δὲ ἦν οὗτος ἔνατος . πολλοὶ δὲ λόγοι περὶ τοῦ ζωστῆρός εἰσιν : τινὲς μὲν γὰρ Ἱππολύτης , ἄλλοι δὲ | ||
δὲ ἦν οὗτος ἔνατος . πολλοὶ δὲ λόγοι περὶ τοῦ ζωστῆρός εἰσιν : τινὲς μὲν γὰρ Ἱππολύτης , ἄλλοι δὲ |
ἄρ ' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε | ||
εὐκλεΐσας , πολλὰ διὰ στέρνοιο καὶ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης καὶ διὰ θώρηκος πρόσθεν ἐληλάμενος . τὸν δ ' ὀλοφύρονται μὲν ὁμῶς |
ἄλλοτε δ ' αὖτε βαιὸν ὑπὲρ κνημῖδος , ἔνερθε δὲ δαιδαλέοιο θώρηκος βριαροῖσιν ἀρηρότος ἀμφὶ μέλεσσιν , ἄμφω ἐπειγόμενοι : | ||
λαγόνων . . . . διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο , καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο μίτρης θ ' |
δ ' Ἰτυμονῆα πελώριον ἠδὲ Μίμαντα , τὸν μὲν ὑπὸ στέρνοιο θοῷ ποδί , λὰξ ἐπορούσας , πλῆξε καὶ ἐν | ||
ἰξάλου αἰγὸς Ἀγρίου , ὅν ῥά ποτ ' αὐτὸς ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας [ βάλε ] Πέτρης ἐκβαίνοντα : ἰδοὺ γὰρ |
καὶ Κάλαϊς δέμας εἴκελοι ἀθανάτοισιν . Αὐτὰρ δὴ Πελίαο Φεραιόθεν ἤλυθ ' ἄνακτος ἀγχιστεύς : νηὸς γὰρ ἐπ ' Ἀργῴας | ||
ἱππότα Νέστωρ φθεγξάμενος : τὸν δ ' αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ ' ἰωή , ἐκ δ ' ἦλθε κλισίης καί |
δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν : ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , ἀράβησε δὲ τεύχε ' | ||
δ ' ἀν ' ὀδόντας ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός : ἤριπε δ ' ἐν κονίῃ , ψυχρὸν δ ' ἕλε |
' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε χαμᾶζε , περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσεν ἰδνωθείς , ἀπὸ δ ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε καὶ | ||
' ἀφ ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ : πᾶς δὲ χαμᾶζε κάππεσεν ἐν κονίῃσι νέον φοίνικι φαεινός . εἷος ὃ τῷ |
μὲν ἁμαρτῇ δούρατα μακρὰ ἐκ χειρῶν ἤϊξαν : ὃ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον Σαρπηδών , αἰχμὴ δὲ διαμπερὲς ἦλθ ' | ||
. ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος φύζαν ἐμοῖς ' ἑτάροισι κακὴν βάλεν , οὐδέ τις ἔτλη μεῖναι ἐναντίβιον : περὶ γὰρ |
αὐτῶι τάδ ' ἄλλα Βάκχιος λυμαίνεται : δώματ ' ἔρρηξεν χαμᾶζε , συντεθράνωται δ ' ἅπαν πικροτάτους ἰδόντι δεσμοὺς τοὺς | ||
? [ δ ' ἐκ σκληρῆς ] πέτρης ἔξαλτο [ χαμᾶζε ] δριμὺ βέλος . πικρὸν [ δ ' ἄχος |
καὶ ἠλιτόμηνον ἐόντα , Ἀλκμήνης δ ' ἀπέπαυσε τόκον , σχέθε δ ' Εἰλειθυίας . αὐτὴ δ ' ἀγγελέουσα Δία | ||
ἑτέρας ἀρκούσης . . καταπάλμενος ? οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε χαλκοβάρεια , ἀλλὰ δι ' αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου |
? ? μεταμόρφετο ? [ ] ? ? Ἄρεος ? αἰχμή θηοιτετκνιαλ ! ? ? ? ? ? ! ! | ||
ἀνδράσι Λωτοφάγοισι λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι . Αὐσονὶς αἰχμή ] Οἱ μὲν ὅτι Ῥέντουλον Ῥωμαίων στρατηγὸν ἐδολοφόνησαν : |
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ | ||
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος |
γὰρ ἀμφορέας ] μέτρον τι ὕδατος πρὸς μεμετρημένον ἡμέρας διάστημα ἔρρεεν . ἐμετρεῖτο δὲ τῷ Ποσειδεῶνι μηνί , ὡς ἐν | ||
ἀνέμοισι θαλάσσης καὶ Διὸς ὕδωρ μισγόμενον : ποταμῷ γὰρ ἀλίγκιος ἔρρεεν αἰθὴρ συνεχές , ἣ δ ' ὑπένερθεν ἐμαίνετο δῖα |
. . Υ . τοῦ δ ' ἀπὸ μὲν κτιδέην κυνέην κεφαλῆφιν ἕλοντο : ἡ διπλῆ ὅτι κτιδέην λέγει ῥητῶς | ||
τε στιβαρόν τε : κρατὶ δ ' ἐπ ' ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν |
κέλευθον μακρὴν ἠδ ' εὐρεῖαν , ὅσον τ ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται , ὁππότ ' ἀνὴρ σθένεος πειρώμενος ᾗσι | ||
ἔπειτα ὑπὲρ σάκεος μεγάλοιο αἰὲν ἐπ ' αὐχένι κῦρε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκῇ . καὶ τότε δή ῥ ' Αἴαντι περιδείσαντες |
δέ τε πολλοὶ ἀπὸ σπινθῆρες ἵενται : τῷ ἐϊκυῖ ' ἤϊξεν ἐπὶ χθόνα Παλλὰς Ἀθήνη , κὰδ δ ' ἔθορ | ||
ἑκηβολίην ἀναφαίνει λαμπάδα κουφίζουσα , καὶ εἵματα φαιδρὰ βαλοῦσα λευκοχίτων ἤϊξεν ἐπὶ δρόμον Ἠριγενείης . Νὺξ δὲ μελαγκρήδεμνος ἀφεγγέα κῶνον |
, τὰ φρονέων ἐπόρουσε Μαχάονι , καί ῥά μιν ὦκα οὔτασεν ἐγχείῃ περιμήκεΐ τε στιβαρῇ τε δεξιτερὸν κατὰ γλουτόν . | ||
' ἔβαλε Σθενέλοιο καταντίον : οὐδ ' ἄρα τόν γε οὔτασεν ἐλδόμενός περ , ἀπεπλάγχθη γὰρ ὀιστὸς ἄλλῃ , ὅπῃ |
ἀράβησεν : ἤχησεν : κυρίως ἄραβος , ἀραβῶ ἀραβήσω : ἀράβησε δὲ τεύχε ' ἐπ ' αὐτῷ : καταχρηστικῶς δὲ | ||
ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσε : δούπησεν δὲ πεσών , ἀράβησε δὲ τεύχε ' ἐπ ' αὐτῷ . Ἔνθ ' |
διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο , καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο μίτρης θ ' , ἣν ἐφόρει ἔρυμα χροὸς | ||
πέλαζε ἀθανάτοισι κέρας : ποτὶ γὰρ νόος οὐρανιώνων μειδιάει φύσεως πολυδαιδάλου ἔργον ἰδόντων : ἤτοι μὲν κέρας ἐστί , ταναύποδος |
αὐτὴν δ ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων , ὑπὸ λῖτα πετάσσας , καλὸν δαιδάλεον : ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν | ||
μελέσθω : ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ ' ἱστία λευκὰ πετάσσας ἧσθαι : τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ βορέαο φέρῃσιν |
πολλὴν ἀφθονίαν τῶν ὡρίων εἶναι ἐκεῖ . . ἔνθα μὲν ἷκτο φέρουσα . ἔνθα , φησίν , ἤγαγε τὴν νύκτα | ||
τὴν ἐκ Μεσοποταμίας εἰς τὰ Σίκιμα , Ἰακὼβ Συρίην κτηνοτρόφον ἷκτο , καὶ εὐρὺ ῥεῖθρον Ἐϋφρήταο λίπεν ποταμοῦ κελάδοντος : |
πέδας νομάδος ἐπὶ πόας ἔλαβέ μ ' ἀπό τε φόνου ἔρυτο κἀνέσωσεν , οὐδὲν εἰς χάριν πράσσων . Τότε γὰρ | ||
' ἐΐσην νύξ ' , οὐδὲ χρό ' ἵκανεν : ἔρυτο γὰρ ἔνδοθι θώρηξ : Τυδεΐδης δ ' ἄρ ' |
δ ' ἐρρώσαντο πόδεσσιν προπροβιαζόμενοι : ἡ δ ' ἕσπετο Πηλιὰς Ἀργώ ῥίμφα μάλ ' , οἱ δ ' ἑκάτερθεν | ||
παμφανόωσα . Τοῖς δὲ παρεκτετάνυστο κατὰ χθονὸς ὄβριμον ἔγχος , Πηλιὰς ὑψικόμοισιν ἐειδομένη ἐλάτῃσι , λύθρου ἔτι πνείουσα καὶ αἵματος |
ῥα καὶ ἐξ ἵππων χαμάδις θόρε κύδιμος ἀνὴρ πάλλων ἐγχείην περιμήκετον . Ὃς δ ' ἑτέρωθε χερσὶν ὑπὸ κρατερῇσιν ἀπειρεσίην | ||
θαλάσσης ἄγρην ἐγχελύων τεχνήσατο κοῦρος ἀθύρων . ἔντερον οἰὸς ἑλὼν περιμήκετον ἧκε καθ ' ὕδωρ ἐκτάδιον , δολιχῇσιν ἀλίγκιον ὁρμιῇσιν |
. Λιμνόχαρις δ ' ὡς εἶδεν ἀπολλύμενον Πολύφωνον , Τρωγλοδύτην ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος τρῶσεν ἐπιφθὰς πέτρῳ μυλοειδέϊ : τὸν | ||
ἔσχατα μέρη τοῦ λαιμοῦ . ἐπιφέρει γοῦν ἀντικρὺ δ ' ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος . . . . ἡ διπλῆ |
εὔφημον , τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων , γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχον ἔγχος , | ||
δ ' ὡς οὖν ἐνόησε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεὺς γυμνὸν ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχεν ἔγχος , |
, λίγξε βιός , νευρὴ δὲ μέγ ' ἴαχεν , ἆλτο δ ' ὀϊστὸς ὀξυβελὴς καθ ' ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων | ||
Ἀχιλλῆος θῆκε προπάροιθεν ἀείρας . ἣ δ ' ἴρηξ ὣς ἆλτο κατ ' Οὐλύμπου νιφόεντος τεύχεα μαρμαίροντα παρ ' Ἡφαίστοιο |
. Ἀλλὰ καὶ ὧς Ἀκάμαντα βαρείῃ χειρὶ τυχήσας τύψε κατὰ κροτάφοιο , χαμαὶ δέ οἱ ἤλασε γυῖα . Αὐτὰρ ὅ | ||
δ ' Ὀρυθάονα δῖον , Ἕκτορος ἐσθλὸν ἑταῖρον , ὑπὸ κροτάφοιο τυχήσας : οὐ γάρ οἱ κόρυς ἔσχε μακρὸν δόρυ |
οὑτωσί : χαλκῇ προσκόψας λεκάνῃ ποτὲ καὶ τὸ μέτωπον πλήξας ἴαχεν ὦ σύντονον , εἶτ ' ἔθανεν , ὁ πάντα | ||
, ὃ σχέθε , χειρὶ ἤραξεν , καναχῇ δ ' ἴαχεν ἄντρον ἅπαν : οὐδ ' ἔτλη Κυβέλης ἱερὸν βρόμον |
ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος | ||
τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ |
ὅτ ' ἀνὴρ θοὸν ἵππον ἐς εὐρέα κύκλον ἀγῶνος στέλλῃ ὀρεξάμενος λασίης εὐπειθέα χαίτης , εἶθαρ ἐπιτροχάων , ὁ δ | ||
δὲ γυῖα . Φυλεΐδης δ ' Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος , ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται : |
, ἣ δ ' ἕρπυλλον ἀπαίνυτο : πολλὰ δ ' ἔραζε λειμώνων ἐαροτρεφέων θαλέθεσκε πέτηλα . αἳ δ ' αὖτε | ||
αὐτῇς ἐδάϊξε δορῇσι καὶ μελεϊστὶ τάμεν νέκυας δ ' ἔρριψεν ἔραζε , αὖτις δ ' ἅψεα χερσὶν ἐϋσταλέως συνέβαλλεν , |
ὅ γ ' ἑστήκει δεδοκημένος : ἡ διπλῆ ὅτι παθητικῶς δεδοκημένος ἀντὶ τοῦ δοκεύων , ἐπιτηρῶν , ὡς ῥάβδῳ πεπληγυῖα | ||
Εὐκραεῖ : γαληνῇ , εὐκράτῳ , μετρίᾳ , πρᾳείᾳ . δεδοκημένος : προσέχων , ἐπιτηρῶν , στοχασάμενος . Ἵμερον : |
' αὐτῶν σχεδόθεν . ὁ δ ' ἄρα πρώτιστος Ὀδυσσεὺς ἔσσυτ ' ἀνασχόμενος δολιχὸν δόρυ χειρὶ παχείῃ , οὐτάμεναι μεμαώς | ||
δ ' ἐφύπερθε πίπτοντες : στυγερὴ δὲ δι ' ἠέρος ἔσσυτ ' ἀυτή . Ἐν γὰρ δὴ χάλκειος Ἔρις πέσεν |
. καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο , χεῖρα δὲ χειρί δεξιτερὴν ἕλεν , ὧδε δ ' ἔπος φάτο καί με | ||
δὴ ὅτε τ ' ᾖε λιπὼν κάτα πατρίδα γαῖαν , δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα : ὦ γύναι |
τὰ κατὰ Πρόκνην καὶ Φιλομήλαν . Ὅμηρος „ Δαυλίδα καὶ Πανοπῆα „ . δαῦλον δὲ τὸ δασύ : δασεῖα δὲ | ||
' ὅλης ῥέοι τῆς Φωκίδος σκολιῶς καὶ δρακοντοειδῶς : παρὲκ Πανοπῆα διὰ Γλήχωνά τ ' ἐρυμνὴν καί τε δι ' |
δίνας , οἳ κατὰ καλὰ ῥέεθρα κυβίστων ἔνθα καὶ ἔνθα πνοιῇ τειρόμενοι πολυμήτιος Ἡφαίστοιο . καίετο δ ' ἲς ποταμοῖο | ||
πεπταμένοις , αὐτὴν ἐπὶ δεξί ' ἔχοντες γαῖαν ἐρημαίην , πνοιῇ ζεφύροιο θέεσκον . ἦρι δ ' ἔπειτ ' ἀγκῶνά |
καὶ πολέμοισι πεσόντα μέγα στενάχουσιν ἑταῖρον . ἵππος ἐν ὑσμίνῃ ῥῆξεν ποτὲ δεσμὰ σιωπῆς καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε καὶ λάβεν | ||
ἀντὶ τοῦ τεθνηκότος . . δένδρεον : . Γ . ῥῆξεν δέ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα χάλκεονἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς τὸν |
Φλεγραῖον Ἄρης ὑπὸ χερσὶ Μίμαντα : χρυσείην δ ' ἐπὶ κρατὶ κόρυν θέτο τετραφάληρον λαμπομένην , οἷόν τε περίτροχον ἔπλετο | ||
οἶδ ' ὁποίου πρῶτον ἄρξωμαι τὰ νῦν . γέγηθα , κρατὶ δ ' ὀρθίους ἐθείρας ἀνεπτέρωσα καὶ δάκρυ σταλάσσω , |
ἐρωῇ , ὣς ἀπὸ θώρηκος Μενελάου κυδαλίμοιο πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς ἑκὰς ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός . Ἀτρεΐδης δ ' ἄρα χεῖρα βοὴν | ||
ὅπλον ἧκ ' ἐπιδινήσας : ὁ δ ' ἄρ ' ἔπτατο χειρὸς ἄνακτος . . : . . Βήρωσσος δὲ |
καὶ παλινοστῶ τὸ ἐπανέρχομαι . παλινοδία : ἐναντία ὁδός . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλιν . . . . σκοτεινῷ | ||
τέκνον ὀδυρομένη , γόον εὔνασον . ᾤχετο μήτηρ , νοστήσει παλίνορσος : ἔτι κλαίουσα νοήσεις . οὐχ ὁράᾳς ; γοεραὶ |
δ ' ἔβαλ ' ἐξοπίσω : ἐπὶ δὲ στήθεσσιν Ὀδυσσεὺς κάππεσε : λαοὶ δ ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε | ||
οὐδ ' ὣς ἀπέληγε μάχης ἀλλ ' ἤλασεν αὐτόν : κάππεσε δ ' , οὐκ ἀνένευσεν , ἐβάπτετο δ ' |
εἴσατο χαλκός , νειαίρῃ δ ' ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσε : δούπησεν δὲ πεσών , ἀράβησε δὲ τεύχε ' | ||
χαμᾶζε κτεινόμενος : τῷ τόν γε κατ ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε : φθεγγομένου δ ' ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν |
. . . . . . . Τάνυεν ] Ἤγουν ἴθυνεν , ἢ ἐπέσπευδεν . Κῦδος ] Λείπει ἡ ἐπί | ||
χειρὸς τόξον : ἀτὰρ δὴ ὀϊστὸν ἔχεν πάλαι , ὡς ἴθυνεν . αὐτίκα δ ' ἠπείλησεν ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι ἀρνῶν πρωτογόνων |
ἐτυμολογοῦσι δὲ τοῦτο παρὰ τὴν ῥοπὴν καὶ τὸ ἀλοιᾶν . δαπέδοιο δὲ ἐκ τῆς ῥίζης . στύπος : τὸ στέλεχος | ||
δέρμα λέοντος : τὴν δ ' ὅγε , χαλκοβαρεῖ ῥοπάλῳ δαπέδοιο τινάξας νειόθεν , ἀμφοτέρῃσι περὶ στύπος ἔλλαβε χερσίν ἠνορέῃ |
Σωτάδεια διὰ τὸ μαλακώτερον : σκήλας καύματι κάλυψον , καὶ σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον ἀντὶ τοῦ σείων | ||
ἄλλοις εὑρίσκεται μέτροις , ὡς παρὰ Σωτάδῃ ἐν τῇ Ἰλιάδι σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον , ἐν δὲ |
τόρνωσε : κατεσκεύασεν . τὰ μέν : τὰ ἱστία . πνοιῇσι : τοῦ ἀνέμου δηλονότι , καὶ ἀναπνοαῖς τῶν ἀνέμων | ||
ἐξόπιθε ῥιπῇσιν ἐλαυνόμενοι μογέουσιν . ἀλλ ' ἁλιεὺς στέλλοιτο λίνον πνοιῇσι πετάσσας οὔριον , ἐς Βορέην μέν , ἐπὴν Νότος |
καὶ τοῦ ὀχὴ ἡ τροφή : τὸ δ ' εἰπεῖν νύσσαν ἀοιδῆς κέρδιστον ἀνθρώποις νόημα ἀττικὴ ἡ σύνταξις . κέρδιστον | ||
ὡς ἀπὸ καμπτῆρος ὁμοίως ἐπὶ τὴν ἑκατοντάδα ἐπανέλθοιμεν ὡς ἐπὶ νύσσαν , ἔσται ἀριθμὸς ὁ τῶν μυρίων ἡ πεντωδουμένη μονάς |
δὲ παραὶ λαπάρην διάμησε χιτῶνα ἔγχος : ὃ δ ' ἐκλίνθη καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν . τὼ δ ' ἐκσπασσαμένω | ||
: ἂψ δ ' ὃ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθεὶς ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ |
ἀλεξητῆρα μάχης Ἀντήνορος υἱὸν νύξε κατὰ κρόταφον , κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου . οὐδ ' ἄρα χαλκείη κόρυς ἔσχεθεν , ἀλλὰ | ||
ὄψεσιν ἐπισκοτοῦσα . ἐν δὲ τῷ εἰπεῖν “ κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου ” ἀπὸ μέρους τὴν ὅλην χαλκῆν . κύπελλον ποτὲ |
μήτηρ κινεῖ κραδίαν , κινεῖ δὲ χόλον . σπεύδετε θᾶσσον δώματος εἴσω καὶ μὴ πελάσητ ' ὄμματος ἐγγὺς μηδὲ προσέλθητ | ||
πύραν μεγίστην ἔγγυς τοῦ οἴκου κατασκευάσασα καὶ ἅψασα ἀπὸ τοῦ δώματος αὑτὴν εἰς τὴν πύραν ἔρριψεν . Ἄτοσσα . Ταύτην |
μάλα θυμὸν ἀποκταμένοιο χολώθη , βῆ δὲ διὰ προμάχων κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ , στῆ δὲ μάλ ' ἐγγὺς ἰὼν καὶ | ||
πλοκάμους ἔστεψε καὶ αὐχένα λευκὸν ἐόντα ὅρμος ἕλιξ φοίνιξε πεπαρμένος αἴθοπι κόσμωι . καὶ φρενὶ κωμάζουσα φιλεύδιος Εἴαρος Ὥρη , |
πῶς ἐπιφέρει , τῆλε δ ' ἀπ ' αὐτοῦ αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις , ὡς πρότερον μὴ ἀποκεκομμένου , ἀλλ ' | ||
κόλον δόρυ , τῆλε δ ' ἀπ ' αὐτοῦ αἰχμὴ χαλκείη χαμάδις βόμβησε πεσοῦσα . ἡ διπλῆ ὅτι δοκεῖ μάχεσθαι |
μέσον ἤλυθε Λυγκεύς , σείων καρτερὸν ἔγχος ὑπ ' ἀσπίδος ἄντυγα πρώτην : ὣς δ ' αὔτως ἄκρας ἐτινάξατο δούρατος | ||
ἑσπερίης πόμα λίμνης αἰθερίην κροτέοντες ὑπ ' ἴχνεσιν ἀτραπὸν ἵπποι ἄντυγα μυδαλέην λιποφεγγέος ἕλκον ἀπήνης . ἠέρι δ ' ἠγερέθοντο |
πλείστοις ἡ αὐτὴ εἶναι καὶ Εἰλείθυια , ἀπαύστως εἰλουμένη καὶ θέουσα περὶ τὴν γῆν , ἣν εὔχονται ἐλθεῖν αὑταῖς ἠπίαν | ||
Θέμιστι δὲ καλλιπαρῄῳ δέκτο δέπας : πρώτη γὰρ ἐναντίη ἦλθε θέουσα , καί μιν φωνήσας ' ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : |
Ἀντίμαχος ῥίμφα δ ' ἀπ ' ἠπείροιο μελαίνης ὑψός ' ἀερθεὶς Πηλείδης ἀπόρουσεν ἐλαφρὸς ἠύτε κίρκος , τοῦ δ ' | ||
ὡς μνοῦς ἐστιν , ἔστι δ ' ὅτε ἀντιτυπεύμενος : ἀερθεὶς δὲ καὶ ὑπερπιμπλάμενος ἐκδιδοῖ κατὰ τὰς φλέβας τῷ σώματι |
στήθει τοῦ λέοντος ἐπιτέλλει . τῇ κεʹ τοῦ Αὐγούστου , ὀϊστὸς δύνει . τῇ ιεʹ τοῦ Σεπτεμβρίου , ἀρκτοῦρος ἐπιτέλλει | ||
τούς γε ὀρεῖς καὶ τοὺς κύνας τί τοὺς ἀθῴους ὁ ὀϊστὸς ἐν τοῖς πρώτοις ἐπεπορεύετο ; ἀλλὰ διδάσκει , ὡς |
ἐκάλυψεν ὀπώρην ἄχρι ποδῶν πυκάσας θαλερὸν δέμας : ἐκ δὲ καρήνου στήθεα γυμνώσας καὶ γαστέρα σήματα φαίνει , ὅττι γένος | ||
πέπλοις [ ] , ποιμενίῳ ζωστῆρι περίπλοκος : ἐκ δὲ καρήνου χαίτην ἀμφιέλισσαν ἀποθλίψασα κομάων [ ! ! ! ! |
, τυπείητε , τυπείησαν : πρόδηλος ἡ τεχνολογία ἀπὸ τῆς τυπείς μετοχῆς . Ἑνικά . Τυψαίμην : εἴπομεν ὡς ὅσα | ||
: δαφνήεις κητώεις . αἱ δὲ μετοχαὶ ὀξύνονται : τυφθείς τυπείς . [ τὸ δὲ κτείς ὀξύτονον , ὡς μονοσύλλαβον |
τὴν βρύχιον καὶ βαθεῖαν . τὸ δὲ βρύχιον ἀντὶ τοῦ νείοθεν καὶ ἀπὸ τοῦ βυθοῦ . . ᾖσαν δὲ καὶ | ||
ῥόος παλίνορσος [ ] , ὅπῃ πιτυώδεος [ ] ὕλης νείοθεν ἐρρίζωντο συνήλικες ἔρνεσι νύμφαι . τοῖα δ ' Ἁμαδρυάδων |
τυτθὸν ἐπέχραε δέρμα βοείης . Οὐδ ' ἄρα μαψιδίως χαμάδις πέσεν , ἀλλὰ Μίμαντα μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης | ||
, τὸ δ ' [ ἄπνοον ] ὑψόθι σῶμα οὐ πέσεν , [ ἀλλ ' ἐπέμεινε ] ? ? ? |
καὶ ἐν κονίῃσι βάλεν , τοῦ δ ' ἆσσον ἰόντος δεξιτερῇ σκαιῆς ὑπὲρ ὀφρύος ἤλασε χειρί , δρύψε δέ οἱ | ||
τε θέειν σθεναρόν τε μάχεσθαι . καὶ δ ' ἄρα δεξιτερῇ μὲν ἐπικραδάοιεν ἄκοντας ἀμφιδύμους ταναούς , δρεπάνην δ ' |
' Ἀβαντιάδης , ὁ δ ' ἄρ ' ἔκποθεν ἀφράστοιο ὕψι μάλ ' ἐκ δονάκων ἀνεπάλμενος , ἤλασε μηρόν ἀίγδην | ||
εἰς ψει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον αὐτοψεί πλὴν τοῦ ὕψι , ἀντὶ τοῦ ἐφ ' ὕψους . Τὰ εἰς |
. καὶ πάλιν : Ἵππος δ ' Ὑδροχόοιο νέον περιτελλομένοιο ποσσί τε καὶ κεφαλῆι ἀνελίσσεται : ἀντία δ ' Ἵππου | ||
τοῦ Ὑδροχόου κατὰ μέσον τὸ σῶμα ἀνατέλλοντος „ ὁ Ἵππος ποσσί τε καὶ κεφαλῇ ἀνελίσσεται ” , καὶ οὐχὶ τὸ |
τὰ περὶ τὰς πλημμυρίδας τοῦ ὠκεανοῦ καὶ τὰς ἀμπώτεις ἀψορρόου ὠκεανοῖο , λέγοντα καί „ τρὶς μὲν γάρ τ ' | ||
οὐκ ἐπίοπτος , ὁ δ ' ἀντίος ἐκ βορέαο ὑψόθεν ὠκεανοῖο . Δύω δέ μιν ἀμφὶς ἔχουσαι Ἄρκτοι ἅμα τροχόωσι |
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα . ἐς | ||
βαίνεις τ ' εἰς Ἀίδαο δόμους κυφὸς διὰ γῆρας . ἕλκε ποδὸς τεταγὼν διὰ βηλοῦ θεσπεσίοιο . τίθει μαγείρωι μνᾶς |
μὲν πρῶτα μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε ποικίλῃ , αὐτὰρ ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν ἀείρας θήκατο χαλκείην , δόρυ δ ' εἵλετο χειρὶ | ||
τῇ ἑαυτοῦ βίᾳ πεισθείς . ὅτε δέ φησι “ τιτυσκόμενος κεφαλῆφιν , ” γενική : θέλει γὰρ εἰπεῖν καταστοχαζόμενος τῆς |
δ ' ἀνεμώλια βάζειν . ” ὣς εἰπὸν σταθμοῖο παρὰ κληῖδα λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων : ἡ δ ' ἐξ | ||
, τὸν μὲν ὑπὸ κραδίην , τὸν δ ' ἐς κληῖδα τυχήσας . Δάμνατο δ ' ἄλλοθεν ἄλλον : ἐπέστενε |
καὶ πάλιν : οἱ δεξιτερὴ μὲν ἐπὶ κλισμὸν τετάνυσται πενθερίου δίφροιο . καὶ ὡς ἐπὶ τοῦ Ὄρνιθός φησι : δεξιὰ | ||
. , . . Ἀϊχθῆναι : ὁρμηθῆναι : ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι , . . . Ἀΐω : [ |
ὅτι ἀπὸ τοῦ προπάτορος ὁ Ἀντίλοχος Νηλήιος . . ἕλκῃσιν πεδίοιο τιταινόμενος σὺν ὄχεσφιν : ἡ διπλῆ ὅτι διὰ πεδίου | ||
Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων : ταὶ δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήϊα πυκνά . πάντες δ ' ὑλοτόμοι φιτροὺς |
δὲ τὸν ποταμὸν ὁ ποιητής : „ Σάτνιον οὔτασε ” δουρὶ Οἰνοπίδην , ὃν ἄρα νύμφη τέκε Νηὶς ἀμύμων „ | ||
ἐρικυδέος Ἠετίωνος Θήβης ἐν δαπέδοισι , καὶ ὡς Κύκνον ἔκτανε δουρὶ υἷα Ποσειδάωνος ἰδ ' ἀντίθεον Πολύδωρον καὶ Τρωίλον θηητὸν |
παλάμας ἔστρεψεν ὀπίστερος Ἀγγελιώτης ὁλκῶν ἠνεμόφωνον ἐπισπεύδουσαν ἐρύκων , ὀρνυμένην νεφέεσσιν ἐλαυνομένοισι φυλάσσων . καὶ Στεροπὴ πέμπουσα σέλας φοινίσσετο πᾶσα | ||
ἀντιόωντα θεοῖσιν . Ὣς ἄρ ' ἔφη καὶ ἄιστος ὁμοῦ νεφέεσσιν ἐτύχθη : ἠέρα δ ' ἑσσάμενος στυγερὸν προέηκε βέλεμνον |
Ἠέλιος γάρ οἱ σκοπιὴν ἔχεν εἶπέ τε μῦθον . [ βῆ δ ' ἴμεναι πρὸς δῶμα , φίλον τετιημένος ἦτορ | ||
ἐπὶ θαλάττῃ ποιεῖ τὸ ἱερόν ” ἐκ δὲ Χρυσηὶς νηὸς βῆ ποντοπόροιο „ : τὴν μὲν ἔπειτ ' ἐπὶ βωμὸν |
μέμνῃ , ὅτε τ ' ἐκρέμω ὑψόθεν , ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα | ||
οὐ μέμνῃ ὅτε τ ' ἐκρέμω ὑψόθεν , ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα |
: παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς τριφάλεια τρυφάλεια . . . . ἅλυσις : παρὰ τὸ λύω | ||
φωνῆς : ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , |
ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν . ἔνθ ' αὖτ ' Αἰνείας Λειώκριτον οὔτασε δουρὶ υἱὸν Ἀρίσβαντος Λυκομήδεος ἐσθλὸν ἑταῖρον . τὸν δὲ | ||
ὥς τε στήλην ἢ δένδρεον ὑψιπέτηλον ἀτρέμας ἑσταότα στῆθος μέσον οὔτασε δουρὶ ἥρως Ἰδομενεύς , ῥῆξεν δέ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα |
καιρός . Πρῶτον : πρώτως . ἐπιψαίρωσι : κινηθῶσιν . πόροιο : τοῦ πόντου . πειρήσονται : δοκιμάσωσι , δοκίμασον | ||
μὲν ἔχηι κατὰ βένθεα χαλκοῦ πορθμοῦ χωσθέντος βροτέωι χροῒ ἠδὲ πόροιο , αἰθὴρ δ ' ἐκτὸς ἔσω λελιημένος ὄμβρον ἐρύκει |
Πριάμοιο μέλαθρον αἰθαλόεν , πρῆσαι δὲ πυρὸς δηίοιο θύρετρα : Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι , χαλκῷ ῥωγαλέον , | ||
Πριάμοιο μέλαθρον αἰθαλόεν , πρῆσαι δὲ πυρὸς δηΐοιο θύρετρα , Ἑκτόρεον δὲ χιτῶνα περὶ στήθεσσι δαΐξαι χαλκῷ ῥωγαλέον : πολέες |
ὤσατο χειρὶ ἥρω ' Ἄδρηστον : τὸν δὲ κρείων Ἀγαμέμνων οὖτα κατὰ λαπάρην : ὃ δ ' ἀνετράπετ ' , | ||
ὄχθας Σατνιόεντος . τὸν μὲν Ὀϊλιάδης δουρὶ κλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν οὖτα κατὰ λαπάρην : ὃ δ ' ἀνετράπετ ' , |
καὶ βάλε Φαυσιάδην Ἀπισάονα ποιμένα λαῶν ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων , εἶθαρ δ ' ὑπὸ γούνατ ' ἔλυσεν : Εὐρύπυλος δ | ||
αἶψα δ ' ἀναρρήξας μεγάλης χθονὸς εὐρὺ βέρεθρον αὐτὴν Ἴλιον εἶθαρ ἑοῖς ἅμα τείχεσι πᾶσαν θήσω ὑπὸ ζόφον εὐρύν : |
ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ , | ||
τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών |
. Ἕκτωρ δ ' ὡς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν : ἡ διπλῆ , ὅτι τὰς Σκαιάς ὀνοματικῶς Δαρδανίας | ||
θερμὸς ἀυτμὴ Τιτῆνας χθονίους , φλὸξ δ ' αἰθέρα δῖαν ἵκανεν ἄσπετος , ὄσσε δ ' ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ |
Οὐδ ' ἄρα μαψιδίως χαμάδις πέσεν , ἀλλὰ Μίμαντα μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης τύψεν : ὃ δ ' | ||
Οἳ δ ' αἰχμὴν μεμαῶτες ἄφαρ χροὸς ἐντὸς ἐλάσσαι μεσσηγὺς σάκεός τε καὶ ὑψιλόφου τρυφαλείης πολλάκις ἰθύνεσκον ἑὸν μένος , |
. * ἀπὸ . . . ἀλέξεται : ἀποθεραπεύεται * ἱεμένη : ἐπιθυμοῦσα . περὶ βασιλίσκου τεκμαίρου : γίγνωσκε , | ||
: πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι , εἰσόκεν οἰδαίνουσα καὶ ἄσχετον ἀσθμαίνουσα ὑψός |
τεύχεσσι κατὰ χθονός , ἠύτε βλωθρὴ ἢ πίτυς ἢ ἐλάτη κρυεροῦ Βορέαο βίηφιν ἐκ ῥιζῶν ἐριποῦσα : τόσην ἐπικάππεσε γαῖαν | ||
ἐμπέραμος φώς τολμηρῇ μάρπτων χειρὶ θοοὺς ὄφιας , τοὺς ἤδη κρυεροῦ ἀπὸ χείματος οὐκέτι γαίης κρύπτουσι στεινοὶ πάμπαν ἔνερθε μυχοί |
τ ' ἔχειν καλῶς στρατῶι τε μὴ δόξαιμι Κασσάνδρας χάριν Θρήικης ἄνακτι τόνδε βουλεῦσαι φόνον . ἔστιν γὰρ ἧι ταραγμὸς | ||
πηγαίαις κόραις . ἔνθ ' ἐκτραφεὶς κάλλιστα παρθένων ὕπο , Θρήικης ἀνάσσων πρῶτος ἦσθ ' ἀνδρῶν , τέκνον . καί |
κυλίνδεται , ὑψόσε δ ' ἄχνη σκίδναται ἐξ ἀνέμοιο πολυπλάγκτοιο ἰωῆς : ὣς ἄρα πυκνὰ καρήαθ ' ὑφ ' Ἕκτορι | ||
, καὶ ἐς βρόχον αὐτοὶ ἵενται , θηλυτέρης ἐνοπῇσι παραπλαγχθέντες ἰωῆς : τοῖς κεῖνοι κύρτοιο πέσον λαγόνεσσιν ὁμοῖοι . Τοίην |
] : τοιῶνδε λέκτρων [ οὕνεκ ' εἰς ] πεδοστιβῆ ῥινὸν καθις ! ! ! ! [ ] ται . | ||
ὀφθαλμοὶ ἔξω φαίνονται . κζʹ . Σημεῖα θανατώδεα , ἀνὰ ῥινὸν θερμότερος ὁ ἀτμός . Ὅτι γέγονε τὸ νόσημα , |
παχείῃ : Τρωγλοδύτης δ ' ὡς εἶδεν ἐπ ' ὄχθῃσιν ποταμοῖο , σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο , τείρετο δ ' | ||
. κεῖθι δ ' ἂν ἀθρήσειας ὑπειράλιον πτολίεθρον Ἄσπενδον , ποταμοῖο παρὰ ῥόον Εὐρυμέδοντος , ἔνθα συοκτονίῃσι Διωναίην ἱλάονται . |
ἀπ ' ἀλλήλων : χροιή γε μὲν ἠύτε γαίης , ῥωγαλέον φορέουσα περιστιγὲς αἰόλον ἔρφος . τὴν μὲν ὅθ ' | ||
ἀραιαί , ” ῥῶσιν ἐλάμβανον . ῥωγαλέα διερρωγότα , καὶ ῥωγαλέον τὸν διερρηγμένον θώρακα : διὰ γὰρ τοῦ παρακολουθοῦντος εὔχεται |
ἡ μοῖρα πεποίηκεν . τηλόθι : καὶ νῦν ἔδει εἰπεῖν τηλόσε . ἔκποθεν ἄτης : ἔκ τινος βλάβης . στυγεράς | ||
νυ μήτηρ τῖλε κόμην , ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην τηλόσε : κώκυσεν δὲ μάλα μέγα παῖδ ' ἐσιδοῦσα . |
? ' ὕδωρ [ ] πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . [ ] ! ! [ ] [ μεσσηγὺς | ||
αὐτὸν ἁδροκέφαλον , ἐπιθυμήσασα αὐτοῦ , φιμάριον εἰς τὸ πρόσωπον βαλοῦσα , ἵνα μὴ ἐπιγνωσθῇ , συνέπαιζεν αὐτῷ . ὁ |
ὀλοῆς ὑπὸ μάρνατ ' ἀνάγκης , ἀμφὶ δέ οἱ μελέεσσιν ἑλίσσεται , ἄλλοτε ἄλλας παντοίας στροφάλιγγας ὑπὸ σκολιοῖσιν ἱμᾶσι τεχνάζων | ||
ἐξερχομένῳ πνεύματι : πρῶτον γὰρ περὶ τὸ χεῖλος τῆς σύριγγος ἑλίσσεται τὸ πνεῦμα . φορέοιτε βάτοι : βάτος . . |
οὐδέτερον τὴν διὰ τοῦ ντ κλίσιν ἐκώλυσεν , Σιμόεις γὰρ Σιμόεντος φαμὲν τὸ κύριον , κἂν μὴ ποιῇ οὐδέτερον : | ||
ἔνθ ' ἴθυσε μάχη πεδίοιο ἀλλήλων ἰθυνομένων χαλκήρεα δοῦρα μεσσηγὺς Σιμόεντος ἰδὲ Ξάνθοιο ῥοάων . Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἕρκος |
ἀμείψας τοῦ κυβερνήτου τάφον καὶ Κιμμέρων ἔπαυλα κἀχερουσίαν ῥόχθοισι κυμαίνουσαν οἴδματος χύσιν Ὄσσαν τε καὶ λέοντος ἀτραποὺς βοῶν χωστὰς , | ||
ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν , πανσυδίῃ πολιοῖο δι ' οἴδματος , ἀμφὶ δ ' ἄρά σφι νισομένῃσι θάλασσα διίστατο |
, ῥόδοισι μῖξον , ἵνα τοὺς πόνους νοήσας φλογερὸν λέγῃ φαρέτρην . Χαρίεις Ἄδωνι χαίροις , διὰ σοῦ ῥόδον γὰρ | ||
, καὶ βρέφος μέν ἐσορῶ φέροντα τόξον πτέρυγάς τε καὶ φαρέτρην : παρὰ δ ' ἱστίην καθίξας παλάμαις τε χεῖρας |
ἢ παρὰ τὸ ἄω , τὸ πνέω , οἷον : Βορέης [ καὶ ] Ζέφυρος , τώ τ ' ἐκ | ||
, φωτὸς δ ' ἀπενόσφισαν αὐγάς . Αὐτὰρ ἐπεὶ ζαμενὴς Βορέης στροφάδεσσιν ἀέλλαις ἁρπάξας ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας |
' Αἴας τε μέγας . . . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει χείρεσσι | ||
' Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ : αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ ἧσθαι , μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα |
κὰτ ἰψήλων ὀρέων Κρῆσσαί νύ ποτ ' ὦδ ' ἐμμελέως πόδεσσιν ὤρχηντ ' ἀπάλοις ' ἀμφ ' ἐρόεντα βῶμον πόας | ||
ἀθανάτοισιν ἀρίθμιος εἰλαπινάζῃ . Ἡ δ ' Ἄτη ἁπαλοῖσι μετατρωχῶσα πόδεσσιν ἄκρῃς ἐν κεφαλῇσιν ἀνώϊστος καὶ ἄφαντος ἄλλοτε μὲν γραίῃσι |
δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν ἔστη πρόσθ ' : ὃ δ ' ὄπισθε καθεζόμενος βέλος ὠκὺ ἐκ πόδος ἕλκ ' , ὀδύνη | ||
, ὄφρ ' ἵκεθ ' ἵππους ὠκέας , οἵ οἱ ὄπισθε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο ἕστασαν ἡνίοχόν τε καὶ ἅρματα ποικίλ |
πάγοισιν ἰλλόμενος χαλκέῃσιν ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθεύς αἰετὸν ἥπατι φέρβε παλιμπετὲς † ἀίσσοντα : τὸν μὲν ἐπ ' ἀκροτάτης ἴδον ἑσπέρου ὀξέι | ||
ὅτε σήματα λυγρὰ κατὰ πτόλιν εἰσενόησεν εἰς ἓν ἅμ ' ἀίσσοντα , μέγ ' ἴαχεν , εὖτε λέαινα ἥν ῥά |