. ὕβρις : ὁ ἄσεμνος λόγος : ἄτιμός ἐστιν ἐν ἀγεννεῖ . ὕβρις γάρ τε κακὴ δειλῷ βροτῷ : οὐδεὶς
ἀρεστὸς ἀνήρ , καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν οὐκ ἀγεννεῖ ἀνδρὶ ἐοικώς , καὶ ἔλεξε τοιάδε . Ἐγώ ,
5460039 δειλῳ
' ἔμιμνε „ μέχρι τούτου τὸ ἔπος αὐτῷ ἐπερραψῴδει ὡς δειλῷ : ὁ δὲ ” ἀλλὰ ἔμιμνον ” εἶπε βοήσας
: ἄτιμός ἐστιν ἐν ἀγεννεῖ . ὕβρις γάρ τε κακὴ δειλῷ βροτῷ : οὐδεὶς γὰρ ἔχει ὑβριζόμενος ἡδέως , οὐ
5129696 ὑβρις
μὴ ᾖς ὑβριστής , ἀλλὰ σώφρων : καὶ γὰρ ἡ ὕβρις τῷ ὀργίλῳ ἀνδρὶ ἀνύποιστος γίνεται ὑβριζομένῳ , οὐδὲ ὁ
ἀνιῶμαι : καὶ γὰρ ἐρῶ τῆς Μαζαίας , καὶ ἡ ὕβρις ἐν τοσούτοις ἀνθρώποις οὐ μετρίως μου καθίκετο . οἶμαι
4985966 ἀναισχυντος
ἀποδύων , ἁρπάζων , ἀφαιρούμενος , παρεισπράττων , ἰταμός , ἀναίσχυντος , ἀπηρυθριακώς , δυσχερής , ἀνήμερος , ἄγριος ,
ἐρᾶν . καὶ ἐγὼ ἔσομαι τοίνυν ὁμοία τις αὐτῷ [ ἀναίσχυντος ] καὶ οὐκ ἀφήσω τὸν ἐμὸν Τίμαρχον . ἔρρωσο
4949079 παρανομος
: ἀπὸ δὲ τοῦ πράγματος : ἀλλ ' ἡ Πλαταιέων παράνομος ἅλωσις οὐ συγχωρεῖ βέβαιον ἑστάναι τὸν νόμον . Ἰστέον
παράνομος ἄνισός τίς ἐστι καὶ πλεονέκτης . ἐπεὶ δὲ ὁ παράνομος ἄδικός τίς ἐστι καὶ ὁ νόμιμος δίκαιος , φανερὸν
4888307 δυσπροσιτος
εἶναι , πάντα τὸν ἄλλον περίβολον ἀσφαλὴς ἐπιεικῶς οὖσα καὶ δυσπρόσιτος . ἔμελλε δ ' , ὃ πάσαις φιλεῖ συμβαίνειν
ἀθρόως , εἴθιζεν δὲ καὶ ἐς αἰδῶ καὶ φόβον , δυσπρόσιτος ὢν καὶ δυσχερὴς ἐς τὰς χάριτας , καὶ μάλιστα
4850823 νωθης
ἀμβλύς , ἄμοχθος , ἄμαχος , ῥᾴθυμος , ἀμελής , νωθής , βραδύς , μισοστρατιώτης , ἀνεπιστήμων , ὀκνηρός ,
Λυκοῦργος ἐν τῷ κατὰ Μενεσαίχμου . κεκωμῴδηται δὲ οὗτος ὡς νωθής . ἕτερος δ ' ἂν εἴη Κηφισόδωρος ὃς ἵππαρχος
4772138 στερησιν
ὑπάρχοντα δουλείας ἀρχὴν νομίσαντες εἶναι , τὴν δὲ τῶν ὄντων στέρησιν ἀφορμὴν τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ποιησάμενοι , καὶ τοὺς ἔχοντας
τὸ ἄνευ ἕδους : Αἰσχύλος : φεύγειν ἀνέδην : κατὰ στέρησιν τοῦ ἑδράσαι , ὅ ἐστιν ἱδρύσαι , οἷον ἀναστάτους
4734491 ἀνοητος
ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ
Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς
4717911 κακη
] , σιγᾶν . γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα κακή τ ' ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν : ὅταν
. Ξ φίλου ] ἐνταῦθα τὸ πατρός . ἐχθρά ] κακή . ἐχθρά ] ἡ μισητή . Ξ γράφεται τελεῖ
4717127 ταχυς
. Ὣς ἔφατ ' , ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : πρῶτος δ ' ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ
ἔλεγον . ἄλλην μὲν γὰρ εὐεργεσίαν τις εὐεργετηθείς , οἷον ταχὺς γενόμενος διὰ παιδοτρίβην , ἴσως ἂν ἀποστερήσειε τὴν χάριν
4677429 προχειρος
τό τε γνήσιον καὶ τὸ μή . καὶ ἵνα γε πρόχειρος ἡμῖν ἡ παραβολὴ ᾖ τῶν τε καθ ' ἡμᾶς
πρὸς τὰς κατὰ μέρος τοῦ πλάτους παρόδους , αὐτόθεν ἡμῖν πρόχειρος γέγονεν ἐν τοῖς ἐκκειμένοις δʹ σελιδίοις τῶν κανονίων τοῦ
4659507 ἀφρων
οἰκειότατον δὲ κακίας ὄνομα σύγχυσις : οὗ πίστις ἐναργὴς πᾶς ἄφρων , λόγοις καὶ βουλαῖς καὶ πράξεσιν ἀδοκίμοις καὶ πεφορημέναις
, φθονεῖς , ταράσσῃ , μεταβάλλῃ : διὰ ταῦτα ὁμολογεῖς ἄφρων εἶναι . ἐν δὲ τῷ φιλεῖν οὐ μεταβάλλῃ ;
4652187 ἀφθιτῳ
οἳ βροντὴν Ζηνὶ ἔδοσαν τεῦξάν τε κεραυνόν . ἐπ ' ἀφθίτῳ : ἐπὶ θείῳ καὶ θαυμαστῷ καὶ ἀθανάτῳ ἔργῳ .
. ἐντεῦθεν οὖν τὸ θεῖον εἰσηγήσατο , ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ νόῳ τ ' ἀκούων καὶ βλέπων ,
4629992 γομφοισιν
Ἀθήνη , ἥ οἱ ἐνέπνευσεν θεῖον μένος εὖτέ μιν Ἄργος γόμφοισιν συνάρασσε , θέμις δ ' οὐκ ἔστιν ἁλῶναι .
καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων , ” ἐπὶ δὲ τῶν ἁρμογῶν “ γόμφοισιν δ ' ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρηρεν .
4612970 ἐπιστητῳ
ὀλίγων γὰρ ἢ ἐπ ' οὐδενὸς ἴδοι τις ἅμα τῷ ἐπιστητῷ τὴν ἐπιστήμην γινο - μένην . ταῦτα δὴ εἶπε
ἐπιστήμη , ἐπειδὴ ἡ ἐπιστήμη τὸ εἶναι ἔχει ἐν τῷ ἐπιστητῷ : ἐπὶ μέντοι γε τοῦ ἀνάπαλιν , ἡνίκα φαμὲν
4612759 ἀμυον
, φύϲει ϲκληρὸν καὶ ἰϲχνὸν ἔχουϲι τὸ ϲῶμα καὶ λευκὸν ἄμυόν τε καὶ ἄναρθρον καὶ ἄτριχον ἁπτομένοιϲ τε ψυχρόν .
, φύσει σκληρὸν καὶ ἰσχνὸν ἔχουσι τὸ σῶμα καὶ λευκὸν ἄμυόν τε καὶ ἄναρθρον καὶ ἄχρουν καὶ ἄτριχον ἁπτομένοις τε
4607803 μαινεται
τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν
οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου
4588856 φιλητης
ἔλλιψιν λιμός . οἱ δὲ κατ ' ἀντίφρασιν φασὶ φίλος φιλήτης . οὐ γὰρ φίλος ὁ κλέπτης . εἰ γὰρ
σπῆι : τῶν [ ] δὲ γίγνεται Ἑρμῆς [ ] φιλήτης , ὅτι αὐτῆι φιλησίμως [ ] συνεκοιμᾶτο [ ]
4573452 πολυτροπος
τί οὖν ; ἆρα γε πονηρὸς ὁ Ὀδυσσεύς , ὅτι πολύτροπος ἐρρέθη , καὶ μή , διότι σοφός , οὕτως
ἀποτίθεσθαι , ποικιλωτάτην δὲ καὶ ὀφθῆναι θαυμασιωτάτην ἑτέραν ἀναλαμβάνειν : πολύτροπος γὰρ ὢν ὁ βίος ποικιλωτάτου δεῖται τὴν σοφίαν τοῦ
4557673 εἰρων
, κατειρωνεύεσθαι , διασύρειν , κωμῳδεῖν διακωμῳδεῖν , τωθάζειν . εἴρων , κωμῳδικός , τωθαστικός : ὁ γὰρ γελοῖος καὶ
ἡ τλήμων : δεῖ προσθεῖναι χωρὶς τοῦ αἴθων αἴθωνος καὶ εἴρων εἴρωνος : ταῦτα γὰρ κοινά εἰσι τῷ γένει ,
4550778 εὐτυχει
λέγω , καὶ μὴ ἀνοηταίνειν οἰομένους τι ἑτοίμως διαπράξασθαι . εὐτύχει . Τὰ μὲν παρὰ σοῦ ἐλθόνθ ' ὑπομνήματα θαυμαστῶς
σά . ἐπεὶ δίδαξον τοῦτο : πῶς , ὅτ ' εὐτύχει Τροία , πέριξ δὲ πύργος εἶχ ' ἔτι πτόλιν
4549204 ψευδει
σημεῖον ἀμαθίας . ἀνδρὶ σοφῷ πᾶσα γῆ πατρίς . τῷ ψεύδει ὡς φαρμάκῳ χρῶ . ὁπότε δεῖ πράττειν , λόγῳ
' ἕκαστον γυμνάσας ἡμῶν τὴν διάνοιαν παντοίοις θεωρήμασι καὶ τῷ ψεύδει τὸ ἀληθὲς παραθεὶς καὶ τῇ πείρᾳ τὸν ἔλεγχον τῆς
4548682 βια
γὰρ ἐπὶ τούτων ὁ χυμὸϲ καὶ πυρετωδέϲτεροϲ καὶ ϲφοδροτάτη ἡ βία τοῦ πυρετοῦ . ἐπὶ γὰρ τῶν τοιούτων νοϲημάτων Ἱπποκράτηϲ
οὖσα φαρμάκοις οὐ πείθομαι . Οὔτε Διὸς βρονταῖς Σαλμωνέος ἤρισε βία , ἀλλ ' ἔθανεν ψολόεντι δαμεῖσα θεοῦ φρένα βέλει
4539575 φευκτος
περὶ τοῦ τόνου . † Ἄφευκτος : παρὰ τὸ φεύγω φευκτός , ὡς εὔχω εὐκτός , καὶ κατ ' ἔνδειαν
εἰ δὲ χαλεπὸς καὶ δυσμενής , σοὶ πόρρωθεν ἂν εἴη φευκτός . ὁ γὰρ πρὸς τὰ ἔνδον πονηρὸς οὐκ ἂν
4535022 φρονει
σῖτον ἄγοι καὶ ἐν Κιλικίᾳ κρόκον : λείπει , οὐ φρονεῖ ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον : λέγεται γὰρ ἐπὶ τῶν
δὲ πλοῦτον ἢ σθένος μᾶλλον φίλων ἀγαθῶν πεπᾶσθαι βούλεται κακῶς φρονεῖ . στείχομεν οἰκτροὶ καὶ πολύκλαυτοι , τὰ μέγιστα φίλων
4514906 εὐσεβης
ἄρα τὰ περὶ τοὺς θεοὺς νόμιμα εἰδὼς ὀρθῶς ἂν ἡμῖν εὐσεβὴς ὡρισμένος εἴη ; Ἐμοὶ γοῦν , ἔφη , δοκεῖ
Κοριολανὸς ἔπαθεν , ἐδάκρυσεν , ἀνέζευξεν . ἡ μὲν ἀνάζευξις εὐσεβὴς , ὀλέθριος δὲ τῷ στρατηγῷ : Τυρρηνοὶ γὰρ ὡς
4514706 εὐγενης
, ἐκκάλυψον ἄθλιον κάρα , βλέψον πρὸς ἡμᾶς . ὅστις εὐγενὴς βροτῶν φέρει † τὰ τῶν θεῶν γε † πτώματ
δάμαρτα κἀφελοῦ πρὸς Ἑλλάδος ψόγον τὸ θῆλύ τ ' , εὐγενὴς ἐχθροῖς φανείς . ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου
4514363 σωφρον
, ἐν δὲ πόλει καὶ ταύτῃ περιρρύτῳ φθείρειν ἀλλήλους συνεζευγμένους σῶφρον , ἢ τὰ Λεσβίων καὶ τὰ Μυτιληναίων κακὰ μιμεῖσθαι
ὅμοια δὲ τούτοις ἐστὶ καὶ τὰ συναπτόμενα : τὸ δὲ σῶφρον τοῦ ἀνάνδρου πρόσχημα , καὶ τὸ πρὸς ἅπαν συνετὸν
4505843 ἀδικια
καὶ ἔστι μεσότης τούτου : ἐν οἷς γάρ ἐστιν ἡ ἀδικία , τὸ μέσον αἱρεῖται : ἔστι γὰρ ἡ ἀδικία
οὐ δεῖ τὰς ἕξεις στρερητικοῖς ὀνόμασιν ὀνομάζειν , ὥσπερ ἡ ἀδικία στερητικὸν ὄνομα ἔχει , ἕξις οὖσα . πλὴν οὐκ
4487069 ἀφοβος
: ἁπαλὸν κακοπάθειαν ' . . . . ἀτάρβητος : ἄφοβος : παρὰ τὸ τάρβος . ἢ ἀθάρβητός τίς ἐστιν
τῶν ἀληθῶν , χρωμένους ὑποκινδύνοις βέλεσιν , ὅπως μὴ παντάπασιν ἄφοβος ἡ πρὸς ἀλλήλους γίγνηται παιδιά , δείματα δὲ παρέχῃ
4480341 Θεωνι
ἡ φιλοσοφία , μέλει Θέωνι τὸ πλουτεῖνὁ πλοῦτος φροντίδα ἐμποιεῖ Θέωνι [ τοῦ πλουτεῖν ] . χρὴ οὖν νοεῖν ὅτι
, οἷον Δίωνι μὲν ὡς Δίωνι , Θέωνι δὲ ὡς Θέωνι προσφερόμενοι , οὕτω καὶ ἐν μανίᾳ τὸ παραπλήσιον πάσχουσί
4462731 ἀνους
πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ
τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων
4448792 ῥᾳθυμος
ἀλλὰ συντρέχειν εὔχομαι τὴν τύχην , ὅπως αὐτοῖς μὴ δόξω ῥᾴθυμος εἶναι . ταῦτ ' ἔφην οὕτως ἔχων εὐημερίας ,
ἀδωροδόκητος . ψέγων δὲ ἀμβλύς , ἄμοχθος , ἄμαχος , ῥᾴθυμος , ἀμελής , νωθής , βραδύς , μισοστρατιώτης ,
4436527 ἀρτιπος
ἡ αὐτὴ γάρ ἐστι τῇ σελήνῃ . . . . ἀρτίπος : ἄρτιος καὶ ὑγιὴς τοὺς πόδας : ἀρτίπους καὶ
ἀλέγουσι κιοῦσαι . ἣ δ ' ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος , οὕνεκα πάσας πολλὸν ὑπεκπροθέει , φθάνει δέ τε
4434531 ἀπερισκεπτος
δυσέφικτος ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων
ὑπνώδης , μέθυσος , ἀκρατής , τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος ,
4433240 πονηρῳ
, οἷον ἐγὼ γάρ , ὦ Ἀθηναῖοι , προσέκρουσα ἀνθρώπῳ πονηρῷ καὶ φιλαπεχθήμονι , πλαγιάσας δὲ κατά τινα τῶν πλαγίων
ἢν νοῦν ἔχῃς . πῶς ἢν ἔχω νοῦν ; ὅτι πονηρῷ καὶ ξένῳ ἐπέλαχες ἀνδρί , οὐδέπω γὰρ ἐλευθέρῳ .
4428331 δειλος
ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ δειλὸς ἧττον , οὐδ ' ἔλαττον ἀλγεῖς οὐδ ' ἐλαττόνων
ὡς ἔοικε τότε ταῦτα , Γ Ἡρακλῆς πεινῶν καὶ Διόνυσος δειλὸς καὶ μοιχὸς Ζεὺς Γ ὥστε καὶ αὐτοὺς Γ δοκεῖν
4424818 βροτος
ἄλλον λαὸν ἀνώγῃ . οὐ γάρ μοι ζώειν γε δοκεῖ βροτὸς οὐδὲ βιῶναι ἀνθρώποιο βίον ταλασίφρονος , ὅστις ἀπ '
ἀκρόεις , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , ἀκριόεις , ὡς βροτὸς βροτόεις . Ὀμιχεῖν . τὸ οὐρεῖν . παρὰ τὴν
4411698 Κυρνε
, ἐπιτερπόμενοι . Ἐχθρὸν μὲν χαλεπὸν καὶ δυσμενεῖ ἐξαπατῆσαι , Κύρνε : φίλον δὲ φίλωι ῥάιδιον ἐξαπατᾶν . Σχέτλι '
τῶν οὔ τι κάκιον : πᾶσα γὰρ ἐκ τούτων , Κύρνε , πέλει κακότης . Εἴ κ ' εἴης ἔργων
4411310 κρεισσων
παραίνεσιν ἀδιανοήτως . ἢ εἰπάτω τις , τί βούλεται τὸ κρείσσων εἰς ἐμέθεν καὶ φέρτερος οὐκ ὀλίγον περ ἔγχει :
ἔν τοι μυρίωι στρατεύματι ἀκόλαστος ὄχλος ναυτική τ ' ἀναρχία κρείσσων πυρός , κακὸς δ ' ὁ μή τι δρῶν
4410795 μεταβαλλοντι
παύσεται δ ' ὀδυνώμενα τότε πρῶτον , ὅταν ἐξομοιωθῇ τῷ μεταβάλλοντι : πονεῖ γὰρ οὐκ ἐν τῷ μεταβεβλῆσθαι τὴν κρᾶσιν
ἐνυπάρχον λαμβάνεται , αἱ δὲ ποιότητες οὐκ ἐνυπάρχουσαι ἐν τῷ μεταβάλλοντι , ὥσπερ ἐκεῖνο καταλείπεται , ἀλλ ' ἐξ ὅλου
4409379 εὐτολμια
ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος τόδ ' ἐστὶν οὐδ ' εὐτολμία φίλους κακῶς δράσαντ ' ἐναντίον βλέπειν . τὸ δὲ
. Μέγεθοϲ ἀναπνοῆϲ καὶ ϲφυγμοῦ τάχοϲ καὶ πυκνότηϲ ἐϲτίν , εὐτολμία τε καὶ πρὸϲ τὰϲ πράξειϲ ἄοκνον : εἰ δ
4399894 εὐτρεπτος
σὺν τῷ καιρῷ , γνωριστικὸς τῶν ἐχθρῶν , ἀνατρεπτικός , εὔτρεπτος , πειθαρχικός , εὔτακτος , εὔκολος , κεκολασμένος τὴν
ἔσται ὁ οἶνος : ἐὰν δὲ λεπτὸν καὶ ἀσθενές , εὔτρεπτος . οἱ δὲ ἐν τῷ γλεύκει αὐστηροὶ οἶνοι ,
4382596 ὑπερβαλλων
. ἀλλ ' οὐδεὶς οὕτως εὐδόκιμος τῶν ἐμῶν μαθητῶν οὐδὲ ὑπερβάλλων σιναμωρίᾳ , ἀλλὰ προσέρχονται μέν μοι καὶ ἀγαπῶσι ,
αὐτὸς εὖ ποιῶν : ὁ δὲ ταῖς εὐεργεσίαις τὸν ἕτερον ὑπερβάλλων , τυγχάνων οὗ ἐφίεται , οὐκ ἂν ἐγκαλοίη τῷ
4381418 θηριωδης
ὁ ἐσθίων ἀνθράκων καὶ γῆς : ἐξ ἔθους δὲ γίνεται θηριώδης ὁ ταῖς παρὰ φύσιν ἡδοναῖς ἐκ προοιμίων τοῦ βίου
, φαύλως ἠγμένος , ἀπρόθυμος , ἀπαίδευτος , ἄτακτος , θηριώδης , δύσφορος , ἀκάθεκτος , ἀκόλαστος τὴν γνάθον ,
4376330 δρῳη
ἐναντία . Ἀλλ ' ἡ μὲν θερμότης ὡς δύναμις φυσικὴ δρῴη ἂν εἰς τὸ αἰσθητήριον , ἡ δὲ μορφὴ καὶ
οὐδ ' αὖ ἀδικοῦντα πατέρα κολάζων παντὶ τρόπῳ , ἀλλὰ δρῴη ἂν ὅπερ θεῶν οἱ πρῶτοί τε καὶ μέγιστοι .
4372535 ἐξομοιουται
δέ , εἰ ὁ ἥλιος κατὰ τοὺς τῆς ἀλληγορίας κανόνας ἐξομοιοῦται τῷ πατρὶ καὶ ἡγεμόνι τῶν συμπάντων : θεῷ γὰρ
, ὅσον μὲν ἁρμόζον καὶ ἀκραιφνὲς ἐκεῖ που προσφυὲν δροσοειδῶς ἐξομοιοῦται ἀρρήτοις οἰκονομίαις φύσεως . Ἐπεὶ δὲ καὶ περιττὸν εἰκὸς
4371899 θερμουργος
πάντῃ ἀπίθανος ὤν , πρὸς οὕτω ψυχρὸν τὴν ὀργὴν Δία θερμουργὸς ἀνὴρ μεγαλαυχούμενος . πῶς γὰρ οὐ , ὅπου γε
καὶ θερμὸν ἔργον διαλελυμένον μὲν τὸ ἀναιδὲς καὶ θρασύ , θερμουργὸς δὲ ἀνὴρ ἐν συνθέσει κατὰ λόγον ἐπαινετὸν ὁ θαρραλέος
4363620 ἐπιβουλος
φῂς τὸν Ἀχιλλέα ψεύδεσθαι , ὃς ἦν οὕτω γόης καὶ ἐπίβουλος πρὸς τῇ ἀλαζονείᾳ , ὡς πεποίηκεν Ὅμηρος , ὥστε
, πρόσοδον τὴν πολιτείαν πεποιημένος : ὕπουλος , δολερός , ἐπίβουλος , κακοήθης , ἀπατεών , ἐπιβουλεύων , ἐπηρεάζων ,
4359335 Ἑρμειᾳ
ἀεὶ πολυπρήκτορας ἔργοις . Ζεὺς δ ' ὅτ ' ἂν Ἑρμείᾳ προσμάρτυρα φέγγεα βάλλῃ , πουλυπλανεῖς ξενίης φαίνει μερόπεσσι κελεύθους
τὴν δὲ δώσουσιν ἴσως , ἀφ ' ὧν ἦν ἁπάντων Ἑρμείᾳ τε καὶ Ἐγερσίῳ θαρρεῖν . τὸ δ ' ἐμὲ
4357693 κακος
τοῦτο καὶ τὸ ἀλεξιφάρμακος ἀπὸ τοῦ ἀλέξω γέγονε καὶ τοῦ κακός , ἀλεξώκακος καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς ι ἀλεξίκακος
ἐφ ' ἑστίαν . πρὸς τοῖσδε νῦν ἄκουσον ὡς φαίνηι κακός : χρῆν ς ' , εἴπερ ἦσθα τοῖς Ἀχαιοῖσιν
4353734 εὐτυχιη
: ὅθεν οὐδὲ μεγάλη ξυνίϲταται φλεγμονή : ἥδε τῆϲ ἡλικίηϲ εὐτυχίη ἐν τῷδε τῷ πάθεϊ . Περὶ περιπνευμονίηϲ . Δυοῖϲι
μὲν εὐηθέϲτεροϲ : πολλὴ γὰρ καὶ ποικίλη ἐπὶ τοῦδε ἡ εὐτυχίη ἱδρῶτοϲ ἢ οὔρων , ἢ κοιλίη κοτὲ ἐπ '
4352863 ἀνδρι
τάδε ἀναπίμπλαμεν ; οἵτινες παραφρονήσαντες καὶ ἐκπλώσαντες ἐκ τοῦ νόου ἀνδρὶ Φωκαιέϊ ἀλαζόνι , παρεχομένῳ νέας τρεῖς , ἐπιτρέψαντες ἡμέας
ἠβουλήθη τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος λέχος διαφυλάξαι καθαρὸν καὶ κατὰ νόμους ἀνδρὶ συνελθεῖν . Τὸ δὲ ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφιδίαν οὕτω λέγε
4349728 ἀφρονι
ἥκιστα γὰρ ἐπιτίθενται αὐτῷ αἱ αἰσθήσεις : τῷ δ ' ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος οὐδὲν ἔχοντι ἀλεξιφάρμακον ἐν τῇ ψυχῇ
Ζελείης . Ὣς φάτ ' Ἀθηναίη , τῷ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθεν : αὐτίκ ' ἐσύλα τόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς
4347395 ὑπερφρων
] ταῦτα δήλωσιν βασιλέως τε πρᾴου καὶ ἀνδρὸς ὑπέρφρονος . ὑπέρφρων γὰρ δὴ οὕτω τι ὁ Πολέμων , ὡς πόλεσι
καὶ αἱ αὐταὶ ἀντὶ ὀνομάτων μετοχαί : ὑψηλόφρων δὲ καὶ ὑπέρφρων καὶ ὑπερόπτης καὶ ὑπεροπτικός : ὁ γὰρ ὑπερορατικὸς βιαιότερον
4344669 βραδυς
. οὐκ ἐπὶ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως παρείληφε τὸ “ βραδύς ” , ἀλλ ' ἐπὶ τῆς διανοίας . νῦν
μὲν τοῖς λόγοις ἐστὶν ὀξύς , ἐν δὲ τοῖς ἔργοις βραδύς . ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἀπεκρίθη , διότι τῶν μὲν
4343889 ϲμικροϲ
τὴν τοῦ πνεύμονοϲ ἀπονίην αἰτίην ἔμμεναι : πόνοϲ γὰρ κἢν ϲμικρὸϲ ἔῃ , θάνατον ὀρρωδέει , καὶ ἔϲτι ἐν τοῖϲι
ὕπερθεν τῆϲ γῆϲ πολλὸν τὸ ζῶον ἀνέχοντεϲ : ἀτὰρ καὶ ϲμικρὸϲ αὐχὴν ὅκωϲ ἔλεξα : οὔκουν δύναται τῷ ϲτόματι ἐϲ
4341101 ἀνειμενος
κατὰ μέσον ἑκάστη κυλίνδρων ὡραΐζονται τμήμασιν , ὁ δὲ κύκλος ἀνειμένος ταῖς αὔραις τὴν ὥραν τοῦ ἔτους καὶ ἄλλως εὔχαριν
ἀσώτῳ δοκεῖ ἀνειμένος ὁ ἀνελεύθερος εἶναι , τῷ δὲ ἀνελευθέρῳ ἀνειμένος ὁ ἄσωτος . ὁ δὲ Ἀριστοτέλης τρισὶν ἐπιχειρήμασιν εἰς
4340365 ἀμαθης
' ἑνὸς μ γράφεται : ἄμαθος γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἀμαθὴς * καὶ * ἀμέτρητος εἶναι καὶ ἐν συγκοπῇ ἄμος
καὶ οὐκ εὐτελὴς ὤν , ἠλίθιος δὲ μᾶλλον , οἷον ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος , ὃς εἰ παιδευθείη καλὸς ἂν εἴη
4338065 παραπληρωματικῳ
ὄντι τῷ οὖν τὸ οὐκοῦν οὐ βαρυνόμενον κατὰ τέλος , παραπληρωματικῷ δ ' ὄντι τὸ βαρυνόμενον . Κᾶτα . Οὗτος
, ἀλλ ' οὐκέτι ἐν τῷ Ὀδυσσῆος δέ που εὐνή παραπληρωματικῷ : καὶ τὸ νῦν , ἀλλ ' οὐκέτι ἐν
4335716 ἡφι
φωνὴ ἡ τοῦ πρωτοτύπου ὁλόκληρος καθεστήκῃ , ὡς ἐν τῷ ἧφι βίηφι : εἰ δὲ μὴ τῇδε ἔχει , τὸ
, μή ποτέ τις εἴπῃσι κακώτερος ἄλλος ἐμεῖο : Ἕκτωρ ἧφι βίηφι πιθήσας ὤλεσε λαόν . ὣς ἐρέουσιν : ἐμοὶ
4334715 πραος
οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει
[ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ
4317882 τολμα
δίαιτα . Τὰ εἰς ΜΑ θηλυκὰ σπάνια ὄντα βαρύνεται : τόλμα Θέρμα : ἀττικῶς δὲ τόλμη καὶ Θέρμη . Τὰ
μὴ πρὸς παίδων οὓς ὀρφανιεῖς , ἀλλ ' ἄνα , τόλμα . σοῦ γὰρ φθιμένης οὐκέτ ' ἂν εἴην ,
4314201 ἀπιστος
ηὐξημένον . Ὁ μὲν λόγος θαυμαστὸς , ὁ δὲ λέγων ἄπιστος : ἐπὶ τῶν ἐπαγγελλομένων μείζω ἢ δύνανται . Ὁ
ἢ πλῆθός τι τοιαύταις ψυχαῖς κεχρημένον , οὐδεὶς οὕτως ἦν ἄπιστος , ὡς μὴ πιστεύειν τὸ τῆς ψυχῆς αὐτοῖς πάντη
4311848 σολοικιζει
ἔστι τοῦτο Κορίσκος , εἶναι τοῦτο Κορίσκον : ἀλλαττόμενα δὲ σολοικίζει . καὶ ἐπὶ τῶν λεγομένων σκευῶν , ἐχόντων δὲ
, ὁ δὲ οὐλόμενον φαίνεται μέν , ἀλλ ' οὐ σολοικίζει . . . . τί γὰρ ἄν τις ὑπολάβοι
4300929 ἐφυς
. Τουτὶ μὰ Δί ' οὐκ ἐπεπύσμην . Ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας , ὃς
ἐπίστασαι φίλους . ἀμαθής τις εἶ θεὸς ἢ δίκαιος οὐκ ἔφυς . αἴλινον μὲν ἐπ ' εὐτυχεῖ μολπᾶι Φοῖβος ἰαχεῖ
4300592 ἀπατη
: εἰ δέ τι , ἡ κατάτασις . Ἡ δὲ ἀπάτη , ὅτι οἴονταί ποτε καταγέντων σπονδύλων , καὶ τὰ
καὶ πρὸς τὰ τυχόντα τῶν ἀφροδισίων ἔρως καὶ φλογμὸς καὶ ἀπάτη καὶ τοῦ προπετοῦς ἀβλεψία . Τὴν δὲ τετάρτην καὶ
4293167 σοφιη
, τοτὲ δ ' ἀλλοῖος χρόα γίνου . κρέσσων τοι σοφίη γίνεται ἀτροπίης . Μηδὲν ἄγαν ἄσχαλλε ταρασσομένων πολιητέων ,
κάματος ἀνάπαυσιν . . . σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη , καὶ σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐοντας . ξυνόν
4290578 ἀναιδεια
ἀπολιπεῖν Αἰδῶ καὶ Νέμεσιν . τούτων γὰρ ἀπόπτωσίς ἐστιν ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος : ἀλλ ' οὗτος μέν ,
ἢ ἀναλέγεσθαι : ἐκ τοῦ πέμπω . . . . ἀναίδεια : παρὰ τὸ ἀναιδής ἀναίδεια : τὸ δὲ ἀναιδής
4288776 νοωι
οὔτ ' ἐπιδερκτὰ τάδ ' ἀνδράσιν οὔτ ' ἐπακουστά οὔτε νόωι περιληπτά . σὺ δ ' οὖν , ἐπεὶ ὧδ
ἡλίου αὐγαῖς † ὃν † σοφὸν σοφὰν λαβοῦσαν οὐκ ἐπέλπομαι νόωι δρυμοῖς ὀρείοις ὄργανον δίαν Ἀθάναν δυσόφθαλμον αἶσχος ἐκφοβηθεῖσαν αὖθις
4284655 ποιεεϲθαι
κάμνουϲι αἴϲθηϲιϲ γίγνηται , ὄξοϲ παραχέειν . χρὴ δὲ ἐνεργὸν ποιέεϲθαι ἐϲ πολλὸν τὴν θερμαϲίην τῶν ἐπιπλαϲμάτων διαρκέειν : κρέϲϲων
ὀρθίηϲ , ϲικύηϲ : τὰϲ δὲ ἀφαιρέϲιαϲ μὴ μέϲφι λειποθυμίηϲ ποιέεϲθαι : πρόκληϲιϲ γὰρ τοῦ πάθεοϲ λειποθυμίη . ἀρτηρίαϲ τάμνειν
4282572 ἀποπληξιη
, πυρετὸς ὡς ἐπιτοπολὺ καὶ χολῆς ἔμετος ἐπιγίνεται , καὶ ἀποπληξίη σώματος , καὶ ὀλέθριοι οἱ τοιοῦτοι . Τῶν ῥηγνυμένων
, πρόϲθεν μοι λέλεκται . ἢν δὲ νεηνίηϲ , ἀϲθενὴϲ ἀποπληξίη πέλει , ἰῆϲθαι μὲν οὐ ῥηΐδιον , πειρῆϲθαι δὲ
4279342 ἀλκιμῳ
, ὡς ἐν τούτοις , δεινόν γε τὴν μὲν μυῖαν ἀλκίμῳ σθένει πηδᾶν ἐπ ' ἀνδρῶν σώμαθ ' , ὡς
; τηλόθεν γὰρ ᾐσθόμην βοὴν Ἀτρειδῶν τῷδ ' ἐπ ' ἀλκίμῳ νεκρῷ . Οὐ γὰρ κλύοντές ἐσμεν αἰσχίστους λόγους ,
4275090 ὀνομαζομαι
τὴν νίκην προςαγορεύομαι : καὶ δύσνους ὁ τὴν ἐλευθερίαν προξενήσας ὀνομάζομαι : καίτοι προςῆκον ἦν χρωμένους αὐτῷ παρὰ τοὺς νόμους
, ἡ ἀμαθία , ἡ ἀναισχυντία πρῶτον μὲν οὐκέτι Ποθεινὸς ὀνομάζομαι , ἀλλ ' ἤδη τοῖς Διὸς καὶ Λήδας παισὶν
4265245 ἐγχωρησαι
ᾄδοντος ἤκουσα : καὶ ἔτι σὺν ἄρθρῳ . ὅπερ ἀδύνατον ἐγχωρῆσαι ἐν ὑποτακτικῷ , λέγω κατὰ ἑνικὴν σύνταξιν : ἑτέρου
μή ; Τῶν ἀμφισβητησίμων δήπου : ἢ οἴει ἄν σοι ἐγχωρῆσαι εἰπεῖν ἃ νυνδὴ εἶπες περὶ αὐτοῦ , ὡς βλάβη
4257187 ἀργος
ἄγαλμα Ἀθηνᾶς πεποίηται . Γυθίου δὲ τρεῖς μάλιστα ἀπέχει σταδίους ἀργὸς λίθος : Ὀρέστην λέγουσι καθεσθέντα ἐπ ' αὐτοῦ παύσασθαι
τοῦ κατηνάλισκε , κατήσθιε , καὶ διὰ . . . ἀργὸς ἦν . : Ἀττικοὶ δὲ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν ἀρσενικῶν
4250527 αἰνειν
Οὐρανίας καινὸς θεράπων : ἐθέλει δὲ γᾶρυν ἐκ στηθέων χέων αἰνεῖν Ἱέρωνα . Βαθὺν δ ' αἰθέρα ξουθαῖσι τάμνων ὑψοῦ
ὀλίγην ναῦν , ἀλλὰ μεγάλην παρασκευάζεσθαι : τὴν δὲ ὀλίγην αἰνεῖν οὕτω λέγει , ὡς εἰώθαμεν λέγειν χαίρειν ἐᾶν τὴν
4249290 εὐπειθης
] ὁ περὶ τὴν ὁρμὴν καὶ ἀφορμήν : ἵν ' εὐπειθὴς τῷ λόγῳ , ἵνα μὴ παρὰ καιρόν , μὴ
τὸ πρέπον ἔχοι . καὶ ἐὰν μέν τις τοιούτοις παραμυθίοις εὐπειθὴς γίγνηται , εὐήνιος ἂν εἴη : ὁ δὲ δυσπειθὴς
4243249 βραδεων
παχέων ἐπικρατούντων , ἐρρῶσθαι ἔτι λέγει τὴν ζωτικὴν δύναμιν . βραδέων δ ' αὖ τε καὶ μικρῶν καὶ ἀμυδρῶν ,
μὴ ὀροφήν . Ἄκισσος μετ ' Ἀνθεστήρια : ἐπὶ τῶν βραδέων . Ἄκρῳ ἅψασθαι δακτύλῳ : ἐπὶ τῶν οὐκ ἀκριβῶς
4240147 ἀμβλυς
δ ' ἐγγὺς ἠοῦς ἡνίκ ' οὐδέπω φάος οὐδ ' ἀμβλὺς ὄρθρος ἀμφὶ ἄνακτας ἀναρσίας ἀπροσδόκητοι καὶ ἄνοπλοι πορθούμεθα αὐτοφρόνων
μῶλος μωλύς . καὶ κατὰ στέρησιν ἀμωλύς : καὶ συγκοπῇ ἀμβλὺς πλεονασμῷ τοῦ β . Αὖρα , παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν
4239270 ἠθει
κατ ' εἰρωνείαν λέγει : γράφεται καὶ κεκτημένος : ἐν ἤθει ταῦτα λέγει εἰρωνικῶς : τὴν συγγένειαν : ἀντιλάζυσθαι :
ἀλλὰ λαβὼν ἄπει τὰ σαυτοῦ . καὶ τὰ λοιπὰ ἐν ἤθει χρηστῷ διεξελθὼν τελευτῶν ἐπιτίθησι : ταῦτ ' ἐμοῦ προκαλουμένου
4236660 βαρυς
, ὁμόφωνος τῶι πάθει , τοῦ δὲ κυρίου τῆς πόλεως βαρύς , ὡς τὸ κόντος καὶ πόντος . . .
: πορνεία . Ἶρις : ὄνομα θεᾶς . Βριθύς : βαρύς . Πορίζω : δίδωμι . Πινδαρικός : ὄνομα κτητικὸν
4231775 βαρυθει
: ὀρφανοὶ κατὰ μητέρα * ἐξεγένοντο : ἐγεννήθησαν οἵη γὰρ βαρύθει : μόνη γὰρ βαρύνεται ὑπὸ τῷ κυήματι τῆς γαστρός
ὀξείῃς ὀδύνῃσιν ἐλήλαται , οὐδέ μοι αἷμα τερσῆναι δύναται , βαρύθει δέ μοι ὦμος ὑπ ' αὐτοῦ : ἔγχος δ
4226064 ἀμορφος
τοῦ ὕδατός ἐστί τινα πρότερον ἐξ ὧν γέγονεν , ὕλη ἄμορφος καὶ ἀνείδεος . . . . . . .
σώματος μαρανθῶσιν οἱ λόγοι καί σοι φανῶ δι ' ἀμφοτέρων ἄμορφος . Ἀδικεῖς καὶ σαυτὸν κἀμὲ σιωπῶν , ἐμὲ μὲν
4219518 θαρραλεος
δὲ ἀνὴρ ἐν συνθέσει , κατὰ λόγον ἐπαινετὸν , ὁ θαρραλέος καὶ μὴ ψυχρὸς εἰς ἔργον . . θερμοῖς ]
Ὅμηρος αὔρας ἢ ἀνέμου παῖδα . ἀνύποπτος , ἄφοβος , θαρραλέος . μεμελετηκὼς καὶ πρὸς ἄναντες ἀναθεῖν καὶ πρὸς κάταντες
4218065 εὐπρεπης
λίθους : ἡ ἑτέρα δὲ μάλα εὐπρόσωπος καὶ τὸ σχῆμα εὐπρεπὴς καὶ κόσμιος τὴν ἀναβολήν . Τέλος δ ' οὖν
κακοδαίμων , ψιλὸς οὖν στρατεύσομαι . Μὴ φροντίσῃς : ὡς εὐπρεπὴς φανεῖ πάνυ . Βούλει θεᾶσθαι σαυτόν ; Εἰ δοκεῖ
4210993 γελοιος
, ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν : ἀθετεῖται ὅτι γελοῖος , εἰ ἡ μελία ἐπετήδευσε μὴ ἀποτεμεῖν τὸν ἀσφάραγον
καὶ τί λέγουσιν ἕκαστον ὁρίζονται : ὁ δὲ μηδὲν συνιδὼν γελοῖος ἂν εἶναι δόξειεν ἐπιζητῶν τί ἐστι γραμμὴ καὶ τῶν
4201703 ἀσφαλης
. ἀσφαλής : ἑδραῖος : ἀπὸ τοῦ σφάλλω σφαλὴς καὶ ἀσφαλής ' . . . . ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ
συνάπτοντας αὐχένας τῶν ὀρῶν ἀπολείπειν τοὺς παραφυλάττοντας , ἵν ' ἀσφαλής σφισιν ἡ ἀνακομιδὴ γίγνηται . ταῦτα δ ' εἰρήσθω
4198214 βασκανος
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου
4194002 εὐφωνος
, εὐμενεῖς , ἐκλυσσῶντας . ἀπὸ δὲ φωνῆς φώνημα , εὔφωνος , ἄφωνος , ἔμφωνος : Φίλιστος δὲ καὶ δίφωνον
. Κλεόκριτος δὲ ὁ τῶν μυστῶν κῆρυξ , μάλ ' εὔφωνος ὤν , κατασιωπησάμενος ἔλεξεν : Ἄνδρες πολῖται , τί
4188945 πεπεδηται
τοῦ οὔτε : τὸ γάρ κε ἀντὶ τοῦ τε . πεπέδηται : δεδέσμηται . Γόμφοισιν : ἥλοις , καρφίοις :
κρατήσει . συνοχῇ : κρατήσει . πεπέδηνται : δεδέσμηνται . πεπέδηται : πέπηκται , ἢ δεδέσμηται . Ὡς δ '
4181872 ἀμεινων
ὁρμῆσαι . * τοῦ δ ' οὔ τι νεώτερος ἄλλος ἀμείνων | σπέρματα δάσσασθαι : τὸ μὲν σπέρματα δάσσασθαι δηλοῖ
τῷ μὰ Δία ὑπερουρανίῳ , ὃς οὐκ ἀρετὴν ἔχει , ἀμείνων δ ' ἐστὶ ταύτης : ὅθεν ὀρθῶς ἄν τις
4179670 ἐμοιγ
ἔφη , ὦ Θεοδότη , ἔστι σοι ἀγρός ; Οὐκ ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἀλλ ' ἄρα οἰκία προσόδους
τι καινὸν ἕλοιτο πόσις λέχος , ἦ μάλ ' ἂν ἔμοιγ ' ἂν εἴη στυγηθεὶς τέκνοις τε τοῖς σοῖς .
4177949 κολαξ
τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν , κονιορτὸς ἀναπέφηνεν : ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ , λέμβος ἐπικέκληται : τὰ πόλλ ' ἄδειπνος
οὐ τὰ σώφρονα συμπόσια συνάγουσι : τοῖς δ ' ὁ κόλαξ πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῶκον . ἔτι δὲ ὁ μὲν
4176572 ἀνημερος
τοῦ τρόπου . ΓΘ ἄγροικος : ἄγριος καὶ σκληρὸς καὶ ἀνήμερος καὶ τραχύς : ἢ ἀφελής . ἀκράχολος δέ ,
φθείρεται ? [ ] διὰ τὴν συνοῦσαν [ Ι ] ἀνήμερος [ ος ] # ? εἶναι καὶ [ νδε
4175858 ἀτρεκης
αὐτὸ Ἀρριχίων ἐπαποθανὼν τῇ νίκῃ καὶ στεφανοῖ αὐτὸν οὑτοσὶ Ἑλλανοδίκης ἀτρεκὴς δὲ προσειρήσθω διά τε τὸ ἐπιμελεῖσθαι ἀληθείας διά τε
καὶ Ἠλεῖος , Ἑλλανοδίκης καὶ τῶν ἐκεῖσε ἀγωνιζομένων Ἑλλήνων κριτὴς ἀτρεκὴς καὶ ἀληθὴς καὶ ἀπροσωπόληπτος , βάλῃ καὶ τίθησι περὶ
4174350 ἀποιητον
μᾶλλον ἔργου τεχνικοῦ κατεσκευασμένος . πεποίηται γὰρ αὐτῷ τοῦτο τὸ ἀποίητον καὶ δέδεται τὸ λελυμένον καὶ ἐν αὐτῷ τῷ μὴ
παντὸς ἔργου μᾶλλον τεχνικοῦ κατεσκευασμένος : πεποίηται γὰρ αὐτοῦ τὸ ἀποίητον καὶ δέδεται τὸ λελυμένον , καὶ ἐν αὐτῷ τῷ
4169022 Μυστηριον
ἐν τοῖς ἄστροις ἡ Ἠριγόνη . Τὸ δὲ λέγειν , Μυστήριον ὑμῖν αἰσχρὸν ταῦτα ἐποίησε , οὐ περὶ τοῦ Ἰκαρίου
διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον ἐμπιῶν βίᾳ . Μυστήριον : κατὰ τὸ μύειν κατ ' αἴσθησιν νοῦ ,
4168675 αὐθαδης
ἄψ γέγονεν ἐκβολῇ τοῦ ψ ' . . . . αὐθάδης : αὐτάρεσκος , θυμώδης : εἴρηται ὁ ἑαυτῷ ἁδῶν
ἐνδείξασθαι τὸ παραστάν . ἡ δὲ τῶν ποιητῶν τέχνη μάλα αὐθάδης καὶ ἀνεπίληπτος , ἄλλως τε Ὁμήρου , τοῦ πλείστην
4168077 καταγελως
ἐγχανεῖν παρ ' Ἀριστοφάνει . ἐκ τούτου δὲ καὶ ὁ κατάγελως καταχήνη εἴρηται παρὰ τοῖς κωμικοῖς . καὶ χάνος δὲ
μεγάλου γράφονται , οἷον φιλόγελως , κλαυσίγελως , ἀκρατόγελως , κατάγελως : κατάγελος δὲ ὁ τόπος ὁ ἔχων ἀγέλας διὰ

Back