δαίμων , δαίμονος , δαιμόνιον : εἰκὼν , εἰκόνος , εἰκόνιον : χελιδὼν , χελιδόνος , χελιδόνιον . Τὰ διὰ
, γράφων οὕτως : καὶ τὸ Κοττίνας δὲ τῆς ἑταίρας εἰκόνιον , ἧς διὰ τὴν ἐπιφάνειαν οἴκημά τι λέγεται καὶ
8044739 Κοττινας
τῶν ἐν Λακεδαίμονι Ἀναθημάτων , εἰκών ἐστι τῆς διαβοήτου ἑταίρας Κοττίνας , ἥν φησιν καὶ βοῦν ἀναθεῖναι χαλκῆν , γράφων
καὶ βοῦν ἀναθεῖναι χαλκῆν , γράφων οὕτως : καὶ τὸ Κοττίνας δὲ τῆς ἑταίρας εἰκόνιον , ἧς διὰ τὴν ἐπιφάνειαν
6696725 πορνειον
ἐπιγείων πάντων ” . ἐν Πειραιεῖ παρὰ ταῖς πόρναις : πόρνειον γὰρ ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ
ἐπιγείων πάντων ” . ἐν Πειραιεῖ παρὰ ταῖς πόρναις : πόρνειον γὰρ ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ
6566052 σπαδιξ
τῳ ἐκ ζειῶν καὶ ὕδατος . Σπαδίξας . ἐκδείρας . σπάδιξ γὰρ φλοιὸς ῥίζης πρινίνης . οἱ δὲ φοίνικος ῥάβδον
τρίγωνα , σαμβῦκαι , πηκτίδες , φόρμιγγες , φοῖνιξ , σπάδιξ , λυροφοινίκιον , ἰαμβύκη , κλεψίαμβος , παρίαμβος ,
6331265 προσωπις
δ ' ὁ προσωποποιός : καὶ ἔστιν εἰπεῖν πρόσωπον προσωπεῖον προσωπίς , μορμολυκεῖον , γοργόνειον . καὶ τὰ ὑποδήματα κόθορνοι
καὶ προσωπεῖον τὸ μορμολυκεῖον : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ προσωπίς . ἡ δὲ νέα κωμῳδία καὶ προσωποποιὸν εἴρηκεν ὃν
6315709 δρυινον
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου
6257879 Νικομηδειον
ε Ἀστακός τε καὶ Ἡραία καὶ τὸ Μεγαρικόν . . Νικομήδειον : ἐμπόριον Βιθυνίας : Ἀρριανὸς ε Βιθυνιακῶν . .
λεπτὸν ἀναγράφει , τῇ πατρίδι δῶρον ἀναφέρων τὰ πάτρια . Νικομήδειον γάρ [ τι ] τὸ γένος αὑτοῦ ἐν ταύτῃ
6182256 Κολωνης
πόνον . αἶψα δὲ τοίγε Ῥήβαν ὠκυρόην ποταμὸν σκόπελόν τε Κολώνης , ἄκρην δ ' οὐ μετὰ δηθὰ παρεξενέοντο Μέλαιναν
τινι τρόπῳ . Τέννης ἦν υἱὸς μὲν Κύκνου τοῦ βασιλεύσαντος Κολώνης τῆς ἐν τῇ Τρῳάδι , ἀνὴρ δ ' ἐπίσημος
6133056 ὑποποδιου
. Σκολύθριον Πλάτων τίθησιν ἀντὶ τοῦ ὑφ ' ἡμῶν λεγομένου ὑποποδίου , ὑπὸ ποιητῶν δὲ ὑποθρονίου . Πλάτων : „
Ἤτοι ὑποποδίου ἤγ . θρόνους . . θρόνου . . ὑποποδίου . . . στάμνου : Κεράμου . . κατεαγότος
6056317 θακος
πλεονασμῷ τοῦ η . . . . . θᾶκος : θᾶκος : ὁ καὶ θῶκος καλούμενος , ἡ καθέδρα .
: δᾳδίον μὲν γὰρ διὰ τὴν εὐφέγγειαν φιλοσοφίᾳ παραβέβληται , θᾶκος δὲ διὰ τὴν χαμαιπέτειαν ζῳωδίᾳ . Τὸ δὲ ἀλεκτρυόνα
6050648 Μακρας
τι νῦν σύνηθες γέγονε τὸ Κολωνὸν καλεῖν τὸ ὄπισθεν τῆς Μακρᾶς Στοᾶς . ἀλλ ' οὐκ ἔστι : Μελίτη γὰρ
Ἀπὸ Χαλάδρου ἐπὶ νῆσον καλουμένην Μακρὰν στάδιοι ιʹ . Ἀπὸ Μακρᾶς νήσου ἐπὶ τὸ Νυμφαῖον στάδιοι νʹ . Ὁ δὲ
6047166 λυχνειον
Ὄνειον κόνειον γένειον δάνειον . τὸ δὲ κοινεῖον προπερισπᾶται καὶ λυχνεῖον καὶ πορνεῖον οὐ μόνον ἔχοντα τὸ Ν . Τὰ
δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον λυχνεῖον ἐζητοῦμεν . Ὦ τοιχωρύχον ἐκεῖνο καὶ τῶν δυναμένων ,
6039507 ἐξομοιοι
γὰρ παντελῶς οὖσα ἀγαθοῦ καὶ στέρησις τούτου καὶ ἄκρατος ἔλλειψις ἐξομοιοῖ ἑαυτῇ πᾶν ὅ τι ἂν αὐτῆς προσάψηται ὁπωσοῦν .
λευκή ἐστι καὶ τὸ ληφθὲν παρ ' αὐτῆς εἰς ἑαυτὴν ἐξομοιοῖ . ἀνέρχεται γὰρ ἐν ἥπατι διὰ τῶν μεσαραϊκῶν φλεβῶν
6026882 ἐργαλειον
δὲ μέρη τῆς τέχνης ὑποτύπωσις ὑπογραφή σκιαγραφή , καὶ τὸ ἐργαλεῖον γραφὶς ἢ ὑπογραφίς , καὶ αἱ ὗλαι πίνακες καὶ
πρόσκειται τῷ Κλέωνι ἡττημένῳ . ΓΘ καὶ στρόβει : στροβεὺς ἐργαλεῖον κναφικόν . φησὶν οὖν , περίαγε αὐτὸν καὶ στρέφε
5990633 Δημιοπρατοις
σικιέσσιν , ὑποθέτοισιν . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς Δημιοπράτοις εὑρίσκομεν λουτήριον καὶ ὑπόστατον . κείσθωσαν δ ' ἐν
ὡς ἐν Ἀριστοφάνους Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ : ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις κλιμάκιον , ἐν δὲ Ἀμειψίου Κόννῳ κλιμακίδα . ἦ
5982338 ἐνδυμα
. σαφὴς δὲ πίστις ἡ κατασκευή . πρῶτον μὲν γὰρ ἔνδυμα περιφερές ἐστιν , ὅλον δι ' ὅλων ὑακίνθινον ,
τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα δὲ τὸ ἔνδυμα . . Ὀνομαστ . : οἱ δὲ πεζοφόροι χιτῶνες
5965278 Οἰνηιδος
καὶ Πύλῳ . τὸ ἐθνικὸν Πρωταῖος . Πτελέα , δῆμος Οἰνηίδος φυλῆς . ὁ δημότης Πτελεάσιος . τὰ τοπικὰ Πτελέαθεν
. . : Λουσιεύς . . . Δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηίδος Λουσία , ἀφ ' οὗ ὁ δημότης Λουσιεύς ,
5922745 λειοστρακον
λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , μονόθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λέπας δὲ δίθυρον καὶ λειόστρακον , μονοφυὲς δὲ
καὶ λειόστρακον , συμφυὲς δὲ μῦς , μονοφυὲς δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν
5916876 Πανδωρᾳ
ἀνδρὶ καὶ λάσανα ἀναγκαῖα καὶ ἁμίς , ἣν Σοφοκλῆς ἐν Πανδώρᾳ ἐνουρήθραν καλεῖ καὶ Αἰσχύλος οὐράνην . ὅτι δὲ οὐ
, ὁ δὲ διάζεται , καί που παρὰ Νικοφῶντι ἐν Πανδώρᾳ . τὸ δὲ συνδῆσαι τὸν στήμονα καιρῶσαι λέγειν χρή
5891301 Αἰγηιδος
. τὸ ἐθνικὸν Πλυνεαῖος καὶ Πλυνεάτης . Πλώθεια , δῆμος Αἰγηίδος φυλῆς . ὁ δημότης Πλωθιεύς καὶ Πλωθεύς . τὰ
τύπῳ δὲ Γαργίτης . Γαργηττός , πόλις καὶ δῆμος τῆς Αἰγηίδος φυλῆς . ὁ δημότης Γαργήττιος . Ἐπίκουρος Νεοκλέους Γαργήττιος
5881122 διαβοητου
τῷ Περὶ τῶν ἐν Λακεδαίμονι ἀναθημάτων , εἰκών ἐστι τῆς διαβοήτου ἑταίρας Κοττίνας , ἥν φησι καὶ βοῦν ἀναθεῖναι χαλκῆν
ὅτι τὸ χαριτογλωσσεῖν παρ ' Αἰσχύλῳ κεῖται . ὅτι ἀσώτου διαβοήτου μέμνηται Ἄλεξις λέγων : Διόδωρος οὑπίτριπτος ἐν ἔτεσι δύο
5876971 ξυστις
. νῦν τὰ χρώματα , ἢ βάμματα . ξυστίδας . ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης
ἄρ ' ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν . ψήφισμα ἔθηκεν γαλιδέως ξυστίς προσκεφάλαιον φελλέα ὡραΐζεσθαι πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον ἢν ὕδωρ
5865815 Λευκοθεας
αὐτῷ τὸν ἀγῶνα ἄγουσι . τὴν μὲν δὴ Μολουρίδα πέτραν Λευκοθέας καὶ Παλαίμονος ἱερὰν ἥγηντο : τὰς δὲ μετὰ ταύτην
σχεδίας , νηχόμενος , ὑποβαλλούσης αὐτῷ κρή - δεμνον τῆς Λευκοθέας , ἐκπεσὼν εἰς τὴν Φαιάκων γῆν , ἱκετεύσας βασιλικὴν
5864218 καρφιον
γυνή . [ Πρὸς ὑστέρας . ] Ὄρνιθα σφάξας καὶ καρφίον τυλίξας πανὴν λινοῦν καὶ βάλλε ἔσωθεν τῆς ὄρνιθος καὶ
περίχριε , καὶ ἐντὸς ἡμερῶν ἓξ ἀφανεῖς ἔσονται . Ὀριγάνου καρφίον ἅψον ἐν λίχνῳ καὶ πρόσαγε τῇ μυρμηκίᾳ , ὥστε
5855145 ξανιον
καὶ ἔντροπον , χρυσᾶ καὶ ἐπίχρυσα πάντα . τὸ δὲ ξάνιον ἦν μὲν καὶ αὐτὸ χρυσοῦν , κεφαλῇ κόσμος :
τῶν ἀμπέλων ἐπίτραγοι . τῶν δὲ μαγειρικῶν καὶ ἐλεόν , ξάνιον , ἐπίξηνον , τράπεζα μαγειρική , ἣν οἱ νεώτεροι
5853729 οἰνοφορον
ἔθος Σπάρτηι μελέτημά τε κείμενόν ἐστι : πίνειν τὴν αὐτὴν οἰνοφόρον κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα ,
Ξενοφῶν , κεράμιον , ἀμφορεύς ἀμφορίσκος , σταμνίον , ἀγγεῖον οἰνοφόρον ὑάλου ἢ κεράμου πεποιημένον , πίθος ἢ πιθάκνη :
5853721 Κεκροπιδος
βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς . δῆμος δὲ ἡ Αἰξωνὴ τῆς Κεκροπίδος γῆς . ὁ δημότης Αἰξωνεύς ἐστι . καὶ Αἰξώνεια
, τὸν δ ' ἕτερον . . . , τῆς Κεκροπίδος , ὅσπερ ἑκάστοτε εἴωθεν ταύτην τὴν φυλὴν συλλέγειν :
5843241 σκαφειον
πρόσταγμα τοῦ βασιλέως , καὶ ἅμα ταῦτα λέγων ἀνέτεινε τὸ σκαφεῖον καὶ πατάξας τὴν κεφαλὴν ἀπέκτεινε τὸν Ῥέμον . [
. παρὰ τὴν ἄμην δὲ εἴρηται : ἄμη γάρ ἐστι σκαφεῖον πλατύ . βούλεται δὲ εἰπεῖν ὅτι διαστέλλοντες τὸν κάχληκα
5841522 Βοιβη
ἐν Κρήτῃ Βοίβη τῆς Γορτυνίδος . καὶ ἐν Μακεδονίᾳ λίμνη Βοίβη . τὸ ἐθνικὸν τῆς Βοίβης Βοιβεύς καὶ Βοιβηίς θηλυκόν
: σεσημείωται βοικία , ἡ θεράπαινα : βοικεῖ γαμήσκει : Βοίβη λίμνη καὶ πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ : Βοιωτὸς τὸ ἔθνος
5838533 κτητικον
τοῦ ἁλιεύς : τὸ θηλυκὸν Ἁλίας , καὶ Ἁλιακός τὸ κτητικόν . . . ἁλικαρνασσός : πόλις Καρίας : ἀπὸ
. γράφεται δὲ καὶ ὁ Καρικὸς τάφος ἵν ' ᾖ κτητικόν . γράφεται δὲ καὶ Καρὸς ἵν ' ᾖ ἐθνικὸν
5830746 Ἑλληνισμου
κολάσεως τετυχικώς τις ἐπιπαιδείαν . οὕτω Φίλων ἐν τῷ περὶ Ἑλληνισμοῦ . . . . τινὲς δὲ καὶ οὕτω φασὶ
χλαῖναν καὶ χλανίδα διαφέρειν φησὶ Τρύφων ἐν τῷ πέμπτῳ Περὶ Ἑλληνισμοῦ καὶ παρατίθεται Ξενοφῶντα . χλαίνας μὲν γάρ φησι λέγεσθαι
5813693 Γαληνη
Πατρεύς φησι : Ἰχθύος δὲ γίνεται καὶ Ἡσυχίας τῆς ἀδελφῆς Γαλήνη καὶ Μύραινα καὶ Ἠλακατῆνες . ΘΥΝΝΟΣ . τοῦτόν φησιν
ἡ Μοῖρα τῆς Νεφέλης πολλῷ δυνατωτέρα . Εἶδες , ὦ Γαλήνη , χθὲς οἷα ἐποίησεν ἡ Ἔρις παρὰ τὸ δεῖπνον
5811823 ἁμαξις
δὲ δοτικῇ , ὡς ἐνταῦθα . τῆς ἁμάξης ὑποκοριστικὸν ἡ ἁμαξίς , ὃ δηλοῖ μικρὸν ἁμάξιον ποιούμενον εἰς παίγνιον τοῖς
σεσημείωται ἁψίς ὀξυνόμενον . τὰ μέντοι παρώνυμα ὀξύνεται : ἅμαξα ἁμαξίς , πύξος πυξίς , ὄξος ὀξίς . Τὰ εἰς
5809534 Θεραπνη
περὶ Ἀχιλλέως πεποίηται λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν . Θεράπνη δὲ ὄνομα μὲν τῷ χωρίῳ γέγονεν ἀπὸ τῆς Λέλεγος
τοῦ τῆς Ἀργείας . Πλευρὼν γὰρ πόλις Πελοπονήσου † καὶ Θεράπνη ὁμοίως , ὅθεν Ὀρφεὺς καὶ Τρυφιόδωρος Θεραπναίαν καλοῦσι τὴν
5806414 γραφειον
τὴν Κορινθίαν ποτὲ Εὐριπίδην ἰδοῦσαν ἐν κήπῳ τινὶ πινακίδα καὶ γραφεῖον ἐξηρτημένον ἔχοντ ' : ἀπόκριναι , φησίν , ὦ
λόγος πράττειν οὔτ ' ἀπαγορεύει , οἷον κάρφος ἀνελέσθαι , γραφεῖον κρατεῖν ἢ στλεγγίδα καὶ τὰ ὅμοια τούτοις . Καὶ
5800608 ἐφιστασθαι
. ὅτι δὲ σχηματίζειν οὕτως χρὴ τὰ μέρη ὥστε μὴ ἐφίστασθαι ἐπ ' αὐτὰ τὸ αἷμα καὶ παχυνόμενον κώλυμα γίνεσθαι
αὐτοῦ φαίνεσθαι . καὶ ἐπ ' ἄλλῳ μὲν μηδενὶ μήτε ἐφίστασθαι μήτε ἐκπλήττεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς , ὅταν δὲ ἴδῃ
5798322 ροις
γὰρ ἐμπορίᾳ τε καὶ ναυμαχίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς οὖσιν ἀμφοτέ - ροις , ἐνεῖδον γεωργίᾳ τε καὶ ἐμπορίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς οὖσιν
Ἀγάθην τοῖς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῦσι τὸν Ῥοδανὸν βαρβά - ροις , τὸ δὲ Ταυροέντιον καὶ τὴν Ὀλβίαν καὶ Ἀντίπολιν
5779328 ἰκριον
βασιλεὺς θεσμοθέτην αὐτὸν κατέστησεν . τοῖς δὲ Παναθηναίοις ἵππαρχος ὢν ἰκρίον ἔστησε πρὸς τοῖς Ἑρμαῖς Ἀρισταγόρας μετεωρότερον τῶν Ἑρμῶν ,
καὶ ” τρυβλίον “ καὶ ” ἴκριον “ καὶ ” ἰκρίον “ φαμὲν καὶ εἴ τι τοιοῦτον . ἔγνωτε ὅτι
5774457 Κρητικον
ἀντὶ τοῦ ἀγαθὸν καὶ μεμουσωμένον . Κυδωνικὸν δὲ ἀντὶ τοῦ Κρητικὸν ἀπὸ τόπου . καὶ Ὅμηρος : ἐν δὲ Κρῆτες
ἐς πῦρ καὶ ἀριπρεπὲς ἔργον ἔτευξαν . Δικταῖον : τὸ Κρητικὸν σπήλαιον : Δίκτη γὰρ ὄρος Κρήτης . ἀμφοτέρῃσιν :
5771972 ἀκανθωδες
τὸν δράκοντα ὑπὸ Ἰάσονος . ἡ δὲ ἄρκευθος δένδρον τι ἀκανθῶδες , Ἀπόλλωνος ἴδιον , ὡς ἱστορεῖται ἐν γʹ τῶν
. ἰσχύουσα δέ , ὅτι τὸ ἐν Αἰγύπτῳ αὐτῆς φυτὸν ἀκανθῶδες τοιαύτην ἔχει δύναμιν . ὅταν γὰρ αὐτῆς ἅψηταί τις
5764020 φαλος
. φάλος Γ . . . . . , : φάλος : τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας . . . εἴρηται
μὲν εἰς τὸ ὑπαύξοιτο μετέφρασεν , ὁ δὲ ὑπογεννῷτο . φάλος Γ . . . . . , : φάλος
5760018 κορημα
θέρμαυστριν , ἓξ θρόνους , χύτραν , κάννας ἑκατόν , κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . ἔχω γὰρ ἐπιτήδειον ἄνδρ
δὲ ῥῆμα κορεῖν ἂν λέγοις . καὶ τὸ μὲν σκεῦος κόρημα ὑπὸ Εὐπόλιδος εἴρηται ἐν τοῖς Κόλαξι τουτὶ λαβὼν τὸ
5756674 Ἀργολικοις
ἐπιδαψιλεύειν ἐν αὐτῇ τὸ φυτὸν , φησὶν Ἴστρος ἐν τοῖς Ἀργολικοῖς . . . : Ἀπία , οὕτως οἱ νεώτεροι
πολλῷ ἀναστήματι τιθέμενα . : Ἀγίας δὲ καὶ Δερκύλος ἐν Ἀργολικοῖς τοὺς στραβήλους ἀστραβήλους ὀνομάζουσι , μνημονεύοντες αὐτῶν ὡς ἐπιτηδείων
5755716 Φρυγιον
δὲ παρθένοι κόμας ἔ - θεντο σύγγονοι νεκρῶν Σκαμάνδριον ἀμφὶ Φρύγιον οἶδμα . βοὰν βοὰν δ ' Ἑλλὰς αἶ '
. Εὔπολις ἐν Μαρικᾷ ” πότερ ' ἦν τὸ τάριχος Φρύγιον ἢ Γαδειρικόν ; ” Γάδρα , πόλις Παλαιστίνης .
5753752 πληκτρον
καί , Οὐδ ' ἂν αἵματι στένων πείσειεν . Αἶρε πλῆκτρον : ἐπὶ τῶν εἰς ἄμυναν ἀντικινουμένων . Αἴρειν ἔξω
, αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ ξυνέχουσα ἀπρὶξ τὸ πλῆκτρον ἐπιτέταται τοῖς φθόγγοις ἐκκειμένῳ τῷ ἀγκῶνι καὶ καρπῷ ἔσω
5741435 ἐξεσμενον
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε :
5735611 ἀντιθετοις
, διαπειρώμενον τῆς τῶν λόγων ῥώμης ταράττειν καὶ κυκᾶν τοῖς ἀντιθέτοις , τοῖς πέρασι , τοῖς παρισώμασιν , τοῖς ἀποπλάνοις
ταύτην ἐπλάσατο οἰκονομικῶς τὴν δημηγορίαν ὁ συγγραφεύς , χαίρων ταῖς ἀντιθέτοις δημηγορίαις ἀεί ʃ ἐμέρισε πρὸς μὲν τὴν κατηγορίαν τῶν
5729734 Χουσι
καὶ χοῦς : τὰ γὰρ πλάσματά ἐστιν ὤνια ἐν τοῖς Χουσὶ τῇ ἑορτῇ . Εἰσὶ δὲ οἱ Αἰθίοπες οὗτοι κρεοφάγοι
ἐν Ὁμοίοις . καὶ χρυσῷ στεφάνῳ τιμηθέντα ἐπάθλῳ πολυποσίας τοῖς Χουσὶ παρὰ Διονυσίῳ ἐξιόντα θεῖναι πρὸς τὸν ἱδρυμένον Ἑρμῆν ,
5726970 Διρκαιον
τὴν δὲ Δίρκην ἐπὶ τῶν ταύρων διέσπασαν . ὕδωρ τε Διρκαῖον ] ἀφέντες . ὕδωρ τε Διρκαῖον ] τὸ τῆς
, ἐχθροῖς ἀφέντες τὰν βαθύχθον ' αἶαν , ὕδωρ τε Διρκαῖον , εὐτραφέστατον πωμάτων ὅσων ἵησιν Ποσει - δὰν ὁ
5725909 ἐπιθετικον
πλείους : καὶ ἡμεῖς δὲ συγκατατιθέμεθα : οὐ γάρ ἐστιν ἐπιθετικόν , ὡς ἀξιοῖ Τυραννίων . ὁ μέντοι Ἀριστοφάνης ἐκεῖνό
δ ' οὕτως λέγοιτο , καὶ ὀξύνοιτ ' ἂν ὡς ἐπιθετικόν , ὡς τὸ Ἡραῖον τεῖχος καὶ Ἥραιον , καὶ
5721661 ξηραλοιφειν
καὶ παιδοτρίβην Ἀριστοφάνης . εἴη δ ' ἂν ἐκ τούτων ξηραλοιφεῖν , σωμασκεῖν , σωμασκίας σεσωμασκηκώς , ἀσκομαχεῖν , ἀσκητὴς
. Δοῦλον , φησὶν ὁ νόμος , μὴ γυμνάζεσθαι μηδὲ ξηραλοιφεῖν ἐν ταῖς παλαίστραις . Καὶ οὐκέτι προσέγραψε : τὸν
5715681 Ἀδελφοις
ἐν Ὥραις : διέφθορας τὸν ὅρκον ἡμῶν . Μένανδρος ἐν Ἀδελφοῖς : εἰ δ ' ἔστιν οὗτος τὴν κόρην διεφθορώς
μὲν ἐν τῇ Ἑκάτῃ πολλάκις , τὸ δὲ λαγύνιον ἐν Ἀδελφοῖς . καὶ κρατὴρ καὶ κρατηρίδιον καὶ κρατήριον , καὶ
5704070 σιφων
, ῥώθων ῥώθωνος : πίθων πίθωνος : μόθων μόθωνος : σίφων σίφωνος : σόφων σόφωνος : Τρύφων Τρύφωνος : Βρύχων
Ἐχαλκεύσαντο σίφωνά τε καὶ φορμορραφίδα . Ἦν δὲ ὁ μὲν σίφων ἐργασθεὶς καθάπερ εἴωθε γίγνεσθαι : τῆς δὲ φορμορραφίδος τὸ
5699825 συνδεδεμενον
λυχνίδιον . πανὸς δ ' ὀνομάζεται τὸ διακεκομμένον ξύλον καὶ συνδεδεμένον : τούτῳ δ ' ἐχρῶντο λαμπάδι . Μένανδρος Ἀνεψιοῖς
ἔγκλημα : ἐὰν δὲ ὁ ἐγκαλούμενος ἀποδείξῃ μεμοιχευκότα τὸν συστράτηγον συνδεδεμένον , λύεται πάλιν συνειδότος ἡ ὑποψία : οὐ γὰρ
5693503 Παμφιλος
ΟΙΝΙΣΤΗΡΙΑ . οἱ μέλλοντες ἀποκείρειν τὸν σκόλλυν ἔφηβοι , φησὶ Πάμφιλος , εἰσφέρουσι τῷ Ἡρακλεῖ μέγα ποτήριον πληρώσαντες οἴνου ,
καὶ Κλείταρχος τοὺς Αἰολεῖς φασιν οὕτω καλεῖν τὸ ποτήριον . Πάμφιλος δὲ τὸ [ ποτήριον ] θερμοποτίδα καλούμενον τὴν κελέβην
5693194 Πυγμαιοις
τὴν ὄρνιν μετεμόρφωσε πολέμιόν τε καὶ στυγητὴν κατέστησε τοῖς τιμήσασι Πυγμαίοις , γενέσθαι τε λέγει ἐξ αὐτῆς καὶ Νικοδάμαντος τὴν
ἀπέδειξεν ὑψιπετῆ ὄρνιθα καὶ πόλεμον ἐνέβαλεν αὐτῇ τε καὶ τοῖς Πυγμαίοις . Οἰνόη δὲ διὰ τὸν πόθον τοῦ παιδὸς Μόψου
5689874 μορμολυκειον
προσκυνοῦντες οὕτως ἀπίθανον κολοσσόν , ἡμισταδιαίαν γυναῖκα , γιγάντειόν τι μορμολύκειον . ἐγὼ δὲ ἐνενόουν μεταξὺ οἷοι ὄντες αὐτοὶ νέοις
κωμικά . Γ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν μορμολύκειον ἔγνων . Γ ἀλλ ' ἢ κατεγέλων Γ :
5689518 Παμφιλης
ἐμόν ] ? . καὶ σόν γ ' ὁμοίως . Παμφίλης ; Ἁβρότονον ] ? ἱκετεύω σε , μή μ
. , , : Φέρεται δ ' αὐτοῦ ἐν τοῖς Παμφίλης Ὑπομνήμασι καὶ αἴνιγμα τοῖον : Εἶς ὁ πατὴρ ,
5685694 Κορυδαλος
: παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός . Κορυδαλός : Εὐβούλου τοῦ κωμῳδοποιοῦ δρᾶμα ἐπιγράφεται οὕτως : σὺ
: παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός . Κορυδαλός : Εὐβούλου τοῦ κωμῳδοποιοῦ δρᾶμα ἐπιγράφεται οὕτως : σὺ
5682129 ὀνομασειεν
πιστότης ἐν τοῖς δεινοῖς , ἥν τις δικαιοσύνην ἂν τελέαν ὀνομάσειεν . ἣν δ ' αὖ Τύρταιος ἐπῄνεσεν μάλιστα ,
: ἣν δὴ καὶ μόνην ἐπαληθεύων ἄν τις τοῖς πράγμασιν ὀνομάσειεν τροφὴν ὡς ἀποβάλλουσαν πᾶν ὁπόσον ἀλλότριον καὶ βλαβερὸν εἰς
5676853 Γλυκωνος
γλυκώνειον , ἐκ διτροχαίου καὶ διιάμβου , ὡς ἔχει τὰ Γλύκωνος “ κάπρος . . . μαινόλης Κύπριδος . .
αὐτοὺς καὶ ὑπισχνεῖτο τιθασόν με ῥᾳδίως ἀποφανεῖν καὶ δείξειν τὴν Γλύκωνος ἀρετήν , ὅτι καὶ τοὺς πάνυ τραχυνομένους φίλους ἀπεργάζεται
5676625 ἐμφερους
δριμέων βρωμάτων προσφορᾶς , καὶ ὑπό τινος ἐπιφορᾶς χυμῶν δριμέων ἐμφεροῦς τῇ κατὰ τῆς ἐπιφανείας γιγνομένῃ , ὑφ ' ἧς
εὐμεγέθη : γίνεσθαι δὲ τὸν προειρημένον λίθον ἐκ κόγχης στρόμβῳ ἐμφεροῦς μεγάλῳ , νήχεσθαί τε κατὰ ἀγέλας τοὺς μαργάρους ,
5672954 ληκυθος
εἶναι , τὸ δὲ δαπάνημα μικρόν , οἷον σφαῖρα ἢ λήκυθος ἡ καλλίστη ἔχει μεγαλοπρέπειαν παιδικοῦ δώρου : τοῦτο δὲ
; ψάγδαν φιλεῖς ; οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος . οὐδ ' ἀργύριον ἔστιν κεκερματισμένον . ὁ δ
5671309 ἀσκημα
πίτυν , ἄλλο δὲ οὐδὲν προὔργου αὐτοῖς οὔτε δίδαγμα οὔτε ἄσκημα ἢ ὅσα φέρει εἰς τὸν στέφανον καὶ τὸ κήρυγμα
καῦμα , φλέγμα , σχῆμα , ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα ,
5667785 ὑποκοριστικως
ἐπικύφους τὰς ῥῖνας . ἐνταῦθα δὲ “ ῥυγχία ” εἴρηκεν ὑποκοριστικῶς , ἐπεὶ καὶ χοιρία εἶπε διὰ τὴν σμικρότητα αὐτῶν
τὰ σπέρματα . Γ διὰ χρόνου Γ γήδιον Γ : ὑποκοριστικῶς ἀντὶ τοῦ “ τὴν γῆν ” . Γ ἀλλ
5667279 Ἐπιδαυριον
ἃ ξυνέθεντο , ἔξω τε τούτων πρὸς τὸν Μαντινικὸν καὶ Ἐπιδαύριον πόλεμον καὶ ἐς ἄλλα ἀμφοτέροις ἁμαρτήματα ἐγένοντο καὶ οἱ
τοὺς Ἀθηναίους , τὸν Αἰγινήτην δὲ Ἀριστείδην καὶ Δόρκωνα τὸν Ἐπιδαύριον καὶ Μόλωνα τὸν Τροιζήνιον καὶ πολλοὺς ἄλλους τῶν Ἑλλήνων
5665364 ἐχετλη
καὶ τὴν γῆν σχίζει . ὃ δὲ κρατεῖ ὁ ἀρῶν ἐχέτλη καλεῖται . τὸ δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον
δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον , εἰς ὃ ἡ ἐχέτλη καθίεται , ἀλύη : τὸ δὲ ξύλον τὸ ἀπὸ
5658210 ῥοπτρον
σκανδάληθρον καλεῖται , ὡς ὁ ἐν ταῖς μείζοσι πάγαις πάτταλος ῥόπτρον , τὸ δὲ σπαρτίον ᾧ συνέχεται μήρινθος . τὴν
τὸ ἐπίσπαστρον : ἄλλως : πλῆγμα . κυρίως δὲ [ ῥόπτρον τὸ τῆς δίκης ] ῥόπαλον : ῥόπτρον : ἡ
5654320 Θηραιον
ἱστορίας , ὅτι ὑπέμεινε καὶ τοὺς ἑαυτῆς ἀποσφάξαι παῖδας . Θήραιον : τὸ περὶ τῆς Θήρας λεχθέν . ἢ τὸ
καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον , Αἰήτα τό ποτε ζαμενής παῖς ἀπέπˈνευς ' ἀθανάτου
5651444 οὐρειον
, χρυσοδέτοις περόναις ἐπίσαμον : μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν
παρθένιον , πρὸς δὲ τὸν ἀετὸν τὸ πτερόν : γράφεται οὔρειον : οὔρειον τέρας ἐλθεῖν : ὀρεινὸν ἄγριον . ἢ
5650644 Πτῳον
Θεμιστοῦς γενέσθαι παῖδας , Σχοινέα , Ἐρύθριον , Λεύκωνα , Πτῷον : νεωτάτους δὲ Φρίξον καὶ Ἕλλην : οὓς διὰ
ἀνώροφον στέγην εἱρκτῆς ἁλιβδύσασα λυγαίας δέμας , ἡ τὸν Θοραῖον Πτῷον Ὡρίτην θεὸν λίπτοντ ' ἀλέκτρων ἐκβαλοῦσα δεμνίων , ὡς
5649696 στλεγγις
ἄντροις ἄλυχνος , ὥστε θήρ , μόνος . στλεγγιδοποιός , στλεγγίς , ἀποστλεγγίσασθαι , ἀπεστλεγγισμένος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερόν
ἑστιῶνται . στίγων : ὁ στιγματίας . Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις . στλεγγίς : ἡ ξύστρα , καὶ στλεγγιζόμενος : ἀποξυόμενος .
5649651 Εὐνουχος
ἀτυχία φίλου . Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις . Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ . Ἔλπιζε πάντα μέχρι
. Ἕρπυλος . ἀπὸ τοῦ ἕρπειν ἐν τῷ αὔξεσθαι . Εὐνοῦχος . παρὰ τὸ τὴν εὐνὴν ἔχειν καὶ ἐπιμελεῖσθαι :
5648641 Σιλανιων
Μιθριδάτης ὁ Ῥοδοβάτου Πέρσης Μούσαις εἰκόνα ἀνέθηκε Πλάτωνος , ἣν Σιλανίων ἐποίησε . . . . . . . οὐκ
εἰποῦσαν διὰ τῶν ποιημάτων χρήσιμον , Λεαρχίδα δὲ Μενέστρατος , Σιλανίων δὲ Σαπφὼ τὴν ἑταίραν , Ἤρινναν τὴν Λεσβίαν Ναυκύδης
5647831 νηχω
κολυμβῶ τροπῇ τοῦ ε εἰς η καὶ πλεονασμῷ τοῦ χ νήχω . νηχομένοισιν : ἐπί . Σχεδόν : πλησίον .
τὸ ο , διὰ τοῦ η γράφονται : οἷον , νήχω , τὸ κολυμβῶ : σμήχω : τρήχω , ἐξ
5633695 ἀδοκιμον
τούτων μὲν καὶ συγγενῶν ὄντων , σχολῇ γ ' ἂν ἀδόκιμον καὶ μιξοβάρβαρον προσεῖτο φωνήν . ὁ δ ' οὖν
ψαλμῳδὸν ἐδιηγούμεθα δικαιώματα , καὶ τὸ μοχθηρὸν ἡμῶν τῶν τρόπων ἀδόκιμον τὸ περιφανὲς τοῦτο καὶ σεβάσμιον ἀπειργάσατο , ἀνάξιον κρίναντος
5623768 ἐκκρεμαμενον
κρεμασμὸς ἐγγύς τι τοῦ κατὰ φύσιν : δεῖ μέντοι τὸν ἐκκρεμάμενον ἔμπειρον εἶναι , ὡς μὴ ἐκμοχλεύῃ τῷ πήχεϊ τὸ
κρεμασμὸς ἐγγύς τι τοῦ κατὰ φύσιν . δεῖ μέντοι τὸν ἐκκρεμάμενον ἔμπειρον εἶναι , ὡς μὴ ἐκμοχλεύειν τῷ πήχει τὸ
5615272 προθυμουμαι
παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ
: αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς
5614119 Λεοντων
καὶ Νικομήδης καὶ ὅσοι ἄλλοι Ῥωμαίων πρέσβεις παρῆσαν , ἐς Λεόντων κεφαλήν , ὃ τῆς Φρυγίας ἐστὶν ὀχυρώτατον χωρίον ,
Μοίριδος λίμνην καὶ τὸν λέοντα τὸν τρεφόμενον ἐν τῇ καλουμένῃ Λεόντων πόλει , καὶ πολλὰ τοιαῦθ ' ἕτερα , διηγήσασθαι
5612153 ὑφασμα
τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ
ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ
5611052 χλαινα
ἐλάμβανον παχὺ καὶ χειμερινὸν ἱμάτιον . θεραπείαν : * * χλαῖνα γὰρ ἐδίδοτο . ἀνέμων . . Ἐν Πελλήνῃ πανήγυρις
. διαφέρειν φησὶ καὶ τῷ σχήματι : ἡ μὲν γὰρ χλαῖνα τετράγωνον , φησίν , ἱμάτιον , ἡ δὲ χλαμὺς
5610461 Λυκαιον
: Δίκτη γὰρ ὄρος Κρήτης . Λυκαῖον : Ἀρκάδα : Λύκαιον Ἀρκαδίας ὄρος . ἀμφήριστον : ἀντὶ τοῦ ἀμφίλογον .
ὁ Καλλιστοῦς καὶ Διὸς γεγονώς , ᾤκησε δὲ περὶ τὸ Λύκαιον φθείραντος αὐτὴν Διός : οὗ προσποιησάμενος ὁ Λυκάων τὸν
5603062 ὀρνεου
εὐχαριστοῦντες ὡς εὐφραινόμενοι . ἐὰν δὲ καὶ πτερὸν τοῦ θυρὸς ὀρνέου κόψῃς μαχαίρᾳ ὁλοσιδήρῳ , βάλῃς τε εἰς κεράμιον οἴνου
αὐτοὺς καὶ μεγάλα αἰδοῖα ἔχοντας . Γ ὀρχίλων ] εἶδος ὀρνέου μικροῦ . ἅλμην κύκα : ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈
5602594 βοιδιον
προβασκάνιον μετὰ τῆς προ : ἀδόκιμον γάρ . Νοίδιον καὶ βοίδιον ἀρχαῖα καὶ δόκιμα , οὐχὶ νούδιον καὶ βούδιον .
διδοὺς , παρ ' ἑαυτῷ πάλιν εὕρισκε . Τὸ βασιλικὸν βοίδιον : ἐπὶ Πτολεμαίου τοῦ νέου βοῦς ἔτεκεν ἓξ βοίδια
5590444 Ἰτωνις
Θεσσαλίᾳ γεννηθῆναι , ἀφ ' οὗ Ἴτων πόλις , καὶ Ἰτωνὶς Ἀθηνᾶ . Μέμνηται καὶ Ἀλέξανδρος ἐν πρώτῳ Καρικῶν ὑπομνημάτων
βασιλείαν τοῦ πατρὸς εἰληφέναι . Ἰτωνίδος : ἐν Θεσσαλίᾳ θεὰ Ἰτωνὶς τιμᾶται καὶ ἐν Κορωνείᾳ [ πόλις ] τῆς Βοιωτίας
5589315 ὀρχουμενων
εἴρηται δὲ σχῆμα διὰ τὸ μετασχηματίζεσθαι , ὡς ἐπὶ τῶν ὀρχουμένων ἀνθρώπων ἢ ὡς ἐπὶ τοῦ πηλοῦ τοῦ πλαττομένου καὶ
. . τὸ δ ' ἐξ ἀρίστου ἀνδρῶν , γυμνῶν ὀρχουμένων καὶ ᾀδόντων Θαλητᾶ καὶ Ἀλκμᾶνος ᾄσματα καὶ τοὺς Διονυσοδότου
5586212 Σημος
μαντικῆς ἀλήθειαν , Διονύσου δὲ διὰ τὴν ἐν μέθῃ . Σῆμος δ ' ὁ Δήλιός φησι : τρίπους χαλκοῦς ,
Ὀρεστάδου . . Παρμενίσκος δὲ ὁ Μεταποντῖνος , ὥς φησιν Σῆμος ἐν ε Δηλιάδος [ . ] , καὶ γένει
5584072 τραγικης
μοι λάφυρον γέγονας , ἀδίκου πάρεργον δαίμονος . ὢ τῆς τραγικῆς καὶ ἀπηνοῦς ἡμέρας : οἷόν μοι σκότος ἀνθ '
φαρέτρα καὶ κηρύκεια καὶ ῥόπαλα καὶ λεοντῆ καὶ παντευχία μέρη τραγικῆς ἀνδρείας σκευῆς . γυναικείας δὲ συρτὸς πορφυροῦς , παράπηχυ
5577285 Ὑπ
δ ' ἂν εἴποις τὰς τῶν ὀχετῶν ἀρχάς , ὡς Ὑπ . ἐν τῷ περὶ ὀχετοῦ . . , .
. μετοικικῆϲ ϲυμμορίαϲ ταμίαϲ . . , . ἀγοράϲ . Ὑπ . ἐν τῷ κατὰ Πολ . π . τ
5567318 κτενιον
γὰρ λέγομεν τὸ κτέν ὥσπερ τὸ ἕν : τὸ γὰρ κτένιον μονογενές ἐστιν , ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ κτείς εἰ ἦν
ὀξύνεται καὶ σημαίνει πολλά : σημαίνει δὲ καὶ τὸ γυναικεῖον κτένιον ᾧ χρῶνται ἐπὶ τῷ ἱστῷ , καὶ τὸ παρ
5566869 Νικης
ἐπιπεμφθεῖσαν , ἵν ' , ὥσπερ οἱ τὰ ἀκρωτήρια τῆς Νίκης περικόψαντες ἀπώλοντ ' αὐτοὶ ὑφ ' αὑτῶν , οὕτω
Ἀργεῖοι δ ' ἐπὶ νῆας ἔβαν μέγα καγχαλόωντες , μέλποντες Νίκης ἐρικυδέος ὄβριμον ἀλκήν , ἄλλοτε δὲ ζάθεον μακάρων γένος
5566800 γελωτοποιειν
καὶ ἐνέδρας σημαίνουσιν . [ τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖν γελωτοποιεῖν μιμολογεῖν ὑποκρίνεσθαι καὶ ἐξαπατῆσαί τινας σημαίνει . ] ᾄσματα
ὡς ἀμυδρὸν βλέπειν : ἀποκαθῆσθαι δὲ ἐν τοῖς κουρείοις καὶ γελωτοποιεῖν . . . : περὶ δὲ τὴν Μολοσσίδα οἱ
5565292 λεκανη
χύτρα , λοπάδιον , ὀξίς , χοῦς , ἁμίς , λεκάνη , θυΐα , κάνθαρος , σείσων , λύχνος .
παροξυτόνως δὲ τὸ πλυνόμενον . πλυνόν : Ἐφύβριστον : πλυνὸς λεκάνη . . ἄτιμον : πλυνὸς γὰρ ἡ λεκάνη ἐν
5565176 Παρακειται
τοσαῦτα , καὶ ἅμα περὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ ἰσχνοῦ . Παράκειται δὲ καὶ τῷ ἰσχνῷ διημαρτημένος χαρακτήρ , ὁ ξηρὸς
ὁ Σάμιος ἐν βʹ Περὶ ποταμῶν . . , : Παράκειται δ ' αὐτῷ ὄρος , Ἄργιλλον καλούμενον ἀπ '
5562447 φολιδωτον
τῆς φύσεως ὠχύρωται : τὸ μὲν γὰρ δέρμα αὐτοῦ πᾶν φολιδωτόν ἐστι καὶ τῆι σκληρότητι διάφορον : ὀδόντες δὲ ἐξ
τῆς φύσεως ὠχύρωται : τὸ μὲν γὰρ δέρμα αὐτοῦ πᾶν φολιδωτόν ἐστι καὶ τῇ σκληρότητι διάφορον , ὀδόντες δ '
5561737 ὑποδηματος
ὑπὲρ Βακχίου καὶ Πυθαγόρου , εἰ γνήσιος . εἶδός τι ὑποδήματός εἰσιν αἱ Σκυθικαί . καὶ Ἀλκαῖος ἐν ηʹ καὶ
λαμβανομένη , οἷον οὐδεὶς ὁριζόμενος ἢ ὑπογραφόμενος τὴν ἐξοχὴν τοῦ ὑποδήματός φησιν γλῶσσαν , ἢ τὸ ὑλακτικὸν ζῷον κύνα .
5560086 Ἱπποθοωντιδος
Κερκυόνος θυγάτηρ , ἐξ ἧς καὶ Ποσειδῶνος Ἱπποθόων ὁ τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς ἐπώνυμος , ὡς Ἑλλάνικός τε ἐν β Ἀτθίδος
Ἐλαιέως . : Ἐροιάδαι . Οἱ Ἐροιάδαι δῆμός ἐστι τῆς Ἱπποθοωντίδος , ὥς φησι Διόδωρος . : Θυμαιτάδαι . .
5558794 Φθιωτις
Κροκίῳ Θῆβαι εἰσὶν αἱ Φθιώτιδες , καὶ ἡ Ἅλος δὲ Φθιῶτις καλεῖται καὶ Ἀχαϊκή , συνάπτουσα τοῖς Μαλιεῦσιν , ὥσπερ
Θετταλιῶτις τὸ δὲ Πελασγιῶτις . ἔχει δ ' ἡ μὲν Φθιῶτις τὰ νότια τὰ παρὰ τὴν Οἴτην ἀπὸ τοῦ Μαλιακοῦ
5558771 κυπαριττῳ
γίνεται καὶ ἐν τῇ Κυρηναίᾳ , τὴν μὲν μορφὴν ὅμοιον κυπαρίττῳ καὶ τοῖς κλάδοις καὶ τοῖς φύλλοις καὶ τῷ στελέχει
μὲν γὰρ τὴν πίτυν παρεχόμενα λεπτόγεων τιθεῖ , τὰ δὲ κυπαρίττῳ κομῶντα τῆς ἀργιλώδους λέγει , ἐλάται δὲ ἐκεῖναι τί
5558136 Ἀντιοχιδος
, ὡς ἀπὸ τοῦ Κρισεύς . Κριώα , δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος φυλῆς . ὁ δημότης Κριωεύς . τὰ τοπικὰ Κριῶθεν
. ἡ φυλὴ τοίνυν Αἰγικορεῖς . Αἰγιλιά , δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος φυλῆς . ὁ δημότης Αἰγιλιεύς . τὰ τοπικὰ Αἰγιλιᾶθεν
5555071 ἠκροασθαι
ἂν τοιαῦτα διδάξειέ τις καὶ τοῖς μεμαθηκόσιν ὄνειδος τὸ τοιούτων ἠκροᾶσθαι ; κθʹ . Κυρίνῳ δὲ τῷ σοφιστῇ πατρὶς μὲν
Ἀδριανὸς δὲ καὶ Χρῆστος ἐν γνησίοις , καὶ Ἀριστοκλέους δὲ ἠκροᾶσθαι αὐτὸν μὴ ἀπιστῶμεν . λέγεται δὲ καὶ γαστρὶ κοίλῃ

Back