αἳ ἔχουσι τὴν Ἄϊδος κυνῆν , καὶ τὰ πέδιλα τὰ ὑπόπτερα , καὶ τὴν κίβησιν . Αἱ δὲ αὐτῷ φράζουσι
Νύμφας σὺν Ἑρμῇ , αἰτήσας τε καὶ λαβὼν ὑποδεσμεῖται τὰ ὑπόπτερα πέδιλα καὶ τὴν κίβισιν περιβάλλει κατὰ τῶν ὤμων καὶ
8366221 κιβησιν
, ἀποτέμνει τῇ ἅρπῃ τὴν κεφαλὴν καὶ ἐνθεὶς εἰς τὴν κίβησιν φεύγει : αἱ δὲ αἰσθόμεναι διώκουσιν , οὐχ ὁρῶσι
τε καὶ λαβὼν ὑποδεσμεῖται τὰ ὑπόπτερα πέδιλα , καὶ τὴν κίβησιν περιβάλλει . κατὰ τῶν ὤμων , καὶ τὴν Ἄϊδος
6860261 κιβισιν
τὴν Ἄϊδος κυνέην καὶ τὰ πέδιλα τὰ ὑπόπτερα καὶ τὴν κίβισιν . αἱ δὲ αὐτῷ φράζουσι , καὶ ὁ Περσεὺς
? ? ? ? ἀπυ ? [ [ ] ες κίβισιν δ ! [ [ ] κατο ? κἀκ φίλπ
6465623 πεδιλα
σιβύνην , ἐνίοτε δὲ καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ τά τε πέδιλα καὶ τὸν πέτασον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ καὶ τὸ κηρύκειον
ἔχῃσιν . ” ὣς εἰποῦς ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ
6333676 κυνην
οἱ δ ' ἀπεύχονται ἀπόσιτοι καὶ ἄποτοι διατελοῦντες . Ἄιδος κυνῆν . νέφος τὴν ἄϊδος κυνέην φασὶν ἀθάνατον καὶ ἀφανές
τὸν θεόν . ὤφθη δὲ καὶ ὁ Ἑρμῆς τήν τε κυνῆν ἔχων καὶ τὸ κάλλος θαυμαστὸς καὶ τὴν κίνησιν ὑπερφυής
5564037 βακχειαν
ἀβάκχευτον αἳ θίασον : ἤτοι κακοβάκχευτον , τὸν κακὴν ἔχοντα βακχείαν οὐ πρέπουσαν τῷ Διονύσῳ , ἀλλ ' ἐν θρήνοις
. τὸ γʹ χοριαμβικὸν δίμετρον καταληκτικὸν περαιούμενον εἰς ἰαμβικὴν ἢ βακχείαν κατακλεῖδα κατὰ τὴν παράδοσιν . τὸ δʹ ἀναπαιστικὸν δίμετρον
5477383 σαγαριν
οὐρανοῦ φερόμενα χρύσεα ποιήματα , ἄροτρόν τε καὶ ζυγὸν καὶ σάγαριν καὶ φιάλην , πεσεῖν ἐς τὴν Σκυθικήν , καὶ
ἐξιόντας τόξα καὶ παρὰ τὴν φαρέτραν ἐν κολεῷ κοπίδα ἢ σάγαριν , ἔτι δὲ γέρρον καὶ παλτὰ δύο , ὥστε
5410374 χλαμυδα
γόνυ καὶ κρηπὶς ὑπὲρ σφυρὸν ἔρεισμα ἀσφαλὲς τῇ βάσει , χλαμύδα τε κοκκοβαφῆ ὑπὲρ αὐχένος κολπώσας τὸ θηρίον ὑφίσταται .
τὸ ἱππικὸν χλαμύδα , ὡς Θετταλῶν . πρώτην δέ φασι χλαμύδα ὀνομάσαι Σαπφὼ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος εἰποῦσαν ἐλθόντ ' ἐξ
5408740 ἐνδηλα
. καὶ δευτέρα δὲ γίνεται φαντασία : στραφεὶς γὰρ μηχανήματα ἔνδηλα ποιεῖται κατὰ τὸ μαντεῖον ὡς ἔχει ἐν αὐτῶι .
. καὶ δευτέρα δὲ γίνεται φαντασία : στραφέντα γὰρ μηχανήματα ἔνδηλα ποιεῖ τὰ κατὰ τὸ μαντεῖον ὡς ἔχει ἐν αὐτῷ
5311773 ἰυγγας
τε αὐτὸ καὶ ἀποκρύπτει φθόνῳ τοῦ τοσούτων τινα ἀπολαῦσαι . ἴυγγας δὲ ἐρωτικὰς τῷ πώλῳ συντίκτουσα ἵππος οἶδε : ταῦτά
καὶ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῆς νόσου . καίτοι πολλὰς ἂν ηὐξάμην ἴυγγας ὑπὲρ τῆς ἐκείνου ψυχῆς γενέσθαι μοι , καί ,
5282557 θυριδα
δύσεως μίαν θυρίδα φωτὸς ἕνεκεν , ἀπὸ δὲ ἀνατολῆς ἄλλην θυρίδα , τάξας ἐν αὐτῇ τὸν καλούμενον καθέκτην , ὅθεν
, ἀποθνῄσκουσιν : ἐὰν δὲ δικαίως , ὁ κινήσας τὴν θυρίδα ἀπόλλυται . τὰ δ ' ἀναλώματα λέγεται τῆς ἡμέρας
5225907 καυσιαν
λόγος τὴν τριήρη , πνεύματος μεγάλου ἐμπεσόντος αὐτῷ ἐς τὴν καυσίαν καὶ τὸ διάδημα αὐτῇ συνεχόμενον , τὴν μὲν δὴ
οὐδὲ τὰ βίου νῷν ἴσως δεῖ φροντίσαι . Χλαμύδα , καυσίαν , λόγχην , ἀορτήν , ἱμάτια . Ἐκ Κύπρου
5073433 Τηρευς
Φιλομήλα εἰς χελιδόνα μεταβληθεῖσαι , ἔτι γε μὴν καὶ ὁ Τηρεὺς εἰς ἔποπα , ταὐτὰ φθέγγονται μέχρι καὶ νῦν ἕκαστος
ἀσεβείας , θεοφιλῆ γλῶτταν ἐκτέμνει , καθάπερ ὁ τοῦ μύθου Τηρεὺς βεβιασμένης παρθένου προανελεῖν κατηγορίαν οἰόμενος τὴν γλῶτταν ἀπέκειρεν .
5030656 κεκοσμημενας
εἰσιν ἑπτά : ἔδει δὲ πομπεύειν πάσας τὰς ἐπιχωρίους παρθένους κεκοσμημένας πολυτελῶς καὶ τοὺς ἐφήβους , ὅσοι τὴν αὐτὴν ἡλικίαν
, ἀνωτέρω ἄλλον περίβολον καὶ γυναῖκας ἔξω τοῦ περιβόλου ἑστηκυίας κεκοσμημένας ὥσπερ ἑταῖραι εἰώθασι ; Καὶ μάλα . Αὗται τοίνυν
5002969 γοργονας
ὁρμᾶν . τοῦτον ἡ ἀερώδης ἀναθυμίασις αὕτη πέμπει ἐπὶ τὰς γοργόνας ἤτοι τὴν θάλασσαν καὶ τὸ σύστημα τῶν ὑγρῶν γοργόνα
ἄλλον ἄλλο τῶν φίλων αἰτεῖ , Περσέα δὲ πέμπει ἐπὶ γοργόνας δειροτομῆσαι τὴν Μέδουσαν καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῷ ἐνεγκεῖν ὡς
4964565 Γοργονας
τοιοῦτον μέν σοι φρούριον λέγω , τουτέστιν ἃς ἄνωθεν εἶπον Γοργόνας καὶ Φορκίδας δεῖ σε φυλάττεσθαι , ἵνα μὴ τὸ
περιτίθησιν : εἶτα ἔρχεται πετόμενος κατὰ τὸν Ὠκεανὸν καὶ τὰς Γοργόνας , συνεπομένων αὐτῷ Ἑρμοῦ τε καὶ Ἀθηνᾶς : ταύτας
4915236 κλησιν
δὲ καὶ τὸ μὴ γενέσθαι βλάβην ἡμῖν τὴν νῦν γε κλῆσιν , φασὶ γὰρ κεκλῆσθαι πανταχόθεν ἐκεῖσε πάντας ὅσοι καθεστᾶσιν
. διερρυηκόσιν ] κεχαλασμένοις καὶ κεχηνόσιν , οὐ συνεστραμμένοις . κλῆσιν : τὴν μαρτυρίαν . χαύνωσιν : λύσιν τῶν δικῶν
4897367 χειρομακτρα
” λίθος ἡ ξαινομένη καὶ ὑφαινομένη , ὥστε τὰ ὕφη χειρόμακτρα γίνεσθαι , ῥυπωθέντα δὲ εἰς φλόγα βάλλεσθαι καὶ ἀποκαθαίρεσθαι
Ἀσίαι ἐπιγραφομένηι : γυναῖκες δ ' ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχουσι χειρόμακτρα . . . . Εὐέλγεια : πόλις * *
4893441 γιγαντομαχιαν
ἐξαίσιον ἐχουσῶν , ἐν μὲν τῷ πρὸς ἕω μέρει τὴν γιγαντομαχίαν ἐποιήσαντο γλυφαῖς καὶ τῷ μεγέθει καὶ τῷ κάλλει διαφερούσαις
ἐξαίσιον ἐχουσῶν , ἐν μὲν τῶι πρὸς ἕω μέρει τὴν γιγαντομαχίαν ἐποιήσαντο γλυφαῖς καὶ τῶι μεγέθει καὶ τῶι κάλλει διαφερούσαις
4892196 διεπεμπεν
καὶ στρατὸν ἐς ἑκατέραν διῄρει καὶ τὰς ναῦς τὰς Ἀντωνίου διέπεμπεν ἐς Τάραντα καὶ τοῦ λοιποῦ στρατοῦ τὸν μὲν προύπεμπεν
αὐτῷ μεμιμημένα , ἐπιγράψας τοῦ Θεοπόμπου τὸ ὄνομα τῷ βιβλίῳ διέπεμπεν ἐς τὰς πόλεις : καὶ αὐτός τε συγγεγραφὼς ἦν
4892111 ἀντισπαστικην
τοιοῦτον . ἔστι δὲ πυκνὸν καὶ τὸ τὴν δευτέραν μόνην ἀντισπαστικὴν ἔχον , ᾧ μέτρῳ ἔγραψεν ᾄσματα καὶ Σαπφὼ ἐπὶ
Τῶν δὲ τριμέτρων τὸ μὲν καταληκτικὸν τὸ μόνην τὴν πρώτην ἀντισπαστικὴν ἔχον , τὰς δὲ ἑξῆς ἄλλας ἰαμβικὰς Φαλαίκειον καλεῖται
4888159 κοσμηματα
, ἁβρότης , θρύψις . κατὰ μέρη δὲ κεφαλῆς μὲν κοσμήματα Ὅμηρος λέγει ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην :
τοῦ Ἑλληνικοῦ σύμμαχοι . ἀνάκειται δὲ καὶ πλοίων τὰ ἄκρα κοσμήματα καὶ ἀσπίδες χαλκαῖ : τὸ δὲ ἐπίγραμμα τὸ ἐπ
4873667 πτερυγας
νοσηλός ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός
τὸ φονικόν , ὄνυχας ἀετοῦ ἔχειν διὰ τὸ ἁρπακτικόν , πτέρυγας δὲ γρυπὸς διὰ τὸ τοὺς σὺν αὐτῇ ληστεύοντας πάντας
4872434 ῥαβδον
ῥυτῆς : ῥυτῆς δὲ ἤτοι πηγάνου χλωρὸν θάλλοντα καὶ χλοάζοντα ῥάβδον , ὅ ἐστι κλάδον , κόψας . γράφεται καὶ
δὲ πάντων , ἐπιλαβόμενον τῆς οὐρᾶς ἀνελέσθαι , καὶ πάλιν ῥάβδον ποιῆσαι . Προελθόντα δὲ μικρὸν , τὸν Νεῖλον τῇ
4870540 κομας
κομήτης πέφυκεν στρογγυλώδης ὡς Μήνη , ἔχων ἀκτῖνας ἄνωθεν ὡς κόμας ἐν τῇ κάρᾳ πυρώδεις αἱματοειδεῖς καὶ γνώριμος ὑπάρχει :
μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψας ' ἔκ τε κρατὸς εὐγενοῦς κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦς ' ἀπέθρισας χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν
4851667 χρυσεα
τῆς χρυσέας φόρμιγγος τῆς ὑποσχεθείσης . οὐχ ἁπλῶς δὲ εἶπε χρυσέα φόρμιγξ , ἀλλ ' αἰνιγματωδῶς παραδηλοῖ αὐτῷ τοῦ τὴν
λοιπόν . ἑτέρωθι δὲ ἔτι λαμπρότερον Πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ λίσσομαι Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ ἐν
4839522 κατοικησιν
φάσκειν , μὴ ἐπιστάμενοι τὴν ποίησιν τοῦ κόσμου μήτε τὴν κατοίκησιν αὐτοῦ ; πρὸς μέρος αὐξανομένων τῶν ἀνθρώπων καὶ πληθυνομένων
, διέτριβε δὲ περὶ Θετταλίαν μετὰ πλειόνων ζητῶν χώραν εἰς κατοίκησιν : τῶν δὲ Ῥοδίων μεταπεμψαμένων αὐτὸν κατὰ τὴν μαντείαν
4833398 Παραλια
Μηλιέων , ἧς οἱ πολῖται Παράλιοι . ἔστι δὲ καὶ Παραλία τῆς Ἀττικῆς . οἱ οἰκήτορες λέγονται καὶ Πάραλοι .
τέως μὲν ἐπὶ Κέκροπος ἦσαν τέτταρες , Κεκροπὶς Αὐτόχθων Ἀκταία Παραλία , ἐπὶ δὲ Κραναοῦ μετωνομάσθησαν Κραναῒς Ἀτθὶς Μεσόγαια Διακρίς
4833097 λασια
ἀπαύστῳ ῥύμῃ φλογός , ἐκαίοντο μὲν ἀγροὶ καὶ λειμῶνες καὶ λάσια ἄλση καὶ ἕλη δασύτατα καὶ δρυμοὶ βαθεῖς , ἐκαίετο
ταλασιουργίας . τῆς ξαντικῆς . ταλασιουργία δὲ ἢ ὅτι τὰ λάσια ἐργάζεται , ἢ παρὰ τοὺς ταλάρους . κατὰ τὸν
4827471 Ναυπακτικα
πεποίηκε ὑπισχνουμένην τὸ κῶας τῷ Ἰάσονι : ὁ δὲ τὰ Ναυπακτικὰ γράψας συνεκφέρουσαν αὐτὴν ποιεῖ τὸ κῶας κατὰ τὴν φυγὴν
: ὑψηλότερος . σὺν ἑῇ ναίεσκε δάμαρτι : ὁ τὰ Ναυπακτικὰ πεποιηκὼς Εὐρυλύτην αὐτὴν λέγει , Διονύσιος δὲ ὁ Μιλήσιος
4797652 εὐκτεανους
, τερπωλῆς τεύχων λαῶν ἡγήτορας ἄνδρας . δύνων δ ' εὐκτεάνους , ὀλοὸς δὲ τέκνοισιν ἐτύχθη : θάπτει γὰρ κεδνάς
καὶ λάχος ἐχούσας τὸν Ἰόνιον κόλπον . τινὲς δὲ τὸ εὐκτεάνους κατὰ κλῆρον ἀντὶ τοῦ κατὰ πλοῦτόν φασιν . .
4795198 στολην
τὸν δὲ Λεπτίνην ἐζήτουν συλλαβεῖν . ὁ δὲ τὴν ἰδίαν στολὴν ἀποθέμενος καὶ λαβὼν ναύτου σκευὴν καὶ φορτίον ξύλων ἀράμενος
καὶ Παυσανίας ὁ Σπαρτιάτης βασιλεὺς καταθέμενος τὸν πάτριον τρίβωνα Περσικὴν στολὴν ἐνεδύετο . καὶ Ἀλέξανδρος δὲ ὡς τῆς Ἀσίας ἐκυρίευσεν
4764459 χρυσην
. . Γ . Κλεάνθης δὲ ἐν Λέσβῳ οὕτω τιμᾶσθαι χρυσῆν Ἀφροδίτην . . πόρνης δὲ Ἀφροδίτης ἱερόν ἐστι παρὰ
: οὐ μόνον προπίνων , ἀλλὰ καὶ τὴν φιάλην χαρίσεται χρυσῆν οὖσαν . δηλοῖ γὰρ τὸ δωρεῖσθαι , ὡς καὶ
4746897 βωλον
καθὰ Μενεκλῆς καὶ Πίνδαρος ἱστοροῦσιν , ὑπέδειξε τὸν πλοῦν καὶ βῶλον ἔδωκε τοῖς Ἀργοναύταις , ἣν Εὔφημος ὁ πρωρεὺς τῆς
οὐρανοῦ μέσον χθονὸς τεταμέναν αἰωρήμασι πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαις φερομέναν δίναισι βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν ' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι
4746370 ζηλοτυπως
ἐτράπετο . ἀλλὰ τί φησί ; γνοὺς οὖν αὐτὸν ἐγὼ ζηλοτύπως ἔχοντα πρὸς Θεμιστοκλέα . ἔπειτ ' ἐστὶν ὁ τοῦ
τὴν διάλυσιν τοῦ ἔρωτος γενησομένην . ταύτην οὖν ἀποκλείουσιν καὶ ζηλοτύπως φυλάττουσιν : τὰ δὲ ἄλλα ἐπ ' ἐλπίδος ἀεὶ
4735725 τερπομεναι
γᾷ δεῦρ ' ἴτε , Σεμναὶ θεαί , πυριδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ ' ὁδόν . † σπονδαὶ δ ' ἐς
ὥστε τὰ ποίμνια καὶ αἱ αἶγες προῄεσαν ἅμα καὶ ἐνέμοντο τερπόμεναι τῷ μέλει . Δευτέρας που νομῆς καιρὸς ἦν ,
4732104 Κελεος
, μεῖζον ἢ πενθεῖν ἐφάνη κακόν , ἀφθέγκτοισιν ἶσον . Κελεός στᾶ δ ' ἐπὶ λάϊνον οὐδόν , τοὶ δὲ
τοῦ ἄφρονος : γαλεὸς τὸ ζῷον καὶ μάντεων γένος : Κελεός : κολεός : μαλεός : πελεός : ἐλεός :
4729320 ῥαχεις
καὶ Ἰσόνδαι , καὶ Γέῤῥοι : ὑπὸ δὲ τὰς ὀρεινὰς ῥάχεις Βοσπορανοὶ μὲν ἐφ ' ἑκατέρᾳ τοῦ Κιμμερίου Βοσπόρου :
Κενταύρειοι δέ τινες ἵπποι καλοῦνται ἐν Θετταλίᾳ , ὧν αἱ ῥάχεις μετρίως κεκοίλανται εἰς ἀσφαλῆ καθέδραν τοῦ ἱππέως . Ἰβήριοι
4728932 Μητερα
Ἑρμῇ διαφέρειν ἐνόμισαν , καθὰ καὶ ἶβις τὸ ὄρνεον . Μητέρα δὲ γράφοντες , ἢ βλέψιν , ἢ ὅριον ,
' ἑαυτῆς ἔχειν , ὁ δὲ Νύμφης ἐρασθεὶς τὴν Θεῶν Μητέρα ἀπολιπὼν τῇ Νύμφῃ συνῆν . Καὶ διὰ τοῦτο ἡ
4719832 σουλτανος
ἐβούλοντο Ῥωμαίοις εἰς χεῖρας ἐλθεῖνἡσύχασαν : ἀλλ ' ὁ μὲν σουλτάνος πόρρω που ἱστάμενος τὰ πρὸς πόλεμον διετάττετο , ἀνδρὶ
, ὦ τάν , ὅ τε βασιλεὺς Ῥωμαίων καὶ ὁ σουλτάνος , ὁ δὲ Οὐρσέλιος ἀμφοῖν ὑπάρχει ἐχθρός : σίνεται
4719481 κορυφας
πτώσεις , ὅπως ἂν ἔχῃ τὰς βάσεις κειμένας ἢ τὰς κορυφάς , ἡ αὐτὴ μέθοδος , ἄγειν παραλλήλους ταῖς πλευραῖς
τῆς γῆς . κίονες ὑψηλοί , σύνδεσμος αὐτοῖς ἐπιζευγνύων τὰς κορυφάς , τοῖχος ἐπὶ τούτῳ μαρμάροις ἠμφιεσμένος , κίονες ἕτεροι
4713752 κομην
' ἀπαγγελῶν ἄρα ; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . .
χρωμένουϲ . εἰ δ ' ἐπὶ τούτοιϲ βέλτιον διατεθῶϲι , κόμην ἀψινθίου ἐν μελικράτῳ ϲυνέψονταϲ διδόναι πίνειν καὶ παντοίωϲ ῥωννύναι
4713664 Ῥαιτιαν
Λευκοπέτρας ἄκρας : ἀπὸ δὲ ἄρκτων τοῖς τε ὑπὸ τὴν Ῥαιτίαν Ἀλπείοις ὄρεσι καὶ ταῖς Ποιναῖς καὶ τῇ Ὄκρᾳ ,
καλοῦσιν , ὁρίζει τὴν Γερμανίαν πρὸς τὰ ὑποκείμενα ἔθνη , Ῥαιτίαν μὲν καὶ Οὐινδελικίαν καὶ Νωρικὸν ὑπὲρ τὰς Ἄλπεις καὶ
4710023 ΕΘΚ
ρειαν προσπιπτουσῶν , ἀλλὰ καί , ἐὰν διάμετροι ἀχθῶσιν αἱ ΕΘΚ ΔΘΛ , τῶν πρὸς τὴν ΔΚ περιφέρειαν προσπιπτουσῶν .
τῇ ὑπὸ ΘΕΚ , ἡ δὲ ὑπὸ ΖΕΓ τῇ ὑπὸ ΕΘΚ ἴση , καὶ ἡ ὑπὸ ΕΘΚ ἄρα τῇ ὑπὸ
4706247 δινας
ἐγώ , τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ἰφιγένεια παῖς , ἣν ἀμφὶ δίνας ἃς θάμ ' Εὔριπος πυκναῖς αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα
τῶν στενῶν , τοῦ μὴ ἐμπιπτούσας τὰς ναῦς ἐς τὰς δίνας ἀναστρέφεσθαι πρὸς αὐτῶν , ἀλλὰ κρατεῖν γὰρ τῇ εἰρεσίᾳ
4704004 ΘΑΛ
μὲν ΛΘ ἔσται γ νζ , ἡ δ ' ὑπὸ ΘΑΛ γωνία τῆς κατὰ τὸ πλάτος ἀποστάσεως , οἵων μέν
ἐστιν ἴση . διὰ τὰ αὐτὰ δὴ καὶ ἡ ὑπὸ ΘΑΛ τῇ ὑπὸ ΖΔΓ ἐστιν ἴση [ ἐπειδήπερ ἐὰν ἀπολάβωμεν
4696574 σωφρονωσιν
αἱ κακαὶ γυναῖκες , δέον αὐτάς , κἂν οἴκοι μὴ σωφρονῶσιν , ἔξω γε προϊέναι κοσμίως , αἱ δὲ μάλιστα
τὴν πατρίδα λογιζόμενος , ἰσχυρὰν δὲ τότε ὅταν οἱ Ἕλληνες σωφρονῶσιν . εἴ γε μὴν αὖ καλὸν Ἕλληνα ὄντα φιλέλληνα
4695016 Ἑσπεριδας
τῶν ὤμων Ἡρακλεῖ τὸν οὐρανὸν , καὶ ἐλθὼν πρὸς τὰς Ἑσπερίδας , δεξάμενος παρ ' αὐτῶν τὰ μῆλα , ἐλθών
Πύθια καὶ τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα ἐστεφάνωσε καὶ ἐποίκους εἰς τὰς Ἑσπερίδας συνέλεγεν . Εὔφημος μὲν οὖν ἐτελεύτα : Κάρρωτος δὲ
4693224 μαχαιραν
Λυρνησσὶς ἦν . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν : μάχαιραν τὴν παραξιφίδα . . . εἴ που ἔτι ζώει
ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ μύτη τῆς ξυντὴ ,
4663641 ἀλαμπεις
περὶ ὑψώματος τόπος ἢ ὁ κύριος αὐτοῦ , ἀπρόκοποι καὶ ἀλαμπεῖς καὶ ἐν καταγνώσει οἱ γεννώμενοι διατελοῦσι . τῷ περὶ
τὸ μέσον , κερδαλεώτατον ἄνδρα σημαίνει . γλαυκοὺς ὀφθαλμοὺς πεπηγότας ἀλαμπεῖς ἔχοντι μηδέποτε φιλίαν συνάψῃς μηδὲ γείτονα ἔχῃς : δολερὸς
4663307 λυραν
τῆς μουσικῆς ὀργάνων ἑκάστην τι ἔχουσαν : ἡ μὲν γὰρ λύραν κρατεῖ , ἡ δ ' αὐλούς , ἡ δ
τὸν Πᾶνα μελῳδίαι τέρπουσιν ἀσελγεῖς , ἐπειδὴ σοφοῦ ποιητοῦ πρὸς λύραν ᾄδοντος ἀκούσας ηὐφραίνετο , ὥστε καὶ ἐχρῆτο τῇ σύριγγι
4652633 διανομευς
καὶ Βυζαντίου αἰχμάλωτα πολλὰ βαρβαρικὰ εἷλε καὶ τῶν συμμάχων δεηθέντων διανομεὺς ἐγένετο . μοῖραν μίαν ἔταξε γυμνὰ τὰ σώματα ,
ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις τμήμασιν ἀφελληνίσας , ὁ εἰρηνοφύλαξ , ὁ διανομεὺς τῶν ἐπιβαλλόντων ἑκάστοις , ὁ τὰς χάριτας ἀταμιεύτους εἰς
4638389 Ὑαδας
: ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα , Πληιάδας θ ' Ὑάδας τε τό τε σθένος Ὠρίωνος ἄρκτον τε . ἐπλανήθησαν
, σκιεράν κατάσκιον , ἄπυρον , ἀνήλιον . Πλειάδας , Ὑάδας , Ὠρίωνα , ἄρκτους , ἀρκτοῦρον , ὄφιν ,
4635157 ἁψιδα
πτηνὸν ἅρμα ἐλαύνων φέρεται , κατασπάσας αὐτὸς ἤδη κατὰ τὴν ἁψῖδα πετόμενον καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ
φωσφόρος Ἁρμονίης Φαέθων στήριζε γενέθλην : καὶ νοερὴν κόσμοιο μέσην ἁψῖδα κομίζων ζωογόνωι σπινθῆρι περίρρυτα πάντα φυλάσσει . ἔνθεν πρωτογόνοιο
4609955 ἑδραν
μέσῳ ἱδρῦσθαι . καὶ διὰ τὸ ἰσόρροπον φυλάσσειν τὴν αὐτὴν ἕδραν , καὶ δὴ Εὐριπίδης , ὡς Ἀναξαγόρου γενόμενος μαθητὴς
, ἐπακούσατέ μου νῦν εὐχομένου . . αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν : ἱππικοὶ λέγονται οἱ Ὀρχομένιοι . Ἐργῖνος γὰρ ἵππῳ
4608496 πλατανον
περὶ τὸ θεῖον ὀμνὺς ” νὴ τὸν ἀλεκτρυόνα καὶ τὴν πλάτανον “ καὶ ἄλλα τοιαῦτα , ὡς ἐν τοῖς Ἀπομνημονεύμασι
παραποτάμια ταῦθ ' ὁμοίως : ἐν μὲν γὰρ τῷ Ἀδρίᾳ πλάτανον οὔ φασιν εἶναι πλὴν περὶ τὸ Διομήδους ἱερόν :
4608137 κλησεις
ἐρυθρὸν καὶ ἄλλα παντοδαπὰ ἴσχει χρώματα , ὧν οὐδὲ τὰς κλήσεις ῥᾴδιον ἀπομνημονεῦσαι ; φασὶ μέντοι καὶ ἐν Σκύθαις τοῖς
καὶ τὸ ὑποκείμενον ἓν καὶ ταὐτόν ἐστιν , ἐπινοίαις αἱ κλήσεις διαφέρουσι : κύριος μὲν γὰρ παρὰ τὸ κῦρος ,
4604680 Ἀδρηστειαν
Παλαίμονά τ ' ὀλβιοδώτην Νίκην θ ' ἡδυέπειαν ἰδ ' Ἀδρήστειαν ἄνασσαν καὶ βασιλῆα μέγαν Ἀσκληπιὸν ἠπιοδώτην Παλλάδα τ '
πόλεως καὶ Ὅμηρος μνημονεύει : οἳ δ ' ἄρ ' Ἀδρήστειαν εἶχον . ἔσκε δέ τι στιβαρὸν στύπος : στύπος
4599329 κνημιδας
ἡ πλήμνη , ἔχει δὲ ἀπ ' αὐτῆς ἀνατεταμένας τὰς κνημῖδας πρὸς τὴν ἔξωθεν τῆς ἁψῖδος περιφοράν , οὕτω καὶ
δ ' ἄλλοι νευρίνοις κράνεσιν : οἱ πεζοὶ δὲ καὶ κνημῖδας ἔχουσιν , ἀκόντια δ ' ἕκαστος πλείω : τινὲς
4596848 θυριδας
τοὺς δὲ λεπτοὺς οἴνους ὑπὸ στέγην θετέον , τὰς δὲ θυρίδας ὑψηλοτέρας δεῖ ποιεῖν , πρὸς ἄρκτον καὶ ἀνατολὴν τετραμμένας
. ” ῥυτῆρες οἱ τῶν ἡνίων ἱμάντες . ῥῶγας τὰς θυρίδας : “ ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος
4590455 μηρια
οὐχ ἑτέρας μᾶλλον φλογὸς ἔλπομ ' ἔγωγε ἀθανάτοις οὕτω κεχαρισμένα μηρία καίειν . Πρὸς δ ' ἔτι τοι καὶ τοῦτο
, οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ , ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς δ ' ὄπιθεν πτερύγεσσιν ἀναψύχει τὸν
4589184 πτυχας
καθαροῖς οὔασιν ἐκλύετε [ ] ? Παρνησοῦ νιφόεντος ἀνὰ ? πτύχας ? [ ] ? ἢ παρ ' Ὀλύμπου Βάκχῳ
τὴν ἀλήθειαν . ταῦτα δὲ πάντα τὰ ἀπόκρυφα γράψον ἐπὶ πτύχας χαλκᾶς καὶ ἀπόθου ἐν τῇ γῆι τῆς ἐρήμου .
4588462 κοτινοις
εὐρύοπα Ζεὺς , οἱ μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀξιοῦσι καταφεύγειν κοτίνοις τότε πυκνοῖς καταπεφραγμένην , Θεμιστοκλῆς δὲ πρὸς τὰς τριήρεις
διδοῖ εὐρύοπα Ζεύς οἱ μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀξιοῦσι καταφεύγειν κοτίνοις τότε πυκνοῖς περιπεφραγμένην , Θεμιστοκλῆς δὲ πρὸς τὰς τριήρεις
4585492 πομπην
' ὁ Ῥόδιος ἐν τετάρτῃ περὶ Ἀλεξανδρείας διαγράφων τὴν γενομένην πομπὴν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Πτολεμαίου τοῦ Φιλαδέλφου καλουμένου βασιλέως ὡς μέγα
ἦλθεν ἡ τοῦ Εὐβούλου θυγάτηρ Ἀναξὼ κανηφοροῦσα τῇ Ἀρτέμιδι καὶ πομπὴν ἐπαγομένη τῇ θεῷ . αὐτὴ δὲ παρακληθεῖσα ὑπὸ φίλης
4577476 ζωνην
καύματος ὑπερβολήν , καὶ μάλιστα ἡ περὶ μέσην τὴν διακεκαυμένην ζώνην , ψεῦδός ἐστιν . Οἱ μὲν γὰρ τὰ πέρατα
, ὃ μὴ πέπτωκεν ἐπὶ τὴν γῆν , τὴν δὲ ζώνην ἐᾶν : εἶναι γὰρ ταύτην ἐπὶ τῆς γῆς .
4575445 διασειουσι
μὲν ὕδατος ἀναχωροῦσιν , ἐλθοῦσαι δὲ εἰς τὰ ξηρὰ χωρία διασείουσι τὰς οὐρὰς καὶ ἐκπίπτει τὰ ἰχθύδια καὶ ἐκεῖναι δεῖπνον
μὲν ὕδατος ἀναχωροῦσιν , ἐλθοῦσαι δὲ ἐς τὰ ξηρὰ χωρία διασείουσι τὰς οὐράς , καὶ ἐκπίπτει τὰ ἰχθύδια καὶ ἐκεῖναι
4571231 Σικιμα
ὕμνους καὶ θεοπρεπεῖς ᾠδὰς πρὸς τῶν ἀδελφῶν . τὰ δὲ Σίκιμα ὁ Ἰακὼβ λαμβάνει οὐ παρὰ θεοῦ , ἀλλ '
οὐ φάναι δώσειν πρὶν ἂν ἢ πάντας τοὺς οἰκοῦντας τὰ Σίκιμα περιτεμνομένους ἰουδαΐσαι : τὸν δὲ Ἐμμὼρ φάναι πείσειν αὐτούς
4566327 συστωσιν
Κατὰ τὰς ἀρθρίτιδας δέ , ἐφ ' ὧν ἂν πῶροι συστῶσιν , εἰς τὴν ἀρχαίαν κατάστασιν ἐλθεῖν τὸ ἄρθρον ἀδύνατον
Αἰθιοπίας αὐτόθι ῥήγνυσθαι † : ὅταν γὰρ τοῦ ποταμοῦ ἐξεναντίας συστῶσιν αἱ πνοαὶ προσπίπτουσαι τῆι θαλάσσηι , ἐκ τῆς ἀποπεμπομένης
4555751 κιθαραν
. . . Καὶ ἡ μὲν ηὔλει , ἡ δὲ κιθάραν εἶχεν , ἡ δὲ ἐνέπνει τῇ σύριγγι . .
εἰς κιθαριστοῦ : οὕτως Ἀττικοί . ἐσπούδαζον γὰρ περὶ τὴν κιθάραν οἱ Ἀθηναῖοι τότε μανθάνειν μὴ φροντίζοντες τοῦ καλύπτεσθαι .
4545666 γλυκυτεραν
αἰπόλος ὤν , ἤδη καὶ τὴν θάλασσαν ἐνόμιζε τῆς γῆς γλυκυτέραν , ὡς εἰς τὸν γάμον αὐτῷ τὸν Χλόης συλλαμβάνουσαν
εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον καὶ ἐπίκουρον εὑρὼν λόγων ὁδὸν , ἔτι γλυκυτέραν σὺν ἅρματι θοῷ κλεΐξαι σου τὴν νίκην , ὦ
4543883 Περσευς
χρεὼν τὰ ἐς τὴν παῖδα καὶ τὸν θυγατριδοῦν παρευρήματα : Περσεὺς δὲ ὡς ἀνέστρεψεν ἐς Ἄργοςᾐσχύνετο γὰρ τοῦ φόνου τῇ
, ἢ τὸ ἐκ μέλανος σιδήρου δεδεμένον . Ὁ δὲ Περσεὺς ὥσπερ νόημα ἐπέτετο : οὐδὲν γὰρ ταχύτερον τοῦ νοήματος
4540360 ὁμοιογενη
, δῆλον ἐντεῦθεν : ὥσπερ γὰρ τὸ πῦρ καὶ τὰ ὁμοιογενῆ διακρίνει ἀπ ' ἀλλήλων καὶ τὰ ἀνομοιογενῆ , καὶ
εἰργασμένα εἰς βραχύτητα καὶ τάχος καὶ σπουδὴν καὶ τὰ τούτοις ὁμοιογενῆ , ὡς ἔχει ταυτί ἀμβλήδην γοόωσα μετὰ δμωῇσιν ἔειπεν
4539097 φιαλας
τρία τάλαντα ἀργυρίου καὶ τετρακοσίους κυζικηνοὺς καὶ ἑκατὸν δαρεικοὺς καὶ φιάλας ἀργυρᾶς τέτταρας , ἐδεόμην αὐτοῦ ἐφόδιά μοι δοῦναι ,
, ἐστεφανωμένοι , φέροντες οἱ μὲν οἰνοχόας , οἱ δὲ φιάλας , οἱ δὲ θηρικλείους μεγάλας , πάντα χρυσᾶ .
4536809 χορειαν
κοῖλον χῶρον . Εὐμουσίαν δὲ καὶ εὐπείθειαν οἶδε μανθάνειν , χορείαν τε καὶ ὀρχηστικήν , καὶ βαίνειν πρὸς ῥυθμὸν καὶ
δ ' ἐπεδείξαντο καὶ ὡς ἀληθῶς ἐνόπλιόν τινα καὶ πολέμου χορείαν . οὕτω δὲ πυκνὸν καὶ σύντονον ἐξήλαντο ἐν τοῖς
4534276 Ἁρπυιας
φονευθῆναί ] φησιν [ ] . . : καὶ τὰς Ἁρπυίας τὰ μῆλα [ φυλάττειν ] Ἀκουσίλαος [ ] :
Ἀθηναῖος [ . ] καὶ τὸν Ἑρμῆ : καὶ τὰς Ἁρπυίας τὰ μῆλα φυλάττειν Ἀκουσίλαος , Ἐπιμενίδης [ ] δὲ
4524620 ἐκχυσεις
τοῦ φόνου αἷμα : γῇ δοῦναι χοάς : χοαὶ αἱ ἐκχύσεις αἱ ἐπιχεόμεναι τοῖς νεκροῖς : Κάδμου παλαιῶν Ἄρεος ἐκ
τοσαύτην μανίαν ἐλάσαι , ὡς ἀκορέστως ἔχειν ὁρᾶν ἀνθρωπίνων αἱμάτων ἐκχύσεις καὶ μηδὲν ἕτερον προτιμᾶν τῆς τῶν Χριστιανῶν ἀναιρέσεως .
4521007 σκευην
; ὁρῶ γὰρ πολλὴν παρ ' ὑμῖν τῆς φακῆς τὴν σκευήν . εἰς ἣν ὁρῶσα συμβουλεύσαιμ ' ἂν ὑμῖν κατὰ
, πονηρός , ὥσπερ καὶ ὅταν μὴ τὴν οἰκείαν ἔχῃ σκευήν . ὡς γάρ φησιν ὁ Πανύασις , ἄπρακτα καὶ
4512296 ἰουσας
θάνατον μηδὲ προαπόλλυσθαι , καὶ ἐπιστολὰς τὰς μὲν δεῦρ ' ἰούσας οὐκ ἄνευ δακρύων ἐδεχόμην , πέμπειν δὲ οὐ μάλα
ὁδοὺς , ἤτοι τὰς δυσχερεῖς καὶ οὐ κατ ' εὐθεῖαν ἰούσας , προσείπατε , ἀρξάμεναι κατὰ τάξιν ἀπὸ τοῦ δυτικοῦ
4505997 ἐκφυσεις
καθ ' ἕκαστον πόδα δακτύλους πέντε , ὑποφαίνοντας μὲν τὰς ἐκφύσεις , οὐ μὴν διεστῶτας . ταῦτά τοι καὶ νηκτικός
, τῶν ταπεινοτέρων δὲ παραλυομένων . Εἰς ἑκάτερον τῶν ὀφθαλμῶν ἐκφύσεις ἐγκεφάλου καθήκουσι , πιλούμεναι κατὰ τὴν διὰ τῶν ὀστῶν
4504589 πετομενος
δὲ κατὰ τὴν παράλιον ταύτην Αἰθιοπίαν ἐγένετο , ἤδη πρόσγειος πετόμενος , ὁρᾷ τὴν Ἀνδρομέδαν προκειμένην ἐπί τινος πέτρας προβλῆτος
καὶ τὴν Ἄϊδος κυνέην τῇ κεφαλῇ περιτίθησιν : εἶτα ἔρχεται πετόμενος κατὰ τὸν Ὠκεανὸν καὶ τὰς Γοργόνας , συνεπομένων αὐτῷ
4504188 Σαρδεις
πρὶν ἀπαίρειν εἰς Ἀθήνας , μεθ ' οὗ καὶ εἰς Σάρδεις ἀπεδήμησεν : ἔπειτα Ξάνθου τοῦ Ἀθηναίου μουσικοῦ : μεθ
[ μὴ ] δηλητήριον αὔραν ἀναπνέοντος , ὁποία περί τε Σάρδεις ἐστὶ καὶ Ἱεράπολιν . οὕτως καὶ ὅστις ἔκ τινος
4500020 παραπλεων
στρατόπεδόν τε ποιεῖσθαι καὶ φυλακὴν σφίσι καὶ ἐφόρμησιν παρασχεῖν . παραπλέων δὲ πάλιν ἔσχε καὶ ἐς Νότιον τὸ Κολοφωνίων ,
συμμάχους καὶ ἔκφρασιν τοῦ ἀπόπλου τοῦ στόλου , καὶ ὅσα παραπλέων πολιορκήσει , καὶ ὅτι Κορινθίους πρώτους ποιήσει ἀναστάτους ,
4494454 Ἀμβρακιαν
' ἐφ ' Ἑλλήσποντον οἴχεται , πρότερον ἧκεν ἐπ ' Ἀμβρακίαν , Ἦλιν ἔχει τηλικαύτην πόλιν ἐν Πελοποννήσῳ , Μεγάροις
καὶ ἱππέας χιλίους , μεθ ' ὧν οἱ Αἰτωλοὶ κατέλαβον Ἀμβρακίαν , ἣν οὐ πολὺ ὕστερον αὐτῶν Φίλιππος ἀποπλευσάντων ἀνέλαβεν
4494304 Ἱππονικας
νυνὶ δ ' ὅταν λάβῃ τις εἰς τὴν οἰκίαν τὰς Ἱππονίκας τάσδε καὶ Ναυσιστράτας καὶ Ναυσινίκας , τὰς Ἀθηναίας λέγω
νυνὶ δ ' ὅταν λάβῃ τις εἰς τὴν οἰκίαν τὰς Ἱππονίκας τάσδε καὶ Ναυσιστράτας καὶ Ναυσινίκας , τὰς Ἀθηναίας λέγω
4488673 πτησιν
, ὥσπερ τὸ ἐν Λιβύῃ Ἀμμωνιακόν : ἴσως δέ τινα πτῆσιν αἱ τρεῖς περιστεραὶ ἐπέτοντο ἐξαίρετον , ἐξ ὧν αἱ
αὐτόν . κλαγγὴν δὲ προΐεσθαι σκυλακίου . ποιεῖσθαι δὲ τὴν πτῆσιν οὐκ ἐν ἀέρι βαθεῖ ἀλλὰ περὶ τὴν γῆν ,
4486875 ἀδυτα
θάνατον ἀπαραίτητον ὑπομένει . τοσαύτη τίς ἐστιν ἡ περὶ τὰ ἄδυτα φυλακὴ τοῦ νομοθέτου μόνα ἐκ πάντων ἄβατα καὶ ἄψαυστα
πέντε : τὰ μὲν γὰρ ἐντὸς αὐτῶν ἐκνένευκε πρὸς τὰ ἄδυτα τῆς σκηνῆς , ἅπερ ἐστὶ συμβολικῶς νοητά , τὰ
4486081 τραπεζαν
Φίλλις ὁ μουσικός , ὅτι ἐν τοῖς γάμοις περὶ μίαν τράπεζαν πολλὰς κλίνας τιθέντες , παρὰ μέρος ἑξῆς μυρρίνας ,
ἀεικέλιον τὸν εὐτελῆ : “ δίφρον ἀεικέλιον καταθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν ” καὶ “ πρόσθεν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος φαίνεται
4484201 Ναυσινικας
τις εἰς τὴν οἰκίαν τὰς Ἱππονίκας τάσδε καὶ Ναυσιστράτας καὶ Ναυσινίκας , τὰς Ἀθηναίας λέγω . „ Δίδυμος δέ φησιν
τις εἰς τὴν οἰκίαν τὰς Ἱππονίκας τάσδε καὶ Ναυσιστράτας καὶ Ναυσινίκας , τὰς Ἀθηναίας λέγω . Δίδυμος δέ φησιν ὅτι
4484144 ἐκτυπον
αἰθομένοιο , ἑσταότ ' ἐν δίφρῳ : χθόνα δ ' ἔκτυπον ὠκέες ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι , κόνις δέ σφ '
κισσοῦ τε καὶ μυρσίνης ἔτι δ ' ἐλαίας ἀνέπλεξαν στέφανον ἔκτυπον , πολυτελεῖς ἐνέντες λίθους : καὶ τὰς λοιπὰς δὲ
4478968 διοικησεις
λόγοις . Εἰς ἀρχὴν κατασταθεὶς μηδενὶ χρῶ πονηρῷ πρὸς τὰς διοικήσεις : ὧν γὰρ ἂν ἐκεῖνος ἁμάρτῃ , σοὶ τὰς
ἄλλως : ὁπηνίκα μοι τὰ τῶν θεῶν προνοήματα καὶ αἱ διοικήσεις καθ ' ἃς τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιστατοῦσι πραγμάτων , περὶ
4476736 γρυμεαν
, καταλιπεῖν μὲν τὰ λαισήια καὶ τὰς κτιδέας καὶ τὴν γρυμέαν , λαβεῖν δὲ ἀσπίδα ἀληθινήν , οἵαν Ὅμηρος λέγει
εἴληπται μέγας , ὤπτησα τὰ μέσα , τὴν δὲ λοιπὴν γρυμέαν ἕψω ποιήσας τρῖμμα συκαμίνινον . γλαύκου φέρω κεφάλαια παμμεγέθη
4472847 Σκυλλαν
, ἐπὶ τοσοῦτον ἦλθεν ἡδυπαθείας ὡς καὶ τοὺς περὶ τὴν Σκύλλαν ἰχθῦς κατὰ σπουδὴν γράψαι . περὶ δὲ Φιλοξένου τοῦ
τριῶν καὶ τεττάρων πλέθρων οὐκ ἐπινεῖ περαιτέρω , πλὴν εἰ Σκύλλαν εἴποις : οὐδὲ ὅταν ἐκβῇ τῆς θαλάττης ἢ τῆς
4467196 φιαλην
αὐτῷ τὰ τῆς προσκυνήσεως , τὸν δὲ πρῶτον ἐκπιόντα τὴν φιάλην προσκυνῆσαί τε ἀναστάντα καὶ φιληθῆναι πρὸς αὐτοῦ , καὶ
δή που ἀμφοτέρους ἐρευνηθῆναι αὐτοὺς ὁπότερος ὑπὸ κόλπου ἔχει τὴν φιάλην . Καὶ μάλα . Ἔχει δὲ πάντως ὁ ἕτερος
4457289 φαιδιμῳ
φῇ καὶ ἐὰν φῄης φῄη : φῄη ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ . ἢ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ δίδωμι δώσω ἔδων
κεν δή τοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ , καὶ τότε δὴ γαίῃ πήξας εὐῆρες ἐρετμόν
4449153 ἡνιας
καθάπερ ἔποχον ἐν ὀχήματι ἀστέρα ἐν οἰκείῳ κύκλῳ θεὶς τὰς ἡνίας ἐπίστευσε τῶν ἐπόχων οὐδενί , πλημμελῆ δείσας ἐπιστασίαν ,
ἐπὶ τῶν ἁρμάτων οἱ κυκλίσκοι , δι ' ὧν τὰς ἡνίας διεκβάλλουσιν : καὶ δύναιτο ἄν τις τοὺς τρεῖς μῦς
4446013 διττας
μετὰ τῶν αὐτοῦ φίλων καὶ τῶν Θρᾳκῶν τοὺς ἐπιτηδειοτάτους . διττὰς δὲ κλισίας κατασκευάσας τοῖς μὲν περὶ τὸν Λυσίμαχον ἔστρωσε
. ἀλλ ' , ὦ Πρώταρχε , ἆρ ' οὐ διττὰς αὖ καὶ ταύτας λεκτέον ; ἢ πῶς ; Ποίας
4445544 ἐκρατυνε
τὰς κατὰ κλῆρον καὶ λάχος εὑρούσας τὸν Ἰόνιον κόλπον , ἐκράτυνε καὶ ὑπὸ τὸ ἴδιον κράτος εἶχε . τινὲς δὲ
στεναγμῶν . καὶ τὰς εὐκτεάνους κατὰ κλῆρον Ἰαόνιον πολυάνδρους Ἑλλάνων ἐκράτυνε † σφετέραις φρεσίν . ἀκάματον δὲ παρῆν σθένος ἀνδρῶν
4444170 ὑποθηκην
αὐτοῖς καὶ τὸ διδόναι τὰ σώματα τῶν τετελευτηκότων γονέων εἰς ὑποθήκην δανείου : τοῖς δὲ μὴ λυσαμένοις ὄνειδός τε τὸ
τὸ δοῦναι εἰς ὑποθήκην , θέσθαι δὲ τὸ λαβεῖν εἰς ὑποθήκην : καὶ τὸ μὲν ἔθηκεν τὸ δ ' ἔθετο
4437729 Βασσαριδας
Ἥλιον πρῶτον : ὅθεν ὁ Διόνυσος ὀργισθεὶς αὐτῷ ἔπεμψε τὰς Βασσαρίδας , ὥς φησιν Αἰσχύλος ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής :
Ἥλιον πρῶτον : ὅθεν ὁ Διόνυσος ὀργισθεὶς αὐτῷ ἔπεμψε τὰς Βασσαρίδας , ὥς φησιν Αἰσχύλος ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής :
4436496 ἑλισσουσαι
πεντήκοντα ποδῶν ἴχνεσι βαίνετ ' ἐφαπτόμεναι ποδοῖν σατυριδίων μακροκέρκων χοροὺς ἑλίσσουσαι παρ ' ὠκίμων πέταλα καὶ θριδακινίδων εὐόσμων τε σελίνων
πβʹ Ὀλυμπιάδα . τεαὶ γὰρ ὧραι : αἱ γὰρ ὧραι ἑλίσσουσαι , τουτέστι περικυκλοῦσαι ἔπεμψάν με . Διὸς δὲ ὥρας
4435488 οἰκησιν
βόρειος μὲν ὁ διὰ παντὸς φαινόμενος ὡς πρὸς τὴν ἡμετέραν οἴκησιν , νότιος δὲ ὁ διὰ παντὸς ἀόρατος ὡς πρὸς
στάθμην ἀκουστέον ἐκ μεταφορᾶς τὴν περιγραφὴν τοῦ βίου καὶ τὴν οἴκησιν . τεκμαίρει δὲ καὶ νῦν Ἀλκιμίδας : ὅτι δὲ

Back