τὰ κατὰ τὴν ὡς πρὸς ἕτερον σχέσιν νοούμενα , οἷον δεξιὸν ἀριστερόν , ἄνω κάτω , διπλάσιον ἥμισυ : τό
τὸ λοχαγοῦν ζυγόν , ὃ δὴ καὶ στόμα λέγεται , δεξιὸν ἔχει , δεξιὰ καλεῖται , εἰ δὲ λαιόν ,
9218569 ἀριστερον
τὸν τρόπον . Ἡ δὲ καρδία κεῖται μὲν παρὰ τὸν ἀριστερὸν μαστόν , τοῖς δ ' ἄλλοις ζῴοις ἐν μέσῳ
ἀλλὰ καὶ καλῶς ἕκαστα αὐτῶν . Ἔδει γὰρ εἰς τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα ἐρείσαντα , καὶ τῇ δεξιᾷ κυκλώσαντα ὑγρῶς ἀφεῖναι
8584109 λαιον
πολυπράγμονες καὶ οἱ λείμαργοι , παρὰ τὸ λίαν χένειν . λαιὸν σημαίνει τὸ ἀριστερόν : καὶ λαιὰ χεὶρ , ἡ
οὐδὲν ἔτι δρᾶν οὐδὲ ἐκεῖνος δυνάμενος . Καὶ τὸ μὲν λαιὸν τῆς ναυμαχίας οὕτως ἐπεπράχει . ἐκ δὲ τοῦ δεξιοῦ
8485463 εὐωνυμον
: καὶ τὰ ἅρματα δὲ κατὰ τὸ δεξιὸν καὶ τὸ εὐώνυμον ἅμα ἐνέβαλλε . καὶ πολλοὶ μὲν τὰ ἅρματα φεύγοντες
μὲν ἐς τόδε τὸ κέρας , ἡμέας δὲ ἐς τὸ εὐώνυμον . Πρὸς δὲ ταῦτα εἶπαν οἱ Ἀθηναῖοι τάδε :
8232264 δεξιου
' εὐθεῖαν τοῦ πάσχοντος μορίου τέμνειν φλέβα : τοῦ γὰρ δεξιοῦ ποδὸς ῥευματισθέντος , παραχρῆμα φλεβοτομηθεὶς ἐκ τῆς δεξιᾶς χειρὸς
ιδ Ϛʹ βο κδ ∠ ʹ εʹ ὁ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ σφυροῦ . . . . . . . .
8168694 κερας
τὸ πλῆθος τῶν καρποφορούντων φυτῶν : Ἀμαλθείας δ ' εἶναι κέρας οἱονεί τινος ἀμαλακιστίας , δι ' ἧς τὴν εὐτονίαν
. οὗτος ἄρα βοῦς ἦν , ὡς ἐκπεφυκέναι οἱ τηλικοῦτον κέρας . Βοῦς ἐν αὐλίῳ γέρων : ἐπὶ τῶν δι
7637275 εὐωνυμου
γὰ προαγέτωσαν , εἶτα μεταβαλλέσθωσαν , εἶτα ὁ ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου λόχος ἡσυχίαν ἐχέτωἤδη γὰρ ἕκαστος αὐτῶν εἰς ἣν προεῖχε
δεξιοῦ τῆς δευτέρας φαλαγγαρχίας , τὸν δὲ τρίτον ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου τῆς τρίτης φάλαγγος : ὁ δὲ τέταρτος ἐπὶ τοῦ
7574505 σκελος
: σημαίνει τὸ ὥσπερ ὑπὸ σκώλου πεπληγμένον ἐφ ' ἓν σκέλος ἅλλεσθαι . ἀσκαρίζειν : σκαίρω τὸ συνεχῶς κινοῦμαι .
τῇ χειρὶ πρὸς τὴν γῆν ἀπερειδόμενοι τῇ κατὰ τὸ ὑγιὲς σκέλος . καταμβλακεύουσι δὲ ἔνιοι τὴν εἰς τὸ ὀρθὸν ὁδοιπορίην
7422957 δορυ
καὶ ἐπιτηδείως ἦγε τὸ δόρυ : τὴν γὰρ ναῦν λέγει δόρυ . . Ἑλληνικὴ ] ἡ τοῦ Θεμιστοκλέους . .
] ἤτοι τῆς δεξιᾶς , δι ' ἧς πάλλουσι τὸ δόρυ . παμπρέπτεσιν ] εὐπρεπέσιν . ἡ εὐθεῖα ἡ παμπρέπτις
7395729 μετωπον
ἐκ πάντων συλλοχισμὸς φάλαγξ , ἧς τὸ τῶν λοχαγῶν τάγμα μέτωπον καὶ μῆκος καὶ πρόσωπον καὶ στόμα καὶ παράταξις καὶ
κατάπλασσε τούτοις καὶ τοὺς μυκτῆρας καὶ τὰς παρειὰς καὶ τὸ μέτωπον . ἄλλο . διφρυγὲς καύσας καὶ λειοτριβήσας μετὰ ὄξους
7219062 γονυ
τῷδε τοῖς ἔνδον μέρεσι τοῦ μηροῦ τοῖς πρὸ τῆς κατὰ γόνυ διαρθρώσεως ἐμφύεται , ἔσω ἅμα τε καὶ ἐπ '
' ἦν παλαίσματα . ὁ μὲν γὰρ ἤθελ ' ἐξαναστῆσαι γόνυ , ἡ δ ' ἀντελάζυτ ' : εἰ δὲ
6978260 ἰσχιον
: ἔχει τρεῖς κυρτότητας , ὧν ἡ μὲν μέση καλεῖται ἰσχίον ἡ δὲ ἔξω λαγὼν καὶ γλουτὸς ἡ δὲ ἔσω
δὲ καὶ ἐφρόνει , καὶ τῇ χειρὶ ἐσήμαινεν ἀμφὶ τὸ ἰσχίον εἶναι τὸ ἄλγημα . Τῇ Κλεινίου ἀδελφῇ , τῇ
6947492 μηρου
μηρῷ ὑποβρυχίη : πρὸς δὲ τοῦ γλουτοῦ τῇ κοτυλίδι τοῦ μηροῦ παρὰ τὴν κεφαλὴν ἐστετρύπηκε φλεβὶ , ἥπερ ἀναπνοὴν τῷ
αʹ , ἐπὶ ποδὸς αʹ ἀμαυρόν , ἐπ ' ἀριστεροῦ μηροῦ αʹ , ἐπὶ γόνατος αʹ , ἐπ ' ἀντικνημίου
6862703 ὠμον
πλανωμένου κύκλῳ περιάγηται μᾶλλον εὐκόλως . Εἶτα ἧπαρ ἢ καὶ ὦμον ταύρου τοσούτῳ χά - σματι πρέποντα περιτιθέασι τῷ ἀγκίστρῳ
φωτός . τὸν δ ' Ὀδυσεὺς οὔτησε τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ
6843958 ὀπισθεν
ἄκραν γὰρ ἔχει τῆς μὲν πόλεως ὕπερθεν ὄρος ὑψηλόν , ὄπισθεν δ ' ἀπὸ τῆς συνεχούσης ὀρεινῆς αὐχένι διεζευγμένον ,
ἄνευ κεφαλῆς βαστῶν τὴν κεφαλήν του , Θυτήριον καὶ τὰ ὄπισθεν τοῦ Κυνοκεφαλίτζη : οὗτος δ ' ὁ Κυνοκέφαλος ἔστι
6805528 μασχαλην
οὖν τὸν τοῦ ἐξαρθρήματος καταρτισμὸν τὸ σφηνοειδὲς ἐντιθέσθω εἰς τὴν μασχάλην , ἀναγέσθωσάν τε ὑπὲρ κεφαλῆς αἱ τῶν κάλων ἀρχαί
ἡ λεγομένη θερμαστρίς , μῆκος ἔχουσα πηχῶν γ , ἔχουσα μασχάλην συνδεδεμένην λεπίσι ψυχρηλάτοις , εἰς ἣν ἀρθρεμβολεῖται ὁ λεγόμενος
6788170 πλαγιον
: λευρὸν οἱ μὲν τὸ πλατύ : βέλτιον δὲ τὸ πλάγιον ἀκούειν , ἵνα νοήσωμεν οὐχὶ τὸ καθ ' ἑαυτὸ
ἐπὶ τῶν τιμωριῶν προσέταξεν ἐκδεῖραι ζῶντα καὶ τὸ μὲν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶν ἀναπῆξαι , τὸ δὲ δέρμα χωρὶς
6772995 κερως
μὲν βοῦς ἐπεραίωσεν εἰς τὴν Σικελίαν , αὐτὸς δὲ ταύρου κέρως λαβόμενος διενήξατο τὸν πόρον , ὄντος τοῦ διαστήματος σταδίων
καὶ ἡγεῖται μὲν τῆς αἰτίας ταύτης ὁ πρωτοστάτης τοῦ δεξιοῦ κέρως , προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν
6766587 ἀριστερου
, εἶτα τοῦ ἀριστεροῦ , μετ ' αὐτὰς τοῦ μέσου ἀριστεροῦ καὶ τότε τοῦ δεξιοῦ μέσου καὶ μὴ χύδην καὶ
ἀποκριθῇ , τοῖς πατράσιν : ὅταν δ ' ἀπὸ τοῦ ἀριστεροῦ , ταῖς μητράσιν . Οἱ Στωικοὶ ἀπὸ τοῦ σώματος
6697965 κνημην
κεφαλὴν καὶ τὸ ὑπαυχένιον Ἵππου ὁπλὰς Περσέως ὦμον ἀριστερὸν καὶ κνήμην ἀριστερὰν Ἀνδρομέδας χεῖρα δεξιὰν Διδύμων κεφαλὰς Καρκίνον μέσον Λέοντα
πολύ τε κατωτέρω κατὰ τὸ σφυρόν , αὐτήν τε τὴν κνήμην πιεζοῦντες εὖ μάλα , ὥστε πάντοθεν τὸ ἐν ταῖς
6689313 στηθος
, ἐπανιέναι δὲ τῶν γυμνασίων καὶ ἀνατρίβειν [ τὸ ] στῆθος καὶ τιτθοὺς καὶ πάντα τρόπον ταύτῃ ἐρεθίζειν : ταῖς
. ἔπειτα εἰλητῷ ἐπιδέσμῳ κατὰ κύκλον ἐπιδήσαντες τό τε ὅλον στῆθος καὶ τὰς πλευρὰς ὥστε σκεπάσαι καταλαμβανόμενοι τὸ πέρας τὰς
6686739 πλευρον
' ἐπὶ Πάχυνον πεντήκοντα . ἔνθεν πάλιν κατὰ τὸ τρίτον πλευρὸν εἰς μὲν Συρακούσσας τριάκοντα ἕξ , εἰς δὲ Κατάνην
: ὧν ὁ μὲν Ἀσταβόρας καλεῖται κατὰ τὸ πρὸς ἕω πλευρὸν ῥέων , ἅτερος δ ' Ἀστάπους : οἱ δ
6673781 ὠμου
στῆθος ἐπερονῶντο , οὐχ ὡς ἡμεῖς κατὰ τὴν κατάκλειδα τοῦ ὤμου . . τρίγληνα μορόεντα : ἡ διπλῆ ὅτι τρίγληνα
. Κεφ . πβʹ . Ἡ μεσότης κατὰ τοῦ πεπονθότος ὤμου , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἐπ ' εὐθείας ἐπὶ
6652263 ἀριστεραν
ἡ ἀριστερὰ χεὶρ τὴν δεξιὰν συμπληροῖ οὔτε ἡ δεξιὰ τὴν ἀριστεράν , οὐχ ὁ ἀντίχειρ τὸν λιχανόν , οὐχ αἱ
φαῦλα , ἐμπαθὴς δὲ ἔσται περὶ τὴν κεφαλὴν καὶ ὅρασιν ἀριστεράν . μάλιστα δὲ εἰσί τινες , οἳ καὶ ἐπηρεάζονται
6566589 λαιαν
καὶ τὴν μὲν δεξιὰν διφαλαγγίαν ἐπὶ δόρυ , τὴν δὲ λαιὰν ἐπ ' ἀσπίδα κλῖναι , εἶτα κατὰ λόχους ἀκολουθεῖν
, φιλονεικία λαμβάνει τὸν Θέρσανδρον ἐρωτική , καὶ τὴν μὲν λαιὰν ὑποβάλλει τῷ προσώπῳ κάτω , τῇ δὲ δεξιᾷ τῆς
6561056 κνημης
. ἡ δὲ χρυσίου πλήρης , σύρουσα λεπτὴν πορφύρην ἐπὶ κνήμης , πᾶσαν μάχην συνῆπτεν οἰκοδεσποίνῃ . τὴν δ '
εἴποι τις ὡς ἡδὺς ὁ γέλως : μηροῦ τε καὶ κνήμης ἐπ ' εὐθὺ τεταμένης ἄχρι ποδὸς ἠκριβωμένοι ῥυθμοί .
6524299 βραχιονα
ἕνεκα , τοῖσι δὲ γούνασι παρὰ τὸν ἀγκῶνα ἐς τὸν βραχίονα ἐμβάλλων , ἀντωθέοι πρὸς τὰς πλευράς : ξυμφέρει δὲ
δὲ μετὰ τὴν αὐτάρκη τάσιν ταῖς καταλλήλοις μοχλείαις ἀρθρεμβολεῖν τὸν βραχίονα : εὐθετεῖ δ ' εἰς τὴν τῆς μασχάλης διαφορὰν
6523271 ποδος
ξὺν ἱδρῶτι , περὶ θάνατον . Κρίτωνι ἐν Θάσῳ , ποδὸς ὀδύνη ἤρξατο ἰσχυρὴ ἀπὸ δακτύλου τοῦ μεγάλου ὀρθοστάδην περιιόντι
, μῆκος ποδῶν ιϚ , πάχος δακτύλων ιβ , πλάτος ποδὸς καὶ τετάρτου . Τὰ ξύλα ταῦτα περιστομίσι καὶ χελωνίοις
6522075 κερατος
βοτάνης φύλλων ξηρῶν ⋖ α . οὕτω δὲ καὶ ἐλαφείου κέρατος ⋖ α ποτίζεται καὶ σκίλλινον ὄξος # εἷς μετὰ
# νο δʹ δʹ ὁ ἐπ ' ἄκρου τοῦ βορείου κέρατος ὁ αὐτὸς τῷ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς τοῦ Ἡνιόχου
6495194 λαιου
ἐπικαμπίῳ , τὴν δὲ φάλαγγα καὶ τοὺς ἐλαφροὺς ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως ἔστησε καὶ ἀπὸ τούτων ἐπικάμπιον ἔταξε . Πῶρος
Ἡνιόχου τῷ Κριῷ συνανατέλλειν . . . Ἀλλ ' Ἔριφοι λαιοῦ τε θέναρ ποδὸς Αἰγὶ σὺν αὐτῇ Ταύρῳ συμφορέονται .
6478791 γονατος
προεθέμεθα καθ ' Ἱπποκράτη , δεδήλωταί σοι : περὶ δὲ γόνατος καὶ σφυροῦ τῷν [ ] τὸν καταρτισμὸν αὐτῶν ἁπλούστερον
ἐν τοῖς δυσί * ἰγνύσι : ἰγνὺς ὁ ὑποκάτω τοῦ γόνατος τόπος ἀσκελές : ἀδιαλείπτως , σκληρῶς , ἢ ἴσον
6459297 ὀπισω
ᾖ κατ ' εἰρωνείαν . τινὰ δὲ καὶ συνάπτουσιν τοῖς ὀπίσω . χυτροπωλίοις καὶ λαχανοπωλίοις . Κορύβαντες : Ἔνιοι τοὺς
' ἐμήσατο τοῖα : θοὰς ἔφριξεν ἐθείρας καί τ ' ὀπίσω νώτοισιν ἀκαχμένον ὠκυπέτῃσιν ἰθὺς ἀκοντίζει μαλερὸν βέλος : ἀμφότερον
6446323 ὀρθιον
τοῦ λυροφοίνικος καὶ τοῦ ἐπιγονείου , ὃ νῦν εἰς ψαλτήριον ὄρθιον μετασχηματισθὲν διασῴζει τὴν τοῦ χρησαμένου προσηγορίαν . ἦν δ
. . . ! ! ! ! ] πολε [ ὄρθιον ] ⌋ ἰάλεμον ⌊ [ κελαδήσατ ⌋ ⌊ !
6431401 ἀκοντιον
καὶ δόρυ ὡσαύτως πεπραγματευμένον , καὶ ὅπου μὲν ἂν εἰς ἀκόντιον ἀφικνῆται , ἀκοντίζῃ τὸν φεύγοντα τοῖς σφαιρωτοῖς , ὅπου
προσάγεις : ποῦ διώρισεν ὄργανα νίκης ὁ νόμος ἵππον , ἀκόντιον , τόξον , ἀσπίδα ; ποῦ μόνοις ἐπιτρέπει τούτοις
6413085 μετωπου
ἅπαν ἔξω τῆς καιροῦ φύσεως , τὴν δὲ κατὰ τοῦ μετώπου κόμην , ὅτι προσιόντος μὲν αὐτοῦ λαβέσθαι ῥᾴδιον ,
ἢ τοὺς ὀδόντας . οἱ τοίνυν πηρωθέντες τὸν ἕτερον ἐπὶ μετώπου ἑστᾶσι , τῶν λοιπῶν προβαλλομένων αὐτούς , ἵνα οἱ
6400996 ἐρεισαντα
, καὶ τὸ πᾶν σῶμα ἐφ ' ὅτου δὴ κούφως ἐρείσαντα . εἶδον δὲ ἐπὶ ταύροις καὶ ὀρχουμένους καὶ ἀκινήτους
καλῶς ἕκαστα αὐτῶν . Ἔδει γὰρ εἰς τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα ἐρείσαντα , καὶ τῇ δεξιᾷ κυκλώσαντα ὑγρῶς ἀφεῖναι τὴν λάταγα
6397555 πηχυν
χειρὶ δ ' ἔνθες ὀξύην , λαιόν τ ' ἔπαιρε πῆχυν , εὐθύνων πόδα . ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην
παλαιστὴν αʹ , ὅ ἐστι πήχεως Ϛʹʹ . Ἐὰν δὲ πῆχυν ἐπὶ δάκτυλον , ποίει χυδαῖον δάκτυλον αʹ , ὅ
6393215 λαγονα
νεφριτικοῖϲ ἧττον , καὶ τοῖϲ μὲν κωλικοῖϲ κατὰ τὴν δεξιὰν λαγόνα μᾶλλον εἶναι τὴν ὀδύνην καὶ ἀνιέναι μέχρι ϲτομάχου καὶ
καί , εἰ βουληθείης , μετὰ κατοχῆς πνεύματος πληρῶσαι τὴν λαγόνα , περιχέοντα δ ' ἔλαιον ἀποθεραπεύειν τοὐντεῦθεν . διττὴ
6387949 γλουτον
κνήμῃ δὲ πῆχυν , καὶ βραχίονα μηρῷ ἀντικρίνεσθαι καὶ ὤμῳ γλουτόν , μετάφρενα θεωρεῖσθαι πρὸς γαστέρα καὶ στέρνα ἐκκεῖσθαι παραπλησίως
μιν ὦκα οὔτασεν ἐγχείῃ περιμήκεΐ τε στιβαρῇ τε δεξιτερὸν κατὰ γλουτόν . Ὃ δ ' οὐκ ἀνεχάζετ ' ὀπίσσω οὐδ
6376687 ποδα
δεινὰ πεσόντες . κολοιόν τις συλλαβὼν καὶ δήσας αὐτοῦ τὸν πόδα λίνῳ τῷ ἑαυτοῦ παρέδωκε παιδί . ὁ δὲ μὴ
ἀστέρων . ὁ μὲν οὖν ἑπόμενος τῶν ὑπὸ τὸν δεξιὸν πόδα τοῦ Ἡνιόχου ἐπ ' εὐθείας γ καὶ τῶν ἐν
6371912 κοιλον
μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον , ὡς καὶ τῆς μύλης τὸ ὕπερθεν , καὶ
κατὰ σφυροῦ : εἶτα ἀντίαν λοξὴν κατὰ σφυροῦ ὑπὸ τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ
6369316 νωτου
ὕβον : αἱ δὲ Βακτριαναὶ κάμηλοι δύο ὕβους ἐπὶ τοῦ νώτου ἔχουσιν . ἔχει δὲ καὶ ἀστράγαλον ἐν τοῖς ὀπισθίοις
μακρὸν ἐρείσας . δὴ τότε κήρυκα προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς , νώτου ἀποπροταμών , ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο , ἀργιόδοντος ὑός
6359779 μηρον
τοῦ κολεοῦ , διότι Βενιαμὴν οὐκ ἦν φορῶν ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ῥομφαίαν . Καὶ ὡς ἔμελλε πατάξαι τὸν υἱὸν
, καὶ διὰ τοῦτο ἰσχίον καὶ μηρὸς , καὶ διὰ μηρὸν κνήμη καὶ περόνη , καὶ διὰ ταῦτα ἄκρον ποδός
6356749 ἀγκωνα
. Καὶ διὰ τοῦτο ἔθνος Αἰθιοπικὸν , ὡς παρακεῖσθαι μακρὸν ἀγκῶνα τῆς ἀοικήτου . Λέγει δὲ τὴν διακεκαυμένην . πρὸς
δι ' αὐτῆς ἑλκέτω τὴν τοῦ βραχίονος κεφαλήν , τὸν ἀγκῶνα ἀντιμετάγων εἰς τὰ κλιμάκια : τοῦ δ ' ἐξελκυσμοῦ
6355552 παιει
ἠλύγην . Ὁ δὲ νεανίας ἑαυτῷ σπουδάσας ξυνηγορεῖν εἰς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν : κᾆτ ' ἀνελκύσας ἐρωτᾷ
καὶ ἔριδας λύοντα καὶ οἰκοδομημάτων γῆρας ἀποξύοντα . καὶ οὓς παίει τε καὶ δεῖ , τούτους ἀπεύξαιτ ' ἂν μὴ
6349903 ὑπτιον
τὸ μέλλον οὐκ ἐρχόμεθα ; Κυμαῖος ἰατρὸς τετρωμένην κεφαλὴν τέμνων ὕπτιον θεὶς τὸν πάσχοντα ὕδωρ εἰς τὸ στόμα ἐνέβαλεν ,
. τοῦτο γίνεται , ἵνα φανῇ ἐντεῦθεν τὸ χρηστότερον . ὕπτιον σημαίνει τὸ ἄτεχνον καὶ ἀφελές , ἀγωνιστικὸν δὲ τὸ
6283173 οὐραν
δὲ αὐτὸν περιέρχονται χρυσῷ προσεικασμέναι ἀπὸ τῶν βραγχίων ἐς τὴν οὐρὰν καθήκουσαι , μέση δὲ αὐτὰς διατέμνει ἀργύρῳ προσεικασμένη .
κύνας τοὺς οἰκουροὺς ἵνα μὴ ἀποδιδράσκωσι τετέχνασται ἐκεῖνο . τὴν οὐρὰν αὐτῶν καλάμῳ μετρήσαντες χρίουσι τὸν κάλαμον βουτύρῳ , εἶτα
6266956 ἀριστερος
ἡ εὐώνυμος : ὡς δὲ φόβος φοβερὸς , οὕτως ἄριστος ἀριστερός . ἀδελφοὶ , παρὰ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος :
. * ὅγε : ὅτε . * σκαιός : πλάγιος ἀριστερός κατὰ πλευρὰν κείμενος * οἶμον : ὁδόν * οἶμον
6262140 ἀκρωμιον
πλησμονῆς , ἐπίληψιν σημαίνει , ἄλλως τε κἤν τις ἐς ἀκρώμιον ἢ τράχηλον ἢ μετάφρενον πόνος , ἢ σπασμὸς ἐμπεπτώκῃ
τὸ ἀκρώμιον κατεσπασμένον καὶ κοῖλον , διότι , ὅταν τὸ ἀκρώμιον ἀποσπασθῇ , καὶ κοῖλον ᾖ , οἴονται τὸν βραχίονα
6223747 δεξιῳ
αὑτόν . Ἀντεπῄει δὲ Κῦρος , Ἀτρατάδην μὲν ἐν τῷ δεξιῷ κέρατι στήσας , Οἰβάραν δὲ ἐπὶ τῷ εὐωνύμῳ :
τῇ ἀποτομῇ τεσσάρων , ἔσχατος δὲ ὁ ἐν ἄκρῳ τῷ δεξιῷ κέρατι . Μεσουρανεῖ δὲ τῶν ἄλλων πρῶτος μὲν τοῦ
6207553 εὐωνυμῳ
Πυρρίας Ἀρκὰς ταύτης ἦρχε : τὴν δὲ μίαν ἐπὶ τῷ εὐωνύμῳ : Φρασίας Ἀθηναῖος ταύτῃ ἐφειστήκει . προϊόντες δέ ,
: καιρίαι προσλαμβάνονται διπλαῖ , καὶ αἱ μὲν ἀρχαὶ τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ κρατοῦνται , ἡ δ ' ἀγκύλη παρειμένη ἐᾶται
6171822 κατοπιν
οὐκ ἔχων ἐπεχείρησε τῷ τοῦ Φουρνίου στρατοπέδῳ κατὰ μέτωπον καὶ κατόπιν ἐκ περιόδου λαθών . ὅθεν ὁ Φούρνιος ἐς τὸν
, ἢ διὰ πελάγους παρίσταται τὰ πρόσω πάντα καὶ τὰ κατόπιν καὶ ἐκ πλαγίων ἐπίπεδα , καὶ οὐδεμίαν ἀντέμφασιν παρέχει
6095155 κρανος
ὑπερασπίζειν , μικράσπιδα . κρανοποιός κρανοποιία , κρανουργός κρανουργία , κράνος . θωρακοποιία θωρακοποιός , θώραξ , θωρακοφόρος , τεθωρακισμένος
στόματος τὸ χάσμα σκέπειν τὴν κεφαλήν , ὥσπερ ἀνδρὸς ὁπλίτου κράνος : ἐκθηριώσας δὲ αὑτὸν ὡς ἔνι μάλιστα , παραγίνεται
6078401 ταινιῃ
τὰ δὲ στήθεα καὶ τὰς μασχάλας καὶ τὰς χεῖρας προσκαταλαμβάνειν ταινίῃ ἢ ἱμάντι πλατεῖ μαλθακῷ πρὸς τὴν κλίνην καὶ ζωννύειν
ὄμματα ἀμαλδύνηται , τὴν κεφαλὴν ξυρῇν ὅτι τάχιστα , καὶ ταινίῃ ἀποδιωθέειν , ὑπὲρ ὀμφαλὸν δὲ εἰλέειν : διδόναι δὲ
6073887 ἐμβολον
Θηβαίους ἔταξε καὶ πρὸς Μαντινείας τοὺς πάντας Βοιωτούς , ὥσπερ ἔμβολον ποιήσας καὶ ἐπάγων τῇ τάξει τῶν Λακεδαιμονίων , ἢ
ηʹ φησίν , ὅτι οὐκ ἐνέθηκεν ἐν τῷ ἄξονι τὸν ἔμβολον , καὶ οὕτως ἐκκυλισθέντος τοῦ τροχοῦ ἐκπεσεῖν τὸν Οἰνόμαον
6065283 ἐξεχον
αὐτὴν ἐπιφάνειαν ἴσχουσα τοῖς πελάγεσι . συγκρύπτοιτο γὰρ ἂν τὸ ἐξέχον τῆς γῆς ἐν τῷ τοσούτῳ μεγέθει μικρὸν ὂν καὶ
δὲ αὐτοῦ ἥδε : κατατείναντα ἐς ἰθὺ , τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν , τὸ δὲ ἐναντίον ἀντωθέειν . Ἴησις δὲ
6061086 πλατυ
κάτω γένηται , ὡϲ πρὸϲ τῷ μήλῳ , τὸ δὲ πλατὺ ἄνω πρὸϲ τὰϲ βλεφαρίδαϲ . εἶτα ἐκκοπτέον τὸ λαμβδοειδὲϲ
εἶναι ⋮ Λέγεται καὶ τοῦτο περὶ αὐτοῦ , ὅτι κάρφος πλατὺ καὶ στερεὸν ἐνδακὼν ἑαυτὸν ἐπιστρέφει , καὶ ἀντιπρόσωπος ὁμόσε
6059284 σπειραμα
ἔχων ἐν ἑαυτῷ ἀεριζούσας . ἐπιχάρασσε δὲ ἐπ ' αὐτῷ σπείραμα ὄφεως ἔχον προτομὴν ἤγουν κεφαλὴν κυνός : οὗτος φορούμενος
αὕτη καὶ κάτωθεν ἄνω οὕτως : ἀρχὴ ἐπὶ ἰνίον τὸ σπείραμα ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ὑπὸ γένειον : εἶτα παρειὰς ,
6057780 βραχιονος
γίνεται . Ἔστι δ ' ὅτε αὐτὴ ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος κατὰ τὴν ἐπί - φυσιν κατάγνυται : τοῦτο δὲ
ᾖ , οἴονται τὸν βραχίονα ἐκπεπτωκέναι . Κεφαλὴ δὲ τοῦ βραχίονος ἐν τῇ μασχάλῃ φαίνεται : αἴρειν γὰρ οὐ δύνανται
6048146 φαλαγγα
ἢ γλῶτταν ἐτράνωσας ἀντὶ τῆς λύρας : εὐθὺς δὲ τὴν φάλαγγα τῶν μονοτρόπων φάλαγξ γὰρ αὕτη καὶ ξίφους χωρὶς τρέπει
ἅμα μὲν γὰρ κατὰ τὴν ἀποχώρησιν οὐκ ἐτάραξαν τὴν ἰδίαν φάλαγγα , ἅμα δὲ περιπεσόντες Εὐβοεῦσι καὶ μισθοφόροις τισὶν ἀπεσταλμένοις
6009939 ἀκοντιου
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις
6006082 βουβωνα
ἐξέρχεται τὸ πῦος , ἔστι δὲ ᾗσι καὶ κατὰ τὸν βουβῶνα ὡς φῦμα γίνεται , κἀκείνῃ πῦον γενόμενον ἐξῆλθε :
πύον τῆς μεταβολῆς γινομένης . υιβʹ . Φύγεθλόν ἐστι κατὰ βουβῶνα γινόμενον ἀπόστημα . υιγʹ . Ὑποσπαδίας ἐστὶ πάθος ἐφ
6002369 δακτυλον
τοῦ ἀπευθυσμένου φλεγμονῆς τῷ μὴ εὐθὺς ἅμα τῷ ἐπερεῖσαι τὸν δάκτυλον ἄλγημα παρακολουθεῖν , ἐξ ἐπιμονῆς δὲ τοῦ θλίβοντος ,
δὲ τὸ θηρίον , τῷ δρεπάνῳ τὸν δεδηγμένον εὐθὺϲ ἀποτεμεῖν δάκτυλον καὶ τοῦ κινδύνου τὸ παράπαν ἀπαλλαγῆναι . εἰ δὲ
5991585 δορατος
καιρίαν ἔλαβε πληγὴν εἰς τὸν θώρακα . κλασθέντος δὲ τοῦ δόρατος , καὶ τοῦ σιδήρου καταλειφθέντος ἐν τῷ σώματι ,
ἀνέστρεψαν . Φιλοποίμην ἐδίδαξε τοὺς Ἀχαιοὺς ἀντὶ μὲν θυρεοῦ καὶ δόρατος ἀσπίδα καὶ σάρισαν λαβεῖν , κράνεσι δὲ καὶ θώραξι
5979273 σιμον
ἔχουσι τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον , λευκὸν καὶ λευκότερον , σιμὸν καὶ σιμώτερον , ἡ δὲ οὔ . κακῶς δὲ
, ὥστε τὰς πάντοθεν ὀσμὰς προσδέχεσθαι . Τὸ δὲ δὴ σιμὸν τῆς ῥινὸς πῶς τοῦ ὀρθοῦ κάλλιον ; Ὅτι ,
5966058 γενειον
λοξὴ παρὰ κορυφὴν ἐπὶ ἰνίον ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ἀντικειμένου ὑπὸ γένειον , ἔπειτα παρειὰς , ἔπειτα λοξὴ κατὰ βρέγματος ἐπὶ
καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε
5951264 φαλαγγος
τάχιστα ἀλλήλοις ἐπελαύνειν , καὶ διελάσαντας εἰς κατάλυσιν ἤδη ἐπὶ φάλαγγος ἅπαντας καταστάντας , ὥσπερ εἰώθατε , πρὸς τὴν βουλὴν
τριῶν ἔτι πλέθρων ἐν μέσῳ ὄντων ἀντεξέδραμον ἀπὸ τῆς Ἀγησιλάου φάλαγγος ὧν Ἡριππίδας ἐξενάγει , καὶ Ἴωνες δὲ καὶ Αἰολεῖς
5935692 ἑναν
μικροὺς νεφελωδεῖς πλησίον ἑστηκότας , ἐν δὲ τῇ ὠμοπλάτῃ της ἕναν λαμπρὸν καὶ μέγαν , ἐπὶ τῆς ῥάχης ἕτερον ,
θέσιν τούτων : ἔχει δ ' ἑκάστη αὐτοῦ χηλὴ πρὸς ἕναν ἄστρον μέγαν καὶ μέσον κατὰ τὸν Ζυγὸν γνωριζόμενον πᾶσιν
5935459 ἐρειδομενος
μεθέπων οἰήϊα νηός : τῷ δ ' ἕτερος κατὰ νῶτον ἐρειδόμενος μετόπισθε δειρὴν ἠδὲ κάρηνον ὁμαρτεῖ ποντοπορεύων : ἄλλος δ
περὶ πρέμνοισιν ἑλίσσεται ἔρνεϊ χαίρων . ἔνθεν ἔπειτ ' ἄκρῃσιν ἐρειδόμενος κοτύλῃσιν ὑψός ' ἀνερπύζει λελιημένος , ἀμφὶ δὲ χαίτας
5902176 κροταφον
ἰνίου κλάσαντες τὴν ἀρχὴν ἄγομεν ἀντικειμένην τῇ πρώτῃ λοξὴν ἐπὶ κρόταφον ὑπὸ σφαίριον ῥινὸς καὶ ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ἀντικειμένου ἐπὶ
στίγματα ἔχει δύο τε ἀπὸ τῶν ὀφρύων παρ ' ἑκάτερον κρόταφον ἀναφέρει πτερά . κατὰ δὲ Καλλίμαχον δύο γένη σκωπῶν
5888789 δεξιαν
. τῶν δὲ πρὸς αὐτὸν πρεσβευσαμένων περὶ διαλύσεως ὡμολόγησε καὶ δεξιὰν αὐτοῖς ἔπεμψε νόμῳ Περσικῷ καὶ τὴν πολιορκίαν διαλύσας παρεκάλει
σημαίνει : χρὴ γὰρ τὸν ἔφηβον ἐν τῇ χλαμύδι τὴν δεξιὰν ἔχειν ἐνειλημένην διὰ τὸ ἀργὴν εἶναι εἰς ἔργα καὶ
5887294 δεξιος
εἰπεῖν , ὑπέρδεινος πάνδεινος , σοφὸς εἰπεῖν , πάνσοφος , δεξιός , περιττός , συνεχής , πυκνός , πρόχειρος ,
δεινὸς ] φρόνιμος . δεινὸς ] ἐπιτήδειος . δεινὸς ] δεξιός , φρόνιμος . δεινὸς ] σοφός . δεινὸς ]
5886833 νευον
εὔσαρκον , δολιχεῦον τὸ οὐραῖον , λάμπει τὸ πρόσωπον , νεῦον τὸ ἐπισκύνιον , ὀδόντες λευκοὶ καὶ καθαρώτατοι , σκελῶν
, ὃ δὴ κερκὶς καλεῖται , πεφυκὸς ἐντὸς παραρθρεῖ μόνον νεῦον ἢ πρὸς πλευρὰς ἢ εἰς τὸ ἐκτὸς μέρος .
5881085 χειρα
ἐστιν ὁδήγει με : ἄλλως : ἔκτεινε τὴν παλαιάν σου χεῖρα ἐμοὶ τῇ νέᾳ ἅμα προσαναβαίνων : ἄλλως : ἐμοὶ
: κυκλωθεὶς δ ' ὑπὸ τῶν πολεμίων τοῦ πλήθους τὴν χεῖρα τιτρώσκεται καὶ γνωσθεὶς ὑπ ' αὐτῶν ὅστις ἐστὶ κύκλῳ
5879486 κυκλωθηναι
φονεύων , καὶ τὸ περιβεβλημένον τεῖχος ἔρυμα ἔχων πρὸς τὸ κυκλωθῆναι μὴ δύνασθαι . Ἀγησίλαος πρὸς Βοιωτοὺς παρετάξατο . ἦν
μὴ διασπασθείησαν , ἐπηκολούθουν , καίπερ γιγνώσκοντες ὅτι κίνδυνος εἴη κυκλωθῆναι . τέως μὲν οὖν οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐκ ᾐσθάνοντο προσιόντων
5873165 αὐχενα
Ἄρκτου , καὶ τοῦ Καρκίνου τὸ μέσον , καὶ τὸν αὐχένα τοῦ Ὕδρου , καὶ τῆς Ἀργοῦς τὸ μεταξὺ τῆς
Χρομίον τε . ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος ἠὲ βοὸς ξύλοχον κάτα βοσκομενάων , ὣς
5859445 στερνον
φρενῶν , τὸ μὲν ἕτερον τῶν περάτων τῷ κατὰ τὸ στέρνον χόνδρῳ προσκείμενον ἐχουσῶν , τὸ δ ' ἕτερον ὀπίσω
μέλη δὲ σώματος ὁμοίως ἰσάριθμα : κεφαλή , τράχηλος , στέρνον , χεῖρες , κοιλία , ἦτρον , πόδες .
5858616 στρογγυλον
. Ἀλλὰ μὴν σχῆμά γε οὐδὲν μᾶλλον φῂς εἶναι τὸ στρογγύλον τοῦ εὐθέος , οὐδὲ τὸ ἕτερον τοῦ ἑτέρου .
καὶ κάτω ὑποχώρησις : ἄγρυπνος : καὶ κατὰ σπλῆνα ἔπαρμα στρογγύλον . Ἐνάτῃ , πρωῒ ἐξανέστη , ψόφου περὶ τὴν
5855390 δεξια
' ἀριστερὰ ἔσωθεν , τὸν δὲ κατὰ πλευρὰν ἐπὶ τὰ δεξιά . διὸ καὶ κρατεῖν αὐτὸν ἕνα ὄντα : τὸν
δεύτερον μίλιον ὑποστρέφειν ἄχρι τοῦ ἡμίσεως διαστήματος καὶ ἐκκλίνοντας ὅτε δεξιά , ὅτε ἀριστερὰ τρέχειν . Καὶ τρίτον τέταρτον οὕτως
5844447 πηχεως
. ἐμφύεται δ ' ὁ μῦς οὗτος εἰς τὸ τοῦ πήχεως ὀστοῦν , ὥσπερ ὁ προειρημένος ὁ μείζων εἰς τὸ
ὁ ἀριστερὸς ὦμος , ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ ὡς δύο μέρη πήχεως καὶ τοῦ Κήτους ὁ ἐπὶ τῆς λοφίας . Δύνει
5835616 ἀριστερας
ʹ γʹ βο α # εʹ με ὁ ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς πτέρνης . . . . . . . .
Ἰασεὺς γενείων μὲν εὖ ἔχων , δακτύλιον δὲ ἐκ τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Φώκου περιαιρούμενος χειρὸς ἐπὶ τοιῷδέ ἐστι λόγῳ .
5831459 χιασμα
λοξὴ πλη - σίον κλειδῶν συμβολῆς : ὡς καὶ ἐνταῦθα χίασμα γίγνεσθαι καὶ παρὰ τράχηλον ἐπ ' ὠμοπλάτην καὶ ἐπὶ
καὶ παρὰ τὸν τοῦ ἑτέρου μεγάλου κανθοῦ ἐπὶ μεσόφρυον ὡς χίασμα κατὰ μεσοφρύου γίνεσθαι ἐπ ' εὐθείας παρακειμένη τῇ πρώτῃ
5826882 βλεφαρον
ὥρην : ὁμοίως οἱ ὀφθαλμοὶ κατηφέες , ἐς τὸ κάτω βλέφαρον μᾶλλον ἐγκείμενοι , ἀτενίζοντες , κεκαρωμένοι , τὰ λευκὰ
ὅλου τοῦ ϲώματοϲ ἀπαθοῦϲ ὄντοϲ , ϲυνέλκοι τὸ χεῖλοϲ ἢ βλέφαρον , χαλεπὸν ἡγητέον τὸ ϲύμπτωμα . τὰϲ δὲ ἀφαιρέϲειϲ
5800041 λοξην
τὸν τρόπον ἐκτάξας τὸ στρατόπεδον κατέβαινεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους , λοξὴν ποιήσας τὴν τάξιν : τὸ μὲν γὰρ δεξιὸν κέρας
, ἐγκύκλιον μὲν κατὰ στέρνου , βραχίονος καὶ νώτου , λοξὴν δὲ κατὰ στέρνου καὶ κλειδός : εἶθ ' ὑπαγωγῇ
5794216 ἀριστερα
πλείονα ὑποψάμμου καὶ ἔχοντος δένδρα πίτυς ἀγρίας , ὀπίσω ἐς ἀριστερὰ Σκιλλοῦντος ὄψει ἐρείπια . τῶν μὲν δὴ πόλεων ἦν
κάρτα , καὶ ἐφείλκετό τι ἐκ τοῦ κάτω μέρεος : ἀριστερὰ δὲ ἴλλαινεν αἰνῶς ὀδυνώμενος : τράχηλος σκληρὸς ἐπεγένετο :
5793748 ὑποδημα
ἐκ τοῦ συνέχειν τὸν πόδα . οἱ δὲ κονίποδες λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν : καὶ τὸ κάττυμα κοῦφον , ὡς ἐγγὺς
γ , οἰκία , ἐφ ' οὗ τὸ β , ὑπόδημα , ἐφ ' οὗ τὸ δ : ἐπεὶ τοίνυν
5754865 ἱππικον
αὖ τὸ πλήρωμα τὸ σύμπαν βουλευτικοῦ καὶ δημοτικοῦ μεσότητα τὸ ἱππικὸν ἔχον ἀξιώματος ὑφειμένου μετοχῇ τοῖς ἄκροις ὡμοιωμένον . τὸ
, ὀρθότερον οὗτοι διανοηθέντες , οἶμαι : οὐδὲ γὰρ τὸ ἱππικὸν βάθος τῷ πεζῷ τὴν αὐτὴν ὠφελίαν παρέχει προσερεῖδόν τε
5747321 λοβον
κορυφὴν ἀντικειμένη τῇ πρώτῃ ἐπὶ ἰνίον : ἀπὸ ἰνίου ἐπὶ λοβὸν ὠτὸς ἀντικειμένου καὶ ἐπὶ ἰνίον ἀπὸ ἰνίου μετωπιαία .
ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν λοξὴν μὲν κατὰ βρέγματος καὶ ὀφθαλμοῦ ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ἄχρι ἰνίου , ἐγκύκλιον δὲ κατὰ μετώπου .
5735572 ὀστεον
προπετὴς ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος : τὸ δ ' ἄλλο ὀστέον τοῦ βραχίονος ἐς τὸ ἔξω καμπύλον . Ὁμιλέει δὲ
ὁμῶς τῇ τῆς ἐπερείσεως βίᾳ ἡ μηλωτρὶς εἰς αὐτὸ τὸ ὀστέον ἐμπαγήσεται . εἴωθε δέ ποτε διὰ τοῦ κεντήματος ἐκ
5730365 στιφος
τούτοις δὲ ὢν καθορᾷ βασιλέα καὶ τὸ ἀμφ ' ἐκεῖνον στῖφος : καὶ εὐθὺς οὐκ ἠνέσχετο , ἀλλ ' εἰπὼν
καὶ βάλλων καὶ φυλαττόμενος βέλη καὶ ἀσπίδα ἀντερείδων καὶ διώκων στῖφος . ἐξέπλευσαν μὲν δὴ χαίροντες ἀλλήλοις , εἵποντο δὲ
5726624 εἰλημα
. Κεφ . ρεʹ . Ἀρχὴ κατὰ πλευρᾶς . τὸ εἴλημα λοξῶς κατὰ στέρνον ἐπὶ ἀκρώμιον , εἶτ ' ἐγκάρσιον
τῷ ἐπιδεσμένῳ τὴν ἀρχὴν τάξαντες κατὰ τῆς ἀπαθοῦς μασχάλης τὸ εἴλημα ἄγομεν λοξῶς κατὰ νώτου : ἔπειτα δὲ παρ '
5723472 ταρσον
τῆς τοῦ Βελλεροφόντου πτώσεως : μέρος γάρ τι τοῦ ποδὸς ταρσὸν καλεῖσθαι , τῆς ἐκείνου χωλείας ὑπόμνημα ποιουμένων τῶν ἀρχαίων
παραμένον , ὥς πού φησι νῦν δέ μ ' ἐπιγράψας ταρσὸν ποδὸς εὔχεαι αὔτως . καὶ πᾶς [ ὁ ]
5715424 ὑπεχωρουν
δὲ Ὄλυνθος μητρόπολις Χαλκιδέων ἀναχωροῦσιν : οἱ Ἀθηναῖοι ἐνεδίδοσαν : ὑπεχώρουν , οἱ Χαλκιδεῖς δηλονότι καὶ οἱ Σπαρτώλιοι ᾗ δοκοῖ
' ἡμέρας ἐπιπόνως ἀγωνισάμενος , περιέσωσε . καὶ τότε μὲν ὑπεχώρουν οἱ βάρβαροι , τοῦ δ ' Ἀρχελάου πύργον ἕτερον
5704154 ἀντιχειρα
δὲ κατὰ καρποῦ , ἵνα ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν τὸν ἀντίχειρα ἐπιδῆσαι θέλομεν . ἀντικείμενος . Περιειλήσαντες τὴν ἀρχὴν τῷ
δεξιὰ χεὶρ τὴν ἀριστερὰν συμπληροῖ , ὁ δὲ λιχανὸς τὸν ἀντίχειρα δάκτυλον ἀπαρτίζει , ἡ δὲ κεφαλὴ τοὺς πόδας συντίθησι
5702324 ἀποκοπτει
, τοῦ κακῶς φέρεσθαι τὰ αὑτοῦ , Τιθραύστην καταπέμψας , ἀποκόπτει αὐτοῦ τὴν κεφαλήν : καὶ τοῦτο μὲν τῆς ἀφελείας
, ὅτι πολὺν ἠχεῖται χρόνον καὶ τὸν τοῦ πνεύματος οὐκ ἀποκόπτει χρόνον : χείρω δὲ τὰ βραχέα ἢ βραχέως λεγόμενα
5694232 κυρτον
σπαίρουσι καὶ ἐκδῦναι μεμάασι , νήπιοι , οὐδ ' ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν . Ἄδμωσιν δ ' ἐπὶ κύρτον
αὐτὰρ ἔπειτα ἐς μυχὸν ἠΐχθησαν : ὁ δ ' αὐτίκα κύρτον ἀνέλκει ῥίμφα μεταπλώσας : σιγῇ δέ οἱ ἄνυται ἔργον
5693489 βουβωνος
ἀπέθανεν , ὡς Ποδαλειρίου υἱὸς διασαπεὶς τὸν πόδα μέχρι τοῦ βουβῶνος καὶ σκωλήκων ζέσας : ὅτεπερ καὶ ἐφωράθη φαλακρὸς ὤν
σκόλοψ δὲ τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ ἐμπαρεὶς ὄγκωμα καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβῶνος εἰργάσατο , πυρετὸς δὲ ἐπιγενόμενος αὐτῷ θᾶττον τοῦ βίου
5686445 ἑκατερωθεν
νευρώδης φανήσεται , ἅτε τοῦ μὲν αἵματος ἐκθλιβομένου εἰς τὰ ἑκατέρωθεν , μόνου δὲ τοῦ χιτῶνος ἐν τῇ περιτάσει καταλειπομένου
αὐτοῦ ἰσημερινοῦ σημείου , τάς τε τοῦ ὁρίζοντος περιφερείας ἴσας ἑκατέρωθεν τοῦ ἰσημερινοῦ ποιεῖν καὶ τῶν νυχθημέρων ἐναλλὰξ ἴσα τὰ
5686036 ἱππου
τὸ τοῦ ζῴου εἶδος , ἔπειτα τὸ τοῦ ἀνθρώπου ἢ ἵππου . ἔτι ἐπὶ μὲν τῶν ἀριθμῶν ἐκ πάντων τῶν
γὰρ ἀνθρώπου μέν , εἰ οὕτως ἔτυχεν , ὄντος λευκοῦ ἵππου δὲ μὴ λευκοῦ , ἀμφοτέρας τε ἀληθεύειν τὰς προτάσεις
5683783 ἱμαντοϲ
μὲν ἐπὶ τὰ ἔϲω τὸ ἄρθρον ἐξέπεϲεν , τοῦ μὲν ἱμάντοϲ τοῦ κατὰ τὸν περίνεον τὴν μεϲότητα δεῖ μεταξὺ τῆϲ
ὄπιϲθεν δὲ διὰ τοῦ νώτου , καὶ τὰϲ δύο τοῦ ἱμάντοϲ ἀρχὰϲ ὑπηρέτῃ δώϲομεν : κἄπειτα πάντεϲ ἕλκοντεϲ ὁμοῦ ,
5673619 χειρος
οἷον εἴ τις ἀπαντήσας σοι ἐπὶ ξενίας , λαβόμενος τῆς χειρὸς εἴποι : ” Χαῖρε , ὦ ξένε Ἀθηναῖε ,
Ἐν δέ οἱ ἀπρὶξ ἄλλο μάλ ' ἐσφήκωται ἐληλαμένον διὰ χειρὸς Θηρίον : ὣς γάρ μιν πρότεροι ἐπεφημίξαντο . .

Back