: ὁ περὶ τῆς ψυχῆς δηλονότι . οἷον , οὐδεὶς ἄναλκις ὑπομένει περὶ τῆς ψυχῆς κινδυνεύειν , ἀλλ ' ἔστι
Λαγόνεσσιν : πλευραῖς . ἀναλκίας : ἀδυναμίας , ἀδυνάτου : ἄναλκις ὄνομα σύνθετον : ἀλκὴ καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α
8064331 μεγ
φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον : νῦν δ ' ἴδεν ὃς μέγ ' ἄριστος ἐνὶ στρατῷ εὔχεται εἶναι . βούλεται γὰρ
αἰδὼς γὰρ καθαρὰ καὶ νυμφοκόμος [ ] ? ? ? μέγ [ ' ] ἀρίστα ? ? [ , παίδων
7892381 ἠτορ
μὲν παρακείμενον , οἱ δὲ ἐνεστῶτά φασιν : οὐδέ μοι ἦτορ ἔμπεδον , ἀλλ ' ἀλαλύκτημαι . ἔστιν οὖν ἀτακτῶ
τ ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις . Ἱκανῶς δὲ καὶ
7878862 αἰεν
αἰνὰ ῥέεθρα , ἧχι θοαὶ ναίουσιν Ἐριννύες αἵ τε βροτοῖσιν αἰὲν ὑπερφιάλοισι κακὰς ἐφιᾶσιν ἀνίας . Αἴας δ ' ,
, μή τις ἔνδοθεν κλύῃ . Οὐ τὰν Ἄρτεμιν τὰν αἰὲν ἀδμήταν , τόδε μὲν οὔ ποτ ' ἀξιώσω τρέσαι
7820126 σθενος
ἔβραχε , μαίνετο δέ σφιν ἶσον θυμὸς Ἄρηι , τόσον σθένος ἀμφοτέροισι δῶκεν ἐπειγομένοισι σακέσπαλος Ἀτρυτώνη . Ἀργεῖοι δ '
λυσόμενος χαλκέων Ἰξίονα νειόθι δεσμῶν , ῥύσομαι ὅσσον ἐμοῖσιν ἐνὶ σθένος ἔπλετο γυίοις , ὄφρα μὴ ἐγγελάσῃ Πελίης κακὸν οἶτον
7809642 ἐπλετο
ἱκέσθαι εἵνεκα πυγμαχίης : πολέμου δ ' οὐ πάγχυ δαήμων ἔπλετο λευγαλέου , ὁπότ ' Ἄρεος ἔσσυτο δῆρις . Καί
, οὕτως λέγων : ἠύτε βοῦς ἀγέληφι μέγ ' ἔξοχος ἔπλετο πάντων ταῦρος : ὁ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι
7808758 εὐτε
δύο λέξεων εὑρίσκεται , οἷον ὁ αὐτός ωὐτός , Ε εὖτέ μιν ωὐτὸς ἀνήρ , ἐμέο αὐτοῦ ἐμεωυτοῦ καὶ κατὰ
φορέοντο . ὡς δὲ δράκων σκολιὴν εἱλιγμένος ἔρχεται οἷμον , εὖτέ μιν ὀξύτατον θάλπει σέλας ἠελίοιο , ῥοίζῳ δ '
7800341 ἀνερα
οὐδ ' ἀγαθοῦ , μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν ἀνέρα τιμήσουσι : δίκη δ ' ἐν χερσί : καὶ
ἢ καὶ ἐπαρκές θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον . οἷσι κορέσκων ἀνέρα καὶ θανάτοιο πέλας βεβαῶτα σαώσεις . Ἤν γε μὲν
7794817 κραδιην
βίον ἦσθα κύων , Ἀντίσθενες , ὧδε πεφυκὼς ὥστε δακεῖν κραδίην ῥήμασιν , οὐ στόμασιν : ἀλλ ' ἔθανες φθισικός
: βίην δ ' Ἡρακληείην εἷλ ] ' ἄχος ἄτλητον κραδίην , ὤλλυντο δὲ λαοί . ἤτοι ] ὁ μὲν
7785665 παρος
' ἀκούους ' , οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος καταλέξαι ἅπαντα . ἤρξατο δ ' , ὡς πρῶτον
δ ' ἐκ μεγάροιο γυναῖκες ἤϊσαν , αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ , ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι .
7754092 ἀντιον
λαμπροί , βλέφαρα ἐκπεπετασμένα παχέα , παχύπους , παχύρρινος , ἀντίον ὁρῶν , ἄνω τείνων ἑαυτόν , πυρρὸς τὴν χροιάν
, ἀλλ ' οὔ τι πρήσσει : θαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίον ἀΐσσουσι θρασειάων ἀπὸ χειρῶν , καιόμεναί τε δεταί ,
7736456 ἀχος
ν ἀχνύς ' . . . . ἀχνύμενος : ἔστιν ἄχος , καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ
ἄχος λύειν : ἰατρὸς γὰρ ἦν . ἢ διὰ τὸ ἄχος , ὅ ἐστι λύπην , ἐπενεγκεῖν τοῖς Ἰλιεῦσιν .
7727777 ὀπασσει
διακρίνουσι προσώπων : δειμαίνω , τίνι μῆλον ὁ βουκόλος οὗτος ὀπάσσει . Ἥρην μὲν Χαρίτων ἱερὴν ἐνέπουσι τιθήνην , φασὶ
καταβήσομαι ἔνδοθεν ἵππου θαρσαλέως : κάρτος δὲ θεὸς καὶ κῦδος ὀπάσσει . Ὣς φάμενον προσέειπε πάις ξανθοῦ Ἀχιλῆος : Ὦ
7717272 πελεται
ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ , οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι . Ἦ ῥα καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου
τὸν λόγον , λέγων [ Τ ] αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν , ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ
7713560 αἰνον
ὑπὸ Ἱέρωνος ἀπὸ Συρακουσῶν ὑπεδέξατο ὁ Θήρων . . . αἶνον : τοῦτο αὐτὸ τὸ τῆς εὐδοξίας ἀγαθόν . οὐ
κακοῦ δ ' οὐκ ἔσσεται ἀλκή . Νῦν δ ' αἶνον βασιλεῦσιν ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ
7712559 κρατερον
' ὡς οὖν ἐνόησε Κόων ἀριδείκετος ἀνδρῶν πρεσβυγενὴς Ἀντηνορίδης , κρατερόν ῥά ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε κασιγνήτοιο πεσόντος . στῆ
Ἠϊόνι , Στρυμόνος ἀμφὶ ῥοάς , λιμόν τ ' αἴθωνα κρατερόν τ ' ἐπάγοντες Ἄρηα πρῶτοι δυσμενέων εὗρον ἀμηχανίην .
7710538 χολος
κλῄζεται ἀντωπὸν Βοσπόριον πέλαγος . κείνην γὰρ τὸ πάροιθε βαρὺς χόλος ἤλασεν Ἥρης ἐς Φάρον : αὐτὰρ ἐγὼ Κεκροπίς εἰμι
ὄμμα σμερδαλέον βλοσυρῇσιν ὑπαὶ γενύεσσι βεβρυχώς : ὣς ἄρα Πηλείδαο χόλος καὶ λοίγιον ἕλκος θυμὸν ἄδην ὀρόθυνε . Θεοῦ δέ
7692799 ποτμον
ἀπὸ τοῦ γένους μοῖρα ἐπὶ τὸν περὶ τὸν Θήρωνα εὔφρονα πότμον καὶ ὄλβον ὃν ὁ θεὸς ὀρνύει καὶ δίδωσιν ,
πρ [ ] ον ? α [ ] ἡμῖν ? πότμον ὕφαινε , [ νέη ] δέ μιν ὤλεσε τέχνη
7692440 ἐσσετ
θεῆς σύνοδόνδε κιούσης βαιὸν ἂν ἐκ πολλοῦ δοίης τό τοι ἔσσετ ' ἄμεινον . Περὶ δὲ ἀγορασμοῦ σκέπτου οὕτως .
' ἁλὸς στεινωπόν , ἐπεὶ φάος οὔ νύ τι τόσσον ἔσσετ ' ἐν εὐχωλῇσιν ὅσον τ ' ἐνὶ κάρτεϊ χειρῶν
7681482 φρεσιν
κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν , ὃς χρυσὸν φιλέει μὲν ἐνὶ φρεσίν , ἄλλο δὲ εἴπῃ . Οὐκοῦν τὸν Κάνθαρόν σοι
ἀφανῆ τόπον κατάκειται . κεύθει : κρύπτει , ἔχει . φρεσίν : ἔμφυτον γνῶσιν δῆλον . Λείπεθ ' : καταλιμπάνεται
7681177 νοοιο
φύγοις κακόν : ἀλλά νυ καὶ τὰ ἄνθρωποι ῥέζουσιν ἀιδρείῃσι νόοιο : χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν . δεινὸν
, / ἀλλ ' ὑπεροπλίηι [ τε ] καὶ ἁμαρτωλῆισι νόοιο / ἶσα Διὶ βρομέει , κεφαλὴν δ ' ὑπὲρ
7671069 φρενα
, αἰθέρα Διὸς δωμάτιον , ἢ χρόνου πόδα , ἢ φρένα μὲν οὐκ ἐθέλουσαν ὀμόσαι καθ ' ἱερῶν , γλῶτταν
, τέχνασμα . Μὴ τὰ πελώρια μέτρα γύης ὑπὸ σὴν φρένα βάλλου : οὐ γὰρ ἀληθείης φυτὸν ἐν χθονί ἐστιν
7661421 τοιον
ἀρετῆς , παντάριστε , παναυγέος ἠδέ τ ' ἀρίστης , τοῖον ἔπος κατέλεξον ? ἕως παρεμύθετο θυμός ? ? ?
πάντων ταῦρος : ὃ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι : τοῖον ἄρ ' Ἀτρεΐδην θῆκε Ζεὺς ἤματι κείνῳ ἐκπρεπέ '
7651878 κηρ
ὅταν φῇ „ Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος ” λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων „ .
ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων , οἵ
7651355 πελει
ὁπόσοι κρείττους περιφανῶς γένοιντο . „ Συμφερτὴ δ ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν „ ἔφη Ὅμηρος , τὴν κατ ' ἰσχὺν
Ἑρμῆς δὲ ταπεινούμενος πρὸς πεντεκαιδεκάτην : τὸ τρίγωνον ἡμέρας μὲν πέλει τῆς Ἀφροδίτης , νυκτὸς δὲ πρὸς τὸν Ἄρεα :
7629331 ἐσκε
πρὸς τὸ δάπεδον τῆς πόλιος : τὰ μὲν δὴ ἄλλα ἔσκε κωφὰ πρὸς τὰ προσῖσχε , κατὰ δὲ τὰ ὀρυσσόμενα
δὲ πρῶτος ἀνίστατο , Ἤνοπος υἱός , ὅ σφι θυοσκόος ἔσκε , παρὰ κρητῆρα δὲ καλὸν ἷζε μυχοίτατος αἰεί :
7626844 ἀντα
φοινισσομένη , κοκκίνη ἐρυθραινομένη ἐρυθραίνουσα * εἴδεται : φαίνεται * ἄντα : ἄντικρυς * πελιδνή : ὠχρά μέλαινα μολιβδομελάνη .
ἔχει κόπον Εἰλειθυίης , ἄγχι μάλ ' ἑζόμενος σφέτερον γόνον ἄντα δοκεύει : καί ῥ ' ὅτε νηπίαχον μητρὸς παρὰ
7622180 οὑνεκεν
ῥανεῖ χοάς , τριαύχενος μήνιμα δειμαίνων θεᾶς , λευστῆρα πρῶτον οὕνεκεν ῥίψας πέτρον Ἅιδῃ κελαινῶν θυμάτων ἀπάρξεται . Σὺ δ
πόλιν τάνδ ' εὐκλεΐξαι , σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών : οὕνεκεν , εἰ φίλος ἀστῶν , εἴ τις ἀντάεις ,
7617546 νοον
ἡμῖν οὕτως : Ἡ δ ' ὅτι δὴ ὀλλοοῖο κασιγνήτου νόον ἔγνω , κλαῖεν ἀηδονίδων θαμινώτερον , αἵτ ' ἐνὶ
πνεύματι πάντες : κοὐ θέλετ ' ἐκνῆψαι καὶ σώφρονα πρὸς νόον ἐλθεῖν , καὶ γνῶναι βασιλῆα θεόν , τὸν πάντ
7612990 μενος
τοῦ δ ' ἰαίνετο θυμὸς ἐελδομένοιο καὶ αὐτοῦ πατρὸς ἀταρβήτοιο μένος καὶ κῦδος ἀρέσθαι . Ἣ δέ που ἐν θαλάμοισιν
αὖτε προσέειπεν ἄναξ Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων : Ἕκτορος ὄρσωμεν κρατερὸν μένος ἱπποδάμοιο , ἤν τινά που Δαναῶν προκαλέσσεται οἰόθεν οἶος
7593542 ἠεν
ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι : πάρος γε μὲν οὐ θέμις ἦεν ἱππόκομον πήληκα μιαίνεσθαι κονίῃσιν , ἀλλ ' ἀνδρὸς θείοιο
ᾧ τὸ ξίφος κρέμαται , ἱμάς : αὐτὰρ περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός , . , + ,
7584432 τεκος
ἐκ Τηλέφου ἢ Τληπολέμου : ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . καὶ διὰ τούτων σύγκρισιν ποιεῖται τῶν τῆς εἰρήνης
δαῒ φῶτες . Ὣς φάμενον προσέειπε μένος Λαερτιάδαο : Ὦ τέκος ὀβριμόθυμον ἀταρβέος Αἰακίδαο , ταῦτα μέν , ὡς ἐπέοικεν
7579542 καρτος
Ἠριγενείης ὕστατος ὕπνος ἀνῆκεν : ὃ δ ' ἐν φρεσὶ κάρτος ἀέξων ἤδη δυσμενέεσσι λιλαίετο δηριάασθαι : Ἠὼς δ '
ἣ δὲ καταθνήσκει τε μινυνθάδιον θαλέθουσα , καὶ τόσον αὐτῆς κάρτος , ἐφ ' ὁππόσον ἔμπνοός ἐστιν : εἰ δέ
7578116 ἐχεν
δεύτερον ἧκε [ χαμᾶζε : . . . καὶ δὴ ἔχεν δύο μῆλα ποδώκης δῖ ' Ἀταλάντη [ : ἐγγὺς
φόνον καὶ ἀνηλέα πότμον νωλεμέως : οὐ γάρ τιν ' ἔχεν δέος , ἀλλ ' ἐμάχοντο προφρονέως : θάρσος γὰρ
7570400 ἐμπης
φθειρόμενοι : χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας . ἀλλ ' ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν . Ζεὺς δ '
τ ' ἐμῷ καὶ ἐμοί : νῦν δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης . * ) περιττός : ἀρκεῖ γὰρ ὁ πρὸ
7568231 ἀπανευθε
δέ τοι κἂν τήνδε καταγράψαιμι θάλασσαν , οὐ μὲν ἰδὼν ἀπάνευθε πόρους , οὐ νηῒ περήσας : οὐ γάρ μοι
ἔτι ζώοντος ἀταρβέος Αἰακίδαο . Τρῶες δ ' αὖτ ' ἀπάνευθε γεγηθότες ὄβριμον ἄνδρα Εὐρύπυλον κύδαινον ἐνὶ κλισίῃσι καὶ αὐτοί
7562540 μελεων
νόος ἀνθρώποισι παρέστηκεν : τὸ γὰρ αὐτό ἔστιν ὅπερ φρονέει μελέων φύσις ἀνθρώποισι καὶ πᾶσιν καὶ παντί : τὸ γὰρ
φερόμεσθα . αἴρετέ μου δέμας , ὀρθοῦτε κάρα : λέλυμαι μελέων σύνδεσμα φίλων . λάβετ ' εὐπήχεις χεῖρας , πρόπολοι
7556606 ῥηιδιως
ἀντὶ τοῦ ἄγγελον . . . . . Γ . ῥηιδίως : τοίη οἱ ἐπίῤῥοθος ἦεν Ἀθήνη : ὁ ἀστερίσκος
: προσφιλέες γὰρ ἀεὶ καὶ μείλιχοι ἐξεγένοντο , ἔργα τε ῥηιδίως καὶ πρήξιας ἐξετέλεσσαν . εἰ δέ τ ' ἐν
7551975 λυγρον
' ὑπαλύξαι , πρὸς δ ' ἔτι καὶ ζωῆς τέκμωρ λυγρὸν ἐξανύοντας , πολλάκι δ ' ὠκυμόρους τε καὶ ἐν
ὥς τ ' ἦλθ ' ὥς τ ' Αἴγισθος ἐμήσατο λυγρὸν ὄλεθρον : λίαν , παρὰ Θεοκρίτῳ , ὡς τό
7550148 κεαρ
οἱ τῆς ἀνάνδρου καὶ διεσκατωμένης τρυφῆς ὑφ ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ πονεῖν θέλοντες οὐδὲ βαιά – ˘ – θέλω τύχης
καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή μου
7548261 βιην
παλαιμοσύνης , οὐδ ' εἰ Κυκλώπων μὲν ἔχοι μέγεθός τε βίην τε , νικώιη δὲ θέων Θρηΐκιον Βορέην , οὐδ
δὴ ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἀποβρίξαντες ἕλοντο , δειδιότες θηρῶν τε βίην μερόπων τε θοὸν κῆρ : νυκτὶ δέ τ '
7543769 κεινῳ
ἦρα παννίκοιο πάλας : οὐκ εἶδέ [ ] νιν ἀέλιος κείνῳ γε σὺν ἄματι πρὸς γαίᾳ πεσόντα . Φάσω δὲ
' ἀπὸ Φοινίκης ἱερᾶς τὸν Βύβλινον αἰνῶ : οὐ μέντοι κείνῳ γε παρεξισῶ αὐτόν . ἐὰν γὰρ ἐξαίφνης αὐτοῦ γεύσῃ
7507247 ἀεικεα
θεῷ ὣς εὐχετόωντο . Ἦ ῥα , καὶ Ἕκτορα δῖον ἀεικέα μήδετο ἔργα . ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς
' ἔμελλε θεὰ καὶ καρτερὸς ἀνὴρ θησέμεναι : πρότεροι γὰρ ἀεικέα μηχανόωντο . Τῇ δ ' ἄρ ' ἐπὶ φρεσὶ
7506567 ἀλκιμον
' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος , ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ '
σπουδῆς ἐστιν ἄξια . πρῶτον μὲν γάρ , εἰ ὅτι ἄλκιμον καὶ ἀρρενωπόν ἐστιν ὁ λέων , φασὶ τὸν ἐν
7496141 καθυπερθε
, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ Δαρδανίης προπάροιθε πύλης ἐρικυδέα φῶτα πυρκαϊῆς καθύπερθε βάλον . Τὸν δ ' αὐτὸς Ἀπόλλων ἐκ πυρὸς
στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων : μάλα γὰρ κρατερῶς ἐμάχοντο λαοῖσιν καθύπερθε πεποιθότες ἠδὲ βίηφιν . οἳ δ ' ἄρα χερμαδίοισιν
7495981 Ἀχιληος
καὶ νῦν ἐξέτι τοῦ , ὅτε διογενεῦς Βρισηίδα κούρην χωομένου Ἀχιλῆος ἔβης κλισίηθεν ἀπούρας , οὔ τι καθ ' ἡμέτερόν
, τὰν πολυόρνιθον ἐπ ' αἶαν , λευκὰν ἀκτάν , Ἀχιλῆος , δρόμους καλλισταδίους , ἄξεινον κατὰ πόντον ; εἴθ
7490712 θανατοιο
ἀλαλκέμεν , ὁππότε κεν δὴ μοῖρ ' ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον
κυανῶπιν . ὦ πέπον , οὐ μὲν γάρ τοι Ἄρης θανάτοιο τελευτὴν ἀρκέσει , εἰ δὴ νῶι συνοισόμεθα πτολεμίζειν .
7489102 ἀλγος
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων
7479827 ἀνερος
Δωρόθεος λέγων οὕτως : δίζεο καὶ πρῆξιν τίς τ ' ἀνέρος ἐστὶν ἑκάστου . τῶν μέντοι κέντρων προτάττει τὸ μεσουράνημα
γυναῖκα ἐπανελεύσεσθαι θυμήρως . εἰ δέ γε μὴν ἄλοχος δόμον ἀνέρος ἐκλείπησι πρὶν Μήνην διάμετρον ἐς Ἠελίοιο περῆσαι οὐ μάλα
7479228 ἐτλη
κάρτος λώβης οὐκ ἀλέγιζεν ἀεικέος , ἀλλ ' ἐνὶ θυμῷ ἔτλη καὶ πληγῇσι καὶ ἐν πυρὶ τειρόμενός περ ἀργαλέως :
ἐν Αἰθιοπίᾳ . καὶ ἆθλος τοῦ ἀνδρός , ὃν ἑκὼν ἔτλη κατὰ ἔρωτα , οἶμαί σε , ὦ παῖ ,
7478810 λαγονεσσιν
οἰκτείραι θήρης τε δυσαγρέος ἠδὲ μόροιο : τῆς μὲν γὰρ λαγόνεσσιν ἐλήλατο δουρὸς ἀκωκή , τῆς δὲ κάρη ξυνέπειρε θοὸν
, θηλυτέρης ἐνοπῇσι παραπλαγχθέντες ἰωῆς : τοῖς κεῖνοι κύρτοιο πέσον λαγόνεσσιν ὁμοῖοι . Τοίην δ ' αὖ κεφάλοισιν ἔρως περιβάλλεται
7476863 ὀπισσω
παμμήνου ὁπότ ' ἔρχεται Ἠέλιόνδε τηνίκα οἱ νόστον τεκμαιρέμεν εἶναι ὀπίσσω , ἐπ ' αὐτῆς δὲ τῆς συνόδου δυσχερῶς .
λιπέσθαι : ἀλλὰ τὸν αἰδέομαι καὶ δείδια , μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ : χαλεπαὶ δέ τ ' ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί
7473701 αἰνως
Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς ' εἰς ὦπα ἔοικεν . εἶτά φησιν
τοῦ βίου σου ἐκπληρώσῃς . σημαίνει καὶ τὸ λίαν : αἰνῶς † ἀκτίνεσιν ἐοικότες ἠελίοιο , . , , .
7469700 αὐτως
ὀλέθριον οὔτε λίνοιο ἀμφιβολὰς ἐφέηκαν ἁλίστονοι ἀγρευτῆρες , ἀλλ ' αὔτως ἐρύουσιν ἀναψάμενοι μίαν οἴην ἐν ῥοθίοις : αἱ δ
μούνην σεῖο λίπῃς ἀπάνευθεν , ἐποιχόμενος βασιλῆας , ἀλλ ' αὔτως εἴρυσο : δίκη δέ τοι ἔμπεδος ἔστω καὶ θέμις
7466232 ὀφθαλμοισιν
, ὢ πόποι , ἦ φίλον ἄνδρα διωκόμενον περὶ τεῖχος ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι : ἐμὸν δ ' ὀλοφύρεται ἦτορ . ἐγὼ
Αἰολεῖς ἀναπληροῦσι τίος λέγοντες , ὡς παρὰ Σαπφοῖ . τίοισιν ὀφθαλμοῖσιν , ἀντὶ τοῦ τίσιν . Πάλιν ἀποροῦσί τινες λέγοντες
7462509 σειο
πάντ ' ἀγορεύειν . Πρῶτα θεὸν τιμᾶν , μετέπειτα δὲ σεῖο γονῆας . πάντα δίκαια νέμειν , μὴ δὲ κρίσιν
μεῖναι ἐπερχόμενον : νῦν αὖτέ με θυμὸς ἀνῆκε στήμεναι ἀντία σεῖο : ἕλοιμί κεν ἤ κεν ἁλοίην . ἀλλ '
7457060 ἰδεσθαι
τε νέης ἐνὶ ἤματι μήνην ἢ ἴδεν ἢ ἐδόκησεν ἐπαχλύουσαν ἰδέσθαι : ἐς δ ' ἑτάρους ἀνιὼν μυθήσατο μή μιν
καὶ τείχεα μακρά , ὑψηλά , σκολόπεσσιν ἀρηρότα , θαῦμα ἰδέσθαι . ἀλλ ' ὅτε δὴ βασιλῆος ἀγακλυτὰ δώμαθ '
7453824 ἐελδομενοισιν
ἀμφότεροι μέμασαν πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι . ὡς δὲ θεὸς ναύτῃσιν ἐελδομένοισιν ἔδωκεν οὖρον , ἐπεί κε κάμωσιν ἐϋξέστῃς ἐλάτῃσι πόντον
λαὸς ἐπ ' ᾐόσιν Ἑλλησπόντου . Καὶ τότε Τυδέος υἱὸς ἐελδομένοισιν ἔειπεν : Ὦ φίλοι , εἰ ἐτεόν γε μενεπτόλεμοι
7452910 ἀφαρ
' ἅμα τοῖσι γυνὴ κίεν : αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς δακρύσας ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς , θῖν ' ἔφ ' ἁλὸς
Αὐτὰρ ὃ οἷς ἑτάροισιν ἐπισπέρχων ἐκέλευεν ὕδατος ἐν πυρὶ θέντας ἄφαρ κρυεροῖο λέβητας θερμῆναι λοῦσαί τε νέκυν περί θ '
7451798 ἐσσι
ἀίδιος ζωὴ ἠδ ' ἀθανάτη τε πρόνοια : πάντα σύ ἐσσι , ἄνασσα : σὺ γὰρ μούνη τάδε τεύχεις .
δ ' ὀλιγοδρανέων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ : τίς δὲ σύ ἐσσι φέριστε θεῶν ὅς μ ' εἴρεαι ἄντην ; οὐκ
7450814 ἐσσεται
ἀκόνιτον ἐνεβλάστησεν ὀρόγκοις . τῷ καί που τιτάνοιο χερὸς βάρος ἔσσεται ἄρκος πιμπλαμένης ὅτε νέκταρ ἐύτριβι κιρρὸν ἀφύσσῃς μετρήδηνκοτύλη δὲ
γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν : ἔσσεται ἦμαρ ὅτ ' ἄν ποτ ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
7449604 θοα
ν : γράφεται δοχμίη ἀνακλιθεῖσα . τανυσαμένη : ἐξαπλώσασα . θοά : ταχέα , ταχέως . κῶλα : ὀστᾶ ,
ν : γράφεται δοχμίη ἀνακλιθεῖσα . τανυσαμένη : ἐξαπλώσασα . θοά : ταχέα , ταχέως . κῶλα : ὀστᾶ ,
7448823 αὐτε
, ἄλλοτε δ ' αὖτε ἐν πόλει ἀκροτάτῃ : νῦν αὖτέ ἑ δῖος Ἀχιλλεὺς ἄστυ πέρι Πριάμοιο ποσὶν ταχέεσσι διώκει
, ἀλλ ' αὔτως ἄχθος ἀρούρης : ἄλλος δ ' αὖτέ τις οὗτος ἀνέστη μαντεύεσθαι . ἀλλ ' εἴ μοί
7447558 τοιος
νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀὴρ καύματος ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος ὀρνυμένοιο , τοῖος Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ χάλκεος Ἄρης φαίνεθ ' ὁμοῦ νεφέεσσιν ἰὼν
φησιν ἀλλ ' ἧμαι παρὰ νηυσὶν ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης , τοῖος ἐὼν οἷος οὔ τις Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων . ἄχθεται γὰρ
7446537 δεμας
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ
7442291 ὁσσον
δαφοινοῖς δαίνυσθαι στομάτεσσιν ἀμειδέα παιδὸς ἐδητύν . Ζεῦ πάτερ , ὅσσον ἔφυ ζήλοιο πανάγριον ἦτορ . κεῖνον καὶ φύσιος κρατερώτερον
, ἄλλοι δ ' ἐγκατόεντα κεκρύφαλον : ὧν ἀπερύσας δραχμάων ὅσσον τε δύω καταβάλλεο μοίρας τέτρασιν ἐν κυάθοις μέθυος πολιοῦ
7424347 ἑον
νεύουσι παλιγνάμπτοισιν ἀκωκαῖς . ἔξοχα δ ' αὖ τόδε φῦλον ἑὸν δόμον ἀμφαγαπάζει ἠθαλέας τ ' εὐνὰς φίλιόν τε νάπεσσι
τε πολυχρύσου Ἀφροδίτης . ἣ δὲ καὶ ὣς κατὰ θυμὸν ἑὸν τίεσκεν ἀκοίτην , ὡς οὔ πώ τις ἔτισε γυναικῶν
7423296 ῥεια
. . ῬΕΙΑ . Ῥᾳδίως , κοινῶς : ποιητικῶς δὲ ῥεῖα καὶ ῥηϊδίως . Ἀπὸ τοῦ βριάω βριαρόν : ὡς
, οὐδέ τις ἤδη φρυνὸς ἐνὶ ξηροῖς βοσκόμενος πεδίοις . ῥεῖα δὲ καὶ στομάχοιο φέροις ἄκος οἰδήναντος καὶ θοὸν ἰήσαι
7421603 νυ
θ ' Ἅλιόν τε Νοήμονά τε Πρύτανίν τε . καί νύ κ ' ἔτι πλέονας Λυκίων κτάνε δῖος Ὀδυσσεὺς εἰ
, ἐπεὶ ἦ νύ με πένθος ἰάπτει λευγαλέον : τό νύ μ ' εἴθε καταφθίσειε γοῶντα πρὶν Πηλῆα πυθέσθαι ἀμύμονα
7418525 βιοτου
αὖτε νόῳ φρονέοντα , καὶ ἐσθλὴν κτῆσιν ἀπ ' ἀσχολίης βιότου φορέοντα πρὸς οἴκους . ἔμπαλι δ ' Ἑρμείης δόμῳ
, χέρσυδρος θανάτῳ πεπαλαγμένα χείλεα σύρων ἀντόμενος γλυκεροῦ τέρμα φέροι βιότου . τῇ πίσυνος λειμῶσι θέρους ἔνι τέρπεο , Καῖσαρ
7417121 ἐην
τούτου τάττουσι , καθότι Ὅμηρος ἐπὶ τοῦ Θερσίτου : φοξὸς ἔην κεφαλήν . καὶ ἔστιν οἷον φαοξός , ὁ πρὸς
' ἀμείνων : καὶ πάλιν Ἀνδρῶν αὖ μέγ ' ἄριστος ἔην Τελαμώνιος Αἴας , ὄφρ ' Ἀχιλεὺς μήνιεν : ὁ
7413987 ἐπλετ
. χροιὴν δ ' αἰθαλόεις , πλατύς , οὐ μέγας ἔπλετ ' ἰδέσθαι , καρφαλέῃ δ ' ἴκελον πεύκῃ φλόγα
τις [ ] ! ! τι ἶρον οὐδυ [ ] ἔπλετ ' ὄπποθεν ? [ ἄμμες ] ἀπέσκομεν , οὐκ
7408017 Αἰακιδαο
θεοῖσιν . ” Φῆ ῥα χαλεψάμενος : μέγα δὲ φρένες Αἰακίδαο νειόθεν οἰδαίνεσκον , ἐέλδετο δ ' ἔνδοθι θυμός ἀντιβίην
ἀερσιπέτῃσιν ἐδωδήν . Ὣς φάτο : τοὶ δὲ νέκυν κρατερόφρονος Αἰακίδαο ἀμφέβαν ἐσσυμένως , οἵ μιν φοβέοντο πάροιθε , Γλαῦκός
7405277 στυγερον
κακοπαθείᾳ . μοχθίζοντες : κακοπαθοῦντες . Ὕδατι : ἐν . στυγερόν : μισητόν . ἀεικέα : κακὸν , ἀπρεπῆ .
' ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι . Νὺξ δ ' ἔτεκε στυγερόν τε Μόρον καὶ Κῆρα μέλαιναν καὶ Θάνατον , τέκε
7400567 ὁγ
Διὶ οἰνοχοεύειν κάλλεος εἵνεκα οἷο : πάλιν ἐπὶ τοῦ αὐτὰρ ὅγ ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε σύνθετος : τὸν
παλίσσυτος αὐτίκ ' ἀγινεῖ ἀτραπιτοῖο πέλας κύνα μέρμερον : αὐτὰρ ὅγ ' αἶψα ὠρίνθη , φριμάᾳ τε λαγωείης ὑπ '
7398678 δυσμενεων
εἴσω δόμων . διὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ ' ἀδάματον , δυσμενέων δ ' ὄχλον πύργος ἀποστέγει . τίς τάδε νέμεσις
αὐτῷ , ἀλλά τιν ' ἀμβολίην διζήμεθα δηιοτῆτος , ὅσσον δυσμενέων ἀνδρῶν νέφος ἀμφιδέδηεν εἵνεκα σεῦ . πάντες γὰρ ὅσοι
7396344 ὁπποτε
αὐτῷ πότμος ὁμοῖος ἑσπέσθαι παρὰ βωμὸν ἀληθέος Ἀπόλλωνος ὕστερον , ὁππότε μιν ζαθέου δηλήμονα νηοῦ Δελφὸς ἀνὴρ ἐλάσας ἱερῇ κατέπεφνε
γε δώσεις πλείοσιν ἢ ἔχομαι : ἡ γὰρ δίκη , ὁππότε πάτρης ἧς ἀπέῃσιν ἀνὴρ τόσσον χρόνον ὅσσον ἐγὼ νῦν
7395847 ὁπποτ
ἔπειτα ἅζοιτ ' ἀθανάτους , καὶ τίνα θυμὸν ἔχων , ὁππότ ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος , οὔτε τευ ἀνδρός
σαμήια ? [ [ ἐναργέα ] θεσπεσίω ! [ [ ὁππότ ] ' ἐγὼ μὲν ἐρε ? [ [ ]
7392812 Ἀρηα
ὁμοῦ λωβήτορι πότμῳ . ὡς δ ' ὅτε δυσμενέεσσιν ἐπιστήσωνται Ἄρηα , φροῦδον ἐελδόμενοι ῥαῖσαι πόλιν , οὐδ ' ἀνιεῖσι
στόμα λευγαλέοιο [ ] πολέμοιο ? μάχεσθαι [ ] θοῦρον Ἄρηα [ ] ! ν ἄγριόν ἐστι [ ] !
7392706 ἐμπεσε
δ ' ἄφαρ Ἄργώ ἆγεν ἐπιπροθέουσα διὰ στεινοῖο ῥεέθρου : ἔμπεσε δ ' Ὠκεανῷ , Κρόνιον δέ ἑ κικλήσκουσι ,
βαλὼν προπάροιθεν Ἀμυκλαίου ποταμοῖο , πρωθήβην Ὑάκινθον , ἐπεὶ σόλος ἔμπεσε κόρσῃ πέτρου ἀφαλλόμενος νέατον δ ' ἤραξε κάλυμμα .
7391742 ἱερη
[ αὐλῶπις ] : ἐν δ ' ἑτέρωθι ἥδ ' ἱερὴ Σικίμων καταφαίνεται , ἱερὸν ἄστυ , νέρθεν ὑπὸ ῥίζῃ
ἄγει . αἰϲθήϲιοϲ δὲ καὶ κεφαλῆϲ καὶ νεύρων καθαρτήριον ἡ ἱερὴ τὸ φάρμακον . ἀμφὶ μὲν ὦν κενώϲιοϲ παντοίηϲ τῆϲ
7389227 ἀμυμονος
ἄγχι παρέστηκεν θάνατος καὶ μοῖρα κραταιὴ χερσὶ δαμέντ ' Ἀχιλῆος ἀμύμονος Αἰακίδαο . Ὣς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψε
καμόντων . εὗρον δὲ ψυχὴν Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο Αἴαντός θ ' , ὃς ἄριστος ἔην εἶδός
7386085 ὠλεσεν
ἐπὶ τὸ κτῆμα , τὴν ἀλκήν , γένοιτο ἂν ἑὴν ὤλεσεν ἀλκήν , τουτέστιν τὴν ἑαυτοῦ : εἰ δὲ γένοιτο
, ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν ἱερὸν εἶδος . Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος ὅτε ζώεσκεν
7382548 δομος
ἀφίκετο ; οὐ γάρ τί μ ' ὡς θεωρὸν ἀξιοῖ δόμος πύλας ἀνοίξας εὐφρόνως προσεννέπειν . μῶν Πιτθέως τι γῆρας
ἀκίς , ὁ μὴ τίνων θεοῖσιν ὁρκίων δίκας . φθίνει δόμος ἀσυστάτοισι δεσποτῶν κεχρημένος τύχαις , ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε
7380689 πολεμοιο
καὶ τὸ Ὁμηρικόν τῷ ῥ ' οἱ ὀψείοντες ἀΰτης καὶ πολέμοιο . οὕτως καὶ γαμήσειεν Ἀττικοί φασιν καὶ ἄλλας φωνὰς
. βολαί : κατατοξεύσεις . Ἐπιπρέπει : φέρει . Εἴδωλον πολέμοιο : τὸ ὁμοίωμα , ὁ σίδηρος . Ἀφαυρῶν :
7380022 βιοτοιο
ἔσφηλαν κτεάνων τ ' ἄπο πάμπαν ἄμερσαν , καὶ καμάτους βιότοιο χάριν μόχθους τ ' ἐπάγουσιν . ταῦτα δέ ,
ἄλλα τε πολλὰ πολυτλήτοις μερόπεσσιν . Αὐτὰρ ἀληθείην πᾶσαν βροτέου βιότοιο σύγκρασις διέκριν ' , ἐπιμαρτυρίαι τε φαεινῶν ἄστρων ἀλλήλοις
7378825 λοιγον
ὅστις διὰ τὸ γλίσχρον κολλίζει τὴν φάρυγγα . Ἄλλως : λοιγὸν ἀραχνήεντα οἷον λεπτόν , ἀράχνῃ ὅμοιον . τὸ δὲ
μοι τόδ ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ : ἤδη νῦν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον . Ὣς ἔφατ ' εὐχόμενος , τοῦ δ
7373036 γινετ
πλεῖον ἢ τέρπει πολύ . τοῦ κακῶς λέγειν γὰρ ἀρχὴ γίνετ ' : ἂν δ ' εἴπῃς ἅπαξ , εὐθὺς
οὐ δικαίως προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις καὶ γίνετ ' αὐτῶι λαμπάς , ἄλλο δ ' οὐδὲ ἓν
7369186 ἠυτε
. . . οὕτω δὴ νῦν καλὸν σῶμα περισταδόν , ἠύτε θῆρος , τοῦδε δάσαντο κύνες κρατεροί . πέλας †
ὅς τε πολὺ γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο ἀνδρῶν ἐν στήθεσι ἀέξεται ἠύτε καπνός ” . καὶ γὰρ τὸ εὖ βέλτιον ἐν
7364318 δευετο
' Ἐνυώ . Πάντῃ δ ' αἷμα κελαινὸν ὑπέρρεε , δεύετο δὲ χθὼν Τρώων ὀλλυμένων ἠδ ' ἀλλοδαπῶν ἐπικούρων :
πέρι τεύχη βλημένου ἐν κονίῃσι , περὶ μελέεσσι δὲ θώρηξ δεύετο φοινήεντι λύθρῳ . Ὃ δὲ λοίγιον ἔγχος ἐκ χροὸς
7356865 βιη
ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν . [ ἄπλαστοι : μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι
εἰς ἄστυ λιπόντε καταυτόθι πίονας ἀγρούς ἐστιχέτην , Φυλεύς τε βίη θ ' Ἡρακληείη . λαοφόρου δ ' ἐπέβησαν ὅθι
7354783 βροτον
παῖδας ἔτεκεν ἵππον καὶ βροτὸν ἵππον μὲν τὸν Πήγασον , βροτὸν δὲ τὸν Χρυσάορα . τὸ δὲ ἑξῆς ὠδῖνας τόκων
μῦθος ὅδ ' ἔπλετο πᾶσιν ἀλαθής : ἢν μὲν γὰρ βροτὸν ἄλλον ἢ ἀθανάτων τινὰ μέλπω , βαμβαίνει μοι γλῶσσα
7353917 μουνη
καρτεροῖϲι : μία γάρ ἐϲτι πᾶϲα . μετεξετέροιϲι δὲ ἰητροῖϲι μούνη δοκέει ἡ παρὰ τὴν ῥάχιν νοϲέειν , οὕνεκα τῆϲ
τε ἦσαν καὶ φόρων ἐπιτάξιες . Ἡ Περσὶς δὲ χώρη μούνη μοι οὐκ εἴρηται δασμοφόρος : ἀτελέα γὰρ Πέρσαι νέμονται
7350716 θνητοισιν
ἔν τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισι μέγιστος , οὔ τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα . οὖλος ὁρᾶι , οὖλος δὲ
. μετρίων λέκτρων , μετρίων δὲ γάμων μετὰ σωφροσύνης κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον . ὦ τέκνον , ἀνθρώποισιν ἔστιν οἷς βίος
7345789 ἱκηται
' εἰσαΐουσαι ἐξ ἐμέθεν , μὴ πατρὸς ἐς οὔατα μῦθος ἵκηται : τὸν ξεῖνόν με κέλονται ὅτις περὶ βουσὶν ὑπέστη
δόμοισι , μὴ δή μοι Τροίηθε κακὴ φάτις οὔαθ ' ἵκηται σεῖο καταφθιμένοιο κατὰ μόθον . Οὐ γὰρ ὀίω ἐλθέμεναί
7345317 παροιθεν
δηιοτῆτος , ἀλλ ' ἕπετ ' Ἀργείοισι χολούμενος , εὖτε πάροιθεν ὄβριμος Ἡρακλέης Φολόης ἀνὰ μακρὰ κάρηνα Κενταύροις ἐπόρουσεν ἑῷ
' Ἡρακλῆος Θηβαγενέος κλέος εἴη πλεῖον ἔτ ' ἢ τὸ πάροιθεν ἐπὶ χθόνα πουλυβότειραν . ταῦτ ' ἄρα ἁζόμενος τίμα
7340016 ἐτετυκτο
δέμας φοῖνιξ ἦν , ἐν δὲ μετώπῳ λευκὸν σῆμ ' ἐτέτυκτο : ” καὶ τὸ φοινικὸν ἄνθος , “ ὡς
γείνατ ' ἀρήιον ἐν Δαναοῖσι Τυδέα : τοῦ δ ' ἐτέτυκτο πάις σθεναρὸς Διομήδης . Τοὔνεκα Θερσίταο περὶ κταμένοιο χαλέφθη
7339040 λυγρῳ
: ἀκήματα φάρμακα πάσσων , καὶ ἐπὶ δ ' ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ ' ἀκήματ ' ἔπασσεν . παρὰ τὸ ἀκῶ
καὶ ἄλαλον , ἦτορ δὲ ἄλκιμον καὶ ἀνδρεῖον , ἐν λυγρῷ νείκει κατέχει λήθη καὶ θάνατος , τουτέστι καὶ ἕτερός
7338979 βροτοισι
μή σου γλῶσς ' ὑπερβάλληι κακοῖς . φεῦ , χρῆν βροτοῖσι τῶν φίλων τεκμήριον σαφές τι κεῖσθαι καὶ διάγνωσιν φρενῶν
ἀλλ ' εὖ καὶ μάλα εἰρήκαμεν τὰ πάντα καὶ ἐδείξαμεν βροτοῖσι καὶ εἰς κέρδος εὐεκτεῖν βίῳ . Πῶς οὖν φασι
7338580 Ἀργειοισιν
Δείξω δὲ καὶ σοὶ τήνδε περιφανῆ νόσον , ὡς πᾶσιν Ἀργείοισιν εἰσιδὼν θροῇς . Θαρσῶν δὲ μίμνε μηδὲ συμφορὰν δέχου
γὰρ πέφευγεν ἐλπὶς τῶνδέ μοι σωτηρίας . ἔμ ' ἔκδος Ἀργείοισιν ἀντὶ τῶνδ ' , ἄναξ , καὶ μήτε κινδύνευε
7337332 θαρσαλεως
εἶναι καὶ ἐξαριθμείτω τὰ περιεστηκότα δεινά , ἀλλὰ τοῖς ἐναντίοις θαρσαλέως ἀντιταττέσθω , καταφρονήσας τοῦ περιεστηκότος κινδύνου : μᾶλλον γὰρ
Ὁκόταν δὲ μέλλῃ ἀποθνήσκειν , ὀξύτερά τε ὁρῇ καὶ φθέγγεται θαρσαλέως , καὶ πιέειν καὶ φαγέειν αἰτέει , καὶ ἢν

Back