| δριμέων βρωμάτων προσφορᾶς , καὶ ὑπό τινος ἐπιφορᾶς χυμῶν δριμέων ἐμφεροῦς τῇ κατὰ τῆς ἐπιφανείας γιγνομένῃ , ὑφ ' ἧς | ||
| εὐμεγέθη : γίνεσθαι δὲ τὸν προειρημένον λίθον ἐκ κόγχης στρόμβῳ ἐμφεροῦς μεγάλῳ , νήχεσθαί τε κατὰ ἀγέλας τοὺς μαργάρους , |
| βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον | ||
| δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε : |
| βοτάνη εἰς τὴν ἀνοιχθεῖσαν νοσσιάν , ὑποκατάκλειε τῷ γεγλυμένῳ λίθῳ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ τὴν καρδίαν καὶ κόκκον ἕνα τοῦ | ||
| τῇ κεφαλῇ , ὑπόθες ῥίζιον τῆς βοτάνης καὶ τοῦ ὀρνέου ἀκρόπτερον τὸ εὐώνυμον . κατάκλειε δὲ εἰς λήνειον κρυσοῦν πλατύτερον |
| ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , κατῃσίμωσα | ||
| ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρὸν κατῃσίμωσε πῶμα |
| αὐτῷ , οἷα καὶ Παρθενοπαίῳ καλουμένῳ , ἀλλὰ ὠμὸν καὶ ἀπηνὲς καὶ χαλεπὸν , ἔτι δὲ καὶ γοργὸν ὄμμα ἔχων | ||
| Κερασβόλον . ἄτηκτον καὶ μὴ εἶκον παιδείᾳ , ἀλλ ' ἀπηνὲς ὄν . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν σπερμάτων , ἅτινα |
| ὁ δημιουργὸς τῆς ἀκρασίας πιέζει κραταιῶς , ἵνα ταῖς ἐκθλιβομέναις λιβάσιν ἡδίστῃ τροφῇ χρῷτο . Τοιοῦτος μὲν ἡμῖν ὁ βεβακχευμένος | ||
| ἐργαζομένης μελίσσης . παμφαὲς ] λαμπρὸν , καθαρόν . . λιβάσιν ] σταλαγμοῖς . παρθένου ] ἀμολύντου καὶ καθαρᾶς , |
| ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ | ||
| δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ |
| ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν | ||
| ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου |
| ἡ ἔπαυλις . σταφυλή : ὁ καρπός . καὶ τὸ τεκτονικὸν ἐργαλεῖον . στεῦται : ὁρμᾶται . διορίζεται . ἵσταται | ||
| οἴκους τε καὶ πόλεις καλῶς οἰκήσειν μαντικῆς ἔφη προσδεῖσθαι : τεκτονικὸν μὲν γὰρ ἢ χαλκευτικὸν ἢ γεωργικὸν ἢ ἀνθρώπων ἀρχικὸν |
| . Ἀριστόβουλος δὲ ἐν Ἀγχιάλῃ φησὶν ἑστάναι τύπον Σαρδαναπάλου λίθινον συμβεβληκότα τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοὺς δακτύλους ὡς ἂν ἐπικροτοῦντα , | ||
| ἕνα Λημνίων , ὡς γνώριμον τῷ Φιλοκτήτῃ προσιόντα καὶ πολλάκις συμβεβληκότα . οὐ τοίνυν οὐδὲ ἐκεῖνο δοκεῖ μοι δικαίως ἄν |
| τὸ φῶς ὥσπερ πρηστῆρα . σχῆμα δὲ αὐτοῦ οἳ μὲν δισκοειδές , Ἡράκλειτος δὲ σκαφοειδές , Στωϊκοὶ δὲ σφαιροειδὲς εἶναι | ||
| . σχῆμα δὲ αὐτῆς οἳ μὲν σφαιροειδές , οἳ δὲ δισκοειδές . κατὰ μῆνα δὲ ἐκλείπει , ὡς μὲν Ἡράκλειτός |
| δύναμιν ἐπιμιγνύντας αὐτῷ ἢ ἀμύλου ἢ ῥόδων ξηρῶν ἢ γῆς Κρητικῆς ἢ Λημνίας σφραγίδος ἢ ἀλεύρων κριθίνων ἢ ἄλλων τοιούτων | ||
| Ἡρακλέους τοῦ Ἰδαίου , παραγενέσθαι δὲ αὐτὸν ἀπὸ Κυδωνίας τῆς Κρητικῆς καὶ τοῦ Ἰαρδάνου ποταμοῦ . λέγουσι δὲ καὶ Πέλοπα |
| ] γέννημα . θΞ βλάστημα ] ἤγουν ὁ Παρθενοπαῖος . καλλίπρῳρον ] τὸ εὐειδές , καλλιπρόσωπον . καλλίπρῳρον ] καλλιπρόσωπον | ||
| βλάστημα τὸ ἐκ τῆς ὀρεσκόου καὶ ὀριτρόφου μητρὸς , τὸ καλλίπρῳρον καὶ τὸ εὐειδὲς , τὸ τὴν πρῷραν ἐπανθοῦσαν ἔχον |
| τοῦ ᾠοῦ μετὰ πομφόλυγοϲ ἢ τῶν εἰρημένων φαρμάκων τινόϲ . νεμομένου δὲ τοῦ ἕλκουϲ ἐνετέον τὸν διὰ χάρτου τροχίϲκον ἢ | ||
| ἐξοκίλλειν εἰς ἀλλοκότους ἔρωτας ⋮ Μυθεύεται , ὅτι ἠράσθη ταύρου νεμομένου ἡ Πασιφάη , Δαίδαλον δὲ ποιῆσαι βοῦν ξυλίνην καὶ |
| ἐν πυέλῳ : κελεύει δὲ αὐτὸν ἐν πυέλῳ ἤγουν ἐν σκύφῳ θερμοῦ ὕδατος καθεῖναι καὶ καταντλεῖν τῷ θερμῷ ἵνα τὸ | ||
| ἀπ ' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκεραννήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , |
| ἡ πόα ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη καὶ μᾶλλον τὸ σπέρμα αὐτῆς , ἔβισκος ἢ ἀλθαία , ἔλαιον γλυκὺ παλαιόν , ἔλαιον τὸ | ||
| δὲ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ἀνήθου καὶ ἧττον διαφορητικόν . ἔβισκος ἢ ἀλθαία φυμάτων ἀπέπτων ἐστὶ πεπτική , καὶ ἡ |
| τὴν δὲ Δίρκην ἐπὶ τῶν ταύρων διέσπασαν . ὕδωρ τε Διρκαῖον ] ἀφέντες . ὕδωρ τε Διρκαῖον ] τὸ τῆς | ||
| , ἐχθροῖς ἀφέντες τὰν βαθύχθον ' αἶαν , ὕδωρ τε Διρκαῖον , εὐτραφέστατον πωμάτων ὅσων ἵησιν Ποσει - δὰν ὁ |
| γυνὴ καὶ μήτηρ βασιλέως ὑπῆρξε . μετὰ δὲ τὸν πυλῶνα περίστυλον εἶναι τοῦ προτέρου ἀξιολογώτερον , ἐν ὧι γλυφὰς ὑπάρχειν | ||
| γυνὴ καὶ μήτηρ βασιλέως ὑπῆρξε . μετὰ δὲ τὸν πυλῶνα περίστυλον εἶναι τοῦ προτέρου ἀξιολογώτερον , ἐν ᾧ γλυφὰς ὑπάρχειν |
| λίμνῃ νήξασθαι , καὶ ἐνταῦθά τοι καὶ τροφὴν ἴσχει , τεθηλός τε ἀεὶ θρύον καὶ κύπειρον δειπνεῖ . οὐκοῦν καὶ | ||
| καὶ εὐθαλὲς ἐρεῖς καὶ εὐανθές , εὐβλαστές , εὐερνές , τεθηλός , ἀειθαλές : ἐπὶ δὲ τῶν ἐναντίων ἀνανθές , |
| λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , μονόθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λέπας δὲ δίθυρον καὶ λειόστρακον , μονοφυὲς δὲ | ||
| καὶ λειόστρακον , συμφυὲς δὲ μῦς , μονοφυὲς δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν |
| τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως , | ||
| τῶν αὐτοῦ πραγμάτων τὰ ἑαυτοῦ τὰ αὐτοῦ πράγματα . . στερῶ ἐνεργητικῶς καὶ στερέω , στερῶ , ὅπερ καὶ ὡραῖον |
| ὑπέρυθρον , οὐ πεπιεσμένον ἢ συμπεπλεγμένον , λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα καὶ | ||
| διὰ τάδε ἐξονειρώσσουσιν : ἐπὴν τὸ ὑγρὸν ἐν τῷ σώματι διακεχυμένον ἔῃ καὶ διάθερμον , εἴτε ὑπὸ ταλαιπωρίης , εἴτε |
| τῇ σύριγγι τῶν πολεμίων προσήρεισαν : ὄπισθεν δὲ τοῦ πίθου χαλκευτικὸν ἀσκὸν προσαρμόσαντες , εἰς τὸν διατεταγμένον αὐλίσκον φῦσαν ἐνέντες | ||
| τοῖς χείλησι τοῦ ὀξυλάβου γενύεσσι ] τοῖς ὀδοῦσι πυράγρης ] χαλκευτικὸν ἐργαλεῖον τρύγα δὲ τὴν σκωρίαν λέγει ἄλλως : τὴν |
| : καρποῦσθαι : χρυσέας κόμης : τοῦτο πάλιν πρὸς τὸν χειροποίητον στέφανον , ὃν ἔφερεν τῷ ξοάνῳ . τινὲς μέντοι | ||
| : τινὲς δὲ καὶ πόρνης μνῆμα λέγουσι τὸν τάφον . χειροποίητον δὲ τὴν λίμνην ἔνιοι ἱστοροῦσι τὴν Κολόην πρὸς τὰς |
| Δηΐφοβός τε βίη θ ' Ἑλένοιο ἄνακτος Ἀσιάδης τ ' Ἀδάμας ἠδ ' Ἄσιος Ὑρτάκου υἱός ; ποῦ δέ τοι | ||
| φλεγμαίνοντας ὠφελεῖ . καυθεὶς δὲ καὶ ποθεὶς στομαχικοὺς ἰᾶται . Ἀδάμας λίθος ἐστὶ δυνατός , κατὰ τὸ μέγεθος ὀμφαλοῦ . |
| σίδης δ ' ὑσγινόεντας : καὶ γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ | ||
| γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ ἐξῆς . ὀλόσχους δέ φησι τοὺς |
| : τὸ δὲ ξύλον ἐντεριώνην ἔχει , εὔφθαρτον δὲ καὶ κοπτόμενον . ἐν πᾶσι δὲ γίγνεται τοῖς τόποις , εὐθενεῖ | ||
| γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον . καὶ καθόλου μέν ἐστι |
| Γ γυλιαύχενας Γ : αὐχένας οὐκ ἔχοντας , καθάπερ ὁ γύλιος . Γ γυλιαύχενας : μακροτραχήλους : γύλιος γὰρ πλέγμα | ||
| ὅλον σῶμα , καὶ μόνον τὸν τράχηλον μακρόν . Γ γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον , ἐν ᾧ τὰ |
| τῇδε φιλοτιμίᾳ τῇ κακίστῃ δαιμόνων ἐκριπισθέντες ἀπολώλασιν . ἄνθος προσώπῳ ἐπιφυόμενον , οἷον οὐδὲ εἷς λειμὼν νοτερός τε καὶ ἁβρὸς | ||
| ἀνέδραμον καὶ παρὰ τὴν ἡλικίαν ἥβησαν , καὶ πολὺ τὸ ἐπιφυόμενον ἦν πολέμιον γένος . οἱ μὲν οὖν παλαιοὶ μῦθοι |
| δὲ μέρη τῆς τέχνης ὑποτύπωσις ὑπογραφή σκιαγραφή , καὶ τὸ ἐργαλεῖον γραφὶς ἢ ὑπογραφίς , καὶ αἱ ὗλαι πίνακες καὶ | ||
| πρόσκειται τῷ Κλέωνι ἡττημένῳ . ΓΘ καὶ στρόβει : στροβεὺς ἐργαλεῖον κναφικόν . φησὶν οὖν , περίαγε αὐτὸν καὶ στρέφε |
| γάρος , ἅλμη τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων . σφοδρότατα δὲ ξηραίνει κεδρέας τὸ ἔλαιον , κονία : κράμβης οἱ καυλοὶ καυθέντες | ||
| τὸ μεῖζον πληρουμένης . Ἀδάρκη , ἀμπελόπρασον , εὐφόρβιον , κεδρέας τὸ ἔλαιον , κληματίδος τὰ φύλλα ἀρχομένης , κόστος |
| καὶ ξανθίου τὸ σπέρμα τὸ ἐν τοῖς ἀκανθώδεσι σφαιρίοις εὑρισκόμενον παρεοικὸς λίνου σπέρματι , ἐλειῶν ἀσπαράγων ῥίζαι , ὕαλος κεκαυμένη | ||
| ἐν ἡλίῳ . Σίνων σπερμάτιόν ἐστιν ἐν Συρίᾳ γεννώμενον , παρεοικὸς σελίνῳ , πρόμηκες , μέλαν , πυρωτικόν . Σίον |
| ] . συμμέτρως οὖν κατακλινέσθω τὸ βρέφος , οἷον κατὰ προσκεφαλαίου πεπληρωμένου κναφάλλων , εἰ δὲ μή , χόρτου ἁπαλοῦ | ||
| . ἀλλ ' οὐ δέομαι πανικτὸν ἔχων τὸν πρωκτὸν [ προσκεφαλαίου ] . Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν |
| δυσνόητα . * τὸ δὲ ποδηγετεῖ δὲ ἀπὸ τῶν κυνηγῶν μετηνέχθη . ἕπονται γὰρ οἱ κύνες τοῖς τῶν θηρίων ἴχνεσιν | ||
| ἐνῶρτο γέλως . τὸ γὰρ ἄσβεστον ἀπὸ ἀψύχου τοῦ πυρὸς μετηνέχθη ἐπὶ ἔμψυχον τὸν γέλωτα , καὶ τοῦτο κατ ' |
| δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸν φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας . | ||
| δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸ φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας . |
| ἱστορίας , ὅτι ὑπέμεινε καὶ τοὺς ἑαυτῆς ἀποσφάξαι παῖδας . Θήραιον : τὸ περὶ τῆς Θήρας λεχθέν . ἢ τὸ | ||
| καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον , Αἰήτα τό ποτε ζαμενής παῖς ἀπέπˈνευς ' ἀθανάτου |
| κύμβαλα , σκευῶν ἂν καὶ ταῦτα εἴη καὶ παρδαλῆ καὶ λεοντῆ , καὶ σανὶς καὶ λεύκωμα . καὶ οἷς ἂν | ||
| μέρος καὶ ἀλκῆς ὑπάρχων . τάχα δ ' ἂν ἡ λεοντῆ καὶ τὸ ῥόπαλον ἐκ τῆς παλαιᾶς θεολογίας ἐπὶ τοῦτον |
| ἀνέμῳ διαλέγει ἄλλη συνωρίς ἁμαξιαῖα χρήματα ἀμήρυτοι λόγοι ἀνασπᾶν γνωμίδιον ἀνδρόγυνον ἄθυρμα ἀνέμους γεωργεῖν ἄνθρωπος φιλοπραγματίας ἀνωφρυασμένος ἄνθρωπος ἄπλυτον πώγωνα | ||
| . εἰ δὲ ὀξὺ καὶ μαλακὸν καὶ εὐκαμπὲς φθέγγοιτο , ἀνδρόγυνον ἐπισημαίνει εἶναι τὸν τοιοῦτον . ὅσοι δὲ κοῖλον καὶ |
| , κατὰ τὸ αἰθύσσω αἴθυγμα , πτύσσω πτύγμα , νύσσω νύγμα , ἐξ οὗ καὶ ἡ νυγμὴ , ὡς πτύγμα | ||
| πλήξῃ χλοεροῦ δένδρου τὸ κέντρον . Μάθε τοῦ ῥόδου τὸ νύγμα , μάθε τῶν πόνων τὸ κέντρον , ἵνα τοῖς |
| , ἔπειτα ἐν διπλώματι τακείς , ἀναληφθείσης πτερῷ τῆς ἐπινηχομένης ῥυπαρίας καὶ διυλισθείσης εἰς θυείαν , μετὰ τὸ παγῆναι ἀποτίθεται | ||
| δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑποκατακλείσας φορέσῃ ἀπεχόμενος χοιρείου κρέατος καὶ πάσης ῥυπαρίας , σκοτίας δὲ γενομένης φανήσεται γενναῖος τοῖς ἀνθρώποις . |
| ὑγιεινοῦ καὶ τοῦ θεραπευτικοῦ μέσον τάξαντες , μικρᾷ καὶ παντάπασιν ἐπιπολαίῳ πλανηθέντες πιθανότητι . Φασὶ γὰρ γίνεσθαι τρεῖς καταστάσεις τοῖς | ||
| ὁ κατὰ τὴν μεϲότητα τοῦ βλεφάρου πρὸϲ τὸν ταρϲὸν τόποϲ ἐπιπολαίῳ διαιρέϲει . μετὰ δὲ τὴν ϲημείωϲιν ἐκϲτρέψαν - τεϲ |
| . κ , ἰοῦ δραχ . μ , κηκῖδος , χαμαιλέοντος μέλανος ῥίζης , ἀνὰ δραχ . κδ , ἐλαίου | ||
| ῥίζα , πολίου , λαπάθου , καππάρεως , ἁλικακκάβου , χαμαιλέοντος , ἀφέψημα πιόνων σύκων , δᾳδός , μέλι γλυκύ |
| δʹ Ἀρισταίους γενεαλογοῦσιν , ὡς καὶ Βακχυλίδης : τὸν μὲν Καρύστου , ἄλλον δὲ Χείρωνος , ἄλλον δὲ Γῆς καὶ | ||
| τούτῳ μέγας ἥξει τις ἰσοτράπεζος εὐγενής . τίνα λέγεις ; Καρύστου θρέμμα , γηγενής , ζέων . εἶτ ' οὐκ |
| ἀνθιστάμενος τοιαῦτα ὑφίσταται . εἴκασμα ] τὸ ὁμοίωμα . Ξ δαροβίοισι : ἤγουν ἐχθρὸν καὶ μισητὸν εἴκασμα καὶ εἴδωλον τοῖς | ||
| πολὺ ζῶσι , τοῖς ἀθανάτοις . δαροβίοισι ] πολυχρονίοις . δαροβίοισι ] τοῖς ἀθανάτοις . Ξ δαροβίοισι ] ἀιδίοις . |
| . προβάδην : προβαίνων τῷ ῥυθμῷ . . . πάνθηρον ἕλειον : Προσληπτέον τὸ εἰς . ἔξαγε εἰς τὸ πάνθηρον | ||
| . Ἀξειοῦ ] τοῦ Βαρδαρίου . Βόλβης ] λίμνης . ἕλειον ] ἑλώδη . δόνακα ] κάλαμον . Ἠδωνίδ ' |
| ἄνωθεν τῶν πετρῶν καὶ τῆς τοῦ κύματος κλάσεως ἐκινοῦντο . ἀγῆς : γράφεται αὐγῆς . ἠρήρειντο : ἐπλησίαζον , ἥδραζον | ||
| γούνασι πέζας , ὑψοῦ ἐπ ' αὐτάων σπιλάδων καὶ κύματος ἀγῆς ῥώοντ ' ἔνθα καὶ ἔνθα διασταδὸν ἀλλήλῃσιν . τὴν |
| τὸν κόσμον ἐκ τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω φύσει φερομένων συνηρμοσμένον ἀπηλλάχθαι παντάπασι τῆς κατὰ τόπον κινήσεως . ταῦτα δὲ | ||
| τῶν ἐμῶν . . ἴϋζε μέλος ὁμοῦ τιθεὶς ] ἤτοι συνηρμοσμένον καὶ ἁρμόζον τῇ ἐμῇ συμφορᾷ ἴϋζε καὶ θρήνει . |
| δυσουρίαν θεραπεύει . ὀστέον δὲ ἐκ τοῦ μηροῦ τοῦ ὀρνέου περιαφθὲν κιρσοὺς θεραπεύει τοὺς ἐν τοῖς ποσίν . ἡ δὲ | ||
| τούτου φορούμενοι , ὀξυωπίαν παρέχουσιν . τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ περιαφθὲν τραχήλῳ πᾶσαν ὀδονταλγίαν καὶ σταφυλῆς πόνον καὶ ἀντιάδα καὶ |
| ἔχει ὁ Καύκασις , τὰ πολλὰ πάντα ἀπ ' ὕλης ἀγρίης ζώοντα . Ἐν τοῖσι καὶ δένδρεα φύλλα τοιῆσδε ἰδέης | ||
| , ἐπιπλάστῳ χρῆσθαι . Ἐπὶ νεῦρα δὲ διατμηθέντα ἐπιδεῖν μυῤῥίνης ἀγρίης ῥίζας κόψας καὶ διαττήσας , φυρήσας ἐλαίῳ . Καὶ |
| , ἠὲ σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ στέρνοισι καμίνου . ἄλλοτε φορβάδος αἰγὸς ἐνίπλειον δέρος οἴνης χραισμήσει τημοῦτος ἐπὴν σφυρὸν ἢ | ||
| ! ! ! ! ] ! [ ! ! ] φορβάδος [ μαστὸς ] ? [ ] δὲ μητρὸς [ |
| τύχας τοῖς χρώμασιν : ἐρυθραίνεται μὲν γὰρ οἷα παρθένος : πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς : καὶ λευκαίνεται δηλοῦν τὴν ἐν | ||
| τύχας τοῖς χρώμασιν . ἐρυθαίνεται μὲν γὰρ οἶάπερ παρθένος , πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς , καὶ λευκαίνεται , δηλοῦν τὴν |
| χερσί , μάλιστα ἐπὶ παιδίων , ἑλκώδεις φλεγμοναί . ἐρυσίπελας μώλωψ ἐρυθρὸς ἐπίπονος ἔμπυρος , ἔσθ ' ὅτε καὶ φλυκταινώδης | ||
| ΩΨ πολυσύλλαβα κύρια ὄντα ἢ προσηγορικὰ βαρύνονται : κύκλωψ ἴωψ μώλωψ . σεσημείωται , ὥς τινές φασι , τὸ εὐρώψ |
| , εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ | ||
| δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον |
| . νῦν τὰ χρώματα , ἢ βάμματα . ξυστίδας . ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης | ||
| ἄρ ' ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν . ψήφισμα ἔθηκεν γαλιδέως ξυστίς προσκεφάλαιον φελλέα ὡραΐζεσθαι πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον ἢν ὕδωρ |
| ἄκρα γε μὴν τὰ ὦτα λασίους . θηρίον δὲ τοῦτο ἁλτικὸν δεινῶς , καὶ κατασχεῖν βιαιότατά τε καὶ ἐγκρατέστατα καρτερόν | ||
| προσθίους ἐμποδίζοντα διὰ τὴν ἐκείνων εἰς τὸ εἴσω παράλλαξιν . ἁλτικὸν δ ' ἐστὶ καὶ πη - δητικὸν τὸ ζῷον |
| . Φαέθοντα τόκον : ἐπιφανῆ καὶ καταπληκτικὸν τὴν πρόσοψιν . Φαλακρὸς κτένα , Εὐνοῦχος παλλακήν , Κωφὸς αὐλητήν , Κάτοπρον | ||
| Φαλάριδος ἀρχή : ἐπὶ τῶν ὠμῶς τῇ ἀδικίᾳ χρωμένων . Φαλακρὸς κτένα : ἐπὶ τῶν εἰς μηδέν τι συντελούντων : |
| ἐστι σημεῖον καὶ βλάβης καὶ μάχης , ἀξίνη δὲ καὶ ἄμη γυναικός τε καὶ γυναικείας ἐργασίας : καὶ γυναικείας μὲν | ||
| . ἐργαλείων γεωργικῶν ὀνόματα δρέπανον , δρεπάνη , δίκελλα , ἄμη , μακέλη , ἀξίνη , λίστρον , πλόκανον , |
| Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλίτην . ” ἀλύσκανε ἐξέκλινε : “ Τερπιάδης δέ τ ' ἀοιδὸς ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν . ” | ||
| εἰς ταὐτὸν τῷ κακοκοίμητον . . . . , . Τερπιάδης δέ τ ' ἀοιδός . † ) Τέρπιος παῖς |
| ἐσήκασθεν κατὰ σηκοὺς ἠλάσθησαν , ἐπὶ τῶν προβάτων . ἔσθος ἔσθημα , ἱμάτιον . ἔσκε ἦν . ἕσπερος ὁτὲ μὲν | ||
| βεβηκέναι . ἐνῆφθαι δὲ αὐτὸν καὶ δορὰς λύκων , ῥαπτὸν ἔσθημα , ἄθλους τε ποιεῖσθαι τοὺς ἀγρίους τῶν συῶν καὶ |
| . ἀντὶ ἀκακίας , σχίνου χύλισμα . ἀντὶ ἀκάνθης , ἀκάνθου κεράτια . ἀντὶ ἀκάνθου κερατίων , ἀκάνθη . ἀντὶ | ||
| καὶ μέλαιναι : ἐπ ' αὐτῆισι στέφανοι ἐπιβέβληνται ἄνω τῆς ἀκάνθου τοῦ ἄνθεος καὶ ῥοιῆς [ ἄνθος ] καὶ ἀμπέλου |
| μὲν ὑγρὸν καὶ θερμὸν ὅσον εἰλικρινὲς ἀπῄειν , τὸ δὲ μεικτὸν ἐξ ὧν καὶ τὸ δέρμα ἦν , αἰρόμενον μὲν | ||
| τὸ δὲ χλωρὸν ἐκ τοῦ στερεοῦ καὶ τοῦ κενοῦ συνεστάναι μεικτὸν ἐξ ἀμφοῖν , τῆι θέσει δὲ καὶ τάξει διαλλάττειν |
| βάθει . καὶ πρῶτον μὲν προσφέρεσθαι καλὸν τὴν διὰ τοῦ στρουθίου σκευαζομένην κηρωτὴν καὶ τὸ παρηγορικὸν ἔχουσαν καὶ τὸ διαφορητικόν | ||
| μῆλον ἀκούουσιν . Ὅτι δὲ διαφέρει τὸ κυδώνιον μῆλον τοῦ στρουθίου , σαφῶς εἴρηκεν ὁ Θεόφραστος ἐν τῷ δευτέρῳ τῆς |
| τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ κερῶ , ὅθεν κέρασεν , οἷον κέρασσε δὲ νέκταρ . . ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ | ||
| γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ |
| ἄν τι ἄλλο ὅτι μὴ πνεῦμα διέλθοι . ὡς δὲ ἔμπυρον πνεῦμά ἐστι , δηλοῖ μὲν τοῦτό γε καὶ ἡ | ||
| κινυμένων πτερύγων ἀντώπιος ἄνθορε δίσκου , καὶ φλογὸς ἁρπάζειν δεδοκημένος ἔμπυρον ὁρμὴν ἐς μόρον αὐτὸς ἑκὼν αὐτάγρετον ἔδραμε Φοῖνιξ τεφρώσας |
| † κάλλος ἔχει Μίλητός τε Χίος τ ' ἔναλος πόλις Οἰνοπίωνος . Τυρσηνὴ δὲ κρατεῖ χρυσότυπος φιάλη , καὶ πᾶς | ||
| . ἀφίκοντο δὲ καὶ Κᾶρες ἐς τὴν νῆσον ἐπὶ τῆς Οἰνοπίωνος βασιλείας καὶ Ἄβαντες ἐξ Εὐβοίας . Οἰνοπίωνος δὲ καὶ |
| ὑποπίπτουσι σκοποῖς , ὅσοι λεπτότερον ὑγρὸν ἔχουσιν , ὡς ἡ μελικηρίς , ἔνιοι δὲ τοῖς δυσὶ μόνοις , ὥσπερ τὸ | ||
| , ἐξ ὧν ἀποῤῥεῖ ὑγρὸν ἐοικὸς μέλιτι , ὅθεν λέγεται μελικηρίς : τινὲς δὲ αὐτὴν λέγουσι καμηλάνθρακα . Ἀκροχόρδων ἐστὶ |
| πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς | ||
| λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον |
| νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα . κροκωτόν : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν | ||
| , αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι κροκοειδὲς ἔχουσι τὸ δέρμα , αἱ δὲ μικραὶ πυρρόν . |
| , Θάρυψ Θάρυβος , Σκίραψ Σκίραφος , κατῆλιψ κατήλιφος , χέρνιψ χέρνιβος : τὸ νίφα λευκήν . . . Τέλος | ||
| . “ εἴη δ ' ἂν ἀπ ' ὀρθῆς τῆς χέρνιψ γενικὴ πληθυντικὴ χερνίβων : τῆς γὰρ χέρνιβος μέμνηνται καὶ |
| οἰνοχόας ⌈ εἴρηκεν Γ [ φασίν ] , ἀπὸ τοῦ ἀρύειν : ⌈ ἔνθεν Γ [ ὅθεν ] καὶ ἀρύταινα | ||
| τὸ νεωστὶ ὕδωρ κομισθέν : ἔγκειται γὰρ τῇ λέξει τὸ ἀρύειν . πρόσφατον δὲ τὸ κρέας : πεποίηται γὰρ ἀπὸ |
| μερικωτέρων καὶ ὑφειμένων , οὑτωσὶ καὶ ἐν τοῖς ὑλικοῖς πράγμασι προϋπόκειται τὸ κοινῶς ποιὸν τοῦ ἰδίως , ποίημα μὲν ὂν | ||
| ἑκάστων φύσεσιν ἐνυπάρχει : ἔνια δὲ ὡς ἐν ὕλης τάξει προϋπόκειται , ὅσα τόπων ἢ ἄλλων τινῶν ἔχεται τοιούτων . |
| ᾗ ἐν Ἀπόλλων μαντοσύνας Κοροπαῖος ἐθήκατο καὶ θέμιν ἀνδρῶν : μὶξ δὲ κονυζῆεν φυτὸν ἔγχλοον ἠδὲ καὶ ἀκτῆς καυλοὺς ἠνεμόεντας | ||
| ἐπιτάξω , ἀποβολῇ τοῦ ω , ὡς παρὰ τὸ μίγω μὶξ ἐπιμίξ . Ἔναρα . κυρίως ἐν οἷς ἀρήρεται τὸ |
| νέον : χλωρόν , ὡραῖον χλωρόν ὡραῖον ἢ ἔτι καὶ φοινίσσον : τὸ ξανθίζον φῦκος , ἤγουν φυκίον τῆς θαλάσσης | ||
| μέν τι αὐτοῦ πλατύ , τὸ δ ' ἐπίμηκες καὶ φοινίσσον , τὸ δ ' οὖλον : φυόμενον δ ' |
| γράφεται , ἐπί τινων δὲ καὶ γλυκύ : ἔστι δὲ ῥιζίον παρόμοιον σταφυλίνῳ : Ἀντίγονος δὲ λέγει δαύχμου : ἔστι | ||
| δὲ γραῦν τὴν ἀσθενοῦσαν πάνυ πάλαι , τὴν βρυτικήν , ῥιζίον τρίψας τι μικρὸν δελεάσας τε γεννικῇ τὸ μέγεθος κοίλῃ |
| τὸ ὅλον . εἶχε δὲ καὶ γυναικωνῖτιν ἐν ᾗ συμπόσιον ἐννεάκλινον , καὶ ἑτέρους οἴκους πολυκλίνους καὶ ἄλλα τὰ ἀξιαφήγητα | ||
| τοῦ κύτους χωρίζουσα τὴν γυναικωνῖτιν . ἐν δὲ ταύτῃ συμπόσιον ἐννεάκλινον ἦν , παραπλήσιον τῇ πολυτελείᾳ τῷ μεγάλῳ , καὶ |
| τοὺς κοινωνοὺς ἔχειν . ὃ δ ' ἀσφαλείᾳ νικᾷ δόξῃ παρισούμενον , πῶς οὐ κάλλιον ὁστισοῦν ἂν κρίνοι σωφρονῶν ; | ||
| τοὺς κοινωνοὺς ἔχειν . ὃ δ ' ἀσφαλείᾳ νικᾷ δόξῃ παρισούμενον , πῶς οὐ κάλλιον ὁστισοῦν ἂν κρίνοι σωφρονῶν ; |
| ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ τεκεῖν ἐπιμίσγεται . ἢ οὕτως | ||
| κέρας ἐλάφειον , ἢ ὄνυχας αἰγὸς θυμιάσῃς . πᾶν δὲ ἑρπετὸν ἀπελάσεις , εἰ ὀπόν , καὶ μελάνθιον , καὶ |
| γράφεται κτλ . . . . , , . : ἰπνούμενος ] Γράφεται ἰπούμενος ἢ σφιγγόμενος , ἤτοι παγιδευόμενος : | ||
| μυῶν , ἀπὸ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω . . : ἰπνούμενος ] Φλογιζόμενος : ἰπνὸς γὰρ τὸ μαγειρεῖον ἢ ἐσχάρα |
| ' ὄξους , κάρδαμον ἄγριον καὲν καὶ σποδωθὲν , ἐχίδνης λεβηρὶς , καὶ λαπάθου ἀγρίου ῥίζα : τρίβειν δὲ μετ | ||
| λεβηρίδος : καὶ κενότερος λεβηρίδος : ἀμφότερα λέγεται . [ λεβηρὶς δὲ οἷον λεπηρὶς καὶ λέπος ] . τάττεται καὶ |
| ἐμπρίοντ ' ὀνόγυρον : αὕτως δὲ τρήχοντα ταμὼν ἄπο κλήματα σίδης , ἠὲ καὶ ἀσφοδέλοιο νέον πολυαυξέα μόσχον , στρύχνον | ||
| καταβάλλεο ] βάλε κάλυμμα ] τὸ λέπυρον τοῦ καρποῦ τῆς σίδης κάλυμμα ] τὸ σκέπας μίγδην δὲ βαλὼν ἐμπίσεο μύρτοις |
| τῶν δυσχερῶς τινὸς τυγχανόντων . Καὶ κόρκορος ἐν λαχάνοις : κόρκορον Πελοποννήσιοι φασὶν εἶναι λάχανόν τι τῶν εὐτελῶν ἄγριον : | ||
| . Μὴ σύ γ ' ἑλιχρύσοιο λιπεῖν πολυδευκέος ἄνθην , κόρκορον ἢ μύωπα , πανάκτειόν τε κονίλην , ἥν τε |
| προφάσεις , ἀλλὰ τὴν νίκην . εἰώθασι γὰρ οἱ ἡττηθέντες σκήπτεσθαι ποριζόμενοι προφάσεις τῆς ἥττης . τὸν δὲ στέφανον εἶπεν | ||
| σιγὴ δὲ στέξις λόγου . σκήπτεσθαι καὶ σκέπτεσθαι διαφέρει . σκήπτεσθαι μὲν γάρ ἐστι τὸ προφασίζεσθαι , σκέπτεσθαι δὲ τὸ |
| κριθῶν . τοὺς δὲ ῥυπαροὺς ἄρτους φαιοὺς Ἄλεξις καλεῖ . βλῆμα δὲ καλεῖται ὁ ἐντεθρυμμένος ἄρτος καὶ θερμός , πύρνον | ||
| πεσόντος δὲ τοῦ παιδὸς ἀνασχίζειν αὐτὸν κελεύειν καὶ σκέψασθαι τὸ βλῆμα : ὡς δὲ ἐν τῇ καρδίῃ εὑρεθῆναι ἐνεόντα τὸν |
| ἡ ἡμετέρα . δούλειον ] δουλικόν . δούλειον ] + δουλικόν , ἤγουν τὸ δουλωθῆναι τοῖς ἐχθροῖς . πέπτωκεν ] | ||
| ἀποδιώκειν . Ξ τῆσδε ] τῆς ἡμετέρας . δούλειον ] δουλικόν . Ξ πέμποιμ ' ] πέμπω . ἢ στικτέον |
| τοῦ σπέρματος φανερῶς , οἷον ὅ τε ἀνθέρικος καὶ τὸ λείριον καὶ τὸ φάσγανον καὶ ὁ βολβός . Ἀλλ ' | ||
| τὸν διὰ τοῦ η γραφόμενον , καὶ τοῦ παρὰ τὸ λείριον , ὃ γράφεται μὲν διὰ διφθόγγου κατὰ τὴν ἄρχουσαν |
| πετύσω καὶ συγκοπῇ πτύσσω : ἄλλο γὰρ οὐ σημαίνει τὸ πτύσσω , εἰ μὴ τὸ ἐπιπίπτειν ἕτερον πρὸς ἕτερον . | ||
| πανταχοῦ καὶ παρὰ πᾶσι σπειρόμενοι . Πυκνός . παρὰ τὸ πτύσσω , πτυκνὸς καὶ πυκνός . Πτερόν . πέτω πετερὸν |
| αὖθι κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ εἴας ' : αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε , πεῖσμα δ ' ὅσον τ | ||
| ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος φυτοῦ : “ ῥῶπάς τε λύγους τε . ” καὶ “ διαρρωπήϊα πυκνά |
| ἢ αἰγὸς παρὰ τὴν κώμυθα : ἢ ἡ τὰς κόμας αἰθὰς ἔχουσα , τουτέστι ξανθάς : ἢ ἡ ἐγκύμων . | ||
| ἢ αἰγὸς παρὰ τὴν κώμυθα : ἢ ἡ τὰς κόμας αἰθὰς ἔχουσα , τουτέστι ξανθάς : ἢ ἡ ἐγκύμων . |
| , καὶ εἰ δή τι τοιοῦτον ἕτερον ἢ δένδρον ἢ φρυγανῶδες , ὥσπερ δοκεῖ τό τε πήγανον καὶ ἡ ἰωνία | ||
| , ἢ πάπυρον , ἢ χόρτον , ἢ ἕτερόν τι φρυγανῶδες ὁμοίως δὲ ἀλείψαντες ἐλαίῳ , καὶ ἀπομάξαντες , ἐμβάλλουσιν |
| βάθρον ἐρεῖ δένδρῳ ὡς βάθρῳ . Ὅμηρος δὲ λέγων δένδρεον ὑψιπέτηλον ὡς χάλκεον , ἐρεῖ καὶ δενδρέῳ ὡς χαλκέῳ . | ||
| σῦς : [ γίνετο δ ' ὑγρὸν ὕδωρ καὶ δένδρεον ὑψιπέτηλον . ] ἡμεῖς δ ' ἀστεμφέως ἔχομεν τετληότι θυμῷ |
| λεγομένη κεδρία συνάγεται , καρπὸν ὥσπερ ἄρκευθος φέρουσα , μέγεθος μύρτου , περιφερῆ . τῆς δὲ κεδρίας ἀρίστη ἡ παχεῖα | ||
| Τυδεΐδην τέ † φασι τὸν ἐσθλὸν † Διομήδεα . ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω ὥσπερ Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων ὅτ |
| παρὰ τὸ ἀμφέχειν τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς , ἄμφυξ καὶ ἄμπυξ : ἡ ἄνω πυκάζουσα καὶ ἀνέχουσα : τὰς αἰθήρας | ||
| διαδήματα : ἴσως καὶ διὰ τὸ ἀμπέχειν τὰς κόμας . ἄμπυξ δὲ καὶ εἶδος χαλινοῦ , ὅθεν καὶ τὸ χρυσάμπυκας |
| ' ὧν μὲν διὰ βάθους μὴ ἔφθαρται τὸ ὀστέον , ἀνθεμίδος φύλλα μασηθέντα καὶ ἐπιτεθέντα ἢ αἰγίλωπος τοῦ ἐν τοῖς | ||
| ῥαβδίον ξυλῶδες , ἐπ ' ἄκρου ἔχον ἄνθος μήλινον ὥσπερ ἀνθεμίδος : κεφάλιον περισχιδές : ἔχει δὲ φυλλάρια ἀστέρι ὅμοια |
| . ᾧ : τῷ τραύματι . ἀνάρσιον : ὀλέθριον , θανατηρὸν , ἀναιρετικόν . Ἐννέμεται : ἐστὶ , τρέφεται , | ||
| ὅλον . ὀδόντων : ἀπό . Πευκεδανόν : πικρὸν , θανατηρὸν , ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς οὔσης φύσει πικρᾶς . ζαμενῆ |
| , ἢ ἐπὶ λεπτοτέρου βάθους τάσσουσιν ἢ κεχυμένον μήκοθεν ἢ διεσκεδασμένον , ὅταν οὐδὲ τὸν μάχιμον , οὐδὲ τῶν ἄλλων | ||
| τἄλλα πάντα τὰ ἑψόμενα αἰεὶ γλυκέα . Ἕως μὲν οὖν διεσκεδασμένον ᾖ καὶ μή πω ξυνεστήκῃ , φέρεται μετέωρον . |
| μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης | ||
| ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ |
| Πάριον Παρίου Παριανός , Βοσπορίου Βοσποριανός , Κίου πόλεως Μυσίας Κιανός , Τίου Τιανός , Καρίου Καριανός , Σηλυμβρίου Σηλυμβριανός | ||
| ὄρεσι τούτοις Μυσούς φασι . τὸ ἐθνικὸν Ὑπιανός ὡς Κίος Κιανός , Τίος Τιανός , καὶ Ὑπιανή . Ὑποθῆβαι . |
| κατελθόντι ποδαπὸν οἶκον ἄρα χρὴ κατασκευάζεσθαι ; λίθων μὲν ἢ ξυλίνης ὕλης ; ἄπαγε , ἀλλ ' οὐδ ' εἰπεῖν | ||
| κατασφαλίσασθαι τὰς ζεύξεις ἤτοι τοὺς ἁρμοὺς αὐτοῦ καὶ ἐν τάξει ξυλίνης κινστέρνας συμμέτρου κατασκευάσαι , εἴτε μίαν , εἴτε πλείους |
| μέλανας τὸ δ ' ἀνὰ μέσον κοκκοβαφὲς καὶ λαμπρόν : ἀνοιγόμενον δ ' ἐστὶ μέλαν καὶ ἐπίσαπρον . σπάνιον δὲ | ||
| ἆθλος καὶ ἄλλο στάδιον καὶ Μουσῶν ] τέμενος μύσταις ὁσίοις ἀνοιγόμενον . βέβηλος γὰρ φύσις τελετὴν περιεργάζεται πάνδημον | . |
| μανίας καὶ πλά - νης καὶ κακοπαθείας τῆς ἐκ τοῦ τοξικοῦ τοῦτον δυνήσεται τὸν ἄνθρωπον . Ἐπαλείφουσι δὲ τούτῳ μὲν | ||
| ἀποδέων τριπήχεος , οὐδέ τι ἀντέχει τοξευθὲν πρὸς Ἰνδοῦ ἀνδρὸς τοξικοῦ , οὔτε ἀσπὶς οὔτε θώρηξ οὔτε εἴ τι τὸ |
| τερπομένην καὶ ἀεὶ θάλλουσαν ἰάμνοις : πῖνε δ ' ἐνιτρίψας κοτυλήρυτον ὄξος ἀφύσσων ἢ οἴνης : ῥέα δ ' αὖτε | ||
| , ὡς καὶ τὸ τῶν χειρῶν κοῖλον : ὅθεν καὶ κοτυλήρυτον αἷμα τὸ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δυνάμενον . καὶ |