον πλησίον τοῦ ὀργάνου ἐπιτιθέσθω
. γʹ , καὶ χρῶ : μετὰ δὲ τὴν μίξιν ὀθονίῳ ἀκριβῶς ἐκμασσέσθωσαν οἱ τόποι : ἔνιοι δὲ καὶ τῷ
4902604 φυτῳ
δυνατὸν μὴ προσενεχθέντα ἢ πλησιάσαντα ὅλως τῷ ζῴῳ ἢ τῷ φυτῷ ; δεήσει οὖν ἐξ ἀνάγκης κατὰ τόπον πρότερον κινηθῆναι
δ ' ἐν βρύοις καὶ πράσοις καὶ φυκίοις : ἔοικε φυτῷ , θαλαττίῳ μύκητι : δυσέκρυπτον δὲ ταῖς χερσὶν ἐναπολείπει
4887052 μοροεν
νύμφαις ἐμπλήδην κυκεῶνα πόροις ἐν κύμβεϊ τεύξας , νηστείρης Δηοῦς μορόεν ποτὸν ᾧ ποτε Δηώ λαυκανίην ἔβρεξεν ἀν ' ἄστυρον
νέον κορσεῖα ταμὼν κερόεντα χιμαίρης , ἢ ἔτι που χηνὸς μορόεν ποτὸν αἴνυσο χύτρου , ἐς δ ' ἔμετον κορέσαιο
4883254 ὑδραργυρου
σε χρίσασθαι , ἄχρις ἂν τὸ θεῖον ἀναχωρήσῃ ἐκ τῆς ὑδραργύρου . Δοκίμαζε δὲ τὴν ὑδράργυρον οὕτως . Λαβὼν αὐτὴν
Διόσκορε , τοιοῦτόν ἐστι : Βάλε τὰ σώματα μετὰ τῆς ὑδραργύρου , καὶ ῥίνησον εἰς λεπτόν : καὶ ἀναλάμβανε ὑδράργυρον
4882764 χυτρᾳ
δὲ τὰ φύλλα μετὰ τῶν ἀνθῶν καὶ εἰς ἀντίσποδα ἐν χύτρᾳ ὠμῇ περιπεπλασμένῃ τὸ πῶμα πηλῷ ἄχρι ὀπτήσεως τοῦ κεράμου
ἐφ ' ὧν δ ' οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ἐμβάλλεται τῇ χύτρᾳ , ἀλλὰ σὺν ὄξει λειοτριβηθέντος αὐτοῦ καὶ μένοντος ἐν
4878911 λεπτῳ
εἰ τοιαύτας λαβὼν ἑψήσεις ἄχρι πλείστου , τὸ ἀφέψημα μέλιτι λεπτῷ γενήσεται παραπλήσιον . τούτῳ τοιγαροῦν τῷ ὕδατί ποτε μὲν
θεωρεῖται . καὶ ἡ αὐτὴ φωνὴ ἀλλοία μὲν φαίνεται σὺν λεπτῷ ἀέρι , ἀλλοία δὲ σὺν παχυμερεῖ , καὶ τὰ
4875940 καθαρον
ἐστι καὶ τὸ ὑποτεταγμένον : γλοιὸν ἀποζέσας ἤθησον πρῶτον ὡς καθαρὸν γενέσθαι , καὶ πάλιν ἐμβαλὼν τῇ κακάβῃ λείαν ἄσβεστον
νεανίου καὶ οὕτως αὐτὸν ἀνδριαντουργεῖ : ἔστω , φησί , καθαρὸν τὸ πρόσωπον , ὀφρὺς μὴ καθειμένη , μηδ '
4869440 ξανθον
ἐλθὲ καὶ εἴρεο Νέστορα δῖον , κεῖθεν δὲ Σπάρτηνδε παρὰ ξανθὸν Μενέλαον : ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων .
καὶ ἐπίϲχεται θᾶϲϲον . ἢν δὲ ἀπ ' ἀρτηρίηϲ , ξανθὸν καὶ λεπτόν , καὶ οὐ μάλα πήγνυται , καὶ
4868455 πτερῳ
μικρός , σπιθαμιαῖος καὶ μείζων , ἔχων τὰ φύλλα ὅμοια πτερῷ νεοττοῦ : εἰσὶ δὲ καὶ ἐκφύσεις τῶν φύλλων σφοδρῶς
παρακειμένου , ἀνασκιρτῆσαι χορείᾳ τὸν Ἔρωτα , καὶ συσσεῖσαι τῷ πτερῷ τοῦ κρατῆρος τὴν βάσιν , καὶ περιτρέψαι μὲν αὐτόν
4867729 μαλθακον
τὸ ὁμαλῶς καὶ ὁμοτίμως θερμὸν εἶναι τὸ πᾶν σῶμα καὶ μαλθακόν : δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐκ ἔστι φλεγμονὴ ἢ ὀδύνη
. κέγχροϲ δὲ φωχθεῖϲα ἐν μαρϲίποιϲι , πυρίημα κοῦφον καὶ μαλθακόν : ἀληλεϲμένη δὲ καὶ ὑδερώδεϲι ξὺν μέλιτι καὶ ἐλαίῳ
4866724 ἐπιδος
τούτῳ τὸ αἷμα τῆς πληγῆς ἐκμάξας τῷ δακόντι κυνὶ φαγεῖν ἐπίδος . „ κἀκεῖνος γελάσας ἔφη : ” ἀλλ '
πριαμένη , ” φησίν “ ὦ γύναι , φάρμακον , ἐπίδος , καὶ ἐλευθέρωσον . ” ἡ δὲ καὶ ἐπρίατο
4861412 φλουν
τὴν ἐντεριώνην φασὶν οὕτω καλουμένην . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸν φλοῦν . ὁ δὲ Κράτης τὴν δασύτητα τῶν φύλλων μελάνδρυον
. [ Πρὸς αἷμα ῥέον ἐκ μυκτήρων . ] Ὠοῦ φλοῦν ἀκέραιον καύσας καὶ ποιήσας στακτὴν μῖξον σὺν σχιστῷ ἀρσενικῷ
4858760 ᾠον
τὸν ὀφθαλμὸν θεραπεύειν : εἶτα ἐπιτιθέναι ἔριον μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ᾠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου καὶ ἐπιδεῖν ,
Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος ἐν Συμποσίῳ : βολβὸς καὶ κοχλίας καὶ ᾠὸν καὶ τὰ ὅμοια δοκεῖ σπέρματος εἶναι ποιητικά , οὐ
4858303 πυριτην
καὶ σάμψυχον καὶ ὕσσωπον καὶ δαφνίτιδας καὶ λιβανωτίδα καὶ λίθον πυρίτην καὶ ἅλας καὶ τρύγα τὴν κεκαυμένην καὶ νίτρον καὶ
τὸν ἄργυρον , ἵνα καλῶς καταμιγῇ : καὶ πεταλίσας πάσον πυρίτην οἰκονομηθέντι , ὀξάλμῃ ἡμέρας ζʹ καὶ γλυκανθέντι , καὶ

Back