σύνθετον γενόμενον , ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ κῦμα ἔγκυμος ἐγκύμων ἐγκύμονος καὶ ἀπὸ τοῦ αἷμα ἄναιμος ἀναίμων ἀναίμονος καὶ πεῖρα
πέμψατέ μοι πλώοντι σοφὸν πρυμναῖον ἀήτην : ἤδη γὰρ τρομέων ἐγκύμονος ὄμβρον ἀοιδῆς πείσματα φωνήεντα θοῆς ἀνέλυσα μελίσσης . Παγγενέτωρ
7436965 ἀναιμονος
ω εἰς ο ἐπὶ γενικῆς , ὡς αἷμα ἄναιμος ἀναίμων ἀναίμονος , χεῖμα δύσχειμος δυσχείμων δυσχείμονος . Τὰ εἰς λων
γὰρ διὰ τοῦ ο κλίνεται , οἷον αἷμα ἄναιμος ἀναίμων ἀναίμονος , Ε τοὔνεκ ' ἀναίμονές εἰσι , καὶ κῦμα
6930938 λααος
προσηγορικοῦ : τὸ μὲν γὰρ Λάα , τὸ δὲ προσηγορικὸν λάαος . Ἰστέον δὲ ὅτι πᾶν ὄνομα εἰς ας βαρύτονον
τοῦτο τὸ λᾶας διὰ καθαροῦ τοῦ ος , οἷον λᾶας λάαος καὶ κατὰ κρᾶσιν τῶν δύο αα εἰς ἓν α
6695260 καταπυγονος
καλέονται , κῦμα ἔγκυμος ἐγκύμων ἐγκύμονος , πυγή κατάπυγος καταπύγων καταπύγονος , χεῖμα ἄχειμος ἀχείμων ἀχείμονος . Διὰ τοῦτο τὸ
πονηροῦ καὶ ἀξίου σταυροῦ , οἱ δὲ ἀρχαῖοι ἐπὶ τοῦ καταπύγονος . Μάλη οὐκ ἐρεῖς , ὑπὸ μάλης μέντοι .
6399287 ἀναιμονες
ἀφρὸν εἶπε τὸ αἷμα , οὐ δήπου τὸ ἔμφυτον αὐτῶν ἀναίμονες γάρ εἰσιν οἱ θεοίἀλλὰ τὸ ἀπ ' ἀνθρώπων ἠθροισμένον
ἀφρὸν εἶπε τὸ αἷμα , οὐ δήπου τὸ ἔμφυτον αὐτῶν ἀναίμονες γάρ εἰσιν οἱ θεοίἀλλὰ τὸ ἀπ ' ἀνθρώπων ἠθροισμένον
6395138 ἀναιμων
τι τῶν μαλακίων ἐστί . τὰ δὲ μαλάκια γένος τῶν ἀναίμων ζῴων ἓν τεττάρων ὄντων : ἐντόμων , μαλακοστράκων ,
ἐθνυμών . Τὰ διὰ τοῦ ΑΙΜΩΝ βαρύνεται : δαίμων αἵμων ἀναίμων κακοδαίμων . Τὰ εἰς ΝΩΝ μὴ ἔχοντα ἐν ἐπιπλοκῇ
6295461 χεε
ἐνὶ δραχμαῖς πέντε δὶς ἑλκόμενον , νᾶμα δὲ θυγατέρων ταύρων χέε Κεκροπίδαισι συγγενές , οὐκ Τρίκκης ὡς ἐνέπουσιν ἐμοί .
δαῖε δὲ φιτρούς πῦρ ὑπένερθεν ἱείς , ἐπὶ δὲ μιγάδας χέε λοιβάς , Βριμὼ κικλήσκων Ἑκάτην ἐπαρωγὸν ἀέθλων . καί
6274947 καταπυγων
ὑπάρχοι , οἷον : Παφλαγών Λαιστρυγών ἀρηγών , πλὴν τοῦ καταπύγων : τὰ γὰρ ἀπὸ συνθέτων εἰς ΟΣ παραχθέντα κατὰ
ἀσελγής δάνος . . . . ὁ . . . καταπύγων ] δράματα ἦσαν τοῦ Ἀριστοφάνους , τὸ ἐμὸν δηλονότι
6151634 ἀθεσφατος
ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ ' αἰόλα κέρδεα
οὐδ ' εὐρεῖα τέτυκται . ἐν μὲν γάρ οἱ σῖτος ἀθέσφατος , ἐν δέ τε οἶνος γίνεται : αἰεὶ δ
6136092 κελαδει
θεὸς ἡ μεγάλη ? ? ˈ ⚕ης ] αὐλὸς ˈ κελαδεῖ Φρύγιος ? [ ˈ [ ] ! ˈ χορὸν
πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ . καὶ ἐν Μήδῳ : ὥς ποτ ' ἐκήλησεν
6113084 ἐμμελεως
συρίγγων κοϊλώτερα στήθεα χρισάμενος μύρωι ; σὲ γάρ φη Ταργήλιος ἐμμελέως δισκεῖν πολλὰ δ ' ἐρίβρομον Δεόνυσον , ἀλλ '
τροχαϊκῆς ἐποίησαν , οἷον Κρῆσσαι νύ ποθ ' ὧδ ' ἐμμελέως πόδεσσιν ὠρχεῦντ ' ἀπαλοῖς ' ἀμφ ' ἐρόεντα βωμόν
6101667 κεαρος
καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ Τ : ἔαρ ἔαρος , κέαρ κέαρος : σημείωσαί μοι τὸ νέκταρ καὶ φρέαρ ἐναντίως τῷ
, τείχεα τείχη , βέλεα βέλητὸ γὰρ ἔαρος ἦρος καὶ κέαρος κῆρος διὰ τὸ εἶναι φύσει μακρὰν πρὸ βραχείας μιᾶς
6097369 ταχεος
ἁλίσκεται ἐπεγκεράσαιο ] κέρασον ἐπεγκεράσαιο ] ἕνωσον θοοῦ ] τοῦ ταχέος δορπήια ] τροφή κέπφου ] οἰωνοῦ τῷ γὰρ δὴ
τοῦ Αἴας , λέβης λέβητος ἐπὶ τῆς πρώτης , ταχύς ταχέος , ὀξύς ὀξέος ἐπὶ τῆς δευτέρας , Ἀχιλλεύς Ἀχιλλέως
6019919 ἀναλκις
: ὁ περὶ τῆς ψυχῆς δηλονότι . οἷον , οὐδεὶς ἄναλκις ὑπομένει περὶ τῆς ψυχῆς κινδυνεύειν , ἀλλ ' ἔστι
Λαγόνεσσιν : πλευραῖς . ἀναλκίας : ἀδυναμίας , ἀδυνάτου : ἄναλκις ὄνομα σύνθετον : ἀλκὴ καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α
6017036 οντες
? ? κεῖτο ῥόῳ δ ? [ ] [ ] οντες ἀπηνέος [ ] Ἄρεος ? [ ] [ ]
! [ ! ] ! δεν χαρικυ [ ! ] οντες ? μελίκ ! [ ! ] ! τροπτε σίδαρ
6001302 χροος
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος
5997453 ἐτραφεν
! ! ! ] ! ἄριστοι ἐν Ἀσίδι [ ] ἔτραφεν αἴηι : ! ! ! ! ! ! Δαρδανιδῶν
ὀϊστόν : ἔξοχα γὰρ τόδε φῦλον , ὅς ' ἄπλετος ἔτραφεν αἶα , πουλυγόνον τελέθει : τὸ μὲν ἄρ ποθι
5928052 αὐδη
τὸ δεν παρέλκει . . . . μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ὅτι Ζηνόδοτος χωρὶς τοῦ ν γράφει γλυκίω .
οἷς λέγει : Τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ταῦτα δ ' ἐγκωμιαστικά εἰσι : πλὴν δείκνυσιν
5866695 κλειουσιν
ἀναβαινούσης μὲν τῆς πλημυρίδος ἀνοίγουσιν , εἰς δὲ τοὐναντίον μεταπιπτούσης κλείουσιν . εἶτα τῆς μὲν θαλάττης διὰ τῶν τῆς θύρας
, ἔργ ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε , τά τε κλείουσιν ἀοιδοί . Τὸ δὲ ἔθος τοῦτο καὶ παρὰ τοῖς
5854227 ταων
ἰσχυρῶς , καὶ τὰς ἀνάνδρους τῶν γυναικῶν παραφυλάττει : τὸν ταὼν μὲν οὖν ὡραῖον ὄντα καὶ καταθύουσι καὶ σιτοῦνται οἱ
ἐφαρμόζει τὸ βασιλεύειν , πρὸς ἀλλήλους ἐβουλεύοντο . ὁ δὲ ταὼν ἔφη τοῖς λοιποῖς ὡς „ ἔμοιγε προσήκει ἡ βασιλεία
5849343 ὠς
χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν : ἀκήκουκας ; ὠς ἤν τι τούτων ὦν λέγω παραστείξηις , αὐτὸς σὺ
. Ἐγὼ δὴ τοῦτο δρῶ . Ὦ γρᾴδι ' , ὠς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον κοὐ δύσκολ ' , ἀλλὰ
5835956 κλινε
ἐπιπεσὼν , βαρέως ἐπιπεσὼν , ἐπιβαλὼν , ἐπάνω καθίσας . κλίνε : ἔκλινε , ἔκλινε δ ' αὐτὸν ἐγγὺς τοῦ
ἐπιπεσὼν , βαρέως ἐπιπεσὼν , ἐπιβαλὼν , ἐπάνω καθίσας . κλίνε : ἔκλινε , ἔκλινε δ ' αὐτὸν ἐγγὺς τοῦ
5809072 ἐλαθοντο
ἐοικότα σώματα νεκροῖς . αἱ δ ' οὐδ ' ὣς ἐλάθοντο καὶ οὐκ ἀνέηκαν ἔχουσαι δεσμὸν ἑόν : τοῖός τις
, ἄγχι δ ' ἔπειτα ἤλυθον , ἐκ δ ' ἐλάθοντο καὶ οὐκέτι κεῖνα κέλευθα ἔρχονται τὰ πάροιθεν , ἐφεσπόμενοι
5802948 μελεων
νόος ἀνθρώποισι παρέστηκεν : τὸ γὰρ αὐτό ἔστιν ὅπερ φρονέει μελέων φύσις ἀνθρώποισι καὶ πᾶσιν καὶ παντί : τὸ γὰρ
φερόμεσθα . αἴρετέ μου δέμας , ὀρθοῦτε κάρα : λέλυμαι μελέων σύνδεσμα φίλων . λάβετ ' εὐπήχεις χεῖρας , πρόπολοι
5790264 οὐρανοθι
, Θήβη Θήβηθεν Θήβησι , συνόντος δὲ τοῦ ο οὐρανόθεν οὐρανόθι , Ἀβυδόθεν Ἀβυδόθι , οἴκοθεν οἴκοθιπρόσκειται . δὲ κατὰ
τοῖς πλείστοις ἡ τοιαύτη γίνεται ἀπαράδεκτος γραφή , λέγω τὴν οὐρανόθι πρό : οὐ γὰρ νῦν τὴν ἐν τόπῳ σχέσιν
5786270 ἰς
ματρὸς ἔφυ . Θηβαγενεῖς Δώριον μέλος σεμνότατόν ἐστιν πρόσθα μὲν ἲς ? Ἀχελωΐου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός [ ]
γαστέρι μάργῃ ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν : οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη , εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι
5781307 νεκταρ
τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι
ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς
5778908 γονα
Ἀγαμέμνονος κόρην ὑποκρινόμενος , ὁ δὲ εἰσιὼν τὴν Πλαγ - γόνα . οὐκοῦν ὁ μὲν εἰ τύχοι τὴν Φαίδραν οὐ
γύναικες μιαρώταται λέπτοι δ ' ἄνδρες , ἐπεὶ κεφάλαν καὶ γόνα Σείριος ἄσδει πτερύγων δ ' ὔπα κακχέει λιγύραν ἀοίδαν
5771953 αἱματοεις
χαίτης ὀξυτόμοισιν : ὁ δ ' ἄλλοθεν εἴβεται ἄλλος ἰχὼρ αἱματόεις , τὸν δ ' ἕλκεα πόλλ ' ἀνιάζει .
παχείῃ , ἐγκέφαλος δὲ παρ ' αὐλὸν ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς αἱματόεις : τοῦ δ ' αὖθι λύθη μένος , ἐκ
5756897 θροος
κατὰ στέρησιν τοῦ θρο : Οὐ γὰρ πᾶν ἦεν ὁμὸς θρόος , οὐδ ' ἴα γῆρις . Ἀνεψιός , παρὰ
τὸ σπαρτίον : θρώσσει ἅλλεται : σεσημείωται τὸ θρόνος : θρόος ὁ φθόγγος : θρόννα ἄνθεα , βάμματα , διὰ
5735817 ψιλου
δύο συλλαβὰς παραληγόμενα τῇ λε συλλαβῇ ὀξύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , Χαλεὸν ἡ πόλις : στελεὸν
εἰς υ λήγοντα μονογενῆ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται , διὰ τὸ μηδέποτε εὐθείαν ἑνικὴν εἰς οι
5729573 πισυρες
ἀντομένοισιν ὁδουροῖς ἄιδα προσμάξηται ἐπὶ ζαμενὲς κοτέουσα . τῆς ἤτοι πίσυρες κοῖλοι ὑπένερθεν ὀδόντες ἀγκύλοι ἐν γναθμοῖς δολιχήρεες ἐρρίζωνται ἰοδόκοι
λέγει . ἐπαινεῖ δὲ καὶ τὸ διαυγὲς αὐτοῦ : κρῆναι πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ . τὸ δὲ δὴ κοῦφον καὶ
5718498 χροα
, ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν
λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν
5716959 πετρης
' ἄρ ' Ἕκτωρ ἀντικρὺ μεμαώς , ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης , ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ ῥήξας
κυκλώσαντες , ἅτ ' ἀνδράσι δυσμενέεσσι διπλὰ περιπροβαλόντες ἀνάρσια τείχεα πέτρης . καὶ τότ ' ἀνὴρ ἄργιλον ὁμοῦ πίειραν ἀείρας
5678108 Ἡρακλειη
δύναμις μέν : σὴ δὲ βίη λέλυται , καὶ βίη Ἡρακλείη : ἡ δὲ ἀδικία : εἰν ἀγορῇ σκολιὰς κρίνωσι
καὶ οἱ ποιηταί , οἷον παρὰ μὲν Ὁμήρῳ : βίη Ἡρακλείη , ἀντὶ τοῦ Ἡρακλέος , καὶ : ἱερὴ ἲς
5661866 Φαληρικη
τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ , χορεύει , πῶλος
δ ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους εἷλκον ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων
5659709 τρεμε
, μὴ οὐ σχῇς τροφὰς αὔριον : περὶ τῶν δουλαρίων τρέμε , μὴ κλέψῃ τι , μὴ φύγῃ , μὴ
καὶ ἄκρατον παρίστησιν , οἷα τὰ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος , τρέμε δ ' οὔρεα μακρὰ καὶ ὕλη καὶ κορυφαὶ Τρώων
5648347 νει
, ” σὺ μέν , εἰ βούλει , πλεῖ καὶ νεῖ καὶ θεῖ κατὰ τοῦ κλύδωνος , ἐγὼ δὲ ἀπόγειος
τέρποντα τὴν ψυχὴν ἢ εὐφραίνοντα . * τῇ γάρ τοι νεῖ νήματ ' : ὁ μὲν ἀράχνης φυσικῶς κινεῖται πρὸς
5630857 λακερυζα
ε , κάρυζα . μετὰ τοῦ λ ἐπιτατικοῦ μορίου , λακέρυζα . Λεχήν . παρὰ τὸ λεῖον , κατ '
καὶ βωμακεύματα καὶ βωμολοχεύματα , ὡς Ἀπολλόδωρος ὁ Κυρηναῖος . λακέρυζα . μέγα κράζουσα . ἐρυσίβην . θηρίδιόν τι ἐν
5623196 ται
! ! ! ! ! ! ! ] οσις ? ται καν [ ! ! ! ! ! ! !
, τοῦ πυρετοῦ ἐπὶ πνεύμασιν ὄντος , ἱδρὼς ἐκκρίνε - ται ; καὶ λέγομεν ὅτι τὸ πνεῦμα τὸ ἤδη θερμανθὲν
5612566 ος
πῶς γοῦν [ ] [ ] λιουν δυναμε [ ] ος τὸν ην [ ] [ ] ησι μέγα βει
! ! ! ! ! ! ! ! ] ! ος ἀπέπεμψεν ὡς βασιλέα | σ | [ ! !
5612061 προπασας
πρὸς τοὺς περιγράφοντας τούτους τοὺς στίχους . . νῆάς τε προπάσας : ὅτι περισσὴ ἡ πρό πρόθεσις . . .
πλεονάζει : καὶ ἀρχοὺς αὖ νηῶν ἐρέω , νῆάς τε προπάσας , πλεονάζει ἡ πρό . Ἔλλειψίς ἐστι λέξις οὐ
5606810 εἰτι
πλεῖστον διὰ τὸ ψαλῶ ψάλλω : θαλῶ θάλλω , καὶ εἴτι ὅμοιον : ἔχουσι γὰρ ταῦτα τὸν μέλλοντα εἰς α
: πνὶξ ἐξ οὗ τὸ πνίγος : πλὶξ , καὶ εἴτι ὅμοιον . Τὰ εἰς ωξ ὀνόματα συγκείμενα παρὰ ῥῆμα
5606413 σεσημειωται
ἐσθ ' , ἡ δ ' ἐξ ἁλίοιο γέροντος : σεσημείωται πρὸς τοὺς ἑξῆς ἄκαιρον γενεαλογίαν ἔχοντας : καὶ ὅτι
: μενὸς ὄνομα ἐπίθετον : τὸ καινὸς ἐπὶ τοῦ νέου σεσημείωται διὰ τῆς αι διφθόγγου . Τὰ διὰ τοῦ ηνος
5595598 τρηρων
γενικήν , τουτέστιν εἰς ος , οἷον Μέμνων Μέμνονος , τρήρων τρήρωνος , Φοῖνιξ Φοίνικος , μάστιξ μάστιγος , Ἕκτωρ
ἂν καὶ ἡ εὐθεῖα , οἷον Μέμνων ὦ Μέμνον , τρήρων ὦ τρήρων , Φοῖνιξ ὦ Φοῖνιξ , μάστιξ ὦ
5591593 ἰα
τὸ γὰρ βιαστικῶς τι πράττειν βία εἴρηται . τὸ δὲ ἴα παρὰ τὸ ἴς ἰνός , τὸ θηλυκὸν ἴα καὶ
ἔχει γὰρ ἐκ Διὸς καὶ Δήμητρος θυγατρὸς ἀρχήν , Φερσεφόνης ἴα πλεκούσης συμπαρουσῶν τῶν Ὠκεανοῦ θυγατέρων ὧν ὀνόματα ταῦτα ἐκ
5588406 Ἡρακληειη
καταυτόθι πίονας ἀγρούς ἐστιχέτην , Φυλεύς τε βίη θ ' Ἡρακληείη . λαοφόρου δ ' ἐπέβησαν ὅθι πρώτιστα κελεύθου ,
τὸ κύριον δηλοῦσα πρὸς αὔξησιν τοῦ σημαινομένου : οἷον βίη Ἡρακληείη , καὶ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο , ἀντὶ τοῦ ὁ
5587036 δμωῃσιν
: κῆρυξ , τίπτε δέ σε πρόεσαν μνηστῆρες ἀγαυοί εἰπέμεναι δμωῇσιν Ὀδυσσῆος θείοιο ἔργων παύσασθαι , σφίσι δ ' αὐτοῖς
δὲ Κρόνος παρεὼν οἴκοις τάδε ποιεῖ : πρεσβυτέραις ζεύγνυσιν ἰδὲ δμωῇσιν ἀκιδναῖς , ἢ ξυνὴν δήμοισι κύπριν μισθοῦ παρεχούσαις .
5585736 ἀσαι
τὸ σκευάζειν . τὸ ἐπιβουλεύειν . καὶ τὸ τελειοῦν . ἆσαι σημαίνει βʹ : τὸ βλάψαι : „ ἆσέ με
οὐ δώσω τὸ μηδεμίαν εἶναι πρεπωδεστέραν ἐλευθέροις ἄνεσιν τοῦ τὸν ἆσαι , τὸν δὲ κιθαρίσαι , τὸν χορεῦσαι ἐρώτων εἶναι
5549577 πελεται
ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ , οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι . Ἦ ῥα καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου
τὸν λόγον , λέγων [ Τ ] αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν , ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ
5549275 ἱερη
[ αὐλῶπις ] : ἐν δ ' ἑτέρωθι ἥδ ' ἱερὴ Σικίμων καταφαίνεται , ἱερὸν ἄστυ , νέρθεν ὑπὸ ῥίζῃ
ἄγει . αἰϲθήϲιοϲ δὲ καὶ κεφαλῆϲ καὶ νεύρων καθαρτήριον ἡ ἱερὴ τὸ φάρμακον . ἀμφὶ μὲν ὦν κενώϲιοϲ παντοίηϲ τῆϲ
5549004 αλ
λογίζω , Ὅμηρος ὁμηρίζω . τὸ δὲ ὀρτίζω προσελθόντος τοῦ αλ ἐποίησεν ὀρταλίζω . . . . Γ . ,
. ἢ ἀπὸ τοῦ τηρὸς ταρός , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς τάλαρος , ὁ εἰς τυρὸν ἐπιτήδειος . .
5547339 δακρυ
νεκρῷ ἵππων τ ' αἰζηῶν τε καὶ ἄλλ ' ὅσα δάκρυ χέοντες ὄβριμον ἀμφὶ νέκυν κειμήλια θῆκαν Ἀχαιοί , δὴ
τοκὰς ἔσχε Νιόβη , ἀλλ ' ἔτι μυρομένη προχέει πολὺ δάκρυ Σιπύλῳ . Μαιονία δ ' Ἀράχνη Τριτωνίδος ἦλθεν ἐς
5542840 κρηδεμνα
δὲ δοῦλον ἄγετε εἰς τὴν στιβάδα καὶ εἰς τὰ πέτρινα κρήδεμνα καὶ περιβόλαια : ἀμφί μοι Ἴλιον : ποίησόν με
' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων σχομένη ῥυπαρὰ κρήδεμνα . τοὺς δ ' ὁ Κύκλωψ ἐφίλει καὶ ἐν
5539109 ἐπλετο
ἱκέσθαι εἵνεκα πυγμαχίης : πολέμου δ ' οὐ πάγχυ δαήμων ἔπλετο λευγαλέου , ὁπότ ' Ἄρεος ἔσσυτο δῆρις . Καί
, οὕτως λέγων : ἠύτε βοῦς ἀγέληφι μέγ ' ἔξοχος ἔπλετο πάντων ταῦρος : ὁ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι
5537752 κηκιεν
τὰ κύματα . ἀφρῷ : ἀντὶ τοῦ μετὰ ἀφροῦ . κήκιεν ἅλμη : ἀνεδίδοτο καὶ ἀνεπήδα ἑκατέρωθεν τῆς νεὼς ἡ
πορεύομαι , ἔκιον ἔκιε : πλεονασμῷ τοῦ κ καὶ ἐκτάσει κήκιεν καὶ : ἀνεκήκιεν . ἢ κίω , κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν
5526076 μυξαι
ἔχουσα ὄνυχας , ὡς ἀτημέλητος . Ἧς ἐκ τῶν ῥινῶν μῦξαι ἔῤῥεον , ἐκ δὲ τῶν σιαγόνων ἐχεῖτο εἰς γῆν
ἔχουσα ὄνυχας , ὡς ἀτημέλητος . Ἧς ἐκ τῶν ῥινῶν μῦξαι ἔῤῥεον , ἐκ δὲ τῶν σιαγόνων ἐχεῖτο εἰς γῆν
5517664 πασασθαι
λευκή * μελίζωρος : γλυκεῖα * μελίζωρος . . . πάσασθαι : γλυκεῖα τῇ γεύσει * πάσασθαι : γεύσασθαι *
ἀπαιτίζοντες , κατὰ παρέκτασιν , ἀπαιτοῦντες . ἄπαστος ἄγευστος : πάσασθαι γὰρ τὸ γεύσασθαι . οἷον ἄμαστος , ἀμάσητος :
5517008 φερεσβιος
τοῖς νεκροῖς ἐπιχεομένη , οὐ καθολικῶς , ὡς μέλαινα καὶ φερέσβιος . Ζηνόδοτος δὲ ἠθέτει : παρὰ Ἀριστοφάνει δὲ οὐκ
ἠθέτει : παρὰ Ἀριστοφάνει δὲ οὐκ ἦν . . . φερέσβιος . Π , , . , φερέσβιος , .
5513597 Θωνος
φάρμακα μητιόεντα , ἐσθλά , τά οἱ Πολύδαμνα πόρεν , Θῶνος παράκοιτις , Αἰγυπτίη , τῇ πλεῖστα φέρει ζείδωρος ἄρουρα
Θῶνος : ἢ ἀπὸ τῆς Θόων εὐθείας Θόωνος καὶ κράσει Θῶνος : „ πρὸς ἀντιδιαστολὴν δὲ ἑτέρου σημαινομένου „ :
5513412 θεοιο
ἀμήχανον , οὐδέ τις ἔτλη ἀντίον αὐγάσσασθαι ἐς ὄμματα καλὰ θεοῖο , στὰν δὲ κάτω νεύσαντες ἐπὶ χθονός : αὐτὰρ
ἰδέειν ἱερὸν φάος ἢ θανέεσθαι ἢ πόνῳ ἰητῆρος ἀμύμονος ἠὲ θεοῖο ὄμματ ' ἀπαχλύσαντος ἴδῃ φάος ἠριγενείης , οὐ μὲν
5504115 λαες
ὀνθολόγοι , γαίης τε μεταλλευταὶ καὶ ὑπουργοὶ δυσπονίης , οἷς λᾶες ἀπ ' οὔρεος ἀκροτομοῦνται , χαλκὸς κασσίτερός τε κελαινόχροός
πάντως βαρυτονουμένην , οἷον Τρῶες , δμῶες , θῶες , λᾶες . ἀντίκειται δὲ αὐτῷ τὸ παίδων καὶ πάντων .
5503995 ῥεεν
Παρ ' ἐκεῖνο δὲ τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Θεόκριτος εἶπεν οὕνεκά οἱ γλυκὺ Μοῦσα κατὰ στόματος
λιγὺς Πυλίων ἀγορητής , τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : τῷ δ ' ἤδη δύο μὲν γενεαὶ
5502095 ἀητης
, περὶ οὗ λέγει ὁ Ἡρακλείδης τοιαῦτα : πεποίηται ὁ ἀήτης ὡς ἀπὸ περισπωμένου τοῦ ἀῶ ἀήσω , διὸ ἡμάρτηται
τὸ οἷόν τε ὑπὸ ἀνέμου σύρεσθαι , τουτέστιν ὑπὸ τῆς ἀήτης , τῆς ἀνέμου πνοῆς . ἀήρ , ὅτε μὲν
5496926 βαρυνεται
Τὰ εἰς ΑΡ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν εἴτε ἀρσενικὰ εἴτε οὐδέτερα βαρύνεται : μάκαρ δάμαρ ὄναρ οὖθαρ . Ἔτι τὰ εἰς
δὲ προπετής ἀκρατής τριετής σύνθετα . Τὰ εἰς ΟΙΤΗΣ ἰσοσύλλαβα βαρύνεται : Δαμοίτης Μενοίτης Θυμοίτης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ
5486640 ἐλαχυς
, ὀξεῖα : βαρὺς , βαρεῖα : τὸ λιγὺς καὶ ἐλαχὺς ὀξύτονα , καὶ ἡμίσυς καὶ θῆλυς βαρύτονα σημειοῦνται ποιοῦντα
τάχιστος , κακὸς κακίων κάκιστος , βραδὺς βραδίων βράδιστος , ἐλαχὺς ἐλαχίων ἐλάχιστος , τερπνὸς τερπνίων τέρπνιστος : Καλλίμαχος :
5480440 βλωθρη
τῶν ἐσθιομένων καὶ μηκέτι ὑγιῶν ὄντων . . , : βλωθρή : ὡς παρὰ τὸ λάμπω λαμπρός , οὕτως καὶ
παρὰ τὸ φλύω , τὸ ἀναδίδωμι . . . . βλωθρή : μακρά , μεγάλη . εἴρηται παρὰ , εἰς
5473090 μολεν
! [ [ ] ! ! [ ! ! ] μολεν κρίσις οὐκ ? ! [ [ ] κασαι γένος
! [ [ ] ! ! [ ! ! ] μολεν κρίσις οὐκ ? ! [ [ ] κασαι γένος
5471162 θανατοιο
ἀλαλκέμεν , ὁππότε κεν δὴ μοῖρ ' ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον
κυανῶπιν . ὦ πέπον , οὐ μὲν γάρ τοι Ἄρης θανάτοιο τελευτὴν ἀρκέσει , εἰ δὴ νῶι συνοισόμεθα πτολεμίζειν .
5465639 ἐρρεε
ἐπηετανοί , πολὺ δ ' ὕδωρ καλὸν ὑπεκπρορέει ἀντὶ τοῦ ἔρρεε . καὶ ὁ μέλλων ἀντὶ τοῦ ἐνεστῶτος οἱ μὲν
' οὖδας ἐκ κεφαλῆς ἐκέχυντο , καὶ ἀμφοτέρων ἀπὸ μαζῶν ἔρρεε φοίνιον αἷμα ποτὶ χθόνα , δεῦε δὲ σῆμα .
5463422 ζως
. ” καὶ ἀμενηνός ὁ ἀσθενής : “ ἤ κεν ζῶς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσι . ” ἄμβατος εὐεπίβατος :
τἀγαμέμνονος : Ἡ ' ν Αὐλίδι σφαγεῖς ' ἐπιστέλλει τάδε ζῶς ' Ἰφιγένεια , τοῖς ἐκεῖ δ ' οὐ ζῶς
5463162 ἠυτε
. . . οὕτω δὴ νῦν καλὸν σῶμα περισταδόν , ἠύτε θῆρος , τοῦδε δάσαντο κύνες κρατεροί . πέλας †
ὅς τε πολὺ γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο ἀνδρῶν ἐν στήθεσι ἀέξεται ἠύτε καπνός ” . καὶ γὰρ τὸ εὖ βέλτιον ἐν
5460405 Ἀιδοσδε
μέλας δ ' ἐπερείεδετο ? [ εὐρὼς ] ὀφθαλμοῖς : Ἄιδόσδε [ δ ' ἀπήλυθε ] θυμὸς ἀναιδής . καὶ
τοῦ γάρ αἰτιώδους εἰσέβαλεν ἀρχαϊκῶς . . ψυχαὶ δ ' Ἄιδόσδε κατῆλθον : ἡ διπλῆ , ὅτι συμφώνως τῷ κατὰ
5453356 ἁψεα
. Β . Κ . Π . λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα . * ) ὅτι οὕτως λέγει τὰς συναφὰς
δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται ἅψεα , πολλὰ δ ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν :
5453178 τραγος
καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο . ὀρχουμένης δὲ αὐτῆς καὶ παιζούσης ὁ τράγος μεμφόμενος αὐτὴν καὶ ὀνειδίζων ὡς τὰς ὁμο - λογίας
ἄρτων καὶ οἱ μὴ καλῶς ἐσκευασμένοι παχύχυμοι καὶ ὁ καλούμενος τράγος καὶ τὰ διὰ γλεύκους καὶ σεμιδάλεως πέμματα καὶ λάγανα
5451773 γινετ
πλεῖον ἢ τέρπει πολύ . τοῦ κακῶς λέγειν γὰρ ἀρχὴ γίνετ ' : ἂν δ ' εἴπῃς ἅπαξ , εὐθὺς
οὐ δικαίως προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις καὶ γίνετ ' αὐτῶι λαμπάς , ἄλλο δ ' οὐδὲ ἓν
5450652 χεων
: Πάτροκλος δ ' Ἀχιλῆϊ παρίστατο ποιμένι λαῶν δάκρυα θερμὰ χέων ὥς τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ '
ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας αὐτὸς ἀπούρας . Ὣς φάτο δάκρυ χέων , τοῦ δ ' ἔκλυε πότνια μήτηρ ἡμένη ἐν
5434305 εἰκελος
υἱὸς ἀπὸ Σκύροιο θοῶς ἐς ἀπηνέα δῆριν Ἀργείοις ἐπαρωγὸς ἐλεύσεται εἴκελος ἀλκὴν πατρὶ ἑῷ , πολέσιν δὲ κακὸν δηίοισι πελάσσει
. ἦ τάχα καὶ γλαυκῆς ὑπὲρ ἠέρος ὑψός ' ἀερθείς εἴκελος αἰψηροῖσι πετήσεαι οἰωνοῖσιν . ὤμοι ἐγὼ μέγα δή τι
5430785 γενεθλης
? ? ? ? [ Δευκαλίδης , Μίνωος ἀγακλειτοῖο ? γενέθλης ? ? ? [ : οὐδέ τινα μνηστῆρα μετάγγελον
[ ] ἀπὸ κλέπτης ἅτε κοίτης [ ] νος πελάθεσκε γενέθλης [ κρατερόφρονας ] , οὓς τέκε νηδύς [ ]
5421723 ποτης
θρυαλίδας ἔχοντα . τὸν πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ '
ταχέως ἀναλίσκων τὸ ἔλαιον λύχνος . τὸν πότην λύχνον : πότης λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων .
5417971 αἰσα
. ξ . ἔλθοι ἀλητεύων : ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα . † ) οὗτος ὁ στίχος ὀβελίζεται καὶ καλῶς
Τρώεσσι πάθῃσιν σήμερον : ὕστερον αὖτε τὰ πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ , ὅτε μιν τέκε μήτηρ .
5416868 ῥηματικον
ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ ὑπάρχω . ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀρ , ὡς θένω θέναρ , ἔβω ἔβαρ
κάζω ῥῆμα : ὅθεν κέκασμαι , κέκασται , κεκασμένος ὄνομα ῥηματικὸν κασμὸς , καὶ μεταθέσει τοῦ α εἰς ο ,
5411686 Τηλεμαχοιο
ὦ φίλοι , οὐχ ἥμιν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή , Τηλεμάχοιο φόνος : ἀλλὰ μνησώμεθα δαιτός . ” ὣς ἔφατ
πληγῆς ἀίοντες . . ἀλλ ' Ὀδυσσεύς , Διομήδης . Τηλεμάχοιο φίλον πατέρα προμάχοισι μιγέντα : ἡ διπλῆ , ὅτι
5411467 ἐλαφρη
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος ,
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος ,
5398993 καιριος
παῖδα καὶ βασιλέα πάσης ἀρχῆς . καὶ Κύψελος ἔτι ζῳογονούμενος καίριος εἶναι τοῖς Βακχιάδαις οὐκ ἐδόκει , φοβοῦντος αὐτοὺς ἰνδάλματος
πέλαγος ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς : Ἴωμεν : ἥ τοι καίριος σπουδή , πόνου λήξαντος , ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν .
5396001 ἀναιμος
ἀπὸ τοῦ κῦμα ἔγκυμος ἐγκύμων ἐγκύμονος καὶ ἀπὸ τοῦ αἷμα ἄναιμος ἀναίμων ἀναίμονος καὶ πεῖρα ἄπειρος ἀπείρων ἀπείρονος , ρ
: ταῦτα γὰρ διὰ τοῦ ο κλίνονται , οἷον αἷμα ἄναιμος ἀναίμων ἀναίμονος , Ε τοὔνεκ ' ἀναίμονές εἰσι καὶ
5390227 χθων
ὑπ ' ἐκείνου ἢ δι ' ἐκείνου . . πᾶσα χθών : ἤτοι χθὼν ἐστεφάνωνται τῷ ὠκεανῷ , ἢ ὑπὸ
” ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδας ' ἠέρα , εἴσατο δὲ χθών : γήθησέν τ ' ἄρ ' ἔπειτα πολύτλας δῖος
5384955 νυ
θ ' Ἅλιόν τε Νοήμονά τε Πρύτανίν τε . καί νύ κ ' ἔτι πλέονας Λυκίων κτάνε δῖος Ὀδυσσεὺς εἰ
, ἐπεὶ ἦ νύ με πένθος ἰάπτει λευγαλέον : τό νύ μ ' εἴθε καταφθίσειε γοῶντα πρὶν Πηλῆα πυθέσθαι ἀμύμονα
5375731 ἠεν
ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι : πάρος γε μὲν οὐ θέμις ἦεν ἱππόκομον πήληκα μιαίνεσθαι κονίῃσιν , ἀλλ ' ἀνδρὸς θείοιο
ᾧ τὸ ξίφος κρέμαται , ἱμάς : αὐτὰρ περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός , . , + ,
5373821 κυδρος
ζαθέων πιθακνῶν ἀφύσαντες ὄλπαις οἶνον ὑπερφίαλον κελαρύζετε ἀθίκτους κόρας ἰήιος κυδρός ψαλάσσων ἴθι μοι δόμον , οἰκέτα , κλεῖσον ὑπόπτερος
τὸ ἔχθος ἐχθηρὸς , καὶ συγκοπῇ ἐχθρὸς , ὡς κῦδος κυδρός . οἱ δὲ διὰ τοῦ κ γράφοντες φασὶν εἶναι
5371520 τεγγε
ἐν δὲ κίρνας οἶνον ἀφειδέως μελιχρόν . θέρους δέ : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἁ
τῶν γυναικῶν . τοιαῦτα δὲ καὶ τὸν Ἀλκαῖον ᾄδειν : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἀ
5369373 δω
. Θ . οἵ τινες οἵδε ἀνδρῶν εὐχετόωνται ἱκανέμεν ἡμέτερον δῶ ; * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ εὐχετόωνται
σπαθίδα , γεύσασθαι μύρου φέρ ' ἴδω , τί σοι δῶ τῶν μύρων ; ψάγδαν φιλεῖς ; οὐδ ' ἐστὶν
5367276 ἱεσαν
δὲ χοροὶ παίζοντες ἕποντο : τοὶ μὲν ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδὴν ἐξ ἁπαλῶν στομάτων , περὶ δέ σφισιν ἄγνυτο
, πολὺν ? ῥόθον ? ? ? [ ] ? ἵεσαν ? ἀπὸ στομάτων [ Ἐλείθυιά ] τε καὶ Λάχεσις
5366381 συναιρεθεντα
κρέασι κρῆσι : τὸ μέντοι Σαπφόα καὶ Λητόα , καίτοι συναιρεθέντα εἰς τὴν Σαπφώ καὶ Λητώ , ὅμως οὐ περιεσπάσθη
οὐκ ὀξύνονται ; ὤφειλον γὰρ ὡς ἀπὸ βαρείας καὶ ὀξείας συναιρεθέντα ὀξύνεσθαι καὶ μὴ περισπᾶσθαι . Ἔστιν οὖν εἰπεῖν ,
5363641 οι
θοία ζεῦγος ἡμιόνων : θοίνη , ἡ εὐωχεῖα διὰ τῆς οι διφθόγγου . Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς θρυ συλλαβῆς ἀρχομένη
! ] ῶνο ? [ ῝ ? δ ' ἦλθεν οι ? [ ! ] ειουακες [ ! ] [
5362713 μελισσης
οἷον , εἰρήνη : σαγήνη : Ἀρήνη : ἀθήνη εἶδος μελίσσης : Μεσσήνη : Πελλήνη : πυλήνη : γαλήνη :
ἀέκοντα κορέσκοις . ναὶ μὴν ῥητίνη τε καὶ ἱερὰ ἔργα μελίσσης ῥίζα τε χαλβανόεσσα καὶ ὤεα θιβρὰ χελύνης ἀλθαίνει τότε
5358772 Ποσειδαωνος
τοῖς μέγας , ὅς τε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδε , Ποσειδάωνος ὑποδμώς . καρῖδές θ ' , αἳ Ζηνὸς Ὀλυμπίου
Πρωτεὺς Αἰγύπτιος , ὅς τε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδε , Ποσειδάωνος ὑποδμώς : τὸν δέ τ ' ἐμόν φασιν πατέρ
5358077 ὀπασσει
διακρίνουσι προσώπων : δειμαίνω , τίνι μῆλον ὁ βουκόλος οὗτος ὀπάσσει . Ἥρην μὲν Χαρίτων ἱερὴν ἐνέπουσι τιθήνην , φασὶ
καταβήσομαι ἔνδοθεν ἵππου θαρσαλέως : κάρτος δὲ θεὸς καὶ κῦδος ὀπάσσει . Ὣς φάμενον προσέειπε πάις ξανθοῦ Ἀχιλῆος : Ὦ
5355389 λαχνηεντα
ἔσκεν ὁδὸς δολιχὴ πόλιν εἰσαφικέσθαι ἀγρόθεν : οὐδέ ποτε δρία λαχνήεντα πονεῦσιν ἐξ αὐτῆς δὲ μάλ ' ἄγχι δύ '
ἔσκεν ὁδὸς δολιχὴ πόλιν εἰσαφικέσθαι ἀγρόθεν , οὐδέ ποτε δρία λαχνήεντα πονεῦσιν . ἐξαυτῆς δὲ μάλ ' ἄγχι δύ '
5351731 δυνατ
ἀλλ ' ὅθεν ἐλλίπομεν , θοίνα παρέης : ὅτε παλάξαι δύνατ ' ἐπικρατέως ἔγωγ ' ἔτι , κοὔ κε λέγοι
ὀνόμαζεν : Ἥφαιστ ' , οὔ τις σοί γε θεῶν δύνατ ' ἀντιφερίζειν , οὐδ ' ἂν ἐγὼ σοί γ
5351563 βαρεια
, ἥ τε ὀξεῖα καὶ ἡ περισπωμένη : ἡ γὰρ βαρεῖα οὐκ ἔστι λέξεως τόνος , ἀλλὰ συλλαβῆς . Καὶ
ζητητέον . ἀλλ ' οὐ δυνατὸν εἰδέ - ναι διατί βαρεῖα γίνεται , εἰ μὴ μάθωμεν διατί ὀξεῖα . ἐπὶ

Back