| φῆρα . φῆσθα λέγεις : “ εὖ δὴ ταῦτά γε φῆσθα , γέρον φίλε . ” ἄνευ δὲ τοῦ ι | ||
| τοὺς φῆρας εἴρηκεν , οὐδέποτε δὲ τὸν λέοντα φῆρα . φῆσθα λέγεις : “ εὖ δὴ ταῦτά γε φῆσθα , |
| ἀπαλλάσσου καὶ ἀναχώρει : ἀπὸ τοῦ στείχω , δευτέρου ἀορίστου προστακτικοῦ , . , . . . . Ἀπόερσε : | ||
| πουσαν . διώκοι : διωκέτω : τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ προστακτικοῦ . Κραδίης : ἀπὸ τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας . |
| . . . , . ἀγκοίνη : ἀπὸ τοῦ ἀγκών ἀγκώνη καὶ ἀγκοίνη . . . . , . ἄγκιστρον | ||
| εἰς ω , ὦμος . ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι , καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι |
| ' ἐν τῆι α τῆς Ἀλεξανδρειάδος . . . Σωτήριχος Ὀασίτης : ἐποποιός , γεγονὼς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ . Ἐγκώμιον εἰς | ||
| , πόλις Αἰγύπτου . τὸ ἐθνικὸν Ἀνυσίτης , ὡς Ὄασις Ὀασίτης . Ἄνωλος , πόλις Λυδίας . ἐκλήθη ἀπὸ Ἀνώλου |
| γὰρ τέτυφε προσλαβὸν τὴν ναι συλλαβὴν τετυφέναι γίνεται . Τὸ τετυπέναι χρόνου μέν ἐστι μέσου παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου : γίνεται | ||
| πεποιηκέναι . Τετυπέναι : ὁμοίως καὶ αὐτὸς γίνεται , τέτυπε τετυπέναι , νένυγε νενυγέναι . τύψαι : ὁ εἰς α |
| ἀλλὰ σπουδαιότερον , ἐκπυρούμενοι τῇ συνεχείᾳ τῆς κινήσεως . αὐτὸ μόλωμεν αὐτομόλωμεν : ὡς ἐπιλαμβανόμενος αὐτοῦ τοῦτο λέγει . αὐτομολεῖν | ||
| ” , εἶτα πάλιν τοῦ “ αὐτὸ ” τὸ “ μόλωμεν ” . βούλεται δὲ λέγειν , “ αὐτομολήσωμεν πρὸς |
| βαρύτονά τε καὶ περισπώμενα : ὡς ἔχει τὸ τήκω : δήκω , ἐξ οὗ τὸ δαγκάνω : ἤκω τὸ παραγίνομαι | ||
| δὲ ἡμιφώνου περισπῶνται . καὶ βαρύνονται μὲν ταῦτα : τήκω δήκω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ ἥκω : περισπᾶται |
| ἐγένετο : ἀλλὰ κἂν ἐπὶ τοῖς ζῶσιν ἀνδράσιν εὔξομαι . κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς . ἁβρόγοοι : αἱ ἐντρυφῶσαι τοῖς δάκρυσιν | ||
| δὲ ἁπαλαῖς χερσὶν τὸ ὅλον ἀπὸ μέρους ἐδήλωσεν . [ κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς : ἐρείκη δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ εὐσχίστου |
| . νῶ τὸ ῥέω , ὁ μέλλων νάσω : καὶ νάρον τὸ ὑγρὸν , ὡς φησὶ Σοφοκλῆς ἐν Τρωίλω : | ||
| . νῶ τὸ ῥέω , ὁ μέλλων νάσω : καὶ νάρον τὸ ὑγρὸν , ὡς φησὶ Σοφοκλῆς ἐν Τρωίλω : |
| τὴν αἰτίαν ταύτην , ὅτι τὸ κεχρεωστημένον αὐτῷ οἱ Αἰολεῖς ἀνεπλήρωσαν τίος λέγοντες , ὡς παρὰ Σαπφοῖ τίοισιν ὀφθαλμοῖσιν : | ||
| , κοιλότητας , τὰ βάθη καὶ τὰς καταδύσεις τῆς γῆς ἀνεπλήρωσαν , τὸ κῦτος τῆς θαλάσσης . Γαῖα : εἰ |
| τῇ γε μὴν σημασίᾳ παθητικά : καὶ τοὔμπαλιν ἔρχομαι πορεύομαι ἵσταμαι , ἃ τῇ μὲν φωνῇ παθητικά , οὐ μέντοι | ||
| ; ἐγὼ πρῶτος , ἐπειδὰν ἴδω σε , διψῶ καὶ ἵσταμαι μὴ θέλων , τὸ ἔκπωμα κατέχων : τὸ μὲν |
| ἀντὶ τοῦ εἶχε δοῦναι τῇ Γαλατείᾳ εἰς τὸ πεῖσαι . Ἐπιγράφεται μὲν τὸ εἰδύλλιον Ἀΐτης , γέγραπται δὲ Ἰάδι διαλέκτῳ | ||
| τὸ στόμα , ᾗτινι οἱ ἀργυραμοιβοὶ τὸν χρυσὸν δοκιμάζουσιν . Ἐπιγράφεται τὸ εἰδύλλιον Ὕλας . πάλιν δὲ τῷ Νικίᾳ προσδιαλέγεται |
| τέ σύνδεσμος , ἐγκλιτικὸς ὤν , τὴν πρὸ αὑτοῦ λέξιν ὀξύνει , ὅτε βαρεῖά ἐστιν ἐξ ὀξείας : περισπωμένην γὰρ | ||
| φάθι ] ὁ μὲν Ἀπολλώνιος βαρύνει , ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς ὀξύνει . Γ ὥσπερ δεφόμενος : ἀντὶ τοῦ ἀποδέρων τὸ |
| κληρονόμους τῶν Εὐκτήμονος . Ταῦτα τοίνυν ὡς ἀληθῆ λέγω , ἀναγίγνωσκε τὰς μαρτυρίας . Μετὰ ταῦτα τοίνυν ὁ Φιλοκτήμων τριηραρχῶν | ||
| ' ὡς ἀληθῆ λέγω , λαβέ μοι τὰς μαρτυρίας καὶ ἀναγίγνωσκε . Ὅτι τοίνυν οὐκ ἄπορος ἦν ὁ Μοιριάδης , |
| ' ἀνδρῶν . πολλάκις δὲ καὶ ἐπὶ πλήθους φασὶ τὸ ὠτὰν ὡς παρὰ † Κτησιφῶντι . οἱ γὰρ Ἀττικοὶ τὴν | ||
| ' ἀνδρῶν . πολλάκις δὲ καὶ ἐπὶ πλήθους φασὶ τὸ ὠτὰν ὡς παρὰ † Κτησιφῶντι . οἱ γὰρ Ἀττικοὶ τὴν |
| τοῖς τῶν θηρίων ἴχνεσιν ἐν τοῖς κυνηγεσίοις . τινὲς δὲ προστακτικῶς ἀνέγνωσαν . ἤγουν ὅπου τις εὐμαθὴς τρίβος ἢ ὁδὸς | ||
| πρῶτον πρόσωπον , ὅτι ἐγώ , ἢ ὅταν εἴπω λέγε προστακτικῶς ἐδήλωσα καὶ τὸ δεύτερον πρόσωπον , ὅτι σύ , |
| ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν Ἀορίϲτου βʹ Ἑν . ἔτυπον ἔτυπεϲ ἔτυπε Δυ . ἐτύπετον ἐτυπέτην Πληθ . ἐτύπομεν | ||
| , ἐδάρην ἐδάρης , τέτυφα τέτυφας , ἔτυψα ἔτυψας , ἔτυπον ἔτυπες . ἔτι καὶ τὰ τρίτα ὁμοτονεῖ τοῖς δευτέροις |
| τε τοὺς κατ ' ἀκολουθίαν τοῖς ὀνόμασιν . τὸ γὰρ ἀντωνυμικὸν πρόσωπον ἐν γενικῆ μόνον νοούμενον ἄκλιτόν ἐστιν εἰς τὰς | ||
| κατὰ τὸ τέλος εὐθείας συνείχετο , μετῄει δὲ ἐπὶ τὸ ἀντωνυμικὸν πρόσωπον : πρόκειται δὲ ὅτι , ἐὰν ῥῆμα κατὰ |
| βραδύνω ἀπὸ τοῦ δὴν ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ θύνω τὸ βραδύνω . Φιλοφροσύνῃσιν : ἀγάπαις , δεξιώσεσι , φιλίαις . | ||
| , πιέζομαι δυσχεραίνων , θλίβομαι , διαλογίζομαι , καταπιέζομαι , βραδύνω . , ξέομαι ταῖς φροντίσι . ἤτοι στρέφων ταῦτα |
| ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι ἀγκοίνη . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη . ἀπὸ τοῦ | ||
| ἔδει λέγεσθαι , καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι , ἀγκοίνη . τοιοῦτον ἐστὶ καὶ τὸ θοίνη . θῶ τὸ |
| εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ | ||
| Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν |
| , δορυάλωτος , δορύληπτος . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων . καὶ λοφοπωλεῖν | ||
| δ ' ἐκαυλίζοντο καὶ ξυστὴ κάμαξ , ἐν δὲ Σκηνὰς καταλαμβανούσαις καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς , ἀκόντων : |
| τὸ τρίτον πρόσωπον τοῦ ὁριστικοῦ παρακειμένου δεύτερόν ἐστι προστακτικόν , τέτυφε ἐκεῖνος τέτυφε σύ , πεποίηκε ἐκεῖνος πεποίηκε σύ . | ||
| δὲ ἀπὸ τοῦ τρίτου προσώπου τοῦ ἐνεργητικοῦ ὁριστικοῦ παρακειμένου τοῦ τέτυφε προσθέσει τῆς ναι συλλαβῆς : τὸ γὰρ τέτυφε προσλαβὸν |
| . , . * . Βάκηλος : εἰς μὲν τὸ λεξικὸν τὸ Ῥητορικὸν εὗρον σημαῖνον οὕτως : μέγας μέν , | ||
| + . . Βαία . βάκηλος : εἰς μὲν τὸ λεξικὸν εὗρον σημαῖνον οὕτω : μέγας , καὶ τροπῇ τοῦ |
| γὰρ ταχὺ καὶ θερμὸν λέγομεν , ὡς εἴρηται : ὡς φθίνω φθείρω , καὶ θέω θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ | ||
| τὸ ἠερέθω ὡς τὸ φλέγω φλεγέθω , νέμω νεμέθω , φθίνω φθινύθω . Ἄκρων πόρων , τουτέστι τῆς ἐπιφανείας . |
| καὶ θηλή . Θῶκος . παρὰ τὸ θέσω , καὶ θώσω : ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ θῶ . οὗ μέλλων | ||
| τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , τὸ τρέφω , ὁ μέλλων θώσω , ῥηματικὸν ὄνομα θώνη καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς |
| Σταθεύειν φασὶν Ἀττικοὶ τὸ κατὰ μικρὸν κᾴεσθαι , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ αἴθω . . . εὔω τὸ | ||
| μι τροπῇ τῆς μι εἰς ς τὸ δεύτερον ποιεῖ , ἵστημι ἵστης , δίδωμι δίδως , ζεύγνυμι ζεύγνυς . τίθησι |
| τοῦ ἀλεκτρυόνος . Καὶ ψελλός . Καὶ ἴσθι ἀντὶ τοῦ ὕπαρχε . Καὶ ἡ στίμις , οὐχὶ τὸ στίμι . | ||
| . τράχυν ' ] τραχύνου . τράχυν ' ] τραχὺς ὕπαρχε . θ ἄθαπτος ] ἄταφος . οὗτος ] ὁ |
| τῶν ὁμοίων . . Οὐκ ἀπεμφαῖνον μέντοι ἐστὶν καὶ τὸ συντασσόμενον ῥῆμα ἐπὶ τὸν κτήτορα συντείνειν , εἰ σημαίνοι ὕπαρξιν | ||
| . , εὕρῃ , καταλάβῃ . σημείωσαι τὸ ἐπιτυγχάνω δοτικῇ συντασσόμενον , ὅπερ γενικῇ ὤφειλε συντάσσεσθαι , ὥσπερ καὶ τὸ |
| ” φορέουσι κυπάσσεις Περσικούς , “ καὶ Ἀριστοφάνης ἐν τοῖς Ταγηνισταῖς . Κύρβεις : Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ τῆς ἱερείας | ||
| τιν ' ἔνθεσιν . ταῦτα δὲ καπανικὰ εἴρηκεν Ἀριστοφάνης ἐν Ταγηνισταῖς : τί πρὸς τὰ Λυδῶν δεῖπνα καὶ τὰ Θετταλῶν |
| τοῦ δ ' ὄνθου φθάνοντος αὐτὴν εἶπεν “ ἦ κακῶς πράσσω : ἔμπροσθεν ἤδη τἀξόπισθέ μου βαίνει . ” [ | ||
| καλῷ καὶ κακῷ , ἤγουν πράσσω τὸ εὐτυχῶ , καὶ πράσσω τὸ δυστυχῶ . διὸ καὶ εἶπεν εὖ πρασσόντων ἔσαναν |
| τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ | ||
| καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ ' |
| οὗ ἡ παροιμία Βοιωτία ὗς , καὶ Βοιωτίς . καὶ Βοιωτίδιον ἐκ Βοιώτιος . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν ” ὦ χαῖρε κολλικοφάγε | ||
| . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Ἀχαρνεῦσιν : ὦ χαῖρε κολλικοφάγε Βοιωτίδιον . τούτων οὕτω λεχθέντων ἔφη τις τῶν παρόντων γραμματικῶν |
| τὸ μὲν μονώτατος εὕρηται ἐν τοῖς λογοποιοῖς , τὸ δὲ αὐτότατος οὔ . 〛 αὐτότατος οὐ λέγεται , ὡς οὐδὲ | ||
| ἀνδρῶν ἁπάντων ὢν Πλοῦτος ἐσίγας ; 〛 αὐτότατος : Ἡ αὐτότατος ἀντωνυμία πέπαικται κωμικῶς . τὰ γὰρ ἀόριστα τῶν πραγμάτων |
| ᾠδή . ἀπὸ τούτου τὸ ἀοιδῶ , εἶτα ὡς τὸ κνήθω κνηθιῶ , ἀτῶ ἀτιῶ , μείδω μειδιῶ , οὕτως | ||
| τῶν ἀφροδισίων ἢ παρὰ τὸ ψῶ , τὸ ἅπτομαι καὶ κνήθω : κνησμός ἐστι τὰ τῆς ἡδονῆς . σηραγγῶδες νεῦρον |
| τὸ σύμβολον . ἔγνως : ἄκουσον δ ' ὡς καλῶς βουλεύομαι . εἰ μὲν γὰρ ἐς γυναῖκα σωφρονεστέραν ξίφος μεθεῖμεν | ||
| . . κατορθώσωμεν : Ἃ βουλόμεθα . Θ . ἃ βουλεύομαι . . σφαλῶμεν : Ἀστοχήσωμεν , ἀποτύχωμεν τούτου . |
| Πταίω . πέτω , καὶ συγκοπῇ πτῶ , καὶ διπλασιασμὸς πίπτω . τὰ γὰρ πετώμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικε : πτῶ | ||
| διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην . πίτυλος ὁ θόρυβος ἀπὸ τοῦ πίπτω πίπτυλος καὶ πίτυλος καὶ ἔστιν ὁ ἀπὸ τῶν ἐρεσσομένων |
| . ἀνενδοιάστως : ἀπὸ τοῦ ἀνενδοιάζω , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀμφιβάλλω , συναυλίζομαι : καὶ οὐ μὴ συνδυάσω μετὰ τῶν | ||
| . . . Ἀνενδοιάστως : ἀπὸ τοῦ ἀνενδοιάζω , τὸ ἀμφιβάλλω καὶ δοκῶ : γράφεται διὰ τῆς οι διφθόγγου πρὸς |
| τῆς χώρας ἐκείνης ἐστὶ τὰ βασίλεια , τοὺς δὲ στρατιώτας ἐπιδιεῖλεν εἰς ἅπασαν τὴν σατραπείαν καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἐπαρχίαν | ||
| τὸ λοιπὸν τεῖχος τὸ δυνάμενον προσβολὰς δέξασθαι τὸ πεζὸν στρατόπεδον ἐπιδιεῖλεν . ἔπειτα δὲ πρὸς ἓν παρακέλευσμα καὶ σημεῖον πάντων |
| , καὶ ξάνησιν . νεῖν , κλώθειν , στρέφειν . στήμων κρόκη , στημονονητικὴ καὶ κροκονητική : Πλάτων δ ' | ||
| ἐπὶ τῆς γενικῆς : μνήμων μνήμονος : κτήμων κτήμονος : στήμων στήμονος : γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : |
| λύσας ἴσως ἂν τὸν λαγὼν ξυναρπάσειεν ὑμῶν ‚ καὶ ἐν Δαιταλεῦσιν ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λαγὼν ὀφθήσομαι . Ξενοφῶν δ | ||
| ἓν τῶν μαγείρου σκευῶν : Ἀριστοφάνης δὲ αὐτὸ εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν οὔκ , ἀλλὰ ταῦτά γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου |
| εὖρος : ἐπὶ δὲ τὸ εὖρος τέθρυπται , ὅ ἐστι τέθλιπται . [ λεπτὸς γάρ ἐστιν . ] ὁ γὰρ | ||
| , ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι καὶ τῆς οὐρᾶς τέθρυπται ἢ τέθλιπται καὶ λεπτός ἐστιν . * τέτρυται : ἐπέγκειται * |
| μέχρι τοῦ Γαργάνου ὄρους ἀπὸ δὲ ἀνατολῶν τῇ ἀπὸ τοῦ Γαργάνου ὄρους παραλίῳ μέχρις Ὑδροῦντος : ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τῇ | ||
| παντελοῦς ἔργου παρέλυσε . Μεταξὺ δ ' εὐθὺς ἀπὸ τοῦ Γαργάνου κόλπος ὑποδέχεται βαθύς : οἱ δὲ περιοικοῦντες ἰδίως Ἄπουλοι |
| ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων . ἐν δὲ τῷ περὶ ἰχθύων ῥαφίδα αὐτὴν ὀνομάσας ἀνόδουν φησὶν αὐτὴν εἶναι . ῥίνη . | ||
| καὶ ῥαφίδος , ἣν Ἕρμιππος καὶ Ἄρχιππος ἐν Πλούτῳ ὠνόμασεν ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὰ ῥήγματα σύρραψον . καὶ βελόνης |
| λοιπὸν πλεονάσαν τὸ ι ἐφύλαξε τὴν αὐτὴν κλίσιν καὶ ἐγένετο εἵλως εἵλωτος . Ἰστέον δὲ ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι πάντας τοὺς | ||
| , οἷον Μίνως Μίνωος , ἥρως ἥρωος . Σεσημείωται τὸ εἵλως εἵλωτος , ὅτι μακρᾷ παραληγόμενον διὰ τοῦ τος ἐκλίθη |
| Θέων καὶ Πλούταρχος καὶ Δημήτριος ὁ Φαληρεύς φασιν : Νίκανδρος Ὀροπαῖος καὶ Κοροπαῖος Ἀπόλλων . ἀγνοεῖ δ ' ὅτι Ἀμφιαράου | ||
| πόλις βέλτιον δ ' ὑπονοεῖν , ὅτι ἡμάρτηται καὶ γράφεται Ὀροπαῖος . Ὀρόπη γὰρ πόλις Εὐβοίας , ὅπου Ἀπόλλωνος διασημότατον |
| διφθόγγῳ οὐδέποτε παραλήγεται : στῆναι : φθῆναι : τυφθῆναι : τυπῆναι : δοθῆναι : βιῶναι : ἁλῶναι : σεσημείωται τέσσαρα | ||
| ἔκτασιν ἀποβάλλοντες τὸ ἀπαρέμφατον ποιοῦσιν , ἐτύφθη τυφθῆναι , ἐτύπη τυπῆναι . Καθόλου παντὸς προστακτικοῦ τὸ πρῶτον πρόσωπον ἐπὶ παντὸς |
| ] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι | ||
| Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε |
| ἐστι ῥῆμα , παράγωγον κρύω , πλεονασμῷ τοῦ ο , κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω ὀρούω . Κλύω . παρὰ | ||
| γὰρ Ἡρακλέους τὸ ἐπίθετον . ἐξαράττω : λοιδορῶ αὐτόν , κρούω , πλήττω πολλοῖς κακοῖς . ταράττω . Πγ πρὸς |
| παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ ' ἔθανες : ἀνῃρέθησαν οὕτως : | ||
| διάθεσιν τῆς εὐθείας , ἐγώ σοι δέδωκα , σύ με ἔτυψας , Ἀριστοφάνης Ἀρίσταρχον ἐδίδαξεν . Ἡ καλουμένη ἐπιταγματικὴ ἀντωνυμία |
| καὶ νέῳ καὶ πρεσβυτέρῳ καὶ ἁπλῶς ἀεὶ τῷ ἐντυγχάνοντι προσελθὼν πεύσομαι ταῦτα ἃ καὶ νῦν πυνθάνομαι , πολὺ δὲ μάλιστα | ||
| μοι τὸν ἄεθλον , ἐπεὶ καὶ ὄπισθεν , ὀΐω , πεύσομαι , αὐτίκα δ ' ἐστὶ δαήμεναι οὔ τι χέρειον |
| δεκατῶναι , εἰκοστολόγοι , πεντηκοστολόγοι : καὶ πεντηκοστολογεῖν ἐν Φιλωνίδου Κοθόρνοις ἔστιν εἰρημένον . παναγεῖς γενεάν , πορνοτελῶναι , Μεγαρεῖς | ||
| καθίσανθ ' ὑφάπτειν τοῦ φλέω . Φιλωνίδης δ ' ἐν Κοθόρνοις : ὑποδέχεσθαι καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις , καὶ πάλιν |
| ἐπὶ βʹ προσώπων καὶ ἀπαρεμφάτων ἐξ ἀνάγκης ῥῆμα ἀκολουθήσει ῥήματι ἀπαρεμφάτῳ : “ ὥς μ ' ὄφελ ' Ἕκτωρ κτεῖναι | ||
| Εἴθε ἀντὶ τοῦ ἄμποτε . τὸ Εἴθε ὁριστικῷ μᾶλλον ἢ ἀπαρεμφάτῳ συντάσσεται . καὶ Πλάτων : ” εἴθ ' ἔγραψεν |
| τὸ Δημοσθενικόν , ἐδίδασκες γράμματα , ἐγὼ δὲ ἐφοίτων : ἐτέλεις , ἐγὼ δ ' ἐτελούμην . πεποίηκε δὲ Δημοσθένης | ||
| πάλιν ἐπαναφορά : ἐδίδασκες γράμματα , ἐγὼ δὲ ἐφοίτων : ἐτέλεις , ἐγὼ δὲ ἐτελούμην : ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δὲ |
| τὸ μέτρον συνεστάλη τὸ ω . Τὸ δὲ Ἰάσων Ἰάσονος τρέπον τὸ ω οὐκ ἀντίκειται ἡμῖν : οὐ γὰρ ἔστι | ||
| : εἴπομεν ὡς πᾶν τρίτον ἑνικὸν ἔχον τὸ τ κλιτικὸν τρέπον τὴν ἐσχάτην εἰς θε δεύτερον πληθυντικὸν ποιεῖ : καὶ |
| τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω : | ||
| ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , |
| : φῶ ἐστι ῥῆμα , τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ φράζω , ὁ μέλλων φράσω | ||
| φῶ ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ λέγω , οὗ παράγωγον φάζω , καὶ φάσκω : πλεονασμῷ τοῦ υ , φαύσκω |
| γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ παράγωγον ὀπάζω , ὡς γυμνὸς γυμνάζω , μόνος μονάζω , ἵππος ἱππάζω , οἷον ” | ||
| ἀντιπεριποιούμενον τῶν διαθέσεων . ἔστι γοῦν μοναδικὴ μὲν διάθεσις ἡ γυμνάζω σέ , ἀντιπεριποιουμένη δὲ ἐκ τοῦ ἴσου ἡ γυμνάζομαι |
| πίνος γάρ ἐστιν ὁ ῥύπος καὶ πιναρόν τὸ ῥυπαρόν . αἰρόπινον οὖν τὸ κόσκινον τὸ τὰς αἴρας , ὅπερ ἐστὶ | ||
| . ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη ὥσπερ κόσκινον αἰρόπινον τέτρηται . Λύχνοιδ ' ἐπὶ τούτοις , καὶ λύχνοι |
| . Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα . Πηός . κυρίως , | ||
| ” . καὶ τὸ πλήθω ὡς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ νήθω . ἐμπλείμην ] ἐμπλησθείην . εὐφημεῖτε ] Δικαιόπολις μέλλων |
| γὰρ θεῷ βοηθήσει ἄνθρωπος ; : ὅπως χάρις ἄχαρις ] Λείπει ἐγένετο . : οὐδ ' ἐδέρχθης ] Οὐ προεσκόπησας | ||
| πάσχεις νῦν . γνωμικῶς δέ φησι . : ταπεινὸς ] Λείπει θέλεις εἶναι . : οὔκουν ἔμοιγε ] Ἐάν μοι |
| καὶ τινά . τὶς ; τινές ; , . τίςποτε τινόςποτε καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ τὸ αὐτό , οὐδετέρου δὲ τίποτε | ||
| γενικαὶ διὰ τῆς κλίσεως τῶν προηγουμένων θέσεων , ὡς τὸ τινόςποτε καὶ τινοςδήποτε καὶ τοιοῦδε . Ποιότης ῥημάτων ἐν πόσοις |
| ” Εὐνοῦχος ἦλθε πρὸς θύτην ὑπὲρ παίδων σκεψόμενος . ὁ θύτης δ ' ἁγνὸν ἧπαρ ἁπλώσας “ ὅταν μέν ” | ||
| Κράτητος . Εἰ δέ τις εἴποι , ὅτι καὶ τὸ θύτης ἀπὸ ῥήματος ἔχει τὸ σύμφωνονἀπὸ γὰρ τοῦ τέθυταιφαμέν , |
| ἐγᾦδα : τέθλιπται μὲν τὸ ο̄ , συνῄρηται δὲ τὸ ω̄ , προσγραφέντος καὶ τοῦ ῑ . Κρᾶσις δὲ καὶ | ||
| τῆς διφθόγγου , κέκραται δὲ τὸ ᾱ καὶ ο̄ εἰς ω̄ μέγα , συνῄρηται δὲ τὸ ω̄ καὶ ῑ . |
| Ἀκροῶ : παρὰ τὸ ἀκούω ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ | ||
| ἐνεχυράσῃ αὐτόν : πρὸς ὃν λέγει ταῦτα . ἕλκω ] σύρω . , ἀναγκάζω . . κλητεύσοντα ] ἐγκαλέσοντα . |
| , ὡς λόγος λογίζω , Ὅμηρος ὁμηρίζω . τὸ δὲ ὀρτίζω προσελθόντος τοῦ αλ ἐποίησεν ὀρταλίζω . Οὐδαμῶς . ὄνομα | ||
| καὶ ὀρτῶ ῥῆμα . τὸ δὲ ὀρτῶ ῥῆμα ποιεῖ τὸ ὀρτίζω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀρταλίζω . δηλοῖ |
| ἔν τε ταῖς Μενάνδρου Φιλαδέλφοις ἔστιν εὑρεῖν καὶ ἐν Ἀναξίππου Κιθαρῳδῷ , μυιοσόβην λαβὼν παράστηθ ' ἐνθάδε . Προσαριθμητέον δὲ | ||
| ὁ σοφιστὴς ὀψοφάγος ἦν : δηλοῖ δὲ τοῦτο Ἀντιφάνης ἐν Κιθαρῳδῷ , οὗ ἡ ἀρχή οὐ ψεῦδος οὐδέν φησιν : |
| τἀτρακτυλλίδες ἐντί . κακῶς ἁ πόρτις ὄλοιτο : εἰς ταύταν ἐτύπην χασμεύμενος . ἦ ῥά γε λεύσσεις ; ναὶ ναί | ||
| ἀόριστον ἐνεργητικὸν τὸ ἔτυπον , καὶ δεύτερον ἀόριστον παθητικὸν τὸ ἐτύπην καὶ μέσον δεύτερον ἀόριστον τὸ ἐτυπόμην . Πάλιν ἔχεις |
| τύπτεσθαι γίνεται . Ὥσπερ καὶ τὸ τετύφθαι χρόνου παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου ἐστίν : γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ τρίτου προσώπου τῶν | ||
| τετυφώς μετοχή , ἔστι μὲν διαθέσεως ἐνεργητικῆς χρόνου παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου , γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ ἐνεργητικοῦ παρακειμένου τοῦ |
| πλίνθους ἔπλαττον , πλινθεῖον καλεῖ τὸν τόπον ἐν Δράμασιν ἢ Νιόβῳ Ἀριστοφάνης , περὶ τοῦ Κυκλοβόρου τοῦ ποταμοῦ λέγων ὁ | ||
| , ἣν αὐτὸς [ ] κατεσκεύασεν . καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Νιόβῳ . ἀσφόδελος καὶ ἀσφοδελὸς κατὰ τὸν ὀξὺν τόνον διαφέρει |
| Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή | ||
| , κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω |
| ἐκ δὲ τοῦ διώκω γίνεται διωκή καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ ἰωκή . . . . ἀνιηρέστερον : ἀπὸ τοῦ ἀνιαρός | ||
| τοῦ δ , δυσμίνη καὶ ὑσμίνη , ὡς διωκὴ καὶ ἰωκή . Ὑπερφίαλος . τροπῇ τοῦ υ εἰς ι , |
| πᾶν εἰς μι λῆγον βαρύνεται , πλὴν τοῦ εἰμί φημί ἠμί : τῶν εἰς μι ἡ πρώτη μὲν καὶ δευτέρα | ||
| οὐκοῦν καὶ ἀπὸ τοῦ ὦ ἤγουν ὑπάρχω εἴη ἂν Αἰολικὸν ἠμί καὶ Βοιωτικῇ μεταθέσει τοῦ η εἰς τὴν ει δίφθογγον |
| . Γ καταπάσω ] καταποικιλῶ . καταπάσω ] πληρώσω , γεμίσω . Γ καταπάσω ] ἐμπρήσω . νοϊδίων : διανοημάτων | ||
| διδασκαλίας . . διαλφιτώσω ] ἀλφίτων πληρώσω , μετὰ ἀλεύρου γεμίσω , περικυκλώσω ἀλφίτων , ἀλευρώσω . , ἀλφίτων μεστὴν |
| δὲ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται ὁ μέλλων μερῶ κέρσω καὶ σπείρω σπερῶ σπέρσω . . . + | ||
| στεροῦμαι . ὥσπερ ἀπὸ τοῦ σκαίρω καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ τροπῇ τοῦ ζ |
| δεινῶς καὶ δυσθεράπευτα ἔχοντας τὰ σώματα ἁλισπάρτους καλεῖ . . ἁλοᾶν δασύνεται , τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν : ἀλοιᾶν | ||
| κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν καὶ |
| γὰρ ἀοριστούμενα ἐγκλιτικά ἐστι , τὰ δὲ ἐγκλιτικά , ἵνα ἐγκλινόμενα γένηται , ὑποτακτικά ἐστιν . ἐπεκράτησεν ἄρα ἡ φωνή | ||
| τὰ μὴ ὀξυνόμενα ῥήματα οὐκ ἐγκλίνονται , καὶ ὅτι τὰ ἐγκλινόμενα κατὰ τὸν ἐνεστῶτα οὐ πάντως κατὰ τὰ λοιπὰ ἐγκλίνονται |
| εὐτελείαι εἰς παροιμίαν κεῖται τὴν λέγουσαν Ἴκκου δεῖπνον ἐπὶ τῶν ἀπερίττως δειπνούντων . . . . Ἴκκος . . . | ||
| συνησκη - μένος , τὸ δὲ ἀφελείᾳ λόγου βραχέως καὶ ἀπερίττως ῥηθὲν τοῦ μὲν εἰπόντος ἀπόφθεγμα γίνεται , τοῦ δὲ |
| . . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , , | ||
| ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος |
| ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν | ||
| αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς . |
| ξύλινον , γεγένηται τοὔνομα . Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν εἰ προσκαθέλοι με τοὐλεόν . Ἐλευθέριος Ζεύς : Ὑπερείδης “ τῷ μὲν τοίνυν | ||
| , δέον σιτήσῃ . τοὐλεόν ] τὸ μαγειρικὸν τραπέζιον . τοὐλεόν ] τραπέζιον μαγειρικόν . ἐν κύκλῳ : ἀπὸ τοῦ |
| ἐπὶ συνουσίας εἶπεν ἐκπλύνειέ σε . . αἰσχρῶς νοητέον τὸ ἐκπλύνειέ σε ἐπὶ συνουσίᾳ . Θ . καπηλικῶς ἔχει : | ||
| ἐκπλύνειέ σε . . . ἀποκαθαρεῖ . ἐπὶ συνουσίας εἶπεν ἐκπλύνειέ σε . . αἰσχρῶς νοητέον τὸ ἐκπλύνειέ σε ἐπὶ |
| πρός τι , ὅτι χαλεπώτερόν ἐστι τὸ ὑπ ' ἄρχοντος τυφθῆναι , ἢ ὑπὸ ἰδιώτου . ὁ μὲν γὰρ οὐ | ||
| κεντουρίων ἰδὼν ζευγηλάτην διὰ τῆς ἀγορᾶς ἅμαξαν φέροντα ἐκέλευσεν αὐτὸν τυφθῆναι . τοῦ δὲ εἰπόντος ὅτι Ῥωμαῖός εἰμι , καὶ |
| Ζεὺς μετὰ τὴν αἰθρίαν , διεγείρει . . . . αἰκίζω : ἀπὸ τοῦ τὸν σκληρόν , ἀπότομον , ἀεικίζω | ||
| , ἀνακαλῶ καὶ ἀνακαλοῦμαί σε , ἀπαριθμῶ καὶ ἀπαριθμοῦμαι , αἰκίζω καὶ αἰκίζομαί σε , ἀσκῶ τὸ μανθάνω καὶ ἀσκοῦμαι |
| παρὰ τὸ μύω μυῖα , οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἄγω ἀγυιά . λέγοι δ ' ἂν οὖν τὸν Ἅιδην , | ||
| . . , : Ἔστιν τὸ μὲν ἀγυιεύς ἀπὸ τοῦ ἀγυιά , ὡς Τρύφων φησὶν ἐν παρωνύμοις πᾶν εἰς α |
| κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον | ||
| εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε |
| ἐνατενίζω , συνεστιῶμαι , ὑπογογγύζω , συναμιλλῶμαι , καταβοῶ , διαβάλλω αἰτιῶμαι , ἀπορῶ διστάζω , θεωρῶ , κενοῦμαι πτοοῦμαι | ||
| σεμνυνόμενος : γαῖσος τὸ ὅπλον : γαίω τὸ κερμῶ καὶ διαβάλλω : τὸ γέα διφορεῖται καὶ κατὰ τὴν γραφὴν καὶ |
| ἀποστρέφεται τὴν διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφήν : οἷον , ἔθω τὸ ἐξ ἔθους τι διαπράττεσθαι : ἔθος : ἔθειρα | ||
| βαρύνεται : οἷον , σπέθω : σχέθω : μέθω : ἔθω : κενέθω : ἀρέθω : κερέθω : φαέθω : |
| κεκαδμένον : κεκοσμημένον . κεκοσμημένον . ἀπὸ τοῦ κάζω τὸ καλλωπίζω . γράφεται δὲ καὶ κεκασμένον . σύγκειται δὲ τὸ | ||
| . Διαπορηθέντες , διαποροῦντες . Διαπρέπω τὸν δεῖνα , ἤτοι καλλωπίζω . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ φύσιν ψυχῆς ὧδε |
| στῶτος : τὸ μὲν γὰρ τύπτω δισύλλαβον , τὸ δὲ τέτυφα τρισύλλαβον , ὁ δὲ ὑπερσυντέλικος ἐπεὶ κατὰ πολὺ παρῆλθε | ||
| ἀπὸ τοῦ ὁριστικοῦ ἐνεργητικοῦ παρακειμένου τοῦ τέτυφα : τὸ γὰρ τέτυφα τραπέντος τοῦ α εἰς ω καὶ καταβιβασθέντος τοῦ τόνου |
| τὸ μάχομαί σοι , παλαίω σοι , γυμνάζομαί σοι , ἱππάζομαι , ἀνθιστάνομαι , μονομαχῶ , παγκρατιάζω . Καὶ ὅτι | ||
| γυμνάζομαι σοί : ἱππάζω σέ , ἐξ ἧς τὸ παθητικὸν ἱππάζομαι ὑπὸ σοῦ καὶ πάλιν τὸ ἐξ ἴσου ἀναγόμενον ἱππάζομαι |
| παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ | ||
| : αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς |
| μέγα Ἀττικῶς . εἶτα συναιρεῖται τὸ ω̄ μέγα μετὰ τοῦ ῑ εἰς τὴν ῳ̄ δίφθογγον καταχρηστικῶς . Κατ ' ἔκθλιψιν | ||
| ο̄ , συνῄρηται δὲ τὸ ω̄ , προσγραφέντος καὶ τοῦ ῑ . κατὰ κρᾶσιν καὶ συναίρεσιν , οἷον ὁ αἰπόλος |
| , πλεονασμῷ τοῦ ο κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω καὶ ὀρούω . . . , : κρωσσόν : παρὰ τὸ | ||
| , πλεονασμῷ τοῦ ο , κρούω , ὡς ὄρω ὀρύω ὀρούω . Κλύω . παρὰ τὸ κλῶ τὸ φωνῶ , |
| λάβηι , κρεμᾶι ] παραχρῆμα . δυσχρήστως γέ πως [ ζυγομαχῶν ] τοῦτον οὔθ ' ὅτωι τρόπωι ἀναγκάσαι τις εἰς | ||
| . τὴν ἀξίαν δεῖ γαμεῖν τὸν ἄξιον . ὥσπερ Φιλάμμων ζυγομαχῶν τῷ Κωρύκῳ . ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖ |
| . Ἀλέξανδρος δ ' , ὡς τῆς Ἀσίας ἐκυρίευσε , Περσικαῖς ἐχρῆτο στολαῖς . Δημήτριος δὲ πάντας ὑπερέβαλλε . Τὴν | ||
| Περσικήν . οἱ δὲ βάρβαροι προσπλέοντος ἄρτι τοῦ στόλου ταῖς Περσικαῖς ναυσὶ καὶ παρασκευαῖς ψευσθέντες ὑπέλαβον τὰς ἰδίας τριήρεις εἶναι |
| καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον | ||
| ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ , |
| ὡς ἄνω ἀνύω , ἀφ ' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός | ||
| παρακείμενος ἔχει τὸ Χ , οἷον παίζω παίξω πέπαιχα , ὀρύσσω ὀρύξω ὤρυχα : ὅταν δὲ ἔχει τὸ Σ ὁ |
| ; λόγος . ἥττων γ ' ὤν . ἀλλά σε νικῶ τὸν ἐμοῦ κρείττω φάσκοντ ' εἶναι . τί σοφὸν | ||
| ἀρχῇ τοῦ κώλου , ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλος . νικῶ σε τόδε , φαμέν : τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον |
| . ἄπελθε ] ἐπ ' ἄλλο . ⌈ ζυγώθρησον [ ζυγώθρισον ζυγόθρισον ] ] σκόπησον ⌈ : ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ | ||
| ἄπελθε , κᾆτα τῇ γνώμῃ πάλιν κίνησον αὖθις αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον . ὦ Σωκρατίδιον φίλτατον . τί , ὦ γέρον |
| ταῦτα παρατίθεται Ἀπολλόδωρος ἐν Νεῶν καταλόγωι . . . . Αἱμονία : ἡ Θετταλία ἀπὸ Αἵμονος . Αἵμων δὲ υἱὸς | ||
| Ἔρυκα μετὰ Αἰγέστου τοῦ Τρωὸς Αἴγεσταν τειχίσαι . , : Αἱμονία τοπρότερον ἡ Θεσσαλία ἐκαλεῖτο . Καὶ ἄλλας δὲ ἔσχεν |