ἐλπίδας εἶχε κρατήσειν τῶν βαρβάρων : τὴν μὲν γὰρ Πυθίαν ἀνίκητον αὐτὸν ὠνομακέναι , τὸν δ ' Ἄμμωνα συγκεχωρηκέναι τὴν
χειμῶνα πλεῖστον ? ? ? ? [ καὶ ἴσως ] ἀνίκητον . ἔδοξεν οὖν πλεῖν : ἀσπασάμενοι [ ] τοίνυν
8091360 αἰθεσθαι
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
πέτευρον διὰ τὸ αἴτιον εἶναι αἰθάλης . ἢ ἀπὸ τοῦ αἰθεσθαι λίαν οὕτως αὐτὸ ἔφη . ἕως κατὰ γνώμην ὁ
7952796 ἀρηγονα
δὲ καὶ νεφροῖσι δεθεὶς κάμνοντα σαώσει . Δεύτερον εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν
? ? ? ! ! ! [ ] [ ] ἀρηγόνα χεῖρα γενε [ ] [ ] ανουσαν ? [
7950082 δαροβιοισι
ἀνθιστάμενος τοιαῦτα ὑφίσταται . εἴκασμα ] τὸ ὁμοίωμα . Ξ δαροβίοισι : ἤγουν ἐχθρὸν καὶ μισητὸν εἴκασμα καὶ εἴδωλον τοῖς
πολὺ ζῶσι , τοῖς ἀθανάτοις . δαροβίοισι ] πολυχρονίοις . δαροβίοισι ] τοῖς ἀθανάτοις . Ξ δαροβίοισι ] ἀιδίοις .
7920396 ταναον
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν :
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα
7904047 κουραλιον
κλέος ἔρξαι ἐτώσιον ἁζομένοιο . κεῖνο πολὺ πρώτιστον ἀνερχόμενος περάτηθεν κουράλιον θνητοῖσι φέρων πόρεν Ἀργειφόντης : τύνη δ ' ἀκρήτοιο
κλέος ἔρξαι ἐτώσιον ἁζομένοιο . Κεῖνο πολὺ πρώτιστον ἀνερχόμενος περάτηθεν κουράλιον θνητοῖσι φέρων πόρεν Ἀργεϊφόντης . τύνη δ ' ἀκρήτοιο
7860880 λυγαιον
Λυγαῖον , τὸ φοβερόν . οἷα λυγερόν τι ὄν . λυγαῖον δὲ τὸ σκοτεινόν . ἴσως παρὰ τὸ λύειν τὴν
Ἀμφιλύκη , κατὰ τροπὴν τοῦ γ εἰς τὸ κ : λυγαῖον γὰρ τὸ σκοτεινόν . παρὰ τὸ λύειν , ἢ
7842261 περιπιτνει
μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει
φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται
7820837 στορθυγξ
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον
7799805 ἰαπτει
δαυλοὶ γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι . ἰάπτει δ ' ἐλπίδων ἀφ ' ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς ,
καὶ ὁ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ χαλεποῦ καί τε τυπῇσιν ἀμυδροτέρῃσιν ἰάπτει . κέλευθος ὁμῶς : κατεναντίον τῷ κεράστῃ . ὁ
7791929 Τυφαονιον
τὸν φασὶ Διὸς ῥυτῆρα γενέσθαι , Ζηνὸς μὲν ῥυτῆρα , Τυφαόνιον δ ' ὀλετῆρα . κεῖνος γὰρ δείπνοισιν ἐπ '
. Τυφαόνιον : τοῦ Τυφῶνος . ὀλετῆρα : φθορέα . Τυφαόνιον δ ' ὀλετῆρα : φύλακα τοῦ Τυφῶνος τοῦ κατοικοῦντος
7785051 Κικλησκω
εὐφήμους τελετὰς ὁσίας νεομύστοις εὐκάρπους καιρῶν γενέσεις ἐπάγουσαι ἀμεμφῶς . Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν , εὐειδῆ Σεμέλην , ἐρατοπλόκαμον ,
πρὸς σὸν χῶρον , ἄνασσα , καὶ εὐδύνατον Πλούτωνα . Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον , εὐαστῆρα , πρωτόγονον , διφυῆ ,
7748203 πειρᾳς
τὸν νέον ξύνδουλον : οὑτωσὶ καλῶς : Σπινθὴρ τάλας , πειρᾷς με ; ναί , τοιοῦτό τι : φιλοτησίαν δὲ
τὸν νέον ξύνδουλον . οὑτωσὶ καλῶς . Σπινθὴρ τάλας , πειρᾷς με . ναί , τοιοῦτό τι : φιλοτησίαν δὲ
7744538 ἀγρευτηρος
τὸν ἀγρεύοντα μόρον , καλεῖ κατ ' Ἀττικούς . μόρον ἀγρευτῆρος : τὸν ἀπ ' ἀγρευτῆρος . Σφύραιναι : ζαργάναι
. Θέμιν : δίκην . Τεῦ : τούτου , ἤγουν ἀγρευτῆρος . Αἰδώς : γνωμή . Ὀΐεσσα : προβατώδης .
7735869 ἠρυξε
ξυνεπαινεῖ . μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺν ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν μὴ ' νατραπῆναι μηδ ' ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν
. Καδμείων ] τῶν Θηβαίων . ἤρυξε ] ἐφύλαξε . ἤρυξε ] ἐρύσατο κωλύων . ἤρυξε ] ἐκώλυσεν . θ
7726445 Θεολυτη
ἄλλο . δεῦρο δὴ γεμίσω ς ' ἐγώ . γραῦ Θεολύτη , γραῦ . τί με καλεῖς σὺ φίλτατε ;
. δεῦρο δή , γεμίσω ς ' ἐγώ . γραῦ Θεολύτη , γραῦ . τί με καλεῖς σύ , φίλτατε
7722977 ἐσαινε
κεφαλὰς ἔχων , καὶ τοὺς μὲν κατιόντας περὶ τὸν Ἅιδην ἔσαινε , τοὺς δὲ ἀνιόντας κατήσθιεν , ὃν ἐφόνευσεν ὁ
τῶν κυνῶν ἄσημος ὑλακή . φησὶν οὖν , ὅτι παραγενομένην ἔσαινε τὴν Γαλάτειαν . ἐκνυζεῖτο : ἐκαναχίζετο ἡ κύων .
7718462 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
7705502 ἐκθαμνισητε
πανώλεθρον ] παντελῶς ἠφανισμένη . πανώλεθρον ] παντελῶς ὀλεθρευθεῖσαν . ἐκθαμνίσητε : δίκην θάμνου ἐκριζώσητε . θάμνος γάρ ἐστιν εἶδος
πολὺ πῦρ ἐξικμάζον τὴν συνεκτικὴν τῶν λεπτῶν θάμνων ὑγρότητα . ἐκθαμνίσητε ] ἐκριζώσητε . Ξ ἐκθαμνίσητε ] ἐκσπάσητε . θ
7704994 Νηστιν
τούτων συγκαθαιρεῖται ἡ δύναμις καὶ οὐκ εἰς μακρὰν ὀλεθριῶσιν . Νῆστιν μὲν γὰρ ἡλκῶσθαι νομίζομεν , ἢν τὸ αἷμα τὸ
, ἀλλὰ ὑπὸ ἡλίου καὶ σελήνης καὶ ἄστρων καταλάμπεται , Νῆστιν δὲ καὶ κρούνωμα βρότειον τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὕδωρ
7699791 πρεπωδεστατον
ἐκείνου πεισθέντες ἀνεδέξαντο . σχῆμά τε οὐ τοῦτο τῇ διανοίᾳ πρεπωδέστατον ἦν , τὸ ἐπιτιμητικόν , ἀλλὰ τὸ παραιτητικόν :
ὅπως ἐν ταῖς ἱερουργίαις συλλειτουργῇ πᾶς ὁ κόσμος αὐτῷ : πρεπωδέστατον δὲ τὸ τὸν ἱερώμενον τῷ τοῦ κόσμου πατρὶ καὶ
7683658 φυλασς
, παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις . ἴθι :
. Ἰὲ Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Πυθιάσιν δὲ πενθετήροισι [
7680791 ϝον
μετὰ τοῦ Φ κατὰ πᾶσαν πτῶσιν καὶ γένος : τὸν ϝὸν παῖδα κάλει , Σαπφώ . καὶ Ἀλκμὰν δέ ,
] υ πολίων βασίληες τίοισιν ὀφθάλμοισιν ; μέλημα τὦμον τὸν ϝὸν παῖδα κάλει φαίνεταί ϝοι κῆνος φαῖσι δή ποτα Λήδαν
7666704 αἰνολεκτρον
οἰστρημένον ἢ τηλικῶνδε πεῖραν ὀτλῆσαι κακῶν . Ὁ δ ' αἰνόλεκτρον ἁρπαγεῖσαν εὐνέτης πλᾶτιν ματεύων , κληδόνων πεπυσμένος , ποθῶν
Πακτωλοῦ ποτὰ καὶ νᾶμα λίμνης , ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι
7660424 Ἀφροσυνη
γε ὑπεναντία ἑνὶ πράγματι πῶς ἂν εἴη ; Οὐδαμῶς . Ἀφροσύνη ἄρα καὶ μανία κινδυνεύει ταὐτὸν εἶναι . Φαίνεται .
κρᾶτα συνηλοίησαν , ὁ δ ' ὄλλυται ἄφρονι πότμῳ . Ἀφροσύνη καὶ σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ
7660130 πινυτος
τὸ πεπνύω ὄνομα πνυτὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , πινυτός , ὁ διεγηγερμένος . καὶ γὰρ τὸ ἦτορ παρὰ
, ἀνάπνευσις . ἀπὸ δὲ τοῦ πνύω γίνεται πινύω , πινυτός , ὡς ἀφύω ἀφύσσω , πινύω πινύσσω . ἔνθεν
7659373 εὐσχιστον
σχίζουσαι καὶ ἀποκόπτουσαι . ἐρείκη εἶδος φυτοῦ , ὅπερ ἐστὶν εὔσχιστον . ἀπὸ τούτου δὲ καὶ τὸ κατειρεικόμεναι γίνεται .
σχίζουσαι καὶ ἀποκόπτουσαι . ἐρείκη εἶδος φυτοῦ , ὅπερ ἐστὶν εὔσχιστον . ἀπὸ τούτου δὲ καὶ τὸ κατερεικόμεναι γίνεται .
7643743 ἀϊειν
. ἠϊόσιν : τοῖς αἰγιαλοῖς . Αἰγιαλὸς ἐτυμολογεῖται παρὰ τὸ ἀΐειν διὰ τὸ ἀνεπιπροσμάχητον , ἢ παρὰ τὸ δίκην αἰγὸς
ἐπίθετον , ὃ δηλοῖ τὴν † ἐνυπόστατον κίνησιν : ἔνθεν ἀΐειν , τὸ ὁρμᾶν , καὶ ἀΐσσειν . οὕτως Μεθόδιος
7643605 ἀειραμενος
τοξεύειν : ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν , πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω : ὃς δέ κε μηρίνθοιο
νόον , ἤ μ ' ἀποειπών ἔχθαιρ ' ἐμφανέως νεῖκος ἀειράμενος . οὕτω χρὴ τόν γ ' ἐσθλὸν ἐπιστρέψαντα νόημα
7643599 σακιταν
λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον
κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις
7635539 τιμασθω
. καὶ μηδὲ ἐκεῖνος ὁ λόγος καίτοι δοκῶν εὐφημότερος εἶναι τιμάσθω , ὡς Ἡφαίστῳ μέλει τοῦ χαλκεύειν ἐν τῇ Αἴτνῃ
καταφρονηθήτω , εἴτε μέγα , μικρόν τι νομισθήτω καὶ τούτῳ τιμάσθω παλαιὰ φιλία . Ἀκούω παῖδα γεωργοῦ κομίζειν ἐπί τι
7627712 κλαγγαισιν
ἀκμάζοντος τοῦ ἡλίου θερμαινόμενος εὐκίνητός ἐστι καὶ συριγμοῖς προσέχει . κλαγγαῖσιν ] ἤχοις . ἔστι δὲ ποιὰ φωνὴ κυρίως ἐπὶ
κατὰ μέσην ἡμέραν γεγενημέναις . κλαγγαῖσιν ] βοαῖς . Ξ κλαγγαῖσιν ] συριγμοῖσιν . κλαγγαῖσιν ] κραυγαῖς . κλαγγαῖσιν ]
7626349 Οἰμ
κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ .
. Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων
7624456 νυκτερον
κλαγγηδὸν ἐπειγόμεναι βρωμοῖο χειμῶνος μέγα σῆμα , καὶ ἐννεάγηρα κορώνη νύκτερον ἀείδουσα , καὶ ὀψὲ βοῶντε κολοιοί , καὶ σπίνος
† ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος , ὡς δυσμενοῦς ὑπερτέρου , ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν , παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον . ὅ τοι
7621626 ἐπιδοιμι
γὰρ ἂν ἐντεῦθέν μέ τις ἀνέλοιτο , οὐδ ' ἂν ἐπίδοιμι τὸν ἥλιον οὐδ ' [ ἂν ] εἰς φῶς
πανήγυρις ] ἡ πληθύς . θ πανήγυρις ] χορός . ἐπίδοιμι ] θεάσαιμι . ἀστυδρομουμένην ] πορθουμένην . ἀστυδρομουμένην ]
7620498 βαρυμηνιν
, νέος ἰχώρ . ἦ μέγαν οἴκοις τοῖσδε δαίμονα καὶ βαρύμηνιν αἰνεῖς , φεῦ φεῦ , κακὸν αἶνον ἀτηρᾶς τύχας
τῶν Ὀδυσσέως ἑταίρων , ὃν δολοφονηθέντα ὑπὸ τῶν βαρβάρων γενέσθαι βαρύμηνιν , ὥστε τοὺς περιοίκους δασμολογεῖν αὐτῷ κατά τι λόγιον
7614651 Ὀφρα
ἀδήλοις , ἀστοχάστοις . ἀρηρώς : ἁρμοσθεὶς , ἡρμοσμένος . Ὄφρα θάνῃ : ἵν ' ἀποθάνῃ . αὐτῷ : ἑαυτῷ
κῆρες φορέουσι , καὶ οἴσους ' ἐπὶ τὸν Ἴστρον , Ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι ,
7613458 κροκοειδες
νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα . κροκωτόν : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν
, αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι κροκοειδὲς ἔχουσι τὸ δέρμα , αἱ δὲ μικραὶ πυρρόν .
7610357 θανηις
ἀλλ ' εἴ ς ' ἀφείην μὴ φρονοῦσαν , ὡς θάνηις ; οἴμοι πότμου . ποῦ μοι πυρὸς φίλα φλόξ
γέροντα βαστάζων νεκρόν . θανῆι γε μέντοι δυσκλεής , ὅταν θάνηις . κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει θανόντι μοι . φεῦ
7605479 Φυλειδην
πόνοιο : τοῦ ἐν πολέμῳ ἔργου . . . . Φυλείδην τε Μέγητα . Φυλείδην τε Μέγην τε . .
πολέμῳ ἔργου . . . . Φυλείδην τε Μέγητα . Φυλείδην τε Μέγην τε . . Κ Ν . .
7600182 ἀφειλω
φοβερᾷ φονευόμενον ἰδοῦσα πλησίον σου μειράκιον καλόν , ἐρωτικόν : ἀφείλω μου τὸν ἡλικιώτην , τὸν πολίτην , τὸν ἐραστήν
. πλὴν εἰκόνα μοι δέδωκας ἀνδρὸς φιλτάτου καὶ ὅλον οὐκ ἀφείλω μου Χαιρέαν . δὸς δή μοι γενέσθαι τὸν υἱὸν
7591220 εὐιου
καὶ θαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον . ὦ φάος μέγιστον ἡμῖν εὐίου βακχεύματος , ὡς ἐσεῖδον ἀσμένη σε , μονάδ '
δὲ θαλάμοις βουκόλον . . . . κομῶντα κισσῷ στῦλον εὐίου θεοῦ . πόλλ ' ἔστιν ἀνθρώποισιν , ὦ ξένοι
7589968 χανουσα
ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν
' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν
7581761 μογεροισι
δείδιθι μαιμώωσαν ἔσω ἁλὸς ἠδὲ καὶ ἄλλα ἄστρα τά που μογεροῖσι πέλει δέος ἀνθρώποισι δυόμεν ' ἢ ἀνιόντα κατὰ πλατὺ
υἱὸν φῶτ ' Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθρεψε Γέλα , ὃς πολλοὺς μογεροῖσι μαραινομένους καμάτοισι φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων . . .
7576398 Ἀιδωνεα
μὲν εἶπε τὸν αἰθέρα , γῆν δὲ τὴν Ἥραν , Ἀιδωνέα δὲ τὸν ἀέρα , τὸ δὲ δακρύοις τεγγόμενον κρούνωμα
, Ἥρην δὲ φερέσβιον τὴν γῆν , ἀέρα δὲ τὸν Ἀιδωνέα , ἐπειδὴ φῶς οἰκεῖον οὐκ ἔχει , ἀλλὰ ὑπὸ
7571207 σφαξ
τοι ἔσται . Ἦ καὶ ἀναΐξας ὄϊν ἄργυφον ὠκὺς Ἀχιλλεὺς σφάξ ' : ἕταροι δ ' ἔδερόν τε καὶ ἄμφεπον
σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ τέττιγος τολμᾷς βομβεῖν . σφάξ : εἶδος μελίσσης ἦχον ἀποτελοῦν . ὥριφος : εἰ
7568956 λιστρον
: τὸ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενον κοχλιάριον . Ὅμηρος μὲν λίστρον τὸν ξυστῆρα , οὗ ὑποκοριστικὸν λίστριον , οἷον ξυστηρίδιον
τέλος ἔργου καρτερὸν οἰνοφόροιο πονεύμενος ἕρκος ἀλωῆς , ἤτοι ὃ λίστρον ἔμελλεν ἐπὶ προύχοντος ἐρείσας ἀνδήρου καταδῦναι ἃ καὶ πάρος
7567782 Δαλου
ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν ' εὐρυβίαν , ὃν πρόγονον , καὶ τοξοφόρον Δάλου θεοδˈμάτας σκοπόν , αἰτέων λαοτˈρόφον τιμάν τιν ' ἑᾷ
[ ] ! φόρμιγγι ? ? [ Φοίβωι ] : Δάλου ? [ ] ε μεσόχθονος ? ? [ [
7566609 Πονηρον
πήγανον ὡς πολέμιον αὐτῷ ὑπάρχον . Ἐκ τοῦ Τιμοθέου . Πονηρόν τι ζῷον καὶ κακοῦργον ἡ ἰκτίς , ἐπίβουλόν τε
, ὥσπερ τινές . Κραταιὸν ] Πιθανόν . Δόλιον ] Πονηρόν . Φίλον εἴη φιλεῖν ] * Λέγει ὅτι ὁ
7566453 ἡμιγυμνος
ἡμίκραιρα , ἡμιμόριον , ἡμιθνής , ἡμιμέθυσος , ἡμιτυμπάνιστος , ἡμίγυμνος , ἡμίθεος , ἡμιτάλαντον , ἡμικλήριον . ἡμίλουτοι δὲ
ἑσπέραν ἄσιτος διαμενῶ , οὐδὲ τοῦ χειμῶνος ἀνυπόδητός τε καὶ ἡμίγυμνος περινοστήσω τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τοῦ κρύους συγκροτῶν . τίς
7565053 ἀποτροπον
κακὰν ἐλπίδ ' ἔχων ἔτι μέ ποτ ' ἀνύσειν τὸν ἀπότροπον ἀΐδηλον Ἅιδαν . Καί μοι δυσθεράπευτος Αἴας ξύνεστιν ἔφεδρος
ἀπ ' αὐτῶν , λέγει δέ που καὶ τὸ μισητὸν ἀπότροπον , τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἀπότροπον . μεθέσθαι
7564165 βαυ
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ '
7563791 αἱρησω
κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω .
Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “
7563671 ἀποπνειν
εὐθὺς ἀπολέσθαι , μόνον ἀκολουθῆσαι μέχρι τῆς κολάσεως , ἰδεῖν ἀποπνεῖν : εἰ γὰρ δύνατον ἦν μισθῶσαι δήμιον ? ?
πῦρ τῷ ὕδατι πλησιάσαν ἔτι μᾶλλον ἐξῆφθαι . Μέλλον δὲ ἀποπνεῖν καὶ ταῖς ὀδύναις νενικημένον ἐκ - δήσαντες ἐπὶ τὴν
7562354 Ἡκιστα
ὀστέα κατεηγότα ἰητρεύεται , κατάψυχρον δὲ κάρτα μηδὲν προσφέρειν . Ἥκιστα μὲν οὖν τὰ πρῶτα ἄρθρα κινδυνώδεά ἐστι , τὰ
εἰσπεμπόντων , ποιητὴς τῶν λόγων οἷς οἱ ῥήτορες ἀγωνίζονται ; Ἥκιστα νὴ τὸν Δία ῥήτωρ , οὐδὲ οἶμαι πώποτ '
7560725 Ἐα
οὐκ ὀμώμοκ ' , οὐδ ' ὥρκως ' ἐγώ . Ἔα σπεῦδε ταχέως : ὡς τὸ τῆς ἐκκλησίας σημεῖον ἐν
, ἀλλὰ τοῦ μόνου τέκνου με περιόψεσθ ' ἀποστερουμένην ; Ἔα ἔα . Ὦ πότνιαι Μοῖραι , τί τόδε δέρκομαι
7560347 Κοριον
ταῦτα δὲ ἀπὸ τοῦ κόρη γέγονεν . ἀπὸ δὲ τοῦ Κόριον τὸ ἀνάλογον Κοριεύς . Κορκυρίς , πόλις Αἰγύπτου ,
μὲν γὰρ ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον
7557809 σκελλω
. παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον , ὅ ἐστι ἀπὸ τοῦ σκέλλω . Στεῖρα . παρὰ τὸ στῶ , οὗ παράγωγον
. . . ἀσκελές : τὸ σκληρόν : παρὰ τὸ σκέλλω ξηραίνεσθαι . . . . ἀσκωλιάζειν : ἐφ '
7556260 σαιρειν
σεσηρότα γέλωτα σαρδάνιον ἐντεῦθεν λέγεσθαι , ἐπεὶ γελῶντες ἀποθνῄσκουσιν : σαίρειν δέ ἐστι τὸ διέλκειν τὸ στόμα καὶ χαίνειν .
ἀεὶ σὺν τῷ κ . κορεῖν παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς τὸ σαίρειν καὶ φιλοκαλεῖν . λύχνους λέγουσιν οἱ Ἀθηναῖοι , λύχνα
7552709 ἑρπον
. καὶ ἐϲ κεφαλὴν τουτέων ἡ ὁρμὴ ἧκεν , ἢν ἕρπον τὸ κακὸν ἐϲ τὴν κεφαλὴν ἵκηται , πάταγοϲ τουτέοιϲι
σεισθῇ θεόθεν δόμος , ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆθος ἕρπον : ὅμοιον ὥστε ποντίας οἶδμα , δυσπνόοις ὅταν Θρῄσσῃσιν
7551130 δεργμα
γενεᾶς ἰσόθεος φώς . κυάνεον δ ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος , πολύχειρ καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ '
. . . κυάνεον ] σκοτεινὸν , φοβερόν . . δέργμα ] βλέμμα . . Σύριον ] Περσικόν . διώκων
7550082 ἀγκαλαι
μὲν γᾶ τρέφει δεινὰ δειμάτων ἄχη , πόντιαί τ ' ἀγκάλαι κνωδάλων ἀνταίων βρύουσι , [ πλάθουσι ] βλαστοῦσι καὶ
τοι καὶ παθεῖν ὀφείλεται ἀρτίδροπος ὀπώρα νεάζουσα μάντις μυχθίζειν κυμάτων ἀγκάλαι ὃς εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας ζόης
7547417 πανταλαινα
ἦλθες εἰς τοὺς ἐμοὺς δόμους . ἐπειδὴ εἶπεν ὦ δυστυχεστάτα παντάλαινα νύμφα , ἐπήγαγεν οἰκτροτάτη γάρ , ἀντὶ τοῦ :
' ἄχη ] πανάθλια . δεῖ πανταλαίνου εἶναι , ἢ παντάλαινα . εὕρηται δὲ ἐν πολλοῖς καὶ καλοῖς βιβλίοις οὕτω
7541646 Μενος
οἶδας ὅσον σέο φέρτερος Ἕκτωρ ἔπλετ ' ἐνὶ πτολέμοισι ; Μένος δ ' ἀλέεινε καὶ ἔγχος ἡμέτερον : πινυτὸν γὰρ
τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο . Μένος δ ' ἐνέπνευσεν ἀνάγκη : φῆ δέ , καὶ
7540136 οἰμησε
θάλασσαν λευγαλέῃς ῥιπῇσι μεμηνότας . Ἣ δ ' ἀίουσα ἐσσυμένως οἴμησε περιγναμφθεῖσα νέφεσσι : φαίης κεν πῦρ ἔμμεν ἅμ '
ἢ ἄρν ' ἀμαλὴν ἢ πτῶκα λαγωόν : ὣς Ἕκτωρ οἴμησε τινάσσων φάσγανον ὀξύ . ὁρμήθη δ ' Ἀχιλεύς ,
7538081 φερεσβιον
φερ ? [ φερε ? [ φερεδεα ! ! [ φερέσβιον λωτο ? [ καρποφόρος ? [ [ ἰοχέαιρα ]
τὸν πλούσιον καὶ εὐδαίμονα ὄμπνιον καλοῦσιν . ἄμεινον δὲ τὸν φερέσβιον εἰπεῖν οἱονεὶ ἔμπνοόν τινα ὄντα καὶ ὄμπνιον . .
7535821 χαζω
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ
7534527 αἰδοιην
στονόεντας ἀέθλους , παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου , αἰδοίην θέτ ' ἄκοιτιν ἐν Οὐλύμπῳ νιφόεντι : ὄλβιος ,
Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν ἠδὲ Ποσειδάωνα γαιήοχον ἐννοσίγαιον καὶ Θέμιν αἰδοίην ἑλικοβλέφαρόν τ ' Ἀφροδίτην Ἥβην τε χρυσοστέφανον καλήν τε
7533786 φρυαττεσθαι
φαμὲν καὶ φριμαγμὸς ἡ τοῦ τράγου φωνὴ ὥσπερ πταρνυμένου : φρυάττεσθαι δὲ τὸν ἵππον τὸν φυσῶντα καὶ γαυρούμενον . καθαρίζειν
συκοφαντεῖν συμβόλαια σύσσημον Τεμβρίειον Τίβιον τρίγωνον τρόπαιον τύντλος ὑπόθεσιν φερνήν φρυάττεσθαι χλωρόν ὅταν τις ἡμῶν ἀμέριμνον ἔχῃ βίον , οὐκ
7532102 Κιοιο
, οἷον : ἀμφ ' † Ἀργανθώνιον ὄρος προχοάς τε Κίοιο . . . . ἀργεστής : ὀξύνεται , καὶ
Κιανίδος ἤθεα γαίης / ἀμφ ' Ἀργανθώνειον ὄρος προχοάς τε Κίοιο . τοὺς μὲν εὐξείνως Μυσοὶ . . . δειδέχατ
7529262 φλεξον
οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις ; πυρί με φλέξον , ἢ χθονὶ κάλυψον , ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς
, μανικὴν καὶ παρακεκομμένην τὸν νοῦν τείρεις ] δαμάζεις πυρὶ φλέξον ] ἤγουν κεραύνωσον χθονὶ κάλυψον ] τῇ γῇ :
7528562 εὐαιωνι
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . [ ] λὲς δὲ χειρὶ πάλλων
Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Ἀλλὰ δέχεσθε Βακχιάσταν [ - ]
7527763 ληθειν
ὁμοίην , ὥστε σε μήτε ἄελπτ ' ἐλπίζειν μήτε τι λήθειν . γνώσηι δ ' ἀνθρώπους αὐθαίρετα πήματ ' ἔχοντας
ὁμοίην , ὥστε σε μήτε ἄελπτ ' ἐλπίζειν μήτε τι λήθειν . τούτων γὰρ οὐκ ἔστιν ἄλλα θαυμασιώτερα τοῖς εὖ
7527577 διδυμαονε
δὲ θεῷ δμηθεῖσα καὶ ἀνέρι πολλὸν ἀρίστῳ Θήβῃ ἐν ἑπταπύλῳ διδυμάονε γείνατο παῖδε , οὐκέθ ' ὁμὰ φρονέοντε : κασιγνήτω
ἐννοσιγαίου : ἣ δ ' ἄρ ' ἐνὶ μεγάροις ] διδυμάονε ? γείνατο τέκνω [ Ἄκτορι κυσαμένη ] καὶ ἐρικτύπωι
7524376 φερεγγυον
] τὸν ἀξιόχρεων . τὸν φερέγγυον ] τὸν ἀντάξιον . φερέγγυον ] ἱκανώτατον . θ φερέγγυον ] τὸν ἀσφαλῆ καὶ
καὶ τὸ μὴ ἀμελεῖν μάθε . σθένος δὲ ποιεῖν εὖ φερέγγυον τὸ σόν . οὔτοι προδώσω : διὰ τέλους δέ
7523600 υνʹ
εἰς Πάταρα στάδιοι ψʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς Καῦνον στάδιοι υνʹ . Ἐκ Ῥόδου εἰς νῆσον Ῥόπουσαν στάδιοι τνʹ .
εἰς Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι φʹ , [ στάδιοι ] υνʹ . Ἀπὸ δὲ Σιγνάτιος ποταμοῦ ἐκβολῶν εἰς Κουρίαννον ἀκρωτήριον
7521601 παλινδρομος
καὶ διαρκῆ ἔχω τὰ ἄλφιτα παρὰ τῆς δικέλλης . ὥστε παλίνδρομος ἄπιθι , ὦ Ἑρμῆ , τὸν Πλοῦτον ἀπαγαγὼν τῷ
κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν . Κυρτεύς :
7521194 πολυχειρ
διὰ τοῦ ι γράφουσι : τὸ αὐτόχειρ : ἑκατόγχειρ : πολύχειρ , διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενα σύνθετά ἐστι παρὰ
νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα λόχοις χαλκόπους Ἐρινύς .
7516330 πανεικελος
, κινεῖται , πηδᾷ . ὀρχηστῆρι . λείπει ἀνθρώπῳ . πανείκελος : πάντα ὅμοιος , καὶ λίαν ὅμοιος , ὅμοιος
εἶναι κικλήσκειν πέτρην , ὅτι τοι τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει λευκοῖο πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ . πεῖρα δέ τοι καὶ τοῦδε παρέσσεται
7515197 μυξωτηρων
ἐπί τε πουλύπων μετὰ τὴν χειρουργίαν καὶ ἐπὶ τῶν αἱμορραγούντων μυξωτήρων ἐπί τε ἄλλων τῶν ἐν τοῖς πόροις γινομένων παθῶν
οὖν προϲήκει τοὺϲ τὴν ὀϲφρητικὴν δύναμιν βλαβένταϲ ἤ τινα τῶν μυξωτήρων ἐμπεφραγμένον ἔχονταϲ ἐν ξηροτέροιϲ τόποιϲ τὴν διατριβὴν ποιεῖϲθαι ,
7513573 μισγετο
χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ] ? ? ? δ ' ὕδωρ ? [
ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος , οὐδ ' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα
7511266 τρωσεσι
, χαλεπήν * θήρ : ἡ διψάς * τυπῇσιν : τρώσεσι πλήξεσι * ἀμυδροτέρῃσιν : θανατοποιοῖς θανασίμοις , χαλεπαῖς κρυπταῖς
μικροτέρους . ἰόν : φάρμακον . Τύμμασι : ἐν , τρώσεσι , πληγαῖς , τύψεσιν . λευγαλέοισιν : ὀλεθρίοις ,
7509846 καρχαρον
κάρχαρον κεχαραγμένον ἐκ τῶν ὀδόντων , ὀξυόδοντα , διακεχαραγμένον . κάρχαρον ἕρκος : τοὺς ὀδόντας λέγει , τραχύτατον , κεχαραγμένον
ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς , χαυλιόδους ἐπὶ συὸς ,
7504644 στητας
πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
7504260 δειμαινεις
. πατὴρ δέ ς ' οὐχ ὧδ ' ὡς σὺ δειμαίνεις , τέκνον , προδοὺς ἐάσει δωμάτων τῶνδ ' ἐκπεσεῖν
οἷόν τε ] πῶς οἷόν τε τοῦτο ] τὸ παρακούειν δειμαίνεις ] φοβῇ πλέον ] τῆς συγγενείας νηλὴς ] ἀπηνής
7503984 δαιρειν
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν .
7503735 ἐπιχθονιους
, ὅτι γνάμπτει μακάρων νόον , ὄφρα θυηλὰς ἁζόμενοι ἐθέλωσιν ἐπιχθονίους ἐλεαίρειν : οἳ δ ' ἄρα μιν λήθαιον ἐφήμισαν
, ὅτι γνάμπτει μακάρων νόον , ὄφρα θυηλὰς ἁζόμενοι ἐθέλωσιν ἐπιχθονίους ἐλεαίρειν : οἳ δ ' ἄρα μιν λήθαιον ἐφήμισαν
7503499 Ἀτα
. καλείσθω δὲ κυβερνήτης . . . καὶ κατ ' Ἀτα ὁ ποδοχῶν ἢ μᾶλλον κατ ' ἐμὲ ὁ ποδηγῶν
τοῦ ἔντιμον . οὕτως Ἀ . . μεθέορτοι ἡμέραι κατὰ Ἀτα . καλείσθω δὲ κυβερνήτης . . . καὶ κατ
7502605 Ἑρμειην
τὸ γῆρας ἐν κόποις ἀνηλώθη . Γλύψας ἐπώλει λύγδινόν τις Ἑρμείην . τὸν δ ' ἠγόραζον ἄνδρες , ὃς μὲν
τ ' ἀκοίτας . ἐξ ὥρης δ ' ἐσορῶν Ζεὺς Ἑρμείην κατέναντα κοσμεῖ μὲν πλούτῳ μύθοισί τε καὶ σοφίῃσιν ,
7500582 ὀτοβον
⋮ – ˘ – × – ˘ × . . ὄτοβον ] ? ὠ [ [ ] πνευμα ? [
τὸν τῶν χνοῶν κτύπον . . τῶν καρουχῶν . . ὄτοβον ] κτύπον . ἁρμάτων ] τῶν πολεμίων . .
7499515 γεραιοις
εἰς τὸ σκύφος . καὶ Ἄλεξις ἐν Λευκαδίᾳ : οἴνου γεραιοῖς χείλεσιν μέγα σκύφος . καὶ Ἐπιγένης ἐν Βακχίδι :
[ . ] τότ ? ? ? ' ἔφη Γαῖος γεραιοῖς ? [ : . ] καὶ ? ? ποῦ
7496377 ἑωι
κακὸν ἥπατι τεύχει , . ὃς κακὸν ἄλλωι τεύχει , ἑῶι κακὸν ἥπατι τεύχει , . . ἀμφὶ περὶ κρήνην
] ! ροισιν ἀπεχθομένην ὄρνισιν [ ἀπόθεστος ] ? ? ἑῶι θάνεν ἀμφὶ σιδήρωι ? [ [ ] ενου Κλυμένου
7492665 ἀλευσον
. καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [
ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον
7491301 προσιδεσθαι
ἐσάκουσον ἀκηχεμένου μέγα θυμῷ : οὐ γὰρ τλήσομαι ἄστυ καταιθόμενον προσιδέσθαι οὐδ ' ἄρ ' ἀπολλυμένην γενεὴν ἐν δηιοτῆτι λευγαλέῃ
στροφὴ κώλων γʹ . σέ - βομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] † πρὸς σὲ ἰδεῖν . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι
7488804 ναας
μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε κἐς νέος ? [ πολείτας ] ,
. . , : [ τὸν Πολύφαμον , ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλεν . ] Τὸν Πολύφημον τὸν Κύκλωπα λέγει ,
7487060 ἐφθαρης
ἔφθισο ] ἤγουν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου . ἔφθισο ] ἐφθάρης . θ φίλον ] ἀδελφόν . ἔκτανες ] ἐφόνευσας
νεκρός . . μαίνεται ] ταράσσεται . . ἔφθισο ] ἐφθάρης . . διπλᾶ λέγειν ] πάρεστι . . ἀχέων
7486723 Βακχιος
Παρνασοῦ πέτρας ἔχουσαι σκόπελον οὐράνιόν θ ' ἕδραν , ἵνα Βάκχιος ἀμφιπύρους ἀνέχων πεύκας λαιψηρὰ πηδᾶι νυκτιπόλοις ἅμα σὺν Βάκχαις
παινῆις μόνον . βαβαί : χορεῦσαι παρακαλεῖ μ ' ὁ Βάκχιος . ἆ ἆ ἆ . μῶν τὸν λάρυγγα διεκάναξέ
7486437 κεχαρημενος
ἱκνεῖται φόρτον γενύεσσιν ἀγινῶν . αὐτὰρ ὅ γ ' ἀντιάᾳ κεχαρημένος ὠκὺς ἐπακτήρ , ἄμφω δ ' ἀείρας ἀπὸ μητέρος
τραπέζῃ τέρπονται κρητῆρος ἀμοιβαίοις δεπάεσσιν : ὣς ὁ μὲν ἀσπαλιεὺς κεχαρημένος ἐλπωρῇσι μειδιάᾳ , δείπνοις δὲ νέοις ἐπιτέρπεται ἰχθύς .
7485660 ἐφερμηνευτικον
τῆς ἀσπίδος . Ξ πολλὴν ] μεγάλην . κύκλον ] ἐφερμηνευτικόν . οὐ ψευδῶς λέγω ὅτι ἔφριξα . ὁ δὲ
ἐξωμονίτην . ἐφήμισαν : ὠνόμασαν . οὕνεκα : διότι , ἐφερμηνευτικόν . κοίτας : φωλεὰς , στρωμνάς . Τίθεται :
7483877 ἀλαθητον
ἀνθρώποις . αὐτοῖς τοῖς συμβούλοις . * καὶ τετελειωμένον . ἀλάθητον . τόδ ' ] ἐγένετο . * ἀφ '
” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τὸ θεῖον ἀπαραλόγιστον καὶ ἀλάθητον . ἀνὴρ πηρὸς εἰώθει πᾶν τὸ ἐπιθέμενον εἰς τὰς
7483680 φαους
. φάλον ὅ ἐστι λευκόν : φολκὸς , παρὰ τὸ φάους παρέλκεσθαι : ὅ ἐστιν ἐν τῆ συνηθεία στραβός .
ἀλλά ς ' αἰδεσθεῖεν οἱ θεοί . καταλλαγὴν δορός κενὸν φάους κεχήλευμαι πόδας Κιμμερὶς θεά κλῃδοῦχος γυνή κλύετ ' οἰμωγῆς

Back