. “ ταῦτα εἰπὼν ὁ Ξάνθος , νυκτὸς γεναμένης , σχοινίου εὐπορήσας ἐξῆλθεν τῆς οἰκίας . ὁ δὲ Αἴσωπος κοιμώμενος | ||
αὐτῶν τὸν ὄνον ἐμαστίγωσαν . Ἀβδηρίτης ἀπάγξασθαι βουλόμενος καὶ τοῦ σχοινίου διαρραγέντος τὴν κεφαλὴν ἐπλήγη . λαβὼν οὖν ἔμπλαστρον παρὰ |
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον | ||
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς |
Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος | ||
καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ |
γηρῶ γηράσω , ξυρῶ ξυράσω , Ἀττικοὶ δὲ ξυρήσω , περῶ περάσω , τὸ δὲ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πωλήσω | ||
ἴσον . ἄξω δέ ς ' , ἤνπερ καὐτὸς ἐντεῦθεν περῶ πρὸς οἶκον , ἢ σοῦ κατθανὼν μενῶ μέτα . |
μὲν αὐτοῦ κατέλιπον δεδεμένην , αὐτὸς δὲ ἀνελθὼν ἐπὶ τὸ τέγος ἐβόων τε καὶ τοὺς ἑταίρους συνεκάλουν . ἐπεὶ δὲ | ||
τιν ' ἴσως τρόπον εἰκότως οὐκ εὐπορῶν ἀργυρίου , ἢ τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι , ἢ ὑποδύοιθ ' ὑπὸ |
εἰ ἐκ λεπύρων ἐρεβίνθων λευκῶν πολλὰ συμπαγείη . ἔχει δὲ ἀνεῳγμένον οὐδὲν τούτων , οὐδὲ γίνονται ἐκ τούτων αἱ πορφύραι | ||
εἰ ἐκ λεπύρων ἐρεβίνθου λευκοῦ πολλὰ συμπαγείη . ἔχει δὲ ἀνεῳγμένον οὐδὲν τούτων , οὐδὲ γίνονται ἐκ τούτων αἱ πορφύραι |
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον | ||
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ |
ἐν τούτοις . Σημειοῦται ὁ τεχνικὸς τὸ κόμης κόμου καὶ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα . Καὶ ἰστέον ὅτι τὸ κόμης | ||
“ ἀμφὶ πελέκκῳ . ” πεντηκοντόγυον πεντήκοντα γύας ἔχον : γύης δὲ μέτρον γῆς . περιμήκετον περισσῶς μακρὰν καὶ ὑψηλήν |
αἰχμή . καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων ἕλκ ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς , ἐκ | ||
ὃν ἐνεβάλλοντο , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . Δίφιλος Συνωρίδι ἕλκ ' ἐς μέσον τὸν φιμὸν , ὡς ἂν ἐμβάλῃ |
μακρός . Ῥῆτραι . συνθῆκαι διὰ λόγων . Ῥικνόν . ἐπικαμπὲς ἢ ῥυσόν . Ῥυμβεῖν . ῥομβεῖν . τοῦτο δὲ | ||
ἐπ ' ἄκρων δ ' ἄνθος λευκόν , ὑποπόρφυρον , ἐπικαμπὲς καθάπερ σκορπίου οὐρά : ῥίζα δὲ λεπτή , ἄχρηστος |
ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω : καὶ ἀκτάζω . ἀκταίνειν περὶ τὸ ἀκτὴ , ἀκτός : καὶ ῥῆμα ἀκτῶ | ||
† γίνεται δὲ παρὰ τὴν ἀκτήν . . . . ἀκταίνειν : τὸ μετεωρίζεσθαι ἦκται τρίτον πρόσωπον γίνεται ἀκτός , |
τοῦτο καὶ μόνον ὅτι ἐκ λύκου στόματος καὶ ὀδόντων ἐξῆρας κάραν σῴαν μηδὲν παθοῦσαν . Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας δολίους | ||
μὴ καὶ προσπῖπτον αὐτῇ λυπήσῃ τὸ ξύλον : τὴν γοῦν κάραν ἑτέρωθι νεύσασα δεξιῶς ἐκφεύγει τὴν βλάβην . ἄγριοι μέντοι |
ὅταν οὐκ εὐπραγῶσι ἀνέμους . διαψαίρουσι : κινοῦσιν : τὸ ψαίρειν κυρίως ἐπὶ τοῦ ἱστίου , ὅτε μὴ εὐπλοεῖ εὐφόρῳ | ||
τοῦ ἱστίου , ὅτε μὴ εὐπλοεῖ εὐφόρῳ ἀνέμῳ . τὸ ψαίρειν κυρίως ἐπὶ τῶν ἀρμενίων λέγεται , ὅταν μὴ εὐπορῶσιν |
. μήποτε ὁ φραγμός , τουτέστι τὸ περίφραγμα καὶ ἡ αἱμασιά , οὕτω καλεῖται , παρὰ τὸ ἐρύκειν ἢ παρὰ | ||
πηγή : ταύτης τὰ μὲν πρὸς τοῦ ναοῦ λίθων ἀνέστηκεν αἱμασιά , κατὰ δὲ τὸ ἐκτὸς κάθοδος ἐς αὐτὴν πεποίηται |
. διὸ καὶ χρυσῆν εἰκόνα κατασκευάζεσθαι κοίλην , εἰς ἣν ἐντεθέντος τοῦ νεκροῦ περὶ τὴν εἰκόνα χεῖσθαι τὴν ὕελον : | ||
μετὰ μέλιτος χλιανθεὶς καὶ παχυνθεὶς ἠρέμα καὶ ἐλλυχνίου βραχέντος καὶ ἐντεθέντος κατὰ τοῦ πόρου . εἰ δὲ καὶ ὑγρότερον ἐγχέεις |
πόθεν δῆλον , ὅτι λεπὶς μέλλει ἀποστῆναι ; ἐκ τοῦ σεσηρὸς εἶναι τὸ ἕλκος καὶ ἐκ τοῦ ὡς ἐπὶ τὰ | ||
θερμοῦ δ ' ἐκφυγοῦσα κινδύνου κερδὼ παχείης ἐξέκυπτεν αἰγείρου , σεσηρὸς αἰκάλλουσα . τῇ δ ' ὁ πρεσβύτης “ ζωαγρίους |
αὖθι κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ εἴας ' : αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε , πεῖσμα δ ' ὅσον τ | ||
ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος φυτοῦ : “ ῥῶπάς τε λύγους τε . ” καὶ “ διαρρωπήϊα πυκνά |
πεποίηται . Ἐπὰν δὲ τῷ θαλάμῳ πελάσειεν , ἵνα τὸν λαγωὸν πεπίστευκεν ἀτρεμεῖν , ἀθρόον ὡς ἀπὸ τόξου βέλος ἐξέθορεν | ||
γαστέρα σχῇς , ἡλίκην ὅτ ' εἰσῄεις . ” Κύων λαγωὸν ἐξ ὄρους ἀναστήσας ἐδίωκε , δάκνων αὐτὸν εἰ κατειλήφει |
διὰ τοῦ ο μικροῦ ἕτερόν τι σημαίνει , τὸ καλούμενον ῥιγοπύρετον . ᾐνιγμένον : αἰνιγματωδῶς εἰρημένον . ἠμηχάνουν : Πλάτων | ||
ζῷον . Τούτου τὸ στόμα φορούμενον δαίμονας ἀποδιώκει καὶ πᾶν ῥιγοπύρετον καὶ δύναται ὅσα καὶ ὁ χήν . ἐσθιόμενον δὲ |
πονεύμενος „ , ὅπερ ἐν Ἰλιάδι κεῖται , εὐκτικόν ἐστι συγκοπὲν ἐκ τοῦ βλείοιο , ἐλέγχων κακῶς νοῆσαι τοὺς εἰπόντας | ||
. Κορμός . παρὰ τὸ κείρω . Κλαίω . παράγωγον συγκοπὲν ἐκ τοῦ καλῶ . ἐπικαλοῦνται γὰρ τοὺς ἀποθανόντας οἱ |
καὶ τὴν γῆν σχίζει . ὃ δὲ κρατεῖ ὁ ἀρῶν ἐχέτλη καλεῖται . τὸ δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον | ||
δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον , εἰς ὃ ἡ ἐχέτλη καθίεται , ἀλύη : τὸ δὲ ξύλον τὸ ἀπὸ |
σμικρὸν καὶ ἐκ τοῦ σμικροῦ ἐπὶ τὸ μέγα οἷον ὄγκον διατρέχει : καὶ ἡ ἀοριστία αὐτῆς ὁ τοιοῦτος ὄγκος , | ||
τῆς θαλάσσης , ἐξαπλοῖ , ἄνω ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : |
. , περιστῆναι , ὁμαλίσαι , σπογγίσαι . ψῶ τὸ λεπτύνω , συμψῶ τὸ συγχέω , καταψῶ τὸ ὁμαλίζω . | ||
: κατειβόμενον κελαρύζει . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ψίω τὸ λεπτύνω , ἐξ οὗ καὶ ψιὰς παρ ' Ὁμήρῳ . |
τὰ ῥώγια , τὰ ἐλ . ἀ . . τὸ ὑπερῷον : Τὸ τέγος . Θ . . . ἰσχάδων | ||
: ἐνίοτε δὲ καὶ αὐτὰ διὰ ποιητικὴν χρεῖαν ἀναλύονται : ὑπερῷον , ὑπερώϊον : περιστῷον , περιστώϊον : μηνῷον , |
ἐόντες . ” Ὧς ἔφατ ' : ἐκ δ ' ἐγέλασσεν ἄδην Ἀφαρήιος Ἴδας , καί μιν ἐπιλλίζων ἠμείβετο κερτομίοισιν | ||
ἐπὶ δὲ τῆς Πηνελόπης , οἷον „ ἀχρεῖον δ ' ἐγέλασσεν „ , ἐπίπλαστον καὶ ἐπιπόλαιον μέχρι τοῦ τὰ χείλη |
: Ἡσίοδος : μήδ ' ἀντ ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμιχεῖν . παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς , | ||
οἷον ἀμιδαχεῖν : τροπῇ τοῦ α εἰς ο καὶ συγκοπῇ ὀμιχεῖν . . . . . . ὀμιχεῖν : ὀμιχεῖν |
κριθὴν ἀλευροποιεῖν : ἀπὸ τοῦ ἀλῶ ἀλήθω , ὡς πρῶ πρήθω , νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ | ||
, ἀπὸ ὀνόματος γέγονε : ἀλήθω κνήθω λήθω πήθω πλήθω πρήθω . τὸ δὲ βοηθῶ ἀηθῶ παρ ' ὄνομα : |
ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος ἐντετυπωμένης ἐν τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ | ||
ὀιστοδόκη ὀιστοθήκη γωρυτός φαρετρεῶνες , καὶ τῆς ἀσπίδος τὸ ἔλυτρον σάγμα , καὶ τοῦ κράνους ἡ θήκη λοφεῖον , δόρατα |
καὶ δόρυ ὡσαύτως πεπραγματευμένον , καὶ ὅπου μὲν ἂν εἰς ἀκόντιον ἀφικνῆται , ἀκοντίζῃ τὸν φεύγοντα τοῖς σφαιρωτοῖς , ὅπου | ||
προσάγεις : ποῦ διώρισεν ὄργανα νίκης ὁ νόμος ἵππον , ἀκόντιον , τόξον , ἀσπίδα ; ποῦ μόνοις ἐπιτρέπει τούτοις |
τοῦ ἄλδω τὸ αὐξάνω , τοῦτο δ ' ἐκ τοῦ ἅλλομαι τὸ πηδῶ πλεονασμῷ τοῦ δ , καὶ ἐξ αὐτοῦ | ||
πρὸ φωνήεντος ὄντα κατὰ διάστασιν ψιλοῦται . ὁμοίως καὶ τὸ ἅλλομαι τὸ πηδῶ δασυνόμενον ποιεῖ μέσον ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο |
τὸν δυνάμενον , τὸν σχολάζοντα : τὸν δὲ τρέμοντα καὶ ταρασσόμενον καὶ ῥηγνύμενον ἔσωθεν τὴν καρδίαν ἄλλῳ τινὶ δεῖ προσευκαιρεῖν | ||
ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον , φερόμενον . θ ὀρρόμενον ] ἐπερχόμενον |
διὰ τοῦ Ω μεγάλου γράφεται , ὥσπερ δὴ καὶ ὁ ὤψ ὁ ὀφθαλμός : ὁ δὲ νυκτάλωψ εἶδός ἐστι νοσήματος | ||
νυκτὸς καὶ τοῦ ἄλη , ἡ πλάνη , καὶ τοῦ ὤψ , ὁ ὀφθαλμός , ἐτυμολογεῖται , διὰ τοῦτο διὰ |
: ὃ διαφθείροντες οἱ ἰδιῶται βρίσχον καλοῦσιν . ἔστι δὲ πλόκανόν τι , ἐν ᾧ σῦκα καὶ τὴν ἄλλην ὀπώραν | ||
: ὃ διαφθείροντες οἱ ἰδιῶται βρίσχον καλοῦσιν . ἔστι δὲ πλόκανόν τι , ἐν ᾧ σῦκα καὶ τὴν ἄλλην ὀπώραν |
ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ λανθάνει ἡ φάρυγξ πιμπλαμένη τοῦ αἵματος , | ||
ὅταν πλευμᾷ , τὸ σίαλον παχὺ , ὑπόχλωρον , γλυκὺ βήσσεται , καὶ βρυγμὸς , καὶ ὀδύνη ἐς τὸ στέρνον |
ἐστι παιδιά , ταύτην πρώτων εὑρόντων Σικελῶν . καὶ ἡ λατάγη δὲ Σικελικόν ἐστιν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶ | ||
περὶ Ἀλκαίου καὶ τὴν λατάγην φησὶν εἶναι Σικελικὸν ὄνομα . λατάγη δ ' ἐστὶν τὸ ὑπολειπόμενον ἀπὸ τοῦ ἐκποθέντος ποτηρίου |
: σήθω : παρὰ τὸ σῶ , ὃ δηλοῖ τὸ σείειν ἐν τῷ κοσκίνῳ : ἀπὸ δὲ τούτου τὸ σήθω | ||
, ἀλλὰ σίλουρον ; ὠνόμασται γὰρ καὶ οὗτος ἀπὸ τοῦ σείειν συνεχῶς τὴν οὐράν . ΒΕΜΒΡΑΔΕΣ . Φρύνιχος Τραγῳδοῖς : |
. δαίεσθαι φωνὴν ἀφιέναι : καιομένη γὰρ μέγα ἠχεῖ . αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη ψοφεῖ αἰθομένη | ||
ἐπικεκαῦσθαι τὴν ὄψιν ὑπὸ τοῦ ἡλίου . , ἀρὰ τὸ αἴθω , τὸ καίω , καὶ τὸ ὄπτω ὄψω παρῆκται |
' αὐτῇ δέρμα , ὡς ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον τὸ πόσθης προῦχον . ᾧ δὲ τὴν πόσθην ἀπέδουν , τοῦτον τὸν | ||
κουφότεραί τε οὖσαι καὶ ναυτικωτέρων ἀνδρῶν , ταχυτῆτι καὶ ἐμπειρίᾳ προῦχον , αἱ δὲ Ῥωμαίων ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν |
ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι ἀγκοίνη . τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ θοίνη . ἀπὸ τοῦ | ||
ἔδει λέγεσθαι , καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι , ἀγκοίνη . τοιοῦτον ἐστὶ καὶ τὸ θοίνη . θῶ τὸ |
εἶδός ἐστι ποτηρίου ἢ πᾶν ποτήριον κελέβη καλεῖται ἀπὸ τοῦ χέειν εἰς αὐτὸ τὴν λοιβὴν ἤτοι λείβειν : τοῦτο δὲ | ||
. μάρναται : μάχεται : μάχη ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τοῦ αἷμα χέειν , ὡς καὶ πόλεμος ἀπὸ τὸ τοὺς πολλοὺς ἐμεῖν |
Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές . ῥαιστήρ : σφύρα . ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ σφριγόωσαι | ||
μὴ δυναμένου διὰ τὸ τὰ σκέλη διηνεκὲς ὀστοῦν ἔχειν καὶ ἀκαμπές , καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν δένδρων ἀνατέμνουσιν αὐτό : τοὺς |
, τουτέστι τὸν δεσμὸν ἢ τὴν νευρὰν , τῆς χρυσῆς φαρέτρης ἀναλύει . Ἀλλ ' οὗτος μὲν ὁ Ἀπόλλων ἵλεως | ||
, βαλέειν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει . ἤτοι ὃ μὲν φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν , θῆκε δ ' ἐπὶ νευρῇ |
πλὴν λεπυριώδη : φιλεῖ δὲ ὀρεινὰ χωρία καὶ κοχλακώδη . συλλέγεται δὲ τοῦ ἦρος . τοῦτο μὲν οὖν ἴδιον τῶν | ||
, ἄλιθος , ὁμόχρους , πολύχυτος ἐν τῇ ἀνέσει . συλλέγεται ἐν Καππαδοκίᾳ , φέρεται εἰς Σινώπην καὶ πιπράσκεται , |
: ἥ σε τὰ μὲν πρῶτα ἔνδον ἐν τῷ λιμένι ὀχήσει , ἐθίζουσα ἀνέχεσθαι τῆς πορείας , καὶ μὴ ἰλιγγιᾶν | ||
πλοῖον ἡ τράμπις καὶ ὁ Λυκόφρων φησί τράμπις ς ' ὀχήσει καὶ Φερέκλειοι πόδες . ὑπὸ γὰρ τοῦ Φερέκλου κατεσκευάσθησαν |
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος : | ||
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα | ||
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον |
τὰ τρυπήματα . Ὅπου δ ' ἂν εἰς τὸ αὐτὸ τρύπημα συμβῇ δὶς ἐνείρεσθαι , ὥσπερ τὸ αὐτὸ γράμμα δὶς | ||
; Ἔγωγε νὴ Δία , ἵνα μή γ ' ἁλῶ τρύπημα κλέπτων τῆς νεώς . Ἔπειτ ' ἐπὶ δεκάμνῳ χεσεῖ |
τὸ τόξον τεταμένον ἐν τῷ θηκίῳ , κρατεῖν δὲ τὸ κοντάριον καὶ συντόμως ἀποτίθεσθαι αὐτὸ ἐν τῷ νώτῳ , ἐπιλαμβάνεσθαι | ||
εἶδος ἱματίου . ξυστίδ ' ] ἱμάτιον ἢ ἀκόντιον , κοντάριον , ἅρμα . , τὸ λαμπρὸν ἱμάτιον . ἔχων |
ἤτοι ψεῦδος . ὧδε ] οὕτως . παιδνὸς ] ἤγουν ψεδνός . φρενῶν κεκομμένος ] ἀφαιρέσει τοῦ σ διὰ τὸ | ||
, ψυγῆναι Ἕλληνες . ψαθάλλειν Ἀττικοί , ψηλαφᾶν Ἕλληνες . ψεδνός Ἀττικοί , ἀραιόθριξ Ἕλληνες . ψυκτῆρα Πλάτων Συμποσίῳ . |
. τὰ ἔντερα . Ὅμηρος φησί : ψαύει δ ' ἐνδίνων . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος ἐτυμολογεῖ ἔνιά τινά ὄντα τὰ | ||
ὅπερ οὐχ ἁρμόζει . . : , . . . ἐνδίνων τῶν ἐντοσθιδίων , οἷον τοῦ ἐντὸς χρωτός . τῶν |
καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον | ||
ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ , |
ψῶρα καλεῖται . λέγεται δὲ φάλαινα παρὰ τὸ εἰς φῶς ἅλλεσθαι . μακρὸν δὲ ἔχει τὸ α [ καὶ ] | ||
ἐφέλκεται : ἕτερον δὲ καὶ φοβερὰ ὀνομάζει : καὶ κελεύουσιν ἅλλεσθαι καὶ καταπίπτειν ἐς τὰ φρέατα καὶ ἄγχεσθαι , ἅτε |
, ὀρτός : καὶ συνθέτως κονιορτὸς , ὁ τὴν κόνιν ὀρούων καὶ ὁρμῶν , ὡς σπείρω σπαρτός . Κοντὸς , | ||
αἶψα αὖ ἐρύων , τῷ δ ' αὖτις ἀάσχετος ἰθὺς ὀρούων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον |
τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον . ἦν δὲ τοῦ μὲν θέρους ἡτοιμασμένη ψίαθος ἐφ ' ἑκάστης κλίνης , τοῦ δὲ χειμῶνος κώδιον | ||
: ὄρος Βοιωτίας φορμηδόν : ψιαθηδόν : φορμὸς γὰρ ὁ ψίαθος ὅστις ἐναλλὰξ ἔχων τὸ πλέγμα ἐστί ἀνύτειν : οἱ |
, καὶ ἐφυλάχθη ἡ αὐτὴ κλίσις : τὸ δὲ νύξ νυχός διὰ τοῦ χ ἐκλίθη , ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ νύσσω | ||
ποῖόν ἐστι τοῦ παρακειμένου ; τὸ χ , καὶ γίνεται νυχός : πλεονάζει γὰρ τὸ τ ἐν πολλαῖς λέξεσιν , |
. ἢ τὸν Διὸς κεραυνόν . βέλος δὲ πᾶν τὸ βαλλόμενον . βέλος ] τὸν κεραυνόν . βέλος ] πόλεμον | ||
μεσαραϊκῶν φλεβῶν . Πόθεν σκύβαλον ; παρὰ τὸ τοῖς κυσὶ βαλλόμενον . περίττωμά ἐστι τὸ περιττεῦον τῆς τροφῆς καὶ ἄχρηστον |
ἑορτή : βαλανεῖον : λοφεῖον ἡ θήκη τῆς περικεφαλαίας : πορθμεῖον : μουσεῖον : βραβεῖον : φορεῖον : πορεῖον ἀντὶ | ||
Κερκόρου , δράκοντα τὸν φύλακα . Ὁρκίζω σε εἰς τὸ πορθμεῖον ἐκεῖνο , καὶ δι ' Ἀχέροντα ναυτίλον . Ὁρκίζω |
σφάλλω ἀσφαλής , . , . Ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ | ||
ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ παθητικὸν σπῶμαι , καὶ τοῦ σπῶ παράγωγον σπάζω : ὡς βῶ βάζω : τούτῳ τῷ |
τὸ τί ἦν εἶναι , ὥσπερ τὸ ἄναντες καὶ τὸ κάταντες . ὡς γὰρ ἐπὶ τούτων τὸ μὲν αὐτὸ διάστημα | ||
κώλυμα γίνεσθαι τῆς ἐκκρίσεως , ἀλλ ' ἀπορρεῖν εἰς τὸ κάταντες , γνώριμόν ἐστιν . μετὰ δὲ τὴν ἀφαίρεσιν τῶν |
. ὁ μὲν δὴ γύης πρίνινος ἔστω : ὁ δὲ ἱστοβοεὺς ἢ δάφνινος ἢ πτελέϊνος : οὕτω γὰρ ἄσηπτος ἔσταιτὸ | ||
, ἐξ οὗ καὶ ἔλυτρον τὸ περικάλυμμα . ἱστοβοῆι : ἱστοβοεὺς λέγεται παρ ' ἐνίοις καὶ τὸ μετὰ τὴν ἐχέτλην |
ἡ γλῶττα . παρεπιγραφή . ἐκκυκλεῖται ἐπὶ τὸ ἔξω τὸ θεσμοφόριον . ὅτε ἔμελλε γίνεσθαι ἐκκλησία , σημεῖον ἐτίθετο . | ||
κέχρηται . Πρὸς τὸ τῆς ἄγρας . τὸ τῆς Ἄγρας θεσμοφόριον Ἀρτέμιδος δηλοῖ . Προστυχὴς ἐγενόμην ἀντὶ τοῦ ἐνέτυχον Πλάτων |
ἀνεπτερῶσθαι ἄνοργοι ἀνταναγνῶναι ἀπαλλάξας ἀποκριπάμενος ἀρρενώπας ἅψω βαδίζου βαδισματίας Βασιλεία Βολβός Βρέα βῶσον γαστροχάρυβδις γλύφειν γονατίζειν δασύποδα Δεξώ διάλαος δουλοπρεπέστατα | ||
ἀφ ' οὗ βορὸς καὶ βορὰ , καὶ βοτήρ . Βολβός , ἐπὶ τοῦ ἐσθιομένου , ἀπὸ τοῦ βίᾳ ἀναβάλλεσθαι |
παροξύνεται : στωμύλος αἱμύλος στρογγύλος ἀγκύλος καμπύλος . τὸ δὲ αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ | ||
πέλαγος , τὸ λίαν κεχηνός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι αἴσυλος , οἱονεὶ ὁ πάνυ συλῶν καὶ ἁμαρτάνων . ἀντὶ |
ἄστεκτος : ἄφλεκτος : ἄτεγκτος ὁ σκληρός : τὸ γὰρ βρέχω τοῦ τέγγω διαφέρειν φησὶν Αἰέτιος ὁ ἰατρός : βρέχεται | ||
μέρους τῶν χειρῶν τοῦ πήχεως . Βρεχμός , παρὰ τὸ βρέχω βρέξω βρεγμός : ὡς παρὰ τὸ ἔχω ἕξω ἐχμὸς |
ὕστερον ὑπὸ Ἱέρωνος τοῦ βασιλέως τό τε κατὰ τὴν ἀγορὰν Ὀλυμπιεῖον καὶ ὁ πλησίον τοῦ θεάτρου βωμός , τὸ μὲν | ||
οἵ τε Ἀθηναῖοι ἅμα ἕῳ ἐξέβαινον ἐς τὸ κατὰ τὸ Ὀλυμπιεῖον ὡς τὸ στρατόπεδον καταληψόμενοι , καὶ οἱ ἱππῆς οἱ |
. . . αὐέρυσαν : ἰστέον , ὅτι ἀκολουθεῖ . ἐρύω οὖν ἐρύσω καὶ μετὰ τοῦ α τοῦ σημαίνοντος τὸ | ||
τὸ ῥήσσω , καὶ ῥωγάδες . Ῥυμός . παρὰ τὸ ἐρύω , οὗ μέλλων ἐρύσω . ὄνομα ῥηματικὸν ἐρυγμός . |
. . , , , : κνήμη : ἀπὸ τοῦ κινῶ κινήσω κινήμη καὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ ι κνήμη . | ||
Ἐρεχθεὺς ὁ Ποσειδῶν ἢ ὁ Ζεὺς παρὰ τὸ ἐρέχθω τὸ κινῶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τὴν Λαίτριναν , ἥτις ἐστὶ χωρίον |
. χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ ὄνυξ διαφέρει : ὁπλὴ μὲν λέγεται ἡ στρογγύλη καὶ ἄσχιστος ὄνυξ , οἷον | ||
: σχηλή τις οὖσα . παρὰ τὸ διεσχίσθαι , ὥσπερ ὁπλὴ , ἀντὶ τοῦ ἁπλῇ . Χαραδριός . ὁ ἡδόμενος |
Διονυσίην δὲ νηδύν : ἁπαλῶν δ ' ὕπερθε μηρῶν , μαλερὸν τὸ πῦρ ἐχόντων , ἀφελῆ ποίησον αἰδῶ Παφίην θέλουσαν | ||
κομίζων ἤμασι μὲν πρώτοισι βορῆς ἀπόπαστον ἐρύκει , πήματος ἀμβλύνων μαλερὸν σθένος , αὐτὰρ ἔπειτα τυτθὰ βορῆς ὤρεξε νοσήλια , |
Λάρκος : Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Καλλιππίδην . λάρκος ἐστὶ φορμὸς εἰς ὃν ἄνθρακας ἐνέβαλλον . κέχρηνται τῷ ὀνόματι ἄλλοι | ||
ὡς ἐν τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται . ἦ που δὲ καὶ φορμὸς τῶν γεωργικῶν , καὶ γαῦλοι καὶ σκαφίδες , καὶ |
: μαυροῦσι : κατὰ ἀντίφρασιν ἀπὸ τοῦ μαίρω δηλοῦντος τὸ λάμπω . . . . . . μαυροῦσι : μαυροῦσι | ||
ἀλαμπὲς καὶ μὴ ὁρώμενον : παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ἐξ οὗ καὶ μάρμαρον , ὁ μέλλων μαρῶ |
βοῇ ῥηγνύναι τὴν γῆν . παροιμίαν οὖν ἐν τῇ Σάμῳ διαρρεῖν τὴν λέγουσαν μεῖζον βοᾷ τῶν νηάδων . ὀστᾶ δὲ | ||
ἄλλοι λέγουσι χειμώνων γενομένων καὶ τῶν Ἀρκάδων ἀρξαμένων ἀπιέναι καὶ διαρρεῖν ἀτάκτως , [ οἱ δὲ ] τρεῖς μῆνας ἐμμεμενηκότας |
. Γ ἁλουργίδα ] πεποικιλμένην περικεφαλαίαν . Γ κατάπαστον ] κατάχρυσον . Γ χρυσοῦ διώξεις : τῷ “ διώξεις ” | ||
τοῦ ὑποδήματος , ἐὰν ὑπὲρ τὸν πόδα ὑπερβῇς , γίνεται κατάχρυσον ὑπόδημα , εἶτα πορφυροῦν , κεντητόν . τοῦ γὰρ |
[ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ . ! ! ] λ ' | ||
ὦ Ξανθία ] πρός τινα δοῦλον . δοῦλος αὐτοῦ . σμινύην ] ἀντὶ τοῦ ” δίκελλαν “ . τέγος : |
καὶ ἐν Πέρσαις ὁ αὐτός : ἐπὶ τηγάνοις καθίσανθ ' ὑφάπτειν τοῦ φλέω . Φιλωνίδης δ ' ἐν Κοθόρνοις : | ||
Οἴτην ὄρος , ἔνθα πυρὰν ἔνησεν , ἧς ἐπιβὰς , ὑφάπτειν ἐκέλευσε . Μηδενὸς δὲ τῶν σὺν ἐκείνῳ τοῦτο πράττειν |
βάσεως , ἢ ὅλου ποδός : ἴδιος δὲ ῥυθμοποιίας ὁ παραλλάσσων ταῦτα τὰ μεγέθη εἴτ ' ἐπὶ τὸ μικρὸν εἴτ | ||
τὸ γένος ἀπὸ Κνωσοῦ , καθέσει τῆς κόμης τὸ εἶδος παραλλάσσων . οὗτός ποτε πεμφθεὶς παρὰ τοῦ πατρὸς εἰς ἀγρὸν |
ὁ σῖτος καθαίρεται . λέμμα . λέμμα : φλοιός , λέπισμα . δρυόχων . τὰ στηρίγματα τῆς πηγνυμένης νεὼς δρυόχους | ||
δαπάνην . πεφυσιγγωμένοι : πεφυσημένοι . φύσιγξ λέγεται τὸ ἐκτὸς λέπισμα τῶν σκορόδων , ἡ φυσίγγη . ἔπαιξεν οὖν καὶ |
οἰνοχόας ⌈ εἴρηκεν Γ [ φασίν ] , ἀπὸ τοῦ ἀρύειν : ⌈ ἔνθεν Γ [ ὅθεν ] καὶ ἀρύταινα | ||
τὸ νεωστὶ ὕδωρ κομισθέν : ἔγκειται γὰρ τῇ λέξει τὸ ἀρύειν . πρόσφατον δὲ τὸ κρέας : πεποίηται γὰρ ἀπὸ |
. . . , . ἀγκοίνη : ἀπὸ τοῦ ἀγκών ἀγκώνη καὶ ἀγκοίνη . . . . , . ἄγκιστρον | ||
εἰς ω , ὦμος . ὡς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀγκὼν ἀγκώνη ἔδει λέγεσθαι , καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς οι |
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο | ||
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις |
ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . . | ||
, τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α . |
δὲ φλεγμαίνοντος κατὰ μὲν τὰ πλάγια μέρη πόνος τῆς καταλλήλου λαγόνος γίνεται , σφοδρυνόμενος κατὰ τὴν εἰς τὰ ἐναντία ἐπιστροφήν | ||
ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν |
καὶ ἐπὶ τὸ μέρος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ζωστηρίου ὠνομασμένου ἢ τὴν ἐξοχήν . ταλαίνῃ μητρὶ τῇ Ἀσίᾳ . | ||
Θεσπρωτοῦ Διός . . Θεσπρωτοῦ Διὸς ] ἀπὸ Θεσπρωτίδος γῆς ὠνομασμένου . . προσήγοροι ] αἱ προσαγορεύουσαι καὶ μαντευόμεναι δρύες |
“ εἰς τὸ ” ὅταν “ , ἀλλ ' ἔστιν ἐπιφώνημα σύνηθες ἡμῖν , ὅταν πρὸς τὴν μέλλουσαν τύχην ἀφορῶμεν | ||
ἐπιθετικῶς , ταῖς ναυσὶ ταῖς τὸ πέλαγος διαπεραιουμέναις . πόποι ἐπιφώνημα σχετλιαστικόν . τινὲς δὲ ἔδοξαν σημαίνειν ὦ θεοί : |
παρωνύμως προφῆτις , οἰκέτης οἰκέτις , οὕτως ἄρτης ἄρτις καὶ ἄρδις . ἢ παρὰ τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν | ||
τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν σίδηρον , ἄρις καὶ ἄρδις . οὕτως Ἐπαφρόδιτος , . , , . . |
: κατὰ γὰρ τὴν πῆξιν τοῦ ὕδατοϲ πᾶν τὸ λεπτομερέϲτερον ἐκθλίβεται . καλῶϲ δ ' ἂν ἔχοι τά τε ἰλυώδη | ||
σκληρὰ καὶ ἐπωθεῖται τοῖς προτέροις . καὶ τὰ μὲν πλείω ἐκθλίβεται ὑπὸ τῆς ἰσχύος τῆς ἔνδον , ἤδη δέ τινα |
ὥριμον , τὸν δυνάμενον πλούσιόν σε ποιῆσαι καὶ θρέψαι . ἄρμενον ἐντύνασθαι : ἀντὶ τοῦ ἁρμόδιον εὐτρεπίζεσθαι . * ὥς | ||
ἰσχυροτέρα . χειροτέρην : τὴν μικροτέραν , τὴν ἀσθενεστέραν . ἄρμενον : ἁρμόδιον . ἀμφέθεθ ' : περιεκαλύψατο , περιέθετο |
' οἱ θηρῶντες τοὺς μαργαρίτας , ὅταν εἰς κεχηνότα κόγχον κατευθὺ ἐκτείνωσι τὴν χεῖρα : μύει γὰρ τότε , καὶ | ||
κυκλοτερεῖς τε αὐτὴν διαιροῦσι τροχοί , ἵνα μήτε συστρέφηται μήτε κατευθὺ τείνοντος ὑπὸ ὀδύνης ἀπορραγείη τοῦ κήτους , ἀλλὰ πλανωμένου |
. Σαπρός . παρὰ τὸ σήπω , ὡς παρὰ τὸ λέπω λεπρός . Σκληρός . παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον , | ||
ἐνεκόλαπτον τοῖς λίθοις οἱ παλαιοί : γλάπτω γλαφυρὸς , ὡς λέπω λεπυρός : ἐπὶ δὲ τοῦ ἡδέος , ἀπὸ τοῦ |
δὲ προελθοῦσιν ἀκτήν τινα εἶναί φησιν ἐκκειμένην εἰς θάλασσαν : κάμψαντι δὲ αὐτὴν κόλπον εἶναι , εἰς ὃν καταφέρεσθαί φησι | ||
καὶ Π . καὶ Ζήνων ἔτη . . . . κάμψαντι δ ' ἄλλος συνεχὴς κόλπος , ἐν ὧι πόλις |
ἄνωθεν τῶν πετρῶν καὶ τῆς τοῦ κύματος κλάσεως ἐκινοῦντο . ἀγῆς : γράφεται αὐγῆς . ἠρήρειντο : ἐπλησίαζον , ἥδραζον | ||
γούνασι πέζας , ὑψοῦ ἐπ ' αὐτάων σπιλάδων καὶ κύματος ἀγῆς ῥώοντ ' ἔνθα καὶ ἔνθα διασταδὸν ἀλλήλῃσιν . τὴν |
συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ | ||
. ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί , |
ἔστι δὲ ὑπερβατὸν καὶ πέλας τοῦ κρατῆρος τοῦ Ἅιδου τοῦ παφλάζοντος ἐκ βυθῶν τῷ πυρί . Ἅιδου δὲ κρατῆρα λέγει | ||
περιάψειεν , ὀλισθαίνειν διακωλύσει τὸ βρέφος . κἂν ἐν λέβητι παφλάζοντος ὕδατος ἐπιψαύσῃ , τὴν τοῦ πυρὸς νικήσει πάντως ἰσχύν |
αὐτῆς μέρος ἄνωθεν ᾖ , τὸ δὲ κυρτὸν κάτωθεν : πρανὲς δὲ τὸ ἐναντίον τούτῳ : μέσον δ ' ἀμφοῖν | ||
οὕτω παρὰ τὸ πιστὸς πιστόσυνος καὶ πίσυνος : κατασυγκοπήν : πρανὲς σημείωσαι τὸ κάταντες καὶ τὸ κατοφερές . καὶ πρανίζει |
οἱονεὶ τὰ τοῖς ποσὶν εἰλούμενα . πέζῃ τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ . περί ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμῖν συνήθους “ αἳ | ||
' ἀείρας : ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε |
γὰρ οἱ χρόνοι εὔδηλοι . . ἤτοι ὁ κὰπ πεδίον Ἀλήιον οἶος ἀλᾶτο : ἡ διπλῆ , ὅτι παρετυμολογεῖ τὸ | ||
αὐτὸν * εἰς τὴν γῆν . καὶ δὴ περὶ τὸ Ἀλήιον πεδίον κατενεχθέντος Βελλεροφόντου καὶ περιπορευομένου τυφλοῦ ἀπὸ τῆς πτώσεως |
ἔπειτα μεταχεόμενον εἰς βόθρους τὴν πῆξιν λαμβάνει , ὃ δὴ πηκτὸν ἰδίως ὀνομάζεται : τὸ δὲ τρίτον καλεῖται μὲν ἑφθόν | ||
Ἐρατοσθένης ἐν τῷ Ἀρχιτεκτονικῷ καταγράφει . αὐτόγυον : πρὸς τὸ πηκτὸν ἄροτρον ἡ διαστολή . ἤλασεν Ἠελίῳ : πέπλασται ὁ |
παρανήτην διεζευγμένων , ἐκαλεῖτο δὲ φρύγιον . τέταρτον τὸ ὑπὸ βαρυπύκνων περιεχόμενον , οὗ τέταρτος ὁ τόνος ἐπὶ τὸ ὀξύ | ||
διὰ τεσσάρων τρία ἐστὶν εἴδη . πρῶτον μὲν τὸ ὑπὸ βαρυπύκνων περιεχόμενον , οἷόν ἐστι τὸ ἀπὸ ὑπάτης ὑπάτων ἐπὶ |
οἱονεὶ μαίνεσθαι . μαρμαρυγάς τὰς συνεχεῖς τῶν ποδῶν κινήσεις . μάσταξ τὸ στόμα : “ μάστακ ' ἐπεί κε λάβῃσι | ||
νάω : ἀφ ' οὗ καὶ ὁ μαστὸς καὶ ἡ μάσταξ . . . . . μαστεύω , . . |
. . . ἄπυστοι : οἱ Ἀθηναῖοι . . . ἄπεδον : τὸ ὁμαλόν : Θουκυδίδης : καὶ κατέβησαν εἰς | ||
. ἐκεῖ μὲν γὰρ τὰ ὄρη διαστήσας Θετταλίαν ἐποίησε γῆν ἄπεδον ἐκ λίμνης ἐξιεὶς κατὰ ῥεῦμα τὸν Πηνειὸν , ἐνταῦθα |