ὅταν ᾖ καιρός , ἀναπράττει μετὰ τοῦ κοινῇ συμφέροντος . Τέταρτόν ἐστι παράγγελμα τὸ περὶ τῆς ἱερᾶς ἑβδόμης , ἵν
οὐκοῦν πᾶς ὕδερος ἐπὶ ἀσθενείᾳ τῆς ἀλλοιωτικῆς δυνάμεως γίνεται . Τέταρτόν ἐστι κεφάλαιον , ἐν ᾧ δεῖ ἡμᾶς τὰ αἴτια
7967549 Πεμπτον
' ἂν ὀρθότερον ἢ πολιτικῆς . Πάνυ μὲν οὖν . Πέμπτον δὲ ἆρ ' ἂν ἐθέλοιμεν τὸ περὶ τὸν κόσμον
λογικὸν τὸ ὡς ἐν ἀνθρώπῳ , ὅπερ ἐστὶν ἀδύνατον . Πέμπτον ἐπιχείρημα : καί φησιν ὅτι τῷ Σωκράτει τὸ καθόλου
7806427 Δευτερον
εὖ ἐποίησαν τὸν ἐρώμενον , ἐπειδὰν παύσωνται τῆς ἐπιθυμίας . Δεύτερον ὅτι τοὺς πόνους ὑπολογίζονται οὓς ἔσχον ἐν τῷ ἐρᾶν
ὁ καθόλου ἄνθρωπος . ἐν οἷς τὸ πρῶτον κεφάλαιον . Δεύτερον ζητείσθω πόθεν εἴρηται ὁρισμός . ὁρισμὸς τοίνυν εἴρηται ὡς
7709853 κρουνεια
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . ΚΥΑΘΙΣ , κοτυλῶδες ἀγγεῖον . Σώφρων
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . λουτήριἀλλὰ ' τί καθ ' ἕκαστα
7700263 ἑλεδωνη
ὀστέον . εἰσὶ δὲ οἵδε , πολύπους τευθὶς ἀκαλήφη ναύπλιος ἑλεδώνη πορφυρίων σηπία . αὕτη δὲ μόνη καὶ τοὺς ἀποδρᾶναι
στυγῶ μεταλλακτῆρα πολύπουν χρόος . εἴδη δ ' ἐστὶ πολυπόδων ἑλεδώνη , πολυποδίνη , βολβοτίνη , ὀσμύλος , φησὶν Ἀριστοτέλης
7693338 ὀχλουντα
παθῶν ὑπεξαιρεθέντων τὰ ἥδοντα αὐτὴν # ἀντιπαρέρχεται . τὰ οὖν ὀχλοῦντα τίνα [ ἐστίν ] ? ; % φόβοι μέν
, πῶς εἴποι τις τὸ προταθὲν καὶ ὅπως φυλάξεται τὸν ὀχλοῦντα σοφιστήν . παράδειγμα τοῦ μὲν προτέρου τὸ βιβλίον διδάσκει
7676294 ἐφυμνιον
ἐπικρίνῃ σοφός . ἐπειδὰν δὲ δόξωσιν εἶναι προσηνεῖς , τὸ ἐφύμνιον | ᾄσεται Μωυσῆς λέγων : „ ὠσφράνθη κύριος ὀσμὴν
ὀρθά . . . † τὰ δύο ταῦτα κῶλα καλεῖται ἐφύμνιον ἢ μεσύμνιον . ὀρθά . . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ
7612703 κρητικοις
ἐκ κώλων χοριαμβικῶν ἐπιμεμιγμένων διιάμβοις , ἐπιτρίτοις , ἀμφιβράχεσι , κρητικοῖς καὶ βακχείοις ιʹ , ὧν τὸ αʹ δίμετρον ἀκατάληκτον
τὸ ποτὲ μὲν τοῖς παίωσι καθαροῖς , ποτὲ δὲ τοῖς κρητικοῖς μετρεῖσθαι : αὔξεται δὲ μέχρι τετραμέτρου : τινὲς δὲ
7590162 παληματιον
βολβοῖς . * * * * ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν
' οὐχ ἧψον ὁμοῦ βολβοῖς . ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν
7582068 Ὀγδοον
τῶν Πλάτωνος εἰσαγωγὴν ποιούμενος . ἐν οἷς ἡ πρᾶξις . Ὄγδοον κεφάλαιον τῶν προτεθέντων τὸ ζητῆσαι τί τὸ εἶδος τῆς
οὐκ ἔστιν ἄδοξον καθ ' ὑπερβολὴν , ὥσπερ ἐνταῦθα . Ὄγδοον κατὰ τὸ ἀπερίστατον : οἷον ἀποκηρύττει τις τὸν ἑαυτοῦ
7562013 καπηλικον
ἄγρια θηρία . τέταρτον δέ ἐστι τὸ δημιουργικόν τε καὶ καπηλικὸν γένος . καὶ οὗτοι λειτουργοί εἰσι καὶ φόρον ἀποφέρουσιν
μέλλω ; Καὶ τὸ κτητικῆς ἄρα μεταβλητικόν , ἀγοραστικόν , καπηλικὸν εἴτε αὐτοπωλικόν , ἀμφοτέρως , ὅτιπερ ἂν ᾖ περὶ
7523586 ἐμφατικωτερον
: καὶ Ἥρη ἁπτοεπής , ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν
. τινὲς δασύνουσι τὸ ἀπτοεπές : καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν : ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν
7513240 κἀκειν
καταψηφίσασθαι συμφέρει . Ἄξιον τοίνυν , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , κἀκεῖν ' ἐξετάσαι , πῶς ποθ ' οἱ πάλαι τὰς
ἀποδέξαιτο . καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί , κἀκεῖν ' ἂν πάντες ὁμολογήσαιτε , ὅτι τοιοῦτον πρᾶγμα συναλλάττων
7505723 ἀληθεστατων
ὁ Τειρεσίας . οὗτος ] ὁ μάντις . τοιῶνδε ] ἀληθεστάτων . θ δεσπότης ] ἐξουσιαστής . δεσπότης ] ἄρχων
τὸ ἐπιχειρούμενον γίγνεσθαι , μηδὲν ἀπολείπειν τῶν καλλίστων τε καὶ ἀληθεστάτων , ᾧ δὲ ἀδύνατόν τι συμβαίνει τούτων γίγνεσθαι ,
7505644 ἀποκαθαρμα
εἰσὶν αἱ δίστιχοι , ἔλαττον ἔχουσαι [ τῶν πυρῶν ] ἀποκάθαρμα τῶν μονοστίχων . Τροφὴν μὲν ὀλίγην δίδωσι τοῖς σώμασι
ἢ ἀναπεμπόμενά εἰσιν ἢ ἐμπεπλασμένα . οαʹ . Μύξα ἐστὶν ἀποκάθαρμα τοῦ ἐγκεφάλου ὥστε κουφίζεσθαι τὸ ἡγούμενον τῆς ψυχῆς μέρος
7484325 Δεκατον
ἀλλοδαπῇ δοξαζομένους , πολυκοίνους εἰς τὰ ἀφροδίσια καὶ εὐμεταβόλους . Δέκατον ζῴδιόν ἐστιν Αἰγόκερως , θηλυκόν , νυκτερινόν , τροπικόν
, ἀντιποιοῦνται τῶν παιδικῶν : διὸ εὐχερεῖς εἰς μεταβολήν . Δέκατον ὅτι καὶ ἐπαινοῦσι καὶ ψέγουσι παρὰ τὸ προσῆκον ,
7483666 τρωξω
τρώω σημαίνοντος τὸ βλάπτω . παράγωγον τρώσω , οὗ μέλλων τρώξω , ῥηματικὸν ὄνομα , τρώκτης , ὁ ἐπὶ βλάβῃ
βλάπτω : οὗ παράγωγον , τρώγω : ὁ μέλλων , τρώξω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα ῥηματικὸν , τρώκτης .
7470844 τοπασαι
τοῖς Ἕλλησιν . ἄτοπα . ἄτοπα νῦν ἃ μὴ ἔστι τοπάσαι , ὅ ἐστιν ὑπονοῆσαι , σημαίνει δὲ καὶ κακὸν
. ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται . Κεραμεικοὶ
7469632 αἰτιωδες
ἢ ἄλλῳ . δίελε καὶ μέρισον τὸ ὑποκείμενον εἰς τὸ αἰτιῶδες καὶ ὑλικόν . ἐννόησον τὴν ἐσχάτην ὥραν . τὸ
ὁ σύνδεσμος οὗτος τὸ ἕτερον τῶν ἀξιωμάτων ψεῦδος εἶναι . αἰτιῶδες δέ ἐστιν ἀξίωμα τὸ συντασσόμενον διὰ τοῦ ” διότι
7431937 ἀαπτον
τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ
ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός
7429876 ΞΜΕ
κοινοῦ ὕψους λαμβανομένης οὕτως τὸ ὑπὸ ΔΜΕ πρὸς τὸ ὑπὸ ΞΜΕ . καὶ ὡς ἄρα τὸ ὑπὸ ΔΜΕ πρὸς τὸ
ὑπὸ ΠΜΡ , οὕτως τὸ ὑπὸ ΔΜΕ πρὸς τὸ ὑπὸ ΞΜΕ . ἴσον ἄρα ἐστὶ τὸ ὑπὸ ΠΜΡ τῷ ὑπὸ
7421252 γυμνασθηναι
μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι , εἰ βούλει μᾶλλον γυμνασθῆναι . Πῶς λέγεις ; φάναι . Οἷον , ἔφη
γε τῷ παρόντι . Πρῲ γάρ , εἰπεῖν , πρὶν γυμνασθῆναι , ὦ Σώκρατες , ὁρίζεσθαι ἐπιχειρεῖς καλόν τέ τι
7420662 μεταβολικον
στίχος ἐκ Τηλέφου Εὐριπίδου . ἀτταταῖ : διπλῆ καὶ μέλος μεταβολικόν . Γ ἀτταταῖ ] θρηνῶν παρατραγῳδεῖ . παρατηρητέον ὅτι
[ κτλ . . . ] Α φωνῆεν δίχρονον , μεταβολικόν , προτακτικὸν τοῦ Ι καὶ Υ . Β σύμφωνον
7418403 Ἀδικια
: ] καὶ τὰ πλεῖστα ἃ καὶ τῇ ἀκολασίᾳ . Ἀδικία δέ ἐστι κακία ψυχῆς καθ ' ἣν πλεονεκτικοὶ γίνονται
ἐν ἀκαρεῖ αὖθις ἀναλύεται . ἡ Ἀμαθία δὲ καὶ ἡ Ἀδικία ἐπιγελῶσιν , ὁρῶσαι ἀνεξέργαστον ἡμῖν τὸ ἔργον καὶ ἀνήνυτον
7416682 Κριμισα
συνέδραμεν . : Φιλοκτήτου δ ' ἐστὶ καὶ ἡ παλαιὰ Κρίμισα περὶ τοὺς αὐτοὺς τόπους . Ἀπολλόδωρος δὲ ἐν τοῖς
ἐθνικὸν Κριθώσιος ὡς Περκώσιος . ἔστι καὶ ἄκρα Ἀκαρνανίας . Κρίμισα , πόλις Ἰταλίας πλησίον Κρότωνος καὶ Θουρίου . Λυκόφρων
7412632 συνεστηκοι
: τὰ γὰρ συνεστῶτα καὶ διαιρεῖται : εἰ δὲ μὴ συνεστήκοι , οὐδὲ διαίρεσιν ἐπιδέχεται : τινὲς δὲ μέμφονται τὸν
ὀνόματος καὶ ποιότητος . Παντὸς οὗτινος οὖν προτεθέντος ζητήματος εἰ συνεστήκοι , ἐπισκοπεῖν δεῖ τὸ κρινόμενον , εἰ ἀφανές ἐστιν
7408090 ͵βμη
] ὑπερέχεται δὲ ͵αψκη . ιζʹ ͵αϠμδ σιϚ . ιηʹ ͵βμη ρδ : ἐπίτριτος τῶ ιεʹ : ὑπερέχει γὰρ αὐτοῦ
χιλιάρχης . αἱ δὲ δύο χιλιαρχίαι μεραρχία καλεῖται , ἀνδρῶν ͵βμη , καὶ ὁ τοῦ μέρους τούτου ἡγούμενος καλεῖται μεράρχης
7403268 Πομα
μέρος ʹʹ . μετὰ ὀξυμέλιτος πότιζε . [ λστʹ . Πόμα πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον . ] Πευκεδάνου ῥίζαν καὶ κυπαρίσσου
ἔστω καὶ τρόφιμον , ἥκιστα δὲ γλίσχρον καὶ περιττωματικόν . Πόμα δὲ οἶνος ὁ λευκὸς τῇ χροιᾷ καὶ λεπτὸς τῇ
7403024 κροκοειδες
νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα . κροκωτόν : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν
, αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι κροκοειδὲς ἔχουσι τὸ δέρμα , αἱ δὲ μικραὶ πυρρόν .
7397447 Ὑκκαρα
Ἀπολλόδωρος δ ' ἐν δευτέρῳ Χρονικῶν πόλιν λέγει αὐτὴν τὰ Ὕκκαρα . Μέμνηται τῆς λέξεως καὶ Θουκυδίδης . Ὕκκαρα δὲ
στρατηγοὶ μετὰ τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως παραπλεύσαντες εἰς Αἴγεσταν , Ὕκκαρα μὲν Σικελικὸν πολισμάτιον ἑλόντες ἐκ τῶν λαφύρων συνήγαγον ἑκατὸν
7396806 ἠλασκω
ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω . . . ,
η ἠλασκάζω . . . . . . ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : . . . ἔστιν
7395360 Φρονειν
γέρων : ἤτοι ἀρχή , μέση , καὶ τέλος : Φρονεῖν δ ' ἐνέπει . ἢ , ὅτι τοιοῦτός ἐστι
: οὐδέτερα δ ' ἐστὶ τὰ μηδετέρως ἔχοντα , οἷον Φρονεῖν , Περιπατεῖν . ἀντιπεπονθότα δέ ἐστιν ἐν τοῖς ὑπτίοις
7388587 φυσᾳς
ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γύγαρθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων : σημαίνει δὲ τὸ
ἀναξίους τινῶν πράξεων , παρόσον Ἡρακλῆς ἐδούλευσεν Ὀμφάλῃ . Γύργαθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται
7381784 κλωθειν
τὸ δὲ πολλὸν ἀνέδραμεν αὐτόθεν οἶδος . ἄλλως . Διογενιανὸς κλώθειν ἢ καλῶς αὔξεσθαι ἢ βλαστάνειν . Θέων δὲ ἐν
ἤγουν δεδομένα καὶ εἱμαρμένα , Λάχεσις παρὰ τὸ ἐπιλαγχάνον τινὶ κλώθειν , Ἄτροπος δὲ παρὰ τὸ ἄτρεπτον εἶναι τὸ μέλλον
7378095 ἀποδεικνυμενον
ἐστι μία πρότασις ἀλλὰ πολλαί , ἄδηλον ποῖόν ἐστι τὸ ἀποδεικνύμενον . ὥστε ἀνάγκη εἰς ἄμεσον πρότασιν ἐλθεῖν . εἰ
τινες συνάπτουσιν τὰ δύο θεωρήματα τοῦτό τε καὶ τὸ ἑξῆς ἀποδεικνύμενον ἓν οὕτω προφέρονται τὴν πρότασιν : παντὸς τριγώνου μιᾶς
7375737 λεληφθω
, ἧς ὑπερέχει ὁ ΖΘΜΝ κύκλος τοῦ Α στερεοῦ . λελήφθω καὶ ἔστω τὰ ἐπὶ τῶν ΕΞΖ , ΘΗΠ ,
ὅλου κυλίνδρου , ἃ ἔσται ἐλάττονα τοῦ Ρ στερεοῦ . λελήφθω καὶ ἔστω τὰ ἐπὶ τῶν ΑΕΒ , ΒΖΓ ,
7371712 Καρδαμωμου
' ἑξῆς ἡμερῶν ε καὶ διαλίμπανε δέκα . Διουρητικόν . Καρδαμώμου , ἀμώμου , σχοίνου ἄνθους ἀνὰ ⋖ Ϛ ,
ὄξει ἐπίχριε : τοῦτο ῥήσσει καὶ ξηραίνει . Ἄλλο . Καρδαμώμου σπέρμα κυαμίνῳ ἀλεύρῳ σὺν ὕδατι κατάπλασ - σε δὶς
7365201 τιο
αὔλακος . ἀμφιτιττυβίζετε : Ποιὸν ἦχον ἀποτελεῖτε . 〚 τιὸ τιό : Ἡ δευτέρα στροφὴ κώλων ιγʹ . ὧν τὸ
ἰτώ ὀξυτόνως προφέρονται κατὰ μίμησιν ὀρνέου φωνῆς . Ὁμοίως καὶ τιό , τιό , τιό . Ὁμοίως καὶ τορό ,
7364444 θωσω
καὶ θηλή . Θῶκος . παρὰ τὸ θέσω , καὶ θώσω : ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ θῶ . οὗ μέλλων
τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , τὸ τρέφω , ὁ μέλλων θώσω , ῥηματικὸν ὄνομα θώνη καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς
7361431 Πηγασευς
τῆς πόλεως ῥεῖ Χρυσαόρας λεγόμενος . τὸ ἐθνικὸν Μασταυρεύς ὡς Πηγασεύς . εἴρηται καὶ Μασταυρίτης . Μαστιανοί , ἔθνος πρὸς
Δύνδασον καὶ Κάλυνδα ὁρμῆσαι ” . τὸ ἐθνικὸν Δυνδασεύς ὡς Πηγασεύς . Δυρβαῖοι , ἔθνος καθῆκον εἰς Βάκτρους καὶ τὴν
7357390 Ὁμοιον
ἐπὶ τῶν ἀποτόμων . Ζάλευκος γὰρ Λοκρῶν νομοθέτης ὠμότατος . Ὁμοῖον τῷ : Τενέδιος πέλεκυς . Ζεὺς ἀετὸν εἵλετο :
ἐπὶ τῶν ἀποτόμων . Ζάλευκος γὰρ Λοκρῶν νομοθέτης ὠμότατος . Ὁμοῖον τῷ : Τενέδιος πέλεκυς . Ζεὺς ἀετὸν εἵλετο :
7354091 Μεταληψις
κράτος κάρτος . καλεῖται δὲ καὶ ἐναλλαγὴ καὶ ὑπέρθεσις . Μετάληψις δέ ἐστι στοιχείων μετακίνησις ἐπ ' ἀντίστοιχον ἄλλο ,
ἁπλουστέρας τε καὶ ταῖς λογικαῖς ἃς ἔτι μελετῶμεν ᾠκειωμένης . Μετάληψις τοίνυν ἐστὶ στάσις πολιτικοῦ πράγματος τῶν ἐπὶ μέρους ,
7353468 Ὀγδοος
ὅτι τὸ Δ μέσον ἐστὶ τοῦ Θ καὶ Τ . Ὄγδοος ἀπὸ τοῦ ὀκτώ : καὶ ὤφειλεν εἶναι ὄκτοος :
καὶ θέσεων ταῦτα κατανοῆσαι , ἀγνοεῖται ἡ φύσις αὐτῶν . Ὄγδοος ὁ παρὰ τὰς ποσότητας αὐτῶν ἢ θερμότητας ἢ ψυχρότητας
7349095 ὀνοματοποιϊα
ἑλκόμενοι ἦχον ἀποτελοῦσιν , ὡς δοκεῖν καχλάζειν . ὁ τρόπος ὀνοματοποιΐα . καχλάζοντα : ἀντὶ τοῦ ἠχοῦντα . ὁ δὲ
ἐστὶ λέξις κατὰ παραγωγὴν τοῦ καθωμιλημένου ἐξενηνεγμένη , λέγεται δὲ ὀνοματοποιΐα ἑπταχῶς : κατὰ ἐτυμολογίαν , κατὰ ἀναλογίαν , κατὰ
7347659 σταθμουχος
εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ
Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν
7347414 ὠοπ
δὲ οἶμαι . Θ . 〚 ὠὸπ , ὂπ , ὠὸπ , ὂπ : Εἴσθεσις μέλους χοροῦ μονοστροφική : ἧς
. ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὠόπ . τὸ
7344264 Ἀπορια
ἀποτρέπων , διὰ τοῦ παρόντος βιβλίου πρὸς ἐργασίαν προτρέπεται . Ἀπορία . Διὰ τί τῶν Ἡμερῶν τὰ Ἔργα προτέθεικε ;
κακίας καὶ ἀκολασίας ἐς τὴν κοινὴν τῶν πραγμάτων διαφθοράν . Ἀπορία γὰρ πρὸς ἐσφορὰς ἀκίνδυνον . [ . . .
7341335 Ἐρωτω
ἐρώτα ὁποῖον μόριον τῆς κολακείας φημὶ εἶναι τὴν ῥητορικήν . Ἐρωτῶ δή , καὶ ἀπόκριναι ὁποῖον μόριον . Ἆρ '
νῦν με , ὀψοποιία ἥτις μοι δοκεῖ τέχνη εἶναι . Ἐρωτῶ δή , τίς τέχνη ὀψοποιία ; Οὐδεμία , ὦ
7338135 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
7336270 φιμοι
μέλανα ἢ στυπτικά . στύπτει γὰρ τὰ χείλη , καὶ φιμοῖ τὸν τρώγοντα . * κάρφεα : σπέρματα ξηρά *
στυφὸς δέ ἐστι καὶ τρώγεται καὶ τῇ στυφότητι δεσμοῖ καὶ φιμοῖ τὸν λαιμὸν καὶ τὸ στόμα . φιμώδεα δὲ μέλανα
7333429 Πυτια
δυνάμεως γὰρ ἐπισπαστικῆς τε καὶ διαφορητικῆς ἐστιν ἡ ζύμη . Πυτία πᾶσα δριμείας ἐστὶ καὶ λεπτυντικῆς καὶ διαφορητικῆς δυνάμεως καὶ
ἀμυγδάλαιϲ πικραῖϲ ἀνάγει μὲν μᾶλλον , ἧττον δὲ πέττει . Πυτία Γαληνοῦ . Πυτία πᾶϲα δριμείαϲ ἐϲτὶ καὶ λεπτυντικῆϲ καὶ
7333051 στελω
χασμώδεις ὄντες ἐκτείνωσι τὰς χεῖρας . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσι : „ στέλω , κέχηνα , σκορδινῶμαι , πέρδομαι . „ ὅπερ
θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ τοῦ θέρω θερίσκω , ὡς στέλω στελίσκω . μεταθέσει τοῦ ο εἰς ω , καὶ
7332485 μεσπιλῃ
' ὅμοιον φιλύρᾳ , ἄνθος δὲ λευκόν , ἀπίῳ καὶ μεσπίλῃ ὅμοιον , ἐκ μικρῶν ἀνθῶν συγκείμενον , κηριῶδες .
κραταίγονον καλοῦσιν . ἔχει δὲ τὸ μὲν φύλλον τεταμένον ὅμοιον μεσπίλῃ : πλὴν μεῖζον ἐκείνου καὶ πλατύτερον ἢ προμηκέστερον :
7331193 ἁμαξις
δὲ δοτικῇ , ὡς ἐνταῦθα . τῆς ἁμάξης ὑποκοριστικὸν ἡ ἁμαξίς , ὃ δηλοῖ μικρὸν ἁμάξιον ποιούμενον εἰς παίγνιον τοῖς
σεσημείωται ἁψίς ὀξυνόμενον . τὰ μέντοι παρώνυμα ὀξύνεται : ἅμαξα ἁμαξίς , πύξος πυξίς , ὄξος ὀξίς . Τὰ εἰς
7330230 ὀπισθορμητος
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται ,
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν .
7326388 Πονηρον
πήγανον ὡς πολέμιον αὐτῷ ὑπάρχον . Ἐκ τοῦ Τιμοθέου . Πονηρόν τι ζῷον καὶ κακοῦργον ἡ ἰκτίς , ἐπίβουλόν τε
, ὥσπερ τινές . Κραταιὸν ] Πιθανόν . Δόλιον ] Πονηρόν . Φίλον εἴη φιλεῖν ] * Λέγει ὅτι ὁ
7323307 λιλαιω
] , γρ . καὶ λεληϊμμένοι [ ] ἀπὸ τοῦ λιλαίω . λελιμμένοι ] ἐπιθυμοῦντες . θΞ τὸ μὲν λελιμμένοι
Ο : λιλαιόμενα : . . . ἔστι λῶ λαίω λιλαίω , ὡς κερῶ κεραίω : „ ζωρότερον δὲ κέραιε
7322656 Ἑβδομον
φύσεως τῶν ἐκτὸς ὑποκειμένων οὐδὲν εἰπεῖν ἔχοντες ἐπέχειν ἀναγκαζόμεθα . Ἕβδομον τρόπον ἐλέγομεν εἶναι τὸν παρὰ τὰς ποσότητας καὶ σκευασίας
πρὸς τοὺς ἄλλους , δεικνύντες ὅτι οὐ μάτην ἐπόνησαν . Ἕβδομον ὅτι καὶ προστάττουσι τὰ τοιαῦτα ὥστε εἰς ὑποψίαν τοῖς
7315242 ἀπαιολη
. ἡ βασίλεια , ἡ βασιλίς καὶ ἡ βασίλισσα . ἀπαιόλη ] σοφιστικὴ δύναμις καὶ παραλογιστική . τὸ “ ὥστε
] : ἰστέον δὲ ὅτι ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος αἰόλλω καὶ ἀπαιόλη γίνεται ἡ ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος : τέθνηκεν
7312246 ἑπταχως
τραπέζια , τὰ δὲ σκαληνὰ τραπέζια . τὸ ἄρα τετράπλευρον ἑπταχῶς ἡμῖν ὑποστήσεται : τὸ μὲν γάρ ἐστι τετράγωνον ,
εἰκότως τὰ τοιαῦτα εἶπε τῶν πρός τι , εἰ καὶ ἑπταχῶς διαιροῦμεν ἐν Κατηγορίαις , ἐπειδὴ κυρίως ταῦτα ὑπάρχουσιν .
7311292 Μενεστρατον
ἐν τῷ λόγῳ ὑποσημαίνει , καὶ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μενέστρατον , εἰ γνήσιος ὁ λόγος ἐστίν . Πρόκλησις :
τὰ ἥδιστα πεποιηκέναι . Ἀκούω δ ' αὐτὸν καὶ εἰς Μενέστρατον ἀναφέρειν τι περὶ τῶν ἀπογραφῶν τούτων : τὸ δὲ
7309222 ἐνεχυρασασθαι
αὐτοῦ τοῦ πατρός . ἢ λαβεῖν ἐμὲ ὡς ἐνέχυρον . ἐνεχυράσασθαί ] ἐνέχυρα λαβεῖν . τί δυσκολαίνεις : δυσφορεῖς ,
, ἠνεχυράσω , ἠνεχυράσατο , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἐνεχυράσασθαι . ἐνεχυράσασθαί ] ἐνέχυρα λαβεῖν παρ ' ἐμοῦ ἐξ ἐμοῦ :
7307613 βληχω
γλαχώ : ἡ γληχώ , τῆς γληχῶ . Ἀττικοὶ δὲ βληχώ φασιν . Γ γλαχώ ] βληχώ φασιν Ἀττικοί .
αἰδοῖον αἰνιττομένη . Ἀττικοὶ δὲ διὰ τοῦ β λέγουσι τὴν βληχώ . χαΐα : Ἀντὶ τοῦ ἀγαθὴ μὲν , Κορινθία
7299648 χοριαμβικα
, ἤτοι ἑφθημιμερῆ καὶ μονόμετρα . τὰ δὲ ἑξῆς ρκαʹ χοριαμβικὰ δίμετρα ἀκατάληκτα καὶ καταληκτικά , ἤτοι ἑφθημιμερῆ καὶ πενθημιμερῆ
εἴτε ἐπιτρίτου τετάρτου , καὶ διιάμβου : τὰ ἑξῆς δύο χοριαμβικὰ δίμετρα βραχυκατάληκτα : τὸ τρισκαιδέκατον ἐκ χοριάμβου καὶ σπονδείου
7296158 Θαυμαστος
προστρόπαιον ] ἱκετεύοντα . σημείωσαι . ἀργῆτι ] λευκῶι . Θαυμαστὸς λόχος : εἰώθασιν οἱ ποιηταί , ὅταν τι ἀσαφὲς
ὑπὲρ τοῦ ὠτὸς ἄνω πρὸς κορυφὴν τὸ τρῶμα ἦν . Θαυμαστὸς ὁ λόγος , ἀλλ ' οὐκ ἔχει προστεθειμένον τὸ
7294318 Συγχρισμα
μετὰ γλυκέος Κρητικοῦ : τὸ αὐτὸ καὶ πρὸς δηγμούς . Σύγχρισμα νεφριτικόν . Κυπρίνου # γ , κηροῦ # β
χρῖε τὸν κάμνοντα καὶ σκεπάσας ἐπιεικῶς αὐτίκα ἱδρώσει . [ Σύγχρισμα πυρέσσουσιν . ] Λαβὼν βουτύρου μέτρα δύο , μέλιτος
7293834 Τυφρηστος
πόλις θηλυκῶς ὡς Εὐφορίων βουκολέων Τρηχινῖδα Τυμφρηστοῖο αἰπῆς . . Τυφρηστὸς καὶ πόλις καὶ ὄρος Τραχῖνος ἀπὸ Τυμφρηστοῦ τινος βασιλέως
τῶν Μαγνήτων ἀπὸ πόλεως Εὐρυάμπου λεγομένης . * καὶ * Τυφρηστὸς ὄρος Μηλιέων * . . καὶ τὸν δυναστὴν :
7293550 προσωιδια
ιϚʹ , Ὅμηρος δ ' ὁ παλαιὸς ιγʹ . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
συμπράξας ἐποίησεν ἐκπεσόντα τῆς ἀρχῆς φυγεῖν εἰς Πέρσας . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
7288199 πολυκλωνον
τὸ νέον ἔτος σπείρεται μαρούλλιν , πικρίδιν , κωμωδιανόν , πολύκλωνον , θριδάκιν . μεταφυτεύεται δὲ τὸ γογγύλιν , σεῦτλον
ῥιγιτανόν . μεταφυτεύεται δὲ μαρούλλιν , πικρίδιν , φρυγιατικόν , πολύκλωνον . Μηνὶ Ἀπριλλίῳ σπείρεται εἰς τὸ λῆγος σευτλομόλοχον ,
7287300 ὑποδιαιρεσις
θεωρητικόν , ὁρμητικόν , πρακτικόν : τούτων δ ' ἑκάστου ὑποδιαίρεσις . Τοῦ γὰρ περὶ τὴν θεωρίαν τῆς καθ '
σφαλλώμεθα . ἔστι δὲ καὶ τῶν πέντε μερῶν τῆς ἰατρικῆς ὑποδιαίρεσις ἑκάστου . φυσιολογικὸν μὲν οὖν ἐστιν αὐτῆς μέρος ,
7285420 τυχἀγαθῃ
ἔγχεον . λαβὲ τῆς Ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια
ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια
7284892 τοὐξημβλωμενον
οἰκῶν τῶν ἀγρῶν . ἀλλ ' εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον . ἀλλ ' οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν
, ὅπερ οὕτως ἔχει τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην . τοὐξημβλωμένον ] τὸ ἀπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον . ἀλλ ' οὐ
7282130 τινοςποτε
καὶ τινά . τὶς ; τινές ; , . τίςποτε τινόςποτε καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ τὸ αὐτό , οὐδετέρου δὲ τίποτε
γενικαὶ διὰ τῆς κλίσεως τῶν προηγουμένων θέσεων , ὡς τὸ τινόςποτε καὶ τινοςδήποτε καὶ τοιοῦδε . Ποιότης ῥημάτων ἐν πόσοις
7277843 ρξεʹ
καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ στίχοι εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ σοι τοι τῶνπερ
αἱ περίοδοι αὗται αἱ συστηματικαὶ στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ
7276657 συμφευγουσιν
Ἀγησίλαος ἐν Κορωνείᾳ Θηβαίους ἐνίκησεν . ἤγγειλέ τις οἱ πολέμιοι συμφεύγουσιν εἰς τὸν νεών : ὁ δὲ προσέταξεν ἐᾶν αὐτοὺς
εὔκαιρα φρέατα , καὶ ταῦτα πεποιηκότες τοῖς ἀλλοεθνέσιν ἄγνωστα , συμφεύγουσιν εἰς τὴν χώραν ταύτην ἀκινδύνως . αὐτοὶ μὲν γὰρ
7274770 ἀπεδανος
, καὶ ἠλάσκω κατὰ τροπήν , ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς
σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀπεδανὸς ὁ μὴ δυνάμενος ἐκ τοῦ πέδου ἀναστῆναι δι '
7274585 θλασμα
ἐργάσεται , ἐκχύμωμα . φλάσμα δὲ καλοῦσιν οἱ Ἴωνες τὸ θλάσμα . , , . = , , . οἴδημα
ἐγγίσωμα , ἐκπίεσμα , καμάρωσις , ἀποσκεπαρνισμὸς , ἄπαγμα , θλάσμα , ἀπήχημα . ἔνιοι δὲ τὸ μὲν θλάσμα εἶναι
7273975 μυθεομαι
τριτογένεια , φίλον τέκος : οὔ νύ τι θυμῶ πρόφρονι μυθέομαι , ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι . ” ἐντεῦθεν
θάρσει Τριτογένεια φίλον τέκος : οὔ νύ τι θυμῷ πρόφρονι μυθέομαι , ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι . Ὣς εἰπὼν
7270343 Κρηνιδων
τοῦ Νέου Βόλου . περὶ τοῦ Κανώπου καὶ Κύβου καὶ Κρηνίδων . περὶ τοῦ * * ἐν τῷ καλουμένῳ Βαθεῖ
τοῦ Πόντου . Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου
7268023 ἀνασκευαζομεν
ὁ θεῖος Πλάτων ὡς διαβάλλειν αἱρεῖσθαι . οὕτως δ ' ἀνασκευάζομεν τοὺς λέγοντας τὸν σκοπὸν εἶναι τοῦ Μενεξένου περὶ τοῦ
περὶ τούτου . εἰσφερομένων τοίνυν τῶν νόμων ἢ κατηγοροῦμεν καὶ ἀνασκευάζομεν , ἢ συνηγοροῦμεν καὶ κατασκευάζομεν . μετὰ δὲ τὸ
7267964 πηνια
. . . γίνονται δὲ καὶ τὰ ὕπερα καὶ τὰ πηνία ἔκ τινων τοιούτων ἄλλων , αἳ κυμαίνουσι τῆι πορείαι
. τὸ δ ' ἦν πλινθίον πηχυαῖον , ἔχον διειλκυσμένα πηνία , ἃ περιστρεφόμενα ἦχον ἐποίει κροτάλῳ παραπλήσιον . μαγάδιν
7267127 ἀποσοβησον
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος
7266243 ἑβδοματη
κοῦφα τίταινον ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη
ὡς ἕβδομος ἑβδόματος , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ θηλυκὸν ἑβδομάτη ἑνδεκάτη . ὅτι δὲ ἐκ παραθέσεων δύο ἓν γίνεται
7265486 Χρωμα
. Ζήνων ἔφασκε τὸ πῦρ κατ ' εὐθεῖαν κινεῖσθαι . Χρῶμά ἐστι ποιότης σώματος ὁρατὴ προηγουμένως . Οἱ Πυθαγόρειοι χροιὰν
ἐλάχιστα . Ἡράκλειτος δὲ εἰσάγει ταῦτα νοήσει μόνον ληπτά . Χρῶμά ἐστι ποιότης σώματος ὁρατή . Οἱ Πυθαγόρειοι δὲ χροιὰν
7264593 Ἀναχρονισμος
πρῶτος ] Ἤγουν ὁ Πιττακός . : ὃς πρῶτος ] Ἀναχρονισμός . : ἐβάστασε ] Ἐδοκίμασεν : ἐπεὶ μέγα τόξον
Ὅθεν ὁ Ἰόνιος κόλπος οὕτω προσηγορεύθη . . , : Ἀναχρονισμός . σημεῖά σοι τάδ ' ἐστί : Ταῦτά σοί
7263334 ἀγαθις
λίνου Εὐριπίδης ὠνόμασεν λίνου κλωστῆρα περιφέρει λαβών . πηνίον , ἀγαθίς , ὅθεν καὶ παροιμία ἀγαθῶν ἀγαθίδες , ᾗ πλείστῃ
πράσων ἀβυρτάκη . ἔστι καὶ ἐν Κεκρυφάλῳ Μενάνδρου τοὔνομα . ἀγαθίς : δέσμη , ῥάμμα , στήμονες . ἀγαθός :
7257853 ἐπιμεμπτον
θυμῷ . νωθὴς Ὑδροχόος , τὸ δέ τοι τέλος οὐκ ἐπίμεμπτον . Ἰχθύσι δ ' αὖ κίνδυνα , νόσον τ
αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ χρῆσι χρή ἐγένετο ἀποκοπέν . ὅπερ ἐπίμεμπτον ἐν τῇ κατὰ τὸν παρατατικὸν προφορᾷ κατὰ τάσιν ,
7256717 Διωλυγιον
καλόν : ὅτι χρὴ περὶ τῶν καλῶν πολλάκις λέγειν . Διωλύγιον κακόν : ἐπὶ τῶν μέγα τι καὶ δεινὸν ὑφισταμένων
κύριον , ναύαρχος Ἀθηναίων . Διόφαντος : ὄνομα κύριον . Διωλύγιον : Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ” πράγματα διωλύγια
7254674 ἀβαρες
, κᾆτ ' ἠνιάθην , ὅτι ὄνειρος ἦν ἄρα . ἀβαρὲς γὰρ ὅρκος χρῆμα σοί γ ' εἶναι δοκεῖ ,
εὔκολον . κοῦφον ] ἀβαρές σοί ἐστιν . κοῦφον ] ἀβαρὲς ἔσται σοι . δοίης ] παράσχοις . Ξ τέλος
7251822 Σον
εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον
βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος
7248857 σπαρτιον
τὸ σπειρόω , τὸ εἱλίσσω : ὅθεν σπείρημα , τὸ σπαρτίον . Νέδῃ : ὄνομα νύμφης Ὠκεανίνης θρεψαμένης τὸν Δία
δὲ καὶ κρεωστάθμην ἐν τούτοις θετέον , ἰστέον ὅτι τὸ σπαρτίον , οὗ λαβόμενός τις ἀνέλκει τὸν ζυγόν , ἀρτάνην
7247404 Βιλλαιον
κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον πόλιν καὶ ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι
κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον πόλιν καὶ ποταμὸν Βίλλαιον στάδια πʹ ” . τὸ ἐθνικὸν Ψυλλάτης . Ψύλλοι
7247214 ΘΕΩΝ
ΘΕΩΝ ΟΠΙΝ . Ὁ ΤΕ σύνδεσμος πλεονάζει . . ΟΥΤΕ ΘΕΩΝ ΟΠΙΝ ΕΙΔΟΤΕΣ . Τουτέστιν οὔτε εἰς θεοὺς εἰδότες ἐπιστρέφεσθαι
Νῦν γὰρ θεοὺς τὰς ψυχικὰς δυνάμεις φησίν . . ΟΥΤΕ ΘΕΩΝ ΟΠΙΝ . Ὁ ΤΕ σύνδεσμος πλεονάζει . . ΟΥΤΕ
7246105 δακνεις
σοί ἐστιν ἡ δύναμις ; ὅτι ξύεις τοῖς ὄνυξι καὶ δάκνεις τοῖς ὀδοῦσι ; τοῦτο καὶ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ μαχομένη
ὧν ἴσμεν οὐχ ὅτι ῥᾳθυμεῖς , ἀλλ ' ὅτι μὴ δάκνεις , ἐγκαλῇ . σὲ δὲ μηδὲν μεταβαλλέτω μηδὲ λυπείτω
7245708 μαρουλλιν
ὁ ῥάφανος . Μηνὶ Ὀκτωβρίῳ εἰς τὸ νέον ἔτος σπείρεται μαρούλλιν , πικρίδιν , κωμωδιανόν , πολύκλωνον , θριδάκιν .
, ὁμοίως καὶ κραμβοσπάραγον , καὶ θαλασσοκράμβη , καὶ τὸ μαρούλλιν σὺν τῷ ῥιγιτανῷ , καὶ μόνον . Μηνὶ Μαΐῳ
7244397 Καλλιον
Θεσσαλίας . Θουκυδίδης δʹ . τὸ ἐθνικὸν Φακιεύς , ὡς Κάλλιον Καλλιεύς . Φάκουσα , κώμη μεταξὺ Αἰγύπτου καὶ τῆς
μὲν δὴ πράττειν , εἰ προγνοίης τὸ μέλλον ἔσεσθαι . Κάλλιον μέν ἐστι τὸν ἐσόμενον προεωρακότας χειμῶνα προπαρασκευάσασθαί τε πρὸς
7243529 παραληφθηναι
πρὸς τὸ μηδέν φησι παραλειφθῆναι τῶν ὀφειλόντων ἐν τῷ ὁρισμῷ παραληφθῆναί τε καὶ τεθῆναι χρήσιμον εἶναι τὴν διαίρεσιν . κατὰ
πρὸς τὸ μηδέν φησι παραλειφθῆναι τῶν ὀφειλόντων ἐν τῷ ὁρισμῷ παραληφθῆναί τε καὶ τεθῆναι χρήσιμον εἶναι τὴν διαίρεσιν . κατὰ
7243164 μεταληπτικην
εἶτα ἐπὶ τὴν διαίρεσιν τοῦ κεφαλαίου ἐλθὲ , οὖσαν τοιαύτην μεταληπτικήν : ἀλλ ' οὐ ταύτην ἔξεστίν σοι λαμβάνειν τὴν
ἑτέραν θήσεις ἀντίθεσιν , τὴν ὅτι ἔδει προςελθεῖν τῷ πατρὶ μεταληπτικήν . Εἶτα λύσεις πάλιν τῇ συγγνώμῃ , ὅτι θεασάμενος
7242126 κατασχιζουσαι
ἐγένετο : ἀλλὰ κἂν ἐπὶ τοῖς ζῶσιν ἀνδράσιν εὔξομαι . κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς . ἁβρόγοοι : αἱ ἐντρυφῶσαι τοῖς δάκρυσιν
δὲ ἁπαλαῖς χερσὶν τὸ ὅλον ἀπὸ μέρους ἐδήλωσεν . [ κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς : ἐρείκη δέ ἐστιν εἶδος φυτοῦ εὐσχίστου
7241613 παιδαριωδες
δικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε . λέγεται δὲ παιδικὸν καὶ τὸ παιδαριῶδες , οἷον τὸ ἁρμόζον παιδί . ἡ δὲ λέξις
θῆλυ ἦθος , περισκελὲς ἦθος , θηριῶδες , βοσκηματῶδες , παιδαριῶδες , βλακικόν , κίβδηλον , βωμολόχον , καπηλικόν ,
7237673 πεπαλη
. . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , ,
ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος

Back