γράμμαθ ' , ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , | ||
δυναμένης ἐκ τοῦ τρήματος . μᾶλλον δ ' εὐθετεῖ ἡ σπάθη ἐπὶ τῆς ἔμπροσθεν διαφορᾶς . ταύτης καταρτιζομένης ὡσαύτως τοῦ |
τῆς κεφαλῆς παρὰ τὰς σφαγὰς διὰ τῆς ῥάχιος ἐς τὸ σφυρὸν τὸ ἐκτὸς τοῦ ποδὸς καὶ ἐς τὸ μεταξὺ τοῦ | ||
Ἀριστοφάνη τὴν εἰς τὰ ἀφροδίσια ἀκρασίαν . καὶ τὸ περὶ σφυρὸν παχεῖα μισητὴ γυνή οὕτως ἐξηγοῦνται . μήποτε μέντοι γενικώτερόν |
εἰς τὰς μελέτας τὸ εἰλίσσετε οὕτως : καὶ εἰλίσσετε μελέτας κερκίδος ἀοιδοῦ : τουτέστιν , ὥσπερ αἱ ὑφάντριαι διὰ τῶν | ||
καὶ διὰ τοῦτο ἑκάτερος αὐτῶν ἐκεῖνο τὸ μέρος κινεῖ τῆς κερκίδος εἰς ὃ καταπέφυκεν : ἀμφοτέρων δ ' ἐνεργησάντων ὁμοῦ |
ἀγωγεύς : ὁ ἐμάγων καὶ ὁ λῶρος τῆς ἀσπίδος καὶ ἱμάς , ᾧ ἄγεται ὁ ἵππος . ἀγωγίμων : φορτίων | ||
κῦδος ὁ τοῦ Ἀτρέως , εἰ μὴ ἐρράγη μὲν ὁ ἱμάς , αὐτὸν δὲ ἐξήρπασεν ἡ Διὸς καὶ Διώνης αἰσχίστην |
ἄλλον , ὅστις ἰσχυρὸς καὶ μὴ ἀμαθὴς , ἐπιθέντα τὸ θέναρ τῆς χειρὸς ἐπὶ τὸ ὕβωμα , καὶ τὴν ἑτέρην | ||
βωμοῖο θέναρ ] * Λίθων βωμοῦ θέναρ λέγε , ἤγουν θέναρ καὶ κοίλωμα λίθων βωμοῦ , τουτέστι βωμὸν ἐκ λίθων |
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος : | ||
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι |
δὲ φλεγμαίνοντος κατὰ μὲν τὰ πλάγια μέρη πόνος τῆς καταλλήλου λαγόνος γίνεται , σφοδρυνόμενος κατὰ τὴν εἰς τὰ ἐναντία ἐπιστροφήν | ||
ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν |
δηλοῦν τὸ χωρῶ ἢ δέχομαι καὶ λαμβάνω , ὅθεν καὶ γωρυτός , ὁ δεχόμενος τὸ ῥυτόν , τουτέστι τὸ τόξον | ||
: “ ἣ χρυσὸν φίλου ἀνδρὸς ἐδέξατο τιμήεντα . ” γωρυτός ἡ τοξοθήκη , οἱονεὶ χωρυτός , παρὰ τὸ τὸ |
καί , Οὐδ ' ἂν αἵματι στένων πείσειεν . Αἶρε πλῆκτρον : ἐπὶ τῶν εἰς ἄμυναν ἀντικινουμένων . Αἴρειν ἔξω | ||
, αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ ξυνέχουσα ἀπρὶξ τὸ πλῆκτρον ἐπιτέταται τοῖς φθόγγοις ἐκκειμένῳ τῷ ἀγκῶνι καὶ καρπῷ ἔσω |
αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ | ||
ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς |
, καὶ κάρα Ἵπποκράτορος καὶ Χεὶρ ἐκτεταμένη καὶ κεφαλὴ τοῦ Ἴβεως τοῦ τῆς δωδεκαώρου . τῷ δὲ δευτέρῳ δεκανῷ Ἱπποκράτορος | ||
δὲ τριτάτῳ δεκανῷ παρανατέλλει Κύκνος καὶ Ἵππου τὰ ὀπίσθια καὶ Ἴβεως τὰ τέλη . Καὶ κλίματα τὸ ζῴδιον καὶ τόπους |
δὲ ψήχῃ , ἄρχεσθαι μὲν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καὶ τῆς χαίτης : μὴ γὰρ καθαρῶν τῶν ἄνω ὄντων μάταιον τὰ | ||
σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ ' οὐ πάλαι χυθὲν ξανθῆς τε χαίτης βοστρύχους κεκαρμένους . κἀθαύμας ' , ὦ παῖ , |
θεοῦ φωνὴν λαχοῦσα ᾄδει μάλα μέγα : εὐδαίμων πιτυώδεος ὄλβιος αὐχὴν Ὠκεανοῦ κούρης Ἐφύρης , ἔνθα Ποσειδῶν , μητρὸς ἐμῆς | ||
, τοῦ πνεύματος ἔνδον ἀποθλιβομένου , ἐπὶ θάτερα μὲν ὁ αὐχὴν ἀποκλείει μέρη , ὑπό τε ἀδημονίας καὶ σπασμῶν συνεχόμενος |
ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος | ||
τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ |
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον | ||
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ |
' Αἴας τε μέγας . . . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει χείρεσσι | ||
' Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ : αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ ἧσθαι , μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα |
καὶ κύριον . δεσμός βʹ : τὸ σύνηθες . καὶ ἧλος . δεύεσθαι : καὶ τὸ βρέχεσθαι . δεῦρο γʹ | ||
Ζεύς : δῆλος ὁ φανερός : Σφῆλος ὄνομα κύριον : ἧλος τὸ δασυνόμενον : Ἦλος τὸ κύριον , ὃ καὶ |
συνῃρημένον ἐστὶν ὡς συκέα συκῆ , λεοντέα λεοντῆ , κωλέα κωλῆ . Ἀριστοφάνης Πλούτῳ δευτέρῳ : οἴμοι δὲ κωλῆς , | ||
ᾄδειν Διοπείθει τῷ παραμαινομένῳ . Δίδοται μάλισθ ' ἱερώσυνα , κωλῆ , τὸ πλευρόν , ἡμίκραιρ ' ἀριστερά . Ὀρφοῖσι |
ἐγκοπὴν ἔγκειται ἡ ῥίζα , εἶτ ' ἐκ πλαγίων κατακλείεται περόνη εἰς τετρημένην τὴν σπάθην καὶ τὴν ῥίζαν , ἥτις | ||
διάπειρον : τουτέστιν ἕως καὶ αὐτῶν τῶν στέρνων κατελθέτω ἡ περόνη . κατὰ τῶν στέρνων δὲ , φησὶ , περόνα |
. καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο , χεῖρα δὲ χειρί δεξιτερὴν ἕλεν , ὧδε δ ' ἔπος φάτο καί με | ||
δὴ ὅτε τ ' ᾖε λιπὼν κάτα πατρίδα γαῖαν , δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα : ὦ γύναι |
καὶ ἠλιτόμηνον ἐόντα , Ἀλκμήνης δ ' ἀπέπαυσε τόκον , σχέθε δ ' Εἰλειθυίας . αὐτὴ δ ' ἀγγελέουσα Δία | ||
ἑτέρας ἀρκούσης . . καταπάλμενος ? οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε χαλκοβάρεια , ἀλλὰ δι ' αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου |
Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος | ||
καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ |
τοῦ φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον . νεαλὲς δὲ τὸ νεωστὶ ἑαλωκός , οἷον ἰχθύς | ||
ἀθˈρόοι , ἐν χερὶ δ ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ ' , ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς . τὸ γὰρ |
οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν . † ) νῦν προφανῶς ζῶμα τὸν χιτῶνά φησιν , ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δῆλον | ||
ζωή βʹ : τὸ σύνηθες . καὶ ἡ περιουσία . ζῶμα βʹ : τὸ περίζωμα . καὶ ὅλος ὁ θώραξ |
. Κεφ . ρεʹ . Ἀρχὴ κατὰ πλευρᾶς . τὸ εἴλημα λοξῶς κατὰ στέρνον ἐπὶ ἀκρώμιον , εἶτ ' ἐγκάρσιον | ||
τῷ ἐπιδεσμένῳ τὴν ἀρχὴν τάξαντες κατὰ τῆς ἀπαθοῦς μασχάλης τὸ εἴλημα ἄγομεν λοξῶς κατὰ νώτου : ἔπειτα δὲ παρ ' |
δὲ διεγείρεται : τὸ δὲ περὶ τὴν ναῦν προσρήγνυται . πιτνὸν ] προσπῖπτον . ἄλλο δ ' ἀείρει ] ὑψοῖ | ||
] ὑψοῖ . ἡ μὲν σύνταξις ἀεῖρον ἀπῄτει πρὸς τὸ πιτνὸν , ὁ δὲ ἀείρει πρὸς τὸ θάλασσα εἶπεν . |
νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ἱεμένηἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς παρίστησιν ὅτι βέβληται . . . . ταρβήσας ὅ οἱ ἄγχι πάγη | ||
” οὐ γὰρ ἐκ χειρὸς ὁ Μενέλαος τέτρωται , ἀλλὰ βέβληται ὑπὸ Πανδάρου : παρὰ γὰρ τὸ οὐτάσαι ὠτειλή . |
τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον | ||
' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν |
εἰ ἡ μήτρα κεῖται ἐπὶ τοῦ ἐδωδίμου βρώματος , εἰ σύαγρος κεῖται τὸ σύνθετον ἐπὶ τοῦ συός . ἰατρῶν δὲ | ||
στρογγύλον σχῆμα : χρόνῳ δ ' ὁ τοιοῦτος ξανθοῦται , σύαγρος καλούμενος : δευτερεύει δ ' ὁ ὀρόβιος , μικρότατος |
νόμον ] ἑσπέρα , φησὶν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ . τὸ | ||
ἀπέθανεν ; Οἷον ᾄδουσιν αἱ ἀηδόνες , ἡ δὲ ἐμὴ σῦριγξ σιωπᾷ : οἷον σκιρτῶσιν οἱ ἔριφοι , κἀγὼ κάθημαι |
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον | ||
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς |
τῷδε τοῖς ἔνδον μέρεσι τοῦ μηροῦ τοῖς πρὸ τῆς κατὰ γόνυ διαρθρώσεως ἐμφύεται , ἔσω ἅμα τε καὶ ἐπ ' | ||
' ἦν παλαίσματα . ὁ μὲν γὰρ ἤθελ ' ἐξαναστῆσαι γόνυ , ἡ δ ' ἀντελάζυτ ' : εἰ δὲ |
τοῦ πρεσβυτέρου δοκοῦντος εἶναι , τοῦ δὲ νεωτέρου τῇ δεξιᾷ ψαύσῃ . καλεῖται δ ' ὁ μὲν [ ἐν ] | ||
κρᾶσις γίνεται . καὶ ὅπως μηδὲ κατὰ τοῦτο τὸ τρῆμα ψαύσῃ ποτὲ ὁ κερατοειδὴς χιτὼν τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ὑγροῦ , προὐνοήσατο |
, περιαιρετέον αὐτήν . Ἐκ γενετῆς ἐνίοις ἡ βάλανος οὐ τέτρηται κατὰ φύσιν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ κυνὶ καλουμένῳ | ||
οὐδέν : ὅταν δὲ γένηταί τινι αὐτῶν παιδίον , οὐ τέτρηται τὴν πυγὴν οὐδὲ ἀποπατεῖ , ἀλλὰ τὰ μὲν ἰσχία |
: νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ , στῆ δὲ γνὺξ ἐριπών , τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός . Αἴας δ | ||
οὕτω τὰ τεταμένα νεῦρα . . . . ἔστη γνὺξ ἐριπών : ἡ διπλῆ , ὅτι ἔστη ἀντὶ τοῦ ἔμεινεν |
. χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ ὄνυξ διαφέρει : ὁπλὴ μὲν λέγεται ἡ στρογγύλη καὶ ἄσχιστος ὄνυξ , οἷον | ||
: σχηλή τις οὖσα . παρὰ τὸ διεσχίσθαι , ὥσπερ ὁπλὴ , ἀντὶ τοῦ ἁπλῇ . Χαραδριός . ὁ ἡδόμενος |
] : τοιῶνδε λέκτρων [ οὕνεκ ' εἰς ] πεδοστιβῆ ῥινὸν καθις ! ! ! ! [ ] ται . | ||
ὀφθαλμοὶ ἔξω φαίνονται . κζʹ . Σημεῖα θανατώδεα , ἀνὰ ῥινὸν θερμότερος ὁ ἀτμός . Ὅτι γέγονε τὸ νόσημα , |
' αὐτῇ δέρμα , ὡς ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον τὸ πόσθης προῦχον . ᾧ δὲ τὴν πόσθην ἀπέδουν , τοῦτον τὸν | ||
κουφότεραί τε οὖσαι καὶ ναυτικωτέρων ἀνδρῶν , ταχυτῆτι καὶ ἐμπειρίᾳ προῦχον , αἱ δὲ Ῥωμαίων ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν |
τοῦ ἀδάμαντος καθημένη , Διὸς θυγάτηρ Ἀλήθεια : ἡ δὲ ἐπικλίνουσα τὴν κεφαλὴν αὕτη καὶ ἐπαναπαυομένη καλεῖται μὲν Εὔνοια , | ||
τῷ τῆς ἑτέρας ἀγκῶνι , τῇ δεξιᾷ δὲ τὴν παρειὰν ἐπικλίνουσα . τίς ἄρα τῶν γεγραμμένων ὁ νοῦς ; ἢ |
' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα | ||
, ⚔ – – ˘ – εἴτ ' ἄκρον ἐπὶ γύαλον ἐναλίῳ Ποσειδαονίῳ θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων , ἱκοῦ . |
πολλᾶς † ὑγιείας ἀκόρεστον τέρμα . νόσος γὰρ γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει , καὶ πότμος εὐθυπορῶν . . . . . | ||
' ἀγκίστροιο τυπεὶς εὐκαμπέος αἰχμῇ ὑψός ' ἀναθρώσκων κεφαλὴν ἀζηχὲς ἐρείδει αὐτῇ ἐν ὁρμιῇ βεβιημένος , ὄφρα οἱ ἕλκος εὐρύτερόν |
μακρός . Ῥῆτραι . συνθῆκαι διὰ λόγων . Ῥικνόν . ἐπικαμπὲς ἢ ῥυσόν . Ῥυμβεῖν . ῥομβεῖν . τοῦτο δὲ | ||
ἐπ ' ἄκρων δ ' ἄνθος λευκόν , ὑποπόρφυρον , ἐπικαμπὲς καθάπερ σκορπίου οὐρά : ῥίζα δὲ λεπτή , ἄχρηστος |
. αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν , αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε , χεῖρε πετάσσας , νηχέμεναι μεμαώς . | ||
ὄχθης [ ἀκροτάτης ] κεφαλῆς κατὰ ἰνίον οὔτασε χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ] |
κατὰ συστολὴν τοῦ ω εἰς ο καὶ πλεονασμῷ τοῦ λ σόλος . παρὰ τὸ ὅλον σεύεσθαι ὡς στρογγύλον . οὕτω | ||
οὕτως μεταφράζει : σμῶδιξ τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα . σόλος Ψ . . . . , : σόλος : |
τοῖοί τοι Μενέλαε μιάνθην αἵματι μηροὶ εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ ' ὑπένερθε . Ῥίγησεν δ ' ἄρ ' | ||
ἐν χειρὶ , καὶ ἐν κνήμῃ , τοῖσι παρὰ τὰ σφυρὰ , καὶ ἐν πήχεϊ , τοῖσι παρὰ τοὺς καρποὺς |
, ὡς κόπτω κοπή , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν καὶ ἔκτασιν ὀπωπή . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ τῆς Ῥωμαίων διαλέκτου | ||
' ὑδρηλὴν νοῦσον ἐπεσσυμένην , καὶ φαέων ἀμβλεῖα ἄφαρ λάμψειεν ὀπωπή τῷ καὶ ἀρχομένης οὐκ ἀλέγοι φθίσιος . οἴη καὶ |
: παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἦγμαι ἦκται γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ἄκτος καὶ , ἀκάτη καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς , | ||
: παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἦγμαι ἦκται γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ἄκτος καὶ , ἀκάτη καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς , |
ὅτ ' ἀνὴρ θοὸν ἵππον ἐς εὐρέα κύκλον ἀγῶνος στέλλῃ ὀρεξάμενος λασίης εὐπειθέα χαίτης , εἶθαρ ἐπιτροχάων , ὁ δ | ||
δὲ γυῖα . Φυλεΐδης δ ' Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος , ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται : |
ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ , | ||
τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών |
δ ' ὕδωρ . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ , ἔς ῥ ' ἀσάμινθον ἕσασα λό ' | ||
ἔπι προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθύν ἐκ πόντοιο θύραζε λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ . ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἐπί τι εἶδος |
. . ἅλυσις : παρὰ τὸ λύω λύσω λύσις καὶ ἅλυσις , ἄλυτός τις οὖσα . ἢ ὅτι ἄλλη ἄλλης | ||
Σοφισταῖς Πλάτων ὀθόνιον πρόσωπον , καὶ κλῳὸς καὶ κλοιὸς καὶ ἅλυσις καὶ μονάλυσις . ἡ δὲ ἅλυσις οὐ μόνον ἐπὶ |
ὑποσκελίσας , 〚 κατάξας , μετακαλεσάμενος 〛 , οἷον τῇ ἀγκύλῃ καταβαλών . παλαιστρικὰ γάρ ἐστι ταῦτα καὶ τὸ “ | ||
αἰετὸς η διαγράφων λ ῥαιβῷ λβ τυπωτὴν λα τόρμαν κθ ἀγκύλῃ βάσει λγ κλάζων κγ τ ' ἄμικτον στόματι ῥιγίστην |
κοτύλης δεούσας . Ἀπολλόδωρος δὲ ποτηρίου τι γένος ὑψηλὸν καὶ ἔγκοιλον . πᾶν δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί | ||
' ἀπολογίζεται . Ἀπολλόδωρος δὲ ποτηρίου τι γένος ὑψηλὸν καὶ ἔγκοιλον . πᾶν δὲ τὸ κοῖλον κοτύλην , φησίν , |
. ἡ δὲ χρυσίου πλήρης , σύρουσα λεπτὴν πορφύρην ἐπὶ κνήμης , πᾶσαν μάχην συνῆπτεν οἰκοδεσποίνῃ . τὴν δ ' | ||
εἴποι τις ὡς ἡδὺς ὁ γέλως : μηροῦ τε καὶ κνήμης ἐπ ' εὐθὺ τεταμένης ἄχρι ποδὸς ἠκριβωμένοι ῥυθμοί . |
φέρεται τὸ πνεῦμα , καὶ ἐστὶ παρώνυμον φέρω φόρος καὶ φάρος , καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ . | ||
καὶ τὸ α τρέπεται εἰς ω , ὡς ἐμάθομεν , φάρος φαριαμὸς καὶ φωριαμός : καὶ γίνεται λώβη , καὶ |
τῇ κεφαλῇ εἰς τὰ δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ μέρη τῆς μήτρας ἐρείδεται , ἢ μία χεὶρ ἔξω ἐκπίπτει ἢ αἱ δύο | ||
σφηνοειδοῦς τρόπῳ τοιούτῳ : τὸ ἐκ τῶν κάλων ἠρτημένον σφηνοειδὲς ἐρείδεται κατὰ τοῦ ἄνω διαπήγματος καὶ πρὸς αὐτὸ διὰ τῶν |
οὐχ ὑπὸ Ἡρακλέους πεποιημένην , καὶ ἐπὶ τῷδε εἴρηκε λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι : ἔχει δὲ οὐδὲ εἰκότα λόγον τοὺς Ὀρχομενίους | ||
οἱ αὐτὸς ἔστη , ὅπως θανάτοιο βαρείας χεῖρας ἀλάλκοι φηγῷ κεκλιμένος : κεκάλυπτο δ ' ἄρ ' ἠέρι πολλῇ . |
γερανίδα ἄγομεν ἐκ περισσοῦ τὴν ἐπείλησιν , ἐγκύκλιον μὲν κατὰ στέρνου , βραχίονος καὶ νώτου , λοξὴν δὲ κατὰ στέρνου | ||
, καὶ ῥυπαρὰ ἔρια βραχέντα ἐν αὐτοῖς ἀποτίθεσθαι κατὰ τοῦ στέρνου . καὶ ταῦτα ἱκανὰ βοηθεῖν τοὺς παχεῖς καὶ γλίσχρους |
στήθει τοῦ λέοντος ἐπιτέλλει . τῇ κεʹ τοῦ Αὐγούστου , ὀϊστὸς δύνει . τῇ ιεʹ τοῦ Σεπτεμβρίου , ἀρκτοῦρος ἐπιτέλλει | ||
τούς γε ὀρεῖς καὶ τοὺς κύνας τί τοὺς ἀθῴους ὁ ὀϊστὸς ἐν τοῖς πρώτοις ἐπεπορεύετο ; ἀλλὰ διδάσκει , ὡς |
' εὑρίσκω φίλα . οὐκ ἀπαλλάξηι , πρὶν εἴσω τόξα πλευμόνων λαβεῖν ; ὡς τί δὴ φεύγεις με σαυτοῦ γνωρίσαι | ||
ζῆν † βίον † ὃς λύπας φέρει ; καὶ διὰ πλευμόνων θερμὸν ἄησιν ὕπνον Εὐρύμαχος † οὐκ ἄλλος † οὐδὲν |
τῶν λεπτῶν , οὐ συμφύεται . Νεῦρον διακοπὲν , ἢ γνάθου τὸ λεπτὸν , ἢ ἀκροποσθίη , οὐ συμφύεται . | ||
Καρδίῃ , τῷ Μητροδώρου παιδὶ ἐξ ὀδόντος ὀδύνης σφακελισμὸς τῆς γνάθου , καὶ οὔλων ὑπερσάρκωσις : μετρίως ἐξεπύησεν : ἐξέπεσον |
ἐκ διφθέρας : ἐν πέντε σισύραις ἐγκεκορδυλημένος Ἀριστοφάνης λέγει . σπολὰς δὲ θώραξ ἐκ δέρματος , κατὰ τοὺς ὤμους ἐφαπτόμενος | ||
ὃς ὑφαντοδόνητον ἔσθος οὐ πέπαται . Ἀκλεὴς δ ' ἔβα σπολὰς ἄνευ χιτῶνος . Ξύνες ὅ τοι λέγω . Ξυνίημ |
ὧν καὶ τὸ τυκίζειν , ὑπαγωγεύς , ᾧ παρέξεον , πέλεκυς , στάθμη , μολύβδαινα , κανών , διαβήτης : | ||
, σφενδόνη Ἀκαρνάνων , ἀκόντιον Αἰτωλικόν , μάχαιρα Κελτική , πέλεκυς Θρᾴκιος . καὶ τὰ ἔμπροσθεν εἰρημένα ὑπὲρ τῆς ἑκάστου |
δὲ ὁ πόλεμος . οὐχὶ Κεράσταν : κέρας ἐστὶν ἡ θρίξ . . . . ἐπεὶ οὖν ὑπὸ τῆς Πηνελόπης | ||
καὶ μετὰ συμφώνου διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , θρίξ : Βρὶξ ὄνομα ἔθνους : στρὶξ εἶδος ὀρνέου : |
σφάλλω ἀσφαλής , . , . Ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ | ||
ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ παθητικὸν σπῶμαι , καὶ τοῦ σπῶ παράγωγον σπάζω : ὡς βῶ βάζω : τούτῳ τῷ |
τοῦτο καὶ μόνον ὅτι ἐκ λύκου στόματος καὶ ὀδόντων ἐξῆρας κάραν σῴαν μηδὲν παθοῦσαν . Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας δολίους | ||
μὴ καὶ προσπῖπτον αὐτῇ λυπήσῃ τὸ ξύλον : τὴν γοῦν κάραν ἑτέρωθι νεύσασα δεξιῶς ἐκφεύγει τὴν βλάβην . ἄγριοι μέντοι |
αὖθι κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ εἴας ' : αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε , πεῖσμα δ ' ὅσον τ | ||
ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος φυτοῦ : “ ῥῶπάς τε λύγους τε . ” καὶ “ διαρρωπήϊα πυκνά |
μήδετο Κῆρας ἐπισπεῖν ἀργαλέας : τὸν δ ' ἄλλοι ἀπὸ ξίφεος μεγάλοιο εἶργον . Ὃ δ ' ἀσχαλόων περικάππεσε τεθνειῶτι | ||
. Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν , ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο , κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος |
ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ | ||
, τὸ δὲ αἰτοῦμαι ἐπὶ τοῦ χρήσασθαι εἰς ἀπόδοσιν . ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μὲν γάρ ἐστιν ἄνεμος |
αὐτοκέλευστος ὡρμήθη . . . . παράγγελμα : κρότος τε ἀθρόος οὐκ ἐκ παραγγέλματος ἀλλ ' ἔκ του αὐτοκελεύστου τῆς | ||
φέρουσαι τὸν ὄμβρον . ἢ τὸν βρόχον . ὄμβρος ὁ ἀθρόος ὑετός , καὶ ὄμβριμον ὕδωρ τὸ ἐξ αὐτοῦ . |
αὐτὴν δ ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων , ὑπὸ λῖτα πετάσσας , καλὸν δαιδάλεον : ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν | ||
μελέσθω : ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ ' ἱστία λευκὰ πετάσσας ἧσθαι : τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ βορέαο φέρῃσιν |
αἰχμή . καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων ἕλκ ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς , ἐκ | ||
ὃν ἐνεβάλλοντο , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . Δίφιλος Συνωρίδι ἕλκ ' ἐς μέσον τὸν φιμὸν , ὡς ἂν ἐμβάλῃ |
ἐπὶ οἷ μεμαῶτα βάλεν λίθῳ ὀκριόεντι , ῥῆξε δέ οἱ νευρήν : νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ , στῆ δὲ | ||
ἐπὶ οἷ μεμαῶτα βάλεν λίθῳ ὀκριόεντι , ῥῆξε δέ οἱ νευρήν : νάρκησε δὲ χεῖρ ' ἐπὶ καρπῷ . ἡ |
, καὶ στρόφιον καὶ ὀπισθοσφενδόνην παρ ' Ἀριστοφάνους . καὶ σφενδόνη δέ τι ἐκαλεῖτο καὶ ἀναδήματα καὶ κάλαμος καὶ καλαμὶς | ||
ὅτε δὲ ἀντέστρεφε πάλιν , ἐγίνετο ἐμφανὴς τοῖς οὖσιν . σφενδόνη δέ ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ δακτυλίου . ἦν δὲ |
δὲ ἦν οὗτος ἔνατος . πολλοὶ δὲ λόγοι περὶ τοῦ ζωστῆρός εἰσιν : τινὲς μὲν γὰρ Ἱππολύτης , ἄλλοι δὲ | ||
δὲ ἦν οὗτος ἔνατος . πολλοὶ δὲ λόγοι περὶ τοῦ ζωστῆρός εἰσιν : τινὲς μὲν γὰρ Ἱππολύτης , ἄλλοι δὲ |
Ἕκτορα δῖον ἀεικέα μήδετο ἔργα : ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης , βοέους δ ' ἐξῆπτεν | ||
θλάσσε δέ οἱ κοτύλην , πρὸς δ ' ἄμφω ῥῆξε τένοντε : ὦσε δ ' ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος : |
ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος ἐντετυπωμένης ἐν τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ | ||
ὀιστοδόκη ὀιστοθήκη γωρυτός φαρετρεῶνες , καὶ τῆς ἀσπίδος τὸ ἔλυτρον σάγμα , καὶ τοῦ κράνους ἡ θήκη λοφεῖον , δόρατα |
ἐν τούτοις . Σημειοῦται ὁ τεχνικὸς τὸ κόμης κόμου καὶ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα . Καὶ ἰστέον ὅτι τὸ κόμης | ||
“ ἀμφὶ πελέκκῳ . ” πεντηκοντόγυον πεντήκοντα γύας ἔχον : γύης δὲ μέτρον γῆς . περιμήκετον περισσῶς μακρὰν καὶ ὑψηλήν |
εἷς δ ' ἐνόρουσε βοάσαις . ἔννεπε δ ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων : Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς , ἥρως | ||
προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει ] ταράττεται . Ξ |
αὐτοβαφὴς ὑψοῦτο κερασφόρος : ἀσμαράγωι δὲ χείλεϊ σιγαλέωι τανυηκέα πῆχυν ἀείρων , πήξας δάκτυλον ἄκρον ἐθέλγετο θαῦμα κεράσσας . κεκλιμένος | ||
ὑποστῶ ] ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρων καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχων κατὰ πάντα λογισμὸν μήσομαι ἔρδειν |
υἱὸν Ἀλεκτρυόνος μεγαθύμου , παῦσε δὲ χάρμης : τρέσσε δὲ παπτήνας , ἐπεὶ οὐκέτι ἔλπετο θυμῷ ἔγχος ἔχων ἐν χειρὶ | ||
μάλ ' ἐγγὺς ἰὼν καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ ἀμφὶ ἓ παπτήνας : ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο ἀνδρὸς ἀκοντίσσαντος : ὃ |
, ὑψικάρηνον , πιαλέον νώτοις καὶ λεπταλέον κώλοισιν : οὐτιδανὴ δειρὴ καὶ βαιοτάτη πάλιν οὐρή : τετράδυμοι ῥῖνες , πίσυρες | ||
βαιὰ δ ' ὕπερθεν οὔατα λεπταλέοισι περιστέλλοιθ ' ὑμένεσσι : δειρὴ μηκεδανή , καὶ στήθεα νέρθε κραταιά , εὐρέα : |
δέοιτ ' ἂν σκευῶν ἀντλητῆρος , ἀντλίας , ἱμονιᾶς , ἱμάντος , κάλου , σχοινίου , κάδου , τροχαλίας , | ||
: κυρίως ἐπὶ τοῦ ζῴου ἀκουστέον : ἢ ἐπὶ τοῦ ἱμάντος τοῦ περιδεδεμένου τοῖς τραχήλοις τῶν κυνῶν . ὃς λύκως |
κέντρα κῶλον ] πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτείνει ὁ βοῦς : λακτίζει γὰρ κεντούμενος ὑπὸ κέντρου : ὥστε λακτίζων πρὸς κέντρον | ||
τοῦ φόβου . ἡ καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει , καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα |
τὰ δὲ κοινωνοῦντα ἀρσενικῷ γένει μετατιθέασιν : ἐλπίς εὔελπις , ἀσπίς λεύκασπις . Τὰ εἰς ΙΣ πατρωνυμικὰ ἢ τύπον ἔχοντα | ||
δὲ αὐτῶν ἐπὶ τοῦ λαμπροῦ ἀδάμαντος , ἦχον ἀπετέλει ἡ ἀσπίς . Ἐπὶ δὲ ταῖς ζώναις τῶν Γοργόνων δύο δράκοντες |
δὲ κοίλην , πῆχυς μὲν κατὰ τὸν μικρὸν δάκτυλον , κερκὶς δὲ κατὰ τὸν μέγιστον : ἐμβαίνει δὲ τῇ κοιλότητι | ||
ταύτην ὁ βραχίων , καὶ διὰ τοῦτον ἡ πῆχυς καὶ κερκὶς , καὶ διὰ ταύτας ἄκρα χειρῶν . ταῦτα μὲν |
ὁ κατὰ πολεμικὴν περίστασιν ἁλοὺς καὶ εἰς δουλείαν ταχθείς . ἀμφίπολος δὲ καὶ ἄρσενος καὶ θηλείας ὄνομα . ἄτμενος δὲ | ||
ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ οἰκεῖν . . χέρνιβα δ ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε . † ) χερόνιπτρα . . Ω |
ἀσπαστός . δειελίησας τῆς δείλης ἐμβρωματισθείς . δεδεγμένα προσδεχόμενα . δέρτρον οἱ μὲν τὸν ἐπίπλουν , οἱ δὲ τὸ δέρμα | ||
εἰσι τὰ συντρίμματα . καὶ Ὅμηρος θρυλλίχθη δὲ μέτωπον . δέρτρον δὲ τὸ σῶμα παρὰ τὸ δέρω τὸ ἐκδέρω . |
φρένες ] αἱ . ἐμοῦ διάστροφοι ] διεστραμμέναι , παρηλλαγμέναι κεράστις ] κερασφόρος ὁρᾶτ ' ] βλέπετε ὀξυστόμῳ ] ὀξυτάτῳ | ||
ἡ ἐμή . διάστροφοι ἦσαν ] διεστραμμέναι ἐγένοντο . . κεράστις ] ἤτοι κέρατα ἔχουσα , βοῦς κερασφόρος γενομένη , |
οἷον μαζία τινά ἔν τε ἀναθήμασιν κτλ . : . νωτ . διοπ . αι ! ! ἀνέθεσαν ! ! | ||
[ ] ! [ [ ] οδ ! [ ] νωτ ! [ [ ] εους : ὁσοτεσυ ! ! |
ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα , | ||
, ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων , |
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα . ἐς | ||
βαίνεις τ ' εἰς Ἀίδαο δόμους κυφὸς διὰ γῆρας . ἕλκε ποδὸς τεταγὼν διὰ βηλοῦ θεσπεσίοιο . τίθει μαγείρωι μνᾶς |
. ἀνθρωποειδὲς θηρίον ὕδατι συζῶν δαῦλος δ ' ὑπήνη καὶ γενειάδος πυθμήν ὁ τὴν ἀείζων ἄφθιτον πόαν φαγών καὶ γεύομαί | ||
κατὰ τοῦ μεσοφρύου ταγῆναι , ἐπιπλέκομεν τὴν διμερῆ φορβεὰν δίχα γενειάδος καὶ μετωπιαίας , ἵνα ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν βρέγμα |
' ὃ δὲ τετρύπηται πρὸς ἔκκρισιν , ἀπὸ τῆς χρείας οὐρήθρα ὀνομάζεται : τὸ δὲ σκέπον τὸ ἄκρον ποσθή . | ||
ὥσπερ βάλανος τὸ τοῦ καυλοῦ ἄκρον : ἧς τὸ τρύπημα οὐρήθρα . πόσθη δὲ τὸ ἐπ ' αὐτῇ δέρμα , |
, τουτέστι τὸν δεσμὸν ἢ τὴν νευρὰν , τῆς χρυσῆς φαρέτρης ἀναλύει . Ἀλλ ' οὗτος μὲν ὁ Ἀπόλλων ἵλεως | ||
, βαλέειν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει . ἤτοι ὃ μὲν φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν , θῆκε δ ' ἐπὶ νευρῇ |
πεπαλαγμένον ἄζῃ , ἀντὶ τοῦ κεχρωσμένον ὑπὸ μελανίας . * περιστιγές : καὶ ἔχον γραμμάς αἰθαλέη δὲ ἤγουν τεφρώδης . | ||
δὲ τοῦ πεπιλημένου δηλωθήσεται τὸ στερεόδερμον τοῦ θηρίου . * περιστιγές : κατάστικτον * ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν * |
μέσον ἤλυθε Λυγκεύς , σείων καρτερὸν ἔγχος ὑπ ' ἀσπίδος ἄντυγα πρώτην : ὣς δ ' αὔτως ἄκρας ἐτινάξατο δούρατος | ||
ἑσπερίης πόμα λίμνης αἰθερίην κροτέοντες ὑπ ' ἴχνεσιν ἀτραπὸν ἵπποι ἄντυγα μυδαλέην λιποφεγγέος ἕλκον ἀπήνης . ἠέρι δ ' ἠγερέθοντο |
καὶ συμπεπλεγμένος λόγος . γρώνη : τὸ κοῖλον τοῦ ἁρματείου δίφρου , εἰς ὃ τὰς μάστιγας οἱ ἡνίοχοι ἀπετίθεντο : | ||
. Ὁ δὲ Ἰόλαος ὁ ἡνίοχος σὺν τούτῳ ἐπιβὰς τοῦ δίφρου ἡνιόχει τὸ ἅρμα . . . ΑΜΦΙ Δ ' |
πλησμονῆς , ἐπίληψιν σημαίνει , ἄλλως τε κἤν τις ἐς ἀκρώμιον ἢ τράχηλον ἢ μετάφρενον πόνος , ἢ σπασμὸς ἐμπεπτώκῃ | ||
τὸ ἀκρώμιον κατεσπασμένον καὶ κοῖλον , διότι , ὅταν τὸ ἀκρώμιον ἀποσπασθῇ , καὶ κοῖλον ᾖ , οἴονται τὸν βραχίονα |
τῇ πτέρνῃ . τῶν δ ' ὀστέων τὸ μὲν ὀπίσω κνήμη , τὸ δ ' ἔμπροσθεν ἀντικνήμιον , τὰ δ | ||
ἀνιόντα πολλάκις αὐτονυχεὶ θηεύμεθα . Τοῦ μὲν ἄρ ' οἴη κνήμη σὺν Χηλῇσι φαείνεται ἀμφοτέρῃσιν : αὐτὸς δ ' ἐς |
, ἴσον μετρῶν ὀφθαλμόν , ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κανών διὰ ψήκτρας ς ' ὁρῶ ξανθὴν καθαίρονθ ' | ||
φασιν οἱ ποιηταί , γεγονὸς ἐξ ἑαυτοῦ : διὸ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται κατὰ τὴν τῆς ἀναφθείσης ὕλης μονήν , ἐξαναλωθείσης δ |