: οὐκ ἔστι φωνὴ ἐξαρχόντων κατ ' ἰσχὺν οὐδὲ φωνὴ ἐξαρχόντων τροπῆς , ἀλλὰ φωνὴν ἐξαρχόντων οἴνου ἐγὼ ἀκούω .
καὶ πεπιεσμένων οἴνῳ : τὸ γὰρ „ οὐκ ἔστι φωνὴ ἐξαρχόντων κατ ' ἰσχὺν „ ἴσον ἐστὶ τῷ περιγεγενημένων τῷ
4029593 κωφου
ἐγὼ ψάμμου τ ' ἀριθμὸν καὶ μέτρα θαλάσσης , καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω . Ὀδμή μ '
, τὸ ἀψόφῳ . καὶ ἡ Πυθία φησίν : καὶ κωφοῦ ξυνίημι καὶ οὐ λαλέοντος [ ] ἀκούω . παραλλήλως
3889340 οὐταμενην
ἐπὶ γαίῃ κείμενον : ἔρρει δ ' αἷμα κατ ' οὐταμένην ὠτειλήν . βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ
καίτοι γε τοῦ ποιητοῦ λέγοντος „ ψυχὴ δὲ κατ ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτο . „ . . , . ,
3815042 ϲυκοιϲ
ῥήϲϲει ἀποϲτήματα καὶ ϲκόλοπαϲ ἀνάγει : εἰ δὲ μίξαιϲ τοῖϲ ϲύκοιϲ οὕτω πεποιημένοιϲ γλήχωνοϲ ἢ ὀριγάνου ἢ θύμου ἢ ἀψινθίου
δυνηθέντα τὴν κακοχυμίαν οὐδ ' αὐτά . πρόϲεϲτι δὲ τοῖϲ ϲύκοιϲ ἀγαθὰ τό τε κατὰ γαϲτέρα πορίμοιϲ εἶναι , καὶ
3814307 μελαντος
τ γεγόνασι μέλανος καὶ τάλανος : ὅτι γὰρ τοῦ μέλας μέλαντος ἦν ἡ γενική , δηλοῖ τὸ . . ,
περιττοσυλλάβως κλινόμενα τριγενῆ διὰ τοῦ ντ κλίνονται , οἷον μέλας μέλαντος : μελάντερον ἠΰτε πίσσα . ἡ δὲ † σύνθεσις
3721988 συντασσομενη
ὑπὲρ τειχέων . σημείωσαι ὅτι ἡ ὑπὲρ μετ ' αἰτιατικῆς συντασσομένη τὴν ἀνωτάτω σχέσιν δηλοῖ , μετὰ γενικῆς τὴν ἄνω
νεφελᾶν ” καὶ τὸ “ στρεπταιγλᾶν ” οὐ πρός τι συντασσομένη , ἀλλ ' οὕτως ἦν ἐν τοῖς ποιήμασιν ἐκείνοις
3716858 ὀρεσφι
ἀκαμάτοιο θοὸν μένος , εὖτ ' ἀλίαστον μαίνηται κατ ' ὄρεσφι βίη μεγάλου ἀνέμοιο , πίπτῃ δ ' αἰθομένη πυρὶ
θήσει : Ὡς δ ' ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ ' ὄρεσφι ῥέοντες ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄμβριμον ὕδωρ : καὶ μυρία
3656909 βαρυθει
: ὀρφανοὶ κατὰ μητέρα * ἐξεγένοντο : ἐγεννήθησαν οἵη γὰρ βαρύθει : μόνη γὰρ βαρύνεται ὑπὸ τῷ κυήματι τῆς γαστρός
ὀξείῃς ὀδύνῃσιν ἐλήλαται , οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται , βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ ' αὐτοῦ : ἔγχος δ
3602044 ἐπεπηρωτο
ταῦτα ἔφασκεν εἰρῆσθαι , τὸν γὰρ δὴ ἕτερον τῶν ποδῶν ἐπεπήρωτο ὁ Ἀγησίλαος : Ἀγησίλαος δὲ ἐς Λεωτυχίδην αὐτὰ ἔτρεπεν
. ἔρρωσο . Θεανὼ Εὐκλείδῃ ἰατρῷ . Τὸ σκέλος τις ἐπεπήρωτο χθὲς καὶ ὁ καλέσων ἦλθε πρός σε , ἅμα
3595161 ἀεικελιην
ἠὲ τόγ ' ἄτης πῆμα δυσιμέρου ἦ μιν ἐνίσπω φύζαν ἀεικελίην ᾗ κάλλιπεν ἔθνεα Κόλχων . Ἤτοι ὁ μὲν δήμοιο
, εἰ καί τίς σε καταχθονίων ἀνθρώπων / ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν „ . οὐκ εἶπεν ὀφθαλμῶν . ἔτι δὲ
3571649 δολεραν
προθήσομεν δέλεαρ , ὃ μήτε πημανεῖ γευσαμένους μήτε ὕπουλον καὶ δολερὰν ἕξει τὴν ἡδονήν , ἀλλὰ προσέξεται ἀβλαβῶς καὶ γοητεύσει
τοῦ κακοῦ καὶ τῶν φαρμάκων οὐ δυνηθέντων , κακοήθη καὶ δολερὰν τὴν θεραπείαν γεγονέναι . Καὶ τὰ μὲν τῆς γυναικός
3542154 εὐφημισμον
. Γ εἰς μακαρίαν ] εἰς ὄλεθρον , κατ ' εὐφημισμόν . φθόρε ] ὄλεθρε , φθοροποιέ . μέντοι ]
ἐπέραινον , συνουσιαζόμην . . ἀντὶ τοῦ ἐγάμουν κατ ' εὐφημισμόν . Θ . ἐπίττων : Τουτέστιν ἐφίλουν , ἐμιγνύμην
3527959 λαλεοντος
καὶ ἡ Πυθία φησίν : καὶ κωφοῦ ξυνίημι καὶ οὐ λαλέοντος [ ] ἀκούω . παραλλήλως γὰρ ἔταξαν . νῦν
' ἀριθμὸν καὶ μέτρα θαλάσσης καὶ κωφοῦ ξυνίημι καὶ οὐ λαλέοντος ἀκούω , κωφὸν λέγων τὸν ἐκ γεννητῆς ἄλαλον ὡς
3513737 λεληθυιας
κατὰ θυμόν . ὁ γὰρ θυμούμενος μετά τινος λύπης καὶ λεληθυίας συστολῆς φαίνεται τὸν λόγον ἀποστρεφόμενος : ὁ δὲ κατ
κατὰ θυμόν : ὁ γὰρ θυμούμενος μετά τινος λύπης καὶ λεληθυίας συστολῆς φαίνεται τὸν λόγον ἀποστρεφόμενος , ὁ δὲ κατ
3503032 λεκτρου
, γοάει τε καὶ ἣν ὀλοφύρεται ἄτην , δάκρυσι δευομένη λέκτρου χάριν : ἧς ἐνιμίσγων θεῖον ὀπὸν κύρτον μὲν ἐνορμίζει
θρηνεῖ : ὀλοφύρω ὁμοίως θρηνῶ . Δευομένη : βρεχομένη . λέκτρου : κοίτης . Θεῖον ὀπόν : τὸν λιβανωτὸν ,
3492564 ταχεεσσι
μάλα δή σε βιάζεται ὠκὺς Ἀχιλλεὺς ἄστυ πέρι Πριάμοιο ποσὶν ταχέεσσι διώκων : ἀλλ ' ἄγε δὴ στέωμεν καὶ ἀλεξώμεσθα
βοῶν ἄπο μοῦνον ἐόντα σεῦα κατ ' Ἰδαίων „ ὀρέων ταχέεσσι πόδεσσι , κεῖθεν δ ' ἐς Λυρνησσὸν ” ὑπέκφυγες
3483558 διολλυμαι
κόρη καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον , ᾧ διόλλυμαι . Πλευραῖσι γὰρ προσμαχθὲν ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας
δ ' ἐπίσταμαι : τοῦ παιδὸς ὄντος τοῦδ ' ἐγὼ διόλλυμαι † γόνοιον † μήλων κἀφροδισίαν ἄγραν ζῆ , πῖνε
3479337 ἀπιδουσα
γε ” σκληρὰν ἡμέραν ” εἶπεν ἑαυτὴν πρὸς τὸ χλευάζον ἀπιδοῦσα παιδάριοντούτῳ γὰρ καὶ παντὶ ἄφρονι τραχεῖα καὶ δύσβατος καὶ
, ἡ δὲ ὑπ ' ἀηθείας ἐπιβᾶσα ὀχήματος παραδόξου καὶ ἀπιδοῦσα ἐς βάθος ἀχανές , ἐκπλαγεῖσα καὶ τῷ θάλπει ἅμα
3455385 εἰϲιων
ἔμοιγ ' . ἀρίθμηϲον : ἐν τοϲούτωι [ δ ' εἰϲιὼν ] πρὸϲ τὴγ γυναῖκα βούλομ ' εἰπεῖν ? ?
ἀριθηϲον ? ? ? ἐν τοϲούτωι ? [ δ ' εἰϲιὼν ] ? ? πρὸϲ τὴγ γυναῖκα βούλομ ' εἶπαι
3424182 περισωθηναι
δὲ αὐτὸν μετ ' οὐ πολὺ τῇ τοῦ μυὸς χάριτι περισωθῆναι . ἐπειδὴ γὰρ συλληφθεὶς ὑπό τινων κυνηγῶν κάλῳ ἐπεδέθη
ἐγένετο , ὡς ὑποβρυχίων ἁπάντων καταδεδυκότων μόγις ἕν τι κιβώτιον περισωθῆναι προσοκεῖλαν τῷ Λυκωρεῖ ζώπυρόν τι τοῦ ἀνθρωπίνου σπέρματος διαφυλάττον
3411291 κυνος
ὁ δὲ ἄρρωστος τῆς χρονίας νόσου ἀπαλλάσσεται . Σπλῆνα δὲ κυνὸς θερμὸν ἐπιθεὶς σπληνικῷ ἐν τῷ σπληνί , ἰαθήσεται .
, οὐ σποδεύνας ἶνις Ἐμπούσας , μόρος Τεύκροιο βούτα καὶ κυνὸς τεκνώματος , Χρύσας δ ' ἀΐτας , ἆμος ἑψάνδρα
3397907 κοπτομενος
τὸ περίδειπνον τυχὸν ἴσως . δραχμὴν ἐγὼ ἂν μὴ λάβω κοπτόμενος ὑμῶν οὐδὲ ἓν αὐτὸς διοίσω . πρόαγε : τοῦτον
ἐπιτιθέμενος καὶ πινόμενος ἐν ὄξει ἢ ὀξυμέλιτι λεῖος , ξηρὸς κοπτόμενος , καὶ τοῦ μικροῦ κενταυρίου ὁ χυλὸς ἔξωθέν τε
3385904 ισ
? ? ανλυκον ? ? [ [ ] ωματων ? ισ ? ! [ [ ] ! ω το βλαπτον
[ . . . . . . . . ] ισ [ ] υποδεσπαρασ ? ] ἀπάξοντος αρ ] σμιν
3342668 ἀνδρομεα
οἷον : Κύκλωψ , τῆ πίε οἶνον , ἐπεὶ φάγες ἀνδρόμεα κρέα , ἐξ οὗ , λάβοι . ἢ παρὰ
' ἔχε θυμόν . αὐτὰρ ἐπεὶ Κύκλωψ μεγάλην ἐμπλήσατο νηδὺν ἀνδρόμεα κρέ ' ἔδων καὶ ἐπ ' ἄκρητον γάλα πίνων
3340833 Ὁμηρ
Ὁμήρου ὑπερτεροῦντος φθονῶν ὁ Ἡσίοδος ἄρχεται πάλιν : υἱὲ Μέλητος Ὅμηρ ' εἴ περ τιμῶσί σε Μοῦσαι , ὡς λόγος
Ὁμήρου ὑπερτεροῦντος φθονῶν ὁ Ἡσίοδος ἄρχεται πάλιν : υἱὲ Μέλητος Ὅμηρ ' εἴ περ τιμῶσί σε Μοῦσαι , ὡς λόγος
3329748 ἀρχαϲ
ἐξ ἀρχῆϲ ἢ ὠοῦ τῷ λευκῷ : καὶ κατ ' ἀρχὰϲ μὲν παραιτητέον τὰϲ πυρίαϲ καὶ τὰ θερμὰ καταπλάϲματα .
καὶ μέλιτοϲ ἑφθοῦ : ἐμβρέχειν δὲ τὴν κεφαλὴν κατ ' ἀρχὰϲ μὲν ἕρπυλλον ἐναφέψοντεϲ ϲὺν ὄξει καὶ ἐλαίῳ : ἐν
3329494 δυσαφαιρετον
μακάριος . Εἰπὼν περὶ τοῦ εἶναι τὴν εὐδαιμονίαν βέβαιον καὶ δυσαφαίρετον καὶ δείξας ὅτι δύναται μένειν καὶ τυχῶν ἐναντιουμένων αὐτῇ
ἣ καὶ τῶν ἱματίων ἀντέχεται διὰ τὴν τραχύτητα καί ἐστι δυσαφαίρετον : ἐν τούτῳ γὰρ ἐγγίνεται τῷ τραχεῖ τὸ ἄνθος
3322230 πενθιμος
καὶ τὸν μῦθον ἀναπλάττουσιν . Ὑδροφορίαν ἄγεις : ἑορτὴ ἦν πένθιμος Ἀθήνησιν , ἐπὶ τοῖς ἐν τῷ κατακλυσμῷ ἀπολλομένοις :
ἀνθρώποις : ἑορτή τε οὐδεμία παρ ' αὐτοῖς μελανείμων ἢ πένθιμος ἄγεται τυπετοὺς ἔχουσα καὶ θρήνους γυναικῶν ἐπὶ θεοῖς ἀφανιζομένοις
3321484 ἀχθει
δὲ συλλαμβανούσης ταῖς κατὰ Ἀντιπάτρου διαβολαῖς τῷ ἀπὸ τοῦ πλήθους ἄχθει στάσις γίνεται . καὶ δημηγορεῖ Εὐρυδίκη κατ ' αὐτοῦ
τυραννίδες μιᾶς ἀμείνονες φέρειν , ἄχθος τ ' ἐπ ' ἄχθει καὶ στάσιν πολίταις : τεκόντοιν θ ' ὕμνον ἐργάταιν
3318389 εὐτραπελιας
τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰς τὸ δημόσιον καὶ τριώβολον τῷ γραμματεῖ . εὐτραπελίας . εὐτραπελία ἐστὶν ἕξις τις ἐν μεσότητι θεωρουμένη βωμολοχίας
ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός : τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα , ἢ τὸν πανοῦργον καὶ συκοφάντην , καὶ
3316529 ἐπεκτασιν
ἄρθρον , καὶ ἐπὶ τοῦ τούτου . καὶ κατ ' ἐπέκτασιν λέγεται . τούς ἐπὶ τοῦ ἄρθρου “ τοὺς μὲν
τὸ ὕπαι βαρύνεται : λέγεται δὲ καὶ ὕπαιθα κατ ' ἐπέκτασιν τῆς θα συλλαβῆς : σημειωτέον δὲ ὅτι τὰ μὲν
3313157 πεπωκα
, χαῖρε [ οὐ γὰρ μεθύω , μὰ τὸν [ πέπωκα κοϲμίωϲ λα [ ! ! ! ! ! !
πρὸς ἑαυτήν : ” ἀλλ ' ἔγωγε καὶ βέβρωκα καὶ πέπωκα καὶ λέλουμαι : κἂν ἀποθάνω , οὐδέν μοι μέλει
3303426 πικρον
καὶ οὔτε γλυκύ τι περὶ τοῖς ἐκτὸς ὑπάρχειν , οὐ πικρὸν ἢ θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλαν ,
: ῥίζα ἰσχνή , ἄπρακτος : σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ , πικρὸν ἐν τῇ γεύσει . Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καυλία ἔχει
3302994 ἀνδραγαθιην
δὲ ὁ Ἀναξανδρίδεω εἶχε τὴν βασιληίην , οὐ κατ ' ἀνδραγαθίην σχὼν ἀλλὰ κατὰ γένος . Ἀναξανδρίδῃ γὰρ ἔχοντι γυναῖκα
ἐόντες σύντροφοί τε ἐκείνῳ καὶ οἰκίης οὐ φλαυροτέρης οὐδὲ ἐς ἀνδραγαθίην λειπόμενοι , λυπεοίατο καὶ ἐπιβουλεύοιεν , ἀλλ ' ἑτεροῖός
3299534 ἰχθυοφαγος
οἱ μέλεοι λοπάδι . Εὐφράνωρ ὁ ὀψοφάγος ἀκούσας ὅτι ἄλλος ἰχθυοφάγος ἀπέθανεν θερμὸν ἰχθύος τέμμαχος καταπιὼν ἀνεφώνησεν : ἱερόσυλος ὁ
τοῖς γελοίοις ἀπομνημονεύμασιν Εὐφράνορά φησι τὸν ὀψοφάγον ἀκούσαντα ὅτι ἄλλος ἰχθυοφάγος ἀπέθανε θερμὸν ἰχθύος τέμαχος καταπιὼν ἀναφωνῆσαι ἱερόσυλος ὁ θάνατος
3291902 προβατον
δὲ ἐγερθέντα ἐκ τοῦ ὕπνου ζητεῖν ἐφ ' ὃ ἀπεστάλη πρόβατον , μὴ εὑρόντα δὲ πορεύεσθαι εἰς τὸν ἀγρόνὑπελάμβανεν δὲ
ἐθελήσεις τὰ θρῖα τῶν σύκων ἐπιτρώγειν , ἀλλ ' ὥσπερ πρόβατον οὐκ ἂν ἀποσταίης τῶν ὡρίμων , οὐκ ἔστιν οὖν
3285444 μεγακητεα
αἱ δὲ μάλ ' ὦκα ἔπλεον , ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον . ἐς Τένεδον δ ' ἐλθόντες ἐρέξαμεν ἱρὰ
τὰς ὑποθήκας , φησί : χρὴ πενίην φεύγοντα καὶ ἐς μεγακήτεα πόντον ῥίπτειν καὶ πετρῶν , Κύρνε , κατ '
3276653 ἀγχισποροι
ὡς ἄρα τοιαῦτα πράττουσίν τε καὶ ἔπραττον καὶ οἱ θεῶν ἀγχίσποροι , οἱ Ζηνὸς ἐγγύς , ὧν κατ ' Ἰδαῖον
. . ὅτι παυστέον προσάγειν αὐτοῖς μύθους ἁρπαγὰς εἰσηγουμένους . ἀγχίσποροι . ἐγγὺς γένους . τί οὖν κτλ . .
3273892 γαμηλιων
πρὸς τὰς παρθένους ἐν ταῖς Τοξότισιν : ᾄδοντος ἁγναῖς παρθένοις γαμηλίων λέκτρων ἀτειρὴς βλεμμάτων ῥέπει βολή . καὶ διαλιπὼν προσέθηκεν
, ὡς νενόμισται ἄγειν συμπόσια περὶ τοὺς γάμους τῶν τε γαμηλίων θεῶν ἕνεκα καὶ τῆς οἱονεὶ μαρτυρίας . τὸ δὲ
3271772 ὑφερπει
δὲ τούτων τοὺϲ φίλουϲ ἐϲκ [ ταῖϲ ϲτρατηγίαιϲ δ ' ὑφέρπει καὶ τρυγωιδο ? [ εἰϲ δὲ Μαντίνειαν ὑμᾶϲ οὗτοϲ
Ἀχαιῶν οὖσαν : ἦ τορῶς λέγω ; χαρά μ ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη . εὖ γὰρ φρονοῦντος ὄμμα σοῦ κατηγορεῖ
3266528 κυκνον
δεῖ παταγεῖν ἀν ' ὄρεα σύμενον μετὰ Ναϊάδων οἷά τε κύκνον ἄγοντα ποικιλόπτερον μέλος . τὰν ἀοιδὰν κατέστασε Πιερὶς βασίλειαν
τῷ λευκῷ ταὐτά ἐστιν , ἄμφω γὰρ λευκά , τὸν κύκνον χιόνα ἀξιοῦμεν εἶναι : νομίσαντες γὰρ ὅτι ἐπειδὴ ἡ
3256764 ὀλιγοϲ
τυγχανούϲηϲ : μέτρον δὲ τῆϲ ἑψήϲεωϲ , ἐὰν μὴ πάνυ ὀλίγοϲ ἐμβάλληται , κρατῆϲαι τῷ χρώματι καὶ κιρρὰν ποιῆϲαι τὴν
ἄτερ ὄλλυται ἀνήρ : χρόα ἀτρόπιοϲ καὶ χλοανθήϲ , καρδιωγμὸϲ ὀλίγοϲ , μέτωπον δὲ ϲυνεχῶϲ ἀναϲπᾶται , βλέφαρα ἀκινητεῖ μετὰ
3255722 ἐμφορουμενοις
, σταφυλὴ ἐπισχεθεῖσα καὶ μὴ διαφθαρεῖσα . Τοῖς ἄδην σικύων ἐμφορουμένοις ψυχρὸν χυμὸν ἀθροίζειν συμβέβηκε καὶ ἔτι κοιλίαν ἐσθίουσι καὶ
, σταφυλὴ ἐπισχεθεῖσα καὶ μὴ διαχωρηθεῖσα . Τοῖς ἄδην σικύων ἐμφορουμένοις ψυχρὸν χυμὸν ἀθροίζειν συμβέβηκεν οὐκ εὐπετῶς ἐπιδέξασθαι δυνάμενον τὴν
3250223 ὀδυνωμενη
καὶ θερμὴ καὶ τεταμένη , καὶ εἰ θίγοις αὐτῆς , ὀδυνωμένη . πληθωρικοῦ μὲν οὖν ὄντος ἢ κακοχύμου τοῦ παντὸς
εἰρημένοις , ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ μηδὲν ἔχειν ἀντειπεῖν πλέον ὀδυνωμένη συνετῆς οὕτως ἀποστερεῖσθαι παιδὸς μικρὸν ὕστερον μέλλουσα . τοιαύτης
3244746 πτορθων
κατ ' Ἀδμήτου δόμους , προσῆλθε κἀξέστεψε καὶ προσηύξατο , πτόρθων ἀποσχίζουσα μυρσίνης φόβην , ἄκλαυτος ἀστένακτος , οὐδὲ τοὐπιὸν
ἐπιφερομένους , τοὺς δὲ σανίδας , ἑτέρους πεπλεγμένας ἀσπίδας ἐκ πτόρθων , πάντας ἁπλῶς κομίζοντας ἑλεπόλεις καὶ πεφρα - γμένους
3239640 κεκραγως
ἰσχύϊ πρὸ δίκης χρῆσθαι , μόνον οὐκ ἄντικρυς βοῶν καὶ κεκραγὼς τοῖς ὦτα ἔχουσιν ἐν ψυχῇ , μηδένα τῶν ἑτεροεθνῶν
λέγων ἕκαστος αὐτῶν , ἀλλὰ μόνον πλούσιον εἶναι τὸν σοφὸν κεκραγὼς μικρὸν ὕστερον προσελθὼν αἰτεῖ καὶ ἀγανακτεῖ μὴ λαβών ,
3238381 ἐγκυρσας
φερέμεν δύναται , βαρύθει δέ θ ' ὑπ ' αὐτῆς ἐγκύρσας ἄτῃσιν : ὁδὸς δ ' ἑτέρηφι παρελθεῖν κρείσσων ἐς
φερέμεν δύναται , βαρύθει δέ θ ' ὑπ ' αὐτῆς ἐγκύρσας ἄτῃσιν : ὁδὸς δ ' ἑτέρηφι παρελθεῖν κρείσσων ἐς
3235450 ἀντιστοιχιαν
Μυρλεανός : ἡ μὲν φιάλη , φησί , κατ ' ἀντιστοιχίαν ἐστὶ πιάλη , ἡ τὸ πιεῖν ἅλις ἔχουσα :
ὁ Μυρλεανὸς ἡ μὲν φιάλη , φησί , κατ ' ἀντιστοιχίαν ἐστὶ πιάλη , ἡ τὸ πιεῖν ἅλις παρέχουσα :
3235031 ἀντιφρασιν
τὰ σκληρὰ κάρφη , ἤτοι τοὺς ἁπαλοὺς κόκκους κατ ' ἀντίφρασιν , τῇ ἰσχνῇ καλύπτρᾳ καλύπτουσιν , ἤτοι περιβολῇ ἰσχνῇ
καθέδρα . παρὰ τὸ θῶ ῥῆμα , ὃ σημαίνει κατὰ ἀντίφρασιν τὸ ἑδραιῶ , ὁ μέλλων θώσω ἐξ οὗ γίνεται
3222748 συναχθομενον
εἰκὸς εἰσενεγκεῖν ἐπὶ μὲν τοῖς συνηδόμενον , ἐπὶ δὲ τοῖς συναχθόμενον , καὶ παρ ' ἐκείνων τῆς ἴσης ἀντιδόσεως τυχεῖν
τε φαίνεσθαι , ἤν τι ἀγαθὸν αὐτοῖς συμβαίνῃ , καὶ συναχθόμενον , ἤν τι κακόν , καὶ συνεπικουρεῖν προθυμούμενον ταῖς
3220802 μεθορμηθεις
τοῖς κινουμένοις ῥεύμασιν , ὁρμητικοῖς , ὁρμωμένοις , κινουμένοις . μεθορμηθείς : σὺν , συγκινηθεὶς , ἐφορμήσας . ῥοθίοισι :
δ ' ἐς Λυρνησσὸν ὑπέκφυγες : αὐτὰρ ἐγὼ τὴν πέρσα μεθορμηθείς . . § . : φησὶ δὲ Μυρσίλος Μηθυμναίων
3217047 Ἀλκμεωνι
. . . κἀγὼ μὲν ἄτεκνος ἐγενόμην κείνης ἄπο : Ἀλκμέωνι δ ' ἔτεκε δίδυμα τέκνα παρθένος . [ καὶ
οὐχὶ μαίνεσθαί σοι δοκεῖ κατ ' ἴσον Ὀρέστῃ τε καὶ Ἀλκμέωνι , πλὴν τοῦ σοφοῦ ; ἕνα δὲ ἢ δύο
3211632 ἠλιθιωσῃ
τῷ χορῷ θοῶς ] ταχέως μὴ ] † ἵνα μή ἠλιθιώσῃ ] εἰς ἀναισθησίαν ἄξῃ μύκημ ' ] κτύπος ἀτέραμνον
καὶ μετανάστασιν τῷ χορῷ . θοῶς ] ταχέως . . ἠλιθιώσῃ ] εἰς ἀναισθησίαν ἄξῃ . . μύκημα ] κτύπημα
3210929 κλαυθμων
πρὸς ἡμῶν κάππεσε , κάτθανε , καὶ καταθάψομεν οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων , ἀλλ ' Ἰφιγένειά νιν ἀσπασίως
μολεῖν καὶ παραγενέσθαι νύκτερον τέλος : περιφραστικῶς νύκτα τῶν πολλῶν κλαυθμῶν ἐπίρροθον καὶ αὐξητικήν . νύκτα δὲ εἶπεν ἤτοι ἀθυμίαν
3209154 παροξυνεις
. Σκορπίοις ὀκτάπουν ἀντεγείρεις : οἷον ἱκανὸν ἀμύνασθαι εἰς πληγὴν παροξύνεις . Σκάνδιξ : λάχανον ἄγριον : διὸ καὶ σκανδοπώλης
ἀλλ ' ὑποκαίεις σπινθῆρσι λόγων τὴν τοῦ δεσπότου ὀργὴν καὶ παροξύνεις δεσπότην κατ ' οἰκέτου . τοῦτο δέ ἐστιν οὐκ
3193086 τετρωμαι
ἐνεργητικόν , ἐξ οὗ γίνεται τὸ ἀπτώς ἀπτῶτος : πάλιν τέτρωμαι ἀτρώς ἀτρῶτος : ἰδοὺ ταῦτα πάντα μίαν συλλαβὴν ἐφύλαξαν
, θαρσήσας εἶπον : “ Οἴμοι , φιλτάτη , πάλιν τέτρωμαι χαλεπώτερον : ἐπὶ γὰρ τὴν καρδίαν κατέρρευσε τὸ τραῦμα
3191614 προενεγκασθαι
πονέσειε , οὐ πώποτε δὲ τὴν χεῖρα κατωτέρω τοῦ ὀμφαλοῦ προενέγκασθαι . διὸ καὶ Ἀριστοτέλης Ξενοκράτην τὸν Χαλκηδόνιον σκώπτων ὅτι
ἑξῆς προκόπτειν ἐμμελῶς , οὐδὲν ἕτερον εἶναι δύναται διάστημα οὐδὲ προενέγκασθαι φθόγγον ἕτερον ἐμμελῆ καὶ ἡρμοσμένον , ἢ διάστημα μὲν
3191095 Ἑρμηι
' ἀθήρ βάλλει με καὶ τοῦδ ' αἰθαλοῖ πυκνὸν πτερόν Ἑρμῆι , σὺ γὰρ δὴ [ – ˘ – ×
ἔφην , Ἄρατος ἐν τῶι Κανόνι καὶ Ἐρατοσθένης ἐν τῶι Ἑρμῆι καὶ Ὑψικλῆς καὶ Θράσυλλος καὶ Ἄδραστος Ἀφροδισιεύς . ἤρξαντο
3188425 Εὐριπιδη
τοῦτο εἰρηκέναι : ἄνευ δὲ μητρὸς , ὦ κάθαρμ ' Εὐριπίδη : ἰδίοισιν ὑμεναίοισι : τοῖς οὐ νενομισμένοις . ἢ
γὰρ ἂν ἀπέλθοιμ ' . Ἀλλὰ κόψω τὴν θύραν . Εὐριπίδη , Εὐριπίδιον , ὑπάκουσον , εἴπερ πώποτ ' ἀνθρώπων
3187856 παροσον
τοῦ εἰς Ἱέρωνα ὕμνου . ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα : παρόσον οἱ ὑπὸ τὸν Παρνασσὸν οἰκοῦντες Δωριεῖς πρῶτοι λέγονται τὸ
ἑκὼν εἶναι οὐ δώσει . Μόναι Λάκαιναι ἄνδρας τίκτουσι : παρόσον ἐκεῖναι γενναιοτάτους παῖδας τίκτουσι . Μυκώνειος γείτων : αὕτη
3185587 σκυζομενη
Τρώεσσι μεδέσθην . ἤτοι Ἀθηναίη ἀκέων ἦν οὐδέ τι εἶπε σκυζομένη Διὶ πατρί , χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει :
αρι τὸ ἐπιτατικὸν ἐπίρρημα καὶ τὸ σκύζεσθαι , ἡ ἄγαν σκυζομένη : σκύζεσθαί οἱ εἶπε θεούς . οὕτως Ἀρτεμίδωρος ,
3182837 Κωβιος
ὄψων ὀνόματα καὶ σιτίων ἔχοντες , Ὄψων , Κάραβος καὶ Κωβιός , Σεμίδαλις . Ἀττικὸν δὲ δεῖπνον οὐκ ἀχαρίτως διαγράφει
ὀνόματα καὶ σιτίων ἔχοντες , Ὄψων , Κάραβος , καὶ Κωβιός , Σεμίδαλις . Ποῖ δή μ ' ἄγεις διὰ
3180955 ἀσπασμους
φωνὰς ἀναβοῶσαι καὶ παίουσαι τὰ στήθη περιεχύθημεν αὐτῷ τοὺς ἐσχάτους ἀσπασμοὺς κομιούμεναι : τῶν δὲ παιδίων τούτων ἐγὼ μὲν τὸ
ὁ λοχαγὸς ἐγγὺς τοῦ τείχους ποτὲ γενόμενος καὶ τοὺς συνήθεις ἀσπασμοὺς τῷ ἀνδρὶ ἀποδοὺς οἰκτείρειν αὐτὸν ἔφη τῆς καταληψομένης ἅμα
3180177 ἐπερωτησιν
πάλιν γράφω , ἀρχόμενος πάλιν ἀπὸ τοῦ χρησμοῦ κατ ' ἐπερώτησιν : ἔχει δὲ ὧδε : Ἐπεὶ [ μὲν ]
κατάφασιν ἀποβάλλουσα μεθίσταται καὶ τοῦ καλεῖσθαι ὁριστική . εἰς γὰρ ἐπερώτησιν τῶν πραγμάτων ἐγχωρεῖ , ἡνίκα φαμὲν γέγραφας ; λελάληκας
3177616 κακω
τῷ Η , περὶ ὧν προείρηται , πάντως περισπᾶται : κακῶ ἀρκῶ ναρκῶ σαρκῶ φαλκῶ δοκῶ . τὸ δὲ διώκω
δέ , ὅκκα μὴ ὑπάρχῃ . ἔτι ἀγαθῶ μὲν καὶ κακῶ μέσον τι , τὸ μήτε ἀγαθὸν μήτε κακόν ,
3159363 ἀγεννει
. ὕβρις : ὁ ἄσεμνος λόγος : ἄτιμός ἐστιν ἐν ἀγεννεῖ . ὕβρις γάρ τε κακὴ δειλῷ βροτῷ : οὐδεὶς
ἀρεστὸς ἀνήρ , καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν οὐκ ἀγεννεῖ ἀνδρὶ ἐοικώς , καὶ ἔλεξε τοιάδε . Ἐγώ ,
3147198 πορισθεν
ἂν ] αὖθις ἐγέλων , καὶ τὸ δι ' ἀπάτης πορισθὲν ἐξεκέχυτό οἱ οὐ φωραθὲν ἄν , εἰ τοσοῦτόν γε
τι τούτων ὑπ ' αὐτοῦ κατεργασθὲν ἢ δι ' αὐτοῦ πορισθὲν ἢ ἐκ τούτου ἐπισυμβαῖνον ἢ ἕνεκα τούτου γινόμενον ἢ
3145020 ἀπολελυμενως
χρόνους ἥξοντι . θεωρεῖται δὲ οὗτος οὐχ ἁπλῶς οὐδ ' ἀπολελυμένως , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς τῶν κυριωτάτων τόπων ἐπικρατήσεως
, οὔτε τὸ ἐκείνων συμφέρον σκοπεύμενον οὔτε μὰν τὸ ἴδιον ἀπολελυμένως , ἀλλὰ τὸ κοινᾷ . καὶ διὰ τοῦτο ποταγορεύεται
3141912 αὐλουντος
μὴ ἀδόξως ἀποθάνω , αὔλησον , ὅπως ὀρχήσομαι . „ αὐλοῦντος δὲ τοῦ λύκου καὶ ὀρχουμένου τοῦ ἐρίφου οἱ κύνες
κινήσει συμφέρον . τίς γὰρ ὄνησις εὐφώνου ἡσυχάζοντος ἢ μὴ αὐλοῦντος αὐλητοῦ ἢ κιθαριστοῦ μὴ κιθαρίζοντος ἢ συνόλως τεχνίτου τὰ
3139182 ἐναρετῳ
, διότι τῷ κατὰ φύσιν διακειμένῳ , λέγω δὴ τῷ ἐναρέτῳ , ὄργανόν ἐστι πρὸς τὰς καλὰς ἐνεργείας , ὡς
καὶ ἐκτὸς ἃ λέγεται ἀγαθά , ὅτι ὄργανά ἐστι τῷ ἐναρέτῳ πρὸς τὰς καλὰς ἐνεργείας . ἀριθμοῦσι δὲ καὶ τέταρτον
3135130 λεπυριον
, ἐγὼ ἐρέω : οἷον εἴ τις ὠοῦ τὸ ἔξωθεν λεπύριον περιέλοι , ἐν δὲ τῷ ἐσωτάτῳ ὑμένι τὸ ὑγρὸν
καὶ οὗτοι ⌈ λοιπὸν μάρτυρες ἐκαλοῦντο . Γ τῶν τραγημάτων λεπύριον ἢ ὄστρακον . κελύφη : ⌈ ἀντὶ τοῦ καλύμματα
3132298 ὀργωσα
περὶ τεσσαρεσκαιδέκατον ἔτος : τήν τε γὰρ ὁμιλίαν ὑποδέχεται μᾶλλον ὀργῶσα καὶ τὰς ἐκτροφὰς τῶν κυημάτων ἀποδίδωσιν ἐρρομενεστέρας . τοῦτο
. ἐρεῖς δὲ σίτου ἐκβολή , φυτῶν ἄνθη , συκῆ ὀργῶσα , ἄμπελος ἡβῶσα , ἐλαία βρύουσα . τὰ δὲ
3130402 θελον
σφᾶς αὐτοὺς νημερτὲς ἐπέφραδον ἀντιάσαντες : οὐδ ' ἔτι μιμνάζειν θέλον ἔμπεδον , ἀλλ ' ἐνὶ νηί , ἀργέσταο παρᾶσσον
μέχρι πλείονος εἴωθε κυρτοῦσθαι , προπετέστερον δὲ ἀνιστάμενον καὶ περιπατεῖν θέλον διαστρέφεσθαι κατὰ τοὺς μηροὺς τὰ σκέλη . | τοῦτο
3125080 ἐγωνη
πλεονάζουσι τῷ η , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐγών τὸ ἐγώνη παρὰ Ταραντίνοις , καὶ ἐν μέσῃ λέξει τὸ πολεμήια
ἑορτή ὁρτή , τελέως λέως , τρόμος τέτρομος , ἐγώ ἐγώνη . ἀλλὰ καὶ Ἀλκμὰν πρώτῳ μάκαρς ἐκεῖνος φησίΨιλοῦται .
3123614 δουλευεσθαι
μοι τοῦτον ἐπίτηδες , ἵνα μὴ ὑποφέρουσα ὑπ ' αὐτοῦ δουλεύεσθαι φύγω ἐπ ' ἐμαυτῆς τὴν οἰκίαν καταλιποῦσα . δός
μὴ ἐπιχείρει διατιθέναι : φεύγεις δὲ δουλείαν , φυλάσσου τὸ δουλεύεσθαι . ὑπομένων γὰρ δουλεύεσθαι αὐτὸς ὑπάρχειν πρότερον ἔοικας δοῦλος
3122523 μεμηνως
. ‖ χάλις : ὁ ἄκρατος οἶνος . καὶ ὁ μεμηνὼς καὶ κεχαλασμένος τὰς φρένας . ‖ χαλίφρονας : παράφρονας
φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν ' ἐγώ : μεμηνὼς ἆρα τυγχάνει πόσις ; ἀρτίφρων , πλὴν ἐς σὲ
3118888 γελωτοποιον
ὅδ ' ἐστὶν ὅς ποτ ' ἀμφ ' ἐμοὶ βέλος γελωτοποιόν , τὴν κάκοσμον οὐράνην , ἔρριψεν οὐδ ' ἥμαρτε
' ἔστιν , ὅς ποτ ' ἀμφ ' ἐμοὶ βέλος γελωτοποιόν , τὴν κάκοσμον οὐράνην , ἔρριψεν οὐδ ' ἥμαρτε
3118185 ὀφρυος
τὸ διάστημα τὸ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ Σωκράτους μέχρι τῆς ὀφρύος τοῦ Χαιρεφῶντος , τὸν τόπον τῆς διαστάσεως . .
κατειληφὼς τὸ πρόσθιον : ἄρχεται δ ' ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς ὀφρύος τοῦ τῆς ὠμοπλάτης αὐχένος , ἐντεῦθεν δὲ κατιὼν διὰ
3117135 ἀνιαροτερος
ἰωκή . . . . ἀνιηρέστερον : ἀπὸ τοῦ ἀνιαρός ἀνιαρότερος καὶ κατ ' ἔθος Ἰώνων ἀνιηρέστερος τροπῇ τοῦ α
” . τὸ συγκριτικὸν ἡδυμώτερος καὶ Ἰωνικῶς ἡδυμέστερος , ὡς ἀνιαρότερος ἀνιηρέστερος . τὸ δὲ ὑπερθετικὸν ἡδυμέστατον Ἀλκμὰν ἔφη .
3115248 φωνειν
στρατοῦ ἐστι τὸ ἐπερχόμενον , ἓν ἢ δεύτερον βούκινον παρασκευάζειν φωνεῖν : εἰ δὲ ὀλίγος , πλείονα βούκινα , ἵνα
καθεύδοντι ἔπη τε ᾄδειν τῶν Ὀρφέως καὶ μέγα καὶ ἡδὺ φωνεῖν . οἱ οὖν ἐγγύτατα νέμοντες ἢ καὶ ἀροῦντες ἕκαστοι
3114297 ταρβους
φίλη γὰρ ἡ θεωρίς θυμῷ δ ' οὔτις φαιδρὰ χορεύει τάρβους θυγάτηρ ἴκτινος ὣς ἔκλαγξε παρασύρας κρέας φυσᾷ γὰρ οὐ
δόξα ἀρέσκειν . θυμῷ δ ' οὔ τις φαιδρὰ χορεύει τάρβους θυγάτηρ , φησὶ Σοφοκλῆς . Πλάτων φησὶ τὸν τῶν
3108393 ἐθελον
* . . + Ἄεθλον : ἀπὸ τοῦ ἐθέλω , ἐθέλον τι : ἔστι μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α ἀέθελον ,
' αὐτῆς τοιαῦτα πάντα . Τὸ μὲν οὖν μὴ γεννᾶν ἐθέλον μᾶλλον αὐταρκέστερον τῷ καλῷ , τὸ δὲ ἐφιέμενον ποιῆσαι
3102606 γεωμετρικαις
εἶναί τινα καθόλου πρότασιν , φανερόν ἐστι μᾶλλον ἐν ταῖς γεωμετρικαῖς μεθόδοις : οὐ γὰρ ἂν γένοιτο συλλογισμὸς δίχα καθολικῆς
ἄλογον : αὐτό τε γὰρ καθ ' αὑτὸ τοῦτο ἀποδέδεικται γεωμετρικαῖς , φασίν , ἀνάγκαις ὡς οὐδὲν μάτην ὑπὸ τῆς
3101507 ὁραθηναι
ὥστε ἰδεῖν μὲν τὰ ὑπ ' αὐτοῦ πραττόμενα , μὴ ὁραθῆναι δὲ ὑπ ' αὐτοῦ . δῆλον δέ , ὅτι
τὸ σφάξαι πτερὰ ἐπιβάλλουσιν , ὥστε ἐξ αὐτῶν αὐτοὺς κρεμαμένους ὁραθῆναι πᾶσιν . ἐμφαντικὸν δὲ πλήθους τὸ ἐγχεῖ . 〚
3100110 δρομικον
δὲ ἑκάστῳ τὸ εἰθισμένον αἱρεῖσθαι καὶ μὴ τὸ πυκτικὸν ἢ δρομικὸν ἢ τὸ διὰ πάλης ὑπέρχεσθαι . χρήσιμα δὲ περὶ
καὶ ταῦτα . τὸν γὰρ ἰσχυρὸν τῷ σώματι καὶ τὸν δρομικὸν καὶ τῶν τοιούτων ἕκαστον ὡς ἔχοντα ἕξιν ἀγαθὴν σώματος
3099422 μιαιφονος
ἐρᾶν , καὶ νέος μὲν τυραννεύσας οὔπω κακός , ἢν μιαιφόνος παρὰ τὴν τυραννίδα καὶ ὠμὸς καὶ ἀσελγὴς δόξῃ ,
! ! ! ! [ [ ] αἴνιγμ ' ἡ μιαιφόνος [ κόρη [ ἐπειποῦς ] ? ' ἑξάμετρ ?
3098924 Ἀπιωμεν
τοὺς βαρβάρους Σόφακας λέγεσθαι . . . . . : Ἀπίωμεν δὲ πάλιν ἐπὶ τὸν Πολυΐστορα . Δημήτριός φησι τὸν
γυναῖκ ' ἐμοὶ ἐκδοτέον ἐστίν . Οὐ διαλλαγῶν ἐρᾷς . Ἀπίωμεν οἴκαδ ' αὖθις . Ὀλίγον μοι μέλει . Μάγειρε
3096774 ἠρτημενου
ὄντες συνεχῶς σφενδονᾶν : προκειμένου γὰρ σκοποῦ κατά τι ξύλον ἠρτημένου ἄρτου , οὐ πρότερον δίδοται τῶι μελετῶντι φαγεῖν ,
τὴν ἀνθρώπων ἀσθένειαν καὶ τὰς τοῦ σώματος ἀνάγκας ἐκ τροφῆς ἠρτημένου καὶ δεσποίναις χαλεπαῖς συνεζευγμένου , βρώσει καὶ πόσει ,
3092552 ἀντηυγει
εἰ δὲ πρὸς νέφη βάλοι , κυανωπὸν ὥς τις Ἶρις ἀντηύγει σέλας . καινοῦ δαίμονος ἄρχει , καινοῦ πότμου .
γραφὴν ἔφαινε , χρῶμα δ ' ὄμμασιν λευκὸν μελαίνης ἔργον ἀντηύγει σκιᾶς . ἄλλη δ ' ἐγύμνου καλλίχειρας ὠλένας ,
3092430 Οὐχ
. ” Οὐδὲ τοῖς ἥρωσιν , ὡς ἔοικας . “ Οὐχ ὅσοι γε θεῶν παῖδες ἦσαν . ” Ἀλλ '
δύναμιν αὐτῶν , ποταπή ἐστιν . ἀποκριθεῖσά μοι λέγει : Οὐχ ὅτι σὺ ἐκ πάντων ἀξιώτερος εἶ ἵνα σοι ἀποκαλυφθῇ
3085813 ἀντιλυπησεως
αἰτία γὰρ δι ' ἣν ὁ θυμός ἐστιν ἡ τῆς ἀντιλυπήσεως ὄρεξις . οἷος καὶ ὁ λέγων ἔκλειψιν εἶναι τῆς
ἀπόδειξις , οὕτω δηλονότι καὶ τούτων . ἡ γὰρ τῆς ἀντιλυπήσεως ὄρεξις οὐδεμίαν ἔχει αἰτίαν ἑτέραν , δι ' ἣν
3083534 ἀτενισαι
κἀγώ . Ἀχρὶ τελευτῆς τοῦ πατρὸς ἡμῶν οὐκ εἶχον παρρησίαν ἀτενίσαι εἰς πρόσωπον Ἰακώβ , ἢ λαλῆσαί τινι τῶν ἀδελφῶν
ὕλης ἐπιφορὰ ἐπὰν γένηται τοῖς ὀφθαλμοῖς πρὸς τὸ μὴ δύνασθαι ἀτενίσαι τὸ φῶς τοῦ ἡλίου : οὕτως καὶ σοί ,
3082089 κοχλος
κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος . Κραιπνός . παρὰ τὸ κάπω τὸ πνέω :
ὁ κόσμος ἀνθρώποις ἀπόρρητος ἦν : μικρὸς δὲ αὐτὴν ἐκάλυπτε κόχλος ἐν κοίλῳ μυχῷ . ἁλιεὺς ἀγρεύει τὴν ἄγραν ταύτην
3081954 ἠρνησαντο
τῆς τούτων ἀξιοπιστίας , καθάπερ οἱ περὶ τὸν Ἐπίκουρον , ἠρνήσαντο ταύτην τὴν ἀντιποίησιν , λέγοντες τοὐναντίον αὐτὴν ἀσύμφορον εἶναι
γὰρ κακίαν καὶ ψευδοδοξίαν φέροντες καὶ τὴν εὐγένειαν τῶν λόγων ἠρνήσαντο , καί εἰσιν ἠλογημένης ψυχῆς καὶ πάθεσι συμπεφυρμένης φωναί
3079623 ἁγναις
, ὃς ξίφεσιν χαίρεις ἠδ ' αἵματι Μαινάσι θ ' ἁγναῖς , εὐάζων κατ ' Ὄλυμπον , ἐρίβρομε , †
ἐπιτελοῦσι , τότε δὲ σύμπαν τὸ ἔθνος μετὰ πάσης ἀδείας ἁγναῖς χερσὶν ἱερουργεῖ καὶ ἱερᾶται . αἴτιον δὲ τόδε :
3079240 πλουτουντος
ἐκ μισθωτῆς οἰκίας ἐξιὼν εἰς τὴν διευς οἰκίαν τοῦ τότε πλουτοῦντος ἀνθρώπου ταῖς ἐκ Δήλου προ - σόδοις εἰσηνέχθη ,
τὴν δέσποιναν ἐβάδιζον καὶ πρὸς ἑσπέραν ἤδη καταλύομεν εἰς ἀγρὸν πλουτοῦντος ἀνθρώπου . καὶ ἦν οὗτος ἔνδον καὶ τὴν θεὸν
3078102 Κρατεια
πρῶτοϲ , ἠγάπηϲά ϲε , ἀγαπῶ ] , φιλῶ , Κράτεια φιλτάτη : τί ϲοι λυπηρόν ἐϲτι τῶν παρ '
καὶ Βιθύνιον νθ γʹ μβ ∠ ʹδ Φλαυϊόπολις ἡ καὶ Κράτεια . ξ μγ Τίμαια . . . . .
3078088 ἐσωφρονισθη
γάρ ποτε ᾄδουσα συνελήφθη καὶ διὰ τοῦτο ἀπ ' ἐκείνου ἐσωφρονίσθη , ἡ νυκτερὶς εἶπεν : ” ἀλλ ' οὐ
ἡμέρας γάρ ποτε ᾄδουσα συνελήφθη , διὸ ἀπ ' ἐκείνου ἐσωφρονίσθη , [ καὶ ] ἡ νυκτερὶς εἶπεν : „
3077394 ἀτυχθεις
καταπλαγείς , φοβηθείς , ὥσπερ Ὅμηρος : πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς , . , . , . Ἀτυχῆσαι : τὸ
, ὥσπερ χαμαλός χθαμαλός : καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀτυχθείς , ὁ μὴ βουλόμενος τυχεῖν , ἀλλ ' ἀποστρεφόμενος
3077043 πλατεως
καὶ ἄλλοι | τῆς ἱστορίας μέμνηνται στενῶς , οἱ δὲ πλατέως . . . . , . . : [
ὁ Λυκόφρων καλεῖ . . . Ῥαίκηλον καὶ τὰ λοιπὰ πλατέως ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἐγράφησαν . Κίσσος δὲ ὄρος Μακεδονίας
3071728 τοιοισδ
σῴζουσα καὶ ταύτης ἔπι πλέοντες ὀρθῆς τοὺς φίλους ποιούμεθα : τοιοῖσδ ' ἐγὼ νόμοισι τήνδ ' αὔξω πόλιν . Καὶ
λέγοι πρὸς οὕτως ὁμολογουμένην διὰ πάντων φανεράν μοι ἐν τοῖς τοιοῖσδ ' ἀκαταληψίαν ; ὃς γὰρ ἀπέκλεισα μὲν ταῖς ἐμαυτοῦ

Back