χειρὸς ἀφιέμενον . τὴν ὀδύνην . τὴν ἀκίδα . τὸ τοξικὸν βέλος . τὴν τοῦ ποδὸς χηλήν . καὶ τὴν | ||
καὶ ὄξει . [ Περὶ τοξικοῦ . ] Τὸ δὲ τοξικὸν δοκεῖ μὲν ὠνομάσθαι ἐκ τοῦ τὰ τόξα τῶν βαρβάρων |
γὰρ λέγομεν τὸ κτέν ὥσπερ τὸ ἕν : τὸ γὰρ κτένιον μονογενές ἐστιν , ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ κτείς εἰ ἦν | ||
ὀξύνεται καὶ σημαίνει πολλά : σημαίνει δὲ καὶ τὸ γυναικεῖον κτένιον ᾧ χρῶνται ἐπὶ τῷ ἱστῷ , καὶ τὸ παρ |
ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν , καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος . καὶ ἴδεν ὁ θεὸς ὅτι | ||
ἐλυπήθη , ὅσον ἐπὶ τῆς ἀμύνης : χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει . διόπερ πόρρωθεν στᾶσα , ὃ μόνον |
τοῦ κάτω τὰ φάη βάλλειν : σημεῖον γὰρ λυπουμένων : κύπελλον , παρὰ τὸ κῦφος κύφελλον καὶ τροπῆ τοῦ φ | ||
, κυφὸν δὲ μόνον ; ἀπὸ γὰρ τῆς κυφότητος τὸ κύπελλον , ὥσπερ καὶ τὸ ἀμφικύπελλον , ἢ ὅτι παραπλήσιον |
] [ ἕτερον ] ? κατεσκεύασαν στέφανον καὶ ἀντὶ τῆς θυείας [ ] ἔθηκαν , ἀποπεσόντα ? δ ' αὐτὸν | ||
κατημαξευμένης 〛 , ἅμα δὲ καὶ πρὸς τὸ κώνειον διὰ θυείας τρίβεσθαι . ψυχράν γε καὶ δυσχείμερον : 〚 πήγνυσι |
ἀντὶ τοῦ ἀγαθὸν καὶ μεμουσωμένον . Κυδωνικὸν δὲ ἀντὶ τοῦ Κρητικὸν ἀπὸ τόπου . καὶ Ὅμηρος : ἐν δὲ Κρῆτες | ||
ἐς πῦρ καὶ ἀριπρεπὲς ἔργον ἔτευξαν . Δικταῖον : τὸ Κρητικὸν σπήλαιον : Δίκτη γὰρ ὄρος Κρήτης . ἀμφοτέρῃσιν : |
θυρῶν στροφεῖς . Στρυφνόν . στερεόν . Στύραξ . ὁ σαυρωτὴρ καλούμενος . ἡ τοῦ δόρατος ἀρχή , ἐφ ' | ||
δὲ τὸ ἔσχατον τοῦ δόρατος ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
ἢ χαλκευτικά . [ ὅπλον ] γʹ : τό τε σχοινίον καὶ πᾶσαν [ τὴν κατασκευὴν ] καὶ [ τὰ | ||
προσπλέων ὁ κυβερνήτης καὶ ἰδὼν ἁλιέα ἐκέλευσε μάσσαι τὸ ἀπόγειον σχοινίον : μάσσαι γὰρ τὸ δῆσαί φασιν Αἰολεῖς : ἀπὸ |
ἐλάμβανον παχὺ καὶ χειμερινὸν ἱμάτιον . θεραπείαν : * * χλαῖνα γὰρ ἐδίδοτο . ἀνέμων . . Ἐν Πελλήνῃ πανήγυρις | ||
. διαφέρειν φησὶ καὶ τῷ σχήματι : ἡ μὲν γὰρ χλαῖνα τετράγωνον , φησίν , ἱμάτιον , ἡ δὲ χλαμὺς |
κιττὸς τοῦ φυτοῦ . ἄμπελοι δὲ ἑκατέρωθεν τοῦ δένδρου , καλάμοις ἐποχούμεναι , τοῖς φύλλοις ἔθαλλον , καὶ ὁ καρπὸς | ||
λέγει εἶναι καλάμων ἱερὸν ἄλσος ἐν Ἀραβίᾳ , ἐν οἷς καλάμοις θάπτουσι μόνους τοὺς βασιλέας , γυναῖκάς τε καὶ ἀδελφοὺς |
σώφρων . Φριμάξασθαι . φρυάξασθαι , φυσῆσαι . Φορμός . πλέγμα , ὁ κόφινος . Φυλάξαντες . ἐπιτηρήσαντες . Φερέγγυος | ||
μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν . . εἶτ ' ἐξ οὐδενὸς μεγάλα πράττει |
πυκναὶ ὑγιαίνουσιν , οὗτοι ἐξ αἵματος ῥύσιος ἐμπυΐσκονται . Τὸ φρικῶδες καὶ τὸ δύσπνοον ἐν τοῖσι πόνοισι , σημεῖα φθινώδεα | ||
: οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες : ἰσχυρόν : κρεῖσσον θέαμα : οἷον : ὑπὲρ |
τῆς Αἴτνης ἤμενος ] καθήμενος Μυδροκτυπεῖ ἤτοι χαλκεύει μύδρον καὶ πεπυρακτωμένον σίδηρον : μύδρος δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν | ||
τὸ αὐτὰ διάφορα ὄντα ἓν γενέσθαι . μύδρον : τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , παρὰ τὸ μύρεσθαι καὶ διαρρεῖν . πρηόσιν |
ἐν χρονικῶν τρίτῃ Ἀμαξιτηνούς φησιν . Ἀμαραντοί , ὀξυτόνως , Κολχικὸν ἔθνος , ἀφ ' ὧν ὁ Φᾶσις ῥεῖ , | ||
ἑλλέβοροϲ , ἀγαρικὸν τὸ μέλαν , ἐφήμερον , ὃ ἔνιοι Κολχικὸν καλοῦϲι διὰ τὸ ἐν Κολχίδι φύεϲθαι , ἐρνωδῶν δὲ |
: τύπος : τύραννος : τυκάνη , ᾧ ἀλῳῶσι : τύλος : τύλη , τὸ τύλιον : τύχη : τυλὸν | ||
πάντα τὰ σεσυριγγωμένα , ὅλα τὰ ἐξειλημμένα . κἂν φανῇ τύλος ὑποκείμενος , ἀπὸ τῶν ὑγιῶν ἐκτεμνέσθω . ἐὰν δ |
νύκτας . φησὶ γοῦν που Μένανδρος : κοτύλας χωροῦν δέκα κόνδυ χρυσοῦν , Στρουθία , τρὶς ἔπιον μεστόν . Ἀλε | ||
' ἐν πρώτῳ περὶ Ἑορτῶν Αἰγυπτίων φησί : τὸ δὲ κόνδυ ἐστὶ μὲν Περσικόν , τὴν δὲ ἀρχὴν ἣν Ἕρμιππος |
ἀπότριμμα ῥυπτικὸν ὑπάρχον ἀλωπεκίαιϲ ἁρμόττει . τὸν ἱερακίτην δὲ καὶ Ἰνδικὸν λίθον φαϲὶ περιαπτόμενον τὸ ἐκ τῶν αἱμορροΐδων ἱϲτᾶν αἷμα | ||
ἐπὶ τῶν Πτολεμαϊκῶν βασιλέων ὀλίγων παντάπασι θαρρούντων πλεῖν καὶ τὸν Ἰνδικὸν ἐμπορεύεσθαι φόρτον . Τὰ μὲν οὖν πρῶτα καὶ κυριώτατα |
ἔπειτα μεταχεόμενον εἰς βόθρους τὴν πῆξιν λαμβάνει , ὃ δὴ πηκτὸν ἰδίως ὀνομάζεται : τὸ δὲ τρίτον καλεῖται μὲν ἑφθόν | ||
Ἐρατοσθένης ἐν τῷ Ἀρχιτεκτονικῷ καταγράφει . αὐτόγυον : πρὸς τὸ πηκτὸν ἄροτρον ἡ διαστολή . ἤλασεν Ἠελίῳ : πέπλασται ὁ |
Χαλεπὰ τὰ καλά . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται . οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι | ||
τὰ δὲ ἄλλα ὅσα περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Μαλεάτου καὶ ἔλυτρον κρήνης , ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεταί σφισι τὸ |
, κοντοί , καὶ τοῦ δόρατος τὸ ἱστάμενον σαυρωτήρ στύραξ στυράκιον , καὶ τὸ προῦχον σιδήριον λόγχη αἰχμή ἐπιδορατίς , | ||
ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί , τῶν Πλαταιέων ἐν τῷ |
κέπφος ἰδεῖν : ἔστι δὲ ὄρνεον θαλάσσιον , ὃ καλοῦσι κέπφος : θηρῶσι δ ' οὖν τὸ ὄρνεον τοῦτο , | ||
ὁποῖα πόρκος Ἰστριεὺς τετρασκελής , ἀσκῷ μονήρης ἀμφελυτρώσας δέμας Ῥειθυμνιάτης κέπφος ὣς ἐνήξατο , Ζήρυνθον ἄντρον τῆς κυνοσφαγοῦς θεᾶς λιπών |
' ὑπακούσαντος , ὀνειδίσαι τὸν Χενεφρῆν Χανεθώθην , τὸν μάλιστα προσαγορευόμενον ὑπ ' αὐτοῦ : τὸν δὲ ὀνειδισθέντα ὑποσχέσθαι τὴν | ||
μὲν τοὺς ἀνέμους , φανῆναι δὲ πλησίον τῆς νεὼς τὸν προσαγορευόμενον θαλάττιον Γλαῦκον . τοῦτον δ ' ἐπὶ δύο νύκτας |
ὁ τύπος καὶ οὐχ ὥσπερ τὸ δέπας καὶ τὸ ἄλεισον ἀμφικύπελλον , οὕτω [ δὲ ] καὶ τοῦτο , κυφὸν | ||
” ἀπὸ μέρους τὴν ὅλην χαλκῆν . κύπελλον ποτὲ μὲν ἀμφικύπελλον τὸ ἐξ ἀμφοτέρων μερῶν περικεκυφωμένον ποτήριον . κύρμα ἔντευγμα |
ἀναγαγεῖν τι καὶ τὸ ἀναβῆναι , δηλοῖ τὸ εἰς τὸ Κωρύκιον ἀνενείκαντο , ἤγουν ἀνέβησαν . . . . . | ||
αὐτὸν διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Κιλικίαν καὶ παρελθὼν εἰς τὸ Κωρύκιον ἄντρον κατέθετο . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ νεῦρα κρύψας |
καὶ ἐδόκει ἄριστα ἐπινενοηκέναι οὐκ εἰδὼς ὅσων κακῶν ἀρχὴν ὁ σκύφος ἐκεῖνος ἐνεδεδώκει . λαβὼν δὲ ἅμα ὁ Ἀλκιδάμας ἐσίγησε | ||
τόμος ἧκε καὶ περίκομμά τι . Οἴνου γεραιοῖς χείλεσιν μέγα σκύφος . Φέρε τὴν σιβύνην καὶ πλατύλογχα . Ἐπίστασαι τὸν |
. τὰ ἔντερα . Ὅμηρος φησί : ψαύει δ ' ἐνδίνων . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος ἐτυμολογεῖ ἔνιά τινά ὄντα τὰ | ||
ὅπερ οὐχ ἁρμόζει . . : , . . . ἐνδίνων τῶν ἐντοσθιδίων , οἷον τοῦ ἐντὸς χρωτός . τῶν |
οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν . † ) νῦν προφανῶς ζῶμα τὸν χιτῶνά φησιν , ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δῆλον | ||
ζωή βʹ : τὸ σύνηθες . καὶ ἡ περιουσία . ζῶμα βʹ : τὸ περίζωμα . καὶ ὅλος ὁ θώραξ |
, λέγειν δὲ ὡς ἔθος αὐτοῖς χλαῖναν μὲν καλεῖν τὸ ξυστὸν , χιτῶνα δὲ τὴν ἀσπίδα . ταῖς γυναιξὶν ἐπείσθησαν | ||
, Κόρραγον τὸν Μακεδόνα ὁπλίτην καταμονομαχήσας καὶ ἐκκρούσας αὐτοῦ τὸ ξυστὸν καὶ ἁρπάσας τὸν ἄνδρα σὺν τῇ πανοπλίᾳ , ἐπιβὰς |
οἰνοχόας ⌈ εἴρηκεν Γ [ φασίν ] , ἀπὸ τοῦ ἀρύειν : ⌈ ἔνθεν Γ [ ὅθεν ] καὶ ἀρύταινα | ||
τὸ νεωστὶ ὕδωρ κομισθέν : ἔγκειται γὰρ τῇ λέξει τὸ ἀρύειν . πρόσφατον δὲ τὸ κρέας : πεποίηται γὰρ ἀπὸ |
. Φησὶν Εὔδοξον ἱστορεῖν , ὅτι ἐν τῇ κατὰ Ἱερὸν Ὄρος θαλάττῃ τῆς Θρᾴκης ἐπιπολάζει κατά τινας χρόνους ἄσφαλτος . | ||
Τοῦτ ' ] Τὴν Αἴτνην . Ἐφέπεις ] Διοικεῖς . Ὄρος ] Ἐνταῦθα γὰρ ἱερὸν αὐτοῦ . Εὐκάρποιο ] Πολυκάρπου |
ὅτι οἱ γλωσσογράφοι μάστακα τὴν ἀκρίδα , δέον μάσημα καὶ βρῶμα . ἐνιότε δὲ καὶ αὐτὸ τὸ στόμα ὁμωνύμως , | ||
, πλήρωμα , σκαιώρημα , σύγγραμμα , χαράκωμα , ἔδεσμα βρῶμα , πῶμα πόμα , ἄρτυμα ἥδυσμα , τόρευμα , |
καὶ κατὰ πρεσβείαν ἔχειν ἠξίου τὴν ἀρχήν . προσλαβὼν δὲ Ἰκάριον καὶ τοὺς στασιώτας παρὰ πολύ τε ὑπερεβάλετο δυνάμει Τυνδάρεων | ||
Τυρρηνικὸν , Λιβυκὸν , Μυρτῷον , Αἰγύπτιον , Παμφύλιον , Ἰκάριον , Αἰγαῖον , Ἑλλήσποντος , Μέλας κόλπος , Εὔξεινος |
τῇ κεφαλῇ : ταινία δὲ , στενόν τι καὶ ἐπίμηκες ὕφασμα , κοινότερον δὲ εἰπεῖν , φασκία . 〛 κοτίνῳ | ||
ὁ εὐδιάχυτος , καὶ ἐπιβόλαιον λιτόν , ποτὲ δὲ λεπτὸν ὕφασμα . ἐγγαστρίμυθος ὁ ἐν γαστρὶ μαντευόμενος : τοῦτον καὶ |
Ὀρέστιον ἡ ἐν Σκυθίᾳ . ἐνάτη Καρίας . δεκάτη τὸ Ἀργολικόν . ἑνδεκάτη ἡ Φαιάκων Ὑπέρεια . Ἄργος δὲ σχεδὸν | ||
. Ἐναντίον δ ' ἂν εἴη τούτῳ τῷ σχήματι τὸ Ἀργολικόν , ὃ ἔμπαλιν ἔχει τὴν μετοχὴν ἐπὶ ὀρθῆς πτώσεως |
ἀπηγόρευται μὴ εἶναι , ἀλλ ' ἐστὶ τῇ ἀληθείᾳ ζῷον θαλάσσιον , ὃν καί τις τῶν καθ ' ἡμᾶς εὑρὼν | ||
ἐν τοῖς προεκκειμένοις , ὡς μὲν Νίκανδρός φησι , τὸ θαλάσσιον αἰδοῖον , ὡς δ ' ὁ Ἡρακλείδης ἐν Ὀψαρτυτικῷ |
τοῦ ἱερέως , ἀλλ ' ὑπὸ τοῦ νεωκόρου παρακρουσθῆναι τὸν Σαβῖνον . . . : Διὰ τί κοινὸς ἦν βωμὸς | ||
σκοπῶν . ὡς δὲ ἧκεν ἡμῖν τὸ ἔργον τῆς εἰς Σαβῖνον σπουδῆς , οὐδὲν ἦν ἕτερον ἀκούειν ᾀδόμενον ἢ ὅτι |
πλεῖστα ἔπαθε καὶ ὑπέστη παρὰ τοῖς κρουνοῖς καὶ ῥεύμασι τῆς Πειρήνης πρὸ τοῦ κομίσαι αὐτῷ τὴν Ἀθηνᾶν χρυσόδετον χαλινὸν παραστᾶσαν | ||
χαλινῶσαι καὶ ζεῦξαι τὸν Πήγασον βουλόμενος παρὰ τοῖς κρουνοῖς τῆς Πειρήνης [ ὅ ἐστι τῇ Πειρήνῃ ] . υἱὸς δὲ |
μέλι Ἀττικὸν ἔγχεε εἰς τὸν πυθμένα τοῦ κεραμίου , πρὶν βληθῆναι τὸν οἶνον : διαμένει γὰρ ἐπὶ πλεῖστον χρόνον . | ||
τοῦ κράνους Ἀλέξανδρον καὶ ἰλιγγιάσαντα πεσεῖν , αὖθις δὲ ἀναστάντα βληθῆναι βέλει διὰ τοῦ θώρακος ἐς τὸ στῆθος : Πτολεμαῖος |
καὶ ἐπίκρανον , περίκρανον : περίκρανον δὲ οἱ παλαιοὶ τὸ στέμμα ἐκάλουν , καὶ ποτίκρανον τὸ προσκεφάλαιον οἱ κωμικοί . | ||
, θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα λευκὸν καὶ φοινικοῦν . προτίθεται δὲ ἱκεσία τῷ Ἀπόλλωνι |
κυρίως οἱ ἱεροὶ τῶν θεῶν τόποι ἄμυστις εἶδος ποτηρίου ὡς πέμμα ξηρανθὲν τὸ αἷμα τοῦ φόνου ἀνωμάλως διατιθέμενος , ἐκ | ||
μὲν διέστησαν αὐτοῦ τὸ στόμα , ὁ δὲ ἐνέθηκε τὸ πέμμα καὶ πάλιν τὸ κρέας , εἶτα τὸ μελίκρατον κατήρασε |
ἐστιν ἔτα καὶ † Δωρικῶς ἔταν † . ὠόψ : ἐπίφθεγμα τῶν ἀφιέντων τινὰς ἅμα τρέχειν ἤ τι τοιοῦτον ποιεῖν | ||
〚 ὦ κοὰξ , κοάξ : Διὰ τὸ συνεχὲς αὐτῶν ἐπίφθεγμα , παίζων λέγει : ὄρρον δὲ , τὸν λεγόμενον |
Ἴναχον ἐκάλεσε καὶ τὸ Ἄργος Ἰνάχιον . Ἰνάχου δὲ καὶ Μελίας Φορωνεὺς καὶ Φηγεὺς ἐγένοντο . Φορωνέως δὲ καὶ Πειθοῦς | ||
. Πελασγικὸν : Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος Ἴναχος , Ἰνάχου καὶ Μελίας τῆς Ὠκεανοῦ Φορωνεὺς καὶ Αἰγιαλεὺς ἄπαις , ἀφ ' |
οὐ κύμινον , οὐχ ἅλας , οὐκ ᾠόν , οὐ ξύλ ' , οὐ σκάφην , οὐ τήγανον , οὐχ | ||
ὑμῶν χάρακας καὶ βοσκήματα καὶ θυρώμαθ ' ὡς αὑτὸν καὶ ξύλ ' εἰς τὰ ἔργα τὰ ἀργύρει ' ἐκόμιζεν , |
τοῖς ὑπὸ Κύνα καύμασιν , ἕως πᾶν τὸ ὄξος ἀναλωθῇ ξηρανθέν , καὶ μετὰ ταῦτα ποίησον οὕτως : λαβὼν σῦκα | ||
λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ ξύλον χαῦνον καὶ κοῦφον ξηρανθέν , ἐντεριώνην δὲ ἔχον μαλακήν , ὥστε δι ' |
: ὁ ποιητής : . . . πολὺς δ ' ἀνεκήκιεν ἱδρώς . κδʹ Καὶ ὅπερ τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων Ὥσπερ | ||
? περιτέτροφε φῦκος [ ] ς , νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη [ ] ς βρεκτῶν τε κομάων : [ |
Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές . ῥαιστήρ : σφύρα . ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ σφριγόωσαι | ||
μὴ δυναμένου διὰ τὸ τὰ σκέλη διηνεκὲς ὀστοῦν ἔχειν καὶ ἀκαμπές , καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν δένδρων ἀνατέμνουσιν αὐτό : τοὺς |
, ᾧ ξέουσι τὸν πηλόν . πελεκᾶντες : Παρὰ τὸ πελεκᾶν τὰ ξύλα , τῷ ὀνόματι τοῦ ὄρνιθος πιθανῶς παίζων | ||
, ᾧ ξέουσι τὸν πηλόν . πελεκᾶντες : Παρὰ τὸ πελεκᾶν τὰ ξύλα , τῷ ὀνόματι τοῦ ὄρνιθος πιθανῶς παίζων |
“ εἰς τὸ ” ὅταν “ , ἀλλ ' ἔστιν ἐπιφώνημα σύνηθες ἡμῖν , ὅταν πρὸς τὴν μέλλουσαν τύχην ἀφορῶμεν | ||
ἐπιθετικῶς , ταῖς ναυσὶ ταῖς τὸ πέλαγος διαπεραιουμέναις . πόποι ἐπιφώνημα σχετλιαστικόν . τινὲς δὲ ἔδοξαν σημαίνειν ὦ θεοί : |
δυσβάστακτον , κατεδικάσθη γὰρ ὑπὸ Διὸς ὑπανέχειν τὸν οὐρανὸν δίκην κίονος . . τὸν γηγενῆ ] μυθεύεται ὅτι οἱ Τιτᾶνες | ||
ῥόδων ἄνθος καὶ αὐτὰ τὰ ῥόδα ξηρά . Φλεγμαίνοντος τοῦ κίονος , τῶν ἀναστελλόντων βοηθημάτων χρεία : στυπτικῆς οὖν αὐτὰ |
ἢ πολυφθάρτων , κατ ' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ α . φάσαι γὰρ τὸ φθεῖραι , ὅθεν καὶ φάσγανον . Ἀρήγοισαι | ||
δὲ τὸ κρέας : † ἔγκειται † γὰρ ἀπὸ τοῦ φάσαι , ὅ ἐστι φονεῦσαι : ὅθεν καὶ τὸ φάσγανον |
ἐτελεῖτο ἐν Δελφοῖς . Δελφοὶ δὲ λέγονται διὰ τὸ τὸν Δελφύνην δράκοντα ἐκεῖ ἀναιρεθῆναι , ὃν ἀπέκτεινεν ὁ Ἀπόλλων : | ||
κρύψας ἐν ἄρκτου δορᾷ κεῖθι ἀπέθετο , καὶ κατέστησε φύλακα Δελφύνην δράκαιναν : ἡμίθηρ δὲ ἦν αὕτη ἡ κόρη . |
' ἐμοί , τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν . Ὣς ἄρα φωνήσας κόρυθ ' εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ ἵππουριν : ἄλοχος δὲ φίλη | ||
τε φίλος καὶ πότνια μήτηρ : αὐτίκ ' ἀπὸ κρατὸς κόρυθ ' εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ , καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν |
στρατόπεδα ἄγγελοι , Σύλλᾳ μὲν ὡς Ἀθηναίοις εἴη τὸ τεῖχος ἑαλωκός , τοῖς δὲ Ἀθήνας πολιορκήσασι Ταξίλον κεκρατῆσθαι μάχῃ περὶ | ||
πύθοιτο κατὰ πλοῦν ἤδη ὢν τὸ Πλημμύριον ὑπὸ τῶν Συρακοσίων ἑαλωκός . ἀφικνεῖται δὲ καὶ Κόνων παρ ' αὐτούς , |
. “ ταῦτα εἰπὼν ὁ Ξάνθος , νυκτὸς γεναμένης , σχοινίου εὐπορήσας ἐξῆλθεν τῆς οἰκίας . ὁ δὲ Αἴσωπος κοιμώμενος | ||
αὐτῶν τὸν ὄνον ἐμαστίγωσαν . Ἀβδηρίτης ἀπάγξασθαι βουλόμενος καὶ τοῦ σχοινίου διαρραγέντος τὴν κεφαλὴν ἐπλήγη . λαβὼν οὖν ἔμπλαστρον παρὰ |
τὸ κυάνεον καὶ βαρύ , πυκνόν τε καὶ καθαρὸν καὶ διαυγές , οἷόν ἐστι τὸ στακτόν , ὑπ ' ἄλλων | ||
ἀργυρόπεζα Θέτις , θυγάτηρ „ . τὸ δὲ καθαρὸν καὶ διαυγές : ” ποταμὸς ἀργυροδίνης ” . ἀρετή βʹ : |
παρελθεῖν ἔνθα εἶχεν εὐνὴν λέαινα μόνος : καὶ τὴν μὲν λέαιναν οὐ κατέλαβε , τούς γε μὴν σκύμνους αὐτῆς κομίζων | ||
εἴ τις ἀνῆλθεν εἰς ἀκρόπολιν , ἑώρακεν ἐν τῷ προπυλαίῳ λέαιναν χαλκῆν γλῶσσαν οὐκ ἔχουσαν , ὑπόμνημα τοῦ διηγήματος . |
: Ἀγαθῶν μυρμηκιά : ἐπὶ πλήθους ἀγαθῶν λέγεται . Ἁγνότερος πηδαλίου : παρόσον ἐν θαλάττῃ τὸ πηδάλιον ἄττον , † | ||
: ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν εἰς ἔλεον ῥεπόντων . Ἁγνότερος πηδαλίου : ἐπὶ τῶν ἁγνῶς βεβιωκότων : καθὸ ἐν θαλάττῃ |
ἀγαπήσῃ , νομίσασα ταῖς ἀληθείαις φίλτρον εἶναι τὸ ῥυὲν αἷμα Νέσσου , τούτῳ τὸν χιτῶνα ἔχρισεν . ἐνδὺς δὲ Ἡρακλῆς | ||
δὲ καὶ ὁ Ταφιασσὸς λόφος , ἐν ᾧ τὸ τοῦ Νέσσου μνῆμα καὶ τῶν ἄλλων Κενταύρων , ὧν ἀπὸ τῆς |
: οὐ γὰρ ἠγνόει , εἰ καθεύδει . . Φίλτρον ἵππειον λέγει τὸν χαλινὸν τὸν διὰ μακρὸν ἔθος ὡσανεὶ προσφιλῆ | ||
: ὅταν εἰς τοὺς δίφρους καὶ τοὺς χαλινοὺς ζευγνύῃ τὸ ἵππειον σθένος , ὅ ἐστι τοὺς ἵππους . ἄλλοις δέ |
βρέτας καὶ ἄγαλμα διαφέρει . ξόανον μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐξεσμένον λίθινον ἢ ἐλεφάντινον , βρέτας δὲ τὸ βροτοῖς ὅμοιον | ||
δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐξεσμένον , . , . * . . Ἀμφιδέδηε : |
α ; . , . Αἰσύμηθεν : ἀπὸ Αἰσύμης πόλεως Θρᾳκικῆς , . , . * . . Αἰγυπιός : | ||
οὕτω λέγουσιν . . . . † Βιστονίης φόρμιγγος : Θρᾳκικῆς : ἀπὸ † Βίστωνος τοῦ † Τερψιχόρου , οἷον |
καὶ ἀσαφεῖς ὁδοὺς καὶ τραχείας , οἵας ὁδοὺς καὶ τὸ βαρβαρικὸν ἔρχεται , ὅσον αὐτοῦ μὴ μετέσχεν λόγου , τὸ | ||
καὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ τὸ ἕδος ἐν Ἐκβατάνοις κατασκάψαι ἐκέλευσε , βαρβαρικὸν τοῦτό γε καὶ οὐδαμῇ Ἀλεξάνδρῳ πρόσφορον , ἀλλὰ τῇ |
' ἄλλης : οὐδέ σε δεῖ ἵππων ὄχημα ἤ τι θαλάττιον παρασκευάσαι , ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἀφεῖναι δεῖ καὶ μὴ | ||
, ἀναιρεῖν , διὰ τῆς αἰχμῆς φέρειν . ἅλιον : θαλάττιον . ἅλιον μόρον : θανάσιμον : ἀπὸ θαλασσίου κέντρου |
πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ ' ἄρ ' ὀστέον εἴσω αἰχμὴ χαλκείη : | ||
πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ ' ἄρ ' ὀστέον εἴσω αἰχμὴ χαλκείη : |
ὀνομάτων οὐ διαφυλάττει . εἰκάσειε δ ' ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . | ||
κίρκος ἱέραξ : “ κίρκος Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος . ” κισσύβιον ἐκ κισσίνου ξύλου ποτήριον . κιχείω καταλάβω , καὶ |
ϲτυπτικὸϲ ὑπόδριμυϲ . Καρδάμωμον ἄριϲτόν ἐϲτι τὸ ἐκ τῆϲ Ἀρμενίαϲ κομιζόμενον : ἐκλέγου δὲ τὸ δύϲθραυϲτον πλῆρεϲ μεμυκόϲ . Καϲίαν | ||
ἑαυτὸ ἦν , καὶ ἢ δαπανᾶν ἐξῆν μηδ ' ὁτιοῦν κομιζόμενον , ἢ κομίζεσθαι μηδ ' ὁτιοῦν μέλλοντα ἀναλίσκειν , |
Ἀδελφοῖς . καὶ κρατὴρ καὶ κρατηρίδιον καὶ κρατήριον , καὶ στάμνος καὶ σταμνίον . καὶ ἔνιοι μὲν οὕτως οἴονται καλεῖσθαι | ||
ἵππος τις προσεδέδετο . Καὶ ἐπὶ μὲν τῆς κορυφῆς ὁ στάμνος ἦν μεστὸς ὕδατος , ἐν δὲ ταῖς χερσὶν εἰργάζετο |
ἁπάντων ὀρθῶϲ πραχθέντων . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν ῥάκοϲ ἁπλοῦν λινοῦν , ὅϲον τὸ μέγεθοϲ τοῦ τραύματοϲ , ῥοδίνῳ δεύϲαντεϲ | ||
παρειῶν ἐρύθημα εὔχρουν ὑπὲρ αὐτὸν τὸν οἶνον , τὸ δὲ λινοῦν τοῦτο χιτώνιον ἀντιλάμπει ταῖς παρειαῖς , τὰ δὲ χείλη |
νῦν ἡ ἐρισμάραγος ἀστραπὴ καὶ ἡ βαρύβρομος βροντὴ καὶ ὁ αἰθαλόεις καὶ ἀργήεις καὶ σμερδαλέος κεραυνός ; ἅπαντα γὰρ ταῦτα | ||
* θάμνῳ : εἶδος φυτοῦ θάμνος ὁ σύνδενδρος τόπος * αἰθαλόεις : μέλας * κάρη : τό ἀρπεδὲς αὕτως : |
εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ , καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν : αὐτὰρ ὅ γ ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ | ||
δῖα θεάων χρύσεον , ἐκ δ ' αὐτοῦ δαῖε φλόγα παμφανόωσαν . ὡς δ ' ὅτε καπνὸς ἰὼν ἐξ ἄστεος |
Ὁ δὲ καθίσας αὐτοὺς ὥσπερ θέατρον , στὰς ὑπὸ τῇ φηγῷ καὶ ἐκ τῆς πήρας τὴν σύριγγα προκομίσας πρῶτα μὲν | ||
ἀντίθεον Σαρπηδόνα δῖοι ἑταῖροι εἷσαν ὑπ ' αἰγιόχοιο Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ : ἐκ δ ' ἄρα οἱ μηροῦ δόρυ μείλινον |
γὰρ οἱ χρόνοι εὔδηλοι . . ἤτοι ὁ κὰπ πεδίον Ἀλήιον οἶος ἀλᾶτο : ἡ διπλῆ , ὅτι παρετυμολογεῖ τὸ | ||
αὐτὸν * εἰς τὴν γῆν . καὶ δὴ περὶ τὸ Ἀλήιον πεδίον κατενεχθέντος Βελλεροφόντου καὶ περιπορευομένου τυφλοῦ ἀπὸ τῆς πτώσεως |
ἂν ἐκλέψῃς καλὸν ἡμῖν τι καὶ θαυμαστὸν ἐκ τοῦδ ' ὄρνεον . Στράττις Ψυχασταῖς : αἱ δ ' ἀλεκτρυόνες ἅπασαι | ||
ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ κερδαίνειν σπουδαζόντων . ἐρίθακος δέ ἐστιν ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον . Μηδικὴ τράπεζα : ἐπὶ τῶν |
καὶ ἀθάνατοι καλέονται . ἣ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν : καὶ τὸν μὲν μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος | ||
ἕρκεϊ θρύψεν ὀδόντων θηλάζων , τὸ δὲ πέσκος ἑῷ περὶ κάββαλεν ἕλκει . Ἦ μὴν καὶ πρασίοιο χλοανθέος ἔρνος ὀλόψας |
ταυρείου στέατος , οἰσύπου , πίσσης ξηρᾶς # γ . Μακεδονικόν . Κηροῦ , κολοφωνίας , πίσσης , ταυρείου στέατος | ||
δὲ καὶ τούτων ἰδεῖν πολλὰς ἐς τὸ στρατόπεδον κατακομισθείσας τὸ Μακεδονικόν . Μεγασθένης δὲ καὶ ἀτρεκέα εἶναι ὑπὲρ τῶν μυρμήκων |
, οὐ Θρᾳκῶν ὅρια , καὶ Ἰλλυριῶν , δυσπόρευτα καὶ ὁδοιπόρῳ : ἀλλὰ νῦν ἐπανήκει μὲν τοῖς ἱππεῦσιν , ἐπανήκει | ||
γεωργοῖς μὲν οὐ σφόδρα τίμια , κόραις δὲ παιζούσαις καὶ ὁδοιπόρῳ καμόντι καὶ βασιλεῖ Μήδων , ᾧ καὶ χρυσῆ πλάτανος |
. δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη ψοφεῖ αἰθομένη | ||
ἐπικεκαῦσθαι τὴν ὄψιν ὑπὸ τοῦ ἡλίου . , ἀρὰ τὸ αἴθω , τὸ καίω , καὶ τὸ ὄπτω ὄψω παρῆκται |
συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ | ||
. ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί , |
τὴν πυκνότητα καὶ τὸ λίπος , αὐτῶν δὲ τούτων τὸ λιπαρώτατον οἷον τὸ ἀμυγδάλινον : τὸ δὲ σησάμινον καὶ τὸ | ||
τῶν πευκῶν ποιοῦσι λαμπάδας ξυλίνας : ἔχει γὰρ ἡ πεύκη λιπαρώτατον ξύλον , ὅθεν καὶ ἡ ῥητίνη ἐκρέει . σελαγεῖ |
: βῆ δὲ κατ ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς | ||
γελώντων . λέγουσι δέ , ὅτι ἐν Σαρδόνι γίγνεται βοτάνη σελίνῳ παραπλησία , ἣν οἱ προσενεγκάμενοι δοκοῦσι μὲν γελᾶν , |
ἡ πόα ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη καὶ μᾶλλον τὸ σπέρμα αὐτῆς , ἔβισκος ἢ ἀλθαία , ἔλαιον γλυκὺ παλαιόν , ἔλαιον τὸ | ||
δὲ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ἀνήθου καὶ ἧττον διαφορητικόν . ἔβισκος ἢ ἀλθαία φυμάτων ἀπέπτων ἐστὶ πεπτική , καὶ ἡ |
νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ἱεμένηἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς παρίστησιν ὅτι βέβληται . . . . ταρβήσας ὅ οἱ ἄγχι πάγη | ||
” οὐ γὰρ ἐκ χειρὸς ὁ Μενέλαος τέτρωται , ἀλλὰ βέβληται ὑπὸ Πανδάρου : παρὰ γὰρ τὸ οὐτάσαι ὠτειλή . |
καταχρηστικῶς δὲ καὶ ὁ ἥλιος . λέγει οὖν ὅτι ὥσπερ δελφῖνος τὸ σῶμα ἐκβρασθὲν ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτὶς καθαυανεῖ τουτέστι | ||
ὁμοίως προσκομισθῆναι , τὸν δὲ Ἀδειμάντου οἰκέτην τὸν νεώνητον ἀπορήσειν δελφῖνος ἐρωτικοῦ ; Καὶ σὺ γάρ , Τιμόλαε , μιμῇ |
τῶν φίλων Ἀθανάσιε , πρὸς τὸ εὐπαρακολουθητότερον ἐκθέσθαι τουτὶ τὸ ἐγχειρίδιον περιέχον ὑπόμνησίν τινα καὶ τὴν εἰς ἡμᾶς ἐλθοῦσαν πεῖραν | ||
τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν . καὶ χρυσολαβὲς καλὸν πάνυ ἐγχειρίδιον . παχὺς γὰρ ὗς ἔκειτ ' ἐπὶ στόμα . |
ὡς βάθρον ἐρεῖ δένδρῳ ὡς βάθρῳ . Ὅμηρος δὲ λέγων δένδρεον ὑψιπέτηλον ὡς χάλκεον , ἐρεῖ καὶ δενδρέῳ ὡς χαλκέῳ | ||
[ . Ν , ] ἀλλ ' ὥστε στήλην ἢ δένδρεον ὑψιπέτηλον . ἔπαιξε δὲ ὡς ἐπὶ ὀρνίθων νεμομένων περὶ |
θύματα . ἀπὸ κοινοῦ δὲ τὸ ὑπῆρχεν ἀκουστέον : ὑπῆρχε βωμοῖο θέναρ , κατὰ περίφρασιν ὁ βωμὸς , καὶ ὑπῆρχεν | ||
ὄνομα ἢ ἀπὸ τοῦ θένειν ἐν αὐτῷ . ἄλλως : βωμοῖο θέναρ , τὸ τοῦ βωμοῦ κοίλωμα τὸ ὑποδεχόμενον τὰ |
τὸν μὲν ἄρ ' Ἀτρεΐδης δουρικλειτὸς Μενέλαος ἑσταότ ' ἔγχεϊ νύξε κατὰ κληῗδα τυχήσας : Ἀντίλοχος δὲ Μύδωνα βάλ ' | ||
ἀχλύς . Ἰδομενεὺς δ ' Ἐρύμαντα κατὰ στόμα νηλέϊ χαλκῷ νύξε : τὸ δ ' ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε νέρθεν |
μή τιϲ φθάϲαϲ ἀποχέῃ τοῦ αἵματοϲ . καὶ γὰρ καὶ θερμότατόν ἐϲτι τὸ τῶν τοιούτων κόπων αἷμα καὶ πλείϲτηϲ αὐτοῦ | ||
τὴν πρὸς τὸν ἄρρενα ὁμιλίαν : ἀφίησι γὰρ τὸν θορὸν θερμότατόν τε καὶ προσεοικότα πυρί , καὶ κάει τῆς θηλείας |
τῆς λέξεως διαίρεσιν . διαψαίρειν δὲ τὸ ἡσυχῆ διακινεῖσθαι καὶ ψοφεῖν καὶ ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ , | ||
τὸ , τίς ἔσθ ' ὁ κόψας τὴν θύραν ; ψοφεῖν δὲ , ὅταν ἐξερχόμενός τις αὐτὴν ὑπανοίγοι καὶ ἦχον |
εὐχαριστοῦντες ὡς εὐφραινόμενοι . ἐὰν δὲ καὶ πτερὸν τοῦ θυρὸς ὀρνέου κόψῃς μαχαίρᾳ ὁλοσιδήρῳ , βάλῃς τε εἰς κεράμιον οἴνου | ||
αὐτοὺς καὶ μεγάλα αἰδοῖα ἔχοντας . Γ ὀρχίλων ] εἶδος ὀρνέου μικροῦ . ἅλμην κύκα : ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈ |
ἀνάπλεα τοῦ οἰσύπου , ἃ τιθέασιν ἐπὶ τὸν βωμὸν τὸν ᾠκοδομημένον πρὸ τοῦ σπηλαίου , θέντες δὲ καταχέουσιν αὐτῶν ἔλαιον | ||
οὐκ αὐτόματον ἀλλὰ σὺν τέχνῃ καὶ ἁρμονίᾳ πρὸς τὸ ἀκριβέστατον ᾠκοδομημένον . τοῦ δὲ οἰκοδομήματος τούτου τὸ σχῆμα εἴκασται κριβάνῳ |
εἴη τι ἢ Πολυγνώτου τε καὶ Εὐφράνορος , οἳ τὸ εὔσκιον ἠσπάσαντο καὶ τὸ ἔμπνουν καὶ τὸ ἐσέχον τε καὶ | ||
πολιῷ ξίφει σὺν τῇ τοῦ Ἀγαμέμνονος ψυχῇ ἔπεμπε παρὰ τὴν εὔσκιον τοῦ Ἀχέροντος ἀκτήν . μετέπεσε δὲ εἰς τὸν περὶ |
αἴσθησιν , ὄψει δὲ καὶ ἀκοῇ τῷ τὸ κοινὸν ἔχειν ὠνομασμένον καὶ εἰς ἃ τὸ γένος διῄρηται : ὡς γὰρ | ||
δ ' εἶναι δῆμον τῆς Ἀττικῆς ἀπὸ Αἰγίλου τινὸς ἥρωος ὠνομασμένον : χελιδονίας δὲ καλεῖσθαι τὰς ἐρυθρομελαίνας ἰσχάδας . Θεόπομπος |
καὶ ξανθίου τὸ σπέρμα τὸ ἐν τοῖς ἀκανθώδεσι σφαιρίοις εὑρισκόμενον παρεοικὸς λίνου σπέρματι , ἐλειῶν ἀσπαράγων ῥίζαι , ὕαλος κεκαυμένη | ||
ἐν ἡλίῳ . Σίνων σπερμάτιόν ἐστιν ἐν Συρίᾳ γεννώμενον , παρεοικὸς σελίνῳ , πρόμηκες , μέλαν , πυρωτικόν . Σίον |
τοῦ καὶ τοῖς θρέμμασι χιλὸν τεταμιεῦσθαι , τῶν ἀχύρων καὶ ἀθέρων ἐκ τῆς τοῦ καρποῦ καθάρσεως διακρινομένων . ἐπιμελητὴν δὲ | ||
: αἶπος γὰρ τὸ ἀκρώρειον . Ἀθερίζειν , ἀπὸ τῶν ἀθέρων , ἢ ἀπὸ τῶν θερίζεσθαι μὴ δυναμένων καρπῶν διὰ |
καὶ δόρυ ὡσαύτως πεπραγματευμένον , καὶ ὅπου μὲν ἂν εἰς ἀκόντιον ἀφικνῆται , ἀκοντίζῃ τὸν φεύγοντα τοῖς σφαιρωτοῖς , ὅπου | ||
προσάγεις : ποῦ διώρισεν ὄργανα νίκης ὁ νόμος ἵππον , ἀκόντιον , τόξον , ἀσπίδα ; ποῦ μόνοις ἐπιτρέπει τούτοις |
, Χεροννήσοιο γένεθλα , αἰπεινὴν τοὶ Πέλλαν ἐΰκτιτον ἀμφινέμονται , αἴθωνες , κρατεροί , μεγαλήτορες , εὐρυμέτωποι , ἄγραυλοι , | ||
Ἄσιος ὄρχαμος ἀνδρῶν , Ἄσιος Ὑρτακίδης ὃν Ἀρίσβηθεν φέρον ἵπποι αἴθωνες μεγάλοι ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος . Ἱππόθοος δ ' ἄγε |
πρόσταγμα τοῦ βασιλέως , καὶ ἅμα ταῦτα λέγων ἀνέτεινε τὸ σκαφεῖον καὶ πατάξας τὴν κεφαλὴν ἀπέκτεινε τὸν Ῥέμον . [ | ||
. παρὰ τὴν ἄμην δὲ εἴρηται : ἄμη γάρ ἐστι σκαφεῖον πλατύ . βούλεται δὲ εἰπεῖν ὅτι διαστέλλοντες τὸν κάχληκα |
. νῦν τὰ χρώματα , ἢ βάμματα . ξυστίδας . ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης | ||
ἄρ ' ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν . ψήφισμα ἔθηκεν γαλιδέως ξυστίς προσκεφάλαιον φελλέα ὡραΐζεσθαι πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον ἢν ὕδωρ |
ὑστεραίῃ , εἰσῆλθον εἰς οἶκον , καὶ τῇ κοιλίῃ , βαλάνου προστεθείσης , οὐχ ὑπῆλθεν , οὔρησε δὲ σμικρὸν , | ||
εἰώθασιν , ὡς Θουκυδίδης πού φησι ” στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου χρησάμενος “ εἰς τὸν μοχλόν . ” Στρωτήρ : |