οἱ δ ' ἀπεύχονται ἀπόσιτοι καὶ ἄποτοι διατελοῦντες . Ἄιδος κυνῆν . νέφος τὴν ἄϊδος κυνέην φασὶν ἀθάνατον καὶ ἀφανές
τὸν θεόν . ὤφθη δὲ καὶ ὁ Ἑρμῆς τήν τε κυνῆν ἔχων καὶ τὸ κάλλος θαυμαστὸς καὶ τὴν κίνησιν ὑπερφυής
8234948 κιβισιν
τὴν Ἄϊδος κυνέην καὶ τὰ πέδιλα τὰ ὑπόπτερα καὶ τὴν κίβισιν . αἱ δὲ αὐτῷ φράζουσι , καὶ ὁ Περσεὺς
? ? ? ? ἀπυ ? [ [ ] ες κίβισιν δ ! [ [ ] κατο ? κἀκ φίλπ
7528810 χλαμυδα
γόνυ καὶ κρηπὶς ὑπὲρ σφυρὸν ἔρεισμα ἀσφαλὲς τῇ βάσει , χλαμύδα τε κοκκοβαφῆ ὑπὲρ αὐχένος κολπώσας τὸ θηρίον ὑφίσταται .
τὸ ἱππικὸν χλαμύδα , ὡς Θετταλῶν . πρώτην δέ φασι χλαμύδα ὀνομάσαι Σαπφὼ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος εἰποῦσαν ἐλθόντ ' ἐξ
7500922 πεδιλα
σιβύνην , ἐνίοτε δὲ καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ τά τε πέδιλα καὶ τὸν πέτασον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ καὶ τὸ κηρύκειον
ἔχῃσιν . ” ὣς εἰποῦς ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ
7165514 μαχαιραν
Λυρνησσὶς ἦν . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν : μάχαιραν τὴν παραξιφίδα . . . εἴ που ἔτι ζώει
ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ μύτη τῆς ξυντὴ ,
7135708 Σφιγγα
δή τιν ' ἐφθέγγετο πρὸς αὐτούς : ὁρᾶτε τήνδε τὴν Σφίγγα καὶ τὸν ἄνδρα τὸν ὑπ ' αὐτῆς : τοιαῦτά
αὐτῷ φασιν ἀνῃρῆσθαι . ἀνελεῖν δὲ αὐτὸν οὐ μόνον τὴν Σφίγγα , ἀλλὰ καὶ τὴν Τευμησίαν ἀλώπεκα , ὡς Κόριννα
7134578 περικεφαλαιαν
, ποτὲ ἔθου πεφιλημένην . . . χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . .
κυνέην : νέφος τι καὶ ἀορασία : ἢ περιφραστικῶς τὴν περικεφαλαίαν : ἐν γὰρ αὐτῇ τὸ πρόσωπον ἔκρυψεν ἡ Ἀθηνᾶ
7099649 λογχην
εἰσιδὼν ὁ πρόσθε τρωθεὶς † στέρνα Πολυνείκους βίαι † διῆκε λόγχην , κἀπέδωκεν ἡδονὰς Κάδμου πολίταις , ἀπὸ δ '
ὡς δῶρα ἀλλήλοις ἀντέδοσαν , ὁ Μαῦρος μὲν τῷ Μαλχίωνι λόγχην , ὁ δὲ τῷ Μαυσάκᾳ πόρπην , καὶ ἄλλα
7071981 Δηιανειραν
γὰρ Ἔρωτες καὶ ὑπὲρ πελάγη τοξεύοντες πῦρ ἐγεῖραι γαμήλιον . Δηιάνειραν μὲν δὴ τὴν Οἰνέως Ἡρακλεῖ συνάπτων ὁ λόγος περιμάχητον
ἐμνηστεύσατο . Ὁ δὲ Ἀχελῷος πρὸ τοῦ γάμου ἔφθειρε τὴν Δηιάνειραν λάθρᾳ , καὶ μετὰ ταῦτα λέγει τῷ πατρὶ αὐτῆς
7060297 δοραν
ἐκείνη φησίν : „ εἰ λύκον ζῶντα ἐκδείρας τὴν αὐτοῦ δορὰν θερμὴν ἀμφιέσῃ . „ καὶ τοῦ λύκου [ αὐτίκα
οἱ Ἰαμίδαι ἢ μηρὸν πιμελῇ κεκαλυμμένον εἰς πῦρ ἐμβάλλοντες ἢ δορὰν προβάτου σχίζοντες καὶ ἐκ τῆς σχίσεως , εἰ μὲν
7029112 σκευην
; ὁρῶ γὰρ πολλὴν παρ ' ὑμῖν τῆς φακῆς τὴν σκευήν . εἰς ἣν ὁρῶσα συμβουλεύσαιμ ' ἂν ὑμῖν κατὰ
, πονηρός , ὥσπερ καὶ ὅταν μὴ τὴν οἰκείαν ἔχῃ σκευήν . ὡς γάρ φησιν ὁ Πανύασις , ἄπρακτα καὶ
6900588 κιστην
Κλεοπάτρᾳ τῶν γενεθλίων , τῇ πρὸ τούτων νυκτὶ θεῖναι τὴν κίστην πρὸ τῶν βασιλείων παρεσκευάσατο . οὗ συντελεσθέντος καὶ τῆς
ἀναγράψαιμι τῶν λεγομένων τὰ κεφάλαια . Γ ” ἐνεγκάτω τὴν κίστην τις “ , φησίν , ” ἵνα ἀναγράψωμαι καὶ
6892398 κιβησιν
, ἀποτέμνει τῇ ἅρπῃ τὴν κεφαλὴν καὶ ἐνθεὶς εἰς τὴν κίβησιν φεύγει : αἱ δὲ αἰσθόμεναι διώκουσιν , οὐχ ὁρῶσι
τε καὶ λαβὼν ὑποδεσμεῖται τὰ ὑπόπτερα πέδιλα , καὶ τὴν κίβησιν περιβάλλει . κατὰ τῶν ὤμων , καὶ τὴν Ἄϊδος
6885334 Γοργονα
αὐτῷ , τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέροντες καὶ προσείοντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα , καὶ τοῦτον κατεσίγασαν , τὴν ἄλλως πρόλαλον ὄντα
χάσματι , ὁ Περσεὺς δὲ τῇ λαιᾷ μὲν προδείκνυσι τὴν Γοργόνα , τῇ δεξιᾷ δὲ καθικνεῖται τῷ ξίφει : καὶ
6870897 αἰχμην
θεοῦ . αἰχμὴν ] + ἤγουν τὸ δόρυ αὐτοῦ . αἰχμὴν ] καὶ τὸν κοντόν . Ξ ἔχει ] βαστάζει
ἀσθενὴς μάχη . ἥξω δὲ πολλὴν Ἄρεος Ἀργείου λαβὼν πάγχαλκον αἰχμὴν δεῦρο . μυρίοι δέ με μένουσιν ἀσπιστῆρες Εὐρυσθεύς τ
6857552 διφθεραν
Λαοδίκειαν , οὗ τοῦτο πολύ . ἔπεμψα δ ' οὖν διφθέραν , ἀντιλογίας τὰς μὲν ἀκριβῶς αὐτοῦ , τὰς δ
ἔφη , κρεῖττον μηδὲν προστάττειν , ἀλλὰ μόνον αὐτὸν ζῆν διφθέραν ἔχοντα . Σύ , ἔφη , κελεύεις ἐμὲ διφθέραν
6840917 λαρνακα
. πεῖραν οὖν καθεῖναι καὶ μάλα ἐλεγκτικήν φασιν αὐτόν . λάρνακα πληρώσας κεραστῶν ἐμβάλλει τὸ βρέφος , οἱονεὶ πυρὶ τὸν
' ἄρα καὶ ὁ τῶν γυναικῶν χορὸς τὴν θεοφόρον ἀράμεναι λάρνακα καὶ ὄνῳ ἐπιθέμεναι τὸν αἰγιαλὸν καταλαμβάνουσι καὶ θαλαττοπόνῳ πρεσβύτῃ
6829417 λαμπαδα
σάλπιγγος ἐν ταῖς μάχαις καὶ τοῖς μονομαχείοις ἐν μέσῳ τις λαμπάδα καιομένην ἔρριπτε σημεῖον τοῦ κατάρξασθαι τῆς μάχης . τούτῳ
δ ' Ἥφαιστος ἀνέστη . γρουνοὶ κορμοὶ οἷον γρουνοὶἀνέστη . λαμπάδα δὲ λέγει τὸν αὐτὸν , παρόσον ἡ Ἑκάβη ἐγκυμονοῦσα
6822027 παρειαν
ὀξύτητα . ἢ τὴν ἀναιδῆ καὶ στωμύλον αὐτοῦ γνάθον καὶ παρειὰν μέχρι καὶ τοῦ στήθους διάπειρον : τουτέστιν ἕως καὶ
ἀκόντια . Ἔλπομαι ] Ἐλπίζω . Χαλκοπάραον ] Τὸν χαλκῆν παρειὰν ἤγουν αἰχμὴν ἔχοντα ἄκοντα , ὥσπερ τοῦ ἐν τῷ
6809735 καυσιαν
λόγος τὴν τριήρη , πνεύματος μεγάλου ἐμπεσόντος αὐτῷ ἐς τὴν καυσίαν καὶ τὸ διάδημα αὐτῇ συνεχόμενον , τὴν μὲν δὴ
οὐδὲ τὰ βίου νῷν ἴσως δεῖ φροντίσαι . Χλαμύδα , καυσίαν , λόγχην , ἀορτήν , ἱμάτια . Ἐκ Κύπρου
6799189 στολην
τὸν δὲ Λεπτίνην ἐζήτουν συλλαβεῖν . ὁ δὲ τὴν ἰδίαν στολὴν ἀποθέμενος καὶ λαβὼν ναύτου σκευὴν καὶ φορτίον ξύλων ἀράμενος
καὶ Παυσανίας ὁ Σπαρτιάτης βασιλεὺς καταθέμενος τὸν πάτριον τρίβωνα Περσικὴν στολὴν ἐνεδύετο . καὶ Ἀλέξανδρος δὲ ὡς τῆς Ἀσίας ἐκυρίευσεν
6767225 Ἀντιγονην
τὸν Οἰδίποδα παραναγνῶναι . . : Σάτυρος δέ φησι τὴν Ἀντιγόνην ἀναγιγνώσκοντα , καὶ ἐμπεσόντα περὶ τὰ τέλη νοήματι μακρῷ
αὐτοῦ καθαίρεται , καὶ λαμβάνει παρ ' αὐτοῦ τὴν θυγατέρα Ἀντιγόνην καὶ τῆς χώρας τὴν τρίτην μοῖραν . καὶ γίνεται
6759479 σφενδονην
λαβὼν τὸν δακτύλιον εἶχεν . καὶ ὅτε μὲν ἔστρεφε τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου , ἐγίνετο ἀφανής , ὅτε δὲ ἀντέστρεφε
Δέγμενός τε Ἠλεῖος ἦν τοξότης καὶ παρὰ τῶν Αἰτωλῶν Πυραίχμης σφενδόνην δεδιδαγμένος . κρατήσαντος δὲ τοῦ Πυραίχμου τήν τε βασιλείαν
6716924 ὑδραν
δάμαρ . τί δὴ τὸ σεμνὸν σῶι κατείργασται πόσει , ὕδραν ἕλειον εἰ διώλεσε κτανὼν ἢ τὸν Νέμειον θῆρ '
καὶ σώιζεται Μυκήναις . τάν τε μυριόκρανον πολύφονον κύνα Λέρνας ὕδραν ἐξεπύρωσεν , βέλεσί τ ' ἀμφέβαλ ' ἰόν ,
6663720 Ἠλεκτραν
νερτέροις μειλίγματα ; οὐδέν ποτ ' ἄλλο : καὶ γὰρ Ἠλέκτραν δοκῶ στείχειν ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν πένθει λυγρῷ πρέπουσαν .
λίαν σαφῶς τὴν Φαίδραν αὐτὴν ὑποδείξῃ , ὑποκριτὴς δὲ τραγῳδίας Ἠλέκτραν Ὀρέστην αὐτῇ προστιθεὶς καὶ Πυλάδην , ὁ δέ γε
6623962 πανοπλιαν
ῥίψασπις ἦν ὁ Κλεώνυμος . εἶχον δὲ καὶ οἱ ἥρωες πανοπλίαν : ⌈ καὶ δῆλον ἐκ τῶν Δαιταλέων . Γ
ἐκεῖνος τοίνυν ὁ Θερσίτης ὁ τοιοῦτος εἰ λάβοι τὴν Ἀχιλλέως πανοπλίαν , οἴει ὅτι αὐτίκα διὰ τοῦτο καὶ καλὸς ἅμα
6557641 φιαλην
αὐτῷ τὰ τῆς προσκυνήσεως , τὸν δὲ πρῶτον ἐκπιόντα τὴν φιάλην προσκυνῆσαί τε ἀναστάντα καὶ φιληθῆναι πρὸς αὐτοῦ , καὶ
δή που ἀμφοτέρους ἐρευνηθῆναι αὐτοὺς ὁπότερος ὑπὸ κόλπου ἔχει τὴν φιάλην . Καὶ μάλα . Ἔχει δὲ πάντως ὁ ἕτερος
6533038 Πειριθους
, πλὴν τοῦ ὀδούς . τὰ δὲ σύνθετα βαρύνεται : Πειρίθους Ἀλκίνους εὔπλους πολύνους Οἰδίπους . Τὰ εἰς ΩΣ ἀρσενικὰ
τὴν Αἴθραν ἑκυρὰν νομισθεῖσαν . ὡς γὰρ ἱστορεῖ Ἑλλάνικος , Πειρίθους καὶ Θησεύς , ὁ μὲν Διὸς ὤν , ὁ
6518769 κιθαραν
. . . Καὶ ἡ μὲν ηὔλει , ἡ δὲ κιθάραν εἶχεν , ἡ δὲ ἐνέπνει τῇ σύριγγι . .
εἰς κιθαριστοῦ : οὕτως Ἀττικοί . ἐσπούδαζον γὰρ περὶ τὴν κιθάραν οἱ Ἀθηναῖοι τότε μανθάνειν μὴ φροντίζοντες τοῦ καλύπτεσθαι .
6517036 κλινην
τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι , ἢ ὑποδύοιθ ' ὑπὸ κλίνην ὑπὲρ τοῦ μὴ τὸ σῶμ ' ἁλοὺς εἰς τὸ
τῷ ἀνελπίστῳ προεχύθη ἀκούσια . καὶ οἱ μὲν τῶν ὑπασπιστῶν κλίνην προσέφερον αὐτῷ ἐκκομιζομένῳ ἐκ τῆς νεώς , ὁ δὲ
6513573 κιβωτον
τεκτονικὴ μία οὖσα διὰ τοῦτό ἐστιν ἵνα ποιήσῃ θρόνον ἢ κιβωτὸν ἢ πλοῖον ἀπὸ μιᾶς φύσεως τοῦ ξυλίνου . Οὐκοῦν
ὕπνου . Τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς βουλομένοις αὐτῷ προσιέναι κιβωτὸν τοῦ σώματος προβαλλόμενος . Οἱ δὲ οὐδὲ κιβωτόν φασιν
6484800 τιαραν
. . . . , : κυρβασίην : τὴν λεγομένην τιάραν . Ἑκαταῖος δέ φησιν ὅτι πῖλον βαρβαρικὸν οἱ κωμικοὶ
, ἣν κνηστῆρι κατατρίψαιεν ὀδόντας . κυρβασίην : τὴν λεγομένην τιάραν . Ἑκαταῖος δέ φησιν , ὅτι πῖλον βαρβαρικὸν οἱ
6478046 ἀλαοσκοπιην
δ ' ἄρά σφιν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων . Οὐδ ' ἀλαοσκοπιὴν εἶχε κλυτὸς ἐννοσίγαιος , ἀλλὰ μετ ' αὐτοὺς ἦλθε
, , . , . . Ἀλαοσκοπιήν : οὐδ ' ἀλαοσκοπιὴν † εἶχε ἀργυρότοξος Ἀπόλλων , τουτέστιν οὐδὲ τυφλὴν τὴν
6463169 δεξιαν
. τῶν δὲ πρὸς αὐτὸν πρεσβευσαμένων περὶ διαλύσεως ὡμολόγησε καὶ δεξιὰν αὐτοῖς ἔπεμψε νόμῳ Περσικῷ καὶ τὴν πολιορκίαν διαλύσας παρεκάλει
σημαίνει : χρὴ γὰρ τὸν ἔφηβον ἐν τῇ χλαμύδι τὴν δεξιὰν ἔχειν ἐνειλημένην διὰ τὸ ἀργὴν εἶναι εἰς ἔργα καὶ
6458179 κομην
' ἀπαγγελῶν ἄρα ; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . .
χρωμένουϲ . εἰ δ ' ἐπὶ τούτοιϲ βέλτιον διατεθῶϲι , κόμην ἀψινθίου ἐν μελικράτῳ ϲυνέψονταϲ διδόναι πίνειν καὶ παντοίωϲ ῥωννύναι
6420998 ῥαβδον
ῥυτῆς : ῥυτῆς δὲ ἤτοι πηγάνου χλωρὸν θάλλοντα καὶ χλοάζοντα ῥάβδον , ὅ ἐστι κλάδον , κόψας . γράφεται καὶ
δὲ πάντων , ἐπιλαβόμενον τῆς οὐρᾶς ἀνελέσθαι , καὶ πάλιν ῥάβδον ποιῆσαι . Προελθόντα δὲ μικρὸν , τὸν Νεῖλον τῇ
6407063 Ἱπποδαμειαν
. Οἰνόμαον . ἕλε : ἐφόνευσε . ἢ ἔλαβε τὴν Ἱπποδάμειαν , ὡς τὸ ἔχω οἰκῶ καὶ συνοικῶ . παρθένον
γένειον ἔρεφον , ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατˈρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν . ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς οἶος ἐν ὄρφνᾳ
6389778 Περσευς
χρεὼν τὰ ἐς τὴν παῖδα καὶ τὸν θυγατριδοῦν παρευρήματα : Περσεὺς δὲ ὡς ἀνέστρεψεν ἐς Ἄργοςᾐσχύνετο γὰρ τοῦ φόνου τῇ
, ἢ τὸ ἐκ μέλανος σιδήρου δεδεμένον . Ὁ δὲ Περσεὺς ὥσπερ νόημα ἐπέτετο : οὐδὲν γὰρ ταχύτερον τοῦ νοήματος
6372473 πελεκυν
. Καὶ τίς ὁ ἀποκείρων ἔσται ; Μένιππος οὑτοσὶ λαβὼν πέλεκυν τῶν ναυπηγικῶν ἀποκόψει αὐτὸν ἐπικόπῳ τῇ ἀποβάθρᾳ χρησάμενος .
ἄρ ' Ἀγκαῖος Λυκοόργοιο θρασὺς υἱός αἶψα † μέλαν τεταγὼν πέλεκυν μέγαν ἠδὲ κελαινόν ἄρκτου προσχόμενος σκαιῇ δέρος ἔνθορε μέσσῳ
6358871 πορφυραν
καὶ πορφυρῶν στρωμάτων , ὁ μηδέποτε ἐπὶ τοῦ τρίβωνος ἑωρακὼς πορφύραν πρότερον , οὐδενὸς οὐδὲ Ῥωμαίων ἐν τοιαύτῃ φαντασίᾳ καταχλιδῶντος
αὐτοῦ καὶ λέγων ὡς : „ ἐγὼ μὲν χρυσὸν καὶ πορφύραν ἐνδέδυμαι , σὺ δὲ οὐδὲν καλὸν φέρεις ἐν πτεροῖς
6354254 πηραν
τοιαύτην [ τοιόνδε τοιόσδε ] κατέστη ⌈ ἔνδειαν , ὥστε πήραν ἔχων περιῄει ζητῶν καὶ διαβάλλων ἑαυτὸν ⌈ ὡς [
προγόνοις . θρεττανελό ἀλλ ' εἶα τέκεα θαμίν ' ἐπαναβοῶντες πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερὰ ὦ καλλιπρόσωπε χρυσεοβόστρυχε
6354092 Ἀλκηστιν
μέγα πρᾶγμ ' . ἐρεῖ τις ὡς Κλυταιμνήστρα κακή : Ἄλκηστιν ἀντέθηκα χρηστήν . ἀλλ ' ἴσως Φαίδραν ἐρεῖ κακῶς
λέγουσιν οἱ τήν τε Εὐάδνην ἡμῖν τὴν Ἴφιδος καὶ τὴν Ἄλκηστιν τὴν Πελίου παῖδα ἐνδόξως θρυλοῦντες ; Πατὴρ δὲ ἐν
6348599 συριγγα
ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . εἶπεν δὲ αὐτὴν ἕλκος , ἐπεὶ εἶδός τί
τὸ δρέπανον σημαῖνον τὴν ἐργασίαν , τῇ δὲ ἄλλῃ τὴν σύριγγα σημαίνουσαν τοὺς ἀνέμους . . . . Ἀπολλόδωρος δέ
6346610 Ἀϊδος
ταύτην Ἱππόλυτος πρὸς Φαίδραν εἶπε φάσκουσαν φιλεῖν αὐτὸν σφόδρα . Ἄϊδος κυνῆ : ἐπὶ τῶν ἐπικρυπτόντων ἑαυτοὺς διά τινων μηχανημάτων
δέος ᾕρει , μή μοι Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου ἐξ Ἄϊδος πέμψειεν ἀγαυὴ Περσεφόνεια . αὐτίκ ' ἔπειτ ' ἐπὶ
6341271 σφραγιδα
μὲν χύτραν ἐπηλύγασεν , ἐννέα ἐμπλάσας σημεῖα , ὧν ἀφῄρει σφραγῖδα ἐφ ' ἡμέρας ἐννέα . καὶ τὴν ἐπὶ πάσαις
κρωβύλους , κεκρυφάλους . Εὔθυνος δ ' ἔχων σανδάλια καὶ σφραγῖδα καὶ μεμυρισμένος ἐλογίζετο τῶν πραγμάτων οὐκ οἶδ ' ὅ
6340333 Ἰολην
Τοξέα καὶ Μολίονα καὶ Κλυτίον . λαβὼν δὲ καὶ τὴν Ἰόλην αἰχμάλωτον ἀπῆλθε τῆς Εὐβοίας ἐπὶ τὸ ἀκρωτήριον τὸ καλούμενον
μὲν τοῦ πρεσβυτέρου τῶν παίδων λέγοντος διδόναι τῷ Ἡρακλεῖ τὴν Ἰόλην , Εὐρύτου δὲ καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαγορευόντων καὶ δεδοικέναι
6338485 Οἰχαλιαν
κελάδησαν παρ ' ἀγακλέα ναόν , πρίν γε κλέομεν λιπεῖν Οἰχαλίαν πυρὶ δαπτομέναν Ἀμφιτρυωνιάδαν θρασυμηδέα φῶθ ' , ἵκετο δ
κληθεῖσαν , ἀπένειμεν ὁ Περιήρης ἐνοικῆσαι . γενέσθαι δὲ ὄνομα Οἰχαλίαν τῆι πόλει φασὶν ἀπὸ τοῦ Μελανέως τῆς γυναικός .
6333675 ὑποπτερα
αἳ ἔχουσι τὴν Ἄϊδος κυνῆν , καὶ τὰ πέδιλα τὰ ὑπόπτερα , καὶ τὴν κίβησιν . Αἱ δὲ αὐτῷ φράζουσι
Νύμφας σὺν Ἑρμῇ , αἰτήσας τε καὶ λαβὼν ὑποδεσμεῖται τὰ ὑπόπτερα πέδιλα καὶ τὴν κίβισιν περιβάλλει κατὰ τῶν ὤμων καὶ
6298255 βωλον
καθὰ Μενεκλῆς καὶ Πίνδαρος ἱστοροῦσιν , ὑπέδειξε τὸν πλοῦν καὶ βῶλον ἔδωκε τοῖς Ἀργοναύταις , ἣν Εὔφημος ὁ πρωρεὺς τῆς
οὐρανοῦ μέσον χθονὸς τεταμέναν αἰωρήμασι πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαις φερομέναν δίναισι βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν ' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι
6294607 γυναικωνιτιν
πάλιν δειπνεῖ μελίπηκτα τὰς κίχλας . νῦν δ ' εἰς γυναικωνῖτιν εἰσιόνθ ' ὅταν ἴδω παράσιτον , τὸν δὲ Δία
δὲ ἐπιστύλιον ἐκ χρυσοῦ τὸ ὅλον . εἶχε δὲ καὶ γυναικωνῖτιν ἐν ᾗ συμπόσιον ἐννεάκλινον , καὶ ἑτέρους οἴκους πολυκλίνους
6291131 αἰγα
. ” ἐπιλέγει δὲ καὶ ὅτι ” Ὠλενίην δέ μιν αἶγα Διὸς καλέους ' ὑποφῆται „ δηλῶν τὸν τόπον διότι
ἢ αἰνίττομαι . αἰγίλιπος πέτρης τῆς οὕτως ὑψηλῆς ὥστε καὶ αἶγα μὴ ἐπιβαίνειν : ἁλτικὸν γὰρ τὸ ζῷον : “
6287630 θηλην
μὴ μάζαις χρωμένη ἀλλὰ κρέασιν . ἢ ὅτι τὴν μίαν θηλὴν ἔκαιον , τὴν δεξιάν , ἵνα μὴ ἐμποδίζωνται τοξεύουσαι
τεθνηκὸς ὁρῶσα , ἐνηγκάλιστο δὲ καὶ παῖδα νήπιον καὶ τὴν θηλὴν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ προσῆγε τὰς τροφίμους ἐπιστάζουσα πηγὰς τοῖς
6278122 αἰγιδα
εἰσπράξεται ὁ διδάσκαλος τῆς ἀφωνίας , διαβριμώμενός τε καὶ τὴν αἰγίδα πυκνὰ ἐπισείων , μεταστρέφων τοὺς στατῆρας ἔνθεν καὶ ἔνθεν
, ἔγχος ἔχους ' ἐν χειρὶ † χρυσέην τε τρυφάλειαν αἰγίδα τ ' ἀμφ ' ὤμοις : ἐπὶ δ '
6277497 ἐρωμενην
| [ . οὗτος οὖν ὁ Ἐπίκουρος οὐ Λεόντιον εἶχεν ἐρωμένην τὴν ἐπὶ ἑταιρείᾳ διαβόητον γενομένην ; ἡ δὲ οὐδ
οὔσης ἀεὶ τῷ ποθοῦντι σπουδῆς ἐκ παντὸς θεραπεύειν τρόπου τὴν ἐρωμένην οὐ θεῶν εἰσέρχεται δέος , οὐ λογισμὸς αὐτῷ γίνεται
6267695 κοιλην
ἐπιπέδων . Ἀναξιμένης τραπεζοειδῆ . Λεύκιππος τυμπανοειδῆ τῷ πλάτει , κοίλην δὲ τῷ μεγέθει . Οἱ ἀπὸ Θαλοῦς μέσην τὴν
Ἰουδαίας ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ βασιλέωςἐκεῖνος γὰρ ἐπελθὼν τὰ κατὰ κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην ἅπαντα , συγ - χρώμενος εὐημερίᾳ
6265883 Μαρπησσαν
καὶ εἶναι τὰς ἐργασαμένας ταύτας τῶν Λακεδαιμονίων τὴν τροπήν , Μάρπησσαν δὲ τὴν Χοίραν ἐπονομαζομένην ὑπερβαλέσθαι τῇ τόλμῃ τὰς ἄλλας
- κωσι Τελφούσιος δὲ παρὰ Βοιωτοῖς . ἐν χάρμαισι : Μάρπησσαν τὴν Εὐήνου θυγατέρα κατεγγυηθεῖσαν τῷ Ἴδᾳ ἁρπάσας Ἀπόλλων εἰς
6264931 δερην
μὴ κρατῶν φρονήματος κτείνηι σε , καὶ σὺ σφάζε παρθένου δέρην . καί νιν δοκῶ , τὸ πρῶτον ἢν πολὺς
ὤλεσεν κλέος ; φασίν , βρόχωι γ ' ἅψασαν εὐγενῆ δέρην . οἱ Τυνδάρειοι δ ' εἰσὶν ἢ οὐκ εἰσὶν
6262689 ζωνην
καύματος ὑπερβολήν , καὶ μάλιστα ἡ περὶ μέσην τὴν διακεκαυμένην ζώνην , ψεῦδός ἐστιν . Οἱ μὲν γὰρ τὰ πέρατα
, ὃ μὴ πέπτωκεν ἐπὶ τὴν γῆν , τὴν δὲ ζώνην ἐᾶν : εἶναι γὰρ ταύτην ἐπὶ τῆς γῆς .
6261290 χρυσην
. . Γ . Κλεάνθης δὲ ἐν Λέσβῳ οὕτω τιμᾶσθαι χρυσῆν Ἀφροδίτην . . πόρνης δὲ Ἀφροδίτης ἱερόν ἐστι παρὰ
: οὐ μόνον προπίνων , ἀλλὰ καὶ τὴν φιάλην χαρίσεται χρυσῆν οὖσαν . δηλοῖ γὰρ τὸ δωρεῖσθαι , ὡς καὶ
6259479 χελωνην
: ἔχεται δὲ ἄλλο ὄρος Κυλλήνης Χελυδόρεα , ἔνθα εὑρὼν χελώνην Ἑρμῆς ἐκδεῖραι τὸ θηρίον καὶ ἀπ ' αὐτῆς λέγεται
χρὴ πράττειν , τὸ ταύτης καὶ λαμβάνειν αἷμα : τὴν χελώνην τὸ μὲν πρῶτον ἐκβάλλειν δεῖ τῆς θαλάττης ἔξω ,
6257682 κλειν
καὶ ἐπὶ τὰ ἄνω μέρη συστῇ , ὥστε καὶ τὴν κλεῖν κατασπᾶσθαι σφόδρα . εἰ δὲ μηδὲν τούτων εἴη ,
: ἐπὶ δὲ τῇ κλειδὶ ἔχει γὰρ δὴ ὁ Πλούτων κλεῖν , λέγουσιν ἐπ ' αὐτῇ τὸν καλούμενον Ἅιδην κεκλεῖσθαί
6245518 νοσσιαν
δὲ ὡς εἰκὸς μὴ εὑρεθῇ ἡ βοτάνη εἰς τὴν ἀνοιχθεῖσαν νοσσιάν , ὑποκατάκλειε τῷ γεγλυμένῳ λίθῳ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ
ὁ κάνθαρος ὀργισθεὶς συνεπετάσθη τῷ ἀετῷ καὶ κατασκοπήσας αὐτοῦ τὴν νοσσιάν , ἐν ᾗ ἦν συνστρέψας ὁ ἀετὸς ὠά ,
6243802 καθεδραν
τοῦ ἰκρίου . λέγει δὲ ἴκριον καὶ τὴν τοῦ κυβερνήτου καθέδραν . ἴκρια δὲ καὶ τὰς σανίδας καὶ τὸ κέρας
ἐν Θετταλίᾳ , ὧν αἱ ῥάχεις μετρίως κεκοίλανται εἰς ἀσφαλῆ καθέδραν τοῦ ἱππέως . Ἰβήριοι δὲ ἵπποι μικροὶ καὶ θηρατικοί
6241684 θηκην
διὰ πάσης τῆς ἡμέρας : ἕωθεν δ ' εἰς τὴν θήκην φέρειν αὐτὴν μὲν τὴν κλίνην ἑκατὸν τῶν νέων τῶν
οἱ προσήκοντες , κυνίδιον δὲ Μελιταῖον ἑαυτὸ ἐνέβαλεν ἐς τὴν θήκην τοῦ νεκροῦ καὶ συνετάφη . πέπυσμαι δὲ καὶ Αἰθιόπων
6236178 κορωνην
ὁ ἀγαθὸν τέλος τοῖς φθάσασιν ἐπιθεὶς χρυσέην ἐπιθεῖναι τῷ παντὶ κορώνην λέγεται . χρυσὸς Κολοφώνιος : οἱ Κολοφώνιοι τὸν κάλλιστον
ἐπιβλῆτες , βαλανάγραι , ὀχεῖς . τὸν δὲ ὀνομαζόμενον κόρακα κορώνην Ὅμηρος καλεῖ . εἰσιόντων δὲ πρόθυρα καὶ προπύλαια .
6232701 Ἀριαδνη
ἔπειτα παιξοῦνται πρὸς ἀλλήλους . ἐκ τούτου πρῶτον μὲν ἡ Ἀριάδνη ὡς νύμφη κεκοσμημένη παρῆλθε καὶ ἐκαθέζετο ἐπὶ τοῦ θρόνου
ἔνθα δὴ ἠγάσθησαν τὸν ὀρχηστοδιδάσκαλον . εὐθὺς μὲν γὰρ ἡ Ἀριάδνη ἀκούσασα τοιοῦτόν τι ἐποίησεν ὡς πᾶς ἂν ἔγνω ὅτι
6232687 ἀπορριψας
ἀοιδήν . τοῖα δὲ δειμαίνοντα προσέννεπε θέσκελος Ἑρμῆς : γαῦλον ἀπορρίψας καὶ πώεα καλὰ μεθήσας δεῦρο θεμιστεύσειας ἐπουνανίῃσι δικάζων :
ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς ἐξανέστη , ἔλαθε τὰ ὠὰ ἀπορρίψας . ἀπ ' ἐκείνου τέ φασι , περὶ ὃν
6231750 Μεδουσαν
ὁμοῦ καὶ πέπηγεν αὐτοῦ τὰ πολλά , ὅσα εἶδε τὴν Μέδουσαν : ὁ δὲ λύσας τὰ δεσμὰ τῆς παρθένου ,
, , . . . . . : Φερεκύδης φησὶ Μέδουσαν εἶναι τὴν Πολύβου γυναῖκα , θυγατέρα δὲ Ὀρσιλόχου τοῦ
6227875 τοξικην
δηλοῦν τρόπον τινὰ μουσικήν τε καὶ μαντικὴν καὶ ἰατρικὴν καὶ τοξικήν . Λέγε δή : ἄτοπον γάρ τί μοι λέγεις
. Ὅμηρος : ᾧ τόξον Ἀπόλλων , ἀντὶ τοῦ τὴν τοξικήν . δίδωσί τε μοῖσαν : ἐχαρίσατο δὲ τῷ τῶν
6224034 ἐπῳδην
τοῖς πρίν : ἀλλὰ καὶ γραῒ δῶκεν εὐμαρῶς τράχηλον εἰς ἐπῳδὴν καὶ σκυτίσιν βραχίονας πεπεισμένως ἔδησε : ῥάμνον τε καὶ
ἄρτον καὶ τὸ θεῖον καὶ τὰ ἄλλα πάντα πρὸς τὴν ἐπῳδὴν εὐτρέπιζε . Καινὰ περὶ σοῦ ἀκούομεν , ὦ Λέαινα
6201171 Βορεας
' ἐρᾶν καὶ κατεσθίειν : σὺ δὲ κάρτα φείδηι . Βορέας : τὸ Δάτιδος μέλος [ ! ! ! !
αὐτοὺς ἑκὼν ψυχῇ προσηνεστάτῃ ταχέως ἐκέλευσεν ὁ τῶν ἀνέμων βασιλεὺς Βορέας . ἴσως δὲ τὰ ὀνόματα πεποιημένα ἀπὸ τοῦ πατρός
6200314 λυραν
τῆς μουσικῆς ὀργάνων ἑκάστην τι ἔχουσαν : ἡ μὲν γὰρ λύραν κρατεῖ , ἡ δ ' αὐλούς , ἡ δ
τὸν Πᾶνα μελῳδίαι τέρπουσιν ἀσελγεῖς , ἐπειδὴ σοφοῦ ποιητοῦ πρὸς λύραν ᾄδοντος ἀκούσας ηὐφραίνετο , ὥστε καὶ ἐχρῆτο τῇ σύριγγι
6181405 χαλκεην
τῆς ζοῆς ἀπήμβλυνται . προσφὺς ὄκως τις χοιράδων ἀνηρίτης ἢ χαλκέην μοι μυῖαν ἢ κύθρην παίζει ἢ τῆισι μηλάνθηισιν ἄμματ
ὁ ἔσχατος ἑστεὼς αὐτῶν Ψαμμήτιχος , περιελόμενος τὴν κυνέην ἐοῦσαν χαλκέην ὑπέσχε τε καὶ ἔσπενδε . Κυνέας δὲ καὶ οἱ
6179907 ἁρπην
: εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ , ἐνέθηκε δὲ χερσὶν ἅρπην καρχαρόδοντα , δόλον δ ' ὑπεθήκατο πάντα . ἦλθε
μόλιβδον βαστάζει ἐν τῇ ἀριστερᾷ , ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ ἅρπην , καὶ ῥίπτων ἑαυτὸν ἐν τῷ βυθῷ , δεδεμένος
6175694 λεοντην
καταπάττεις : ἐπὶ τῶν ἡδυπαθεῖν διωκόντων . Ἐνδύετέ με τὴν λεοντῆν : ἐπὶ τῶν μεγάλοις ἐπιχειρούντων . Ἐν δὲ διχοστασίῃ
καὶ ἀνέκειτο , στρωμνὴν καθ ' αὑτὸν ἔχων , ἠμφιεσμένος λεοντῆν : ἐφόρει δὲ καὶ τόξα Σκυθικὰ καὶ ῥόπαλον ἐκράτει
6172978 βακτηριαν
' αὖ φιλοσοφούντων τῷ χαίρειν ἐᾶν πώγωνα καὶ τρίβωνα καὶ βακτηρίαν . Εἴη σε τὴν στοὰν ταυτηνὶ τὴν εὐρεῖάν τε
' ἀθάνατον ἕξειν ἔφη . ἐὰν ἐγὼ φῶ νῦν ἔχειν βακτηρίαν χρυσῆν , τί μοι σεμνότερον ἔσται τὸ ξύλον ;
6166651 σπαθην
δὲ ἐν Πόλεσιν ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας . ὅτι δὲ καὶ τὴν σπάθην ἐπὶ τοῦ ξίφους εἰρήκασιν , εὕροις ἂν ἐν Εὐριπίδου
μὲν εἰς τὰς ληκύθους καθιέμενον ἐπινεύματι τοῦ μύρου σπαθίδα καὶ σπάθην κλητέον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος ἐν Δαιταλεῦσιν τῆς μυρηρᾶς
6164989 ἐσθητα
πληγὰς εἰληφὼς προσδράμοι τοῖς βασιλείοις τὴν ἀτιμίαν βοῶν καὶ τὴν ἐσθῆτα δεικνύς , ἆρα πρᾴως οἴσεις καὶ μέμψῃ τὸν ἐφ
τούς τε πελέκεις ὑπηρέταις τισὶν ἀναδοὺς καὶ αὐτὸς τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα λαβὼν καὶ τἆλλα παράσημα τῆς ἀρχῆς ἐπαγόμενος : ἐλθὼν
6164188 Ἀντιγονιαν
διὰ διδομένου σημείου , εἰ τὴν αὐτὴν ὀφείλει οἰκῆσαι πόλιν Ἀντιγονίαν μετονομάζων αὐτὴν ἢ οὐκ ὀφείλει αὐτὴν οἰκῆσαι , ἀλλὰ
Δημήτριον ἐκ τῆς Κύπρου μεταπεμψάμενος ἤθροιζε τὰς δυνάμεις εἰς τὴν Ἀντιγονίαν . ἔκρινε δὲ στρατεύειν ἐπὶ τὴν Αἴγυπτον . αὐτὸς
6156656 ἐκδυς
τὸν Εὔξεινον πόντον σωθέντα πρὸς Αἰήτην διεκόμισεν : ᾧ καὶ ἐκδὺς ἔδωκε τὴν χρυσῆν δοράν , ὅπως μνημόσυνον ἔχῃ :
ἐπιστάμενα κρίνειν , καὶ εἴ τις ὄκνος κατέχει , τοῦτον ἐκδὺς μὴ κρύπτε τὴν δύναμιν : ὑπισχνοῦμαι δέ σοι καὶ
6155338 γυμνην
φίλην : τῶν γὰρ δὴ σαρκῶν τὴν χέλυν αὐτῆς ἀποφαίνει γυμνήν , καὶ προσχρησάμενος ἀγκῶσι , καὶ τούτους αὐτῆς ἐπιθεὶς
μὲν οὖν Ἀκταίων κυνηγέτης ἦν , καὶ εἶδε τὴν Ἄρτεμιν γυμνήν . ἦν δὲ ἀθέμιτον τοῦτο , τὸ τοὺς θεοὺς
6141046 πομπην
' ὁ Ῥόδιος ἐν τετάρτῃ περὶ Ἀλεξανδρείας διαγράφων τὴν γενομένην πομπὴν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Πτολεμαίου τοῦ Φιλαδέλφου καλουμένου βασιλέως ὡς μέγα
ἦλθεν ἡ τοῦ Εὐβούλου θυγάτηρ Ἀναξὼ κανηφοροῦσα τῇ Ἀρτέμιδι καὶ πομπὴν ἐπαγομένη τῇ θεῷ . αὐτὴ δὲ παρακληθεῖσα ὑπὸ φίλης
6138825 κατευθυνων
πᾶσι τοῖς ἱστίοις εὐτρεπιζομένην , συνίησιν ὅτι ἔστι τις ὁ κατευθύνων ταύτην καὶ εἰς τοὺς προκειμένους λιμένας κατάγων , οὕτως
, καθάπερ ἐκεῖνος ἐποίησεν , ἀλλ ' ἀτεχνῶς χρυσῇ ψυχῇ κατευθύνων τὴν οἰκουμένην , μεγάλα μὲν ἐκ τοῦ γένους ἔχων
6136087 ἁρμαμαξαν
; Συχναῖς καὶ ἅμα τῇ κόρῃ παρεσκεύασε πομπὴν ἐπιφανῆ , ἁρμάμαξάν τε λαμπρὰν καὶ ἐσθῆτα σοβαρὰν καὶ θεραπείαν συχνὴν εὐνούχων
; Συχναῖς καὶ ἅμα τῇ κόρῃ παρεσκεύασε πομπὴν ἐπιφανῆ , ἁρμάμαξάν τε λαμπρὰν καὶ ἐσθῆτα σοβαρὰν καὶ θεραπείαν συχνὴν εὐνούχων
6130995 Δαναην
τοῦ αἵματος τοῖς βωμοῖς , ἕως καὶ αὐτὴν κατέσφαξαν . Δανάην δὲ τὴν Λεοντίου τῆς Ἐπικουρείου θυγατέρα ἑταιριζομένην καὶ αὐτὴν
ἀπὸ Δανάης . χρυσῷ γὰρ ἀπεικασθεὶς ὁ Ζεὺς ἔφθειρε τὴν Δανάην ἐκ τοῦ στέγους εἰσελθὼν ἐξ ἧς γεννᾶται . *
6128375 ἀρνα
προσάγουσι τὰς θυσίας , βοῦν μὲν ἀροτῆρα ὁ γεωργός , ἄρνα δὲ ὁ ποιμὴν καὶ αἶγα ὁ αἰπόλος , ὁ
ἀπὸ γονῆς εἴποις ἂν μοσχίον , τὸν δ ' ἔτειον ἄρνα , εἶτα ἀμνόν , εἶτα ἀρνειόν , ὃς καὶ
6126545 τριχα
οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα γὰρ τὴν τρίχα λέγεσθαι . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος κυρίως ἀκούει τὸ τοῦ
δεικνύμενος Αἰακόν τε ἄγων εἰς ἀκμὴν καὶ νεότητα δευτέραν καὶ τρίχα τὴν ταύτης , ἣν παρ ' Ὁμήρου λαβὼν ἡμῖν
6120077 Χλοην
μακραῖς ἐπήλειψε : καὶ ἐκαθέζετο τὸ ἐντεῦθεν ὄρνιθας καὶ τὴν Χλόην μεριμνῶν . Ἀλλ ' ὄρνιθες μὲν καὶ ἧκον πολλοὶ
ῥοίζῳ πολλῷ τὰς αἶγας εἰς τὴν νομήν : καὶ τὴν Χλόην φιλήσας καὶ τὰς Νύμφας προσκυνήσας κατῆλθεν ἐπὶ θάλασσαν ,
6107049 ἀγροικικην
ἡ μέλλουσα τιμωρεῖσθαι , ἡ Ἀντιόπη , συναθροίσαντες πᾶσαν τὴν ἀγροικικὴν χώραν , ἅμα αὐτοῖς ἀπελθόντες ἐφόνευσαν τοὺς στρατιώτας ,
παθητικὸς παρακείμενος καὶ ἑξῆς : τυχὸν καὶ τοῖς μὴ τὴν ἀγροικικὴν ἐκτιναξαμένοις κόνιν τὰ τοῦ κανόνος πρόδηλα . Ἰστέον δὲ
6104672 σκηνην
νῦν καλοῦμεν , ἠγμένος , ὑποκριταῖς μὲν προσλαλῶν ἄλλοις μέτροις σκηνὴν πρὸς αὐτὴν ἦν ὁρῶν κωμῳδίας , αὐτῶν ἀπελθόντων δὲ
τὰ βασίλεια , τοῦ δ ' ἅρματος ὄντος τετρακύκλου καὶ σκηνὴν ἔχοντος συνέβη τοὺς ἵππους διαταραχθέντας ἐξενεγκεῖν αὐτόν . τοῦ
6095077 Δικτυν
σὺν αὐτῷ ἐκ τῆς κεφαλῆς τῆς Γοργόνος ἐν Σερίφῳ , Δίκτυν μὲν Περσεὺς ἀπολείπει ἐν τῇ Σερίφῳ βασιλεύειν τῶν λελειμμένων
. Σέριφος δ ' ἐστὶν ἐν ᾗ τὰ περὶ τὸν Δίκτυν μεμύθευται τὸν ἀνελκύσαντα τὴν λάρνακα τοῖς δικτύοις τὴν περιέχουσαν
6093744 Πασιφαην
τὸν δὲ Ποσειδῶνα μηνίσαντα τῷ Μίνῳ ποιῆσαι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ Πασιφάην ἐρασθῆναι τοῦ ταύρου . διὰ δὲ τῆς τούτου φιλοτεχνίας
Πασιφάη , Δαίδαλον δὲ ποιῆσαι βοῦν ξυλίνην καὶ ἐγκλεῖσαι τὴν Πασιφάην εἰς αὐτήν : οὕτω τε τὸν ταῦρον ἐπιβάντα μιγῆναι
6087307 ὠκυποινον
ἔχει γὰρ οὕτως : τὴν παλαιγενῆ γὰρ λέγω παραβασίαν τὴν ὠκύποινον καὶ τὴν ταχέως τιμωρηθεῖσαν , εὖτε καὶ ὁπηνίκα ὁ
Λαΐου γενομένην πάλαι παράβασιν τῶν χρησμῶν τοῦ Ἀπόλλωνος , τὴν ὠκύποινον , τὴν ταχέως τιμωρήσασαν καὶ μετελθοῦσαν ἐκεῖνον . μένει
6071114 μαντειαν
] “ κλαίειν ” ἀττικόν τὸν ὄρνιν τοῦ θεοῦ ] μαντείαν , σύμβολον χαιρήσεις ] ἐκ τοῦ “ χαιρῶ ”
τοῦ οὖν . διὰ δὲ τοῦ οὖν ὥσπερ ὀφειλομένην τὴν μαντείαν αὐτοῖς ἀποδίδωσι , λέγων : ἐπακούσατε οὖν , ὥσπερ
6067668 ἀσπιδα
ὅτι οὐκ ἀντανῆγεν , ἀποπλέοντας τοὔμπαλιν παρ ' αὐτὸν ἆραι ἀσπίδα κατὰ μέσον τὸν πλοῦν . οἱ δὲ ταῦτα ἐποίησαν
εἰσελθὼν εἰς τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος ἱερὸν ἐπέδειξεν ἣν Μενέλαος ἀνέθηκεν ἀσπίδα , διασεσηπυῖαν ἤδη , μόνον δὲ διαμένειν τὸ ἐλεφάντινον
6061010 τριαιναν
ἂν ἠδυνήθη Ἡρακλῆς τῷ ῥοπάλῳ ἀντιμάχεσθαι πρὸς τὴν τοῦ Ποσειδῶνος τρίαιναν καὶ νικῆσαι ; ἡνίκα ὁ Ποσειδῶν στὰς περὶ τὴν
. ἐπεβοᾶτο . τὸν Ποσειδῶνα δηλονότι . μεγαλόκτυπον . * τρίαιναν ἀπὸ τοῦ τρία καὶ τοῦ αἰνόν , τὸ χαλεπόν
6059685 κωπην
ἐπιβάλλουσι λίθον : καὶ παραστᾶσαι τρεῖς ἑκατέρωθεν πρὸς τὴν μίαν κώπην , οὕτως ἐζωσμέναι δυσπροσόπτως ὥστε μόνον τὴν αἰσχύνην τοῦ
: ἕλκει δὲ ἱμᾶσιν εἰς τοὔπισθεν ἀρτήσας δέμας ὡς ναύτης κώπην : ἄλλως : ὥσπερ δὲ ναύτης ζάλης οὔσης κρατεῖ
6050200 Ἀριαδνην
ἢν ὀπίσω πλέῃ τοῦ ταύρου κρατήσας : τούτων λήθην ἔσχεν Ἀριάδνην ἀφῃρημένος : ἐνταῦθα Αἰγεὺς ὡς εἶδεν ἱστίοις μέλασι τὴν
προειρημένων ἐννοιῶν , οἷον εἰ λέγοις ὅτι γαμοῦντος Διονύσου τὴν Ἀριάδνην παρῆν ὁ Ἀπόλλων νέος ὢν καὶ τὴν λύραν ἔπληττεν
6044981 Ἀλκμηνην
βουλόμενος ἐκδικῆσαι , παραδοὺς τὴν βασιλείαν Ἀμφιτρύωνι καὶ τὴν θυγατέρα Ἀλκμήνην , ἐξορκίσας ἵνα μέχρι τῆς ἐπανόδου παρθένον αὐτὴν φυλάξῃ
ἀνέβη ποτὲ εἰς οὐρανοὺς διὰ κάλλος γυνή , ἀλλ ' Ἀλκμήνην μὲν ἔχει πένθος καὶ φυγή , Δανάην δὲ λάρναξ
6044703 ἱερειαν
' ἐν τοῖς ἄλλοις ποιήμασιν εἰσαγέτω Ἥραν ἠλλοιωμένην , ὡς ἱέρειαν ἀγείρουσαν Ἰνάχου Ἀργείου ποταμοῦ παισὶν βιοδώροις : καὶ ἄλλα
τραγῳδοποιῶν , οἵτινες Ἥραν τε τὴν Διὸς παράκοιτιν ἔφασαν εἰς ἱέρειαν μεταμορφωθεῖσαν τοιοῦτον βίου σχῆμα ἀναλαβεῖν νύμφαις κρηνιάσιν , κυδραῖς
6043749 ἀξινην
δὲ ἐθρήνει ὀλολύζουσα οὕτως : Οὐ τοσοῦτον νῦν μέμφομαι τὴν ἀξίνην τὴν κόπτουσάν με ταῖς χερσὶ τῶν ἀνθρώπων ὡς τοὺς
Πεισάνδρῳ : ὃ δ ' ὑπ ' ἀσπίδος εἵλετο καλὴν ἀξίνην εὔχαλκον ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ μακρῷ ἐϋξέστῳ : ἅμα δ

Back