γε ” σκληρὰν ἡμέραν ” εἶπεν ἑαυτὴν πρὸς τὸ χλευάζον ἀπιδοῦσα παιδάριοντούτῳ γὰρ καὶ παντὶ ἄφρονι τραχεῖα καὶ δύσβατος καὶ
, ἡ δὲ ὑπ ' ἀηθείας ἐπιβᾶσα ὀχήματος παραδόξου καὶ ἀπιδοῦσα ἐς βάθος ἀχανές , ἐκπλαγεῖσα καὶ τῷ θάλπει ἅμα
5258385 ἐκφυγουσα
τὸ ου ἀντὶ μη . ποῖ γὰρ ἄπει τὸ λέχος ἐκφυγοῦσα . . . ἕξει μία . ἔσται μία *
τὸ εὐνοῦχον γενέσθαι , εἰ δυνήσεται ἡμῶν ἡ ψυχὴ κακίαν ἐκφυγοῦσα ἀπομαθεῖν τὸ πάθος . διὸ καὶ Ἰωσὴφ ὁ ἐγκρατὴς
5061849 Καλλιροη
πόσων δὲ δακρύων ὁμοῦ καὶ φιλημάτων ; πρώτη μὲν ἤρξατο Καλλιρόη διηγεῖσθαι , πῶς ἀνέζησεν ἐν τῷ τάφῳ , πῶς
εὐγενῶν . ἀλλὰ ταχεῖαν ἐποίησεν ὁ θεὸς τὴν μεταβολήν : Καλλιρόη γὰρ εἰσδραμοῦσα περιεπλάκη τῇ Στατείρᾳ . ” χαῖρε “
5020960 δεξαμενη
. Ἔστι δὲ κἀκεῖσε ἡ ἀπὸ τοῦ Διὸς μεγάλην ὀργὴν δεξαμένη ἀθλία καὶ ταλαίπωρος Σύβαρις , τοὺς ἐνοικοῦντας ἢ πολίτας
Πρώτην μὲν γὰρ ἀληθῶς ἀλλοίωσιν ἡ τροφὴ περὶ τὴν γαστέρα δεξαμένη τὴν ἐν φλεψὶ καὶ ἥπατι ἐπὶ ταύτην δευτέραν λαμβάνει
4942949 ἀναλαβουσα
τἄμ ' ἐγίγνετ ' ἀσφαλῆ . οὔκουν σύ γ ' ἀναλαβοῦσα τὰς ἐμὰς τύχας ἐχθροῦ λέοντος δυσμενῆ βλαστήματα ἤλαυνες ἂν
, ἡ Βουλὶς ἔγνω τὸν παῖδα τὸν ἑαυτῆς : καὶ ἀναλαβοῦσα ξίφος ἐβούλευεν ἐκείνου μὲν τὰς ὄψεις ἀφελέσθαι , ἑαυτὴν
4888078 ἐνεγκουσα
συγγίνεται . εἶτα , συγγενομένου αὐτῇ μετὰ κεραυνῶν , μὴ ἐνεγκοῦσα ἡ Σεμέλη τοὺς κεραυνοὺς ἀπέθανεν . ὁ οὖν Ζεὺς
? [ ] εἰλήφει . ἁρπαγέντος ? δὲ αὐτοῦ οὐκ ἐνεγκοῦσα τὴν συμφορὰν ἱκέτις ἐκκατ ? [ ! ! !
4829516 ἠλλαγη
? τὸν Βοϊκὸν Εὔρειπον ? ? [ εἰς κρήνην ] ἠλλάγη ἐν Χαλκίδι ? [ ] ὑπὸ ? ? [
ὅσα θέλεις μαθεῖν , κἀγώ σε διδάξω . τοῦτο εἰπὼν ἠλλάγη τῇ ἰδέᾳ , καὶ εὐθέως πάντα μοι ἤνοικτο ῥοπῇ
4828517 μειρακιῳ
ἦν . καὶ ἀλλήλους μὲν ἐφίλουν , οἱ δὲ τῷ μειρακίῳ προσήκοντες ὠρρώδουν τοῦ θηρίου τὸ μέγεθος : τὸ γάρ
ἂν πρέποι , ὦ ἄνδρες , τῇδε τῇ ἡλικίᾳ ὥσπερ μειρακίῳ πλάττοντι λόγους εἰς ὑμᾶς εἰσιέναι . ὥσπερ μειρακίῳ φησίν
4809659 φοβουμενη
' ἐν ἡμέραι . οἴμοι : προσῆλθεν ἐλπίς , ἣν φοβουμένη πάλαι τὸ μέλλον ἐξετηκόμην γόοις . ἀτὰρ τίς ἁγών
παρ ' αὐτοῦ , ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως , φοβουμένη δὲ τὸν Φρυνίωνα διὰ τὸ ἠδικηκέναι μὲν αὐτή ,
4785687 Φαιδρα
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ]
Διός . Εὐφράσθη ] Πράξειν ] Παρασχεῖν . Ποιάεντα ] Φαιδρά . Στάθμαν ] Γραμμήν , τέρμονα . Ἀμειβόμεναι ]
4762425 στασα
ἀλώπηξ δὲ τούτου ἀκούσασα καὶ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν ἐλθοῦσα καὶ στᾶσα κάτωθεν τοῦ δένδρου ἐβόα πρὸς αὐτόν : „ ἀγαθὸν
. ἀλώπηξ δὲ τοῦτον θεασαμένη καὶ βουλομένη τοῦ κρέως περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτὸν ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν , λέγουσα
4677364 φθεγξαμενης
. 〛 ἦ δ ' ἡ κορώνη : Ὡς ἤδη φθεγξαμένης αὐτῆς . δύναται καὶ ἐρωτηματικῶς καὶ ἀποφαντικῶς . τινὲς
, ἐπεὶ ἦ φίλου ἀνέρος ἐστίν ψυχή , τὴν ἔγνων φθεγξαμένης ἀίων . . . μακροβιώτατός τε γέγονεν , ὥς
4659223 Ἁβροκομῃ
λαβοῦσα καὶ κατασημηναμένη δίδωσι θεραπαίνῃ τινὶ ἑαυτῆς βαρβάρῳ , εἰποῦσα Ἁβροκόμῃ κομίζειν : ὁ δὲ ἔλαβε καὶ ἀνέγνω καὶ πᾶσι
διακόνους : ὑμεῖς δὲ ἀεὶ βλέποιτε ταὐτά , καὶ μήτε Ἁβροκόμῃ ἄλλην δείξητε καλήν , μήτε ἐμοὶ δόξῃ τις ἄλλος
4644856 καθεικεναι
, ἐμοὶ δοκεῖν , ὥσπερ τὸν οἶνον τοῦ θέρους , καθεικέναι . Βλαύτῃ , κοθόρνῳ , Θετταλίδι . Ἀλλὰ τρίμιτός
ἐς τὸ φρέαρ μοι δοκεῖ ὥσπερ τὸν οἶνον τοῦ θέρους καθεικέναι . Δίφιλος : ψῦξον τὸν οἶνον , Δωρίων .
4642371 καταβαλουσα
, φόνον ταλαίναις χερσὶν ἐξειργασμένων . ] καλὸν τὸ θῦμα καταβαλοῦσα δαίμοσιν ἐπὶ δαῖτα Θήβας τάσδε κἀμὲ παρακαλεῖς . οἴμοι
παρόντα δὲ ἀπωθοῦντα φεύγειν μὲν ἠνάγκαζεν οὐδέν , νόσος δὲ καταβαλοῦσα μακρὰ τῶν νέων ἀφίστη , καὶ δυοῖν ἐβιάζετο κακοῖν
4593876 Πλαγγων
- του . ” κατέσχε δὲ αὐτῆς τὰς χεῖρας ἡ Πλαγγών , ἐπαγγειλαμένη τῆς ὑστεραίας εὐκολωτέραν αὐτῇ ἔκτρωσιν παρασκευάσειν .
πεισθῆναι , ὡς οὗτοι γεγόνασιν ἐξ αὑτοῦ , τελευτῶσα ἡ Πλαγγών , ὦ ἄνδρες δικασταί , μετὰ τοῦ Μενεκλέους ἐνεδρεύσασα
4589301 Σισυφῳ
τοῦτον ἔφυγεν οἱ δὲ κομίσαντες ἐν Κορίνθῳ τούτου τὸ σῶμα Σισύφῳ ἀπὸ Σχοινουντίαςἐκεῖ γὰρ ἐξερρίφη ἐκ τῆς θαλάσσης δελφῖνος αὐτὸν
γνωρίζοις , φιλότιμος εἶναι δόξεις . εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφῳ σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει .
4528247 παρασχουσα
ἀφελομένη τοῦ κινδύνου , ἢ τάφρος διαδραμεῖν ἐν τῷ ἀφανεῖ παρασχοῦσα . ἐνθένδε , οἶμαι , ὅπως μὲν ἐπὶ τὰς
νύκτα , τῇ μὲν ἐγρήγορσιν , νυκτὶ δ ' ὕπνον παρασχοῦσα . φροντὶς γὰρ αὐτὴν οἷα μητέρα κηδεμονικωτάτην εἰσῆλθε τοῦ
4528213 περιλαβουσα
κεφαλή , ὅτι ὁρᾷ καὶ ἀκούει καὶ τὰς ἄλλας αἰσθήσεις περιλαβοῦσα πάσας ἔχει , δι ' ὧν σώζεται τὸ πρᾶγμα
, καὶ ἀντομένη ἀγανοῖς μύθοις ἀμείβετο μειδιόωσα . ποτισχομένη : περιλαβοῦσα . εἴ κεν ἐνισκίμψῃς : ἐὰν ἐνερείσῃς , ἐπιβάλῃς
4527556 βρεφει
ἀνιῶντα οὖλα ] δεῖ δὲ καὶ λίπασμά τι προδιδόναι τῷ βρέφει ταῖς χερσὶν κατέχειν μεῖζον ἢ ὡς καταπίνειν δύνασθαι πρὸς
πρὸς τὴν ἐπίσκεψιν θεωρουμένων συμβατικῶν λάθωμεν αὐτούς ποτε τῷ μὲν βρέφει πρᾶξιν ἢ γάμον ἤ τι τῶν τελειοτέρων εἰπόντες ,
4512543 θρηνουσα
χρόνον ὁ παῖς αὐτῆς ἄταφος μένει , βαρὺ ἀναστένουσα καὶ θρηνοῦσα εὖ μάλα λιγέως ὦ τέκνον εἶπεν , ἀλλὰ σὺ
: ἐμοὶ δὲ ἀποθανεῖν καλῶς ἔχει σωφρονούσῃ . Ταῦτα ἔλεγε θρηνοῦσα καὶ μηχανὴν ἐζήτει τελευτῆς . Ὁ δὲ Ἱππόθοος ὁ
4490971 κατεκοιμισεν
ἀλλὰ βροντῇ ἀμφιπύρῳ , πότμῳ φονίῳ κατεύνασεν , ὅ ἐστι κατεκοίμισεν , εὐφήμως ἀντὶ τοῦ ἀνεῖλεν , ἡ Ἀφροδίτη δηλονότι
ὅλην τὴν ἡμέραν , καὶ δεξαμένη μεθύοντα τὸν Ἀλέξανδρον ἐπεὶ κατεκοίμισεν , ὁ μὲν λύχνος ἐκάετο , τὸ δὲ ξίφος
4485823 ζυθῳ
ἢ ζ ἐπίβαλλε φοίνικας πατητοὺς καὶ ἅμα λεάνας δὸς ἐν ζύθῳ πίνειν προλούσας τὴν γυναῖκα , λέγω δὲ νῆστιν ,
οἶνον ὃν δὴ καλοῦσι Λιβυκόν , ᾧ δὴ καὶ τῷ ζύθῳ τὸ πολὺ φῦλον χρῆται τῶν Ἀλεξανδρέων : σκώπτονται δὲ
4459424 ποθουσα
γὰρ κεκλήσῃ γυνή . κἀκείνη περιβλέψασα πάντας ἀπῄει δακρύουσα , ποθοῦσα τὸν Ζαριάδρην ἰδεῖν : ἐπεστάλκει γὰρ αὐτῷ ὅτι μέλλουσιν
οὐδὲν κέρδος ἐν τοῖς κακοῖς ἡ σιωπή : ἡ γὰρ ποθοῦσα : ἡ γὰρ καρδία ἐπιζητοῦσα πάντα ἀκούειν δαπανᾶται :
4453890 προσενεχθεντος
ἑνὸς πονηρίαν . οὕτω καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος αὐθαδῶς τῷ ἱερεῖ προσενεχθέντος εἰς πάντας Ἕλληνας διέτεινεν ὁ λοιμός , ὡς παρέντας
δὲ τῶν κακῶν αὐτουργὸς αὕτη ποινὴ προσῆξε τὸ φάρμακον : προσενεχθέντος δὲ , μικρὸν ὕστερον σπαραγμοὶ τῶν ἐντὸς , καὶ
4442832 ἐπαμυνασθαι
. ὧν ἀντικατηγόρησάν τινες , ἐμφρόνως εἰδότες : ἄνδρ ' ἐπαμύνασθαι , ὅτε τις πρότερον χαλεπήνῃ . ἢ πολλοὶ καὶ
ἀντιλυπήσεως : ὁμοίως δὲ καὶ τὸ δικανικόν ἐστιν ἄνδρ ' ἐπαμύνασθαι , ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ . τὸ δὲ πανηγυρικὸν
4441183 βουληματι
, θεοῦ δὲ ἀνυπερθέτως ἐξοικειοῦσθαι τὸν ἱκέτην καὶ προαπαντᾶν τῷ βουλήματι τοῦ γνησίως καὶ ἀνόθως ἰόντος ἐπὶ τὴν θεραπείαν αὐτοῦ
πᾶν ὁτιοῦν καὶ πράττειν σου καὶ πείθειν ἐκεῖνόν σοι τῷ βουλήματι δυναμένης : ἕπεσθαι δέ σοι καὶ τῇ δυνάμει τὸ
4435602 κορη
μοι δραχμῆς . οὐ φιλοτάριχος οὐδαμῶς εἰμ ' , ὦ κόρη . οἷα δ ' ἡ χώρα φέρει διαφέροντα πάσης
Ἄρτεμιν . ἐλάμβανε δὲ τὴν ἱερωσύνην τῆς θεοῦ τότε ἔτι κόρη παρθένος . Ἀριστοκράτης δέ , ὥς οἱ πειρῶντι τὴν
4406118 προσελθουσα
ἐπὶ τὸ αὔλιον . καὶ ἡ λέαινα εἶδε καὶ αὐτὴ προσελθοῦσα ὑπέσαινε καὶ ἑώρα οἰκτρὸν καὶ ἀνέβλεπεν εἰς τὴν ἄρκτον
θύρας , εἶδεν ὄνον θήλειαν ὑπὸ ἀνθρώπου βιαζομένην . καὶ προσελθοῦσα τῷ ἀνθρώπῳ εἶπε τί ποιεῖς ; ὁ δέ φησι
4405190 παθημα
τούτῳ τὴν ἐγκράτειαν τῶν ἀρχαίων : οὐ γὰρ εἶπε τὸ πάθημα δι ' ὃ τοὔνομα προσέθηκεν τὸ τοῦ Μαρσύου τῷ
ἀκατασχέτων . τινὲς δὲ ᾠήθησαν ἐπὶ καρδίᾳ φλεγμαινούσῃ γίνεσθαι τὸ πάθημα καὶ διὰ ταύτην τοῦ τόνου τὴν ἔκλυσιν καρδιακὴν ἤτοι
4400254 ἐξεφηνεν
τοῦτο τῶν Πυθαγορείων ἦν δόγμα , ὃ δὴ Πλάτων ὕστερον ἐξέφηνεν , ἀπεικάσας ξυμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου
. , : πολλὰ δὲ τὰ ὄντα ἐνόησέ τε καὶ ἐξέφηνεν , ἐνδειξαμένου μέν πως καὶ τοῦ Εὐδήμου τὸ τοιοῦτον
4383657 διαλιπουσα
τὸ χαλεπὸν ἀναιρεῖται καὶ ἀναβὰς ἤλαυνεν . ἡ δὲ μικρὸν διαλιποῦσα ἀνέσφηλε : τὸ δὲ κτῆνος πτοηθὲν ἀποβάλλει τὸν ἄνδρα
: ἀνακινηθέντος δὲ τοῦ ὕδατος ἄνεισιν ἀχλὺς ἐοικυῖα ὁμίχλῃ , διαλιποῦσα δὲ ὀλίγον γίνεται νέφος ἡ ἀχλὺς καὶ ἐς αὑτὴν
4381366 ἐρᾳ
, ἀχώριστα , ἐρασμιώτατα , ὧν ἢ αὐτὸς ὁ θεὸς ἐρᾷ ἢ αὐτὰ τοῦ θεοῦ ἐρᾷ . εἰ δύνασαι νοῆσαι
ἀναγινώσκει Ἀλκαῖον , Ὅμηρον , οὗτος φιλεῖ Διονύσιον , οὗτος ἐρᾷ Ἑλένης . ὁ αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τοῦ τύπτειν
4367731 μελλουσα
. ταύτης ἐρασθεὶς Ἀπόλλων ἐδίωκεν αὐτήν . ἡ δὲ συλλαμβάνεσθαι μέλλουσα ηὔξατο τῇ μητρὶ αὐτῆς Γῇ , ἡ δὲ χανοῦσα
ἄστροισι θεὰ πλήθουσα Σελήνη δέρκηται † τότε δ ' ἠελίῳ μέλλουσα συνάπτειν † , πασιθέην , ἣν πάντες ἐδωρήσαντο ἄνακτες
4349703 Ἀγελαστος
καὶ εὐφραντή . Ἀνδριὰς σφυρήλατος : ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων . Ἀγέλαστος πέτρα : ἐπὶ τῶν λύπης προξένων : ἐφ '
τοῦ ὀνόματος τρόπαιον οὖσα τῆς Ἀττικῆς . ἔστι δὲ καὶ Ἀγέλαστος πέτρα καλουμένη παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις , ὅπου καθίσαι φασὶ
4329867 ἐκεινη
ὕμνους τινὰς ᾄδουσιν . ἔστι δὲ τοῖς ὕμνοις ἡ ὑποθήκη ἐκείνη . ἀγαθοὺς ἄνδρας εἶναι λέγει τοὺς ἀντιπάλους γενομένους θηρίῳ
ταύτῃ δὲ περὶ ἀνθρώπου ἤδη τελειωθέντος . ὅθεν εὐλόγως ἂν ἐκείνη μὲν ὀνομάζοιτο σπέρματος ἀνθρωπίνου γένεσις , αὕτη δὲ ἀνθρώπου
4322047 συσχεθεισα
ἐγένοντο , οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται . ἔλαφος δίψει συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγὴν τοῦ πιεῖν . πιοῦσα δὲ
οἳ τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἰδότες ἀπατᾶν νομίζουσιν . ἔλαφος δίψῃ συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγήν . πιοῦσα δὲ ὡς ἐθεάσατο
4318245 θεραπαινα
] ἡ ⌈ κατ ' οἶκον διάκονος , ⌈ ἡ θεράπαινα . οἱ δὲ ὄνομα . ἡ σηκὶς : σηκίδα
οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ
4315500 ἀπεζευχθαι
τῷ Β μηδενί , ὅτε ἐνδέχεται μηδενί , τότε ἐνδέχεται ἀπεζεῦχθαι τὸ Α πάντων τῶν τοῦ Β . εἰ δὲ
οὐκ ἐβουλήθη γενεᾶς εἰς ἅπαν ἱερατικῆς ἀμοιρῆσαί τε καὶ παντελῶς ἀπεζεῦχθαι . δι ' ἣν αἰτίαν οὐκ ἐκώλυσε τοὺς ἄλλους
4301375 ἀδελφη
λογισμὸν ἡ φωνή . θεοῦ δὲ τοῦτο . πρόσταξις ἧκεν ἀδελφὴ τῆς προτέρας προστιθεῖσα θαλαττίῳ χλαμύδος βαφῇ λιθοκόλλητον ταινίαν φέρουσάν
. Παλεῦσαι γὰρ τὸ ἀπατῆσαι φασίν . Ἡ μωρία μάλιστα ἀδελφὴ πονηρίας ἔφυ . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς
4299840 ὑπηντησε
ἐποίησεν ὡς πᾶς ἂν ἔγνω ὅτι ἀσμένη ἤκουσε : καὶ ὑπήντησε μὲν οὒ οὐδὲ ἀνέστη , δήλη δ ' ἦν
Κῦρον μᾶλλον ἥδεσθαι τῇ ὑπὸ πάντων τιμῇ . τέλος δὲ ὑπήντησε καὶ ἡ γυνὴ τοῦ Ἀρμενίου , τὰς θυγατέρας ἔχουσα
4298725 ἀπαγγελλουσα
τῶν ἑρμηνειῶν , τὰ δ ' ἀκουστὰ μόνως ἡ ὄψις ἀπαγγέλλουσα διὰ τῶν ὑπογραφῶν , καὶ πολλάκις ἐναργέστερον ἑκατέρα τούτων
καὶ τὰ κείμενα ἀνιστάμενα καὶ δαίμονός τινος ἔργα καὶ ἀρετὴν ἀπαγγέλλουσα . ὢ τῶν δευτέρων θαυμασιωτέρων , ὁδοῦ τε ἐκείνης
4278144 Αἰπυτῳ
Ποσειδάωνι ] : λάθρᾳ τεκοῦσα ἡ Πιτάνη ἀπέστειλεν εἰς Ἀρκαδίαν Αἰπύτῳ τῷ Ἐλάτου παιδί . τὸ δὲ ἐκ συντυχίας συμβεβηκὸς
προμήτωρ , Εὐάδνη , ὡς ἔφαμεν , ἀνετράφη ὑπὸ τῷ Αἰπύτῳ . * κατοικοῦντες . * ἐδεξιώσαντο . παρακλητικαῖς .
4274788 ἰδουσα
, ὡς καταμανθάνειν μή πη ἄρα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ : ἰδοῦσα δὲ καὶ ἐπιμειδιάσασα αὖθις αὖ πρόεισιν . εἰ δὲ
πρόεισιν ἐπίκλησιν ὡς ἔθος τῶν θεῶν ποιησαμένη : ἀπροόπτως δὲ ἰδοῦσα τὰς Ἐριννύας κύκλωι τοῦ Ὀρέστου καθευδούσας πάντα μηνύει τοῖς
4255648 ἠρασθη
τὰς γυναῖκας ἐξοκίλλειν εἰς ἀλλοκότους ἔρωτας ⋮ Μυθεύεται , ὅτι ἠράσθη ταύρου νεμομένου ἡ Πασιφάη , Δαίδαλον δὲ ποιῆσαι βοῦν
βέλη ἐμπεπαρμένα καὶ κολάζεται ἐκ τούτου . Ὁ δὲ Ἰξίων ἠράσθη τῆς Ἥρας : ἡ Ἥρα προσαγγέλλει τῷ Διί :
4245761 ἠλεησε
ἡ γυνή ς ' ὕβριζε ; θεός τίς ς ' ἠλέησε ἀλλήλους δ ' ἐλήϊσαν † ὅδ ' ἐγὼ Χίρων
εἰς αἴνιγμα πέσῃ , σαφέστερον ἐρῶ . Προκόπιος εὖ ποιῶν ἠλέησε Διονύσιον ὁρῶν αὐτὸν ἐν πενίᾳ μετὰ τὸν τοῦ πατρὸς
4237656 γευσαμενη
ψυχὴ καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ θέαμα καὶ θαῦμα ἦν , γευσαμένη δὲ ὥρας ἀνθρωπίνης ἔκαμε καὶ τῆς σπουδῆς ἐκείνης κατέπεσεν
: θυομένης δὲ ἐν νυκτὶ ἀρνὸς κατὰ μῆνα ἕκαστον , γευσαμένη δὴ τοῦ αἵματος ἡ γυνὴ κάτοχος ἐκ τοῦ θεοῦ
4221553 ποθῳ
μὴ ἀγαπᾷ τὴν ἐφ ' ἑαυτῶν ἰδίαν στάσιν , ἀλλὰ πόθῳ τῆς ἀρχαίας φύσεως εἰς ἓν συννένευκεν , ταῦτα κατὰ
, καὶ τοὺς ἄλλους συνεπιλήψεσθαι λογισμῷ τε τῆς ἐλευθερίας καὶ πόθῳ τῆς πολιτείας . ἔτι γὰρ ᾤοντο τὸν δῆμον εἶναι
4209184 Οἰδιποδι
ξυνετὸν μέλος ἔγνω : ἀπὸ κοινοῦ τὸ Σφιγγός . τῷ Οἰδίποδι ξυνετόν : ἄλλως : συνετόν τινες τὸ βαθύτατον .
γὰρ πόλεως ὄνειδος , τὸ δι ' οὗ δηλαδὴ τῷ Οἰδίποδι καὶ τῇ πόλει πάσῃ ὄνειδος προσεγένετο , τουτέστι τὴν
4202735 Ἀνθια
τὸν Ἀνθίας γάμον . Ἐν δὲ τῷ χρόνῳ ὃν ἡ Ἀνθία ληφθεῖσα ἐκ τοῦ λῃστηρίου ἦλθεν εἰς τὴν Ταρσὸν πρεσβύτης
ἑκατέρους ἡ περὶ ἀλλήλων ἦλθε δόξα : καὶ ἥ τε Ἀνθία τὸν Ἁβροκόμην ἐπεθύμει ἰδεῖν , καὶ ὁ τέως ἀνέραστος
4201428 εἰπουσης
πεπωκότων , οἶμαι , καὶ μικρῶν ὄντων τῶν παροξυνόντων , εἰπούσης τι καὶ δακρυσάσης ἐκείνης περιρρήξας τὸν χιτωνίσκον ὁ οἰκέτης
παιδοτρίβην μνᾶν δοὺς οἴει αἰεὶ φοιτήσειν ; Φρύνης δὲ πικρότερον εἰπούσης αὐτῇ εἰ δὲ λίθον , ἔφη , εἶχες ,
4194502 Καλλιροης
τῷ δὲ ἔρωτι εἴξας καὶ οὐ τῷ θυμῷ ἑαυτὸν ἀντὶ Καλλιρόης διεργάζεται . ὁ μὲν δὴ ἀπέδειξεν ἔργον ἀνθρώπων ὧν
ὢ θανάτου καλοῦ , μεθ ' ὃν ἤκουσα τὸν δεύτερον Καλλιρόης γάμον . οἷον πάλιν καιρὸν ἀπώλεσάς μου τῆς ἀποκαρτερήσεως
4191581 μανεισα
ἀντὶ τοῦ : ὑπὸ εἱμαρμένης μανεῖσα . ἢ μοίρᾳ θεοῦ μανεῖσα : ἄλλως : ἣν οὐκ εἶδον ἀφ ' οὗ
ἤσθιεν . ἐρεσσομένα ] ἐλαυνομένη . ἁμαρτίνοος ] ἀντὶ τοῦ μανεῖσα . ἀντίπορον γαῖαν ] Ἀσίαν καὶ Εὐρώπην . ἐν
4187034 ἐλθουσα
τῶν τόπων ὧν ἄσμενος ἀπηλλάγην , ἡ δὲ εἰς ἄλλων ἐλθοῦσα χεῖρας ἐκείνους πρὸς σὲ περὶ τῶν πρὸς σὲ γραφέντων
αὕτη ψυχῆς ἡ τελειοτάτη δόξα : ψυχὴ δὲ εἰς ἀνθρώπους ἐλθοῦσα ἐὰν κακὴ μείνῃ , οὔτε γεύεται ἀθανασίας οὔτε τοῦ
4184070 Κυκνῳ
εἰς φυγὴν ὁ Ἡρακλῆς συλλαβομένου τοῦ Ἄρεος ὡς παιδὶ τῷ Κύκνῳ . ἀλλὰ ὕστερον αὐτὸν μόνον γενόμενον ἐνίκησεν ὁ Ἡρακλῆς
δέ τις καὶ θηρίκλειος κρατήρ , οὗ μνημονεύει Ἄλεξις ἐν Κύκνῳ : φαιδρὸς δὲ κρατὴρ θηρίκλειος ἐν μέσῳ ἕστηκε λευκοῦ
4178264 ἀκουσαντι
ἡμᾶς χρόνος , ἕν τι καὶ τοῦτο ἐφάνη μοι πρώτως ἀκούσαντι παρὰ σοῦ , ὅτι τῶν φιλοσόφων τις τῶν ἐκ
δὲ δεῖπνον αὐτῷ οἰκονομικῶς καὶ ἀκριβῶς συντέτακται , εἰ καὶ ἀκούσαντι μεγαλοπρεπὲς εἶναι δόξει . ἔστι μὲν γὰρ βασιλεῖ χίλια
4163669 φιλανδριας
εἰδέναι δέ , εἰ ἀντιδώσουσιν . οὐ μὴν ἐψεύσθη τῆς φιλανδρίας : οἱ γὰρ ὁπλῖται καὶ ναῦν ἐμίσθωσαν τῷ Ἀκιλίῳ
γυνὴ θυμηρεστάτη καὶ τὰ πάντα ἀρίστη , μυρία δείγματα τῆς φιλανδρίας ἐνεγκαμένη , τὴν σὺν αὐτῷ τῶν συγγενῶν ἀπόλειψιν ,
4162840 κατεφιλησε
“ ἕλωρ καὶ κύρμα γένωμαι . ” κύσε τῷ στόματι κατεφίλησε . κυφός ἐπίκυφος , κεκυρτωμένος διὰ γῆρας . κύων
ἡδονὴν γὰρ ἦν , καὶ προσλαβόμενος ὑπὸ χεῖρα τὸν εὐνοῦχον κατεφίλησε καὶ “ δικαίως ἄρα σε ἐγὼ ” ἔφη “
4161029 ἀστεργανορα
ἡ δὲ σύνταξις οὕτω , ταρβῶ γὰρ καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀστεργάνορα παρθενίαν τῆς Ἰοῦς , εἰσορῶσα αὐτὴν δαπτομένην καὶ δαμαζομένην
τὸ ταρβῶ ὑποστικτέον , παρὰ δὲ τὸ ὁρῶσα συναπτέον τὸ ἀστεργάνορα παρθενίαν . ἀστεργάνορα ] ἣν οὐκ ἔστερξεν ὁ ἀνὴρ
4158646 ἀναστασα
. ἔχαιρον αἱ ἐπὶ τῆς πίδακος Νύμφαι . ἡνίκα δὲ ἀναστᾶσα κατωρχήσατο καὶ τὴν ὀσφῦν ἀνεκίνησεν ἡ Πλαγγών , ὀλίγου
ὄμμ ' ἐγείρει . ὁ δὲ νοῦς : ἀλλὰ πάλιν ἀναστᾶσα καὶ διαφανὴς γενομένη οὕτω τὸν χρῶτα λάμπει , ὥσπερ
4158301 καταιβατις
Μελεάγρῳ : μάγοις ἐπῳδαῖς πᾶσα Θεσσαλὶς κόρη ψευδὴς σελήνης αἰθέρος καταιβάτις . τὸ τάχα ἐπὶ δισταγμῷ κεῖται : τινὲς δὲ
καὶ δή σε , ὦ Ἀλέξανδρε , ἡ Ἀχερουσία καὶ καταιβάτις τρίβος δεξιώσεται λέγει δὲ τὸ Ταίναρον ἀκρωτήριον τῆς Λακωνικῆς
4133430 Πειριθῳ
φησὶν οὖν ὅτι ὁ Ἡρακλῆς , ὅτε κατῆλθε συναρπάσαι τῷ Πειρίθῳ τὴν Περσεφόνην , ἀνιὼν ἀπέκτεινε τὸν Κέρβερον . Μυθεύεται
τῶν θύννων καὶ τὰς κλεῖδας καλουμένας , ὡς Ἀριστοφῶν ἐν Πειρίθῳ : καὶ μὴν διέφθαρταί γε τοὔψον παντελῶς : κλεῖδες
4130959 ἑαλωκα
τὴν ἑτέραν , ἣν Παγίδα ἐπικαλοῦσιν ; Ἐκείνην , καὶ ἑάλωκα ὁ κακοδαίμων καὶ συνείλημμαι πρὸς αὐτῆς . Οὐκοῦν δι
καὶ σφοδρὸς Ἔρως : δεινὸν μὲν ὁμολογεῖν , ἀληθῶς δὲ ἑάλωκα . ” ταῦτα ἅμα λέγων ἐνεπλήσθη δακρύων , ὥστε
4126241 ἀναπλεως
καὶ κινήσεις , ψυχὴν δέ , εἰ θαρραλεότητος καὶ εὐτολμίας ἀνάπλεως , εἰ ἀκατάπληκτος καὶ μεστὴ φρονήσεως | εὐγενοῦς ,
τῇ Ἑλλάδι ἐν τοῖς μάλιστά ἐστιν εὔγεως καὶ δένδρων ἡμέρων ἀνάπλεως : καὶ οἱ τῆς ἀνδράχνου θάμνοι παρέχονται τῶν πανταχοῦ
4122851 γνωρισασα
ἡ Ἀνθία ἐξεπλάγη τοῦ λόγου , μόγις δὲ ἀνενεγκοῦσα καὶ γνωρίσασα περιβάλλει τε αὐτοὺς καὶ ἀσπάζεται καὶ σαφέστατα τὰ κατὰ
: ὁ δὲ μίτραν κόμης ἄπο ἔρριψεν , ὥς νιν γνωρίσασα μὴ κτάνοι τλήμων Ἀγαυή , καὶ λέγει παρήιδος ψαύων
4121994 κἀκεινη
ἀφ ' ἑαυτῶν ἢ ἀπ ' ἄλλης τέχνης συνέστησαν , κἀκείνη πάλιν ἀπὸ τρίτης , καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ τετάρτης
, ἣ τῷ Ἰκαρίῳ συνείπετο , τὸν νεκρὸν ἐμήνυσε : κἀκείνη κατοδυρομένη τὸν πατέρα ἑαυτὴν ἀνήρτησε . Πανδίων δὲ γήμας
4112117 σκατος
πολλὴν ἀναισθησίαν σκατὰ ἤσθιον . ἑτερόκλιτος δέ ἐστιν ἡ “ σκατός ” γενικὴ ἀπὸ εὐθείας τῆς “ σκώρ ” .
καὶ ὕδος : εἰς ωρ μονοσύλλαβον τὸ σκώρ ἑτερόκλιτον τοῦ σκατός , ὅθεν ἐν τῇ συνηθείᾳ σκατά . Τὸ κρέας
4109574 ἀδυτῳ
καὶ περινόησις πρὸς ἐφαρμογήν , εἴπερ τις τὸ ἐν τῷ ἀδύτῳ θεάσεται . Εἰ δ ' ἄλλως βλέποι , οὐδὲν
, διακοσμήσας τὴν θυγατέρα , αὐτὴν μὲν ἀπέκρυψεν ἐν τῷ ἀδύτῳ , αἶγα δὲ ἐσθῆτι κοσμήσας ὡς τὴν θυγατέρα ἔθυσεν
4108902 διεργασασθαι
λόγου ἐκτός τε ἐγένετο αὑτοῦ καὶ σπασάμενος τὴν μάχαιραν ὥρμησε διεργάσασθαι τὴν κόρην . ἐν νῷ μέντοι λαβὼν τὸ εὔγνωμον
ἀναιρεῖ τὸ φῶς καὶ κατιδὼν τὴν μητέρα ὥρμησεν ἐπὶ τὸ διεργάσασθαι αὐτήν . κατασχεθεὶς δὲ ὑπό τινος δαιμονίου φαντάσματος ἀπετράπετο
4102159 Ἀχελῳῳ
γὰρ ὁ τύπος . Οἰνειάδαι , πόλις Ἀκαρνανίας πρὸς τῷ Ἀχελῴῳ ἡ καὶ Ἐρυσίχη καλουμένη . τὸ ἐθνικὸν Ἐρυσιχαῖος .
ἀνελόμενος Εὐρυσθεῖ ἔδωκεν . Ὅτι φασὶ τὸν Ἡρακλῆ μονομαχῆσαι τῷ Ἀχελῴῳ . ἔχει δὲ οὕτω . ῥέων ὁ Ἀχελῷος μεταξὺ
4094579 παρεστωσα
ἐν τοῖς ἧττον ἐλέγχεσθαι δυναμένοις μέρεσιν ἀπέκρυψεν . ἡ δὲ παρεστῶσα πλησίον ἡμῶν ζάκορος ἀπίστου λόγου καινὴν παρέδωκεν ἱστορίαν :
ἐὰν ἐξαναστῇ . τῆς δὲ γυναικὸς [ ἐτύγχανε γὰρ αὐτῷ παρεστῶσα ] πυνθανομένης : „ καὶ πόθεν αὐτὰ ἀποδώσεις „
4094418 μαντει
κἀκεῖ θάπτουσι Κάλχαντα : ὑποδεχθέντων γὰρ παρὰ Μόψῳ υἱῷ Ἀπόλλωνος μάντει καὶ Μαντοῦς υἱῷ καὶ Κάλχαντος μετ ' αὐτοῦ φιλονει
ἐξιόν , ᾧ φράσαντες , ὅτι Ῥωμαίων εἰσὶ πρέσβεις τῷ μάντει βουλόμενοι συντυχεῖν , παρεκάλουν ἀπαγγεῖλαι πρὸς αὐτόν . καὶ
4094213 δεδοικυια
πρῶτα περιβλέπει δεῦρο καὶ ἐκεῖσε καὶ ἑλίττει τὸ ὄμμα , δεδοικυῖα μή τις αὐτὴν θεάσηται : εἶτα μέντοι νικωμένη ὑπὸ
ἡ Ἑκάβη : περὶ τοῦ φαντάσματος οὗ εἶδε περὶ ἐμοῦ δεδοικυῖα : λίαν ἐν δυστυχίᾳ ἐξετάζῃ : ἀντισηκώσας δέ σε
4092531 παλλομενην
ἀρηγόνα χεῖρα κομίζειν . καὶ σκαιὴν παλάμην ὑψούμενος ἄσπετος Αἰὼν παλλομένην ἐτίταινεν ἐς αἰθέρα δάκτυλα κάμπτων , φάρεος ἄκρον ἔχουσαν
? [ τότε - ] ἐτόλμησεν ἡ κόρη , [ παλλομένην - ] δὲ τὴν καρδίαν [ τοῖς ] στέρνοις
4090238 σεπτον
τὴν Μελίαν ἀκούομεν . τὸ δὲ ἄδυτον πρὸς τὸ ἄγαν σεπτόν . ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ : ἴτε εἰς τὸν
τὴν Μελίαν ἀκούομεν . τὸ δὲ ἄδυτον πρὸς τὸ ἄγαν σεπτόν . ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ : ἴτε εἰς τὸν
4074796 παραδεισῳ
συνῃρημένῃ καὶ πεπλασμένῃ διαθέσει χρώμενος . τιθέναι οὖν ἐν τῷ παραδείσῳ , τῷ παντὶ κόσμῳ , ῥιζωθέντα εἰκὸς ἦν τὸν
Ῥηγίῳ γοῦν ἃς Διονύσιος πρεσβύτερος ὁ τύραννος ἐφύτευσεν ἐν τῷ παραδείσῳ , αἵ εἰσι νῦν ἐν τῷ γυμνασίῳ , φιλοτιμηθεῖσαι
4074693 κοιλαινει
τὰ βοηθήματα ταῦτα τὸ χρέος ἔχουσιν ὠφελῆσαι , ὥσπερ πέτραν κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχής . οὐ δεῖ γοῦν ἀλλάσσειν τὰ
, χολῆς ὀλίγον συνέψει : τοῦτο τὰ ὑπερσαρκέοντα καθαίρει καὶ κοιλαίνει , καὶ οὐ δάκνει . Ἄλλο : ποίη ἡ
4069852 σκυθρωπη
κόσμου τούτου ποτέρα πότερον λήψεται : καὶ διακληρουμένων ἡ μὲν σκυθρωπὴ οὖσα κατὰ τὸν βίον καὶ σεμνότητος πλήρης τὸν Ἐριφύλης
καταφρονοῦντας , ὅτι ἐν χρῷ κέκαρμαι καὶ ἀρρενωπὸν βλέπω καὶ σκυθρωπὴ δοκῶ . ὅμως δέ , ἢν ἐθελήσητε ἀκοῦσαί μου
4065861 γιγνωσκομενῳ
τῷ γιγνωσκομένῳ . Εἰ δὲ ὥσπερ ἡ γνῶσις ἐν τῷ γιγνωσκομένῳ ἐστίν , οἷον φανότης αὐτοῦ οὖσα , οὕτω λέγοι
γιγνώσκοντι , δῆλον ὅτι τὸ ζῶν , τὸ δὲ τῷ γιγνωσκομένῳ ἐκείνη ἡ ζωή , ἣν τὸ ζῶν ζῇ ,
4064889 ὁρατῳ
πάλιν οὐκ ἔστι ταὐτὸν τῷ λόγῳ χρώματί τε εἶναι καὶ ὁρατῷ εἶναι οὐδὲ μὴν ψόφῳ καὶ ἀκουστῷ οὐδὲ δὴ θερμῷ
ὂν καὶ πᾶν τὸ ὁρατὸν περιέχον πάντα τὰ ἐν τῷ ὁρατῷ . Ἐπειδὴ τοίνυν καὶ ζῷον πρώτως ἐστὶ καὶ διὰ
4057771 κινηματι
φθαρτικῶν αὐτοῦ τούτων , ἐξ ὧν ἐν συνθροήσει τινὶ καὶ κινήματι γενήσεται , κἂν φοβοῖτο . εἰ δὲ ἐν κινήματι
καὶ κινήματι γενήσεται , κἂν φοβοῖτο . εἰ δὲ ἐν κινήματι τοιούτῳ γίνεται , καὶ τῆς ἐπὶ τὸ χεῖρον μεταβολῆς
4052780 χρισαμενος
δεόμενον ἔγνωσαν παρακινδυνεῦσαί τε καὶ μιμήσασθαι . ἐγὼ μὲν δὴ χρισάμενος περιέθεον παρέχων τῷ βορέᾳ ξαίνειν εὖ καὶ καλῶς ,
Ἀνακρέων λέγει που : τί μὴν πέτεαι συρίγγων κοιλώτερα στήθεα χρισάμενος μύρῳ ; τὰ στήθη παρακελευόμενος μυροῦν , ἐν οἷς
4049849 φιλημα
τοῦτο ἀνεβόησα , ὡς θᾶττον ἂν ἀποθάνοιμι ἢ περιΐδω Λευκίππης φίλημα ἀλλοτριούμενον . “ Οὗ τί γάρ , ” ἔφην
Ἰνδῶν κρατήσας τὴν κεφαλὴν τοῦ πρεσβευτοῦ Ῥωμαίων , δεδωκὼς εἰρήνης φίλημα , ἀπέλυσεν ἐν πολλῇ θεραπείᾳ . Κατέπεμψε γὰρ καὶ
4046188 Μινθη
τὸ πεπηγὸς γάλα θρόμβους ] πώρους χλοεραί ] αἱ χλωραί Μίνθη δὲ Ἅιδου παλλακὴ οὕτω καλουμένη , ἣν διεσπάραξεν ἡ
ἐπιστραφῆναι . τὴν δέ : τὴν Περσεφόνην : ἐκαυχήσατο ἡ Μίνθη , πρὸς ἑαυτὴν μὲν τελέως μεταχωρῆσαι τὸν Ἅιδην καὶ
4036606 φοβηθεισα
καὶ φάσματα ἡρώων τῇ γυναικὶ ὀφθῆναι : ἃ δὴ πάντα φοβηθεῖσα ἀπέστη ἔργων ἀνηκέστων , ὁμολογίην πικρὴν ποιησαμένη , καὶ
ὑπὲρ τὴν ἀξίαν ἐλάλησεν : ἱκανὴν γὰρ ἡμῖν τιμωρίαν ἔδωκεν φοβηθεῖσα ἐπὶ τῇ παιδί . χαίρωμεν οὖν τῷ γάμῳ .
4032341 περιπειρεται
οὖσα , ταῖς ἀκάνθαις τοῦ ῥόδου τὸν ταρσὸν τοῦ ποδὸς περιπείρεται , καὶ λευκὸν τὸ ῥόδον πρότερον ὄν , τοῦ
ἀοίκητοι ἐπὶ βλάβῃ τῶν πλεόντων καὶ χειμαζομένων , ἐν αἷς περιπείρεται τὰ πλοῖα καὶ ἐξαπόλλυνται ἐν αὐταῖς οἱ κατερχόμενοι ,
4031129 πεπαιδευμενη
ἀλλὰ καταδύεται καὶ ἀναδύεται πάνυ σοφῶς καὶ ὡς ἤδη χρόνου πεπαιδευμένη τοῦτο . ἀετὸς δέ , ὃν καλοῦσι νηττοφόνον ,
, . εἰκότως δὲ ὡς δεδοικυῖα τὸν πατέρα καὶ ἤδη πεπαιδευμένη μὴ ἐναντιοῦσθαι , περὶ τῶν μελλόντων ἡ Γλαυκῶπις φροντίζει
4023844 Τρωϊκον
οὐ διδόντες ἀμπνοάς , βωμοῦ κενώσας δεξίμηλον ἐσχάραν , τὸ Τρωϊκὸν πήδημα πηδήσας ποδοῖν χωρεῖ πρὸς αὐτούς : οἱ δ
κακὸν ἡδονή , καὶ κολακείας ἀνάπλεων : Τοῦτο καὶ μειράκιον Τρωϊκὸν βουκολοῦν τέως καὶ περὶ τὴν Ἴδην πλανώμενον , οὐκ
4021299 γαμουντι
. Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα . Δέσποινα γὰρ γαμοῦντι νυμφίῳ γυνή . Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας
αὔτ ' ἀνείλετο ; Ἄρχιππος δ ' εἰπὼν ἐν Ἡρακλεῖ γαμοῦντι ἀνδρῶν ἄριστος καὶ μάλιστ ' ἐμοὶ ξένος , ἀτὰρ
4019109 Φημη
ἐπτηχότων καθάπερ ἐν προσδοκίᾳ βροντῆς ἢ σεισμῷ πάντα κινοῦντι ἔρχεται Φήμη , ἡ θεὸς ἧς πόρρω τὸ ψεῦδος , τὸν
γενεαῖς ὕμνησεν Ἡσίοδος ποιήσας τὰ ἔπη ταῦτα ἃ πάντες ᾄδουσι Φήμη δ ' οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται ἥντινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι
4018170 ὑφηνιοχος
διπλῆ ὅτι ] παρέλκει ἡ ὑπό . . Ζ , ὑφηνίοχος . . . . γ . . δ .
ἅρμα . ἐπεὶ δὲ ἀναβάντος αὐτοῦ κατέκλεισε τὸν δίφρον ὁ ὑφηνίοχος , οὐκ ἔχουσα ἡ Πάνθεια πῶς ἂν ἔτι ἄλλως
4016115 λεαινα
παιδοποιεῖν : τὸ δὲ παρὰ πολλῶν θρυλλούμενον , ὡς ἄρα λέαινα σκύμνου γίνεται μήτηρ ἑνὸς , μάταιος λόγος καὶ ψευδής
ἢ τῶι ἦρι γεννωμένη . καὶ παρ ' Αἰσχύλωι ἡ λέαινα [ ] ἠριγένεια , ἢ ἡ ἐν τῶι ἀέρι
4012778 Ἀττῃ
ἐκ Πεσσινοῦντος ἐλθοῦσα , καὶ τὸ πένθος τὸ ἀμφὶ τῷ Ἄττῃ Φρύγιον ὂν ἐν Ῥώμῃ πενθεῖται , καὶ τὸ λουτρὸν
ἐκείνη σχολὴν ἀγάγοι ἐπ ' ἐμὲ ὅλη οὖσα ἐν τῷ Ἄττῃ ; καίτοι τί ἐγὼ ἀδικῶ δεικνὺς τὰ καλὰ οἷά
4011687 παιδικον
τὸ ” βρῦν “ πρόσφθεγμα παιδικῶν καὶ νηπίων . πρόσφθεγμα παιδικόν . βρῦν εἴποις ] δι ' οὗ ἐμφαίνουσι τὰ
πρὸς σκυτοτόμον ταδὶ λέγει νεανίαν καὶ πέος ἔχοντ ' οὐ παιδικόν : Ὦ σκυτοτόμε , μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς
4011077 ἐξεπλησε
ἐξύρηται : ἀντὶ τοῦ ἐξυρημένος : πολλὰ δὲ φιλήματ ' ἐξέπλησε : ἀντὶ τοῦ πολλῶν φιλημάτων με ἐξεπλήρωσεν , ὡς
ὁμιλεῖ ἢ πρὸς τὸν ἄρρενα ὁρῶσα : καὶ ὁ μὲν ἐξέπλησε τὴν ἐπιθυμίαν κᾆτα ἀπηλλάγη , ἣ δὲ ἑαυτὴν ἐπιστρέψαι
4008183 ξυνηκε
. ἐπεστράφη τὸ ἐντεῦθεν ἐς τὸν πατέρα ὁ παῖς καὶ ξυνῆκε τῆς μητρὸς προσεῖπέ τε τοὺς ἥλικας καὶ ἔπιε τοῦ
ἡ γονὴ , ἀλλ ' ἔνδον μένει : ταῦτα ἀκούσασα ξυνῆκε καὶ ἐφύλασσεν αἰεὶ , καί κως ᾔσθετο οὐκ ἐξιοῦσαν
4006120 ὀρεξομεν
εἴ πως ἐρύσαιμεν Ἀχιλλέα δῃωθέντα , ἵπποις μὲν μέγα κῦδος ὀρέξομεν ἠδὲ καὶ αὐτῷ Ἕκτορι , εἴ γέ τίς ἐστι
' ἔχε στρατοῦ , ὄφρα τάχιστα εἴδομεν ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν , ἦέ τις ἡμῖν . Ὣς φάτο , Μηριόνης
4003664 ἀτελεστερον
ἐγγράφεσθαι , τὰ δὲ ἔξωθεν περιγράφεσθαι . Ἐπεὶ πᾶν εὐθύγραμμον ἀτελέστερον καὶ πρότερον κύκλου , διὰ τοῦτο πρότερον ἐγγραφῆς καὶ
ὁ γὰρ ἄνθρωπος τελειότερός ἐστι τοῦ ἐμβρύου : τὸ δὲ ἀτελέστερον προϋπάρχει τῷ χρόνῳ , ὡς θεμέλιος οἰκίας καὶ παῖς
4002237 ἀγαγουσης
τῆς ἐπιτάσεως . τότε γὰρ ἔσται ὀξύτης ὅταν τῆς ἐπιτάσεως ἀγαγούσης εἰς τὴν προσήκουσαν τάσιν στῇ ἡ χορδὴ καὶ μηκέτι
ἠθύμησα , ὅτι πιστεύειν ἠναγκαζόμην . τύχης δέ τινος ἡμῖν ἀγαγούσης Νικοκλέα τὸν σοφώτατον οὔθ ' ὅλως ἤνεγκεν ὁ Σευῆρος
4001878 θιγοντι
ἱεροῦ ἀπέχουσα : περιῳκοδόμηται δέ , καὶ ζημία μεγάλη τῷ θίγοντι αὐτῆς ἐστιν . ἀπὸ ταύτης ἔφερον λαβόντες οἱ Ἠλεῖοι
ἱεροῦ ἀπέχουσα : περιῳκοδόμηται δέ , καὶ ζημία μεγάλη τῷ θίγοντι αὐτῆς ἐστιν . ἀπὸ ταύτης ἔφερον λαβόντες οἱ Ἠλεῖοι
3998071 πρεμνῳ
οὖρον ἀνθρώπειον παλαιὸν ὡσεὶ κοτύλας δʹ περιχέων ἠρέμα παντὶ τῷ πρέμνῳ , ὥστε καὶ τὰς ῥίζας κατασταγῆναι , εἶτα ἔμβαλλε
λέαινα οὐ λείπει τὴν φυλακήν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ

Back