πρὸς ἡμῶν κάππεσε , κάτθανε , καὶ καταθάψομεν οὐχ ὑπὸ κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων , ἀλλ ' Ἰφιγένειά νιν ἀσπασίως
μολεῖν καὶ παραγενέσθαι νύκτερον τέλος : περιφραστικῶς νύκτα τῶν πολλῶν κλαυθμῶν ἐπίρροθον καὶ αὐξητικήν . νύκτα δὲ εἶπεν ἤτοι ἀθυμίαν
5722995 βοη
ὑπηρετούντων κακίᾳ . Καὶ ὁ μὲν ἐν τούτοις ἦν , βοὴ δὲ ἐξαίφνης ἐν ἱπποδρόμῳ δήμου πεινῶντος , ὡς τῆς
σμερδαλέον κυρίως τὸ τῇ ὄψει καταπληκτικὸν , λέγεται δὲ καὶ βοὴ σμερδαλέα καὶ δοῦπος καὶ ἄλλα τοιαῦτα . μέρδω τὸ
5568215 νυκτερον
κλαγγηδὸν ἐπειγόμεναι βρωμοῖο χειμῶνος μέγα σῆμα , καὶ ἐννεάγηρα κορώνη νύκτερον ἀείδουσα , καὶ ὀψὲ βοῶντε κολοιοί , καὶ σπίνος
† ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος , ὡς δυσμενοῦς ὑπερτέρου , ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν , παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον . ὅ τοι
5417094 στεναγμων
Πραξιφάνης φησίν , ἀντὶ μυγμῶν παρελαμβάνοντο οἱ τοιοῦτοι σύνδεσμοι καὶ στεναγμῶν , † ὥσπερ τὸ αἲ αἲ καὶ τὸ φεῦ
. ἢ δειξάτωσαν ἐν τῇ βουλῇ τοῦ βασιλέως πίθον καὶ στεναγμῶν καὶ δακρύων , ὥσπερ ἐγὼ ἂν ἐπιδείξαιμι ζωῆς καὶ
5397530 λαβρον
ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν . κῶμον : πόλεμον , ἐρωτικὴν
Μούσας , προσεχέτω τῷ Πρόκλῳ . οὐδὲν γὰρ ἡμεῖς τοιοῦτο λαβρὸν οὐδὲ σοφὸν ἐπιστάμεθα , ἀλλὰ σαφές τε καὶ σύντομον
5351264 ἱεσαν
δὲ χοροὶ παίζοντες ἕποντο : τοὶ μὲν ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδὴν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων , περὶ δέ σφισιν ἄγνυτο
, πολὺν ? ῥόθον ? ? ? [ ] ? ἵεσαν ? ἀπὸ στομάτων [ Ἐλείθυιά ] τε καὶ Λάχεσις
5332780 κηκιεν
τὰ κύματα . ἀφρῷ : ἀντὶ τοῦ μετὰ ἀφροῦ . κήκιεν ἅλμη : ἀνεδίδοτο καὶ ἀνεπήδα ἑκατέρωθεν τῆς νεὼς ἡ
πορεύομαι , ἔκιον ἔκιε : πλεονασμῷ τοῦ κ καὶ ἐκτάσει κήκιεν καὶ : ἀνεκήκιεν . ἢ κίω , κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν
5286567 ἑλκομενων
γὰρ ἧπαρ θερμότερον γινόμενον καὶ δριμύτερον τὴν γαστέρα ξηροτέραν ἐργάζεται ἑλκομένων καὶ ἐκβοσκομένων τῶν σιτίων τὴν ὑγρότητα . δεῖ οὖν
ὀδυρομένην ὁράασθαι μητέρα περθομένης πόλιος περὶ δυσμενέεσσι παίδων θ ' ἑλκομένων ὑπὸ ληΐδα δουρὸς ἀνάγκῃ : ὣς ἥ γ '
5281865 σκοτου
Ἐς δεινὸν οὐδ ' ἀκουστὸν οὐδ ' ἐπόψιμον . Ἰὼ σκότου νέφος ἐμὸν ἀπότροπον , ἐπιπλόμενον ἄφατον , ἀδάματόν τε
. Νύξ . παρὰ τὸν γινόμενον ἐκ τῶν προκόψεων τοῦ σκότου νυγμόν . αὐτὸ δὲ τὸ νύξαι ἀπὸ τοῦ νύσσω
5274148 διολλυμαι
κόρη καθῆψεν ὤμοις τοῖς ἐμοῖς Ἐρινύων ὑφαντὸν ἀμφίβληστρον , ᾧ διόλλυμαι . Πλευραῖσι γὰρ προσμαχθὲν ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας
δ ' ἐπίσταμαι : τοῦ παιδὸς ὄντος τοῦδ ' ἐγὼ διόλλυμαι † γόνοιον † μήλων κἀφροδισίαν ἄγραν ζῆ , πῖνε
5244118 ἠκουετο
, κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν χρῆσιν σημαῖνον τὸ ἀκούομεν ἢ τὸ ἠκούετο ἐν τῷ πευθόμεθ ' ᾗχι ἕκαστος καὶ πεύθετο γὰρ
καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν : μαστίγων τε γὰρ ὁμοῦ ψόφος ἠκούετο καὶ οἰμωγὴ τῶν ἐπὶ τοῦ πυρὸς ὀπτωμένων καὶ στρέβλαι
5223915 ἀλκη
παύσασθαι ἀμαιμακέτοιο κυδοιμοῦ Πηλείδαο πεσόντος : ὃ γὰρ Δαναοῖς πέλεν ἀλκή : Ὦ φίλοι , εἰ ἐτεόν μοι ἀρήγετε εὐμενέοντες
α Ἀλκμάν , οἱονεὶ ὁ ἀκμάζων , ἢ παρὰ τὸ ἀλκή γέγονεν ἀλκάν καὶ πλεο - νασμῷ τοῦ μ Ἀλκμάν
5186952 κεκαρμενοι
δὲ πρὸς ταῦτα ἔφησαν , ὦ καλὲ Κριτία , οἱ κεκαρμένοι τὴν γνώμην καὶ τὴν διάνοιαν ; Ἅπαντα ταῦτα παρέδραμον
καὶ κομῶν . καὶ ἐν χρῷ κουρίαι οἱ ἐν χρωτὶ κεκαρμένοι . παρακόμους δὲ τοὺς κομῶντας Ἄμφις εἴρηκεν ὁ κωμικός
5184032 νεκρων
πλήξεις . . πόμπιμον ] ὃν ᾄδουσιν ἐπὶ πομπῇ τῶν νεκρῶν . . πίτυλον ] τύψιν . . πίτυλος ὁ
μὲν ἠπειρῶτιν , οὗ πεσήματα πλεῖσθ ' Ἑλλάδος πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν , τοῦ σοῦ τε παιδὸς αἵματος κοινουμένην . Πάρις
5172612 δουπον
οὐχ ὑλάουσιν , ἀλλὰ περισσαίνουσι : ποδῶν δ ' ὑπὸ δοῦπον ἀκούω . οὔπω πᾶν εἴρητο ἔπος , ὅτε οἱ
ἀχαιϊνέης . Ἀζαλέοιο : μεγάλου . Καναχήποδος : ὁ ποιῶν δοῦπον μετὰ ποδῶν . Ὠτίς : ὄνομα θηρός . Ἐπέχραον
5156352 ὀμματων
εἰς τὴν αἰχμὴν ἣν ἔχει καὶ εἰς τὸ ὑπέρτερον τῶν ὀμμάτων , ἤτοι τὴν περικεφαλαίαν , θαρρῶν σέβειν ταύτην περισσότερον
θεωρηθέντα οὐ τῷ πνεύματι , ἀλλὰ τῇ γινομένῃ ἀπὸ τῶν ὀμμάτων φορᾷ καὶ νεκρὸν ποιεῖ . ἐγνώσθη δ ' οὕτως
5152016 ἐγκυμονος
σύνθετον γενόμενον , ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ κῦμα ἔγκυμος ἐγκύμων ἐγκύμονος καὶ ἀπὸ τοῦ αἷμα ἄναιμος ἀναίμων ἀναίμονος καὶ πεῖρα
πέμψατέ μοι πλώοντι σοφὸν πρυμναῖον ἀήτην : ἤδη γὰρ τρομέων ἐγκύμονος ὄμβρον ἀοιδῆς πείσματα φωνήεντα θοῆς ἀνέλυσα μελίσσης . Παγγενέτωρ
5150680 ὀρφνη
ὡς στέγης τινὸς ἐπικειμένης τοῖς τῶν ἀνθρώπων ὀφθαλμοῖς ὄρφνη καὶ ὀρφνὴ ἡ νὺξ ἀπὸ τοῦ τὴν ὅρασιν φονεύειν , ἢ
περιφορᾷ καὶ δινήσει . . Ὄρφνη ἡ νὺξ βαρυτόνως : ὀρφνὴ δὲ νὺξ ἀντὶ τοῦ σκοτεινὴ ἐπιθετικῶς , ὀξύνεται .
5091731 ἀση
φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ τὸ ἄω , ἄσω , ὅθεν :
ἔλαβεν ὀξὺς , ξυνεχὴς μετὰ πόνου : δίψα πουλλή : ἄση : πότον κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἦν δὲ ὑπόσπληνός
5051781 δυσμενεες
μεγάροισι τεκὼν λίπεν , οὐδ ' ἀπόνητο . τῶ νῦν δυσμενέες μάλα μυρίοι εἴς ' ἐνὶ οἴκῳ . ὅσσοι γὰρ
τις αἰδώς , οὐ φιλότης : πάντες γὰρ ἀνάρσιοι ἀλλήλοισι δυσμενέες πλώουσιν : ὁ δὲ κρατερώτερος αἰεὶ δαίνυτ ' ἀφαυροτέρους
5042158 ἀτης
σεμνῶν εἰς ἄσεμνα χωρούντων . Ἀπήντησε κεραυνοῦ βολὴ πρὸς ὑπέρτατον ἄτης : ἐπὶ τῶν ἄξια πασχόντων ὧν ἔδρασαν . Ἅπερ
πολεμιστήν . ” ὁ δὲ Ἀπίων ἀμφότερα ἐτυμολογῶν ἀπὸ τῆς ἄτης , οἷον ἀτῆσαι : πληρωτικὰ γὰρ τὰ κακά .
5025754 ἐκχυτο
διὲκ μεγάροιο βεβήκει οἰσομένη ποδάνιπτρα : τὰ γὰρ πρότερ ' ἔκχυτο πάντα . αὐτὰρ ἐπεὶ νίψεν τε καὶ ἤλειψεν λίπ
. γνύξ : ἐπὶ γόνυ . τοῦ δ ' ἀθρόος ἔκχυτο θυμός : ἀντὶ τοῦ ταχέως ἐξέπνευσεν . οὐδ '
5005423 ἀπολλυμενων
διὰ φρυγανισμὸν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ὑδρείαν μακρὰν ὑπὸ τῶν ἱππέων ἀπολλυμένων : οἱ δὲ θεράποντες , ἐπειδὴ ἐς ἀντίπαλα καθεστήκαμεν
' ὧν δοκεῖ αὐτὸν τιμᾶν διὰ τούτων λυπεῖ ἀναμιμνήσκουσα τῶν ἀπολλυμένων ἐν τῇ τροίᾳ : ἀπὸ τούτων αὐτὸν ἐγκωμιάζει ἀφ
4988152 ἐπεσσυμενους
Ἀργεῖοι δ ' ἀπάνευθεν ἐθάμβεον , εὖτ ' ἐσίδοντο Τρῶας ἐπεσσυμένους καὶ Ἀρηίδα Πενθεσίλειαν , τοὺς μὲν δὴ θήρεσσιν ἐοικότας
: οὐ γὰρ φύγον , ἀλλ ' ἅμα πάντας Τρῶας ἐπεσσυμένους μένον ἔμπεδον : οἳ δ ' ἐπέχυντο ἀλκῇ μαιμώωντες
4965601 κεραυνου
: ἔνσεισον , ὦναξ , ἐγκατάσκηψον βέλος , πάτερ , κεραυνοῦ . Δαίνυται γὰρ αὖ πάλιν , ἤνθηκεν , ἐξώρμηκεν
ἐν οἷς ἐστιν : οὐ γὰρ ἄν τις ὑπομείνειε πλησίον κεραυνοῦ . εἰ δὲ ἔμπροσθεν πέσοι , κωλύει προϊέναι εἰς
4956647 ἀκυμων
ἔστι λοιπὸν ἀγαθόν , εἰ καὶ τοῦτ ' ἄρα . ἀκύμων : Εὐριπίδης ἐπὶ τοῦ μὴ γεννᾶν τέθεικεν , ὡσανεὶ
ὡραῖον . θάλπος ] καῦμα . εὖτε ] ὁπηνίκα . ἀκύμων ] ἀτάραχος . νηνέμοις ] νηνεμίαν ἐχούσαις . εὕδοι
4954061 ῥοθος
δμηθῆναι : ὑποταχθῆναι , δαμασθῆναι . Ἠνεμόεις : ἐλαφρότατος . ῥόθος : ἦχος . Κελαινόρινον : ἔχοντα κελαινὸν δέρμα ,
ἀΐξαντα ἂψ ὀπίσω παλίνορσα μεθερπύζειν μενεαίνει : καί σφισιν ἐξαπίνης ῥόθος ἵσταται : οὐδέ τι πρόσσω νίσσεται , ἀλλ '
4938424 βολη
τελέσσας κάτθανεν ὀγδώκοντα τελειομένων ἐνιαυτῶν . Ἅλμα ποδὸς δίσκου τε βολὴ καὶ ἄκοντος ἐρωή καὶ δρόμος ἠδὲ πάλη : μία
βέλος τῶν ἄστρων : ἄλλως : ἡ μὲν τοῦ πυρὸς βολὴ πρὸς τὸ δυνατὸν , ἡ δὲ τῶν ἄστρων πρὸς
4925966 οἰμωγης
: ἄλλως : ἀπ ' ἀρχῆς δὲ τὸ νέφος τῆς οἰμωγῆς ἐξαιρόμενον δῆλόν ἐστιν ὅτι ταχέως εἰς μεῖζον κακὸν ἀνάξει
! ] ! [ κομμοῦ ⌊ ? ] τ ' οἰμωγῆς ⌋ τε δυσηχέος αὐτίκ [ ! ! ! ⌊
4890844 δορος
ἔθραυς ' ἄκρον δόρυ . ἐς δ ' ἄπορον ἥκων δορὸς ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖ , λαβὼν δ ' ἀφῆκε
. οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ ' ὠγυγίαν Ἀίδᾳ προϊάψαι , δορὸς ἄγραν δουλίαν , ψαφαρᾷ σποδῷ ὑπ ' ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ
4882945 καιριος
παῖδα καὶ βασιλέα πάσης ἀρχῆς . καὶ Κύψελος ἔτι ζῳογονούμενος καίριος εἶναι τοῖς Βακχιάδαις οὐκ ἐδόκει , φοβοῦντος αὐτοὺς ἰνδάλματος
πέλαγος ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς : Ἴωμεν : ἥ τοι καίριος σπουδή , πόνου λήξαντος , ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν .
4879901 βαθι
. περιέχει δὲ τὴν νυκτεγερσίαν : βᾶθι πρὸς εὐνάς : βᾶθι ἀντὶ τοῦ βῶμεν : βᾶθι πρὸς εὐνάς : ὡς
ἐκάλεσα βαρβάρωι βοᾶι , ἰώ , βαρβάροις λιταῖς † : βᾶθι βᾶθι τάνδε γᾶν : σοί νιν ἔκγονοι κτίσαν ,
4869857 πληγη
ἐὰν δὲ παραλλάξωσι καὶ μὴ κατασπῶσιν ὁμοίως , ἀσθενής : πληγὴ γὰρ οὕτως , ἐκείνως δ ' ἀφαίρεσις . ἔστι
ὀσφραίνονται προσενεγκόντες . οὕτω , φησὶν , ἥψατό μου ἡ πληγὴ , ὃν τρόπον ἅπτεται κάρφος μυκτῆρος . οὔκουν ἀνύσεις
4868257 φρικωδες
πυκναὶ ὑγιαίνουσιν , οὗτοι ἐξ αἵματος ῥύσιος ἐμπυΐσκονται . Τὸ φρικῶδες καὶ τὸ δύσπνοον ἐν τοῖσι πόνοισι , σημεῖα φθινώδεα
: οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες : ἰσχυρόν : κρεῖσσον θέαμα : οἷον : ὑπὲρ
4861916 οἰδμα
! ! ! ! ! ! ] ως ? ? οἶδμα ? ? πολυπλάγκτοιο θαλάσσης [ ] [ ! !
νησιάζεται γὰρ , ὡς καὶ ἑξῆς [ ] : Τύριον οἶδμα λιποῦς ' ἔβαν ἀκροθίνια Λοξίᾳ Φοινίσσας ἀπὸ νάσου :
4857470 βοαι
ὄχλον , πολὺ δὲ τὸ θαῦμα , λαμπραὶ δὲ αἱ βοαί , καὶ οὐκ ἀπιστῶ . τίς γὰρ ἂν εἴης
δὴ παιδίοις τὸ δήλωμα ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ καὶ βοαί , σημεῖα οὐδαμῶς εὐτυχῆ : ἔστιν δὲ ὁ χρόνος
4845205 διψιον
εὐκόλως . φέροι : φερέτω . διός : ἀέρος . δίψιον : καυσώδη , τὴν θερινὴν , ὡς δίψης ποιητικήν
τὸν ἁρμάτινον δίφρον . δίχα διχῶς , εἰς δύο . δίψιον βλαβερόν . δμῶες δοῦλοι , ἀπὸ τοῦ δεδμῆσθαι καὶ
4841280 ὀχθιζων
πλατεῖς . Πεπληθότας : γέμοντας . Δυομένῳ : κατερχομένῳ . ὀχθίζων : στενάζων . ὀχθίζων ὀδύνῃσι : λυπούμενος . Ῥινῶν
πικρὸν ἀχεύων , αὐτίχ ' ὑποβρυχίης εἴσω καταδύεται ἅλμης , ὀχθίζων σφακέλῳ τε καὶ ἀργαλέῃσιν ἀνίαις : οἱ δέ μιν
4834609 φοιτος
τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων : φοιταλέος
οἶτος : κοῖτος : Προῖτος : γοῖτος ὁ ῥύπος : φοῖτος . Τὰ διὰ τοῦ αιτος δισύλλαβα βαρύτονα , μὴ
4826732 ἐπενηνοθε
οὐδ ' ὄθομαι τοῦ κοτέοντος : καὶ ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη : ἐνόθω ἔνοθεν ἐνήνοθεν , ἀντὶ τοῦ ἔκειτο
: αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλήν , ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη . καὶ ἄλλα πολλά , ἐν οἷς ἢ
4826668 προὐτυψε
θρῖα , τῷ μέν τε ῥοιζηδὰ φιλαίματος ἐμπελάουσα ῥύμῃ ἅλις προὔτυψε ποτοῦ μέτα χήτεϊ βρώμης βδέλλα πάλαι λαπαρή τε καὶ
ὁ ῥοῦς προσπελάσῃ καταποθεῖσαν , ἀθρόως προσφύεται ἀμέλγουσα τὸ αἷμα προὔτυψε ] προῆλθε προὔτυψε ] προπεσοῦσα ἐνέκυψε τῷ χείλει βρώμης
4820519 κυματων
τὸ βρέμειν κυρίως ἐπὶ πυρὸς λέγεται καὶ ἀνέμων καὶ ἐπὶ κυμάτων : τροπικῶς δὲ καὶ ὁ ἀλαζὼν βαρὺ βρέμειν λέγεται
ἐν πρύμνᾳ πατέρ ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα , καὶ ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου
4817676 αὐρα
καὶ ἀπὸ τοῦ ἀήρ ἀέρος γενέσθαι ἀέρα καὶ κατὰ κρᾶσιν αὖρα , ὡς γράες αἱ γραῦς καὶ 〚 αἱ 〛
παρὰ τὸ ξυστὴρ , ξύστρα : καὶ πλεονασμὸς τοῦ υ αὖρα : ἄγγελος , παρὰ τὸ ἄγω ἄγελος καὶ ἄγγελος
4813128 κλασθεν
λίνα . Καρπαθίην ὅτε νυκτὸς ἅλα στέψαντος ἀήτου λαίλαπι Βορραίῃ κλασθὲν ἐσεῖδε κέρας , εὔξατο κῆρα φυγών , Βοιώτιε ,
, ἕως οὗ . διατμαγέν : χωρισθὲν , διαῤῥαγὲν , κλασθὲν , διακοπέν . ἕρκος : ἔνδυμα ἀπὸ τοῦ εἴγρω
4804383 ἐξεπτη
ἐν τῷ οἴνῳ , καὶ ἀνοιχθέντος τοῦ σκεύους τὰ δὲ ἐξέπτη καὶ εἶδε τὸ φῶς καὶ τέθνηκεν . οὐκοῦν παρελθεῖν
τινα αἰτίαν , Δαίδαλος δὲ ποιήσας πτέρυγας ἀμφοτέροις προσθετάς , ἐξέπτη μετὰ τοῦ Ἰκάρου . νοῆσαι δὲ ἄνθρωπον πετόμενον ,
4788507 συρομενον
Ὑδάσπης ναυσίπορος ποταμὸς τὸν Ἀκεσίνην ποταμὸν ἀπὸ τῶν ὑψηλῶν σκοπέλων συρόμενον εἰσδέχεται . Ἐπὶ τούτοις δὲ καὶ ὁ Κώφης ποταμὸς
. κονταράτοι . Μυσοὶ ] οἱ . πλῆθος . πεζῇ συρόμενον διὰ πλοίων , πεζῇ . . ναῶν ] η
4785708 θαλαμων
, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδὸς ἐξάγαγες ἐς φῶς λεχήρη σκοτίων ἐκ θαλάμων οἰκτροτάτοισιν δακρύοισιν , πολιὸν αἰθεροφαὲς εἴδωλον ἢ νέκυν ἔνερθεν
ὀνείρων . αὐτὰρ ὁ ποντοπόρων Ἑλένην ἐπὶ σέλματα νηῶν ἐκ θαλάμων ἐκόμισε φιλοξείνου Μενελάου , κυδιόων δ ' ὑπέροπλον ὑποσχεσίῃ
4782027 καχλαζει
] ἀκρόπολιν . πρύμναν ] + ἐπὶ τὸ ἄκρον . καχλάζει ] ἠχεῖ . θ καχλάζει ] ἀναβράζει . Ξ
θ καχλάζει ] ἀναβράζει . Ξ καχλάζει ] ἀνεγείρεται . καχλάζει ] βοᾷ . μεταξὺ δ ' ἀλκά : μεταξὺ
4781763 στοματων
θρέψιν : ὅ τι [ καὶ ] γὰρ ἂν τῶν στομάτων ἅψηται τοῦ σπέρματος , ἐπισπᾶται δι ' αὑτοῦ τὴν
νήχεσθαι αὐτοῖς ἀδιαβρόχοις ἐξεῖναι . καὶ πόρους ἔχουσιν ἐπὶ τῶν στομάτων πλατεῖς , δι ' ὧν τὸν ληφθέντα ἰχθὺν παραπέμπουσιν
4781068 βυθων
οὑγὼ πέπονθα καί με † συμφοροῦσα † βαθεῖα κηλὶς ἐκ βυθῶν ἀναστρέφει λύσσης πικροῖς κέντροισιν ἠρεθισμένον οὗτοι γάρ , οὗτοι
ἔν γε μὴν τοῖς τοῦ πίνακος τέρμασιν Ἀμφιτρίτη τις ἐκ βυθῶν ἀνέβη ἄγριόν τι καὶ φρικῶδες ὁρῶσα καὶ γλαυκόν τι
4774964 δακρυσι
ἄπλητον σεσαρυῖα εἱστήκει , πολλὴ δὲ κόνις κατενήνοθεν ὤμους , δάκρυσι μυδαλέη . παρὰ δ ' εὔπυργος πόλις ἀνδρῶν ,
ἀγὼν , [ ᾧ , τῷ ἀγῶνι , ] δάκρυα δάκρυσι συμμίσγει τις τῶν ἀλαστόρων , ὅς σε ἀναβακχεύει πορεύων
4774056 κοπτονται
καὶ ἐπὶ χολῇ . τινὲϲ ἐτήρηϲαν καὶ τοῦτο : πρινοβάλανα κόπτονται λεῖα καὶ ἑψοῦνται ἐπὶ πολύ , καὶ τῷ ζέματι
, εἰς ὁπόσον ἂν ἀπολαύσειαν τῆς ἰκμάδος τοῦ οἴνου , κόπτονται καὶ λειοποιοῦνται , εἶτα προσβάλλεται ἀλφίτου πάλη , καὶ
4768808 ὀρφναιην
μογερὸν κυανοῦ πῶμα λάβοι θανάτου , ἴσην ἐντύναιο κατ ' ὀρφναίην τε καὶ ἠῶ δαμναμένοις ἱλαρὴν παρθέμενος κύλικα . καί
ἡ μὲν ἔβη ποτὶ πύργον , ὁ δ ' , ὀρφναίην ἀνὰ νύκτα μή τι παραπλάζοιτο , λαβὼν σημήια πύργου
4764917 ἐπιρροθον
καὶ παραγενέσθαι νύκτερον τέλος : περιφραστικῶς νύκτα τῶν πολλῶν κλαυθμῶν ἐπίρροθον καὶ αὐξητικήν . νύκτα δὲ εἶπεν ἤτοι ἀθυμίαν καὶ
. ἐπίρροθον ] βοηθόν . ἐπίρροθον ] κινητικόν . Ξ ἐπίρροθον ] σύμφωνον . Ξ ἰαμβικοὶ τρίμετροι στίχοι ἕξ .
4762670 φερουσα
δὲ τὸ πρᾶγμα ἐν δεινῷ τιθεμένη καὶ τὴν καταδυναστείαν μὴ φέρουσα τὰ μὲν πρῶτα λόγοις ἐπειρᾶτο τοῦτον τῆς πλεονεξίας ἀπάγειν
ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν : σῖτον δ ' αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα , δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας , καὶ
4761076 ἀμα
ἦσαν οἱ τῆς σῆς ἐπιλαμβανόμενοι γνώμης ἢ οἱ τῆς ἐμῆς ἀμα - θίας τοῦτο ποιούμενοι σημεῖον . νῦν οὖν ἐπειδὴ
ἦσαν οἱ τῆς σῆς ἐπιλαμβανόμενοι γνώμης ἢ οἱ τῆς ἐμῆς ἀμα - θίας τοῦτο ποιούμενοι σημεῖον . νῦν οὖν ἐπειδὴ
4755485 κηρυχθησεται
. [ ὑπὸ σοῦ ] γὰρ σαφηνισθήσεται [ καὶ ] κηρυχθήσεται [ ἥδε ἡ ἐλπὶς ] εἰς πάντα [ κλίματα
πολιτευμάτων ὑμεῖς μὲν ἀστεφάνωτοι καὶ ἀκήρυκτοι γίγνεσθε , οὗτος δὲ κηρυχθήσεται ; καὶ εἰ μέν τις τῶν τραγικῶν ποιητῶν τῶν
4737063 δασκιος
Αἰολέων δὲ τὸ πάθος , οἷον κακόμορος κάμμορος , δασύσκιος δάσκιος , κακοδαιμονέστερος καδδαιμονέστερος , ὡς παρ ' Ἐπιχάρμῳ ,
ἀνέρες ἀγροιῶται : τὸν μέν τ ' ἠλίβατος πέτρη καὶ δάσκιος ὕλη εἰρύσατ ' , οὐδ ' ἄρα τέ σφι
4735803 ἀτη
συμφορὰς ἀφορμή , οὐδὲ θρηνεῖν οὕτω καὶ λυσσᾶν ἄλλη τις ἄτη συναναγκάζει μέχρι καὶ τελευτῆς . Τοῦτο καὶ τοῖς ἁλιεῦσι
τὸ δὲ σφετέρης θυγατρὸς ἀντὶ τοῦ ἰδίας . ἠέ τις ἄτη : οἷον κακόν τι ὑμᾶς ἐνεπόδισε κατὰ τὸν πλοῦν
4732436 μαχησομενοι
οὐδὲ γὰρ ἐκεῖ δύναμιν ἔσχον ὁμόσε χωρεῖν τοῖς πολεμίοις [ μαχησόμενοι ] ἀπαράσκευοί τ ' ὄντες καὶ παρ ' ἐλπίδα
οὗτος ἀνὴρ τῶν Σαλαμιναφετῶν . εἶτα : ἴομεν ἐς Σαλαμῖνα μαχησόμενοι περὶ νήσου ἱμερτῆς χαλεπόν τ ' αἶσχος ἀπωσόμενοι .
4723631 σακεων
σήμερον ἠρνήσαντο , καὶ οὐ μίαν εὗρες ἀρωγόν . οὐ σακέων βασίλεια καὶ οὐ πυρός ἐσσι τιθήνη : οὔ σοι
κόναβος ἐν πύλαις : κόναβος καὶ ἦχος καὶ κτύπος τῶν σακέων καὶ τῶν ἀσπίδων τῶν ὑπὸ χαλκοῦ δεδεμένων , καὶ
4720730 μελαθρων
τάσδ ' ἐσορῶ δὴ Καπανέως ἤδη τύμβον θ ' ἱερὸν μελάθρων τ ' ἐκτὸς Θησέως ἀναθήματα νεκροῖς , κλεινήν τ
ποῦ κυρεῖ βεβώς ; καλεῖτ ' ἀναπτύξαντες εὐγόμφους πύλας ἔξω μελάθρων τῶνδε κοίρανον χθονός . τί δ ' ἔστιν ,
4716600 σελας
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ '
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι
4712629 ἀλγος
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων
4711592 σμερδαλεη
, χεῖρες χερσὶ βροτῶν ἴκελαι , πόδες αὖτε πόδεσσι , σμερδαλέη βρυχή , δολερὸν κέαρ , ἄγριον ἦτορ , καὶ
δύσετο πάντα θυμὸν ἀδελφειοῖο χολούμενος : ἐν δέ οἱ ἀλκὴ σμερδαλέη στέρνοισιν ἀέξετο μαιμώωντι ἐς πόλεμον στονόεντα , μέλαν δέ
4706641 ἀειραι
, προσάγεται , ἐπιπόνως δὲ τοῦτο . ἄνω τὴν χεῖρα ἀεῖραι εὐθεῖαν παρὰ τὸ οὖς ἐκτεταμένου τοῦ ἀγκῶνος οὐ μᾶλλον
κεν Βέβρυξι πελάσσῃ , πρὶν χείρεσσιν ἐμῇσιν ἑὰς ἀνὰ χεῖρας ἀεῖραι . τῶ καί μοι τὸν ἄριστον ἀποκριδὸν οἶον ὁμίλου
4701579 φαους
. φάλον ὅ ἐστι λευκόν : φολκὸς , παρὰ τὸ φάους παρέλκεσθαι : ὅ ἐστιν ἐν τῆ συνηθεία στραβός .
ἀλλά ς ' αἰδεσθεῖεν οἱ θεοί . καταλλαγὴν δορός κενὸν φάους κεχήλευμαι πόδας Κιμμερὶς θεά κλῃδοῦχος γυνή κλύετ ' οἰμωγῆς
4696124 ἁψεα
. Β . Κ . Π . λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα . * ) ὅτι οὕτως λέγει τὰς συναφὰς
δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται ἅψεα , πολλὰ δ ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν :
4695195 πνοη
εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται ,
ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία :
4692278 οἰωνων
τοῦ ἐκ πολλοῦ καταγιγνώσκων τὸν ὑμέτερον τρόπον . ἀπὸ τῶν οἰωνῶν δὲ μετήνεγκε τῶν μὴ μονίμων ὄντων , ἀλλὰ φερομένων
οἶκον ἀνέμων . οὐ ψάμμος ἢ κόνις ἢ πτερὰ ποικιλοτρίχων οἰωνῶν τόσσον ἂν χεύαιτ ' ἀριθμόν : εὐρύοπα κέλαδον ἀκροσόφων
4691934 χερεσσιν
καὶ πρώονας Ἴδης , ἠδὲ καὶ ὡς ἐδάιξεν ὑπὸ στιβαρῇσι χέρεσσιν ἀργαλέων Σολύμων ἱερὸν στρατόν , οἵ μιν ἰόντα εἶργον
κέλευθα . Καὶ τὸν μὲν μόρος αἰνὸς ὑπέκλασε δῃωθέντα Τυδείδαο χέρεσσιν : ὃ δ ' εἰσέτι Τρῶας ἐναίρων ἔσσυτ '
4691086 καις
πάσαις ἐμπίπτει ταῖς στάσεσι ταῖς τε νομικαῖς καὶ λογι - καῖς : ἢ ὅτι ἡ στοχαστικὴ ζήτησις καὶ ἐξ αὐτοῦ
τριχὸς κίνησιν μεθηρμόζετο , ὁτὲ μὲν βοστρύχων οὔλων πλο - καῖς συνεξελιττόμενος , ὁτὲ δ ' ἐθελούσῃ τῇ τριχὶ ἐκτάδην
4690558 κυκωμενον
] ἄπισχε , μηδὲ τοῦτον ἐμβάληις [ ] ν ἵσταται κυκώμενον [ ] χης ? ? : ἀλλὰ σὺ προμήθεσαι
καὶ λόχον ἀνδροφόνων φεύγειν ἄπο ληϊστήρων , καὶ πολιὸν Νηρῆα κυκώμενον ἐξυπαλύξαι ἐσθλὴ κουραλίοιο βίη θνητοῖσιν ὀπάσσει . Γλαυκὴν δ
4689790 ἀελπτον
ὅ τι μηχάνημα κατὰ φύσιν ἐπενοήθη : οὐδὲν γάρ μοι ἄελπτον , εἴ τις καλῶς σκευάσας καλῶς κατασείσειε , κἂν
' ὄνησιν οὐ σοφόν . Ἑκάβη , τὸ θεῖον ὡς ἄελπτον ἔρχεται θνητοῖσιν , ἕλκει δ ' οὔποτ ' ἐκ
4684205 δυσδιαθετον
ἐργῶδες , ἐπαχθές , βαρύ , φορτικόν , δυσδιοίκητον , δυσδιάθετον . καὶ τὰ συγκριτικὰ ἀπὸ τούτων οὐκ ἀηδῆ ,
τις ἐκ τῶν γενομένων . πωλήσαντες γὰρ οἱ τυμβωρύχοι τὸ δυσδιάθετον φορτίον , τὴν γυναῖκα , Μίλητον μὲν ἀπέλιπον ,
4682424 μοθος
. Γάμμα δ ' ἄρ ' ἀμφ ' Ἑλένης οἴοις μόθος ἐστὶν ἀκοίταις . Δέλτα θεῶν ἀγορή , ὅρκων χύσις
. μόθος Η . . . . . , : μόθος : ὁ Ἀπίων πόνος , μάχη , φρύαγμα .
4676370 λααος
προσηγορικοῦ : τὸ μὲν γὰρ Λάα , τὸ δὲ προσηγορικὸν λάαος . Ἰστέον δὲ ὅτι πᾶν ὄνομα εἰς ας βαρύτονον
τοῦτο τὸ λᾶας διὰ καθαροῦ τοῦ ος , οἷον λᾶας λάαος καὶ κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο αα εἰς ἓν α
4673190 ὠκυπορος
. Τὰ παρὰ τὸ ” ὠκύς ” προπαροξύνεται : ὠκύμορος ὠκύπορος . τὸ δὲ ποντοπόρος παροξύνεται , [ καὶ τὸ
: ἔχει σέθεν [ ὤραν , αὐτίκα δ ' ] ὠκύπορος [ ] μετανίσσεται [ ] - νεμον ἄγαγέ ποτε
4672913 καματοιο
σπλὴν ἀλγύνει πολυώδυνος , ἀτρεμὲς ἴσχει πᾶν δέμας ἀχθήεντος ἀναπνεύσας καμάτοιο . σμαρίδες αὖ λεῖαι μυρμηκώεντα κάρηνα ῥηιδίως θαμινάς τ
ποῖαί τε χθαμαλαί , μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι εὔδιον ἐκ καμάτοιο , καὶ ὥρια δόρπα πάσασθαι ὕλης ἀγρονόμοιο , τά
4672008 ἰωης
κυλίνδεται , ὑψόσε δ ' ἄχνη σκίδναται ἐξ ἀνέμοιο πολυπλάγκτοιο ἰωῆς : ὣς ἄρα πυκνὰ καρήαθ ' ὑφ ' Ἕκτορι
, καὶ ἐς βρόχον αὐτοὶ ἵενται , θηλυτέρης ἐνοπῇσι παραπλαγχθέντες ἰωῆς : τοῖς κεῖνοι κύρτοιο πέσον λαγόνεσσιν ὁμοῖοι . Τοίην
4671679 λυσσης
ὄρος : τιμωρίαν λαμβάνουσαι ὑπὲρ αἵματος καὶ φόνου : τῆς λύσσης τῆς καὶ μαίνεσθαι ποιούσης καὶ φοιτᾶν , ὅ ἐστι
φόνου : κατὰ κοινοῦ τὸ διαφθείρουσά με : ἤρξω δὲ λύσσης πότε : καὶ τοῦτο πονηρῶς . θέλων γὰρ ἐλέγξαι
4667155 ἀσπετον
ποικίλου * . στόμα παρὰ τὸ τέμνειν τὰ σιτία . ἄσπετον ἀπλήρωτον πολύν . * . . ἄσπετον πολλὴν ἀπαρακολούθητον
ὑπ ' ἄνθεσι βεβριθυῖα : ὣς τῆμος Νιρῆος ἐπὶ χθονὸς ἄσπετον οὖδας ἐξεχύθη δέμας ἠὺ καὶ ἀγλαΐη ἐρατεινή . Τῷ
4658924 σπινθηρες
ἐὰν πηδῶσιν αἱ ἀκτῖνες ἐπ ' αὐτὸν , καὶ ἐὰν σπινθῆρες ἐπιγένωνται . Ὄρνιθες λουόμενοι μὴ ἐν ὕδατι βιοῦντες ὕδωρ
: φεῦγ ' ἐς κόρακας . φέψαλοι καὶ φεψάλυγες : σπινθῆρες ἀναφερόμενοι ἐκ τῶν καιομένων ξύλων . φθοῖς : πέμματα
4656554 ἐρρεε
ἐπηετανοί , πολὺ δ ' ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει ἀντὶ τοῦ ἔρρεε . καὶ ὁ μέλλων ἀντὶ τοῦ ἐνεστῶτος οἱ μὲν
' οὖδας ἐκ κεφαλῆς ἐκέχυντο , καὶ ἀμφοτέρων ἀπὸ μαζῶν ἔρρεε φοίνιον αἷμα ποτὶ χθόνα , δεῦε δὲ σῆμα .
4653503 δωματων
πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε . ἡμεῖς δὲ ταῦτα τοῖς κρατοῦσι δωμάτων κοινώσομέν τε κοὐ σπανίζοντες φίλων βουλευσόμεσθα τῆσδε συμφορᾶς πέρι
σπεύδοντά τ ' ἀσπούδαστα , Πενθέα λέγω , ἔξιθι πάροιθε δωμάτων , ὄφθητί μοι , σκευὴν γυναικὸς μαινάδος βάκχης ἔχων
4649413 ὀλεθρου
τὴν Ἴλιον ἀπολωλότων . θέλει δὲ εἰπεῖν ὅτι μία πρόφασις ὀλέθρου γέγονεν [ αἰτία ] Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις :
. Ἡ δὲ Λυδία πλησιόχωρος οὖσα τὰ δεύτερα ἔμελλε τοῦ ὀλέθρου φέρεσθαι . Πλὴν ὅσα γε τούτοις ἐν ἐλπίσιν ἦν
4641683 τρομεει
τὸν δὲ φόβον κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει , τρομέει δ ' ὑπὸ φαίδιμα γυῖα . κατὰ τὸν αὐτὸν
βέλος , τρομέει δέ σε κύμαθ ' ἁλὸς βυθίας , τρομέει βασιλεὺς ἐνέρων Ἀΐδας , ἐπιδεσμοχαρές , κατακλινοβατές , κωλυσιδρόμα
4640223 ἀσε
' ἐνέμοντο . ” ἆσε ἐπὶ μὲν τοῦ ἔβλαψεν “ ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακή , ” ἐπὶ δὲ τοῦ
τὸ ἄω , ὃ δηλοῖ τὸ βλάπτω , οἷον : ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος , ὁ
4638858 ἀλευαμενοι
νίφα , ὡς [ παρὰ τῷ ποιητῇ ] . . ἀλευάμενοι νίφα λευκήν : ἰδοὺ γὰρ εἰς α λήγει ἡ
φοβέοντο θρασὺ σθένος Εὐρυπύλοιο , καί κε φύγον κατὰ νῆας ἀλευάμενοι βαρὺ πῆμα , εἰ μὴ ἄρ ' Ἀτρείδῃσι περιδδείσαντες
4636025 δεινη
? ? ἔδειξας ⌉ ? . ” νὺξ ἐπῆλθεν ἀμφοτέροις δεινή : τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετο . ⌈ δεινότερον δ
γυνὴ παιδίον αὑτῆς τριακοσταῖον παρακατέθετο . ἀποθανούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου δεινή τις φιλοστοργία γέγονε τοῦ θηρίου πρὸς τὸ παιδίον :
4635710 αἱματων
φυμάτων . ὠμὸν δὲ ῥοφούμενον στέλλει ῥοῦν γυναικὸς καὶ ἀναγωγὰς αἱμάτων , καὶ ἀρτηρίας λαμπρύνει . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς
αἰφνιδίους , ἔτι δὲ νόσους πυρεκτικὰς καὶ τριταϊκὰς ἐπισημασίας καὶ αἱμάτων ἀναγωγὰς καὶ ὀξείας βιαιοθανασίας μάλιστα τῶν ἀκμαίων , ὁμοίως
4635413 ὑστριχις
ἥδιστ ' ἔχουσι , κοὐδὲν ἀφ ' ὑὸς γίγνεται πλὴν ὑστριχὶς καὶ πηλὸς ἡμῖν καὶ βοή . ἐξιόντι μοι ἁλιεὺς
ἔστι δὲ χαλκιδαϊκὸν ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου . ὕσπληγξ δὲ καὶ ὑστριχὶς κυρίως μάστιξ ἦν ἐκ χοιρείων τριχῶν συμπεπλεγμένη , καταχρηστικῶς
4628743 Κιμμερις
τῇ τε λίμνῃ γίνεται . Τὸ δὲ στόμ ' ἐκπλέοντι Κιμμερὶς πόλις , ἀπὸ Κιμμερίων μὲν βαρβάρων κεκλημένη , κτίσις
τῇ τε λίμνῃ γίνεται . τὸ δὲ στόμ ' ἐκπλέοντι Κιμμερὶς πόλις , ἀπὸ Κιμμερίων μὲν βαρβάρων κεκλημένη , κτίσις
4627826 δυης
[ γείνατο ] νούσων [ ] [ μήτηρ ἠδὲ ] δύης Ἀσκληπιὸν εὔφρονα [ ] κοῦρον , [ ἰὴ Παιάν
ἡ τῶν θεῶν ἰσχὺς τὴν ἀμήχανον νεφέλην καὶ ἐκ χαλεπῆς δύης κρεμαμένην ὕπερθεν τῶν ὀμμάτων ὀρθοῖ καὶ ἀποσοβεῖ αὐτήν .
4624897 κλαζων
ἀείδων : ᾠδῶν . Νηφάλιον : φρόνιμον καὶ γρήγορον . κλάζων : ἠχῶν , βοῶν , τραγῳδῶν . αὐτάρ :
ἐμῆς ἐκέρασς ' εὐτερπέα κόσμον ἀοιδῆς . Ἤειδον δὲ λιγὺ κλάζων διὰ θέσκελον ὕμνον , ὥς ποτέ οἱ δήρισσαν ἀελλοπόδων
4623673 αἰαι
μοι τοῦ λόγου , εἰ μεταδώσεις μοι τοῦ λόγου : αἰαῖ κακῶν ἀρχηγόν : ἀντὶ τοῦ : κακοῦ λόγου ἀρχὴν
. Οὐκ ἐκτός ; οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα ; Αἰαῖ αἰαῖ . Ὦ πρὸς θεῶν , ὕπεικε καὶ φρόνησον εὖ
4621767 ἀισσοντα
πάγοισιν ἰλλόμενος χαλκέῃσιν ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθεύς αἰετὸν ἥπατι φέρβε παλιμπετὲς † ἀίσσοντα : τὸν μὲν ἐπ ' ἀκροτάτης ἴδον ἑσπέρου ὀξέι
ὅτε σήματα λυγρὰ κατὰ πτόλιν εἰσενόησεν εἰς ἓν ἅμ ' ἀίσσοντα , μέγ ' ἴαχεν , εὖτε λέαινα ἥν ῥά
4611834 ελε
δύσβατος ] , ὄνομα ὄρους . , τοῦ ὄρους τοῦ ελέ . ὁ Φελλεὺς παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς τὰ τραχέα καὶ
[ ] [ ἐπιχθονίοισι ] δὲ κουφαι [ ] 〚 ελέ 〛 [ ] [ ] Διὸς υἱὸν [ ]
4610194 ὁμιχλη
τοὺς καλάμους . εὐρῶτι παλύνεται : εὐρὼς κυρίως ἡ πρασινώδης ὁμίχλη . ἐπάξα : τὸ βʹ πρόσωπον τοῦ μέσου ἀορίστου
θαλάσσης πόρον ἀπέκλειον . ἐφέρετο δὲ πολλὴ μὲν ὑπὲρ αὐτῶν ὁμίχλη πολὺς δὲ πάταγος , ἦν δὲ ἀδύνατον καὶ τοῖς
4609865 γοων
: μέλλουσι γάρ ς ' , εἰ τῶνδε μὴ λήξεις γόων , ἐνταῦθα πέμψειν ἔνθα μήποθ ' ἡλίου φέγγος προσόψει
εἰς Κύπριν τρέπων . δοκεῖς τὸν Ἅιδην σῶν τι φροντίζειν γόων καὶ παῖδ ' ἀνήσειν τὸν σόν , εἰ θέλοις
4609504 δειμα
χρύσεον ἰχθύν , παντᾷ τοι χρυσῷ πεπυκασμένον : εἷλέ με δεῖμα μήτι Ποσειδάωνι πέλοι πεφιλημένος ἰχθύς , ἢ τάχα τᾶς
ἐκ τῆς χώρας : τοῖς δὲ περὶ τὸ ἱερὸν οἰκοῦσι δεῖμα ἦν οὐδέν , ἀλλὰ Ἴωσιν ὅρκους δόντες καὶ ἀνὰ

Back