, σόφισμα . φρόντισμα λέγεται τὸ θεώρημα τῶν φιλοσόφων , μελέτημα τὸ τῶν ῥητόρων , σχόλιον τὸ τῶν γραμματικῶν .
ὁδοὺς βαδίζειν , ὅσαι τραχεῖαι αὐτῶν : ἀγαθὸν γὰρ τὸ μελέτημα ἐς τὸ πῆξαι τοὺς πόδας ταῖς κυσίν . ἔπειτα
6786140 οἰνοφορον
ἔθος Σπάρτηι μελέτημά τε κείμενόν ἐστι : πίνειν τὴν αὐτὴν οἰνοφόρον κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα ,
Ξενοφῶν , κεράμιον , ἀμφορεύς ἀμφορίσκος , σταμνίον , ἀγγεῖον οἰνοφόρον ὑάλου ἢ κεράμου πεποιημένον , πίθος ἢ πιθάκνη :
4717673 ὀῤῥωδες
ὑπὸ τῆς φύσεως ἀνθ ' ἑνός ; ἐπειδὴ ὑπεραίρει τὸ ὀῤῥῶδες περίττωμα τῶν ἄλλων περιττωμάτων , χρεία δ ' αὐτοῖς
φέρονται δὲ καὶ ἀπὸ τῆς καρδίας ἀρτηρίαι ἐμβάλλουσαι καὶ αὗται ὀῤῥῶδες περίττωμα καὶ θερμότητα , ἵνα θερμαίνονται ὑπ ' αὐτῶν
4694911 εἰκονιον
δαίμων , δαίμονος , δαιμόνιον : εἰκὼν , εἰκόνος , εἰκόνιον : χελιδὼν , χελιδόνος , χελιδόνιον . Τὰ διὰ
, γράφων οὕτως : καὶ τὸ Κοττίνας δὲ τῆς ἑταίρας εἰκόνιον , ἧς διὰ τὴν ἐπιφάνειαν οἴκημά τι λέγεται καὶ
4687647 δρυινον
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου
4651259 ἀλεισον
, . Ο . . τοὔνεκα σοὶ προτέρῳ δώσω χρύσειον ἄλεισον . ἐχρῆν ὀρθοτονεῖν τὴν σοί . Ζηνόδοτος δὲ τοὔνεκά
δ ' ἐμοὶ αὐτῷ : τοὔνεκα σοὶ προτέρῳ δώσω χρύσειον ἄλεισον . ” ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει δέπας ἡδέος
4612258 δηλουν
καὶ θρέψαι : περὶ οὗ τὰ κατὰ μέρος μέλλοντας ἡμᾶς δηλοῦν ἀναγκαῖον ἀναλαβεῖν μικρὸν ἀνωτέρω τὴν διήγησιν . Μυθολογοῦσι γὰρ
ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ φησὶν , ὅτι γῶ ἐστὶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ δέχομαι , καὶ λαμβάνω . ὅθεν καὶ γωρυτὸς
4559047 ἀνεῳγε
ἐπεισόδῳ τοῦ ε ἠνέῳγον , τὸ τρίτον ἠνέῳγε καὶ συστολῇ ἀνέῳγε : ἐπιθήματα κάλ ' ἀνέῳγεν . ἀπὸ δὲ τοῦ
„ ἀνέῳγεν ἡ θύρα „ , τῶν παλαιῶν λεγόντων ” ἀνέῳγε τὴν θύραν ” . . . . λουτροφόρος καὶ
4530604 ὑποκοριστικον
μείλιον τρύβλιον . τὸ δὲ θηρίον ἔχει τὸ Η καὶ ὑποκοριστικόν ἐστιν . ἔτι τὸ βιβλίον καὶ σμιλίον . Τὰ
καθὼς καλαμίσκος καὶ πυργίσκος , ἀγνοοῦντες ὅτι , εἰ ἦν ὑποκοριστικόν , ἔδει διὰ τοῦ κ ἐκφέρεσθαι . τὸ δὲ
4519904 προπαροξυνειν
ἐντερόνεια δὲ τούτῳ τῷ λόγῳ ὤφειλε συστέλλειν τὸ α καὶ προπαροξύνειν . οὕτω γὰρ τὴν ἐντεριώνην Ἀριστοφάνης ἐν τοῖς Ἱππεῦσιν
τῆς προεδρίας . ἅθροοι καταρρέοντες : ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . προπαροξύνειν δὲ δεῖ τὸ ὄνομα καὶ δασύνειν τὴν πρώτην συλλαβὴν
4512763 ἀγκωνη
. . . , . ἀγκοίνη : ἀπὸ τοῦ ἀγκών ἀγκώνη καὶ ἀγκοίνη . . . . , . ἄγκιστρον
εἰς ω , ὦμος . ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι , καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι
4498840 σαρκιον
κέχηνε δὲ τῇ διαστάσει τῶν περικειμένων ὀστράκων , καὶ προτείνει σαρκίον ἐξ ἑαυτῆς οἱονεὶ δέλεαρ τοῖς παρανηχομένοις τῶν ἰχθύων .
τοῦ λίθου , τηνικαῦτα τῆς ἐπιθυμίας ἀπέστη καὶ προβαλλόμενος τὸ σαρκίον ἐπλησίασεν . τῆς πράξεως ταύτης μνημονεύει καὶ Ἄλεξις ὁ
4442468 φησθα
φῆρα . φῆσθα λέγεις : “ εὖ δὴ ταῦτά γε φῆσθα , γέρον φίλε . ” ἄνευ δὲ τοῦ ι
τοὺς φῆρας εἴρηκεν , οὐδέποτε δὲ τὸν λέοντα φῆρα . φῆσθα λέγεις : “ εὖ δὴ ταῦτά γε φῆσθα ,
4431664 κεφαλωτον
Μηνὶ Αὐγούστῳ σπείρεται ἔντυβον , καὶ σευτλομόλοχον , καὶ γογγύλιν κεφαλωτόν , καὶ γογγύλιν πρώιμον εἰς γογγυλοσπάραγον , καὶ κραμβὶν
γένηται τοῦτο , δεῖ ὀνοματοθετῆσαι καὶ ἀντὶ τοῦ ζῴου εἰπεῖν κεφαλωτόν , ἀντὶ τοῦ πλοίου πηδαλιωτὸν καὶ ἀντὶ τοῦ ὄρνιθος
4411554 κολλυραν
. τοῦ δὲ ΚΟΛΛΥΡΑΣ καλουμένου ἄρτου Ἀριστοφάνης ἐν Εἰρήνῃ : κολλύραν μεγάλην καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ ' αὐτῇ . καὶ
ἐγὼ εὖ πράξας ἔλθω πάλιν , ἕξετ ' ἐν ὥρᾳ κολλύραν μεγάλην καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ ' αὐτῇ . Καὶ
4393693 θελητον
τοῦ ἐθέλειν , ἐπιτάσει τοῦ α . αἱρετὸν γὰρ καὶ θελητὸν ὁ ἄεθλος καὶ τὸ ἄεθλον . Ἐνταῦθα δὲ ἄεθλά
τοῦ ἐθέλειν , ἐπιτάσει τοῦ α . αἱρετὸν γὰρ καὶ θελητὸν ὁ ἄεθλος καὶ τὸ ἄεθλον . Ἐνταῦθα δὲ ἄεθλά
4372479 ἐμφερεστατον
× – ˘ – × ] ν ? ⋮ βίοτον ἐμφερέστατον ? [ × – ˘ – × ⋮ ]
, ἡ ὁμωνυμοῦσα κόγχη , πυρὸς δὲ τὸ κόκκινον : ἐμφερέστατον γὰρ φλογί . πάλιν γε μὴν Αἴγυπτον ἀφηνιάσασαν ,
4363147 πηξαι
φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἄνωγε πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς . ἀλλ
ἀύτει , ἑλκέμεναι μεμαώς , κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς , κακῶς
4356559 δασυνουσι
περὶ Ἐρατοσθένην ἀντὶ τοῦ ἔφη δὲ οὗτος : διὸ καὶ δασύνουσι τὴν ἐσχάτην : ἐντετάχθαι γὰρ ἄρθρον τὸ ὅς .
περὶ Ἐρατοσθένην ἀντὶ τοῦ ἔφη δὲ ὅς . διὸ καὶ δασύνουσι τὴν ἐσχάτην : ἐντετάχθαι γὰρ ἄρθρον τὸ ὅς :
4334179 ἀσκημα
πίτυν , ἄλλο δὲ οὐδὲν προὔργου αὐτοῖς οὔτε δίδαγμα οὔτε ἄσκημα ἢ ὅσα φέρει εἰς τὸν στέφανον καὶ τὸ κήρυγμα
καῦμα , φλέγμα , σχῆμα , ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα ,
4333087 ἐντελες
τὸ ἠεράνεον . Χρὴ δὲ γινώσκειν , ὅτι τοῦ κυανοῦ ἐντελὲς τὸ κυάνεον : ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ κῦμα κυμάνεον
εἴρηται ἡ βουθυσία δηλοῦσα τὸν ὄγκον τοῦ μεγέθους καὶ τὸ ἐντελὲς τῆς θυσίας , ἣν ἑκατόμβην καλοῦσιν . ἐντελὴς δὲ
4308343 οἰκισαντας
. . . . ῥητορικὴ γραφή . Σαμοθρᾴκηφασὶ δὲ Σαμίους οἰκίσαντας αὐτὴν τὸ ὄνομα θέσθαι τοῦτο : καὶ ἔστι παρὰ
ἄν τις οὐ μικρὸν τεκμήριον τοῦ μὴ βαρβάρους εἶναι τοὺς οἰκίσαντας τὴν Ῥώμην . οὐ γὰρ ἂν Ἑλληνικοῖς ἐχρῶντο γράμμασιν
4296740 ἐνυγρον
θύμβραν λειήνας ἐν ὄξει καὶ ὕδατι , τοῦτο δίδου πίνειν ἔνυγρον , ἢ ὑοσκυάμου τὸν καρπὸν λεῖον , καὶ κλύζειν
καὶ ἀπέρχεσθαι , καὶ ἡ ὑστέρη καὶ τὸ σῶμα ἅπαν ἔνυγρον ὄν . Τουτέων ἕκαστα γινώσκειν ὧδε χρή . Ὁκοίης
4279452 συντετριμμενον
διαφέρει . κάταγμα ⌊ ⌋ μὲν ἐκτεταμένως τὸ κατεαγὸς καὶ συντετριμμένον , κάταγμα δὲ βραχέως τὸ τοῦ ἐρίου ⌊ ⌋
δὲ ἡ λέξις . κάταγμα μὲν ἐκτεταμένως τὸ κατεαγὸς καὶ συντετριμμένον : κάταγμα δὲ βραχέως τὸ τοῦ ἐρίου ἕλκυσμα .
4278317 ἀπεικασθεν
ὄναρ τὸ περὶ τῆς μάχης οὕτως ἐξηπάτησεν αὐτόν , Νέστορι ἀπεικασθέν . οὐ μόνον δὲ τῷ Νέστορι ὑπήκουε δοκοῦντι φρονιμωτάτῳ
τὰς εἰκόνας ἐπανάγοντα , ἐπεὶ μηδὲ ἄλλως ἦν γνῶναι τὸ ἀπεικασθέν , εἰ μὴ τῇ πρὸς τὸ αἴτιον τὸ παραδειγματικώτερον
4259363 ἀττικον
ἐπίρρημα χρονικόν . ὁλοτελῶς σεαυτὸν ] ἀπολεῖς ἐς κόρακας ] ἀττικόν : ἤγουν ἀπέλθῃς νὴ τοὺς θεούς ] λείπει τὸ
: τὸ “ κατακλινεὶς ” κοινόν , τὸ δὲ κατακλιθείς ἀττικόν . ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων : ἀντὶ τοῦ
4255708 Ἀττικον
τὴν κομψότητα τῆς λέξεως Γοργίου τοῦ ῥήτορος . ἧ . Ἀττικὸν τοῦτο , ἀπὸ τοῦ ἔα συνῃρημένον : σημαίνει δὲ
ὥσπερ [ τι μέλος προνόμιον πρὸ τῆς ἀγωνίας αὐτῆς | Ἀττικὸν ὑμῖν ἀποτείνω διήγημα . ἦν χρόνος , ὅτε Ἀθηναῖοι
4254239 φιλοζωον
ἀρσενικόν τε καὶ θηλυκόν . ἔστι δὲ εἶδος βοτάνης . φιλόζωον δὲ αὐτό φησι διὰ τὸ τὴν ῥίζαν ἔχειν στερεωτάτην
πρεσβύτου διάθεσις καὶ περὶ αὐτὸν σχολάζουσα φίλαυτον μόνον ἀποκαθίστησι καὶ φιλόζωον . Οὐκ ἐτὸς γὰρ καὶ ὁ παρὰ τῷ Εὐριπίδῃ
4251752 παφλαζον
ὁμοιότατον χαμαὶ ῥύπῳ λευκῷ : φέρεται δὲ κολπούμενόν τε καὶ παφλάζον , οἷαί εἰσιν αἱ δῖναι τῶν ζεόντων ἀναβολάδην ὑδάτων
δ ' ἔτνος τοὐν ταῖς κυλίχναις τουτὶ θερμὸν καὶ τοῦτο παφλάζον . γενναία : Βοιωτὶς δ ' ἦν ἐξ Ἀγχομενοῦ
4247302 ἑξαχως
πρώτῳ μοναχῶς , ἐν τρίτῳ τριχῶς , τὸ οὐ παντὶ ἑξαχῶς , ἐν πρώτῳ μοναχῶς , ἐν δευτέρῳ διχῶς ,
τῷ πλήθει . τέλει ] τοῖς ἄρχουσι . τὸ τέλος ἑξαχῶς λέγεται : σημαίνει γὰρ καὶ τὸ στρατιωτικὸν σύνταγμα ,
4240757 θερμαινον
ἂν οὖν μοι δοκοῖς εὑρεῖν ἄλλο φάρμακον δι ' ὅλων θερμαῖνον μᾶλλον πυρετοῦ : διὸ καὶ τῷ σπωμένῳ ἀγαθὸν τοῦτο
ἐντείνειν κωλύει , καὶ τὸ σῶμα ἀσθενὲς ποιέει . Λάπαθον θερμαῖνον διαχωρέει . Ἀνδράφαξις ὑγρὸν , οὐ μέντοι διαχωρέει .
4216621 σφακελιζειν
' οὗ καὶ ὀδυνήφατα φάρμακα Ὅμηρος . καὶ σφύζειν καὶ σφακελίζειν σφαδᾴζειν καὶ σφακελισμός , σφαδᾳσμός , καὶ ὅσα ἄλλα
ὕδωρ ἐπιγινόμενον ἀποκλύσῃ τὴν ἅλμην : τὸ γὰρ ἔφαλμα οἷον σφακελίζειν ἐστίν : φαίνεται δὲ καὶ ἄλλα χωρὶς πληγῆς πάσχειν
4214557 ἐνεργητικως
ἢ χωρίον . ἐλέγετο δὲ ὁ μὲν δοὺς τὸ ἀποτίμημα ἐνεργητικῶς ἀποτιμᾶν , ὁ δὲ λαβὼν ἀποτιμᾶσθαι . ὁ δ
ὥς φησιν Ἐρατοσθένης . τὸ δὲ ἀντέλλειν τὸ φύειν ἐνταῦθα ἐνεργητικῶς σημαίνει . πῆλε δὲ χεῖρας : οἷον : προσεπάλλετο
4200101 καττυμα
. ὁπότε δὲ ἐκ τούτων ἀρξάμενον ἐτόλμησε καττίτερον εἰπεῖν καὶ κάττυμα καὶ πίτταν , εἶτα ἀπερυθριᾶσαν καὶ βασίλισσαν βασίλιτταν ὀνομάζειν
] κατάστασιν λάβῃ . Γ αἱροῦσι ] λαμβάνουσι . Γ κάττυμα ] τομάτιον . Γ παρὰ σεαυτοῦ ] ἀπό ,
4192889 προπερισπωμενον
ἥσυχα δηλονότι . ὅταν μὲν ὡς ἐπίρρημα κέηται , ὀφείλομεν προπερισπώμενον ποιεῖν : ὅταν δὲ προστακτικῶς ἐκδιδῶται , ὡς μακρῶν
Τὸ δὲ εἴθε καὶ αἴθε παροξύνεται . τὸ χαμάζε δὲ προπερισπώμενον εὗρον , ἀλλ ' ἡ συνήθεια παροξύνει . Τὰ
4190013 τοξικον
χειρὸς ἀφιέμενον . τὴν ὀδύνην . τὴν ἀκίδα . τὸ τοξικὸν βέλος . τὴν τοῦ ποδὸς χηλήν . καὶ τὴν
καὶ ὄξει . [ Περὶ τοξικοῦ . ] Τὸ δὲ τοξικὸν δοκεῖ μὲν ὠνομάσθαι ἐκ τοῦ τὰ τόξα τῶν βαρβάρων
4181978 λειπειν
. ἅπαντα δὲ ταῦτα ϲυνεχῶϲ δεῖ ποιεῖν , ὡϲ μηδέποτε λείπειν τὸ φάρμακον τῷ πεπονθότι μορίῳ : ῥᾳδίωϲ γὰρ ὑπὸ
τοὺς Καρχηδονίους . καιρὸν εἰ φθέγξαιο : οἱ μέν φασι λείπειν τὴν κατά πρόθεσιν , ἵν ' ᾖ : κατὰ
4181729 σφαζεσθαι
βλάπτοντα τὰς φρένας . Κτῆνος : διὰ τὸ κτένεσθαι ἤγουν σφάζεσθαι . Κύων : εἰς τὸ κράζειν ὤν . Κάμηλος
τοῦ δὲ ἑνὸς λέγοντος , ὅτι οὐκ ἦν δίκαιον πρόβατα σφάζεσθαι διὰ τὸ φέρειν γάλα καὶ ἔριον , καὶ τοῦ
4180368 κρουειν
ξύμβουλον καὶ πάντα τοιοῦτον καθαρῶς ἀποφαίνεσθαι , καὶ μὴ διπλᾶ κρούειν , ὡς λόγος . καίτοι ὅταν ὁ τοῖς ἄλλοις
Γέλως συγκρούσιος : ὁ ἄκοσμος καὶ ἄτακτος . ἀπὸ τοῦ κρούειν τὰς χεῖρας . Γέρων ἐρινὸς εὐφρανεῖ τοὺς γείτονας :
4173728 περιστατον
καὶ μαρτυρεῖν ἠνάγκαζον , ἵνα τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ἔχῃ τῷ περίστατόν με ἐποίησαν . ἐν ἐνίοις δὲ παράστασιν γράφεται .
ἠνάγκαζον , ἵνα τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ἔχῃ τῷ ⌈ ⌉ περίστατόν με ἐποίησαν . ἐν ἐνίοις δὲ παράστασιν γράφεται .
4164791 προσωπις
δ ' ὁ προσωποποιός : καὶ ἔστιν εἰπεῖν πρόσωπον προσωπεῖον προσωπίς , μορμολυκεῖον , γοργόνειον . καὶ τὰ ὑποδήματα κόθορνοι
καὶ προσωπεῖον τὸ μορμολυκεῖον : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ προσωπίς . ἡ δὲ νέα κωμῳδία καὶ προσωποποιὸν εἴρηκεν ὃν
4162478 χιτωνιον
ἐμὲ δὲ ὁρῶν ἐκ τῆς κακοπαθείας ἔτι πονήρως ἔχοντα ἐνέδυσε χιτώνιον , τῆς θυγατρὸς ἀφελόμενος : ἐκείνη δὲ ἄλλο τι
τοῦ διανοήθητι . σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις . χιτώνιον τὸ τῆς γυναικὸς ἔνδυμα : ἐστὶ δὲ τοῦτο λεπτόν
4162237 ἀρεστον
. Τί δῆτα μέλλεις ; ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων ἀρεστὸν οὐδέν , μηδ ' ἀρεσθείη ποτέ : οὕτω δὲ
τῇ οἰκίᾳ , τὸ μὴ χαλεπαίνειν μηδὲ ῥήγνυσθαι οὐκ ἔστιν ἀρεστὸν τοῖς θεοῖς ; Πῶς οὖν τις ἀνάσχηται τῶν τοιούτων
4153693 λεξεσιν
ἀπαγγελίαν γίγνεται σεμνότης οὕτως , ὅταν τις ὀνοματικαῖς χρῆται ταῖς λέξεσιν ἀντὶ ῥηματικῶν , οἷον πλεονέκτημα , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι
ἔχειν τὰς ῥητὰς διατάξεις , ψυχὴν δὲ τὸν ἐναποκείμενον ταῖς λέξεσιν ἀόρατον νοῦν , ἐν ᾧ ἤρξατο ἡ λογικὴ ψυχὴ
4150809 προσηγορικον
εἴτε ἄρα πρόθεσιν αὐτῶν δεῖ τὸ ἡγούμενον καλεῖν , τὸ προσηγορικὸν ἐπικείμενον μόριον τὸ κλυτὰν ἀντίτυπον πεποίηκε καὶ τραχεῖαν τὴν
εἰκόνα ἔστησαν οἱ πολέμιοι ὁπότερον δὴ προσέλθοι πρόσωπον ὡρισμένον ἢ προσηγορικὸν , σώζουσι τὴν ἑαυτῶν δύναμιν : καὶ γὰρ ἐξὸν
4148097 Ὑστασπα
καὶ ὁ Ἀγλαϊτάδας εἶπε : Καὶ οἴει γε , ὦ Ὑστάσπα , γέλωτα περιποιεῖν ἐξ ἐμοῦ ; καὶ ὁ ταξίαρχος
γε τούτους ἐγὼ αὐτὸς παρέρχομαι : ἀλλ ' , ὦ Ὑστάσπα , τόδε μέμνησο , ὅτῳ ἂν ἡμῶν ὁ θεὸς
4147746 ἀνικητον
ἐλπίδας εἶχε κρατήσειν τῶν βαρβάρων : τὴν μὲν γὰρ Πυθίαν ἀνίκητον αὐτὸν ὠνομακέναι , τὸν δ ' Ἄμμωνα συγκεχωρηκέναι τὴν
χειμῶνα πλεῖστον ? ? ? ? [ καὶ ἴσως ] ἀνίκητον . ἔδοξεν οὖν πλεῖν : ἀσπασάμενοι [ ] τοίνυν
4121598 συναλειφειν
. Λίτρον αἰγύπτιον καὶ κορίανον καὶ κύμινον τρίβοντα σὺν ἀλείφατι συναλείφειν . Ὅσα θνήσκει , ἀνάγκη γονίμῳ ἡμέρῃ , καὶ
καὶ τὸ χρέως . ἔστι δὲ αὐτοῖς σύνηθες καὶ τὸ συναλείφειν ἐνίοτε καὶ ἀντὶ δύο ποιεῖν μίαν συλλαβήν , τὸ
4120823 μηλον
. ” τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον εἴσῃ ἀναγνοὺς τὸ μῆλον . Φέρ ' ἴδω τί καὶ βούλεται . “
πεπόνων ; τοιοῦτ ' ἔχει τὸ μέτωπον . Νίκανδρος : μῆλον ὃ κόκκυγος καλέουσι . Κλέαρχος δ ' ὁ περιπατητικός
4115081 ἐπισχοντι
τοῦ δεξιοῦ ὥσπερ ἀστραπὴν ἐκλάμπειν ἐδόκει : οὐ πολὺ δὲ ἐπισχόντι , ὀδύνη ἐς κρόταφον τὸν δεξιὸν ἐγένετο δεινὴ ,
τὰ πολλὰ ὥσπερ ἀστραπὴν ἐδόκεεν ἐκλάμπειν : οὐ πολὺ δὲ ἐπισχόντι ὀδύνη ἐς τὸν κρόταφον τὸν δεξιὸν ἐνεστήκει δεινὴ ,
4103367 σχετλιαστικον
ἐν Πύλῳ ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . Ἰατταταιάξ ] ἐπίρρημα σχετλιαστικόν . τῶν κακῶν ] ἕνεκα . Παφλαγόνα : τὸν
, ἀντὶ τοῦ ἐλθέ , καὶ ἐντεῦθεν τὸ ἰού τὸ σχετλιαστικόν . ὀξύνονται δὲ κατὰ τὸν κανόνα : πᾶσα δίφθογγος
4101469 ἀντεξεταζειν
τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ποιεῖν , καὶ μήτε ποίησιν ἀντεξετάζειν ἑτέρᾳ ποιήσει μήθ ' ἱστορικὴν σύνταξιν ἑτέρᾳ συντάξει μήτε
γενόμενον , ὡς ἀδίκημα τὸ ἔγκλημα καθαιρεῖν καὶ πρὸς ἕτερον ἀντεξετάζειν , ὡς οὐ μέγα καὶ ἕτερον μικρότερον : ἐροῦμεν
4092932 ἀπεριττως
εὐτελείαι εἰς παροιμίαν κεῖται τὴν λέγουσαν Ἴκκου δεῖπνον ἐπὶ τῶν ἀπερίττως δειπνούντων . . . . Ἴκκος . . .
συνησκη - μένος , τὸ δὲ ἀφελείᾳ λόγου βραχέως καὶ ἀπερίττως ῥηθὲν τοῦ μὲν εἰπόντος ἀπόφθεγμα γίνεται , τοῦ δὲ
4091388 ξανιον
καὶ ἔντροπον , χρυσᾶ καὶ ἐπίχρυσα πάντα . τὸ δὲ ξάνιον ἦν μὲν καὶ αὐτὸ χρυσοῦν , κεφαλῇ κόσμος :
τῶν ἀμπέλων ἐπίτραγοι . τῶν δὲ μαγειρικῶν καὶ ἐλεόν , ξάνιον , ἐπίξηνον , τράπεζα μαγειρική , ἣν οἱ νεώτεροι
4088111 στλεγγις
ἄντροις ἄλυχνος , ὥστε θήρ , μόνος . στλεγγιδοποιός , στλεγγίς , ἀποστλεγγίσασθαι , ἀπεστλεγγισμένος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερόν
ἑστιῶνται . στίγων : ὁ στιγματίας . Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις . στλεγγίς : ἡ ξύστρα , καὶ στλεγγιζόμενος : ἀποξυόμενος .
4085767 κιβδηλον
ὡς πλείω ἔστι μοι τῶν ὄντων , ἐπιδεικνύς τε ἀργύριον κίβδηλον [ δηλοίην σε ] καὶ ὅρμους ὑποξύλους καὶ πορφυρίδας
μοχθηρῶν ἡ ἀπάτη : καὶ δόκιμον μὲν ἡ δίκη , κίβδηλον δέ τι ἡ ἀπάτη : καὶ ἰσχυρὸν μὲν ἡ
4083763 καρανον
ἔχουσαν , ἐν ᾗ ἐνῆν καὶ τάδε : Καταπέμπω Κῦρον κάρανον τῶν εἰς Καστωλὸν ἁθροιζομένων . τὸ δὲ κάρανον ἔστι
οὐκ ἔστιν εὑρεῖν : διὸ τὸ μὲν κάρα ἀπὸ τοῦ κάρανον ἀποκεκόφθαι φαμέν : τὸ δὲ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον
4081519 ἑνοποιον
καὶ δοκοῦσι πολλὰ εἶναι , ἕν τι ὑπάρχουσι διὰ τὴν ἑνοποιὸν αὐτῶν δύναμιν , καὶ λοιπὸν ἀπόρροιαι ἐκεῖθεν ἐρχόμεναι καὶ
εἶναι . καὶ γὰρ τῶν ἀριθμῶν ἕκαστος ἕν τι : ἑνοποιὸν μὲν γὰρ τὸ ἓν αὐτό , διχοποιὸς δὲ ἡ
4080261 πεπεμμενον
ὃ δι ' ὄλου ἀεὶ ὅμοιον οὐρεῖται καὶ μὴ σήμερον πεπεμμένον , τῇ δ ' ἑξῆς ἄπεπτον . καὶ ὃ
τοῦ σώματος . Ἁλμυρὸς δὲ ὅτι ἄπεπτος , τὸ δὲ πεπεμμένον γλυκὺ , τὸ δ ' ἐπιπολῆς ὑδατῶδες ὥσπερ τὸ
4075590 ἀμαρακινον
τὰς μὴ φυσικάς . Κεφαλαλγῆ δὲ τῶν μὲν πολυτελῶν τὸ ἀμαράκινον καὶ τὸ νάρδινον καὶ μεγαλεῖον , τῶν δ '
τ ' ἴρινον , καὶ τὸ νάρδινον , καὶ τὸ ἀμαράκινον ἐκ τοῦ κόστου . ὅτι δὲ διὰ σπουδῆς ἦν
4073854 προσφατον
τῶν δὲ ἄλλων ὁκόσον δοκέει καιρὸς εἶναι . Στέαρ συντήξας πρόσφατον , ἀποχέας ἐς ἕτερον χυτρίδιον , καὶ τῆς μολυβδαίνης
καὶ λύει τοῦτο λέγων ὅτι ἡ κρᾶσις ἡ ποιήσασα τὸ πρόσφατον χρῶμα καὶ τὸ ἐκ γενετῆς ἐποίησεν , οἷον ὡς
4068648 ὁριστικον
ἀπ ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους : ἐπειδὴ μὴ ἐμπέπτωκε τὸ ὁριστικόν : πρὸς ἃ ὁ φεύγων τῇ διανοίᾳ χρήσεται ,
πατρίδα τοῖς πολεμίοις ὑποχείριον ποιῆσαι . Ἐπειδὴ μὴ ἐμπέπτωκε τὸ ὁριστικόν . Γνωστέον τοῦτο , ὅτι ὅταν μὴ ἐμπέσῃ τὸ
4059845 συντασσεσθαι
δεῖ ἐν ταῖς ἀναλύσεσι τῶν τοιούτων συλλογισμῶν τῷ μέσῳ ὅρῳ συντάσσεσθαι ἀλλὰ τῷ πρώτῳ , τουτέστι τῷ μείζονι καὶ κατηγορουμένῳ
ἐκ δὲ ἀντωνυμικοῦ τοῦ ἐμοί καὶ τοῦ οἴ ἢ ὦ συντάσσεσθαι , πειρώμενοι πρῶτον μὲν ἐκ τῆς φωνῆς , ὡς
4047491 ἐσχηματισμενον
δὲ πλάσις τῶν πραγμάτων ἐνήλλαξε , καὶ τὸ μὲν ἐποίησεν ἐσχηματισμένον , τὸ δὲ ἀπ ' εὐθείας : καὶ ἀφέντες
ἀξιοῖ , ὁμοίως μὲν ἡ στάσις ἡ αὐτὴ μένει : ἐσχηματισμένον δὲ γίνεται τὸ ζήτημα : οὕτως οὖν ἡ τῶν
4041999 ἐπικεκλασμενον
καὶ βάσκα - νος : εἰ δὲ καὶ τὸ σῶμα ἐπικεκλασμένον , φειδωλὸς καὶ φιλάργυρος . Κλεῖδες συμπεφραγμέναι οὐκ εὐαίσθητον
σκολιόβουλοι . ἀγκύλον : ἐπικαμπές , στρεβλόν , σκολιόν , ἐπικεκλασμένον . ἀγναπτότατος αὖος βάτος : ἐπὶ τοῦ σκληροῦ καὶ
4040980 παρεχουσαν
πρὸς μέρος ἰδιάζουσαν κατὰ δόξαν καὶ τέχνην καὶ πάλιν τὴν παρέχουσαν ἰδίαν ἐπιστήμην , ποὶ μὲν πλοαὶ πεφύκασι , ποὶ
κατοικίαν ἔχον τρισχιλίων σχεδόν τι καὶ χώραν ἱερὰν εὔκαρπον , παρέχουσαν πρόσοδον ἐνιαύσιον ταλάντων πεντεκαίδεκα τῷ ἱερεῖ : καὶ οὗτος
4040775 παραβαλλειν
ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου ὅσον παρελθεῖν τινα , ἢν
παροιμίαν παρήχθη ὁ λόγος : ἠλίθιον γὰρ τὸ τῷ ἡλίῳ παραβάλλειν τοὺς σικύους . . . . . . :
4035826 πηδαλιωτον
καὶ δυνάμει μέν εἰσι ταῦτα τὰ προρρηθέντα , κεφαλωτόν , πηδαλιωτὸν καὶ πτερωτόν , ἐνεργείᾳ δὲ ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ
καὶ ἀντὶ τοῦ ζῴου εἰπεῖν κεφαλωτόν , ἀντὶ τοῦ πλοίου πηδαλιωτὸν καὶ ἀντὶ τοῦ ὄρνιθος πτερωτόν : τότε γὰρ πρὸς
4029011 Ὀδυσσευσι
Ἄρχιππος Ἰχθύσιν , ὡς πρόκειται . τὴν δὲ γενικὴν Κρατῖνος Ὀδυσσεῦσι : τέμαχος ὀρφὼ χλιαρόν . ΟΡΚΥΝΟΣ . Δωρίων ἐν
. ὅτι τοὺς πέπονας Κρατῖνος μὲν ΣΙΚΥΟΥΣ σπερματίας κέκληκεν ἐν Ὀδυσσεῦσι : ποῦ ποτ ' εἶδές μοι τὸν ἄνδρα ,
4027528 κεχρισθαι
ὑπ ' ἐλαίου διὰ τῆς ει διφθόγγου . τὸ δὲ κεχρίσθαι , τὸ σημαῖνον τὸ πεπλῆχθαι , διὰ τοῦ ι
καὶ σὺν τῇ προθέσει ἐγκεχρίσθαι . διαφέρει τῇ γραφῇ τὸ κεχρίσθαι τὸ πεπλῆχθαί τε καὶ ὑπ ' ἐλαίου κεχρεῖσθαι .
4013250 ἐπιφθεγγονται
μέσα χροιισθεῖσαι : ἃ κρίνα , λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἳ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ
κρόκῳ μέσα χροιισθεῖσαι , ἃ κρίνα λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἱ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ
4009907 ὑποξανθον
ῥίζαν λεπτήν , ἐπ ' ἄκρου κορυφὴν ἔχουσα στρογγύλην , ὑπόξανθον , ὀποῦ μεστήν . Χρυσοκόμη : ῥαβδίον σπιθαμιαῖον ,
τοιούτῳ οὐροῖτ ' ἂν οὖρον τῇ μὲν χροιᾷ ὑπόπυρρον ἢ ὑπόξανθον , τῇ δὲ συστάσει σύμμετρον καὶ ἀναλογίαν ἔχον τῇ
4005422 μολυνει
κατὰ τὸ συναμφότερον γινομένη ῥῆξις οὐ μόνον ἐπὶ τὰ ἐντὸς μολύνει τὸ ἔμφυτον θερμόν , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τὰ ἐκτὸς
ἰσχυρῶς , παραμένως . ἐρεύθει : βάπτεται , καταβάπτει , μολύνει . Λιχμάζων : ἐσθίων , λείχων . αἰχμάζων :
4003079 ἀλετριβανος
δήνεα . . . , : δοῖδυξ : ὁ καὶ ἀλετρίβανος . ῥῆμά ἐστι δαδύσσω : δαίω γὰρ τὸ μερίζω
φησί : καὶ αὐτὸς δὲ ἐν τούτοις φησίν ἀπόλωλεν Ἀθηναίοις ἀλετρίβανος . ῥητέον οὖν ὅτι τὸ “ ἐσθίει ” ἀντὶ
4001654 κιρρον
γὰρ αἴτιος καὶ ἀγαθῶν δομάτων . τὸν δὲ τοῦ Ἄρεος κιρρόν : πυρωτὸς γὰρ καὶ τομὸς καὶ κατεργαστικὸς ὁ θεός
τὸ μέσον λευκόν : σπέρμα σησάμῳ ἐοικός , πικρόν , κιρρόν : ῥίζα λεπτή . φύεται ἐν τραχέσι τόποις .
4001357 ἀλευροττησις
. ἀλευρόττησις , , ; . . , . : ἀλευρόττησις : σήθω , σήσω ὁ μέλλων , ὄνομα ῥηματικὸν
τ τῆσις καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ μετὰ τοῦ ἄλευρον γίνεται ἀλευρόττησις , τὸ κόσκινον . οὕτως Φιλόξενος . . .
3999891 μεταπλασμος
δισύλλαβος ὀξύνεσθαι θέλει , φωτί , θητί , παντί . μεταπλασμὸς δέ ἐστιν ἀπὸ τοῦ τὸ λιτὸν τοῦ λιτοῦ τῷ
, καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Ποιμέσιν . ἔστι δὲ ἢ μεταπλασμὸς ἢ τῆς Γραίξ εὐθείας κλίσις ἐστίν . εἰσὶ δὲ
3998446 κλοιος
” ⌈ , ὅπερ ἐστὶ Γ [ : ἐστὶ δὲ κλοιὸς ] τὸ ξύλον τὸ ἐμβαλλόμενον εἰς τὸν τένοντα τοῦ
ἐν τῷ ξύλῳ κατακεκλειμένα : τῆς μὲν γὰρ ἡμέρας ὁ κλοιὸς ἤρκει καὶ ἡ ἑτέρα χεὶρ πεπεδημένη , εἰς δὲ
3997678 γευομενοιϲ
αἱ τοιαῦται ποιότητεϲ ἁρμόζουϲιν ἐπιτήδειοϲ . Κρῆθμον ἁλμυρὸν πώϲ ἐϲτι γευομένοιϲ ἅμα βραχείᾳ πικρότητι , διὸ καὶ ἡ δύναμιϲ αὐτοῦ
ὑδατώδη καὶ ὅλωϲ ὅϲα μηδεμίαν ἰϲχυρὰν ἔχειν φαίνεται ποιότητα τοῖϲ γευομένοιϲ ἢ ὀϲμωμένοιϲ αὐτῶν μέϲηϲ πώϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ τῶν τε
3996445 ἀξυλον
. Κόμμι διαφέρει τὸ σκωληκοειδές , ὑελίζον , διαυγές , ἄξυλον , εἶτα τὸ λευκόν : τὸ δὲ ῥητινῶδες καὶ
κλάδουϲ τοὺϲ ἀπὸ μιᾶϲ ῥίζηϲ . Ἀμμωνιακὸν θυμίαμα ἐκλέγου τὸ ἄξυλον καὶ λιβανωτίζον τοῖϲ χόνδροιϲ καθαρὸν πυκνὸν μηδεμίαν ἔχον ῥυπαρίαν
3995230 θρηνητικον
ἰοῦ ” ⌈ τὸ ἐπὶ χαρᾶς περισπᾶται , τὸ δὲ θρηνητικὸν ὀξύνεται . χροιὰν ] χρῶμα . . ἰδεῖν .
. καθὰ . ὥσπερ . ἐν . ὕμνον . ἤγουν θρηνητικὸν . ἤγουν ὁρμητικὸν παιᾶνα . ἐν . ἀϋτῇ ]
3994310 πρωτοτυπον
ἐδέξαντο . . Τὸ ΕΡΡΙΓΟΝΤΙ οὕτω κανονίζεται . Ῥιγέω ῥιγῶ πρωτότυπον , ὁ μέσος παρακείμενος ἔῤῥιγα , καὶ ἐκ τούτου
γὰρ λέγω ἀπό τινος οὐ παράγεται καὶ διὰ τοῦτό ἐστι πρωτότυπον , τὸ δὲ εὐλογῶ ἀπὸ τοῦ εὖ παράγεται καὶ
3994087 χαιον
τῶν ἀγαθῶν . χαὰ γὰρ παρὰ Λακεδαιμονίοις τὰ ἀγαθά : χαῖον δὲ τὸ εὐγενὲς καὶ ἀρχαῖον , ὁμοίως καὶ τὸ
κάρης εὐρεῖα καλύπτρη , ποιμενικὸν πίλημα : καὶ ἐν χερὶ χαῖον ἔχουσα . καὶ τὸ παρ ' Ἀλκμᾶνι δὲ λεγόμενον
3986411 ὑπακουομενον
καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν τὸ αὐτό . Παντὶ κτητικῷ τὸ ὑπακουόμενον κτῆμα ὁμοιόσχημόν ἐστιν , Ἑκτόρειοι δοῦλοι , Ἀριστάρχειοι δοῦλοι
κτητικαῖς τὰ ὑπακουόμενα ὁμοιόσχημα , ταῖς δὲ γενικαῖς ἀδιαφορεῖ τὸ ὑπακουόμενον . τοῦ μὲν οὖν προτέρου ἐμὸς οἶκος , Ἀριστάρχειος
3984507 ἐναφεψημενον
διδόναι πόμα θύμον ἢ ὀρίγανον ἢ γλήχωνα ἢ ὕσσωπον ἔχοντος ἐναφεψημένον : ἐπιτήδειον δὲ καὶ ὀξύμελι . Καὶ τὰς ὑφ
, ἐναντιώτατα τούτοιϲ ἐϲτὶ τὰ λεπτύνοντα καὶ θερμαίνοντα : ἄνηθον ἐναφεψημένον ἐλαίῳ ἀνώδυνον καὶ ὑπνοποιὸν ὑπάρχει , καὶ μᾶλλον τὸ
3979343 Τεταρτον
ὅταν ᾖ καιρός , ἀναπράττει μετὰ τοῦ κοινῇ συμφέροντος . Τέταρτόν ἐστι παράγγελμα τὸ περὶ τῆς ἱερᾶς ἑβδόμης , ἵν
οὐκοῦν πᾶς ὕδερος ἐπὶ ἀσθενείᾳ τῆς ἀλλοιωτικῆς δυνάμεως γίνεται . Τέταρτόν ἐστι κεφάλαιον , ἐν ᾧ δεῖ ἡμᾶς τὰ αἴτια
3978200 ἀσημον
ζητεῖ καὶ ἡ διαστολὴ καὶ ἡ κόλουσις , οὐ μὴν ἄσημον γ ' ὁμοίως οὐδὲ χαλεπὸν καταμαθεῖν . Τὴν δ
ταλαίπωροι βροτοί . ἀεὶ φιλόμυρον πᾶν τὸ Σάρδεων γένος . ἄσημον ὡς ὅστις αὐτῆς τῆς ἀκμῆς τῶν σωμάτων ἐρᾷ ,
3977202 χλιαραν
ὥραις παραδόξως . ἅμ ' ἡμέρᾳ γὰρ ἐξίησι τὴν πηγὴν χλιαράν , προϊούσης δὲ τῆς ἡμέρας τῇ προσθέσει τῶν ὡρῶν
τὴν ἀκμαῖαν , ἢ ἔνικμον : γράφεται θολερήν θαλερήν ] χλιαράν , οὐ πολλὰ ζέουσαν μενοεικέα ] καὶ σύμμετρον τεύξαις
3973972 μυωδες
σφοδρότατα σφύζουσιν . καὶ δὴ καὶ σύντονον καὶ διηρθρωμένον καὶ μυῶδες καὶ ἀπίμελον ὅλον ἐστὶ τὸ σῶμα , καὶ τὸ
ἐοίκασιν : θήλειαι δέ , ὅσαι διὰ τὸ γενναῖον καὶ μυῶδες τοῦ σώματος ἄρρεσιν . τοῦ μὲν δὴ σώματος ταῦτά
3972824 ἑλληνικον
οὐδὲν ἔχομεν : τοῦ γὰρ Ἀττικοῦ τὸ τάριχος λέγοντος ὡς ἑλληνικὸν καὶ τοῦ Πελοποννησίου ὁ τάριχος προφερομένου ὡς ἀδιάστροφον ,
ἀνετυμολογήτῳ , καὶ οὐ διὰ τοῦτο τὸ μὲν ἔτυμον λέγεται ἑλληνικὸν τὸ δὲ ἀνέτυμον βαρβαρικόν , ἀλλ ' ὡς ἐκεῖνο
3971107 ᾐρον
τοῦ προσδεχόμενοι αὐτὰ ὥστε πιστεύειν ἐμεγάλυνον : ἤγουν εἰς μέγεθος ᾖρον τὸ ἔγκλημα . ἐπιλέγοντες τεκμήρια : ἤγουν ἐπιβοῶντες ἐκείνῳ
, οἱ στρατιῶται τὰ σκεύη ἐνετίθεντο καὶ τὰς τριήρεις πληρώσαντες ᾖρον τὰς κεραίας : καὶ παρήγγειλαν οἱ στρατηγοὶ τοῖς πλήθεσιν
3970022 χοιρος
, ἴσως δὲ διὰ τὸ πολύπαιδα γεγενῆσθαι : ἡ γὰρ χοῖρος πολλὰ τίκτει , καὶ ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς αἱ χοῖραι
πολυέτη τὴν ἀποδημίαν ἔχων , νάρκη μὲν ἡ ἡδίστη , χοῖρος , σῖμος , φάγρος , ὀξύρυγχος , ἀλλάβης ,
3965504 Γλωσσαις
καὶ Φιλωνίδης ἐν Κοθόρνοις . Κλείταρχος δ ' ἐν ταῖς Γλώσσαις λοφνίδα φησὶ καλεῖν Ῥοδίους τὴν ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς
φαγόντες ἢ πιόντες τι . Πάμφιλος δ ' ἐν ταῖς Γλώσσαις Ῥωμαίους φησὶν αὐτὸ κίτρον καλεῖν . ἑξῆς δὲ τοῖς
3965391 ἐμμοτα
τῶν ἰατρῶν τὸν ναρθηκίζοντα τὸ σφυρόν , οἱ δὲ τὰ ἔμμοτα . “ οἰσυπηρὰ ” δὲ τὰ ῥύπου πεπληρωμένα .
μὴ πέρην , μηδὲ ἐπιπολῆς . Σφακελισμός : καὶ τὰ ἔμμοτα πειρᾶσθαι : εἰρήσεται ἅπαντα τὰ ἐπεσιόντα . Ὁρατὰ ,
3963050 ἐκμαγμα
, σφραγίς , εἰκών . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἔκμαγμα : Ἀριστοφάνης : λέων , λέων σοι γέγονεν αὖτ
εὐώδεα κόψας καὶ διασήσας χωρὶς , κυπείρου ἴσον , καὶ ἔκμαγμα ὅσον μαγίδα , οἴνῳ ἀνθοσμίῃ διεῖναι : εἶτα ἀλειμματῶδες
3962291 Ἀγαθον
, ὦ Σώκρατες . Ῥήτορα ἄρα χρή σε καλεῖν ; Ἀγαθόν γε , ὦ Σώκρατες , εἰ δὴ ὅ γε
ἔθος ἐκπληροῦντες οὕτω προηνέγκαντο . . . . , : Ἀγαθόν . Τρύφων οὕτως : τὰ εἰς ος τριγενῆ παραλήγοντα
3956541 προσηνες
τῶν ἰσοτονιῶν ξενικώτερον μέν πως καὶ ἀγροικότερον ἦθος καταφανήσεται , προσηνὲς δ ' ἄλλως καὶ μᾶλλον συγγυμναζόμενον ταῖς ἀκοαῖς ,
ἕκαστον : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπὶ τηλικούτοις ταπεινόφρον αὐτῶν καὶ προσηνὲς ὑπεράγαμαι καὶ τὸ πρὸς τοὺς γεννησαμένους μέρους παντὸς ὑπήκοον
3955923 ὑποστρωματα
δοκεύοντες τότε παραγίνονται ἐπὶ τοὺς τόπους καὶ συλλέγουσι τὰ ἐκείνων ὑποστρώματα , καὶ ἐξινιάσαντες καλάμους τοὺς λεγομένους πέτρους ἐπὶ λεπτὸν
ὡς τάπητες οἱ ἐκ θατέρου . ὑπαγκώνια στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες
3953418 βουκερως
ὅθεν κατεῖδον τὴν βεβακχιωμένην βροτοῖσι κλεινὴν Νῦσαν , ἣν ὁ βούκερως Ἴακχος αὑτῷ μαῖαν ἡδίστην νέμει , ὅπου τίς ὄρνις
λλ γράφουσι λέγοντες κατὰ πλεονασμὸν εἶναι τὸ ἓν λ . βούκερως ἀρὴς : Ἄρης οὐκ ἔστι ποταμὸς περὶ Τέρειναν ,
3950645 ἐξακολουθειν
τῇ μόνης τῆς διὰ πέντε , καὶ διὰ τοῦτο πάντως ἐξακολουθεῖν τῷ μὲν τὸ διὰ πέντε σύμφωνον εἶναι καὶ τὸ
. ὄντος δ ' ἀδήλου , τίνα τῶν δυσχερῶν τούτων ἐξακολουθεῖν μέλλει , πρὸς πᾶν παρασκευάζεσθαι χρὴ τὴν κατασκευήν :
3949441 συνεστραμμενον
τύχῃ τῶν λεγομένων , ἐνέβαλεν ῥῆμα ἄξιον λόγου βραχὺ καὶ συνεστραμμένον ὥσπερ δεινὸς ἀκοντιστής , ὥστε φαίνεσθαι τὸν προσδιαλεγόμενον παιδὸς
καταλήξει ἔοικεν αὐτῆς ἡ ἀπόθεσις . Τῆς δὲ ῥητορικῆς περιόδου συνεστραμμένον τὸ εἶδος καὶ κυκλικὸν καὶ δεόμενον στρογγύλου στόματος καὶ

Back