εἰς τὰς μελέτας τὸ εἰλίσσετε οὕτως : καὶ εἰλίσσετε μελέτας κερκίδος ἀοιδοῦ : τουτέστιν , ὥσπερ αἱ ὑφάντριαι διὰ τῶν
καὶ διὰ τοῦτο ἑκάτερος αὐτῶν ἐκεῖνο τὸ μέρος κινεῖ τῆς κερκίδος εἰς ὃ καταπέφυκεν : ἀμφοτέρων δ ' ἐνεργησάντων ὁμοῦ
7620295 λαγονος
δὲ φλεγμαίνοντος κατὰ μὲν τὰ πλάγια μέρη πόνος τῆς καταλλήλου λαγόνος γίνεται , σφοδρυνόμενος κατὰ τὴν εἰς τὰ ἐναντία ἐπιστροφήν
ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν
7597760 θεναρ
ἄλλον , ὅστις ἰσχυρὸς καὶ μὴ ἀμαθὴς , ἐπιθέντα τὸ θέναρ τῆς χειρὸς ἐπὶ τὸ ὕβωμα , καὶ τὴν ἑτέρην
βωμοῖο θέναρ ] * Λίθων βωμοῦ θέναρ λέγε , ἤγουν θέναρ καὶ κοίλωμα λίθων βωμοῦ , τουτέστι βωμὸν ἐκ λίθων
7597401 Λυρας
κρύπτεται . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς τῆς Λύρας ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις λὶψ ἢ νότος , ὑετία
καὶ Κρόνου . πάλιν παρανατέλλει λαμπρὸς ἀστὴρ ὁ ἐπὶ τῆς Λύρας ὁ καλούμενος Λυρικὸς μοίρας καʹ , βόρειος , μεγέθους
7564739 σπαθη
γράμμαθ ' , ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν ,
δυναμένης ἐκ τοῦ τρήματος . μᾶλλον δ ' εὐθετεῖ ἡ σπάθη ἐπὶ τῆς ἔμπροσθεν διαφορᾶς . ταύτης καταρτιζομένης ὡσαύτως τοῦ
7512929 γναθου
τῶν λεπτῶν , οὐ συμφύεται . Νεῦρον διακοπὲν , ἢ γνάθου τὸ λεπτὸν , ἢ ἀκροποσθίη , οὐ συμφύεται .
Καρδίῃ , τῷ Μητροδώρου παιδὶ ἐξ ὀδόντος ὀδύνης σφακελισμὸς τῆς γνάθου , καὶ οὔλων ὑπερσάρκωσις : μετρίως ἐξεπύησεν : ἐξέπεσον
7430735 χηλης
παραγενόμενον ἐκ τῆς ἰδίας ἀγέλης τοῦ μεγίστου λαβέσθαι βοὸς τῆς χηλῆς καὶ μὴ ἀνεῖναι , ἕως ὁ ταῦρος ἐλευθερῶν τὸ
ὁμοίους οὐ μεγάλους , ὁμοίως οὐ μεγάλους ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χηλῆς βʹ : οἱ πάντες ιηʹ . Οὗτός ἐστι μὲν
7272393 περικεφαλαιας
ὁ δὲ Ἀπίων „ φάλος ὁ λαμπρὸς καὶ λευκὸς τῆς περικεφαλαίας ἧλος „ . φηγός Ε . . . .
ὡς ἑξάπηχυ : τῶν δὲ στελεχῶν πάχος τῶν γερανδρύων ὅσον περικεφαλαίας , φλοιὸς δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ
7265602 ἀντωθεειν
κατατείνειν αὐτὴν , τὴν δὲ πτέρνην ἐς τὴν μασχάλην ἐμβάλλοντα ἀντωθέειν , τῇ μὲν δεξιῇ ἐς τὴν δεξιὴν , τῇ
καὶ τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν , τὸ δ ' ἕτερον ἀντωθέειν , δύο εἴδεα ἅμα , καὶ ἐς τοὐπίσω καὶ
7264358 ἐπιθυουσι
παρ ' Εὐφορίωνι ἐν Μοψοπίᾳ , ὡς ἐπὶ τοῦ οἱ ἐπιθύουσι βῶν λίες . . . . , καὶ πάλιν
πέρι τεθνηῶτος , οἳ δὲ ἐρύσσασθαι ποτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν Τρῶες ἐπιθύουσι : μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν : κεφαλὴν
7245116 λοφιας
τὸ λοιπὸν Ὄρνιθος μεγάλου οὐρὰ Ἀνδρομέδας κεφαλὴ καὶ Κῆτος ἕως λοφιᾶς Κηφέως κεφαλὴ καὶ ὦμοι καὶ χεῖρες . Σκορπίου ἀνατέλλοντος
οἱ δὲ ὠνούμενοι αὐτὰς ἐπιγινώσκουσιν ἐκ τῶν ἀποσπωμένων ἐκ τῆς λοφιᾶς τριχῶν : ᾑμαγμένας γὰρ αὐτὰς ὁρῶντες , νοσεῖν φασι
7244773 Ἰβεως
, καὶ κάρα Ἵπποκράτορος καὶ Χεὶρ ἐκτεταμένη καὶ κεφαλὴ τοῦ Ἴβεως τοῦ τῆς δωδεκαώρου . τῷ δὲ δευτέρῳ δεκανῷ Ἱπποκράτορος
δὲ τριτάτῳ δεκανῷ παρανατέλλει Κύκνος καὶ Ἵππου τὰ ὀπίσθια καὶ Ἴβεως τὰ τέλη . Καὶ κλίματα τὸ ζῴδιον καὶ τόπους
7233873 περιρρηδης
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος :
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι
7214931 γενειαδος
. ἀνθρωποειδὲς θηρίον ὕδατι συζῶν δαῦλος δ ' ὑπήνη καὶ γενειάδος πυθμήν ὁ τὴν ἀείζων ἄφθιτον πόαν φαγών καὶ γεύομαί
κατὰ τοῦ μεσοφρύου ταγῆναι , ἐπιπλέκομεν τὴν διμερῆ φορβεὰν δίχα γενειάδος καὶ μετωπιαίας , ἵνα ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν βρέγμα
7194173 ῥαχης
δὲ τὸ στῆθος ἵππειον ἕνα πάλιν ἀστέρα , ἐπὶ τῆς ῥάχης ἕτερον , εἰς τὴν κοιλίαν δύο , ἐπὶ τῆς
δὲ τοῦ τραχήλου του ἄλλους δύο ἀστέρας , ἐπὶ τῆς ῥάχης ἄλλους τρεῖς , ἐπὶ τὸ στῆθος ἕναν , καὶ
7159333 πρωρας
συμπίπτουσαι συντρίβονται . τὸ δὲ πρώραθεν , ὅτι ἐκ τῆς πρώρας καθίενται αἱ ἄγκυραι εἰς τὴν θάλασσαν : τῆς ὑφάλου
καὶ ὁ μὲν ἐλαύνει , ὁ δ ' ἐπὶ τῆς πρώρας ἕστηκε δόρυ ἔχων , σημήναντος τοῦ σκοποῦ τὴν ἐπιφάνειαν
7134173 λαληθρον
ἔγημε Γλαύκην τὴν θυγατέρα Κρέοντος τοῦ βασιλέως τῶν Κορινθίων . λάληθρον τὴν Ἀργὼ λέγει ὅτι ἡ τρόπις αὐτῆς ἐκ τῆς
κεραΐδα , τὴν γνωτοφόντιν καὶ τέκνων ἀλάστορα , εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο , φθογγὴν ἑδώλων Χαονιτικῶν ἄπο βροτησίαν ἱεῖσαν
7117028 κνημις
ἔστιν οὖν εἰπεῖν , ἐπειδὴ , τὸν τόνον , σφραγίς κνημίς ψηφίς κρηπίς : οὕτως οὖν καὶ ἁψίς . γράφεται
ἐκτείνοντα τὸ ι ἐπὶ τέλους ἔχουσι τὸν τόνον , οἷον κνημίς ψηφίς σφραγίς κρηπίς : οὕτως οὖν καὶ ἀψίς .
7095831 πληκτρον
καί , Οὐδ ' ἂν αἵματι στένων πείσειεν . Αἶρε πλῆκτρον : ἐπὶ τῶν εἰς ἄμυναν ἀντικινουμένων . Αἴρειν ἔξω
, αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ ξυνέχουσα ἀπρὶξ τὸ πλῆκτρον ἐπιτέταται τοῖς φθόγγοις ἐκκειμένῳ τῷ ἀγκῶνι καὶ καρπῷ ἔσω
7086085 ἡλος
καὶ κύριον . δεσμός βʹ : τὸ σύνηθες . καὶ ἧλος . δεύεσθαι : καὶ τὸ βρέχεσθαι . δεῦρο γʹ
Ζεύς : δῆλος ὁ φανερός : Σφῆλος ὄνομα κύριον : ἧλος τὸ δασυνόμενον : Ἦλος τὸ κύριον , ὃ καὶ
7078741 συναλοιφης
ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ
λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ
7077324 Ὀνου
. οὐ μὴν τὸ Κόρακος πέτρα ἢ ὑὸς κύαμος , Ὄνου γνάθος , Ἀχαιῶν λιμήν : κλιθείσης γὰρ τῆς γενικῆς
ἄκραν τὸν Πλατανιστοῦντα ἀπὸ ἄκρας τῆς ἠπείρου , καλουμένης δὲ Ὄνου γνάθου , σταδίων πλοῦς τεσσαράκοντά ἐστιν . ἐν Κυθήροις
7066666 ἑλκ
αἰχμή . καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων ἕλκ ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς , ἐκ
ὃν ἐνεβάλλοντο , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . Δίφιλος Συνωρίδι ἕλκ ' ἐς μέσον τὸν φιμὸν , ὡς ἂν ἐμβάλῃ
7048725 κεκρυφαλος
βοός , νῦν δὲ ἐπὶ τῆς ἐλάφου : καὶ ὁ κεκρύφαλος δὲ εἶδος κοιλίας . ἰστέον δὲ ὅτι τρεῖς εἶναι
ἱππικῶν σκευῶν ψήκτρα , σωρακίς , ἡνία , φορβειά , κεκρύφαλος , ῥυτήρ ῥυταγωγεύς , ἀγωγεύς : ὁ γοῦν Στράττις
7047444 ἐαγη
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν : ἐκ δέ οἱ αὐχὴν ἀστραγάλων ἐάγη , ψυχὴ δ ' Ἄϊδόσδε κατῆλθεν . ἐρχομένοισι δὲ
τηλόσε παπταίνεσκε παρακλίνουσα παρειάς . ἦ θαμὰ δὴ † στηθέων ἐάγη † κέαρ , ὁππότε δοῦπον ἢ ποδὸς ἢ ἀνέμοιο
7041744 παλλω
τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ
αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον
7037201 ἀκωκη
ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ ,
τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών
7035831 πτερυγος
: τοῦ δὲ Ὄρνιθος διὰ τοῦ αὐχένος καὶ τῆς δεξιᾶς πτέρυγος καὶ διὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς τοῦ Κηφέως γράφεσθαι αὐτόν
καὶ ἠρέμα τῷ τοῦ Ἄρεως : οἱ δὲ λοιποὶ τῆς πτέρυγος λαμπροὶ καὶ οἱ κατὰ τὰ περιζώματα τῷ τε τοῦ
7026500 τερετρον
ἀπὸ τοῦ τείρω κατὰ συγκοπήν . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς φέρω φέρτρον καὶ παρὰ τὸ λέγω ,
, πέλεκυς ξυλοκόπος , ὡς ἔφη Ξενοφῶν , τρύπανον , τέρετρον , τρυπανοῦχος , ἀρίςΚαλλίας γοῦν ἐν Πεδήταις λέγει τῆς
7019693 ἐλαχεια
ἐλάχεια . . . , . . . . , ἐλάχεια , . . . . . . . .
κεφαλὴν φορεῖ , ἀποδέουσαν δὲ τοῦ λοιποῦ σώματος . * ἐλάχεια : μικρά * ἐσσυμένῃ : τεινομένῃ , ἑλκομένῃ τεινομένῃ
7017692 ἐπικαθισαι
ἐπιβουλὴν ἀναγγεῖλαι , κελεῦσαί τε αὐτῷ , μετὰ τῆς ἀδελφῆς ἐπικαθίσαι τῷ νώτῳ , ὅπως τὸν ἐπικείμενον κίνδυνον ἐκφυγεῖν δυνηθῶσιν
τὸν ὀμφαλὸν καὶ τὸ ἐπιγάστριον καὶ κατάδει φασκίᾳ : κέλευον ἐπικαθίσαι ὑπτίαν ἢ ἐπὶ κουρικοῦ βάθρου καθίσαι καὶ κοιμωμένη ἀπόνως
7008344 σπω
σφάλλω ἀσφαλής , . , . Ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ
ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ παθητικὸν σπῶμαι , καὶ τοῦ σπῶ παράγωγον σπάζω : ὡς βῶ βάζω : τούτῳ τῷ
7007194 ῥαφις
λεῖα , Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων φησίν , ὡς ῥαφίς . καὶ τὰ μὲν λειοκέφαλα ὡς κρέμυς , τὰ
λήκυθος , σπυρίς , μάχαιρα , τρυβλίον , κρατήρ , ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ
7001245 ἐπιδορατιδος
αἰχμὴν ἀκὴν λέγει . καὶ ὅτι κυρίως ἐνταῦθα ἐπὶ τῆς ἐπιδορατίδος τῆς εὖ ἠκονημένης , ἐκεῖ δὲ παρῆκται τὸ τανυήκεας
καὶ αἰχμὴ ποτὲ μὲν ἡ μάχη , ποτὲ δὲ τῆς ἐπιδορατίδος ἡ ἀκμή , οἷον “ αἰχμὴ δ ' ἐξελύθη
7000869 Ὑδρας
γεγονέναι . Τοῦτ ' ἂν εἴη ὃ καὶ περὶ τῆς Ὕδρας . οὗτος γὰρ εἶχε δύο σκύμνους , ὧν ἀεὶ
νοτόθεν πρύμνα Ἀργοῦς καὶ τοῦ Κυνὸς τὸ λοιπὸν καὶ τῆς Ὕδρας , ἧς ἡ μὲν οὐρὰ παράκειται ἄχρι τῆς χηλῆς
6971906 καταγεισης
. δερματίνοις δὲ , ὡς Ἱπποκράτης ἐπὶ ῥινὸς καὶ γένυος καταγείσης ἐχρήσατο κατακολλῶντες τὸ ἄκρον τῷ δεομένῳ τῆς ἐπιδέσεως ,
δὲ καὶ αἵματος ἀναγωγῆς . Περὶ πλευρᾶς . πλευρᾶς δὲ καταγείσης ἀνωμαλία πρὸς τοὺς δακτύλους ὑποπεσεῖται καὶ ψόφος καὶ διαστροφὴ
6966252 τροπεως
νῆα . ὑποτρόπιος : ὑποκάτωθεν , ὢν , ὑποκάτω τῆς τρόπεως , τῆς . . . . αὶ τὰ συνεργῆ
ἐπιίστωρ πίαρ ἑλέσθαι . ” ἱστοπέδη ξύλον ὀρθὸν ἀπὸ τῆς τρόπεως , ᾧ προσδέδεται ὁ ἱστός . ἱστοδόκη τὸ διὰ
6955788 λαμπρε
. Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἐδέετο βοῶσα : Ὦ θεὲ λαμπρὲ καὶ κτίστα τῆς μελίσσης , ἐπίδος κέντρον τῇ σῇ
. ταλαιπώρων : Ἐν εἰρωνείᾳ . ὦ Στιλβωνίδη : Ὦ λαμπρὲ καὶ ἀπὸ βαλανείων κεκαλλωπισμένε . ἢ ἁπλῶς ὄνομα κύριόν
6954369 ὁπλη
. χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ ὄνυξ διαφέρει : ὁπλὴ μὲν λέγεται ἡ στρογγύλη καὶ ἄσχιστος ὄνυξ , οἷον
: σχηλή τις οὖσα . παρὰ τὸ διεσχίσθαι , ὥσπερ ὁπλὴ , ἀντὶ τοῦ ἁπλῇ . Χαραδριός . ὁ ἡδόμενος
6953846 δωδεκαωρου
δὲ καὶ Ὀφιοῦχος , καὶ Ταύρου τὸ λειπόμενον τοῦ τῆς δωδεκαώρου . Ἔχουσι δὲ καὶ πρόσωπα οἱ δεκανοὶ καὶ φύσεις
Κόρακος καὶ οἱ Στάχυες καὶ ἡ οὐρὰ τοῦ Λέοντος τῆς δωδεκαώρου . καὶ ὁ μὲν αʹ δεκανὸς φέρει πρόσωπον Ἡλίου
6950718 ἐπιγονατις
δὲ ἐκεῖ καὶ νεύρων χονδρώδης σύνδεσμος καὶ ἐπάνω τούτων ἡ ἐπιγονατίς , ἥτις καὶ μύλη καλεῖται . αὕτη μὲν αὐτοῦ
πλατὺ καὶ περιφερὲς ὀστοῦν , ὥσπερ φράγμα τοῦ γόνατος , ἐπιγονατίς τε καὶ κόγχη καὶ κόγχος καὶ μύλη , κατὰ
6946799 κερκου
ἐμπροσθίου ποδὸς λαμπρὸν αʹ , ἐπὶ ῥάχεως δʹ , ἐπὶ κέρκου αʹ , ὑπὸ τὴν κοιλίαν γʹ , ἐπὶ τοῦ
ἄκρῳ ποδὶ αʹ , ἐπὶ δεξιοῦ ποδὸς αʹ , ἐπὶ κέρκου αʹ , τοὺς πάντας κʹ . Οὗτός ἐστιν ὁ
6945704 γυης
ἐν τούτοις . Σημειοῦται ὁ τεχνικὸς τὸ κόμης κόμου καὶ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα . Καὶ ἰστέον ὅτι τὸ κόμης
“ ἀμφὶ πελέκκῳ . ” πεντηκοντόγυον πεντήκοντα γύας ἔχον : γύης δὲ μέτρον γῆς . περιμήκετον περισσῶς μακρὰν καὶ ὑψηλήν
6945550 περονη
ἐγκοπὴν ἔγκειται ἡ ῥίζα , εἶτ ' ἐκ πλαγίων κατακλείεται περόνη εἰς τετρημένην τὴν σπάθην καὶ τὴν ῥίζαν , ἥτις
διάπειρον : τουτέστιν ἕως καὶ αὐτῶν τῶν στέρνων κατελθέτω ἡ περόνη . κατὰ τῶν στέρνων δὲ , φησὶ , περόνα
6945481 παρδαλη
ἣν καὶ ἰξαλῆν ἐκάλουν καὶ τραγῆν , καί που καὶ παρδαλῆ ὑφασμένη , καὶ τὸ θήραιον τὸ Διονυσιακόν , καὶ
τύμπανα καὶ κύμβαλα , σκευῶν ἂν καὶ ταῦτα εἴη καὶ παρδαλῆ καὶ λεοντῆ , καὶ σανὶς καὶ λεύκωμα . καὶ
6942121 Χηλης
Κάνωβος κρύπτεται . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ
. δʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις καὶ Καλλίππῳ χειμάζει , δυσαερία .
6941591 χαιτης
δὲ ψήχῃ , ἄρχεσθαι μὲν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καὶ τῆς χαίτης : μὴ γὰρ καθαρῶν τῶν ἄνω ὄντων μάταιον τὰ
σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ ' οὐ πάλαι χυθὲν ξανθῆς τε χαίτης βοστρύχους κεκαρμένους . κἀθαύμας ' , ὦ παῖ ,
6941409 σαγμα
ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος ἐντετυπωμένης ἐν τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ
ὀιστοδόκη ὀιστοθήκη γωρυτός φαρετρεῶνες , καὶ τῆς ἀσπίδος τὸ ἔλυτρον σάγμα , καὶ τοῦ κράνους ἡ θήκη λοφεῖον , δόρατα
6939360 ψηφις
τὴν παραλήγουσαν , ἐκτείνουσι καὶ τὴν λήγουσαν . ὁμοίως τὸ ψηφίς , κρηπίς , τευθίς . Τρύφων ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἄρτων
τὸ ι ἐπὶ τέλους ἔχουσι τὸν τόνον , οἷον κνημίς ψηφίς σφραγίς κρηπίς : οὕτως οὖν καὶ ἀψίς . πρόσκειται
6932729 ἐπικαμπες
μακρός . Ῥῆτραι . συνθῆκαι διὰ λόγων . Ῥικνόν . ἐπικαμπὲς ἢ ῥυσόν . Ῥυμβεῖν . ῥομβεῖν . τοῦτο δὲ
ἐπ ' ἄκρων δ ' ἄνθος λευκόν , ὑποπόρφυρον , ἐπικαμπὲς καθάπερ σκορπίου οὐρά : ῥίζα δὲ λεπτή , ἄχρηστος
6929296 περικεφαλαια
τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον
' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν
6922145 λεπω
. Σαπρός . παρὰ τὸ σήπω , ὡς παρὰ τὸ λέπω λεπρός . Σκληρός . παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον ,
ἐνεκόλαπτον τοῖς λίθοις οἱ παλαιοί : γλάπτω γλαφυρὸς , ὡς λέπω λεπυρός : ἐπὶ δὲ τοῦ ἡδέος , ἀπὸ τοῦ
6922008 παντοθι
βήμεναι ἄντην μαινομένου , μὴ δή σε καταπλέξῃ καὶ ἀνάγχῃ πάντοθι μαστίζων οὐρῇ δέμας , ἐν δὲ καὶ αἷμα λαιφάξῃ
τις ἄρηγεν , Ἔρως δ ' οὐκ ἤρκεσε Μοίρας . πάντοθι δ ' ἀγρομένοιο δυσάντεϊ κύματος ὁλκῷ τυπτόμενος πεφόρητο .
6918946 σολος
κατὰ συστολὴν τοῦ ω εἰς ο καὶ πλεονασμῷ τοῦ λ σόλος . παρὰ τὸ ὅλον σεύεσθαι ὡς στρογγύλον . οὕτω
οὕτως μεταφράζει : σμῶδιξ τὸ ἀπὸ τῆς πληγῆς οἴδημα . σόλος Ψ . . . . , : σόλος :
6916214 ἀειρων
αὐτοβαφὴς ὑψοῦτο κερασφόρος : ἀσμαράγωι δὲ χείλεϊ σιγαλέωι τανυηκέα πῆχυν ἀείρων , πήξας δάκτυλον ἄκρον ἐθέλγετο θαῦμα κεράσσας . κεκλιμένος
ὑποστῶ ] ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρων καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχων κατὰ πάντα λογισμὸν μήσομαι ἔρδειν
6912749 θηκη
Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος
καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ
6911315 γυαλον
' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα
, ⚔ – – ˘ – εἴτ ' ἄκρον ἐπὶ γύαλον ἐναλίῳ Ποσειδαονίῳ θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων , ἱκοῦ .
6907630 Ἡνιοχος
, Ὠρίων ξίφος ἐν χερσὶ κατέχων φασγανῶδες σὺν Ἅρμα τε Ἡνίοχος καὶ ὕπτιος Ὀσίρις , Κύων ἐπάνω τῶν ποδῶν ὁ
ὁ ἐν μέσῃ τῇ νοτίᾳ χηλῇ . Δύνει δὲ ὁ Ἡνίοχος μικρῷ πλεῖον ἢ ἐν ὥραις τρισίν . Εἰρηκότες δὴ
6906788 φατνης
, ἣν Ὅμηρος Λάαν φησιν εὐχείλου / εὐχίλου κάπης εὐτρόφου φάτνης ἢ τῆς καλὰ χείλη ἐχούσης ὡς κρείττονος ὄντος τοῦ
ἐκάλουν . ἐκφατνίσματα δὲ αἱ σανίδες αἱ ἀναιρούμεναι ἐκ τῆς φάτνης ὡς καθαίρεσθαι τὰ περιττά . ἐκ δὲ τῶν σκευῶν
6905903 Ἑτερη
ἐς ἑσπέρην δὲ σιτίοισιν ὡς ἐλαχίστοισι χρήσθω καὶ μαλθακωτάτοισιν . Ἑτέρη πλευρῖτις : πυρετὸς ἔχει καὶ βὴξ καὶ ῥῖγος καὶ
πόμασι τοῖσιν αὐτοῖσι χρῆσθαι οἷσί περ ἐπὶ τοῖσι πρόσθεν . Ἑτέρη νοῦσος : ἢν ὕδωρ ἐπὶ τῷ ἐγκεφάλῳ γένηται ,
6904878 ἱστος
μὲν γὰρ ζῷον ὁρᾶν λέγεται κατὰ μέρος , ὁ δὲ ἱστὸς κινεῖται κατὰ συμβεβηκὸς ἐν τῷ πλοίῳ , ἐπειδὴ τῷ
. τοῦ δὲ ἵζω ὁ μέλλων ἵσω καὶ ῥηματικὸν ὄνομα ἱστὸς καὶ ἱστία . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ τῆς
6904794 μεσοδμη
ὁ μὲν Ἀπίων βοήσας , ἔστι δὲ ἰδίωμα βοῆς . μεσόδμη β . . . . . , : μεσόδμη
: καὶ θεμελίους δὲ λίθους αὐτοὺς ὠνόμαζον . κατῆλιψ ἡ μεσόδμη . κάπνην δὲ καὶ καπνοδόκην Εὔπολις τὸ μὲν εἴρηκεν
6904151 παγη
αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ
ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς
6902965 ἐλασμα
, καὶ τῇ δεομένῃ πλευρᾷ ἀναιρέσεως πλατὺ μήλης ἢ μηνιγγοφύλακος ἔλασμα ὑπερειδέσθω ἕδρας χάριν , καὶ ἡ ἀκμὴ τοῦ τρυπάνου
φοινίκων καὶ κυδωνίων καὶ μυρσίνης καταπλάσμασι καὶ κηρωταῖς χρῆσθαι . ἔλασμα δὲ μολύβδου πλατὺ καὶ λεπτὸν ὑποβλητέον τῇ ὀσφύι νυκτός
6901621 ὀπιπευων
ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα τάνυσσε περίσσυτον ἠέρι πέμπων ,
πλησσομένας ἀπὸ τῆς ἁλός . παραβλῶπες παραβλέπουσαι . παρθενοπῖπα παρθένους ὀπιπεύων , ὅ ἐστι περισκοπῶν . παρέξ παρεκτός . παρήπαφεν
6896172 Φερενικου
Πίσα καὶ ὁ Φερένικος νικήσας παρέσχε λόγων εὐπορίαν . καὶ Φερενίκου χάρις : ὄνομα τοῦ νικήσαντος ἵππου . ὁ δὲ
ἄνδρες δικασταί , περὶ τῆς φιλίας τῆς ἐμῆς καὶ τῆς Φερενίκου πρῶτον εἰπεῖν πρὸς ὑμᾶς , ἵνα μηδεὶς ὑμῶν θαυμάσῃ
6895097 Ὀϊστου
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . .
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . Ἵππος
6892545 ἀγης
ἄνωθεν τῶν πετρῶν καὶ τῆς τοῦ κύματος κλάσεως ἐκινοῦντο . ἀγῆς : γράφεται αὐγῆς . ἠρήρειντο : ἐπλησίαζον , ἥδραζον
γούνασι πέζας , ὑψοῦ ἐπ ' αὐτάων σπιλάδων καὶ κύματος ἀγῆς ῥώοντ ' ἔνθα καὶ ἔνθα διασταδὸν ἀλλήλῃσιν . τὴν
6886191 λοφειον
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς
6881351 ἀντυγος
οἰκεῖον καὶ τῆς φυγῆς τὸ σημεῖον . ἔνδοθεν δηλονότι τῆς ἄντυγος ἔσωθεν , ἵνα εἴπῃ κατὰ μέσον τῆς ἀσπίδος .
, ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης „ . ” ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας ” , δηλονότι ἐκ τῆς ἔμπροσθεν περιφερείας
6878028 ποδοστραβη
λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ : ἔστι γὰρ παρ ' Ἡροδότῳ τοὔνομα
τὸ καταπλασθὲν εἴρηκεν : τὸ γὰρ περιαπτὸν ἀλεξιφάρμακον . καὶ ποδοστράβη δ ' ἡ τὰ στρέμματα κατευθύνουσα ἐν τῇ κωμῳδίᾳ
6877143 ἁλοαν
δεινῶς καὶ δυσθεράπευτα ἔχοντας τὰ σώματα ἁλισπάρτους καλεῖ . . ἁλοᾶν δασύνεται , τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν : ἀλοιᾶν
κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν καὶ
6872590 ὀϊστος
στήθει τοῦ λέοντος ἐπιτέλλει . τῇ κεʹ τοῦ Αὐγούστου , ὀϊστὸς δύνει . τῇ ιεʹ τοῦ Σεπτεμβρίου , ἀρκτοῦρος ἐπιτέλλει
τούς γε ὀρεῖς καὶ τοὺς κύνας τί τοὺς ἀθῴους ὁ ὀϊστὸς ἐν τοῖς πρώτοις ἐπεπορεύετο ; ἀλλὰ διδάσκει , ὡς
6867885 βαθρου
ὄντα . σχηματιζέσθω δὲ νῦν ὁ πάσχων πρηνὴς ἐπὶ τοῦ βάθρου , ἵνα αἱ τῶν βρόχων ἀρχαὶ κατάλληλοι γίνοιντο τοῖς
, ὀπίσω : καταρτίζεσθαι δ ' ὀφείλει ἤτοι ἐπὶ τοῦ βάθρου ἢ ἐπὶ τῆς κλίμακος κεκλιμένης , παρακαθημένου τοῦ πάσχοντος
6867663 Τροχου
τῷ τρίτῳ δεκανῷ ταῦτα παρανατέλλει . τὸ λοιπὸν ἀπὸ τοῦ Τροχοῦ καὶ ἡ οὐρὰ τοῦ Ἰχθύος καὶ Δαίμων ἄνευ κεφαλῆς
δὲ δευτέρῳ δεκανῷ παρανατέλλουσιν Εἰλείθυια ἐπὶ θρόνου καθεζομένη καὶ ἥμισυ Τροχοῦ καὶ Ἀμπέλου καὶ τὰ μέσα τοῦ Μεγάλου Ἰχθύος καὶ
6865163 στεφανη
βέλους δ ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται . στεφάνη δὲ εἶδος ἂν εἴη περικεφαλαίας , ὥσπερ καὶ κέρως
καὶ τὴν ἄτοκον : “ βοῦν ἥτις ἀρίστη . ” στεφάνη ἐπὶ μὲν τῆς κυκλοτεροῦς καταφορᾶς “ ὅντε κατὰ στεφάνης
6863356 ἐπικλινουσα
τοῦ ἀδάμαντος καθημένη , Διὸς θυγάτηρ Ἀλήθεια : ἡ δὲ ἐπικλίνουσα τὴν κεφαλὴν αὕτη καὶ ἐπαναπαυομένη καλεῖται μὲν Εὔνοια ,
τῷ τῆς ἑτέρας ἀγκῶνι , τῇ δεξιᾷ δὲ τὴν παρειὰν ἐπικλίνουσα . τίς ἄρα τῶν γεγραμμένων ὁ νοῦς ; ἢ
6861811 δεξιτερην
. καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο , χεῖρα δὲ χειρί δεξιτερὴν ἕλεν , ὧδε δ ' ἔπος φάτο καί με
δὴ ὅτε τ ' ᾖε λιπὼν κάτα πατρίδα γαῖαν , δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα : ὦ γύναι
6860973 σπολας
ἐκ διφθέρας : ἐν πέντε σισύραις ἐγκεκορδυλημένος Ἀριστοφάνης λέγει . σπολὰς δὲ θώραξ ἐκ δέρματος , κατὰ τοὺς ὤμους ἐφαπτόμενος
ὃς ὑφαντοδόνητον ἔσθος οὐ πέπαται . Ἀκλεὴς δ ' ἔβα σπολὰς ἄνευ χιτῶνος . Ξύνες ὅ τοι λέγω . Ξυνίημ
6855632 λεοντη
κύμβαλα , σκευῶν ἂν καὶ ταῦτα εἴη καὶ παρδαλῆ καὶ λεοντῆ , καὶ σανὶς καὶ λεύκωμα . καὶ οἷς ἂν
μέρος καὶ ἀλκῆς ὑπάρχων . τάχα δ ' ἂν ἡ λεοντῆ καὶ τὸ ῥόπαλον ἐκ τῆς παλαιᾶς θεολογίας ἐπὶ τοῦτον
6850697 τλημονος
καὶ τὰς Ἐρεμβῶν ναυβάταις ἠχθημένας προβλῆτας ἀκτάς . ὄψεται δὲ τλήμονος Μύρρας ἐρυμνὸν ἄστυ , τῆς μογοστόκους ὠδῖνας ἐξέλυσε δενδρώδης
ῥείθρων Ἑλώρου πρόσθεν ἐκτερισμένης : ὃς δὴ παρ ' ἀκταῖς τλήμονος ῥανεῖ χοάς , τριαύχενος μήνιμα δειμαίνων θεᾶς , λευστῆρα
6839503 σειρα
ψυχὴν , ἀλλ ' ἡ κατὰ τάξιν καὶ βαθμὸν αὐτῶν σειρὰ καὶ ἡ ἐν τάξει τελειότης τῆς ψυχῆς παραδίδοται νῦν
ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω καλῶ , σειρῶ , ἡ σειρὰ τοῦ βίρρου , ἡλοκοπῶ , φωνῶ κράζω , συντρέφω
6836215 μετακινησις
ὑπέρθεσις . Τὸ δὲ πάθος Ἰώνων . Μετάληψίς ἐστι στοιχείου μετακίνησις ἐφ ' ἕτερον στοιχεῖον , οἷον ἀπεδανός ἠπεδανός ,
, στοιχείου ἢ στοιχείων ἐλάττωσις . Μετάθεσις δὲ στοιχείου ἐστὶ μετακίνησις ἐκ τῆς ἰδίας τάξεως ἐφ ' ἑτέραν τάξιν ,
6836197 ἀνεκηκιεν
: ὁ ποιητής : . . . πολὺς δ ' ἀνεκήκιεν ἱδρώς . κδʹ Καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων Ὥσπερ
? περιτέτροφε φῦκος [ ] ς , νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη [ ] ς βρεκτῶν τε κομάων : [
6835573 κρεμαμενου
κρεμασθῇ ὁ πάσχων πρὸς τὸν καθ ' ὑπεραιώρησιν καταρτισμόν . κρεμαμένου δὲ τοῦ καταρτιζομένου , ὁ ὑπηρέτης ἐξόπισθεν πλησίον αὐτοῦ
θώρακος εἶναι θερμότερον μᾶλλον καὶ βάρους συναίσθησιν ἔχειν , ὡς κρεμαμένου τινὸς ἐξ αὐτοῦ , ὁπηνίκα περὶ τὸ ἕτερον μέρος
6833698 καμπης
ἀριστερᾶς χειρὸς τοῦ Κηφέως γράφεσθαι αὐτόν , καὶ διὰ τῆς καμπῆς τοῦ Ὄφεως , καὶ παρὰ τὴν οὐρὰν τῆς Μικρᾶς
ὄρνιθος . Λέγεται δὲ τὸν βίον ἀετὸς καταστρέφεσθαι , τῆς καμπῆς τοῦ ἄνω χείλους πρὸς τὸ κάτω συγκαμψάσης . Ἀράβιος
6826857 καμπτει
ἂν ἐν δίκῃ ἡμῖν χαλεπαίνοι ἐπὶ τῷ λόγῳ οὗ εἴσω κάμπτει καὶ ὁλοκλήρου οὐκ ἐξικνεῖται . Ὅτι δὲ οἱ σοφισταὶ
τῶν ἀνδρὸς ἔργων ὀφείλων ἅπτεσθαι τιτθὰς ἐπιποθεῖς καὶ μάμμην καὶ κάμπτει σε καὶ ἀποθηλύνει κλαίοντα γύναια μωρά ; οὕτως οὐδέποτε
6826759 χερνιψ
, Θάρυψ Θάρυβος , Σκίραψ Σκίραφος , κατῆλιψ κατήλιφος , χέρνιψ χέρνιβος : τὸ νίφα λευκήν . . . Τέλος
. “ εἴη δ ' ἂν ἀπ ' ὀρθῆς τῆς χέρνιψ γενικὴ πληθυντικὴ χερνίβων : τῆς γὰρ χέρνιβος μέμνηνται καὶ
6826388 ἀελλα
ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ
, τὸ δὲ αἰτοῦμαι ἐπὶ τοῦ χρήσασθαι εἰς ἀπόδοσιν . ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μὲν γάρ ἐστιν ἄνεμος
6822386 ῥαβδου
: νεῦρα δὲ βοὸς ἐπιτείνονται , μηκίστης ἐν τῷ μέσῳ ῥάβδου κειμένης : ἀπαρτῶσι δ ' αὐτῆς μήρινθόν τε καὶ
θέσιν : ἡ δὲ λυχνῖτις ζώνη στυλοῦται πέζαν ἴωνι τύπωι ῥάβδου κοίλης ἔντος ἀποστίλβει δὲ συηνὶς στικτὴ πρὸς πτέρναις :
6819838 τεμω
νέμω : δέμω : δρέμω : χρέμω τὸ ἠχῶ : τέμω : γέμω : τὸ κρεμῶ : θεμῶ : πολεμῶ
. . . Ἀτέμβω : στερῶ . εἴρηται παρὰ τὸ τέμω , ὅπερ ἐστὶ πρωτότυπον τοῦ τέμνω : γίνεται ἀτεμῶ
6819209 κατακεφαλα
τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε , ὦ ἐπιθυμητά κύτταρος
Καὶ τῷ μὲν πρώτῳ δεκανῷ παρανατέλλει τάδε : Δαίμων τις κατακέφαλα Τάλας προσκεκλημένος καὶ Κόραξ ψαύων κεφαλῆς αὐτοῦ , λέγω
6817239 θηρητηρος
ἐπὶ δουρὸς ἐρωή , αἰετοῦ οἴματ ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος , ὅς θ ' ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος
πορεύονται , ἔρχονται . Βιαζόμενοι : σύροντες , βιάζοντες . θηρητῆρος : ἁλιέως , ἀγρευτῆρος . ἀνύσωσιν : φθάσωσι ,
6816398 ἐριπων
: νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ , στῆ δὲ γνὺξ ἐριπών , τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός . Αἴας δ
οὕτω τὰ τεταμένα νεῦρα . . . . ἔστη γνὺξ ἐριπών : ἡ διπλῆ , ὅτι ἔστη ἀντὶ τοῦ ἔμεινεν
6813140 πεδη
θαμνομήκης ῥάβδος ἥ τ ' Αἰγυπτία βόσκει λινουλκὸς χλαῖνα θήραγρος πέδη εἰ δ ' ἐγὼ ὀρθὸς ἰδεῖν βίον ἀνέρος ,
εδη δισύλλαβα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , πέδη : Νέδη . Τὰ διὰ τοῦ ιδη δισύλλαβα διὰ
6808678 νυσσα
γραμμὴ καὶ βαλβίς , περὶ δ ' ὃ κάμπτουσι , νύσσα καὶ καμπτήρ : ἵνα δὲ παύονται , τέλος καὶ
περὶ τὴν νύσσαν : ἤτοι πρὸς τὸ προκείμενον ἐπάνηκε . νύσσα δέ ἐστιν ὁ καμπτός , καθ ' ὃν οἱ
6808298 παχυστομον
πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς
λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον
6805802 καμπτηρ
: οἷον , Νῦσα : Φῦσα : τὸ νύσσα ὁ καμπτὴρ , καὶ λύσσα διὰ δύο σσ γράφονται . Τὰ
δὲ διότι ὁρίζει τήν τε πρόοδον καὶ ἐπάνοδον , ὡσανεὶ καμπτὴρ ὑπάρχων , καὶ μή τι διὰ τοῦτο δύναμίς ἐστιν
6805501 κηρω
' , ὦναξ , καὶ τάνδε φέρευ πακτοῖο μελίπνουν ἐκ κηρῶ σύριγγα καλὸν περὶ χεῖλος ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν
, ἐναλλάσσω , γεραίρω ἑορτάζω , συναγελάζω , ταχύνω , κηρῶ , τρέφω , πολλάκις ἄρχομαι , περινοστῶ , ἀναγορεύω
6802748 καρηβαριαν
ὁ πυρετὸς , ὅτι καὶ εὐθὺς ἐκ δευτέρου τῆς ἡμέρας καρηβαρίαν ἤνεγκεν , ἢ ὅτι περιττωματικῆς ὑποκειμένης ὕλης , καὶ
. τίς οὖν ἡ αἰτία τοῦ ἐπὶ ὄγκου αὐτῆς γίνεσθαι καρηβαρίαν ; φαμὲν , ὅτι ἡ μήτρα , ὥσπερ ἄνω
6802254 σφονδυλος
ἆρ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος ὑπ ' ἀργαλέω ἐλυγίχθης ; σφόνδυλος : ἴσως αἰσχρόν τι πεποίηκεν . πῖθ ' ]
πλευρὰν λυγίσαντος ” καὶ κάμψαντος Φιλοκλέωνα λέγειν ἕως τοῦ “ σφόνδυλος ἀχεῖ ” . λυγίσαντος : συστρέψαντος , περιαγαγόντος ⌈

Back