δὲ πλάσις τῶν πραγμάτων ἐνήλλαξε , καὶ τὸ μὲν ἐποίησεν ἐσχηματισμένον , τὸ δὲ ἀπ ' εὐθείας : καὶ ἀφέντες
ἀξιοῖ , ὁμοίως μὲν ἡ στάσις ἡ αὐτὴ μένει : ἐσχηματισμένον δὲ γίνεται τὸ ζήτημα : οὕτως οὖν ἡ τῶν
6452324 ἀσυνδετον
ὄγδοον ἀπὸ ὡροσκόπου καλεῖται ἀργόν , ὅτι ἀπόστροφόν ἐστι καὶ ἀσύνδετον τοῦ ὡροσκοποῦντος ζῳδίου , ἔστι δὲ καὶ ἐπικαταφορὰ τοῦ
ἐπέβη τῶν ἵππων καὶ τὰ ἑξῆς . κατὰ δὲ τὸ ἀσύνδετον , ὅταν διεξίωμεν : ἠράσθη Φαέθων ἐπιβῆναι τῶν ἵππων
6209795 ἐπιφερομενον
ἂν αὐτῷ ἕποιτο : καὶ τούτῳ ἀκόλουθόν ἐστι τὸ ἑξῆς ἐπιφερόμενον τὸ ὥστε ἐπεὶ τῷ ἐν μέρει τὸ καθόλου ἕπεται
, καὶ τοῦτο ἐξ ἀνάγκης : οὐδὲ γὰρ ἔχουσι φωνῆεν ἐπιφερόμενον τὸ ὀφεῖλον τοῦ ἑνὸς συμφώνου τὴν σύνταξιν ἀναδέξασθαι .
6196697 ἀρθρον
τοῦ βάθους εἰς τὴν ἐκτὸς ἐπιφάνειαν καὶ θερμαίνει σύμπαν τὸ ἄρθρον ἐπικαίει τε σαφῶς τὸ δέρμα καὶ τὰ καταμήνια πινομένη
ἧς συντάξεως παρυφίσταταί τι πάλιν πρᾶγμα , οὗ γίνεται τὸ ἄρθρον , τὸ μὴ παρὰ τοῦτο ποιησώμεθα . Οὐ δὴ
6160424 κωλον
, καὶ τούτοις σπανίως . Πόδες τοίνυν ἐμπίπτουσιν εἰς τὸ κῶλον ἤτοι τὸ κόμμα ιζʹ : δισύλλαβοι μὲν τρεῖς οἵδε
πλησίον ὑπάρχοντα . , ὄντα . τὸν πρωκτὸν ] τὸν κῶλον . . ἠχεῖν ] ᾄδειν , βοᾶν , φωνὴν
6029630 ἐσχηματισται
δὲ ἑνὸς μέρους τὸ ὅλον . ἠΰς καλὸς κἀγαθός . ἐσχημάτισται ἀπὸ τοῦ ἐΰς . ἠΰτε ὡς : “ ἠΰτε
, ὅτι καὶ ἡ ψυχὴ κατ ' ἀνάγκην μὲν διηνεκῶς ἐσχημάτισται , ἔστι δ ' ὅμως καὶ ψυχῆς κατὰ φύσιν
6019378 καμπυλον
παιπάλην , κόνιν . , στάκτην . . κάμψας ] καμπύλον ποιήσας , καμπτὸν ποιήσας , κλίνας . . .
γνῶσις ἑτέρου πρὸς ἕτερον . ὥσπερ τὸ εὐθὺ πρὸς τὸ καμπύλον ἐφαρμόσαι ἀδύνατον διὰ τὸ τῶν σχημάτων ἀνόμοιον , οὕτως
6001896 ἀφωνον
. Τὰ διὰ τοῦ ηλος δισύλλαβα ἔχοντα ἐν τῇ πρώτῃ ἄφωνον διὰ τοῦ η γράφονται : χηλός : βηλός :
ἄφωνόν ἐστι , τὸ δὲ φωνῆεν : τὸ μὲν ἄλογον ἄφωνον , φωνῆεν δ ' ὅσον λογικόν , ὃ δὴ
5952627 τριπουν
διὰ παντὸς δὲ αὐτοῦ ἄλλο ὄρυγμα εἰκοσίπηχυ βάθος ὀρώρυκται , τρίπουν δὲ τὸ εὖρος , δι ' οὗ τὸ ὕδωρ
αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν δὲ λέβητα Αἰσχύλον εἰρηκέναι ἐν Ἀθάμαντι ἀπὸ ἁπλοῦ τοῦ
5897559 πλαγιον
: λευρὸν οἱ μὲν τὸ πλατύ : βέλτιον δὲ τὸ πλάγιον ἀκούειν , ἵνα νοήσωμεν οὐχὶ τὸ καθ ' ἑαυτὸ
ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι , τὸ δὲ δέρμα χωρὶς
5887012 διπλουν
χρόνου πόλιν παχῦναι , ξενικὸν ἀστικόν θ ' ἅμα λέγων διπλοῦν μίασμα πρὸς πόλεως φανὲν ἀμήχανον βόσκημα πημονῆς πέλειν .
ἱερὸν Ἀσκληπιοῦ . παρελθοῦσι δὲ ἐς τὸν περίβολον ἐν ἀριστερᾷ διπλοῦν ἐστιν οἴκημα : κεῖται δὲ Ὕπνος ἐν τῷ προτέρῳ
5866364 συριγγωδες
δίσωμον , θηλυκόν , γόνιμον , νυκτερινόν , νηκτόν , συριγγῶδες , φολιδωτόν , κοπτόμενον , πτερωτόν , ἄφωνον .
μέρους ἀνθρωπόμορφον , κοπτόμενον μέλεσι καὶ ἥμισυ , φωνῆεν , συριγγῶδες . καὶ καθόλου μέν ἐστι πνευματῶδες , κατὰ μέρος
5741792 ἐπιφωνημα
“ εἰς τὸ ” ὅταν “ , ἀλλ ' ἔστιν ἐπιφώνημα σύνηθες ἡμῖν , ὅταν πρὸς τὴν μέλλουσαν τύχην ἀφορῶμεν
ἐπιθετικῶς , ταῖς ναυσὶ ταῖς τὸ πέλαγος διαπεραιουμέναις . πόποι ἐπιφώνημα σχετλιαστικόν . τινὲς δὲ ἔδοξαν σημαίνειν ὦ θεοί :
5730238 ἀπαρεμφατον
τὸ ποτέ τῷ ἐν χρόνῳ εἶναι , τὸ δὲ εἶναι ἀπαρέμφατον ῥῆμα . Μηκύνας οὖν ὁ Ἀριστοτέλης τὸν περὶ τῶν
, εἰ μὴ ὁ ἐνεστὼς καὶ ὁ παρατατικός : τὸ ἀπαρέμφατον ζευγνύναι ἐνεργητικὸν καὶ ζεύγνυσθαι παθητικόν : καὶ ἐπὶ τῶν
5729598 ὑποτακτικον
ἀνήνηται : ἀναίνω ἀνανῶ , ὁ ἀόριστος ἤνηνα , τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀνήνω , τὸ ὑποτακτικὸν παθητικὸν ἐὰν ἀνήνωμαι ,
εἴδην , ἡ μετοχὴ εἰδείς , εἰδέντος , καὶ τὸ ὑποτακτικὸν ἐὰν εἰδῶ , ἐὰν εἰδῇς . πλείονα ] περισσότερα
5729429 προσωπον
ὡς οὐδὲ ἡ κλητικὴ ὄνομα εἴη , ἐπειδὴ πρὸς δεύτερον πρόσωπον , τῶν ἄλλων πτώσεων τὴν ἐν τρίτοις προσώποις σύνταξιν
τυφθῆναι , ἐτύπη τυπῆναι . Καθόλου παντὸς προστακτικοῦ τὸ πρῶτον πρόσωπον ἐπὶ παντὸς ἀριθμοῦ ἐπιλέλοιπεν , ἐπεὶ πρῶτόν ἐστι πρόσωπον
5705703 προσκειμενον
ἐστὶ κατερριμμένης ἐδαφος , γήπεδον δὲ τὸ ἐν ταῖς πόλεσι προσκείμενον ταῖς οἰκίαις κηπίον ” . ἀπὸ τοῦ γῆ γαῖα
μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο : ἐνταῦθα γὰρ τὸ δὴ προσκείμενον τῷ λόγῳ παρέσχε κόσμον , ἀφαιρεθὲν δὲ οὐδὲν λυμαίνεται
5632864 πτερωτον
καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον
σιδήρῳ τὴν δεξιὰν ὡπλισμένον , ζυγῷ τὴν λαιὰν ἐπέχοντα , πτερωτὸν τὰ σφυρά , οὐχ ὡς μετάρσιον ὑπὲρ γῆς ἄνω
5618429 προτακτικον
, οὐ δυνάμενον ἐν ἀρχῇ παραλαμβάνεσθαι , τό γε μὴν προτακτικόν , ἠθισμένον κατ ' ἀρχὰς λόγων παραλαμβάνεσθαι , οὐκ
τοῦ ω μεγάλου γράφονται , εἴτε ὑποτακτικὸν εἴη , εἴτε προτακτικόν : καὶ ἐπὶ μὲν τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν ἔχουσι
5617450 ψιλον
κωλύσῃ παράγγελμα . Ὅτι δασυνομένου φωνήεντος ἐπιφερομένου , τὸ προηγούμενον ψιλὸν τρέπεται εἰς τὸ ἀντίστοιχον δασὺ : κατὰ ἡμῶν καθ
τῆς ἀρτηρίας τὸ πνεῦμα λύσῃ τὸν δεσμὸν αὐτοῦ . καὶ ψιλὸν μέν ἐστιν αὐτῶν τὸ π , δασὺ δὲ τὸ
5607577 σπονδειον
τροχαϊκὴν ἀλλὰ ἰαμβικὴν καὶ μὴ ἐν τῇ αʹ χώρᾳ τὸν σπονδεῖον ἀλλ ' ἐν τῇ βʹ . Τὸ ιϚʹ ἐπιωνικὸν
πυρριχίου : τρέπει δὲ πολλάκις ἐν τῇ πρώτῃ διποδίᾳ τὸν σπονδεῖον εἰς ἴαμβον κατὰ πᾶν μέγεθος μέτρου . πρόεισι δ
5600766 συνθετον
ὁρμῶ , οὗ μέλλων σώσω , ὄνομα ῥηματικὸν σῶτρον καὶ σύνθετον ἐπίσωτρον . . . . . ἐρρέθην : ἐρρέθην
καὶ στέατος ὑείου παλαιοῦ τοσοῦτον , ὅσον εὐαφὲς ποιῆσαι τὸ σύνθετον καὶ δῆξιν οὐδεμίαν περὶ τὸ μόριον ἐᾶσαι γενέσθαι :
5573672 θεμα
τῷ ἐνεστῶτι . Γνώτην . ῥήματος δεύτερος ἀόριστος . τὸ θέμα ἄδηλον : οὐ γὰρ εὑρέθη ἐπὶ τρίτης συζυγίας ,
οὖν τοῦ δεῖνος ἔξωθεν ἡ κλίσις ; ἄμεινον οὖν ἦν θέμα καταλιπεῖν , ἢ ἀποκοπὴν τοῦ ὁδεῖνα , ἵνα καὶ
5571867 στρογγυλον
. Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου .
καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν
5559293 σημαινον
παρὰ τὸ λίαν μᾶν : ἢ παρὰ τὸ λάπτω τὸ σημαῖνον τὸ ἀπὸ δίψης φλέγομαι . Λαῖτμα : τὸ χάσμα
νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ . οὕτως Μεθόδιος , . , .
5543597 δεξιον
τὰ κατὰ τὴν ὡς πρὸς ἕτερον σχέσιν νοούμενα , οἷον δεξιὸν ἀριστερόν , ἄνω κάτω , διπλάσιον ἥμισυ : τό
τὸ λοχαγοῦν ζυγόν , ὃ δὴ καὶ στόμα λέγεται , δεξιὸν ἔχει , δεξιὰ καλεῖται , εἰ δὲ λαιόν ,
5533257 ἰαμβον
Στησιχόρειον τῷ Πινδαρικῷ ἰδιώματι : ὁ γὰρ τελευταῖος ἀντὶ τροχαίου ἴαμβον ἔχει . τὸ δʹ ἀναπαιστικὸν μονόμετρον ἀκατάληκτον . τὸ
τῶν αὐτῶν σύνταξις . τὸ μὲν οὖν ἰαμβικὸν μέτρον εἰς ἴαμβον ἢ πυρρίχιον καταλήγει πάντως , εἰ μὴ χωλεύοι :
5508591 καταψυχρον
σφόδρα καὶ οἱονεὶ πεφρυγμένον τὸ σπέρμα προΐεσθαι ἢ παρὰ τὸ κατάψυχρον ἢ παρὰ τὸ λεπτὸν καὶ ὑδατῶδες καὶ ἄτονον καὶ
ἀνθρωπόμορφον , πάρυγρον , μονογενές : ἐστὶ δὲ ἄφωνον , κατάψυχρον , ἐλεύθερον , ἀνωφερές , θηλυνόμενον , ἀμετάβλητον ,
5504948 ὑποδηματος
ὑπὲρ Βακχίου καὶ Πυθαγόρου , εἰ γνήσιος . εἶδός τι ὑποδήματός εἰσιν αἱ Σκυθικαί . καὶ Ἀλκαῖος ἐν ηʹ καὶ
λαμβανομένη , οἷον οὐδεὶς ὁριζόμενος ἢ ὑπογραφόμενος τὴν ἐξοχὴν τοῦ ὑποδήματός φησιν γλῶσσαν , ἢ τὸ ὑλακτικὸν ζῷον κύνα .
5501483 καταγμα
, πρῶτον δὲ καταρτιζέσθω τὸ ἐξάρθρημα , καὶ τότε τὸ κάταγμα . πρὸς μὲν οὖν τὸν τοῦ ἐξαρθρήματος καταρτισμὸν τὸ
κἀν ταῖς ἐξαρθρήσεσι διακριτέον τὸ πρὸς τοῖς κορωνοῖς ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα διὰ τοῦ κινεῖσθαι κατὰ τὴν διὰ τῶν δακτύλων παραγωγήν
5500393 ὑποδημα
ἐκ τοῦ συνέχειν τὸν πόδα . οἱ δὲ κονίποδες λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν : καὶ τὸ κάττυμα κοῦφον , ὡς ἐγγὺς
γ , οἰκία , ἐφ ' οὗ τὸ β , ὑπόδημα , ἐφ ' οὗ τὸ δ : ἐπεὶ τοίνυν
5492831 ἀριστερον
τὸν τρόπον . Ἡ δὲ καρδία κεῖται μὲν παρὰ τὸν ἀριστερὸν μαστόν , τοῖς δ ' ἄλλοις ζῴοις ἐν μέσῳ
ἀλλὰ καὶ καλῶς ἕκαστα αὐτῶν . Ἔδει γὰρ εἰς τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα ἐρείσαντα , καὶ τῇ δεξιᾷ κυκλώσαντα ὑγρῶς ἀφεῖναι
5490387 παθητικον
αὐτὰ ὄντα μαχομένην πολλάκις ὀνομασίαν ἀνεδέξατο . φαμὲν τὸ μάχομαι παθητικόν , καὶ δῆλον ὅτι τῷ τύπῳ τῆς φωνῆς :
τοῦ λόγου , παθητικὸν καὶ ἀποδεικτικὸν , καὶ τὸ μὲν παθητικόν ἐστι τά τε προοίμια καὶ οἱ ἐπίλογοι : ἐν
5488350 ἀγκυλιον
ἀπὸ τῶν ὑγιῶν , εἶτα παραλαμβανέσθω καῦσις . Τὸ προσαγορευόμενον ἀγκύλιον σχεδὸν ἐν πᾶσι τοῖς ἐπὶ πολὺ καμπτομένοις μέρεσι τοῦ
ἤγουν τὸ ἔνδοθεν , μέροϲ διελοῦμεν : οὕτω γὰρ τὸ ἀγκύλιον τὸ ἐκ τῆϲ οὐλῆϲ γεγονὸϲ διαλύϲαντεϲ ἐπάξομεν τὴν πόϲθην
5474165 ἐρεισαντα
, καὶ τὸ πᾶν σῶμα ἐφ ' ὅτου δὴ κούφως ἐρείσαντα . εἶδον δὲ ἐπὶ ταύροις καὶ ὀρχουμένους καὶ ἀκινήτους
καλῶς ἕκαστα αὐτῶν . Ἔδει γὰρ εἰς τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα ἐρείσαντα , καὶ τῇ δεξιᾷ κυκλώσαντα ὑγρῶς ἀφεῖναι τὴν λάταγα
5473130 πιτνον
δὲ διεγείρεται : τὸ δὲ περὶ τὴν ναῦν προσρήγνυται . πιτνὸν ] προσπῖπτον . ἄλλο δ ' ἀείρει ] ὑψοῖ
] ὑψοῖ . ἡ μὲν σύνταξις ἀεῖρον ἀπῄτει πρὸς τὸ πιτνὸν , ὁ δὲ ἀείρει πρὸς τὸ θάλασσα εἶπεν .
5471462 τρισυλλαβον
γρηὸς ὀδυρομένης . ἡ γὰρ εἰς ηυς εὐθεῖα δισύλλαβος γενικὴν τρισύλλαβον ἀποτελεῖ , καθάπερ ἡ γένυς τῆς γένυος . ἀποτελεῖ
καὶ τὰ λοιπά : τὸ ἰῶτα μόνον ἐκ πάντων καὶ τρισύλλαβον καὶ προπερισπώμενον : καὶ ἐχρὴν αὐτὸ προπαροξύνεσθαι , ἀλλ
5463692 ἐναιωρημα
πλεονασμῷ τοῦ ω αἰώρα , ἐξ οὗ καὶ αἰώρημα καὶ ἐναιώρημα , ὡς † περισπώμενον , . , . ,
Ὀκτωκαιδεκάτῃ , ἐθερμαίνετο σμικρά : ἐπεδίψη : οὖρα λεπτά : ἐναιώρημα ἐπινέφελον : σμικρὰ παρέκρουσεν . Περὶ ἐννεακαιδεκάτην , ἄπυρος
5442862 Πηλιαδα
ἐξέχουσαν καὶ ὑπερβάλλουσαν . ἀναφέρει δὲ ἐπὶ τὰ Ὁμηρικά : Πηλιάδα μελίην , τὴν πατρὶ φίλῳ τάμε Χείρων . ἀντιτάττεται
τὸ συγγενὲς τῷ ἰωνικῷ τροχαϊκὸν μεθαρμόσας αὐτὸ οὕτως σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον : δύο γάρ εἰσιν ἐνταῦθα
5433375 ἐπιρρημα
οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἐγγύτατα : καὶ ἔτι παρὰ τὸ ἀνώτερος ἐπίρρημά τι τὸ ἀνώτερον , οὗ ὑπερθετικὸν τὸ ἀνώτατα :
, πάνυ τιμίων . τὸ γὰρ “ ἐρι - ” ἐπίρρημά ἐστιν ἐπιτάσεως , ὡς τὸ “ ἐρίηρες ” καὶ
5428943 συστελλομενον
πάθη κοινὰ τῆς ὕλης ἐπιγιγνόμενα ταῖς μεταβολαῖς : τὸ γὰρ συστελλόμενον αὐτῆς καὶ πυκνούμενον ψυχρὸν εἶναί φησι , τὸ δ
. Πνεύμων θαλάσσιος ζῷόν ἐστιν ἄμορφον τρεμούσῃ ἐοικὼς ἁπλούμενον καὶ συστελλόμενον . τοῦτο λειώσας καὶ ἐπιθέμενος τοῖς ποδαγρικοῖς τὸν πόνον
5422893 σπαθη
γράμμαθ ' , ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν ,
δυναμένης ἐκ τοῦ τρήματος . μᾶλλον δ ' εὐθετεῖ ἡ σπάθη ἐπὶ τῆς ἔμπροσθεν διαφορᾶς . ταύτης καταρτιζομένης ὡσαύτως τοῦ
5415067 προκελευσματικον
τὰ κῶλα ἀναπαιστικὰ δίμετρα ἀκατάληκτα βʹ : τὸ βʹ δὲ προκελευσματικὸν ἔχει τὸν γʹ πόδα . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος
δὲ καὶ δακτυλικὸν δοκεῖ πενθημιμε - ρές . Τὸ ιγʹ προκελευσματικὸν δίμετρον καταληκτικόν . ἐχρήσατο δὲ προκελευσματικῷ ἐνταῦθα , ὃς
5410917 παρεπομενον
εἰσήγαγεν εἰς τὰ ὄντα καὶ ταύτῃ τὸ οὐσιῶδες μὴ ὂν παρεπόμενον ἔδειξεν , ὡς ἐν τῷ Σοφιστῇ διὰ πολλῶν ἐπιχειρημάτων
τοῦ σφυγμοῦ τῶν πυρεσσόντων . καὶ αὐτὸς δὲ Ἐρασίστρατος ἀεὶ παρεπόμενον οἴεται τῷ πυρετῷ . . . τυγχάνειν , κἂν
5407150 ἀντιθετον
τοῖς χαρτοφυλακίοις . ἐδίδασκες γράμματα ] σημείωσαι , τὸ σχῆμα ἀντίθετον . ἀντίθετον δέ ἐστι σχῆμα τὸ διπλασιάζον πάντα τὸν
μελλόντων καὶ ψηφιζομένων περιγίνεται : τοῦτο γάρ , εἰ μὲν ἀντίθετον ἐβούλετο ποιῆσαι , οὕτως ἂν μετεχειρίσατο εἰ μὲν γὰρ
5400925 δασυ
ποταμοῦ τοῦ Ἰνδοῦ καὶ ἔνθεν καὶ ἔνθεν ὑψηλόν τε καὶ δασὺ ἀγρίῃ ὕλῃ καὶ ἀκάνθῃ κυνάρᾳ . Δίδυμος δ '
ψιλότητι : ψιλὸν μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι τὸ τ , δασὺ δὲ τὸ θ , μέσον δὲ καὶ ἐπίκοινον τὸ
5393490 τριβραχυν
ἀσυνάρτητον ἐξ ἰαμβικοῦ διμέτρου βραχυκαταλήκτου , τὸν αʹ ἔχοντος πόδα τρίβραχυν ἤγουν χορεῖον , καὶ τροχαϊκοῦ πενθημιμεροῦς . εἴη δ
[ τουτέστι δευτέραν , τετάρτην , ἕκτην ] ἴαμβον καὶ τρίβραχυν καὶ ἀνάπαιστον : τοῦτον δὲ παρὰ τοῖς κωμικοῖς συνεχῶς
5379391 παρακειμενον
τὸ ὅπου κατὰ τάσιντῇδε . ἔχει καὶ τὸ οὐδαμοῦ , παρακείμενον τῷ οὐδαμός . ] Ἔστι καὶ συνύπαρξις τῶν εἰς
μὲν γὰρ ά συζυγία διὰ τοῦ Φ προάγει τὸν ἐνεργητικὸν παρακείμενον τέτυφα λέλειφα , ἡ δὲ βʹ διὰ τοῦ Χ
5373627 καρχησιον
, τοὺς δὲ καρχήσια . Ὁποῖον δ ' ἐστὶ τὸ καρχήσιον , ἐν τοῖς ἑξῆς λεχθήσεται . : Ἐν τούτοις
οἷον εἰς μέσον τράχηλος , τὸ δὲ πρὸς τῷ τέλει καρχήσιον . ἔχει δὲ τοῦτο κεραίας ἄνωθεν νευούσας ἐφ '
5373220 ἀγκυλοχειλης
ὡς ἀνωτέρω εἰρήκαμεν , τουτέστιν ἀπὸ τοῦ χεῖλος ἀγκυλόχειλος καὶ ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου . Εἰδέναι δὲ δεῖ , ὅτι πᾶσα γενικὴ
. Κρεῖττον οὖν ἐστιν εἰπεῖν καὶ ἀντιθεῖναι τοῖς λέγουσι τὸ ἀγκυλοχείλης παρὰ τὸ χηλή οὕτως : οἱ Βοιωτοὶ τότε τρέπουσι
5367932 κοιλωμα
γαστρίῳ . καὶ τὸ ἐν ὀσφύι δὲ καὶ ῥάχει γινόμενον κοίλωμα αἴτιον δυστοκίας γίνεται , καὶ διὰ πιμελῶδες ἐν ἐπιγαστρίῳ
ἀναβάς , ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος . τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ
5352873 ϲκελοϲ
ῥαῖνε [ ἐκτενεῖϲ οὖν τὸν ϲκελίϲκον [ ἀντὶ τοῦ τὸ ϲκέλοϲ [ ] δι ? ] φει ] νυ ?
, καὶ τὸ γόνυ ἐϲώτερόν ἐϲτι , καὶ ϲυγκάμπτειν τὸ ϲκέλοϲ οὐ δύνανται . οἱ δὲ ὡϲ ἐπὶ τὰ ἐμπρὸϲ
5352843 δισωμον
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν
εἰς ἀδελφοὺς ἤ τινας συγγενεῖς , εἰ δὲ οὐκ ἔστι δίσωμον εἰς ἕνα μόνον ἐξετέθη τὸ κλαπέν , καὶ ἐὰν
5349746 κατωφερες
ὂν ἢ μένειν ἢ κυκλοφορεῖσθαι , τὸ δὲ ἀνωφερὲς ἢ κατωφερὲς τῶν μὴ ἐν οἰκείοις ὄντων εἶναι τόποις τὸν οἰκεῖον
ἦν ἐκεῖσε : ἐμπόριον γάρ ἐστι , καὶ διὰ τὸ κατωφερὲς τῶν ναυτῶν ἐκεῖσε ἔτρεχον αἱ πόρναι . οὐ κατορύξεις
5345790 ἀρρενικον
. τρυγόνιον τόδε πάντες ἐπιχθόνιοι καλέουσιν , ἄλλοι δ ' ἀρρενικόν τ ' ἰδ ' ἀριστερεῶνα τὸν ὀρθόν , ὕπτιον
χάραξ ἐρεῖς τὸ τῆς ἀμπέλου στήριγμα , οὐ κατὰ τὸ ἀρρενικόν . Σκίμπους λέγε , ἀλλὰ μὴ κράββατον . Ἐρεύγεσθαι
5344629 πηδαλιωτον
καὶ δυνάμει μέν εἰσι ταῦτα τὰ προρρηθέντα , κεφαλωτόν , πηδαλιωτὸν καὶ πτερωτόν , ἐνεργείᾳ δὲ ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ
καὶ ἀντὶ τοῦ ζῴου εἰπεῖν κεφαλωτόν , ἀντὶ τοῦ πλοίου πηδαλιωτὸν καὶ ἀντὶ τοῦ ὄρνιθος πτερωτόν : τότε γὰρ πρὸς
5344540 βλεπον
κατὰ τὸ σπάνιον ἐπικαταδύνουσα τῷ ἡλίῳ καὶ τὸ λαμπρὸν ἔχουσα βλέπον πρὸς τὴν δύσιν : παραλλάξασα δὲ τῇ νυκτὶ πρὸς
ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη , τότε τὸ ἡμισφαίριον τὸ βλέπον πρὸς τὸν ἥλιον , ἀπεστραμμένον δὲ ἀπὸ τῆς ἡμετέρας
5343369 βημι
παρὰ θῖνα , ἀντὶ τοῦ ἐπορεύθη : παρὰ τὸ βῶ βῆμι , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔβην , τὸ τρίτον ἔβη
ἐλθεῖν . ἐκ τοῦ βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ γὰρ ποιηταὶ συναρχομένους
5338343 πεπλεγμενον
. οὕτως Ἀπίων . ὁ δὲ Δίδυμος τὸ ἐκ ῥιπῶν πεπλεγμένον πλινθίον , ῥιπέντα οὖν καὶ ὑπερθέσει καὶ πλεονασμῷ τοῦ
νεῦρον ὥσπερ τινὰ σειρὰν ἐκ τριῶν ἱμάντων διαφερόντων τῇ φύσει πεπλεγμένον ἔχει δ ' ἐν ἑαυτῷ μέρη , πάμπολλα μὲν
5334500 ἡμιφωνον
ἀντίτυπον καὶ οὐκ εὐεπές , τοῦ μὲν συνδέσμου λήγοντος εἰς ἡμίφωνον στοιχεῖον τὸ ν , τοῦ δὲ προσηγορικοῦ τὴν ἀρχὴν
νευρῶδες , διπρόσωπον , χερσαῖον , τετράπουν , ἀσθενόφθαλμον , ἡμίφωνον : διπρόσωπον δὲ ἐκλήθη διὰ τὸ ἔχειν ἐκ τῶν
5330965 φαλλος
Ὦ Ξανθία , σφῷν δ ' ἐστὶν ὀρθὸς ἑκτέος ὁ φαλλὸς ἐξόπισθε τῆς κανηφόρου : ἐγὼ δ ' ἀκολουθῶν ᾄσομαι
. ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὸ κακέμφατον , ὅτι ὁ φαλλὸς ἵστατο πρὸς μίμησιν τοῦ αἰδοίου . καὶ τοῦτο δὲ
5318816 φαλαγγιου
πτωκός , πλὴν τοῦ ῥωγός : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου : ἐπὶ γὰρ τῆς σταφυλῆς ῥάξ λέγεται θηλυκῶς .
γὰρ διὰ τοῦ γ ἐκλίθη : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου , τουτέστιν εἶδος σκορπίου : ἐπὶ γὰρ τῆς σταφυλῆς
5318535 ἀκοντιου
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις
5312565 ἀρσενικον
σχήματα ἀριθμοὶ πτώσεις . Γένη μὲν οὖν εἰσι τρία , ἀρσενικὸν θηλυκὸν καὶ οὐδέτερον : καὶ ἀρσενικὸν μὲν οὖν ἐστιν
σποδιὰν προσμιγνύουσι τούτῳ . Ἡ τοῦ χάρτου σποδιὰ καὶ τὸ ἀρσενικὸν καὶ ἄσβεστος κονία : ταῦτα ἴσα συμμίγνυται ὁτῳοῦν τῶν
5311710 ἐλθον
οὐ γὰρ δή που τοὺς μὲν εἰς Τροίαν τῶν Ἑλλήνων ἐλθόν - τας ἐπαινεσόμεθα , ὅτι εἵλοντο καλῶς ἀποθανεῖν ,
Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν ἐλθόν . Πόλλ ' οἶδ ' ἀλώπηξ , ἀλλ '
5305741 ὀστουν
ἀθεράπευτός ἐστιν . εἰ δὲ χωρὶς τῆς διαστάσεως ἐξογκωθείη τὸ ὀστοῦν , καὶ ὣς ἀνωφελὴς ἡ χειρουργία : ἀνατρήσαντες γὰρ
τρίπουν . πρόσκειται ἀπαθές διὰ τὸ ποιοῦν καὶ χρυσοῦν καὶ ὀστοῦν καὶ χαλκοῦν , ταῦτα γὰρ ἀπὸ κράσεως γέγονε ,
5302132 βελονην
δὲ διὰ καταρραφὴν ἢ καῦϲιν ἄτεχνον ἐκτρέπεται τὸ βλέφαρον . βελόνην τοίνυν λαβόντεϲ λίνον διπλοῦν ἔχουϲαν διαπείρωμεν τὸ ϲάρκωμα ἀπὸ
' ὑπερβαίνονταϲ ἄμφω τὰ χείλη τοῦ περιτοναίου πάλιν ἀντιϲτρέφειν τὴν βελόνην ἔξωθεν ἔϲω δι ' ἀμφοτέρων τῶν χειλῶν τοῦ περιτοναίου
5302108 σφηνοειδες
οἱ δὲ ἑτερόμηκες , ἄλλοι δὲ ῥομβοειδές , καὶ ἕτεροι σφηνοειδὲς ἤτοι ἐμβολοειδές . κοινῶς δὲ ἅπαντες εἴλην καλοῦσι τὸ
οὐ συναρέσκομαι : διότι , ἐγὼ φράσω : αἰωρούμενον τὸ σφηνοειδὲς περιτρέπεται : ὅταν δὲ μὴ μένῃ ἐν τῇ μασχάλῃ
5297332 σκελος
: σημαίνει τὸ ὥσπερ ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ ' ἓν σκέλος ἅλλεσθαι . ἀσκαρίζειν : σκαίρω τὸ συνεχῶς κινοῦμαι .
τῇ χειρὶ πρὸς τὴν γῆν ἀπερειδόμενοι τῇ κατὰ τὸ ὑγιὲς σκέλος . καταμβλακεύουσι δὲ ἔνιοι τὴν εἰς τὸ ὀρθὸν ὁδοιπορίην
5296721 ἑνικον
ὅ ἐστι τοῦ κτήτορος . πῶς γάρ φασι πληθυντικὸν καὶ ἑνικὸν ὑφ ' ἓν κεκλήσεται ; εἰ γοῦν ἰσάριθμα γένοιτο
σύλληψιν ἀναδέχεται τὴν εἰς τὸ πρῶτον , ἥτις κατὰ τὸ ἑνικὸν ἐδείχθη ὑποθετική . καὶ δῆλον ὅτι τῇ ἐπικρατείᾳ τῇ
5287943 τοπικον
ἐκ προηγησαμένης τινὸς φλεγμονῆς ἐνίοτε γιγνομένη , ποτὲ δὲ καὶ τοπικὸν ἕλκος ὑπερσαρκῶσαν οὕτως ὠνομάσθη ἀπὸ τῆς παρεπομένης δυσκινησίας καὶ
εὐθείας φερομένων . Τῆμος ἐπὶ ζέφυρον ] Τῆμος δύναται καὶ τοπικὸν καὶ χρονικὸν , νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ τοπικοῦ .
5284929 σημαινομενον
ὁρᾶν ποιεῖν πρὸς τὴν ἐκφώνησιν ἔδωκεν , οὐ πρὸς τὸ σημαινόμενον , ὁ δέ γε ἀκροατὴς καὶ πρὸς τὸ πρᾶγμα
καθόλου , ὁ περιέχων ἐν ἑαυτῷ πᾶσαν λέξιν , καθὸ σημαινόμενον πᾶν μέρος λόγου , ἤτοι ὄνομα , ῥῆμα ,
5281849 ὑπερθετικον
ἔκριναν θανάτου . Ῥᾴδιον ἁπλοῦν : ῥᾷον συγκριτικόν : ῥᾷστον ὑπερθετικόν . Τὰ δὲ συγκριτικὰ πολλαχῶς προφέρονται , οἷον κρείττων
: οὐδὲ γὰρ τὰ εἰς ωρ λήγοντα σχηματίζουσιν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν . ἔτι ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες μακάρτατος . τὸ μέντοι
5281551 ἀσαρκον
αἴρεσθαι αὐτὸ ἐν τῷ ὁρᾶν : ταρσὸς δὲ διὰ τὸ ἄσαρκον εἶναι , ὥσπερ καὶ ὁ ταρσὸς ἤτοι ὁ πούς
ταῖς μὲν ἐκ τῶν κάτω μερῶν παρὰ τὸ ψιλὸν καὶ ἄσαρκον ἐμφυομέναις ἰσίν , αἷς ἐγγὺς τῆς κατὰ τὸ γόνυ
5278897 μελιην
' ἀπειλήσας , ὃ δ ' ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην : ὃ δ ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς ἥρως Ἀστεροπαῖος
ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν οὔρεος ἐν βήσσῃς βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν , αἵ τε πρὸς ἀλλήλας
5277483 διχως
χαραδριὸς δέ ἐστιν εἶδος ὀρνέου μεταβαλλομένου εἰς τὰ προκείμενα . διχῶς δέ : ἐπὶ μὲν τοῦ ὀρνέου , χαραδριὸν ὀξυτονητέον
, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . ? ἄλλως . διχῶς ταῦτα : ἢ οὕτως * οὐ γὰρ * ἥσυχος
5274583 κλητικον
ὡς τὸ ὦ μόριον ἐπεκταθὲν διὰ τοῦ τα ἐποιεῖτο καὶ κλητικὸν ἐπίφθεγμα , καθότι καὶ τῷ δή τὸ δῆτα παρέκειτο
ἔα ] φεῦ φεῦ φεῦ φεῦ . . τὸ ἆ κλητικὸν ἐπίρρημά ἐστιν , ἢ μᾶλλον προσφωνηματικόν : διαφέρει δὲ
5267069 παχυ
τῶν νόσων ταῦτα . ἀποτελεῖσθαι δέ φησιν τὸ μὲν αἷμα παχὺ μὲν ἔσω παραθλιβομένης τῆς σαρκός , λεπτὸν δὲ γίνεσθαι
ἔχεις : Διφθέραν , ἱμάτιον πυκνόν . ἄκναπτον ἱμάτιον καὶ παχὺ ἡ σισύρα . ἅνθρωπος ἐπιτρίψει με : Ἀντὶ τοῦ
5266685 ὀρθον
οὗτοι μέν εἰσιν οἱ πέντε βίοι οἱ κατὰ λόγον ἐπιτελούμενοι ὀρθὸν καὶ τοῖς περὶ τὸ θεῖον ἀπεικασμένοι : καὶ γὰρ
τῶν καθόλου . ἄλλοι δέ τινες τῶν ἀρχαιοτέρων Στωικῶν τὸν ὀρθὸν λόγον κριτήριον ἀπολείπουσιν , ὡς ὁ Ποσειδώνιος ἐν τῷ
5266191 συνταττομενον
δὲ βαρυτονήσωμεν , τὰς καταδύσεις μηνύει . θαυμάζω γενικῇ μὲν συνταττόμενον σημαίνει τὸ καταγινώσκω καὶ κατηγορῶ , οἷον θαυμάζω τῶν
τὸ μὲν γάρ ἐστιν Ἀττικὸν καθ ' ὅλον καὶ μέρος συνταττόμενον , οὕτω : στένω σε , ὦ Προμηθεῦ ,
5253354 συστελλον
. Ἰστέον δὲ ὅτι τὸ κῆρυξ παρὰ τῷ ποιητῇ εὑρέθη συστέλλον τὸ υ κατὰ τὴν δοτικὴν τῶν ἑνικῶν , ὅπερ
α , οἷον Δ λᾶας ἀναιδής , καὶ λοιπὸν ὡς συστέλλον τὸ α οὐκ ἠκολούθησε τῷ κανόνι τούτῳ : ὁ
5244751 δορυ
καὶ ἐπιτηδείως ἦγε τὸ δόρυ : τὴν γὰρ ναῦν λέγει δόρυ . . Ἑλληνικὴ ] ἡ τοῦ Θεμιστοκλέους . .
] ἤτοι τῆς δεξιᾶς , δι ' ἧς πάλλουσι τὸ δόρυ . παμπρέπτεσιν ] εὐπρεπέσιν . ἡ εὐθεῖα ἡ παμπρέπτις
5242504 περιφρασις
μανιάσιν λυσσήμασιν : ταῖς μανιώδεσι λύσσαις . σχῆμα δέ ἐστι περίφρασις : μανιάσιν λυσσήμασιν : ὡς τὸ φοίνικι λίνῳ ,
δὲ διὰ πλειόνων λέξεων τὸ σημαινόμενον ἀποδίδωσιν , ὃ καλεῖται περίφρασις , ὡς ὅταν λέγῃ υἷας Ἀχαιῶν τοὺς Ἀχαιοὺς καὶ
5229188 πτερωτου
συμβαίνει τοῖς διαιρουμένοις τὸ μὲν ἄπτερον τὸ δὲ πτερωτόν , πτερωτοῦ δὲ τὸ μὲν ἥμερον τὸ δ ' ἄγριον ,
ἂν ἀποδοθῇ οἰκείως , καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ
5219699 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
5218578 δηλουμενον
αὐτό . οἱ μέντοι παραπληρωματικοὶ οὐχ ἓν ἐπηγγέλλοντο κατὰ τὸ δηλούμενον , εἴγε ὁ μὲν δή περιγραφήν τινα ἐδήλου ,
ἀπερίϲτικτοι δύο ὀβολούϲ , = , οἳ ποιοῦϲι τὸ γράμμα δηλούμενον ὑπὸ τοῦ γ πληϲίον ἔχοντοϲ τὸ ρ τεμνόμενον ὑπό
5212023 περιφερες
ἐπεστραμμένων , ἔλαθε Λαίλιος ἐπὶ θάτερα τοῦ Κώθωνος ἐς τὸ περιφερὲς αὐτοῦ μέρος ἀνελθών . βοῆς δ ' ὡς ἐπὶ
ἐν αὐτῷ . υληʹ . Ἧλός ἐστιν ἕλκος ἐν πέλματι περιφερὲς καὶ τετυλωμένον . υλθʹ . Ἐκκρίνεται τὸ σπέρμα ,
5210809 μιμνω
μὴ ἀπὸ δύο συμφώνων ἄρχοιτο , ἢ ὄνομα προκατάρχοιτο : μίμνω κάμνω τέμνω . τὸ δὲ κρημνῶ περισπᾶται , ὅτι
, αὐτίκ ' ἀεικίσσουσιν ἐμὸν δέμας : εἰ δέ κε μίμνω , Τρῳαὶ καὶ Τρῶές με περισταδὸν ἄλλοθεν ἄλλαι αἶψα
5209011 σιδηριον
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ
5183209 μεσοφρυον
ἰνίου . τὸ σπείραμα λοξῶς ἐπὶ κορυφὴν , βρέγμα , μεσόφρυον , εἶτ ' ἐκ πλαγίων τῆς ῥινὸς παρὰ μέγαν
, ἵνα ἁρμόσῃ ἐπὶ τῶν κατὰ τὸν αὐτὸν καιρὸν πασχόντων μεσόφρυον γένειόν τε καὶ μέτωπον . φάλαρα . Ἐπιδήσαντες τὸν
5182526 ἐξενεχθεν
διδόμενοι , οὐκ ἐχόντων ἄλλοθεν δύναμιν σαφέστερον ἂν ἦν οὕτως ἐξενεχθέν : διὰ τὸ μηδεμίαν ἄλλην ἔχειν δύναμιν κατὰ τὸ
κατ ' ἀκολουθίαν τῶν φαινομένων τῷ λογισμῷ εὑρεθὲν καὶ καθολικῶς ἐξενεχθέν ἐστι θεώρημα . μᾶλλον δ ' ἐπὶ τοῖς φαινομένοις
5177953 ὑπτιον
τὸ μέλλον οὐκ ἐρχόμεθα ; Κυμαῖος ἰατρὸς τετρωμένην κεφαλὴν τέμνων ὕπτιον θεὶς τὸν πάσχοντα ὕδωρ εἰς τὸ στόμα ἐνέβαλεν ,
. τοῦτο γίνεται , ἵνα φανῇ ἐντεῦθεν τὸ χρηστότερον . ὕπτιον σημαίνει τὸ ἄτεχνον καὶ ἀφελές , ἀγωνιστικὸν δὲ τὸ
5177432 κεφαλιον
ἄρθρον , εἶτα καθιέναι τὴν ἀριστερὰν χεῖρα καὶ ἀπευθύναι τὸ κεφάλιον καὶ οὕτω κομίσασθαι τὸ ἔμβρυον . Εἰ δὲ ἀμφότεραι
δάκτυλον , τῇ δεξιᾷ δὲ πιέζων τὸ ἐπιγάστριον πειρᾶται τὸ κεφάλιον κατάγειν , οὐχ ὁρῶν ὡς ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ὁ
5175324 ἀμφιβραχυν
δʹ τὸν πρῶτον πόδα ἐπίτριτον τέταρτον , τὸν δὲ βʹ ἀμφίβραχυν . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος μόνη . διπλάκεσσιν :
ἐστιν , ἐς τὴν ἰαμβικὴν κατακλεῖδα περαιοῦται , τουτέστιν εἰς ἀμφίβραχυν ἢ βακχεῖον διὰ τὴν ἀδιάφορον : περαιοῦται μὲν γὰρ
5171247 ἀνθρωποειδες
πνιγήσεται ἐν ὕδατι ὁ γεννη - θείς : εἰ δὲ ἀνθρωποειδές ἐστιν , παρ ' ἀνθρώπων πνιγήσεται ἢ ἀγχόνῃ ἢ
ἔστιν Ἑρμοῦ οἶκος , δίσωμον , ἀρσενικόν , λογικόν , ἀνθρωποειδές . καὶ καθόλου μὲν εὐκρασίας ποιητικόν , κατὰ μέρος
5170059 βακχειον
οὗ ἐστιν ἐπισημότατον τὸ μετὰ τέσσαρας πόδας αὐτὸν ἔχον τὸν βακχεῖον : ὧν ὁ πρῶτος γίνεται καὶ σπονδεῖος καὶ ἴαμβος
δή . ὦ τέκνον τέκνον , αἰαῖ , κατάρχομαι νόμον βακχεῖον , ἐξ ἀλάστορος ἀρτιμαθὴς κακῶν . ἔγνως γὰρ ἄτην
5168221 συναπτομενον
τῶν Μεγάρων δεκαοκτὼ σταδίους τῆς πόλεως διέχον , σκέλεσιν ἑκατέρωθεν συναπτόμενον πρὸς αὐτήν : ἐκαλεῖτο δὲ καὶ τοῦτο Μινῴα .
ζωστῆρα : οὐκ ἔστι δέ , ἀλλὰ ζῶμα καλεῖ τὸ συναπτόμενον ὑπὸ τὸν στατὸν θώρακα , τὸ δὲ ἔξωθεν συνδέον
5166539 δρυινον
ἑλάνη . Σέλευκος δὲ γράβιόν φησι λέγεσθαι τὸ πρίνινον ἢ δρύινον ξύλον , ὃ ἐθλασμένον καὶ κατεσχισμένον ἐξάπτεσθαι καὶ φαίνειν
ἐδάφεος , ὅπως ἂν μετρίως ἔχῃ : ἔπειτα οἷον στύλον δρύινον , τετράγωνον , πλάγιον παραβάλλειν ἀπολιπόντα ἀπὸ τοῦ τοίχου
5162735 νεφελιον
ἐστι τὸ οὖρον , ἔχῃ δὲ καὶ τὴν ὑπόστασιν ἢ νεφέλιον : εἶτα ἐν τῇ ἀναβάσει δεῖ αὐτὸ πλεῖον χρώννυσθαι
δὲ πολὺν ἐπινέμεσθαι τόπον . Περὶ νεφελίου . Τὸ δὲ νεφέλιον ἕλκος ἐστὶ καὶ αὐτὸ ὥσπερ ἡ ἀχλύς , μικρὸν
5160598 μετρω
τὸ α ἐπιτατικόν τουτέστι τῶν μότων . ἢ ἀπὸ τοῦ μετρῶ ἄμετρον καὶ ἄμοτον τὸ ἀπλήρωτον . . . .
πώλοισι χόρτον , προσδοκῶν ἑωθινὴν ζεύξειν ἐς ἀλκήν , ἀφθόνωι μετρῶ χερί . λεύσσω δὲ φῶτε περιπολοῦνθ ' ἡμῶν στρατὸν
5157436 πους
βʹ ποδὸς διαλελυμένου εἰς τρίβραχυν , εἶτα χορίαμβος , εἶτα ποὺς ἁπλοῦς . Τὸ βʹ προσοδιακὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον : ἡ
ἀντικαταδύνει καὶ οὐχ , ὡς οὗτοί φασιν , ὁ δεξιὸς ποὺς καὶ τὸ δεξιὸν γόνυ τῷ Τοξότῃ ἀντικαταφέρεται . Ἠγνοήκασι

Back