ἡ μὲν τὸ θερμόν , ἡ δ ' ἑτέρα τὸ μετάκερας . Εἶτ ' οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φυτόν ὑπεναντιωτάτοις | ||
πρόσεχε δή . Ἀνεβόης ' ὕδωρ ἐνεγκεῖν θερμόν , ἄλλος μετάκερας . Πῖνε , παῖζε : θνητὸς ὁ βίος , |
σοφίης πέρι δηρισάντοιν , γνοίης χ ' ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι . τῆμος δ ' ἠέλιος μὲν ἐν αἰθέρι μώνυχας | ||
, ἔνθα μοι ἵπποι δώδεκα θήλειαι , ὑπὸ δ ' ἡμίονοι ταλαεργοὶ ἀδμῆτες : τῶν κέν τιν ' ἐλασσάμενος δαμασαίμην |
ὄρνιθες ἄπληστον κλύζονται ἐνιέμεναι ὑδάτεσσιν : Ἢ λίμνην πέρι δηθὰ χελιδόνες ἀΐσσονται γαστέρι τύπτουσαι αὔτως εἰλεύμενον ὕδωρ : ἢ μάλα | ||
βοτάνη ἐστί , καὶ φυέται καθ ' ὃν καιρὸν αἱ χελιδόνες φαίνονται . δαύκειον : ὅπερ Ἀπολλόδωρός φησιν ἐν τῷ |
ἐκ τῶν ὀρεινῶν μᾶλλον ληφθεῖσαν τόπων . ἐπειδὰν οὖν καλῶς ἑψηθῶσιν αἱ βοτάναι καὶ πᾶσαν αὐτῶν ἀπολύσωσι τὴν δύναμιν , | ||
τὰ τοιαῦτά ἐστιν , ὅταν εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ ὕδατος ἑψηθῶσιν αἱ κωδύαι . καὶ διὰ τοῦ γλυκέος δὲ σιραίου |
ἔχων τὰ ἄρθρα διῃρημένα , ἐξ ὧν ἄρθρων αἱ τριχώδεις φυλλάδες πέφυκαν . ἐκ τοῦ δὲ εἶναι , αὐτὸ σαλπίγγιον | ||
που ταμίσοιο ποτὸν διεχεύατο θρόμβους , καὶ χλοεραὶ μίνθης ἄπο φυλλάδες ἠὲ μελίσσης ἠὲ καὶ ἐνστύφοντι ποτῷ μεμορυχμέναι ὄξευς . |
τῇ μέντοι ξηρᾷ γῇ καὶ λεπτογείῳ καὶ ψαμμώδει αἱ τοιαῦται ἄμπελοι οὐχ ἁρμόζουσιν , ἀλλ ' ὅσαι πυκνὰς ἔχουσι τὰς | ||
πεποιημένῳ διαχρέωνται : οὐ γάρ σφί εἰσι ἐν τῇ χώρῃ ἄμπελοι . Ἰχθύων δὲ τοὺς μὲν πρὸς ἥλιον αὐήναντες ὠμοὺς |
λόγους ἔχειν μὴ τοὺς αὐτούς . πολλὰς γὰρ καὶ τὸ ἁλουργὸν ἔχει διαφορὰς καὶ τὸ φοινικοῦν καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον | ||
καὶ πάλιν ὀκτὼ τὰ ἁπλούστατα χρώματα , λευκὸν ξανθὸν φοινικοῦν ἁλουργὸν πράσινον φαιὸν κυανὸν μέλαν , ἑπτὰ ἑκάτερα ποιεῖ , |
Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . πλακοῦντος εἶδός ἐστιν οἱ στρεπτοὶ , ὡς καὶ παρ ' ἑτέροις . Στρομβιχίδης : | ||
ὑποδερίδες , ἦ που δὲ καὶ ὅρμοι καὶ ἴσθμια καὶ στρεπτοὶ καὶ στόμια καὶ πλόκια καὶ μαλάκια , καὶ τανθαρυστοὶ |
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . Κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . : | ||
, πανσπερμία ἐν γλυκεῖ ἡψημένη : χίδρον δὲ οἱ ἑφθοὶ πυροί . κηρίναν δὲ ὀπώραν λέγει τὸ μέλι . καὶ |
ζῷα οἴδασιν ἀφ ' ἑαυτῶν οὐ μόνον τίνες αἱ βλαβεραὶ βοτάναι καὶ τίνες αἱ ὠφέλιμοι , ἀλλὰ καὶ ποία ποίῳ | ||
εἰς σύμφωνον χλόη . ῥεέθροις : ῥεύμασιν . Ποῖαι : βοτάναι . χθαμαλαί : σμικραὶ , ἁπαλαί . ποῖαί τε |
δὲ δοκεῖ , ἐφράσσετο σανίσιν ἡ ἀγορὰ , καὶ κατελείποντο εἴσοδοι δέκα , δι ' ὧν εἰσιόντες κατὰ φυλὰς ἐτίθεσαν | ||
, ἐπιχειρήσει πράγμασιν ἀνοήτοις καὶ ἐπικτήσεται πλοῦτον καὶ προστεθήσονται αἱ εἴσοδοι αὐτοῦ καὶ ὠφέλειαι καὶ δωροδοκηθήσεται κρυφίως καὶ θαλάττιος γενήσεται |
, δι ' ἧς φέρεται ὁ Ἰσμηνὸς ποταμός . * Κῶπαι : πόλις Βοιωτίας αἱ Κῶπαι , ἔνθα ἡ Κωπαστὶς | ||
τοὺς ἰχθύας αὐτῶν . τὸ ἐθνικὸν Κωνώπιος καὶ Κωνωπιεύς . Κῶπαι , πόλις Βοιωτική . Ὅμηρος „ Κώπας Εὔτρησίν τε |
τὸ λαμπρόν : ὑαλόεν τὸ διαφανές : ὑαλίης εἰκαῖος , βλοσυρός : Ὕης Ζεὺς , ὄμβριος : υἱός . Ἡ | ||
φλίβω θλίβω , οὕτως φλιμάζω βλιμάζω . . . . βλοσυρός : καταπληκτικός : παρὰ τὸ βλέπειν . καὶ † |
πρῶτα πειρᾶσθαι . καὶ Πλάτων ἐνταῦθα . ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία . παροιμία , ἐν πίθῳ τὴν κεραμίαν , ἐπὶ | ||
τὸ λεγόμενον κατὰ τὴν παροιμίαν ὑμῖν συμβαίνῃ ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη . λέγετε οὖν τί τούτων ἢ φατὲ ὑμῖν |
. μόνοις δὲ ὀδοῦσι λυμαίνεται . τοῖς δὲ αἷμα πτύουσιν ἑψηθεῖσαι χρήσιμον ἔδεσμα . εἰ δέ τις προφαγὼν ῥαφανίδα πληγὴν | ||
πλέον ἑψεῖν χρή : κάλλισται δ ' εἰσὶν αἱ δὶς ἑψηθεῖσαι . καὶ ἡ τοῦ ἄρου δὲ ῥίζα παραπλησίως ἐσθίεται |
] συνίζησις . ἀεξιφύλλους ] αὔξουσι γὰρ ἐν ταῖς ἀκταῖς πόαι . ἡμέτερα + ὅρα τὴν σύνταξιν . ἀφεὶς τὴν | ||
ἀρχὰς πρὶν νομώδη τινὰ διάθεσιν συστῆναι . καὶ ψύχουσαι δὲ πόαι μετ ' ἀλφίτων λεπτῶν ἐμψύχουσιν ἱκανῶς , καὶ φοίνικες |
τὸ ἀκόνιτον καὶ ὁρμήσωσιν ἐπὶ τὴν κόπρον , ἀνασπῶσιν οἱ ποιμένες , καὶ περιαλλόμεναι , τουτέστιν ἐπιπηδῶσαι , ἀποθνῄσκουσιν . | ||
ἀτέχνων ἐπαινούμενος , κἂν εἰ περιστάντες αὐτὸν παῖδες συφορβοὶ καὶ ποιμένες θαυμάζοιεν καὶ κροτοῖεν , ἐπαίρεσθαι ἐπ ' αὐτῷ τούτῳ |
σύννομον τῆς κυφονώτου σῶμ ' ἔχουσα σηπίας , ξιφηφόροισι χερσὶν ἐξωπλισμένη τευθίς , μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥιπίσμασιν | ||
σύννομος τῆς κυφονώτου σῶμ ' ἔχουσα σηπίας , ξιφηφόροισι χερσὶν ἐξωπλισμένη τευθὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν , |
ἐξ οὗ περ πάντες ποταμοὶ καὶ πᾶσα θάλασσα καὶ πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν : ἀλλὰ καὶ ὃς δείδοικε | ||
μέγ ' ἐθήλεον , αἱ δ ' ὑπὸ τῇσιν ἀέναοι κρῆναι πίσυρες ῥέον , ἃς ἐλάχηνεν Ἥφαιστος : καί ῥ |
τις τὴν Πουλυτίωνος οἰκίαν κεκτημένος εἴη , οὐδὲν ἂν πλουσιώτερος δοκοῖ εἶναι ἢ εἰ παρ ' ἡμῖν τὸν Λυκαβηττόν . | ||
' ἐκείνους ἥκει τοὺς λόγους , ὅτι τοῖς ἀνθρώποις εἶναι δοκοῖ θεός . φησὶ δὲ ἀφ ' οὗ γέγονε καὶ |
καὶ σπερματίαν ὠνόμαζον . τήθη , κογχύλια , ὄστρεα , πορφύραι , κήρυκες , κάραβος , ἀστακός , χῆμαι , | ||
ληφθέντα συνδιαφθείρει καὶ τὰ ἄλλα . Τὰ μικρὰ χημία , πορφύραι καὶ κήρυκες ὅσα τε ἄλλα τῶν ὀστρακοδέρμων σκληρὰν ἔχει |
εἴ τις ἔλαιον ῥεφανίνῳ , τὸ δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ | ||
τό τε κίϲϲινον καὶ τὸ διὰ τοῦ ἠριγέροντοϲ καὶ τὸ μελάγχλωρον ἥ τε Ἰνδικὴ καὶ ἡ ἁρμονία καὶ ἡ Ἀθηνᾶ |
ἐν ἁλὶ κύειν . Ἀντίγονός φησιν , ὅταν γηράσωσιν αἱ ἁλκυόνες , κηρύλους καλεῖσθαι . Ἀριστοτέλης δὲ διῄρησεν ἁλκυόνα καὶ | ||
Νηρηΐδων . . . Λευκοθέαν , Παλαίμονα , Ἀφροδίτην . ἁλκυόνες οὖν ἐκλήθησαν παρὰ τὸ ἐν ἁλὶ κύειν . Ἀντίγονός |
οἱ δὲ νεώτεροι αἰεὶ τοῦτο ποιήσαντες ὀχεύουσιν . καὶ αἱ θήλειαι δ ' ἀλλήλας ἀναβαίνουσιν , ὅταν ἄρρην μὴ παρῇ | ||
ληφθεὶς ] ἐπτοήθη . . . . . ὅτι αἱ θήλειαι κέρατα οὐ φύουσιν . ἐκαλεῖτο δὲ ἡ ἔλαφος Κερυνία |
χρυσῶν μαζονόμων φέροντες , ἑκατὸν εἴκοσι . Μεθ ' οὓς Σάτυροι τεσσαράκοντα , ἐστεφανωμένοι κισσίνοις χρυσοῖς στεφάνοις : τὰ δὲ | ||
ὄνου τὰ πολλὰ ὀχούμενος , Λυδὸς οὗτος , οἱ δὲ Σάτυροι ὀξεῖς τὰ ὦτα , καὶ αὐτοὶ φαλακροί , κεράσται |
ὄργανόν τι ψαλτήριον . μέρη δὲ τῶν ὀργάνων νευραί , χορδαί , λίνα , μίτοι , τόνοι , πήχεις , | ||
τὸν σαπέρδην ἀποτῖλαι χρὴ κᾆτ ' ἐκπλῦναι καὶ διαπλῦναι . χορδαί , φῦσκαι , πασταί , ζωμός , χόλικες ἐν |
τοῦ ὧδε Δωρικῶς τροπῇ τοῦ ω εἰς α . καὶ ἀκρίδες : ἀκρίδες λέγονται τὰ πωλία τὰ καθήμενα εἰς τὰ | ||
ἡμιόνους , τοὺς πιστεύοντας αὐτῷ , οὐδ ' ὅσον αἱ ἀκρίδες τὸν νοῦν ἔχοντας . Ἐγὼ δέ , ὦ πάτερ |
οἷον διὰ τί ἡ λίθος ἡ μαγνῆτις ἕλκει καὶ τὸ ἤλεκτρον καὶ ἡ σικυῖα ; πάντων γὰρ τὸ αὐτὸ μέσον | ||
ποτὲ ἄργυρον διὰ τὸν χρυσὸν , ποτὲ χαλκὸν διὰ τὸ ἤλεκτρον , ποτὲ μόλυβδον διὰ τὸν μόλυβδον . Αὕτη ἡ |
τούτου οὖν φησιν ὅτι “ ἀηδίσομέν σε , ἐπεὶ καὶ αἶγες ἐκ τῆς κόπρου ἀηδίζονται ” . ἄλλως “ μινθώσομεν | ||
ἕκαστον ἐρωτῶντες , ἐρῶ καὶ τἄλλα ἅ ἐστιν ἡμῖν : αἶγες ὀκτὼ θήλειαι , βοῦς κολοβή , μοσχάριον ἐξ αὐτῆς |
τε νεκρούς ἀμφί τε δυσπαλέας ῥίζας χθονός , οἷα γυναῖκες φαρμακίδες : τρομερῷ δ ' ὑπὸ δείματι πάλλετο θυμός τὴν | ||
καὶ καταδήσομαι , ἤγουν καταμαγεύσω : δεσμεύειν γάρ φασιν αἱ φαρμακίδες , ὅταν πρὸς κατοχήν τινα παρ ' αὐταῖς καταμαγεύσωσιν |
Ἀλκιβιάδου οὐδὲν διάφορον τῶν Βακχῶν ἐπεπόνθειν . καὶ γὰρ αἱ Βάκχαι ἐπειδὰν ἔνθεοι γένωνται , ὅθεν οἱ ἄλλοι ἐκ τῶν | ||
: αἵτινες , καὶ αὗται . Βάκχοιο : Διονύσου . Βάκχαι : τιθήναι παρδάλεις Διονύσου , καὶ δεῖγμα ταύταις τὸ |
ὁρμενόεντα : τῶν λαχάνων αἱ ἄνθαι ὁρμενὰ καλοῦσι , καὶ ἐξορμενίζειν τὸ ἐκβλαστάνειν καὶ ἐξανθεῖν ὁρμενόεντα : βεβηκότα καὶ κατὰ | ||
: τῶν γὰρ λαχάνων αἱ ἄνθαι ὄρμενα καλοῦνται , καὶ ἐξορμενίζειν τὸ ἐκβλαστάνειν καὶ ἐξανθεῖν . λέγε οὖν ὄρμενα , |
καθήμενον τὸν Ἥφαιστον χαλκεύειν : καλεῖται δὲ ὁ τόπος οὗτος κρατῆρες , διὰ τὸ μεστὸς εἶναι πυρός † οὐκ ἔστιν | ||
ἐπεσθίων τοῦ ἄρτου . ἐπειδὰν δὲ ἱκανῶς ἔχωσιν , ἐσφέρονται κρατῆρες ἀργυροῖ τε καὶ χρυσοῖ , δέκα συμπόταις ἀποχρῶν εἷς |
αὐτῆς οἴνῳ ἔρραινον . καὶ φασὶν , ὅτι ζηλοτυποῦσαι αἱ Θετταλαὶ γυναῖκες ἐφόνευσαν αὐτὴν ξυλίναις χελώναις τύπτουσαι ἐν τῷ ἱερῷ | ||
Εἴ τινα οἶσθα , Βακχί , γραῦν , οἷαι πολλαὶ Θετταλαὶ λέγονται ἐπᾴδουσαι καὶ ἐρασμίους ποιοῦσαι , εἰ καὶ πάνυ |
ἡλιοτρόπιον , βούτομον , βάτοι , ἵππουρις , καλαμίνθη , κάλαμοι λεπτοὶ καὶ ἁπαλοί , καλλίτριχος ἣ καὶ ἀδίαντος , | ||
ἐπειδὰν ἐπὶ τῆς ἠιόνος κτύπος συμφωνίας γένηται , πάντες οἱ κάλαμοι χορεύουσι καὶ ὁ βασιλεὺς σὺν αὐτοῖς χορεύων παραγίνεται ἐπὶ |
δυναμένους ἐκπληροῦν τὴν φυσικὴν τοῦ σώματος ἔνδειαν , τό τε κιβώριον δαψιλέστατον ὑπάρχον φέρει τὸν καλούμενον Αἰγύπτιον κύαμον . ἔστι | ||
κυάμου Αἰγυπτίου τὸ μέγεθος , ὅ τινες ἐπιχωρίως κίθη καὶ κιβώριον καλοῦσι . χρήσιμος δὲ καὶ ὑδρωπικοῖς καὶ ἰκτερικοῖς μετὰ |
καὶ ὁ τοῦ νίτρου ἀφρὸς καὶ τὸ βερενίκειον , καὶ ἐλλέβοροι ἀμφότεροι καὶ τὸ δάφνινον ἔλαιον καὶ τὰ ἀλκυόνια καὶ | ||
καὶ τῶν ἄλλων ὀστρέων κεκαυμένα τὰ ὄστρακα ἀλκυόνιά τε καὶ ἐλλέβοροι καὶ ἡ τῆς βρυωνίας ῥίζα . βουλόμενος δ ' |
ὄντων . ΓΘ ἄλλως : ἐστενωμένοις . τοιαῦται δὲ αἱ πυγαὶ τῶν ναυτῶν διὰ τὴν συνεχῆ ἕδραν καὶ εἰρεσίαν . | ||
ἀντίκειται , γλουτοῖς δὲ ἐπίκειται , οἳ καὶ κοχῶναι καὶ πυγαὶ προσαγορεύονται , καὶ προχῶναι παρ ' Ἀρχίππῳ ἐν τῷ |
ἐφ ' ᾧ ἦν ἄρτος , κρέας , τυρός , ἐλαῖαι , ἰσχάδες : καί φησιν ἔσθιε . καλῶς ληφθεὶς | ||
ἐλαίου θερμοῦ ὄντος τοῦ ἡλίου . εἰ δὲ μὴ ὦσιν ἐλαῖαι , ἁπαλοὺς κλάδους τῆς ἐλαίας κόψας , τὸ αὐτὸ |
ἥλιον . Ἴβυκος δὲ πάντα τὰ ἄστρα σείρια λέγει . σελῆναι : πέμματα πλατέα κυκλοτερῆ . σηκός : σημαίνει μὲν | ||
τοῖς θεοῖς καὶ μετὰ τῶν σπλάγχνων ἔθυον . αἱ δὲ σελῆναι πέμματα ἦσαν πλατέα κυκλοτερῆ . πέλανοι δὲ πέμματα ἐκ |
ξίφη δ ' ἀμφίστομα καὶ σιδήρῳ δια - φόρῳ κεχαλκευμένα φοροῦσιν , ἔχοντες σπιθαμιαίας παραξιφίδας , αἷς χρῶνται κατὰ τὰς | ||
κοσμοῦνται : χρυσοφοροῦσι γὰρ καὶ διαλίθῳ κόσμῳ χρῶνται σινδόνας τε φοροῦσιν εὐανθεῖς , καὶ σκιάδια αὐτοῖς ἕπεται : τὸ γὰρ |
καλὰ κύπελλα τετυγμένα νωμήσαντο . καὶ χρύσεια δέπαστρα καὶ ἀσκηθὲς κελέβειον ἔμπλειον μέλιτος , τὸ ῥά οἱ προφερέστερον εἴη ἀτὰρ | ||
. ἀλλαχοῦ δέ φησιν : καὶ χρύσεια δέπαστρα καὶ ἀσκηθέος κελέβειον ἔμπλειον μέλιτος , τό ῥά οἱ προφερέστερον εἴη . |
ἅλμης , λάβρακές τ ' ἀμίαι τε θρασύφρονες ἠδὲ χρέμητες πηλαμύδες γόγγροι τε καὶ ὃν καλέουσιν ὄλισθον γείτονα ναιετάουσιν ἀεὶ | ||
μνημονεύει . Ἀριστοτέλης δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων αἱ πηλαμύδες , φησί , καὶ οἱ θύννοι τίκτουσιν ἐν τῷ |
δὲ τὰς ἐλάας , ὅταν ὦσι περὶ τὸ ἀνθεῖν , κάμπαι κατεσθίουσιν , αἱ μὲν τὰ φύλλα αἱ δὲ τὰ | ||
αὐτοῦ οὐκ ἀπορρυήσεται : ἀλλὰ καὶ τὰ φυτευόμενα οὐ βλάπτουσι κάμπαι ἢ σκώληκες , ἐὰν σικύου ἀγρίου ῥίζαν ἀποβρέξας ἐν |
καὶ τἆλλα σκεύη ποιοῦνται . ἔπειτα τῶν καρπίμων οἱ μὲν ἄρρενες αἱ δὲ θήλειαι : διαφέρουσι δὲ ἀλλήλων , καθ | ||
θνητὰς ἐτράπου , ἅπαντες μεμίμηνταί σε , καὶ οὐχ οἱ ἄρρενες μόνον , ἀλλ ' , ὅπερ αἴσχιστον , καὶ |
λέγουσιν . Οἱ χόλικες μὴ λέγε , ἀλλ ' αἱ χόλικες θηλυκῶς . Ἐκτενῶς μὴ λέγε , ἀλλὰ δαψιλῶς . | ||
διαπλῦναι . χορδαί , φῦσκαι , πασταί , ζωμός , χόλικες ἐν δὲ Κλεωναῖς ὀξίδες εἰσίν . εἰκοβολοῦντες καὶ πλάττοντες |
λαὸς οὗτός ἐστιν , ὃν αὐτὸς ἐφύτευσεν : οἱ δὲ χάρακες οἱ ἅγιοι ἄγγελοί εἰσι τοῦ κυρίου οἱ συγκρατοῦντες τὸν | ||
μεθίησι βλαστὸν . [ Οἷον κλήματα καὶ κράδαι καὶ ἐλάας χάρακες ] ἐνίοτε δὲ καὶ μὴ καταπαγέντα , ἀλλ ' |
σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ πεδίον τὸ Τεγεητέων ἐργάζοντο . Αἱ δὲ πέδαι αὗται ἐν τῇσι ἐδεδέατο ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦσαν | ||
. , ἐκ δίκας δὲ καταδίκα , ἐκ δὲ καταδίκας πέδαι τε καὶ σφαλὸς καὶ ζαμία . Πανύασις δ ' |
ἀκατάληκτοι λζʹ , ὧν τελευταῖος τῆς γραὸς ἐπιπολῆς ἔνεισιν αἱ χύτραι . ἑξῆς δὲ τούτων καὶ τελευταῖοι παντὸς τοῦ δράματος | ||
. . μὴν : Λοιπόν . . αὗται : Αἱ χύτραι . ταῖς ἄλλαις χύτραις : Τῶν ἄλλων χυτρῶν . |
ἀνακλᾶται , ὥστε συμβαίνειν τὴν ἶριν . εἰσὶ δὲ αἱ ῥανίδες οὐ σχήματος μορφαὶ ἀλλὰ χρώματα φαίνεται . τὸ μὲν | ||
τῶν ἡλίου ἀκτίνων λάβῃ ὕδωρ καὶ πυτίσῃ , αἱ δὲ ῥανίδες ἀνάκλασιν πρὸς τὸν ἥλιον λάβωσιν , εὑρήσει γινομένην ἶριν |
καρποὶ δὲ ὥσπερ ἀμπέλου βότρυες κρέμανται . καὶ αἱ μὲν ὠλέναι τῆς κόρης ἄκρατον ἔχουσαι τὸ λευκὸν εἰς τὸ πελιδνὸν | ||
πῆχυν καὶ ἀναπαύων τοὺς δακτύλους πρὸς ἁπαλῷ τῷ ὤμῳ καὶ ὠλέναι ὑποκυμαίνουσι καὶ μαζὸς ὑπανίσταται καὶ οὐδὲ τὴν ἐπιγουνίδα ἐκλείπει |
θαλάττῃ ἐπικρέμασθαι , ὀπωρίζουσί τε προσπετόμενοι θαλάττιοί τε καὶ ἠπειρῶται ὄρνιθες : τὴν γὰρ ἄμπελον ὁ Διόνυσος παρέχει κοινὴν πᾶσι | ||
αὐτοῖς ἐκ πατρὸς καὶ μητρὸς γεγονέναι , οἷς ἑπόμενοι καθάπερ ὄρνιθες ἀγέλην μίαν ποιήσουσι , πατρονομούμενοι καὶ βασιλείαν πασῶν δικαιοτάτην |
σὺν ἄλλοις , οἳ παρ ' Ἀσωποῦ ῥοὰς μένουσιν , ἔνοπλοι γῆς Ἀθηναίων κόροι , σῶι παιδί , πρέσβυ , | ||
σπείραντος δὲ αὐτοῦ τοὺς ὀδόντας ἀνέτελλον ἐκ τῆς γῆς ἄνδρες ἔνοπλοι : ὁ δὲ ὅπου πλείονας ἑώρα , βάλλων ἀφανῶς |
ἀστραπαὶ βρονταὶ κομῆται δοκίδες πώγωνες λαμπάδες ἴριδες ἅλωες διάιττοντες ῥυμοὶ ῥύακες . λεκτέον δὲ περὶ μεταρσίων : περὶ γὰρ μετεώρων | ||
[ : μέγιστοι ] δ ' ἀπ ' αὐτῆς πυρώδεις ῥύακες ἐνέβαλλον εἰς τὴν θάλατταν . Ἡ γῆ δ ' |
τὸν ἐμὸν πλὴν εἴ τις ἄρ ' ὄρνις . Πωλῶ γαῦλον , κτῶμαι σμινύην , καὶ τὰς ὑδρίας ἀνορύττω . | ||
ἔπειθον , ἀλλ ' ἐξαιρεθέντες τε τὸν Δημοκήδεα καὶ τὸν γαῦλον τὸν ἅμα ἤγοντο ἀπαιρεθέντες ἀπέπλεον ὀπίσω ἐς τὴν Ἀσίην |
. ἐστὶ δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρυγόνες , κίχλαι , κόσσυφοι , λαγῴ , ἄρνες , | ||
λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ τρυγόνες πέρδικές τε καὶ ὅσον ἄλλο πτηνῶν πλῆθος ἦν . |
θανάσιμα . τὸ γοῦν κώνειον πιαίνει τοὺς ὄρτυγας καὶ ὁ ὑοσκύαμος τὰς ὗς , αἳ δὴ χαίρουσι καὶ σαλαμάνδρας ἐσθίουσαι | ||
στρύχνου τοῦ θαμνώδους τοῦ ὑπνωτικοῦ τῆς ῥίζης ὁ φλοιός , ὑοσκύαμος ὁ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ σπέρμα λευκὸν ἔχων |
τοῦτο , ὅπῃ ἐσχάραι εἶεν ἐκ πυρός , καὶ ὅπῃ νομαί τινες , μάλιστα ἐπὶ τῶν αἰδοίων . δεῖ δὲ | ||
σοι οἰκίαι ἦσαν ; πόσοι δὲ χῶροι ; πόσαι δὲ νομαί ; ἀπογράφοντος δ ' αὐτοῦ οἱ παρόντες τῶν Σκηψίων |
ἑρπετοδήκτους ὠφελεῖ . Θρίδαξ ὑγρὸν καὶ ψυχρόν ἐστι λάχανον , ἐδώδιμον καὶ πᾶσι γνωστόν , ὃ καὶ μαϊούλι λέγεται παρὰ | ||
εἴρηται τὰ ὀξύβαφα , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν εἰς τὴν ἐδώδιμον χρείαν , ὡς ἐν Ὄρνισιν Ἀριστοφάνης ὀξύβαφον ἐντευθενὶ προσθοῦ |
ἡ ὁπλὴ τοῦ ἵππου ὥσπερ ὄνυξ ἐστίν : οἱ γὰρ βόες χηλὰς ἔχουσιν . μῶλυ φυτὸν ἀλεξιφάρμακον . οἱ μὲν | ||
πρόβατα αὐτῶν ὡς ἄρνες , καὶ οἱ ὄνοι καὶ αἱ βόες σχεδὸν ὅσον κριοί , καὶ οἱ ἵπποι αὐτῶν καὶ |
' ὅτι τοῦτο ληφθὲν τὰς δύο προτάσεις ἐποίησεν , αἳ ὗλαί εἰσι τοῦ συλλογισμοῦ . ὡς συλλογισμοῦ οὖν ὕλη ἀλλ | ||
δ ' ἡ Νομαντία ποταμοῖς δύο καὶ φάραγξιν ἀπόκρημνος , ὗλαί τε αὐτῇ πυκναὶ περιέκειντο , καὶ μία κάθοδος ἦν |
μὲν [ ποταμὸς ὁ Κρᾶθις ] ἡμῖν καταφέρει μάζας μεγίστας αὐτομάτας μεμαγμένας , ὁ δ ' ἕτερος ὠθεῖ κῦμα ναστῶν | ||
ἦν ἄρα καὶ χρυσοῦν γένος καὶ νῆσοι μακάρων τινές , αὐτομάτας ἔχουσαι τροφάς , καὶ Ἡρακλέους κέρας καὶ Κυκλώπων βίος |
καθάπερ ἐκεῖ αἱ συμφωνίαι , οἷον τὸ ἁλουργόν , τὸ φοινικοῦν , τὸ χρυσοειδὲς καὶ ὀλίγα ἄττα τοιαῦτα , δι | ||
ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις |
ἤγουν τὸν Δία ὑετόν . σπινθῆρες . οὑτοιῒ μύκητες : μύκης ἐστὶν ὁ περὶ τὰς θρυαλλίδας σπινθήρ , ὃς διὰ | ||
ἀρούραις ] ἐν ταῖς ἀρούραις Κηφῆος ] Κηφεὺς Αἰθιοπίας βασιλεύς μύκης ὅθι κάππεσεν : μύκης κυρίως τὸ ἄκρον τοῦ ξίφους |
γινομένην . ἀφραδίῃ : παρήχησις : μωρίᾳ , ἀβουλίᾳ . προφερέστερον : τῶν ἰχθύων . προφερέστατον : προέχοντα , διαφέροντα | ||
' Ἀχαιοί : τῶν δ ' ἄλλων ἐμέ φημι πολὺ προφερέστερον εἶναι , ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σῖτον |
τῶν ἐν Ὑμηττῷ πόνων οὓς ἐν τῷ ὄρει πονοῦσιν αἱ μέλιτται . τοιοῦτον δὲ ὂν ὅμως ἡττᾶτο τῆς ἡδονῆς ἧς | ||
ὅμοιον μυρίκῃ , μικρότερον δὲ πολλῷ , οὗ τῷ ἄνθει μέλιτται χρώμεναι μέλι ἐργάζονται οὐ σπουδαῖον . ταύτης ἡ κόμη |
: καὶ γὰρ ποθέουσι μᾶλλον οἱ τοιοίδε , καὶ ὠφελέονται λουσάμενοι , καὶ βλάπτονται μὴ λουσάμενοι . Ἁρμόζει δὲ ἐν | ||
ἡμῶν στεφάνους μὲν τῶν ἀσταχύων ἀποτίθενται παρὰ τῇ θεῷ , λουσάμενοι δὲ τῷ ποταμῷ καὶ αὖθις στεφάνους ἐπιθέμενοι κισσοῦ πρὸς |
ἐκλέπουσι πολλόν τι χρῆμα τῶν τέκνων . Αἱ μέν νυν ἔχιδναι κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν εἰσι , οἱ δὲ ὑπόπτεροι | ||
Ἐπειδὴ δὲ συνεχῶς τοῖς γεωργοῖς τὰ ἰοβόλα ἐνοχλεῖ θηρία , ἔχιδναι καὶ φαλάγγια καὶ ὄφεις καὶ μυγάλαι ἰοβολοῦσαι , καὶ |
μόνου τοῦ ἐρᾶν γέγραπται . σκευὴ μὲν γὰρ ἠνθισμένη καὶ θύρσοι καὶ νεβρίδες , ἔρριπται ταῦτα ὡς ἔξω τοῦ καιροῦ | ||
τε καὶ παρα - δόξους ἐκδίδωσιν , ὥσπερ οἱ βακχεῖοι θύρσοι τὸ μέλι καὶ τοὺς ἑσμοὺς τοῦ γάλακτος . Μεγάλων |
τὸν τοῦ καλοῦ Λυαίου : σὺν τῶι δὲ πίνειν ἡμᾶς εὕδουσιν αἱ μέριμναι . Ἴδε πῶς ἔαρος φανέντος Χάριτες ῥόδα | ||
ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω . Ὅταν πίνω τὸν οἶνον , εὕδουσιν αἱ μέριμναι . τί μοι πόνων , τί μοι |
δεῦρο . „ τοῦτο δ ' ἐστὶ τί ; ” κριθαί . ” τί οὖν , ἀπόπληκτε , περιπλοκὰς λέγεις | ||
διαρρήξας θείῃ πεδίοιο . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀκοσταί , αἱ κριθαί , παρὰ τὸ ἄκος ἐμποιεῖν τοῖς ὀστέοις , ἵν |
ψύχοντα καὶ ὑγραίνοντα φυλάσσεσθαι χρή , οἷά ἐστιν ἰχθύων μὲν ἐγχέλυες καὶ γλάνιες καὶ ἔλλοπες καὶ χρέμητες , καὶ ὅλως | ||
κτένες , πίνναι , καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ ὀστρακόδερμα , ἐγχέλυες , κοχλίοι , ἐλάφεια κρέα , αἴγεια , βόεια |
πολὺ χρῆμ ' εἰς ἡδονὴν ἠταλλαβεῖν . οὐ γάρ τινες παροψίδες εἴς ' , ἀντιβολῶ σε ; ἁλιευόμενός ποτ ' | ||
τυρὸς οὐδ ' ἐλαῶν γένη οὐδὲ παρέχουσαι κνῖσαν ἡμῖν πλείονα παροψίδες καὶ λῆρος , ἀλλὰ παρετέθη ὑπερηφάνως ὄζουσα τῶν Ὡρῶν |
] μαλακαῖς , ἠρέμα γὰρ ἐπέτοντο ὡς παρθένοι πτερύγων ] Ὠκεανίδες πτερωταὶ γὰρ ἦσαν ῥιπαῖς ] ὁρμαῖς ὑποσυρίζει ] ὑπηχεῖ | ||
ἐπιρρήματα . τίς ἀχώ , τίς ὀδμά : Ἴσως αἱ Ὠκεανίδες εὐωδίας ἔπνεον . αἰσθητὴ δὲ ἡ ὀδμή , οὐχ |
ἡ κλίνη νομίσματος ἑνός ἐστιν ἀξία , αἱ πέντε δηλονότι κλῖναι πέντε νομισμάτων εἰσὶν ἄξιαι . εἰσὶ δὲ τὰ πέντε | ||
βολα γὰρ τὰ κοινά : οἷον οὐκ ἂν φήσαιμεν “ κλῖναι ἐπὶ δόρυ , ” ἀλλ ' “ ἐπὶ δόρυ |
εἰς α ποιεῖ τὴν αἰτιατικήν , ἔρωτες ἔρωτας . ὦ βότρυες . Ἑνικά . Ὁ βοῦς τοῦ βοός : τὰ | ||
οἰνῶδες , καὶ εὔχρηστον πρὸς ἀπάτην ἀῤῥώστων , καὶ οἱ βότρυες ἀκέραιοι φυλάττονται . Παραινοῦσί τινες οὐκ ἐκ τοῦ ἄνωθεν |
ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ καθαρόν . πάρκεινται δ ' ἄρτοι ξανθοὶ γεραρή τε τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη : | ||
καὶ πόλεων κατάρξουσιν , ἂν Ζεὺς προσεπιβλέπῃ : ἄσπροι , ξανθοὶ τὰ πρόσωπα , ὀφθαλμοὶ δὲ ψεκτέοι , πόνοι περὶ |
. * σκυρόωσι : ἀπὸ τῆς σκύρας ὠνοματοποιήθη . * καυλεῖα : ἤγους τοὺς βλαστούς * φαγοῦσαι : φυσοῦσαι . | ||
, ἐν ταῖς ἐσχατιαῖς περὶ τὰ πρόποδα τῶν ὀρῶν τὰ καυλεῖα αὐτῆς , τουτέστι τῆς βουπρήστιδος , φάγωσιν ὁππότε θῆρα |
πάλ - λιον : καὶ γὰρ ἦν αὐτῇ ἱμάτια καὶ περίζωμά τε καὶ ἀμπεχόνια δύο . . . + . | ||
πάλ - λιον : καὶ γὰρ ἦν αὐτῇ ἱμάτια καὶ περίζωμά τε καὶ ἀμπεχόνια δύο . . . + . |
τὸ δεξόμενον ; κἀνταῦθα οἷς ἦσαν ὄνοι καὶ ἡμίονοι καὶ κάμηλοι , σεμνοί τε καὶ τὰς ὀφρῦς ἐν τῷ μισθοῦν | ||
, ἃ ηὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα , καὶ αἱ κάμηλοι δὲ τότε ἐλήφθησαν , ἃς Ἀγησίλαος εἰς τὴν Ἑλλάδα |
κατὰ βραχὺ ἐμψύχοντα ὅσον ἐπιδέχεται , καὶ ἑνώσας χρῶ . Ἐπιτήδειοι δὲ εἰς τοῦτό εἰσι χυλοὶ τοῦ τε ἀειζώου καὶ | ||
' ἂν μή , μηδενὶ τρόπῳ πρᾶξαι ἂν ἐθέλειν . Ἐπιτήδειοι γάρ , ἔφη . Δοκεῖ δή μοι τηρητέον αὐτοὺς |
γενομένους παλιναιρέτους . Τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσι γὰρ θαλάσσιοι ; Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν , | ||
ἁλὶ ἁρπάζοντες , καὶ οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοί : ἀετοὶ θαλάσσιοι : οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοὶ , οὐχ ὅτι ἡ |
φήμη κατέσχε τοὺς βαρβάρους ὡς οἱ Ῥωμαῖοι στρατὸν ὅτι πλεῖστον συλλέγουσι . καὶ συλλογισάμενοι τὸ δεινὸν οἱ βάρβαροι ἐπὶ τὸ | ||
δημητρίων καρπῶν γεγήθασι σωροῖς , καὶ ταῦτα καιρῷ θέρους μᾶλλον συλλέγουσι : χειμῶνος δ ' ὥρᾳ ἀπρόϊτοι , καὶ οὔτ |
καὶ ὁπόσοι δὴ τῶν ἐπιχωρίων παῖδες ἐπὶ τὸν Μείλιχον ἀστάχυσιν ἐστεφανωμένοι τὰς κεφαλάς : ἐκόσμουν δὲ οὕτω καὶ τὸ ἀρχαῖον | ||
μαζονόμων φέροντες ἑκατὸν εἴκοσι . μεθ ' οὓς Σάτυροι τεσσαράκοντα ἐστεφανωμένοι κισσίνοις χρυσοῖς στεφάνοις : τὰ δὲ σώματα οἳ μὲν |
αὐτίκ ' ἔπειθ ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ ' ὑγρὴν ἠδ | ||
οἱ ἐκπεσόντες τῆς οἰκείας Λυδῶν τὰ περὶ Θρᾴκην καὶ Στρύμονα χρύσεια κατέσχον μέταλλα σύν τισιν Ἰώνων καὶ ἐσπούδασαν περὶ τὸν |
Εἰρήνῃ [ ] . τὰ γὰρ ᾠὰ τῶν ἀετῶν οἱ κάνθαροι κυλίοντες διαφθείρουσιν . ἐπεὶ τοὺς κανθάρους οἱ ἀετοὶ ἀναλέγονται | ||
ἀπ ' ἐκείνου τέ φασιν , περὶ ὃν καιρὸν οἱ κάνθαροι γίνονται , τοὺς ἀετοὺς μὴ νεοττεύειν . ὁ λόγος |
Γαδρωσίων , ἀλλὰ τὰ ὄρη , ἵναπερ προσφέρονταί τε αἱ νεφέλαι ἐκ τοῦ πνεύματος καὶ ἀναχέονται , οὐχ ὑπερβάλλουσαι τῶν | ||
ἐλαιώδη , φαῦλα δὲ ἔτι τὰ λεπτὰ καὶ ὑδατώδη . νεφέλαι δὲ καὶ ὑποστάσεις πονηραὶ αἱ πελιδναὶ , αἱ μέλαιναι |
ἐπ ' ἀκροτάτοις ἱζάνοισι ποικίλαι πανέλοπες , αἰολόδειροι λαθιπορφυρίδες καὶ ἀλκυόνες τανυσίπτεροι . ἐν ἄλλοις δέ φησιν : αἰεί μ | ||
ἁλιπορφύρου τι ἄνθος ἔχει . περιθέουσι δ ' αὐτὸν καὶ ἀλκυόνες ὁμοῦ μὲν ᾄδουσαι τὰ τῶν ἀνθρώπων , ἐξ ὧν |
Ἀπόλλωνός φησιν εἶναι . κόραι δὲ ἱερῶνταί σφισι παρθένοι , καλούμεναι κατὰ ταὐτὰ ταῖς θεαῖς καὶ αὗται Λευκιππίδες . τὸ | ||
μὴ ' πιορκῇς πολλάκις . λοβός τίς ἐστι καὶ ψύαι καλούμεναι : ταύτας ἐπιτεμὼν πρὶν θεωρῆσαι μαθών Φοινικίδης δ ' |
κρατηθέντες μένουσι . Διὰ τί οἱ μέθυσοι φαῦλον οἶνον ἡδέως πίνουσιν ; Ὅτι οἱ πολυπόται ἁδροπόροι εἰσί . διὰ μεγάλων | ||
Θρηΐκιαι , Λακεδαιμόνιαι δὲ γυναῖκες , ἄνδρες θ ' οἳ πίνουσιν ὕδωρ καλῆς Ἀρεθούσης . Καί μοι δοκεῖς οὐδὲν τῶν |
. Εὔβουλος δ ' ἐν Κατακολλωμένῳ : ἀλλ ' εἰσὶ φιάλαι πέντε , τραγέλαφοι δύο . Μένανδρος δ ' ἐν | ||
ἐκπωμάτια καὶ ποτήρια καὶ κώθωνες καὶ κότυλοι καὶ κοτυλίσκοι καὶ φιάλαι καὶ κύλικες καὶ κυλίσκαι καὶ κυλίσκια καὶ σκύφοι καὶ |
τὴν τροφὴν λίχνοι , παρασκευάζοντες ἐν τοῖς δείπνοις θρῖα καὶ ἑψητοὺς καὶ ἀφύας καὶ ἐγκρασιχόλους καὶ ἀλλᾶντας καὶ σχελίδας καὶ | ||
ἀπὸ τῆς διφροφόρου : χρηστὸς εἶ καὶ κόσμιος . Τοὺς ἑψητοὺς καὶ τοὺς πέρδικας ἐκείνους . Ἀλλ ' ἴθι προσαύλησον |
: καὶ ἀπὸ τῶν ὤτων ἑκατέρωθεν εἶχε κρεμάμενα ὥσπερ οἱ ἀλεκτρυόνες τὰ κάλλαια : βαρεῖα δ ' ἦν ἡ φωνή | ||
ὡς πατραλοίας τοῦτον ἀποδέχεται τὸν νόμον . τοιοῦτοι δὲ οἱ ἀλεκτρυόνες . . τὸν ὄρνιν ἐκεῖνον . . ἀντὶ τοῦ |
, κορακῖνοί τε καὶ μύλλοι καὶ ἀντακαῖοι καὶ κυπρῖνοι , μέλανες οὗτοι , καὶ χοῖροί τε καὶ κόσσυφοι ἰδεῖν λευκοί | ||
ἀπὸ συμ - φορᾶς ζῶντας . ὀφθαλμοὶ μικροὶ χαροποὶ ἢ μέλανες τὰ αὐτὰ σημαίνουσιν , παρόσον οἱ μὲν χαροποὶ ἐμπληκτότερον |
τούτῳ καὶ ἡ δειλία τῶν φύσει αἱρετῶν ἐστιν , ἐπεὶ ἔλαφοι καὶ λαγῲ καὶ ἄλλα πλείονα ζῷα φυσικῶς ἐπ ' | ||
τὸ τῶν ἐλάφων πάσχομεν : ὅτε φοβοῦνται καὶ φεύγουσιν αἱ ἔλαφοι τὰ πτερά , ποῦ τρέπονται καὶ πρὸς τίνα ἀναχωροῦσιν |
γὰρ τρί ' ἄττα ἐστὶν εἴδη ἐξ ὧν αἱ βάσεις πλέκονται , ὥσπερ ἐν τοῖς φθόγγοις τέτταρα , ὅθεν αἱ | ||
Ὁρᾷ ἄνδρας προσιόντας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ . ἔνθα οἱ στέφανοι πλέκονται . ὡς διὰ τὴν εὐτέλειαν τοῦ μισθοῦ δικάζειν θελόντων |
Φοίνικες οἱ αὐστηροί , μῆλα κυδώνια , ἐλαῖαι ἁλμάδες , σταφίδες αἱ αὐστηραί , ἡ ἐν τοῖς στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή | ||
παρασκευάζει τὰ ἕλκη καὶ φλεγμαίνειν . κάλλισται δὲ τούτοις εἰσὶ σταφίδες ἐσθιόμεναι καὶ ἀμύγδαλα καὶ στρόβιλοι μετὰ γλυκέος , εἰ |
: ὃ γὰρ λέγει , τοιοῦτόν ἐστιν : ὥσπερ αἱ μέλισσαι , φησί , πᾶν ἄνθος δρέπονται , οὕτω καὶ | ||
Τούτων δὲ Γύζαντες ἔχονται , ἐν τοῖσι μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται , πολλῷ δ ' ἔτι πλέον λέγεται δημιοργοὺς |
ἢ παρὰ πάμπαν ἀνείμονος ἠὲ πενιχροῦ , ᾧ οὔ τι χλαῖναι καὶ ῥήγεα πόλλ ' ἐνὶ οἴκῳ , οὔτ ' | ||
καὶ ἐσθὴς αὐτοῖς ἐστι : πρόκεινται γὰρ χειμῶνι μὲν στιφραὶ χλαῖναι , θέρει δ ' ἐξωμίδες εὐτελεῖς , ὡς εὐμαρῶς |
ἐνθάδ ' ἄριστοι , ὁ γὰρ τόπος ἐστὶ τοιοῦτος . πιότεροι δ ' ἕτεροι πολλοὶ Καλυδῶνί τε κλεινῇ Ἀμβρακίῃ τ | ||
ἐνθάδ ' ἄριστοι , ὁ γὰρ τόπος ἐστὶ τοιοῦτος . πιότεροι δ ' ἕτεροι πολλοὶ Καλυδῶνί τε κλεινῇ Ἀμβρακίῃ τ |
. ἀγγελεῖ : Λέξει . . ἄλφιτ ' : Ἤγουν ἄρτοι . . ἄλευρα . . ἐν τῷ θυ - | ||
δ ' οὖν . ἄρτοι ὀβελίαι , ἄρτοι κριβανῖται , ἄρτοι καχρυδίαι , ἄρτοι ἀπυρῖται . τῶν δ ' ἄρτων |