. Εὔβουλος δ ' ἐν Κατακολλωμένῳ : ἀλλ ' εἰσὶ φιάλαι πέντε , τραγέλαφοι δύο . Μένανδρος δ ' ἐν
ἐκπωμάτια καὶ ποτήρια καὶ κώθωνες καὶ κότυλοι καὶ κοτυλίσκοι καὶ φιάλαι καὶ κύλικες καὶ κυλίσκαι καὶ κυλίσκια καὶ σκύφοι καὶ
8443157 χρυσαι
ἡδὺ καὶ μετέωρον ὑπὸ τοῦ τιάρᾳ ἐπισοβεῖν , ἧς οἷα χρυσαῖ λιβάδες ἡ κόμη τοῦ μειρακίου ἀποστάζουσα μετώπῳ ὁμολογεῖ καὶ
. καὶ στέφανοι εἰσηνέχθησαν πολλοὶ παντοδαπῶν ἀνθέων ἐπὶ πᾶσί τε χρυσαῖ στλεγγίδες , ὁλκὴν ἴσαι τῷ πρώτῳ στεφάνῳ . ἐπὶ
8361767 ἀργυραι
Χρόμιος νικήσας ἔνθεν . ἐν γὰρ τοῖς κατὰ Σικυῶνα Πυθίοις ἀργυραῖ φιάλαι ἔπαθλα . βιατὰν δὲ ἀμπέλου παῖδα τὸν οἶνόν
ἄνδρες ἦσαν εἴκοσιν : οἷς καὶ κατακλιθεῖσιν εὐθέως ἐδόθησαν φιάλαι ἀργυραῖ ἑκάστῳ μία δωρεά . προεστεφανώκει δὲ καὶ ἕκαστον πρὶν
8090517 ῥυτα
ὀνυχίτιδος λεγομένης εὑρέθη χρυσοκόλλητα καὶ φιάλαι καὶ ψυκτῆρες πολλοὶ καὶ ῥυτὰ καὶ κλίναι καὶ θρόνοι κατάκοσμοι καὶ ἵππων χαλινοὶ καὶ
ποτήρια παντοδαπὰ μικρὰ κθʹ , [ ἄλλα ποτήρια μικρά ] ῥυτὰ καὶ βατιάκαι Λυκιουργεῖς ἐπίχρυσοι καὶ θυμιατήρια καὶ τρυβλία .
8062915 οἰνοχοαι
φιάλαι , ἐκπώματα , θυμιατήρια , χρυσίδες , ἀργυρίδες , οἰνοχόαι , ἀμφορίσκοι . ἡ δὲ Πυθία καὶ κνισᾶν ἀγυιὰς
τε καὶ δακτυλίους ἐμβιβάζονται διὰ σμικρότητα , παρὰ δὲ Ἰνδοῖς οἰνοχόαι τε ψυκτῆρές τε γίγνονται διὰ μέγεθος καὶ κρατῆρες ἡλίκοι
8037211 θυμιατηρια
καρχήσια , σταθμὸν ἔχοντα τριάκοντα ταλάντων . ἦσαν δὲ καὶ θυμιατήρια τὸν μὲν ἀριθμὸν ἴσα , τὸν δὲ σταθμὸν ἑκάτερον
. πεπαρῴνηκεν Ἀττικοί , παροίνικεν Ἕλληνες . πομπεῖα Ἀττικοὶ τὰ θυμιατήρια καὶ τὰς χέρνιβας , ὡς Θουκυδίδης . ῥαΐσας Ἀττικοί
8019364 ἐπιχρυσοι
παρεπεπήγεσαν δᾷδες χρυσαῖ δεκαπήχεις τέσσαρες . ἐπόμπευσαν δὲ καὶ ἐσχάραι ἐπίχρυσοι βʹ , ὧν ἣ μὲν δωδεκάπηχυς τῇ περιμέτρῳ ,
μεγέθεσι , καὶ ἀετοὶ πηχῶν εἴκοσι . Στέφανοί τ ' ἐπίχρυσοι ἐπόμπευσαν τρισχίλιοι διακόσιοι , ἕτερός τε μυστικὸς χρυσοῦς ,
7993793 κυλικες
ποτήρια καὶ κώθωνες καὶ κότυλοι καὶ κοτυλίσκοι καὶ φιάλαι καὶ κύλικες καὶ κυλίσκαι καὶ κυλίσκια καὶ σκύφοι καὶ τὰ πολλὰ
ὥστε εἰς τὰ συμπόσια παρεισφέρειν ἆθλα κοτταβεῖα καλούμενα . εἶτα κύλικες αἱ πρὸς τὸ πρᾶγμα χρήσιμαι μάλιστ ' εἶναι δοκοῦσαι
7986379 κρατηρες
καθήμενον τὸν Ἥφαιστον χαλκεύειν : καλεῖται δὲ ὁ τόπος οὗτος κρατῆρες , διὰ τὸ μεστὸς εἶναι πυρός † οὐκ ἔστιν
ἐπεσθίων τοῦ ἄρτου . ἐπειδὰν δὲ ἱκανῶς ἔχωσιν , ἐσφέρονται κρατῆρες ἀργυροῖ τε καὶ χρυσοῖ , δέκα συμπόταις ἀποχρῶν εἷς
7800683 κνημιδες
ἐστιν ἐπίχαλκος γραφῇ τὰ ἐντὸς πεποικιλμένη καὶ κράνος τε καὶ κνημῖδες ὁμοῦ τῇ ἀσπίδι : ἐπίγραμμα δὲ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις
κρείττονα τῶν βαρβαρικῶν ἡμῖν μεμηχάνηται , θώρακες καὶ κράνη καὶ κνημῖδες καὶ κραταιοὶ θυρεοί , ὑφ ' ὧν ὅλα τὰ
7766094 ἐπομπευσαν
ἱππεῖς δὲ δισμύριοι τρισχίλιοι διακόσιοι . Πάντες δ ' οὗτοι ἐπόμπευσαν , τὴν ἁρμόζουσαν ἑκάστῳ ἠμφιεσμένοι στολὴν , καὶ τὰς
μέγιστος ἐχώρει μετρητὰς τριάκοντα , ὁ δὲ ἐλάχιστος μετρητήν . ἐπόμπευσαν δὲ τρίποδες χρυσοῖ μεγάλοι τέτταρες : καὶ χρυσωματοθήκη χρυσῆ
7643744 μναι
. ἓξ τάλαντα περιόντα τῶν ἑπτὰ ταλάντων , καὶ εἴκοσι μναῖ τῶν τετταράκοντα μνῶν . οὐ γὰρ ἂν δύναιτο ἀποδεῖξαι
προτελέσωσιν εἰς τὴν ἀφορμήν : ᾧ μὲν γὰρ ἂν δέκα μναῖ εἰσφορὰ γένηται , ὥσπερ ναυτικόν , σχεδὸν ἐπίπεμπτον αὐτῷ
7615457 ἐσθητες
οὐκ ὀλίγος δὲ χρυσὸς διηρπάζετο , πολλαὶ δὲ καὶ πολυτελεῖς ἐσθῆτες , αἱ μὲν θαλασσίαις πορφύραις , αἱ δὲ χρυσοῖς
ἐν Πέρσαις δὲ τοῖς οἴκοι καὶ νῦν ἔτι πολὺ καὶ ἐσθῆτες φαυλότεραι καὶ δίαιται εὐτελέστεραι : ὁρῶν δὴ τὸν κόσμον
7482929 ἀργυρωματα
ὅπλον βύβλινον . φαίης δ ' ἂν καὶ χρυσώματα καὶ ἀργυρώματα καὶ χαλκώματα ἐν μέρει τῶν σκευῶν , οὐ μόνον
τινα πολίτην ἡμέτερον πτωχαλαζόνα , ὃς δραχμῆς ἔχων τὰ πάντα ἀργυρώματα ἐβόα καλῶν τὸν οἰκέτην ἕνα ὄντα καὶ μόνον ,
7470550 τριακοσιαι
Ἑλλήνων Ἰφικράτης ἡγεῖτο δισμυρίων . καὶ ναῦς ἠριθμήθησαν τριήρεις μὲν τριακόσιαι , τριακόντοροι δὲ διακόσιαι : τῶν δὲ τὴν ἀγορὰν
ἦν , ὡς Κτησίας ὁ Κνίδιος ἀνέγραψε , πεζῶν μὲν τριακόσιαι μυριάδες , ἱππέων δὲ εἴκοσι μυριάδες , ἁρμάτων δὲ
7444575 ἐπιχρυσον
τῆς Μαραθῶνι ἀπένειμαν . τὸ μὲν δὴ ἄγαλμα ξόανόν ἐστιν ἐπίχρυσον , πρόσωπον δέ οἱ καὶ χεῖρες ἄκραι καὶ πόδες
μὴ ἁρμόττοντας ὠνοῦνται , κακὸν ἔμοιγε δοκοῦσι ποικίλον τε καὶ ἐπίχρυσον ὠνεῖσθαι . ἀτάρ , ἔφη , τοῦ σώματος μὴ
7421663 θρονοι
οἴκου οἷον ἐκ στιβάδων ᾠκοδομημένον , πρὸς οὗ καὶ οἱ θρόνοι ἔκειντο , ὥστε οὖν καὶ ἐπ ' αὐτῶν καθιζομένους
οἴκου οἷον ἐκ στιβάδων ᾠκοδομημένον , πρὸς οὗ καὶ οἱ θρόνοι ἔκειντο , ὥστε οὖν καὶ ἐπ ' αὐτῶν καθιζομένους
7411417 κολοσσος
οὗτοι δὲ εἰσὶν Ἠλείων . Ἔνεστιν δὲ ἐν αὐτῷ χρυσοῦς κολοσσὸς , ἀνάθημα Κυψέλου τοῦ Κορινθίου : φασὶ γὰρ τὸν
μόλις . ἀνεστηκέναι γὰρ εἰς ἔνατον πόδα κατεφαίνετο , ὥστε κολοσσὸς ἐδόκει , παρὰ τοὺς μεγίστους ὁρώμενος τῶν καθ '
7405973 διφρος
ἀργυράσπιδες Μακεδόνες φʹ . ἐν μέσῃ δὲ τῇ σκηνῇ χρυσοῦς δίφρος , ἐφ ' οὗ καθήμενος Ἀλέξανδρος ἐχρημάτιζε τῶν σωματοφυλάκων
τὰς μάστιγας , † ἡ οἱονεὶ τομισάργαλος † ἐκαλεῖτο . δίφρος δὲ διωχὴς ὁ δύο φέρειν δυνάμενος . τὰς δὲ
7384215 ἑξαπηχη
, χρυσᾶς ἔχουσαι πτέρυγας . Ἔφερον δ ' αὗται θυμιατήρια ἑξαπήχη , κισσίνοις χρυσοῖς κλωσὶ διακεκοσμημένα , ζῳωτοὺς ἐνδεδυκυῖαι χιτῶνας
Νῖκαι χρυσᾶς ἔχουσαι πτέρυγας . ἔφερον δ ' αὗται θυμιατήρια ἑξαπήχη κισσίνοις διαχρύσοις κλωσὶ διακεκοσμημένα , ζῳωτοὺς ἐνδεδυκυῖαι χιτῶνας ,
7361460 ὑφαντα
Τὰ δὲ τῶν Ἰώνων ἰοβαφῆ καὶ πορφυρᾶ καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντά : αἱ δὲ κεφαλαὶ κατ ' ἴσα διειλημμέναι ζῴοις
τούτων χρυσοῦ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο , χωρὶς δὲ ὅσα ὑφαντά τε καὶ λεῖα καὶ ἡ ἄλλη κατασκευή , καὶ
7357083 μετρητων
, λίαν δυσπόριστος : καὶ χρὴ πόνων καὶ φροντίδων οὐ μετρητῶν . Ταῦτα μὲν εἶπε πρίν . Νῦν δὲ φησίν
ὡς τὴν οὐσίαν καὶ τὰς δυνάμεις καὶ τὰ τέλη τῶν μετρητῶν ἀφορίζοντα τῆς τῶν μέτρων οὕτως ἐπωνυμίας ἠξίωται . καὶ
7344667 υʹ
ἐμπόριον καὶ παρ ' αὑτὴν ποταμὸν Ὀρόντην καλούμενον , στάδιοι υʹ : ἔστι δὲ ὁ ποταμὸς ἀπὸ σταδίων ιεʹ .
ἁλώσεως . ἐκ τούτου οὖν λογίζομαι τοῦτον τοῦ Ἡσιόδου εἶναι υʹ ἐτῶν προγενέστερον . Ἀριστοτέλης γὰρ ὁ φιλόσοφος , μᾶλλον
7342862 Πριηνη
Πελλήνη : πυλήνη : γαλήνη : Μυκήνη : Λευκήνη : Πριήνη : Κυλλήνη : τιθήνη : Πειρήνη ἡ πόλις :
Πριηπεύς καὶ Πριαπεῖς πληθυντικῶς . καὶ ἡ χώρα Πριαπίς . Πριήνη , πόλις Ἰωνίας . τὸ ἐθνικὸν Πριηνεύς καὶ Πριήνιος
7334595 τριποδες
καὶ διαπήγμασι πρὸς αὑτὰ συνειλημμένα τὰ κανόνια , καθάπερ οἱ τρίποδες ἐν τοῖς ὑποτρίποσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ ὀρθοστάτου καρχήσιον
τὸν Διόνυσον τεχνῖται . τούτων δ ' ἐφεξῆς ἐφέροντο Δελφικοὶ τρίποδες , ἆθλα τοῖς τῶν ἀθλητῶν χορηγοῖς , ὁ μὲν
7319381 χρυσωματων
, ὡς οὐκ ἀλλαχόθεν οἶμαι γιγνόμενον τὸ εὐδαιμονεῖν , ἀπὸ χρυσωμάτων ἢ πόλεων ἢ χώρας ἢ ἄλλων ἀνθρώπων , ἑκάστῳ
ὑδρίαι δεκαδύο , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε , κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν λʹ . ταῦτα δὲ
7287705 Ἁλος
Μαλιακοῦ κόλπου . ἀπέχει δὲ Ἰτώνου περὶ ἑξήκοντα σταδίους ὁ Ἅλος ἢ ἡ Ἅλος : λέγεται γὰρ ἀμφοτέρως . ᾤκισε
τε Τρηχῖν ' ἐνέμοντο ” . „ ὁ δὲ Φθιωτικὸς Ἅλος ὑπὸ τῷ πέρατι κεῖται τῆς Ὄθρυος ὄρους πρὸς ἄρκτον
7277312 κισσινοις
εἶχε χρυσῆν . Ἀλεξάνδρου δὲ καὶ Πτολεμαίου ἀγάλματα ἐστεφανωμένα στεφάνοις κισσίνοις ἐκ χρυσοῦ . τὸ δὲ τῆς Ἀρετῆς ἄγαλμα τὸ
ἔχουσαι πτέρυγας . Ἔφερον δ ' αὗται θυμιατήρια ἑξαπήχη , κισσίνοις χρυσοῖς κλωσὶ διακεκοσμημένα , ζῳωτοὺς ἐνδεδυκυῖαι χιτῶνας , αὐταὶ
7275781 καδοι
ἐξεγλυμμένῳ διαμπερὲς ἄλλος τοιοῦτος ἐλάττων ἐγκέοιτο ἁρμόττων , καθάπερ οἱ κάδοι οἱ εἰς ἀλλήλους ἁρμόττοντες , καὶ οὕτω δὴ τρίτον
λαβὰς ποεῖν Γ : ὠτάρια τοῖς κράνεσιν , ἵνα γένωνται κάδοι . δείκνυσι δὲ τὰ ὦτα αὐτοῦ , καὶ ἔστι
7272438 ἐβενου
ἀργύρου ἢ χαλκοῦ ἢ ἐλέφαντος ἢ λίθου ἢ ἠλέκτρου ἢ ἐβένου : τὰ δὲ ἐξ ὕλης ἄλλης πεποιημένα ἀγάλματα ἧττον
τὰ ἀκάνθινα ἢ καὶ συκάμινα καλούμενα ξύλα ἐμφερῆ ὄντα ἀντὶ ἐβένου πωλοῦσι : διαγινώσκεται δ ' ἐκ τοῦ χαῦνά τε
7242009 Κλαζομεναι
εὐϋφές . ἤτριον δὲ ἔνδυμα ὑμενῶδες . ἐκ Κλαζομενῶν . Κλαζομέναι πόλις Ἰωνίας . ἐν Μελίτῃ . Μελίτη δῆμος Κεκροπίδος
εὐϋφές . ἤτριον δὲ ἔνδυμα ὑμενῶδες . ἐκ Κλαζομενῶν . Κλαζομέναι πόλις Ἰωνίας . ἐν Μελίτῃ . Μελίτη δῆμος Κεκροπίδος
7239402 χοινικες
: ἑξάκις γὰρ ὀκτὼ σαρανταοκτώ . τὸ γὰρ ἡμίεκτον τέσσαρες χοίνικες . ⌈ ἡμιεκτέον φησὶν ὁ Στρεψιάδης τὸ ἡμίεκτον ,
τὸ δὲ ἡμιεκτέον , τουτέστι τὸ δωδέκατον τῶν μηʹ , χοίνικες τέσσαρες . ἡμιεκτέου : τοῦ τετραχοινίκου . ὁ γὰρ
7236083 θυονται
πανήγυρίς ἐστι τῆς Ἥρας τὰ λεγόμενα Ἥραια ἢ Ἑκατόμβαια . θύονται γὰρ ἑκατὸν βόες τῇ θεῷ . τὸ δὲ ἔπαθλον
τὸ δὲ καὶ ἐπ ' ἀνθρώπου τάσσεται . θύουσι καὶ θύονται διαφέρει . θύουσι μὲν γὰρ οἱ σφάττοντες τὰ ἱερεῖα
7225555 δικερας
Σωτήρια πάντες οἱ τεχνῖται : μεθ ' ὧν πιὼν τὸ δίκερας ὡς τὸν φίλτατον βασιλέα πάρειμι . . . .
. ἔστι δ ' εἰπεῖν καὶ φιάλας Λυκιουργεῖς , καὶ δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν . τὸ δὲ κισσύβιον κισσὸς περιέθει
7223862 κισσῳ
τινὲς μὲν ὄφεσιν , αἳ δὲ μίλακι καὶ ἀμπέλῳ καὶ κισσῷ : κατεῖχον δὲ ταῖς χερσὶν αἳ μὲν ἐγχειρίδια ,
ἥτε θεῷ πληγεῖσα παρήορον ὄμμα τιταίνει γυμνὸν ἐπισσείουσα κάρη κυανάμπυκι κισσῷ , ὡς ἥγε πτερόεντος ἀναΐξασα νόοιο Κασσάνδρη θεόφοιτος ἐμαίνετο
7218535 Ἐρυθραι
. νϚ ∠ ʹ λη ∠ ʹδʹ ἐν Ἰκαρίῳ πελάγει Ἐρυθραί . . . . . . . . .
ἢ χίλιοι . κατὰ μέσον δέ που τὸν περίπλουν αἱ Ἐρυθραί , πόλις Ἰωνικὴ λιμένα ἔχουσα καὶ νησῖδας προκειμένας τέτταρας
7205136 δεκαπηχεις
πάλαι σοι ἀπιστούμενα : φῂς δέ που ἀπιστεῖν , εἰ δεκαπήχεις ἐγένοντο ἄνθρωποι . ἐπειδὰν δὲ τούτου ἱκανῶς ἔχῃς ,
οἰκοδομηθέντων τό τε ἀνάλωμα ἔλαττον ἔσται , καὶ οἱ μὲν δεκαπήχεις ὑπὸ τῶν λιθοβόλων οὐθὲν πείσονται , οἱ δὲ τριπήχεις
7173135 Γαληψος
τῶν Γοάξιος παίδων καὶ Βραυροῦς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ , καὶ Γαληψὸς οὐ πολλῷ ὕστερον καὶ Οἰσύμη : εἰσὶ δὲ αὗται
τόπῳ ἱδρυμένον τούτῳ , ὃς καλεῖται Ἐννέα ὁδοί : εἶτα Γαληψὸς καὶ Ἀπολλωνία , κατεσκαμμέναι ὑπὸ Φιλίππου . . Ἀπὸ
7171147 καμηλοι
τὸ δεξόμενον ; κἀνταῦθα οἷς ἦσαν ὄνοι καὶ ἡμίονοι καὶ κάμηλοι , σεμνοί τε καὶ τὰς ὀφρῦς ἐν τῷ μισθοῦν
, ἃ ηὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα , καὶ αἱ κάμηλοι δὲ τότε ἐλήφθησαν , ἃς Ἀγησίλαος εἰς τὴν Ἑλλάδα
7169349 Ἑβδομη
Θηβαῖος : καὶ τούτου φέρονται διάλογοι τρεῖς : Πίναξ , Ἑβδόμη , Φρύνιχος . [ Μενέδημος ] Οὗτος τῶν ἀπὸ
Σίσυφος , Ἀξίοχος , Φαίακες , Δημόδοκος , Χελιδών , Ἑβδόμη , Ἐπιμενίδης : ὧν ἡ Ἀλκυὼν Λέοντός τινος εἶναι
7168812 διφροι
+ * . . Ἀνεκυμβαλίαζον : ἀνεκρότουν ἢ ἀνετρέποντο : δίφροι δ ' ἀνεκυμβαλίαζον , . + . . .
ἦν καὶ πεποίκιλτο χρυσοῖς ἀγάλμασιν , οἱ δὲ τῶν ἄλλων δίφροι χαλκοῖ μέν , ἄσημοι δὲ ἦσαν , ὑψηλοὶ δὲ
7157711 κεστρον
ἐπισπωμένη πρὸς ἑαυτὴν πᾶσαν τὴν περικειμένην ὑγρότητα . καὶ τὸ κέστρον δ ' ἐπιπαττόμενον τοῖς ἕλκεσι βοηθεῖ πᾶσι τοῖς τῶν
. κενταύριον τὸ μέγα ἤτοι ῥέον βαρβαρικόν . κενταύριον ἢ κέστρον ἤτοι ἡ βεττόνικα . κῶνος ἤτοι τοῦ στροβίλου ὁ
7156159 δραχμαι
ποι τούτων ἕνεκα ἀπέστειλα , αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί . οἷον δ ' αὖ καὶ τὸ πρόσθεν τούτων
ἐὰν δὲ μᾶλλον μαίνεσθαι καὶ φαντασίας τινὰς φαίνεσθαι , δύο δραχμαί : ἐὰν δ ' ὥστε μὴ παύεσθαι μαινόμενον τρεῖς
7137602 τʹ
τοῦ Ἀκάμαντος , τὴν Κύπρον εὐώνυμον ἔχοντι εἰς Πάφον στάδιοι τʹ : πόλις ἐστὶ κειμένη πρὸς μεσημβρίαν : ἔχει δὲ
ἔχει καὶ ὕδωρ . Ἀπὸ Παλαιᾶς ἐπὶ τὸν Φιλεοῦντα στάδιοι τʹ . Ἀπὸ Φιλεοῦντος ἐπὶ τὰ Ἄκρα . . .
7135212 καρχησια
' , ἀργυρώματα , φιάλας , τριήρεις , τραγελάφους , καρχήσια , γαυλοὺς ὁλοχρύσους . πλοῖα ; τοὺς κάδους μὲν
Τρίτων κυπαρίσσινος , ἔχων κρατάνιον ἀργυροῦν , Σειρὴν ἀργυρᾶ , καρχήσια δύο ἀργυρᾶ , κύλιξ ἀργυρᾶ , οἰνοχόη χρυσῆ ,
7129916 Ἑρμαια
ἔχει λακκαῖον ἐν τῇ φάραγγι . Ἀπὸ Φοινικοῦντος ἐπὶ τὰ Ἑρμαῖα στάδιοι ζʹ : ἐκ δεξιῶν τὴν ἄκραν ἔχων ὁρμίζου
ὦ Σώκρατες , διαφερόντως ἐστίν , καὶ ἅμα , ὡς Ἑρμαῖα ἄγουσιν , ἀναμεμειγμένοι ἐν ταὐτῷ εἰσιν οἵ τε νεανίσκοι
7107127 οἰνοχοη
τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : ὅτι δὲ
σειρὴν ἀργυρᾶ , καρχήσια βʹ ἀργυρᾶ , κύλιξ ἀργυρᾶ , οἰνοχόη χρυσῆ , κέρατα δύο . ἐν δὲ τῷ ναῷ
7086661 χρυσωματα
τρόπου τραχύτητα . , . . ἀργυρώματα : ἀργυρώματα καὶ χρυσώματα , ὁμοίως ὡς ἡμεῖς . , . . ἀργυρίδιον
ὁλκὴν εἶχεν δραχμῶν χιλίων . βασιλικοὶ δὲ παῖδες παρῆλθον ἑξακόσιοι χρυσώματα ἔχοντες . ἔπειτα γυναῖκες ἐκ χρυσῶν καλπίδων μύροις ἔραινον
7085207 ψυκτηρες
ἐκπώματα λίθου τῆς ὀνυχίτιδος λεγομένης εὑρέθη χρυσοκόλλητα καὶ φιάλαι καὶ ψυκτῆρες πολλοὶ καὶ ῥυτὰ καὶ κλίναι καὶ θρόνοι κατάκοσμοι καὶ
καὶ τροφαλὶς ἐφ ' ἑτέρου φύλλου νεοπαγὴς καὶ σαλεύουσα καὶ ψυκτῆρες γάλακτος οὐ λευκοῦ μόνον , ἀλλὰ καὶ στιλπνοῦ :
7084324 πλεκονται
γὰρ τρί ' ἄττα ἐστὶν εἴδη ἐξ ὧν αἱ βάσεις πλέκονται , ὥσπερ ἐν τοῖς φθόγγοις τέτταρα , ὅθεν αἱ
Ὁρᾷ ἄνδρας προσιόντας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ . ἔνθα οἱ στέφανοι πλέκονται . ὡς διὰ τὴν εὐτέλειαν τοῦ μισθοῦ δικάζειν θελόντων
7078919 ὁλοχρυσον
κεφαλὰς διαδήμασι μηλίνοις καὶ πορφυροῖς . Εἶχον δὲ καὶ κόσμον ὁλόχρυσον ὁμοίως ταῖς γυναιξίν . Ἠνάγκαζόν τε τῶν πολιτῶν τοὺς
ἦν στέφανος χρυσοῦς , καὶ ἐπ ' ἄλλου δὲ κέρας ὁλόχρυσον . ἐπὶ δὲ τὸν Πτολεμαίου τοῦ Σωτῆρος θρόνον στέφανος
7077262 Ἐξαινετος
τὴν πρώτην καὶ ἐνενηκοστὴν Ὀλυμπιάδα , καθ ' ἣν ἐνίκα Ἐξαίνετος ὁ Ἀκραγαντῖνος στάδιον , ἀντηγωνίσαντο ἀλλήλοις Ξενοκλῆς καὶ Εὐριπίδης
τὴν πρώτην καὶ ἐνενηκοστὴν Ὀλυμπιάδα , καθ ' ἣν ἐνίκα Ἐξαίνετος ὁ Ἀκραγαντῖνος στάδιον , . . . . πρῶτος
7074379 Ἐρικωδης
Στρογγύλη καὶ Εὐώνυμος , ἔτι δὲ Διδύμη καὶ Φοινικώδης καὶ Ἐρικώδης , πρὸς δὲ τούτοις Ἱερὰ Ἡφαίστου καὶ Λιπάρα ,
Στρογγύλη , Εὐώνυμος , Ἱέρα , Λιπάρα , Διδύμη , Ἐρικώδης , Φοινικώδης . . . . περὶ Σικελίαν .
7062881 χλαιναι
ἢ παρὰ πάμπαν ἀνείμονος ἠὲ πενιχροῦ , ᾧ οὔ τι χλαῖναι καὶ ῥήγεα πόλλ ' ἐνὶ οἴκῳ , οὔτ '
καὶ ἐσθὴς αὐτοῖς ἐστι : πρόκεινται γὰρ χειμῶνι μὲν στιφραὶ χλαῖναι , θέρει δ ' ἐξωμίδες εὐτελεῖς , ὡς εὐμαρῶς
7059101 Παριας
τ ' ὀδόντων : τῶν ὀδόντων ἡ λευκότης λευκοτέρα ἐδείκνυτο Παρίας λίθου . Παρία γάρ ἐστι λίθος λευκή . Παρίας
λιπὼν τὴν πατρίδα καὶ ἀλώμενος διετέλει . καὶ μέντοι καὶ Παρίας λίθου ἅρμα ἀνακείμενον Διονύσῳ , ποίημα θαυμαστόν , ἀνείλετο
7046202 τραπεζαι
παλαιᾶς τε καὶ ἄκρας τέχνης καὶ χρυσοῖ κρατῆρες καὶ ποικίλαι τράπεζαι καὶ πορφύρα καὶ ἐλέφας καὶ ἤλεκτρος καὶ μύρων ὀσμαὶ
οὗ δὴ πλεῖστον ἀνὴρ ὑπὲρ ἄνδρα πεπώκει . δεύτεραι αὖτε τράπεζαι ἐφωπλίζοντο γέμουσαι : ἐν δ ' αὐταῖσιν ἐπῆν ἄπιοι
7044597 λουτηρες
, πάντα χρυσᾶ . εἶτα πάλιν τετράκυκλος καὶ κυλικία καὶ λουτῆρες καὶ κρατῆρες καὶ λέβητες καὶ τρίποδες καὶ τράπεζαι καὶ
ἀγορᾶς ἦν περιρραντήρια παρ ' ἑκάτερα : τοῦτ ' ἔστι λουτῆρες ὕδωρ ἔχοντες . . τοῖς τραγῳδοῖς ] πάλιν ἀντὶ
7012256 σταθμος
ἐπιπροΐαλλε μάλα σπεύδοντι ἐοικώς . Ἐν δὲ καὶ Αὐγείαο μέγας σταθμὸς ἀντιθέοιο τεχνήεις ἤσκητο κατ ' ἀκαμάτοιο βοείης : τῷ
σταθμὸς τάλαντα Βαβυλώνια ογʹ , μναῖ νβʹ . ποτηρίων λιθοκολλήτων σταθμὸς τάλαντα Βαβυλώνια νϚʹ , μναῖ λδʹ . ἔθος δ
7005231 χολικες
λέγουσιν . Οἱ χόλικες μὴ λέγε , ἀλλ ' αἱ χόλικες θηλυκῶς . Ἐκτενῶς μὴ λέγε , ἀλλὰ δαψιλῶς .
διαπλῦναι . χορδαί , φῦσκαι , πασταί , ζωμός , χόλικες ἐν δὲ Κλεωναῖς ὀξίδες εἰσίν . εἰκοβολοῦντες καὶ πλάττοντες
7005098 Φθιωτις
Κροκίῳ Θῆβαι εἰσὶν αἱ Φθιώτιδες , καὶ ἡ Ἅλος δὲ Φθιῶτις καλεῖται καὶ Ἀχαϊκή , συνάπτουσα τοῖς Μαλιεῦσιν , ὥσπερ
Θετταλιῶτις τὸ δὲ Πελασγιῶτις . ἔχει δ ' ἡ μὲν Φθιῶτις τὰ νότια τὰ παρὰ τὴν Οἴτην ἀπὸ τοῦ Μαλιακοῦ
7001740 κυμβια
τῆς Εὐβοίας , χλανίδας δ ' ἐπ ' ὄχου καὶ κυμβία καὶ κάδους ἔχων , ὧν ἐπελαμβάνοντο οἱ πεντηκοστολόγοι .
καὶ ὀξύνεται . Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου ῥυτὰ καὶ κυμβία , φησί , καὶ φιάλας . Δίφιλος δ '
6998578 χοεις
τοῖς ἀσθενῆ τὴν κεφαλὴν ἔχουσιν . σκευάζεται δὲ πρὸς πέντε χοεῖς αὐστηροῦ γλεύκους μέλιτος χοὸς ἐμβαλλομένου καὶ ἁλὸς κυάθου .
ἀλφίτων μὲν ὡς τρία μάλιστα ἡμιμέδιμνα Ἀττικά , οἴνου δὲ χοεῖς ἕνδεκά τινας ἢ δώδεκα , παρὰ δὲ ταῦτα τυροῦ
6996332 Φασηλις
ἑξήκοντα πέριξ κομόωντα πετήλοις : δεύτερα Νισαίης Μεγαρηίδος : οὐδὲ Φάσηλις οὐδ ' αὐτὴ Λεύκοφρυν ἀγασσαμένη ἐπιμεμφής , Ληθαίου Μάγνητος
διὰ τὸ ὑστερεῖν νυκτὸς προσβαλόντων ἀγοράσαι τὴν γῆν οὗ ἡ Φάσηλις νῦν ἐστι , καθὰ ἡ Μαντὼ προεῖπε , παρὰ
6992170 ὑδριαι
ὧν αἱ γωνίαι . . . . , τετράμετροι : ὑδρίαι εἴκοσι καὶ ἕξ , ἀμφορεῖς Παναθηναικοὶ δεκαέξ , ψυκτῆρες
Παναθήναια νενικηκότας : τίθενται γὰρ Ἀθήνησιν ἐπάθλου τάξιν ἐλαίου πλήρεις ὑδρίαι . διὸ καὶ Καλλίμαχος : καὶ παρ ' Ἀθηναίοις
6991365 τετρακοσιαι
τὰς ἑπτὰ χιλιάδας , ἵνα μή τοι ἐπιδευέες ἔωσι αἱ τετρακόσιαι μυριάδες ἑπτὰ χιλιάδων , ἀλλὰ ᾖ τοι ἀπαρτιλογίη ὑπ
τῇ τοῦ Διονύσου πομπῇ διενεχθέντων . Εἶτ ' ἀργυρωμάτων ἅμαξαι τετρακόσιαι , καὶ χρυσωμάτων εἴκοσι , ἀρωμάτων δὲ ὀκτακόσιαι .
6990877 Δαρδανευς
καὶ Κοιρατάδας ἐστεφανωμένος ὡς θύσων : προσελθὼν δὲ Τιμασίων ὁ Δαρδανεὺς καὶ Νέων ὁ Ἀσιναῖος καὶ Κλεάνωρ ὁ Ὀρχομένιος ἔλεγον
Φιλήσιος ὁ Ἀχαιὸς καὶ Ξανθικλῆς ὁ Ἀχαιὸς καὶ Τιμασίων ὁ Δαρδανεὺς ἐπέμενον ἐπὶ τῇ στρατιᾷ , καὶ εἰς κώμας τῶν
6989017 χρυσεη
ὁ νηὸς χρυσοῦ τε πολλοῦ ἀπολάμπεται καὶ ἡ ὀροφὴ πᾶσα χρυσέη . ἀπόζει δὲ αὐτοῦ ὀδμὴ ἀμβροσίη ὁκοίη λέγεται τῆς
δὲ τοῦ κρίκου τῆς θύρας “ ἀργύρεον δ ' ὑπερθύριον χρυσέη τε κορώνη . ” ἐπὶ δὲ τῆς τοῦ τόξου
6988634 Λυκιουργεις
εἰπών : Τὰ χρυσᾶ θηρίκλεια ὑπόξυλα Νεοπτόλεμος ἀνέθηκεν . : Λυκιουργεῖς : φιάλαι τινὲς οὕτω καλοῦνται ὑπὸ Λυκίου τινὸς τοῦ
δίδωσιν ἀποθεῖναι τῷ Φορμίωνι μετὰ τῶν χρημάτων καὶ ἄλλας φιάλας Λυκιουργεῖς δύο . Ἡρόδοτος δ ' ἐν ζʹ προβόλους δύο
6983414 σχελιδες
καταχυσματίοισι παντοδαποῖσιν εὐπρεπῆ , τεύτλοισί τ ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα . σχελίδες δ ' ὁλόκνημοι πλησίον τακερώταται ἐπὶ πινακίσκοις , καὶ
ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω πάλμυδος πεφρασμένος πρέψαι Σκάμανδρος στέμβω Στερνόφθαλμοι στόμις σχελίδες τραγέλαφος τρίσζωος ὑπερτερώτερος Φρύγες / Φρυγία φυξίμηλα χαλιμάδες χειμάμυνα
6980127 θρανια
. καὶ δίφροι δὲ καὶ κλισμοὶ καὶ θρόνοι τῆς ξυλουργικῆς θρανία , σκολύθρια . κάλλιστοι δὲ οἱ Θετταλικοὶ δίφροι ,
Σκολύθρια . ταπεινὰ διφρία παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς , ἅ τινες θρανία καλοῦσιν . Σκολύθρια , ἅπερ ἐστὶ μικροὶ τρίποδες Θετταλικοὶ
6974900 Ἀσιναιος
ἕκαστος φυλάττειν τοῖς θεοῖς : ἀντὶ δὲ Χειρισόφου Νέων ὁ Ἀσιναῖος ἔλαβε . Ξενοφῶν οὖν τὸ μὲν τοῦ Ἀπόλλωνος ἀνάθημα
ἐτετελευτήκει φάρμακον πιὼν πυρέττων : τὰ δ ' ἐκείνου Νέων Ἀσιναῖος παρέλαβε . Μετὰ δὲ ταῦτα ἀναστὰς εἶπε Ξενοφῶν :
6971837 μεδιμνοι
καὶ πρὸς κατακοπὴν ἱερεῖα σιτευτά , καὶ πολλοὶ μὲν ἀρτυμάτων μέδιμνοι , πολλοὶ δὲ [ οἱ ] θύλακοι καὶ σάκκοι
. : καὶ Θεόπομπος δέ φησι : πολλοὶ μὲν ἀρτυμάτων μέδιμνοι , πολλοὶ δὲ σάκκοι [ καὶ θύλακοι ] βιβλίων
6962958 θαλαμοι
καὶ κρηνῶν ἀφθονία καὶ δένδρεσιν οἰκίαι κρυπτόμεναι καὶ δένδρα ὑπεραίροντες θάλαμοι καὶ λουτρῶν πολυτέλεια , χῶρος Ἀφροδίτῃ πρέπων καὶ τῷ
ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ πεντήκοντ ' ἔνεσαν θάλαμοι ξεστοῖο λίθοιο πλησίον ἀλλήλων δεδμημένοι , ἔνθα δὲ παῖδες
6952749 ρλβʹ
εἰς τὰ ὦτα γυναῖκες ρλαʹ . Ἐλαίου σαλκᾶ σκευασία πολυτελὴς ρλβʹ . Φουλιάτου σκευασία ρλγʹ . Σπεκάτου σκευασία ρλδʹ .
Περικλέα , οὐκ ἐναντία λέγων τοῖς ἐν Γοργίᾳ εἰρημένοις . ρλβʹ Λελοιδορήκαμεν τὴν τῶν λόγων τέχνην Λέγει δὲ τὴν δημώδη
6951533 Ἐπομπευσαν
περιμέτρῳ , τεσσαρακοντάπηχυς ὕψει , ἡ δὲ πηχῶν πεντεκαίδεκα . Ἐπόμπευσαν δὲ καὶ Δελφικοὶ τρίποδες χρυσοῖ ἐννέα , ἐκ πηχῶν
μέγιστος ἐχώρει μετρητὰς τριάκοντα , ὁ δὲ ἐλάχιστος μετρητήν . Ἐπόμπευσαν δὲ τρίποδες χρυσοῖ μεγάλοι τέτταρες : καὶ χρυσωματοθήκη χρυσῆ
6950332 Τροκμοι
Μασσαλίᾳ τῆς Ἰταλίας , ἣν Χάραξ Τροιζηνίδα χώραν φησί . Τροκμοί , ἔθνος Γαλατικόν . ἐκαλοῦντο δὲ καὶ Τροκμηνοί .
Μασσαλίᾳ τῆς Ἰταλίας , ἣν Χάραξ Τροιζηνίδα χώραν φησί . Τροκμοί , ἔθνος Γαλατικόν . ἐκαλοῦντο δὲ καὶ Τροκμηνοί .
6949544 ἐπιπρασκετο
δὲ θυμίαμά τί φησιν αὐτὸ εἶναι . παμπόλλου δ ' ἐπιπράσκετο Ἀθήνησιν ἡ τοῦ μύρου κοτύλη . οὐ μόνον δὲ
⌈ τὰς Σάρδεις ⌈ γὰρ Γ ⌈ ἐπωλεῖτο Γ [ ἐπιπράσκετο ] τὰ περσικὰ ⌈ ταῦτα ἱμάτια . Σάρδεις δὲ
6944739 Μνησιθειδης
. Τοῦ δ ' ἐνιαυσίου χρόνου διεληλυθότος Ἀθήνησι μὲν ἦρχε Μνησιθείδης , ἐν Ῥώμῃ δ ' ὕπατοι κατεστάθησαν Λούκιος Λουκράτιος
. πρέσβεις Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς , Ὑπερείδης Κλεάνδρου Σφήττιος , Μνησιθείδης Ἀντιφάνους Φρεάρριος , Δημοκράτης Σωφίλου Φλυεύς , Κάλλαισχρος Διοτίμου
6942761 εἰσοδοι
δὲ δοκεῖ , ἐφράσσετο σανίσιν ἡ ἀγορὰ , καὶ κατελείποντο εἴσοδοι δέκα , δι ' ὧν εἰσιόντες κατὰ φυλὰς ἐτίθεσαν
, ἐπιχειρήσει πράγμασιν ἀνοήτοις καὶ ἐπικτήσεται πλοῦτον καὶ προστεθήσονται αἱ εἴσοδοι αὐτοῦ καὶ ὠφέλειαι καὶ δωροδοκηθήσεται κρυφίως καὶ θαλάττιος γενήσεται
6939839 Ἰαλυσος
ἀναθημάτων κράτιστον καὶ αἱ τοῦ Πρωτογένους γραφαί , ὅ τε Ἰάλυσος καὶ ὁ Σάτυρος παρεστὼς στύλῳ , ἐπὶ δὲ τῷ
τούτου τελευτὴν διεδέξαντο τὴν ἀρχὴν υἱοὶ τρεῖς , Λίνδος , Ἰάλυσος , Κάμειρος : ἐπὶ δὲ τούτων γενομένης μεγάλης πλημυρίδος
6939794 Λεβεδος
Αἵδε δὲ ἐν τῇ Λυδίῃ : Ἔφεσος , Κολοφών , Λέβεδος , Τέως , Κλαζομεναί , Φώκαια : αὗται δὲ
Γέραι πόλις καὶ λιμὴν , Τέως πόλις καὶ λιμὴν , Λέβεδος , Κολοφὼν ἐν μεσογαίᾳ , Νότιον καὶ λιμὴν ,
6939487 ἀργυροι
τοῦ ἄρτου . ἐπειδὰν δὲ ἱκανῶς ἔχωσιν , ἐσφέρονται κρατῆρες ἀργυροῖ τε καὶ χρυσοῖ , δέκα συμπόταις ἀποχρῶν εἷς ,
τὸν Δρύαλον : ἦσαν δὲ καὶ οὗτοι ἐν τῇ ζωγραφίᾳ ἀργυροῖ χρυσᾶς ῥάβδους κρατοῦντες , καὶ σὺν τοῖς Λαπίθαις ὥρμων
6933409 ἀρταβαι
Κῦρος . εἶχε δὲ οὕτως : πυραμίνων ἀλεύρων καθαρῶν τετρακόσιαι ἀρτάβαι ἡ δὲ ἀρτάβη ἡ Μηδικὴ μέδιμνός ἐστιν Ἀττικός :
ἀρτάβαι . παιπάλης ἐξ ἀλφίτων πεποιημένης ὡς εἰς κυκεῶνας δέκα ἀρτάβαι . καρδάμου κεκομμένου σεσησμένου λεπτοῦ * * [ ἀρτάβαι
6929794 ὀβολοι
ἐν Λαμίᾳ Κράτης ἡμίεκτόν ἐστι χρυσοῦ , μανθάνεις , ὀκτὼ ὀβολοί , ἦν δὲ καὶ τριώβολον καὶ διώβολον εἴδη νομισμάτων
εὐτελής . τριώβολον : μισθὸς δικαστικὸς καὶ οἱ ἁπλῶς τρεῖς ὀβολοί . τρυγόνα ψάλλειν : παροιμία ἐπὶ τῶν φαύλως πραττόντων
6929097 ναυλοχιον
. εἰς ἄχυρα καὶ χνοῦν τὴν αὑτοῦ σκιὰν δέδοικεν . ναυλόχιον ἐν τῷ μέσῳ . ἦ που κατὰ στοίχους κεκράξονταί
: ναῦς λοχᾶν καὶ ἐνεδρεύειν . Θουκυδίδης ἑβδόμῃ . καὶ ναυλόχιον : ὁ τοιοῦτος τόπος , ᾧ λιμένες ἔνεισιν .
6926239 Ἰσαυρια
. ξβ γοʹ λη ∠ ʹδ : ἀπὸ δὲ ἀνατολῶν Ἰσαυρία καὶ πόλεις Σαυάτρα . . . . . .
, ἐν ᾗ Πισιδία Γαλατία , ἐν ᾗ Παφλαγονία καὶ Ἰσαυρία Καππαδοκία Ἀρμενία Μικρά Κιλικία . πίναξ βʹ . Σαρματία
6924496 τριακοντοροι
ἐν τῇ ὕλῃ ἐκρύπτετο , τά τε ἄλλα καὶ αἱ τριακόντοροι . ὑπὸ δὲ τὴν ἕω ὅ τε ἄνεμος καὶ
ἐπειδὴ παρεσκευάσθησαν αὐτῷ ἐπὶ τοῦ Ὑδάσπου ταῖς ὄχθαις πολλαὶ μὲν τριακόντοροι καὶ ἡμιόλιαι , πολλὰ δὲ καὶ ἱππαγωγὰ πλοῖα καὶ
6923564 ἐπιχρυσος
φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ κεραυνὸς ἐπίχρυσος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ ναὸς ἐπίχρυσος , οὗ ἡ περίμετρος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ θηρία ὑπεράγοντα
βιῶναι δὲ ἔτη πέντε φασὶν ἐπὶ τοῖς ἑκατόν . , ἐπίχρυσος δὲ εἰκὼν ἀνάθημα Γοργίου τοῦ ἐκ Λεοντίνων αὐτὸς Γ
6923415 τριχιδες
πάντα ὡς εὐωχουμένων τῶν μελλόντων ἐμβαίνειν εἰς τὰς ναῦς . τριχίδες δὲ εἶδος ἰχθύων , ἴσως οὓς καὶ ἡμεῖς καλοῦμεν
ἄμφω τὰ ὀνόματα . ἀπὸ μέντοι τριχῶν τριχίαι ἰχθύες καὶ τριχίδες , καὶ ὑστριχὶς ἡ μάστιξ , καὶ τριχοβρῶτες θηρίδιά
6923029 Περσικαι
καὶ Ἀλέξανδρον Μακεδόνες : τῆς δὲ κολακείας τὰ ἔργα ἀναξυρίδες Περσικαί , καὶ προσκυνήσεις βαρβαρικαί , καὶ λήθη τοῦ Ἡρακλέως
εἰς τὸν κηρὸν αὐτῆς τὼ πόδε , κᾆτα ψυχείσῃ περιέφυσαν Περσικαί . ταύτας ὑπολύσας ἀνεμέτρει τὸ χωρίον . ὦ Ζεῦ
6922001 Ἑσπεριδες
φησιν αὐτάς , ἔνιοι δὲ τὰς αὐτὰς ταῖς Ἀτλαντίσιν . Ἑσπερίδες δὲ ὀνομάζονται διὰ τὸ ἐν τῇ ἑσπέρᾳ , τουτέστιν
μζ ∠ ʹ λα δʹ Πενταπόλεως : Βερενίκη ἡ καὶ Ἑσπερίδες . . . . . μζ ∠ ʹδʹ λα
6917489 χρυση
. . χρυσῆ δὲ κιθάρα ἀντὶ τοῦ τιμία , ὡς χρυσῆ Ἀφροδίτη . σύνδικον Μοισᾶν κτέανον : συνῳδόν , οἱονεὶ
ἄμφοδον , καὶ ἡ τρίτη πρὸς μεσημβρίαν . Καὶ κλίνη χρυσῆ ἵστατο ἐν τῷ θαλάμῳ ἀποβλέπουσα πρὸς ἀνατολάς : καὶ
6917186 Μυους
Τίου ἱερέως , τὸ γένος Μιλησίου , ὡς Φίλων . Μυοῦς , πόλις Ἰωνίας , ὡς Φίλων . Ἄντισσα ,
ʃ ἔστι γὰρ καὶ Θεσσαλική Μυοῦντα : πόλις Καρίας ὁ Μυοῦς τὰ μὲν κατὰ Παυσανίαν κτἑ . : ὥσπερ σχετλιάζων
6910999 κυμβαλα
τοῦ μ . . . . . . κύμβαλα : κύμβαλα : παρὰ τὸ κυφόν , κύφαλά τινα ὄντα .
κακὴ τύχη λάβοι χαριτογλωσσεῖν ἡμᾶς θέμις - μέλη πάραυλα κἀκρότητα κύμβαλα πᾶσιν δὲ θνητοῖς βούλομαι παραινέσαι τοὐφήμερον ζῆν ἡδέως :
6908226 ἐπησαν
μιῆς δὲ καὶ τεσσεράκοντα ἔτι τῶν ἐπιλοίπων γενέων , αἳ ἐπῆσαν τῇσι τριηκοσίῃσι , ἐστὶ τεσσεράκοντα καὶ τριηκόσια καὶ χίλια
κατὰ ταύτας τὰς ἐσβολάς , καὶ τό γε παλαιὸν πύλαι ἐπῆσαν . Ἔδειμαν δὲ Φωκέες τὸ τεῖχος δείσαντες , ἐπεὶ
6905585 τετραπηχεις
. ὑπῆρχον δὲ καὶ ἄνδρες ἐπὶ καμήλων ὀχούμενοι , μαχαίρας τετραπήχεις ἔχοντες , τὸν ἀριθμὸν ἴσοι τοῖς ἅρμασι . ναῦς
ἐξ εὐνῆς τηροῦς ' ἐπὶ τοῖσι δρυφάκτοις ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις : κἄπειτ ' εὐθὺς προσιόντι ἐμβάλλει μοι τὴν χεῖρ
6904513 Μαντινικη
τῆς ει διφθόγγου γράφει Ἀρκάδιος ” τὸ τοπικὸν Χαιρωνική ὡς Μαντινική „ . ἐκ γὰρ τοῦ Χαίρωνος ἔστι Χαιρωνικός .
εἰς ἔρωτα ἔπαινον , Μαντινικῇ γυναικὶ ἀνατίθησιν : ἀλλὰ εἴτε Μαντινική , εἴτε καὶ Λεσβία τὶς ἦν ἡ τοῦ λόγου
6900552 καριδες
πλείονα τροφὴν δίδωσιν , ἀστακοί , πάγουροι , καρκῖνοι , καρίδες , κάραβοι καὶ . . . ὅσα τε ἄλλα
ἀστακοὶ δὲ καὶ πάγουροι καὶ καρκῖνοι τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες , ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα δύσφθαρτον ἔχει τὴν σάρκα
6896803 Ἀρκαδικων
' ἀποχρῶσί γε αἱ νῦν ἔτι γινόμεναι τεκμήρια εἶναι τῶν Ἀρκαδικῶν ποτε νομίμων : λεχθήσεται δὲ περὶ αὐτῶν ἐπὶ πλεῖον
μητρὸς , ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων : ὡς Δημάρατος ἐν δευτέρῳ Ἀρκαδικῶν . . . . , : Παράκειται δ '
6895696 ἀρταβη
. φύλλου ἀρτάβη . ὀποῦ σιλφίου δύο μναῖ : κυμίνου ἀρτάβη : σιλφίου τάλαντον σταθμῷ . μύρου ἐκ μήλων γλυκέων
δὲ οὕτως : πυραμίνων ἀλεύρων καθαρῶν τετρακόσιαι ἀρτάβαι ἡ δὲ ἀρτάβη ἡ Μηδικὴ μέδιμνός ἐστιν Ἀττικός : τῶν δὲ δευτέρων
6895495 ἡδυποτιδας
μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας τρεῖς , ἠθμὸν ἀργυροῦν . Κρατῆρες , κάδοι ,
Κρατῖνος δ ' ὁ νεώτερός φησι : παρ ' Ἀρχεφῶντος ἡδυποτίδας δώδεκα . ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ . Πείσανδρος ἐν δευτέρῳ Ἡρακλείας τὸ

Back