θεῖον , τὸ δὲ φθαρτόν : τὸ μὲν οὖν κρεῖττον κεκύηκεν ἤδη καὶ ἵσταται ἐπ ' αὐτοῦ : ὅτε γὰρ
ἥδε : ἀλλὰ μὴν γάλα ἔχει ἐν μαστοῖς ἥδε : κεκύηκεν ἄρα ἥδε “ σὺν τῷ ἀληθὴς εἶναι ἔτι καὶ
4668271 ἐστι
γὰρ τὸ ἄνθρωπος παρεγένετο . πᾶσα γὰρ ἀναφορὰ γνώσεως προϋφεστώσης ἐστὶ σημαντική , τὸ δὲ γινωσκόμενον ὥρισται . πῶς οὖν
χωρισταὶ οὐ γὰρ ᾀεὶ ἐστὶν ὁ πυρετός . Περιπνευμονικὸς δὲ ἐστὶ , μεταλαμβανόμενος εἰς ἄλληλα τῶν παθῶν : καὶ ἐπὶ
4444704 ἡδε
, εὔσημον , οὐ δεῖ γράφειν . Ἐμβολὴ δὲ αὐτοῦ ἥδε : κατατείναντα ἐς ἰθὺ , τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθέειν
κατὰ τρύφη μικρὰ καὶ μεγάλα θρύπτεσθαι . μία μὲν αἰτία ἥδε , λεκτέον δὲ καὶ ἑτέραν στοχαζομένην ὥσπερ σκοποῦ τῆς
4425989 ἐστιν
ἀριθμῶν διαλέγεσθε , ἐν οἷς τὸ ἓν οἷον ὑμεῖς ἀξιοῦτέ ἐστιν , ἴσον τε ἕκαστον πᾶν παντὶ καὶ οὐδὲ σμικρὸν
δὲ πλεῖστοι τῶν γεωργῶν πυτίαν αὐτὸ ὀνομάζουσι : κάλλιον δέ ἐστιν ἀπὸ τῶν ἐρίφων . καὶ ἅλες δὲ φρυκτοὶ πήσσουσι
4195711 σμυρνειον
ῥίζαι πετραίου , σὺν δ ' αὐτὸς ἐπαυχμήεις σταφυλῖνος , σμυρνεῖον σόγκος τε κυνόγλωσσός τε σέρις τε : σὺν καὶ
διὰ τὸ τὴν τῶν ἵππων στραγγουρίαν ἰᾶσθαι . τοῦτο δὲ σμυρνεῖον καὶ κόψειον καλοῦσι τινές , ὡς Ἀνακρέων ἐν τῷ
4088769 μυουριζοντι
καὶ Θεσπρωτούς . Πόλις δέ ἐστιν Ἠπείρου . Εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ ] Τῆς γὰρ κατὰ τὴν Πελοπόννησον ἠπείρου ἡ
τῷ κλάδῳ τοῦ φύλλου , τῷ προσπεφυκότι τῷ φύλλῳ : μυουρίζοντι δὲ λεπτοτάτῳ κατὰ τὸ ἄκρον : μυούρους γὰρ ἔλεγον
4066572 Ἐστι
ἐστὶν ἄλλο πράττοντος , ἢ προστιμῶντος ἡμῖν ἀτιμίαν σαφῆ . Ἔστι καὶ τοιοῦτο γένος προβλημάτων , ἐν οἷς πρότερόν τις
τρεῖς ἡμέραι , τῇσι δὲ πλείστῃσι καὶ πολὺ πλείονες . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ κωλύματα καὶ τῇσι γυναιξὶ καὶ
4063175 πεφυκυια
, ἐκεῖθεν δῆλον : εὐθὺς γὰρ τοῦ χειμῶνος φανερὰ γίνεται πεφυκυῖα : καὶ διαφέρει πολλοῖς : ἔχει γὰρ τὸ φύλλον
ἰτέον , αὕτη δὲ δὴ ἡμῖν ἡ τοιαύτη καὶ οὕτω πεφυκυῖα ἀπαλλαττομένη τοῦ σώματος εὐθὺς διαπεφύσηται καὶ ἀπόλωλεν , ὥς
4003774 παχεια
λοιπὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐλευθεροῦνται . πολλάκις γὰρ ὕλη παχεῖα πλεονάζει ἐν τῷ σώματι , καὶ ταύτην ἤρξατο κενοῦν
ἐκκαλεῖ μολών . ἕλκων ἐφ ' αὑτὸν ὥστε καικίας νέφος παχεῖα γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ †
3987178 λυθρος
πνευμάτιον καὶ τὸ ἡγεμονικόν . τῶν μὲν σαρκίων καταφρόνησον : λύθρος καὶ ὀστάρια καὶ κροκύφαντος , ἐκ νεύρων , φλεβίων
: ἑκὰς δ ' ἐρυθαίνεται ὕδωρ ξανθῆς ἐκ κονίης , λύθρος δ ' ἔχει ὥστε θάλασσαν , ὣς τότε κητείοιο
3950553 προποτιστεον
. τοὺς δὲ μετὰ κοιλίας ῥεύματος ἐνοχλουμένους ὑφ ' ἑλμίνθων προποτιστέον τῷ τοῦ ἀρνογλώσσου χυλῷ : ἐπ ' ἴσης γὰρ
καταπλαστέον ὠμῇ λύσει διά τε οἴνου γλυκέος καὶ μέλιτος . προποτιστέον δὲ καστορίῳ : ἐνετέον δὲ τοῖς διὰ πηγάνου καὶ
3919410 χολη
ὑπεροπτηθείσης χολῆς , καὶ ἐφ ' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται
ἐντέρων ἥκοι , ϲτρόφοι , γαϲτὴρ ὑγρή , φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν
3847104 δομη
εἰς θηλυκόν . ἀπὸ γὰρ τοῦ δέμας μεταπλάσας εἶπεν ἡ δομή . * παλεύσῃ ἀπατήσῃ τοὺς δυσμενεῖς ἤτοι τοὺς Τρῶας
τρόπος τροπή , νόμος νομή , γόνος γονή , δόμος δομή , στρόφος στροφή , πόθος ποθήπερὶ τούτου οὖν ἐν
3839961 λελυμενη
τὸ φιλοτέχνημα , τὸ δὲ γύναιόν ἐστιν ἡ Τυραννίς , λελυμένη τοὺς πλοκάμους καὶ κατηφὴς καὶ λέγουσα τάδε : ἥδ
ἡ δέ τις διῃρημένη ἑρμηνεία καλεῖται , ἡ εἰς κῶλα λελυμένη οὐ μάλα ἀλλήλοις συνηρτημένα , ὡς ἡ Ἑκαταίου καὶ
3833938 μονη
! ! ! ! ! ! ! ! ] καὶ μόνη τῶν [ πολεμίων ! ! ! ! ! !
ἔφη Πυθαγόρας ὁ Σάμιος εἰκόνα πρὸς θεὸν εἶναι ἀνθρώπους , μόνη , ὡς ἔοικεν , ἐστὶν εὐποιία , πρὸς ἣν
3796902 ἀνωτερῳ
τῷ δεσπότῃ ὁ οἰκέτης καθάπερ ὁ ποὺς τῷ ὅλῳ καὶ ἀνωτέρῳ σώματι . παρὰ πλείστων ἀνδραποδιστῶν : Καὶ αὐτὸς παρὰ
τὸν τέταρτον ἐπάνω τούτων ἅγιοί εἰσιν : ὅτι ἐν τῷ ἀνωτέρῳ πάντων καταλύει ἡ μεγάλη δόξα ἐν ἁγίῳ ἁγίων ,
3769219 σπερματικος
στρογγύλοι , ἐπ ' ὀλίγον πλατυνόμενοι κατὰ βάσιν . ὁ σπερματικὸς δὲ πόρος ἀπὸ τῆς ὑστέρας δι ' ἑκατέρου φέρεται
παροιμία , ἔτι δὲ καὶ ὁ τοῦ εἴδους καὶ ὁ σπερματικὸς καὶ ἄλλοι πλείονες . κατὰ δὲ Πλάτωνα τετραχῶς λέγεται
3739175 ὑγιεινη
νυνὶ τήμερον : οὐκ ἔστι σοι σήμερον ἡμέρα παιωνία καὶ ὑγιεινή . ἕκαστον δὲ ὧν ὁ Λάμαχος λέγει , τρέπει
τὸ δ ' ἐλαττωτικὸν οὐχ ὑγιεινόν , οὐδὲ ἡ σύλληψις ὑγιεινή . ὅτι δὲ τὴν ἀτροφίαν καὶ τὴν ἀτονίαν καὶ
3706933 ἰουλῳ
βούπαις παρ ' Εὐπόλιδι . εἶτα ἀγένειος , λειογένειος , ἰούλῳ νέον ὑπανθῶν παρὰ τὰ ὦτα καθέρποντι ἢ περὶ τὴν
τὴν ἀποδημίαν ἐπόρθμευσεν , ἀλλ ' ἔτι μὲν ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ πρώτῳ χλοάζοντας παρ ' ὑμᾶς ἤγαγεν , ἵνα ἁπαλοῖς
3705697 ἑωυτῃ
θύουσαι τὰ ἐν νόμῳ . Ἣ δ ' ἂν ἄνδρα ἑωυτῇ ἄρηται , παύεται ἱππαζομένη , ἕως ἂν μὴ ἀνάγκη
τῆς Λιβύης τὴν οἱ νομάδες νέμονται , τρεῖς ὥρας ἐν ἑωυτῇ ἀξίας θώματος . Πρῶτα μὲν γὰρ τὰ παραθαλάσσια [
3697768 ὀπαζεο
. ἀλλὰ σὺ πολλάκι μὲν σταδίην εὐανθέα νάρδου ῥιζίδα θυλακόεσσαν ὀπάζεο τήν τε Κίλισσαι πρηόνες ἀλδαίνουσι παρὰ πλημμυρίδα Κέστρου ,
μίσγοιτο ποτῷ ἔνι κιρράδος οἴνης . ναὶ μὴν καὶ τρίσφυλλον ὀπάζεο κνωψὶν ἀρωγήν ἠέ που ἐν τρήχοντι πάγῳ ἢ ἀποσφάγι
3690777 χρησιμευσει
τρίτον ἔχουσαν . πρῶτος δὴ καὶ ἐλάχιστος ἡμῖν ὁ Ϛʹ χρησιμεύσει πρὸς τὰς τῶν λόγων ἀποστάσεις , ἀποτέλεσμα ὢν τῶν
ἁπλῆ ὕλη τοῖς παλαιοῖς πρὸς ταῦτα ἀναγέγραπται : ῥοῦς συριακὸς χρησιμεύσει καὶ διὰ τῶν δυοῖν τόπων λαμβανόμενος : τὰ δὲ
3678583 μελαινα
ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν
ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν
3660419 περιττη
ἀδυνάτῳ ἐκβληθήσεται , τῷ μὲν περιττῷ , ὅτι ἢ αὕτη περιττὴ ἢ αἱ ἄλλαι τέχναι : ἀλλὰ μὴν αἱ ἄλλαι
ἀδυνάτῳ ἐκβληθήσεται , τῷ μὲν περιττῷ , ὅτι ἢ αὕτη περιττὴ ἢ αἱ ἄλλαι τέχναι : ἀλλὰ μὴν αἱ ἄλλαι
3656528 πιμελη
ἐνίοτε δὲ καὶ ἐλαιῶδες ἢ πιμελῶδες : ἡ γὰρ νεοπαγὴς πιμελὴ καὶ σὰρξ ὑπὸ τοῦ διακαοῦς πυρετοῦ ἀναλύεται καὶ τήκεται
γε τὸ γονιμώτατον , ὤκιστα ἀναδίδοσθαι : καὶ ἡ μὲν πιμελὴ αὐτῆς ἔξωθεν , φησί , περιχεῖται , ἡ δὲ
3656215 κειται
κύκλον ἔχουσα ὅσον ὀκτωστάδιον . Ἡ δὲ τῶν Ῥοδίων πόλις κεῖται μὲν ἐπὶ τοῦ ἑωθινοῦ ἀκρωτηρίου , λιμέσι δὲ καὶ
οὐκ ὀλίγας διαφοράς , ὀνόματα δ ' αὐταῖς ἁπάσαις οὐ κεῖται , καθάπερ ἐπὶ τῶν χυμῶν : ὀξεῖαν μὲν γάρ
3654524 περιφερης
ἅμα τῇ πόσει περιρρεῖσθαι πεσόντα . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος στροβηθεὶς περιφερὴς ἔπεσε τῇ τραπέζῃ , ὡς περικλασθῆναι περὶ αὐτήν :
τοῖς τῶν ἐλάφων δὲ παραπλήσια , σφυρὸν ὕπτιον , ὁπλὴ περιφερὴς , ὑφηλὴ , κραταιὰ κατὰ τῶν ἐλάφων τὰ ἰσχυρότατα
3648764 φοξη
, ὥσπερ καὶ ἡ κεφαλὴ ἐν τούτοις θεωρεῖται ἥ τε φοξὴ καὶ μεγάλη καὶ ἡ μικρὰ καὶ στρογγύλη . εἰ
φωτὸς ἀπωξυμμένων , καθά φησι καὶ Σιμωνίδης “ αὐτὴ δὲ φοξὴ χειρὸς Ἀργείη κύλιξ . ” φόρμιγξ ἡ κιθάρα ,
3643827 Βατουσιαδης
θυμὸς ἔλπεται εὖτε πρὸς ἆθλα δῆμος ἡθροΐζετο , ἐν δὲ Βατουσιάδης Σελληΐδεω τῆι μὲν ὕδωρ ἐφόρει δολοφρονέουσα χειρί , θἠτέρηι
καὶ ἔτι εὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο , ἐν δὲ Βατουσιάδης . Ὅταν δὲ ἔμπαλιν ἡ τάξις ᾖ , προῳδὸς
3640996 πρωτη
ἡμετέρα χρεία . Πῶς δ ' οὔ ; Ἀλλὰ μὴν πρώτη γε καὶ μεγίστη τῶν χρειῶν ἡ τῆς τροφῆς παρασκευὴ
κεράεσσι σελήνη ἑσπερόθεν φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή , ὅσσον ἐπισκιάειν , ἐπὶ τέτρατον
3639204 εἰδητικοις
; εἰ δὲ τὴν αὐτοδυάδα , ὁ πρῶτος ἐν τοῖς εἰδητικοῖς ἀριθμὸς οὗτος . Ὁ μὲν σκοπὸς δῆλος , προκρῖναι
οὐδ ' οἱ ἄνισοι ἴσοι εἰσίν : ἐν δὲ τοῖς εἰδητικοῖς οἱ αὐτοὶ καὶ ἴσοι καὶ ἄνισοι ἀλλήλοις , ὥσπερ
3635441 ἐκκαλυπτει
” κεκύηκεν ἄρα ἥδε “ , τοῦτο διὰ τῶν λημμάτων ἐκκαλύπτει . Τριῶν οὖν ὄντων λόγων , τοῦ τε συνακτικοῦ
ὅστις οὖν ἂν εἴη . Ἐκ τούτου τὸ ὅλον βούλευμα ἐκκαλύπτει τε αὐτῷ ὁ Κῦρος , καὶ συμβούλῳ χρῆται ,
3623195 βοτανη
πενίας τοῦ ἀνδρὸς ὁμολογουμένοις . . . . : Σίλφιον βοτάνη πολυτί - μητος : ἡ δὲ αἰτία τοιαύτη ἐστί
τῆς σελήνης καὶ τὸν δακτύλιον καὶ τὸ κολλούριον . Ῥάμνος βοτάνη , ἐν παντὶ κλίματι φυομένη , γνωστή , ἀκανθώδης
3622165 ἐσχατη
, Ἀθηναῖοι δὲ θρυαλλίδα λέγουσιν . Κολόκυνθα : ἡμάρτηται ἡ ἐσχάτη συλλαβὴ διὰ τοῦ θα λεγομένη , δέον διὰ τοῦ
ἔστιν ὅτε : καὶ ὁ τόνος τοῦ σώματος , ἔκτηξις ἐσχάτη καὶ ἀδυναμίη , οὐδ ' ἀνίστασθαι ἄλλου ἐπαίροντος ἔτι
3607712 πλατυφυλλος
φυλλορροεῖν . ὡς εἶναι τὸν συλλογισμὸν οὕτως : ἡ ἄμπελος πλατύφυλλος , παντὸς πλατυφύλλου πήγνυται ὁ ὀπός , πᾶν ᾧ
διαιροῦσι , τάδ ' ἐστὶ τὰ εἴδη : ἡμερὶς αἰγίλωψ πλατύφυλλος φηγὸς ἁλίφλοιος : οἱ δὲ εὐθύφλοιον καλοῦσιν . κάρπιμα
3603621 ἀσυμμετρια
μετρία καλὰ καὶ σύμφορα , ἡ δ ' ἀταξία καὶ ἀσυμμετρία αἰσχρά τε καὶ ἀσύμφορα . . , : Ἐκ
τοῦ θεωρήματος γίνεται δῆλον , ὅτι ἐν τοῖς μεγέθεσιν ἔστιν ἀσυμμετρία . εἰ γὰρ τοῦ ἐκκειμένου μεγέθους ἔστι λαβεῖν μέγεθός
3595780 καμπυλη
ῥὶς ἐκ μέσων κοίλη , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ γρυποῦ ῥὶς καμπύλη . εὐθύρρις , ἐφ ' οὗ τις ἂν εἴποι
ἀριθμὸς ἢ ἄρτιος ἢ περιττός , καὶ πᾶσα γραμμὴ ἢ καμπύλη ἐστὶν ἢ εὐθεῖα . ἡ γὰρ ἀπόφασις ἐπὶ τῶν
3585479 μιμησηται
καὶ γενέσθαι γαστρός , οὐ γὰρ ἔχει εὐθεῖαν , ἵνα μιμήσηται , ἔστιν εἰπεῖν ὅτι τὸ γαστήρ παραλόγως ὠξύνθη :
ἐκεῖνο δὲ ἄξιον δεῖσαι μὴ καὶ ἡ μετὰ ταύτην ταύτην μιμήσηται . καίτοι τί μαθὼν οὐκ ἐπιτελεῖς ἅ γε ὑπέσχου
3576007 ἀρκεϲει
ῥαμμάτων ἅμα τῷ ϲταφυλώματι . Περὶ δὲ τῶν ὑποπύων ὀφθαλμῶν ἀρκέϲει τοῦ Γαληνοῦ παραθέϲθαι τὴν λέξιν ὧδέ πωϲ ἔχουϲαν :
ἀϲκοῦ φυϲήϲεωϲ μηχαναὶ καταγέλαϲτοι : μόνοϲ δὲ ὁ τοῦ Ἱπποκράτουϲ ἀρκέϲει καταρτιϲμόϲ . δεῖ γάρ , φηϲίν , μέγα ξύλον
3555645 κατασκιος
δὲ τῇ , εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν ποδῶν , δένδρεσι κατάσκιος . Τὰ δὲ προπύλαια ὕψος μὲν δέκα ὀργυιέων ἐστί
τὸ πολλὰς ἐξοχὰς ἔχειν ὀρῶν οἱ κατοικοῦντες ἄνδρες καλοῦσι : κατάσκιος δὲ καὶ πολύϋλος ὑπάρχει τοσοῦτον , ὅσον οὐδεμία τῶν
3551800 ὀρυκτος
' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός , καὶ ὡς ἄτακτος ἀτακτῶ
δὲ λεγομένου σκώληκος δισσὸν εἶδος ὑπάρχει : ὁ μὲν γὰρ ὀρυκτός ἐστιν , ὁ δὲ σκευάζεται οὕτως : εἰς θυείαν
3549392 περιεχεται
γὰρ τῆς ἀκροπόλεως περίβολος ἐπίπεδος ὢν καὶ μέγας κρημνοῖς δυσπροσίτοις περιέχεται πανταχόθεν , ὥστε μηδαμῇ δύνασθαι μηχανὰς προσάγειν : ἔχει
χολῶν , ὅταν ϲκευάζῃϲ φάρμακον ἐν ᾧ καὶ χολῆϲ τι περιέχεται . γίγνεται δὲ καὶ παρὰ τὸ χρώμενον τῇ χολῇ
3548311 χοριῳ
τέκνα , εἷς δὲ περιεῖχεν αὐτὰς κύκλος . τοιγάρτοι ἑνὶ χορίῳ , ὡς λέγουσιν ἰατρῶν παῖδες , περιείχετο τὰ βρέφη
ἀπὸ μιῆς μίξιος γινόμενα τὰ παιδία ἑκάτερον ἐν κόλπῳ καὶ χορίῳ ἐστὶ , καὶ τίκτει τῇ αὐτῇ ἡμέρῃ ἀμφότερα ,
3546154 συνημμενοις
, σκεπτέον , πότερόν ποτε ἐν πᾶσι ζητητέον τοῖς ὑγιέσι συνημμένοις τὸ σημεῖον ἢ ἐν τισὶν ἢ ἐν τινί .
δύο οἱ παραλειπόμενοι , τριὰς πάντως ἡ διαφορὰ ἐν ἅπασι συνημμένοις τε καὶ διεζευγμένοις , εἰ δὲ τρεῖς , τετράς
3541022 λευκοτης
: ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα ποιότης : πρῶτον γὰρ
λευκότητα : οὐ γὰρ ἡ ἐν τῷ μορίῳ τοῦ γάλακτος λευκότης μέρος ἐστὶ τῆς τοῦ παντὸς γάλακτος λευκότητος , ἀλλὰ
3524663 καμπυλος
ἔχειν αὐτῷ διπλοῦν τὸ στόμα : ἔστι δὲ τοῦτο ἐλέφαντος καμπύλος ὀδούς . μεταξὺ δὲ τῶν ὀδόντων ἀνίσταται αὐτῷ προβοσκίς
] ὃ ῥά κεραίας ] ψιλάς τινας ῥάβδους εὐκαμπής ] καμπύλος πετάλοισιν ] φύλλοις ὑπηνεμίοισιν ] κούφοις ἀέξει ] αὔξει
3524259 πυκνη
περιπέτασον . Σπόγγος , λεκάνη , πτερόν , λεπαστὴ πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον ἀγαθοῦ δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ
. καὶ προηγεῖται ἡ μεγάλη ἀναπνοή , ἕπεται δὲ ἡ πυκνή . Τρίτη διαφορὰ δυσπνοίας μεγάλη καὶ ἀραιά , ἥτις
3520249 θερμη
πλεονάζῃ τὸ θερμόν . ὑποκείσθω δὴ πάλιν ἐπικρατεῖν μὲν ἡ θερμὴ δυσκρασία , μεμῖχθαι δ ' αὐτῇ τὴν ὑγρότητα :
ἢ ἐρυσιπελατώδης φλεγμονὴ ἢ κατὰ δυσκρασίαν ἄνευ χυμῶν γεγονυῖα ἄκρως θερμὴ διάθεσις , † ὀνίνασθαι , καθάπερ γε καὶ ἀπόστημα
3512555 κολοβος
γὰρ ἁρμονία ἐξ ἀνομοιομερῶν μὲν ὑπάρχει καὶ θέσιν ἔχει , κολοβὸς δὲ οὐ λέγεται φθειρομένης , εἰ τύχοι , τῆς
Πλάτωνος τοῦ θεσπεσίου ὥστε τὰ αὐτοῦ μὴ μανθάνειν , ὅτι κολοβὸς καὶ βασιλεὺς καὶ νομοθέτης , ὃς πολεμεῖν μὲν ἱκανός
3503320 ξανθη
αἷμα , προσεοικὸς τῷ ἦρι : τοῖς δὲ ἀκμάζουσιν ἡ ξανθὴ χολή , τῷ θέρει : τοῖς δὲ παρακμάζουσιν ἡ
προϲενέγκωνται , πολλῷ ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐϲ ἔμετον διεκθέει χολὴ ξανθὴ κατακορέωϲ , καὶ τὰ διαχωρήματα ὁμοῖα . ϲπαϲμοί ,
3497669 διακρινουσα
ταῦτα τιθέναι οὐδὲ ἀπερισκέπτως συναρμόττειν θάτερα τοῖς ἑτέροις , ἀλλὰ διακρίνουσα τὰ ποῖα τοῖς ποίοις [ καὶ ] παρατιθέμενα μουσικωτέρους
καὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως αἰτίαν , οὐκ εἰδυῖαι ὅτι ἡ διακρίνουσα τῆς ἀδιάκριτα σωζούσης ἑτέρα , αὕτη πρώτη ἀπὸ τοῦ
3497144 καλουμενη
ὀνομάτων ἕκτης , ἡ τὸ χωρίον δυναμένη ἄλογός ἐστιν ἡ καλουμένη δύο μέσα δυναμένη . Χωρίον γὰρ τὸ ΑΒΓΔ περιεχέσθω
φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς τὸν πνεύμονα
3497119 ἐκφερουσα
ἥν φημι ἀρετήν ; ἡ συστρέφουσα τὰ νοήματα καὶ στρογγύλως ἐκφέρουσα λέξις , οἰκεία πάνυ καὶ ἀναγκαία τοῖς δικανικοῖς λόγοις
τῶν κυρίων τε καὶ κοινῶν καὶ ἐν μέσῳ κειμένων ὀνομάτων ἐκφέρουσα τὰ νοούμενα ἑρμηνεία . ἥκιστα γὰρ ἄν τις εὕροι
3495833 κοιλη
καλεῖ Πύλον ὁμωνύμως τῇ πόλει . ὅτι δὲ διώριστο ἡ κοίλη Ἦλις ἀπὸ τῶν ὑπὸ τῷ Νέστορι τόπων , ὁ
. Νυμφῶν ἄντρον ἦν , πέτρα μεγάλη , τὰ ἔνδοθεν κοίλη , τὰ ἔξωθεν περιφερής . Τὰ ἀγάλματα τῶν Νυμφῶν
3495356 πεποικιλται
λευκοῦ πολὺ μελάντερον . τὸ δὲ κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῖς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσιν σχήμασιν [ πυρώδεσιν καὶ ] παρ '
μὲν τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ποικίλματα , ἐπείπερ ἐν ὁρατῷ πεποίκιλται , κάλλιστα μὲν ἡγεῖσθαι καὶ ἀκριβέστατα τῶν τοιούτων ἔχειν
3493913 θερμοτηϲ
καὶ διαλύειν οὐ γεννᾷ πνεύματοϲ οὐδέν , ἡ δὲ ϲφοδρὰ θερμότηϲ οὐ λεπτύνουϲα μόνον , ἀλλὰ καὶ διαφοροῦϲα , κωλύει
, βλαβερὸν τὸ μελίκρατον : ὅθεν , εἴπερ ἄμετροϲ εἴη θερμότηϲ , φείδεϲθαι μὲν χρὴ τοῦ μελικράτου , χρῆϲθαι δὲ
3489349 λεγομενη
. περὶ τὴν ὑπώρειαν δὲ τοῦ καλουμένου Αἵμου πόλις ἐστὶ λεγομένη Μεσημβρία , τῇ Θρᾳκίᾳ Γετικῇ τε συνορίζουσα γῇ :
ἀνήχθη , ἔνθα λίμνη ὑπῆρχε μεγάλη πλησίον τῆς θαλάσσης , λεγομένη ἡ Νεκυόποντος : καὶ οἱ οἰκοῦντες ἐν αὐτῆι ἄνδρες
3488603 πλεοναζει
τὸ ἀνώδυνον ἀγαθόν ἐστι : δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐδεμία δριμύτης πλεονάζει ἐν αὐτοῖς , ἀλλ ' οὐδὲ πνεύματα ἐμφωλεύουσιν ,
ἀνύω καὶ ἀρύω . καὶ κατ ' Ἀττικοὺς καὶ Κυπρίους πλεονάζει τὸ τ καὶ γίνεται ἀνύτω καὶ ἀρύτω . οὕτω
3481373 τυγχανει
Ναί . Ἆρ ' οὖν καὶ ἃ βούλεται , εἴπερ τυγχάνει ταῦτα κακὰ ὄντα ; τί οὐκ ἀποκρίνῃ ; Ἀλλ
αἰσθήσεως ἣ διὰ τῆς ἀκοῆς τε καὶ ὄψεως ἡμῖν οὖσα τυγχάνει : ἀλλ ' ὑπομείνωμεν τοῦτον τὸν λόγον , τὸ
3480264 λειπεται
Ἔτι καὶ τοῦτο , ” ἔφη ἡ Πάνθεια , “ λείπεται , ἵνα καὶ μετὰ μαρτύρων δυστυχῶμεν . ” ταῦτα
ἀλλ ' ἴσως ἐπεὶ περατοῖ τὴν ὕλην καὶ ὁρίζει , λείπεται τοίνυν ἡμῖν , ὅτι μηδὲ τὸ διάστημα ὁ τόπος
3467618 πυθμην
γὰρ ὀννώρινε νύκτας , τὼ δὲ πίθω πατάγεσκ ' ὀ πύθμην . σὺ δὴ τεαύτας ἐκγεγόνων ἔχηις τὰν δόξαν οἴαν
μέσσα , Διὸς δ ' ἐκ πάντα τέτυκται : Ζεὺς πύθμην γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἀστεροέντος . καὶ ἀρχὴ μὲν
3467398 ὁρατῳ
πάλιν οὐκ ἔστι ταὐτὸν τῷ λόγῳ χρώματί τε εἶναι καὶ ὁρατῷ εἶναι οὐδὲ μὴν ψόφῳ καὶ ἀκουστῷ οὐδὲ δὴ θερμῷ
ὂν καὶ πᾶν τὸ ὁρατὸν περιέχον πάντα τὰ ἐν τῷ ὁρατῷ . Ἐπειδὴ τοίνυν καὶ ζῷον πρώτως ἐστὶ καὶ διὰ
3463551 κατονομαζεται
τίς ἐστι παρθένων ἀσκουσῶν γυναικῶν , ἥτις πάλαι τοῦ Ἀκρουλλίου κατονομάζεται . καὶ πάλιν ἄλλῃ τινὶ κουστωδίᾳ βαρβάρων ἐντυχόντες κατὰ
συνθέσεως ποιεῖται τὴν πρόοδον , καὶ διάνοια τοῦτο ἢ δόξα κατονομάζεται . , “ ἁ δὲ διάνοια τό τε πολλαπλόον
3462855 εὑρισκεται
γ # ΔΥ γ Μ α , ὅθεν ὁ ʂ εὑρίσκεται Μο δ . ἔσται οὖν ἡ μὲν τοῦ ⃞ου
τρόφι κρῖ ἄλφι ἀποκέκοπται , καὶ οὐδεμία ἐξ αὐτῶν πτῶσις εὑρίσκεται . Τὸ πῶϋ , τὸ γόνυ , τὸ δόρυ
3455694 ΖΙ
κάθετος ἐπὶ τὴν ΒΓ : ἐν τέμνοντι ἄρα ἐπιπέδῳ ἡ ΖΙ , ὥστε καὶ τὸ Ι . ἔστιν δὲ καὶ
, Η παράλληλοι ταῖς ΑΓ , ΒΔ αἱ ΕΘ , ΖΙ , ΗΚ . ἐπεὶ οὖν ῥητή ἐστιν ἡ ΑΗ
3453856 ὀζουσα
] , διὰ στόματος λόγου [ ἀρχή , ] [ ὄζουσα ὡς ἱερῆς ] ἔρνεα φυταλίης [ ! ! !
τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα τῇ πρὸ αὐτῆς
3453117 οὐσα
λαγόνας ἱκανῶς βαθυνομένη ὦτά τε ἔχει βραχέα ὡς ἂν κύλιξ οὖσα . καὶ μήποτε Ἄλεξις ἐν Ἡσιόνῃ θηρικλείῳ ποιεῖ τὸν
πάλιν αὖ ἐφάνη τις μικρὰ προσδοκία ἀγαθῶν ἢ κακῶν ψευδὴς οὖσα καὶ ματαία . τοῦτον οὖν τὸν τρόπον καὶ οἱ
3449573 πραεια
ἡ διὰ τῶν χειρῶν τρῖψις συμβάλλεται ἥσυχος καὶ θερμὴ καὶ πραεῖα , προσέτι καὶ ἡ ἐπίδεσις τῶν ἄκρων . καὶ
Ὑδροχόῳ : ὁ γήμας ὠφεληθήσεται : ἔσται γὰρ ἡ γυνὴ πραεῖα καὶ φρονίμη . Σελήνης Κριῷ : ὁ γήμας βλαβήσεται
3449350 πλατανοιο
. Διονύσιος δὲ πλατάνου φύλλῳ ἀπεικάζει λέγων οὕτως ” εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ „ . ] ὁ οἰκήτωρ Πελοποννήσιος .
εὖρον . Πέλοπος δ ' ἐπὶ νῆσος ὀπηδεῖ , εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ . ἄκρῳ μὲν γὰρ ἔοικεν ἐεργόμενος στενὸς
3443363 τεταρτη
δὲ ἡ κατὰ πολλαπλασιασμὸν ἀριθμῶν , τρίτη κατὰ μέγεθος , τετάρτη τῶν ἁπλῶν σωμάτων , πέμπτη τῶν σχημάτων , ἕκτη
προτάσεως ὑποφορᾶς ἀντιπροτάσεως λύσεως . ἅπαντες γὰρ οἱ λῃσταὶ ] τετάρτη λύσις ἐκ τῆς τῶν ἐπιχειρημάτων κατασκευῆς . ὁ δὴ
3440874 λευκη
θραυόμενον . Στυπτηρία ἀρίστη ἐστὶν ἡ σχιστή , πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄλιθος . Σῶρι προκριτέον τὸ Αἰγύπτιον ,
εἶναι . Καὶ ἐπεξέλθωμεν ἑκάστου τὴν αἰτίαν . διὰ τί λευκὴ ἡ ὑπόστασις θέλει εἶναι ; τοῦτο κατὰ δύο αἰτίας
3439435 πλευροισι
ἕως Ἰνδῶν Ἀσίην ὄρος ἄνδιχα τέμνειν . κεῖνό τοι ἐν πλευροῖσι βορειότερον τελέοιτο , Νεῖλος δ ' ἑσπέριον πλευρὸν πέλοι
ἐπισκήψω κέδροις σοὶ τούσδε θεῖναι πλευρά τ ' ἐκτεῖναι πέλας πλευροῖσι τοῖς σοῖς : μηδὲ γὰρ θανών ποτε σοῦ χωρὶς
3436775 μαστοις
μυξωτῆρσι φθάσασα αὕτη ἡ μεταβολὴ γίνεται μύξα , ἐν δὲ μαστοῖς γάλα , οὕτως καὶ ἐν ὀστοῖς πῶρος διὰ τοιαύτην
πηγαὶτὴν μὲν Λιβηθριάδα ὀνομάζουσιν , ἡ δὲ ἑτέρα † Πέτραγυναικὸς μαστοῖς εἰσιν εἰκασμέναι , καὶ ὅμοιον γάλακτι ὕδωρ ἀπ '
3427998 συναγωγος
ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον : μέλι μὲν ἴσως , ἐπειδήπερ ἡ συναγωγὸς αὐτοῦ μέλιττα ζῷόν ἐστιν οὐ καθαρόν , ἐκ σήψεως
καὶ τὰς διαφορὰς διακρίνῃ ᾗ πεφύκασιν ἕκαστα , τότε ἡ συναγωγὸς σύνθεσις συνάγουσα εἰς ταὐτὸ τὰ διαφέροντα καὶ τὰ ἁπλᾶ
3424594 καλειται
ἐν τοῖς σώμασιν ἑτέρα τε ταύτης ἐστί , καὶ Εἱμαρμένη καλεῖται , διὰ τὸ μᾶλλον ἐν τοῖς σώμασι φαίνεσθαι τὸν
τε καὶ ἐν παραθέσει καὶ οἷον κατὰ σωρείαν , ἃ καλεῖται πλήθη , οἷον ποίμνη , δῆμος , σωρός ,
3422756 ξυστρα
ἀναστροφὴν , ἀπὸ ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκόν : ὡς ξυστὴρ , ξύστρα : γαστὴρ , γάστρα : καὶ ἀὴρ , ἄρα
παρώνυμον κατὰ ἀντιστροφὴν ἀπὸ ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκόν , ὡς ξυστήρ ξύστρα , γαστήρ γάστρα . δύναται καὶ ἀήρ ἀέρος ἀέρα
3421377 συνοραται
ἀντιστροφὴν τῆς τῶν φυσιογνωμονούντων : ὅπου μὲν γὰρ μορφῆς ὑποκειμένης συνορᾶται βίος , ὅπου δὲ ἤθους θεωρουμένου τυποῦται μορφή .
καὶ γὰρ Λαγωὸς ἐχόμενος καὶ ἄλλα θηρία παρ ' αὐτόν συνορᾶται Τοῦτο τὸ ἄστρον κοινόν ἐστιν ἀπὸ πράξεως γεγονὸς ἐναργοῦς
3418894 ὑποστασις
συγκεχωρήσθω γε ἡ τἀνθρώπου καὶ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς διανοίας ὑπόστασις εἰς τὸ προβαίνειν τὴν τῶν δογματικῶν ἀξίωσιν . ἀλλ
: καὶ γὰρ ἄλλο τῷ ἐνύλῳ εἴδει φέρε εἰπεῖν ἡ ὑπόστασις , ἄλλο τῷ αἰσθητῷ εἶναι : καὶ ἔστιν αὐτοῦ
3418470 φυλλορροει
τι καὶ παρακολούθημα . ἢ ὅτι διὰ τί ἡ πλάτανος φυλλορροεῖ ; ὅτι λευκή ἐστιν . οὐ γὰρ τὸ λευκὸν
ὑπέρυθρα δὲ τὰ φύλλα ἐπιεικῶς καὶ χαῦνα καὶ σαρκώδη : φυλλορροεῖ δὲ τοῦτο ὅλον , διόπερ φύλλον ἄν τις εἴποι
3397770 ἀνεικια
σεμνύνων φησίν : ἁ δὲ πεντὰς ἀλλοίωσις , φάος , ἀνεικία . ἀλλοίωσις μὲν ὅτι τριχᾶ διαστὰν ἐς ταυτότητα τῆς
σεμνύνων φησίν : ἁ δὲ πεντὰς ἀλλοίωσις , φάος , ἀνεικία : ἀλλοίωσις μέν , ὅτι τριχᾶ διαστὰν ἐς ταυτότητα
3397445 ὡμοιωθη
δὲ ὅλον ἔστη καθ ' ἑαυτὸ περιγεγραμμένον καὶ τέλειον , ὡμοιώθη τῷ πρὸ αὐτοῦ , ὅτι καὶ ἐκεῖνο πρὸ τούτου
νεωστὶ ἀμελχθέντι καὶ ἀφρίζοντι ἀκμὴν καὶ ἔτι κατὰ τὴν χροιὰν ὡμοιώθη αἰγλήεντος ] τοῦ λευκοῦ ἐπιφράζευ ] ἐπινόησον πόσιν ]
3393915 παρονομασια
, εὔδηλον . Τῆς δὲ ὁμοίας χάριτος ἔχεται καὶ ἡ παρονομασία , ὅταν παρὰ τὸ προκείμενον ἕτερον ὄνομα ἐμφερὲς τεθῇ
ταῦτα : ἀλληγορία , μετάθεσις , ἀναστροφή , μετάληψις , παρονομασία , κλῖμαξ , ἐπαναφορά , ἀντιστροφή , ἐπιμονή ,
3393124 ξηραινομενη
οἱ πολλοὶ τῶν ὀφθαλμῶν ἀπόλλυνται ῥίγει καὶ ἡ τομὴ βίᾳ ξηραινομένη ῥήγνυται , τοῦ δὲ ἔαρος ῥεῖ τό τε δάκρυον
ἢ Αὔγουστον ἢ Σεπτέμβριον μῆνα , ὅτε ἡ βοτάνη εὐκόλως ξηραινομένη καίεται καὶ οἱ καβαλλάριοι τῶν ἐχθρῶν στενοῦνται παρακαθίσαι χρόνον
3392184 κακοτης
ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος , ποιότης ποιότητος , φιλότης φιλότητος , κακότης κακότητος : οὕτως οὖν καὶ Μένδης Μένδητος καὶ Πάρνης
τὴν παρακινδύνευσιν ποιοῦνται , ἡμῖν γε τοῖς ἔτι ἐλευθέροις πολλὴ κακότης καὶ δειλία μὴ πᾶν πρὸ τοῦ δουλεῦσαι ἐπεξελθεῖν .
3391893 παρειη
καιροῦ πεντακλίνου τε διεστρώννυτο οὐδέποτε πλεῖον : ὅτε δὲ μὴ παρείη πρεσβεία , τρίκλινον . καὶ πρόσταγμα οὐκ ἐγίνετο δι
ἀναιρεῖν γὰρ καὶ ζῷα ἄλογα καὶ ἀνθρώπους , εἰ μὴ παρείη Λίβυς ἀνήρ , Ψύλλος ὢν τὸ γένος . οὗτος
3391540 μεγαλη
πατρίδα καλῇ . ἐρεῖς δὲ ἐν τούτῳ ὅτι λαμπρὰ καὶ μεγάλη ἡ πατρὶς καὶ ἀξία ποθεῖσθαι , ἀλλ ' ὅμως
ἐνύδρων ὁ κροκόδειλος , τῶν δὲ ὑποπτέρων ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη , τῶν γε μὴν τετραπόδων ὁ ἐλέφας . Περὶ
3390910 συμπασα
ἐστὶν ἱδρυμένα τῷ θεῷ καὶ πόλεις τινὲς οὕτως ὥσπερ ἡ σύμπασα τότε ἀκτὴ ὀνομαζόμεναι χῶροί τε πολλοὶ τοῦ δαίμονος ἐπώνυμοι
ἀναγκαίως αὐτῷ παρέλκεσθαι , ὅτι κατὰ τὸν Τρωικὸν πόλεμον οὔπω σύμπασα ἐκαλεῖτο ἑνὶ ὀνόματι ἡ Ἑλλάς , καὶ ὅτι περαιοῦσθαι
3386515 πυκνωι
καὶ τὸ μαλθακὸν καὶ τὸ κοῦφον , ἐπὶ δὲ τῶι πυκνῶι ὠνόμασται τὸ ψυχρὸν καὶ τὸ ζόφος καὶ σκληρὸν καὶ
τοῦ ἀπείρου [ καὶ καταλήγουσα ἐν πέρατι ἢ ἀραιῶι ἢ πυκνῶι καὶ οὗ λυομένου πάντα τὰ ἐν αὐτῶι σύγχυσιν λήψεται
3383241 Γινεται
ἐλλιποῦς , ἢ παραγραφικῶς ἢ κατὰ χρόνον ἢ τόπον . Γίνεται λύσις καὶ μεταστατικῶς συγγνωστά , οἷον ἀδικεῖς , φησίν
λεχθῆναι ἢ πραχθῆναι λεγόμενον εἰς κακόζηλον ἐξάγει τὴν διασκευήν . Γίνεται δὲ ἡ διατύπωσις τοῦ πράγματος ἢ ἐκ τῶν παρελθόντων
3382989 ἰσαζει
, Αἰσχίνης : ἐνταῦθα ἡ μὲν τῶν ἐλέγχων ἀπαίτησις ἐπειδὴ ἰσάζει , ἐκλέλοιπεν : τοῖς δὲ λοιποῖς κεφαλαίοις ἐπ '
τὴν δὲ ὕστερον : ἔπειτα καὶ κατὰ ἄλλα ὁ νόμος ἰσάζει : εἰ γὰρ καὶ διάφοροι αἱ αἰτήσεις αὐτῶν ,
3382216 κανθαρων
ῥάχιν διατέτρηται , ὡς ἔστιν ἰδεῖν ἐπὶ τῶν σφηκῶν καὶ κανθάρων καὶ ἐγκελάδων , καὶ τῶν τεττίγων μάλιστα , δι
εὐωδίαις , εἴπερ ἀληθὲς τὸ ἐπὶ τῶν γυπῶν καὶ τῶν κανθάρων . Τοῦτο δὲ δῆλον ὡς δι ' ἐναντίωσιν τῆς
3380422 γλυκεια
ἐνιαχοῦ . Καὶ ἡ ἄρκευθος ἐμφαίνει τινὰ τῇ μασήσει κακωδίαν γλυκεῖα οὖσα : τὸ δ ' οὖρον ποιεῖ εὐῶδες .
ὀπώρας : ἡδονῆς δὲ χάριν καὶ εὐστομαχίας διδόσθω σταφυλὴ λευκὴ γλυκεῖα συμπεπτωκυῖα μετ ' ἄρτου καὶ σῦκα πέπειρα , περιαιρεθέντος
3378597 τροφη
γεῦσις γὰρ ἅπασα δι ' ἁφῆς : ἀλλ ' οὐδὲ τροφὴ ὁ χυμός , ἀλλ ' ἥδυσμα τροφῆς . διασαφητέον
καὶ ἐπαυρίσκεται ἀπὸ τῆς γῆς ἕλκον τὴν ἰκμάδα , καὶ τροφὴ αὐτῷ ἐκεῖθέν ἐστιν : ὥστε μὴ θαυμάζειν ἑτερόκαρπα εἶναι
3374441 χροια
παρυφισταμένου τέσσαρά τινα θεωρεῖται πρὸς ἀκριβῆ διάγνωσιν , σύστασις , χροιὰ , τόπος καὶ χρόνος . καὶ σύστασις μὲν ἢ
δυνάμεως τόνον , συμμαρτυρήσειε δ ' ἂν καὶ διαχωρήματα καὶ χροιὰ προσώπου καὶ ὅσα συμπτώματα λέγεται καὶ φαίνεται . Ἐπὰν
3373808 ἀπαραλλακτος
θεωρήματος ὁ αὐτὸς τρόπος τῆς ἀντιστροφῆς , καὶ ἡ ἀπόδειξις ἀπαράλλακτος , ὥσπερ καὶ ἐπὶ τοῦ λθʹ ἐλέγομεν , καὶ
ψευδής , ἀλλὰ πάσῃ τῇ δοκούσῃ ἀληθεῖ καθεστάναι εὑρίσκεταί τις ἀπαράλλακτος ψευδής , γενήσεται τὸ κριτήριον ἐν κοινῇ φαντασίᾳ τοῦ
3370224 νευρωδει
τῆϲ ἔξωθεν αἰτίαϲ , καὶ ταύτην , ὅταν μάλιϲτα ἐν νευρώδει μορίῳ τὴν ϲύϲταϲιν ἔχῃ , κατὰ τὸ ϲυνεχὲϲ ἐπὶ
καὶ καϲτόριον μὴ καυϲώδουϲ ὄντοϲ τοῦ πυρετοῦ : καὶ τῷ νευρώδει τοῦτο ϲυμβάλλεται . ἐκλείγματα δὲ διὰ πιτυίδων καὶ ϲτροβιλίων
3362363 παγχρηϲτοϲ
ποιεῖ καὶ πᾶϲα ϲτυπτηρία μετὰ πολυγόνου χυλοῦ καὶ ἡ Ἐραϲιϲτράτου πάγχρηϲτοϲ ὑγρά . ἀναγέγραπται δὲ ἐν τοῖϲ ὀφθαλμικοῖϲ . ἄλλο
ἕωϲ μέλιτοϲ ϲχῇ πάχοϲ . αὕτη δέ ἐϲτιν ἡ Ἐραϲιϲτράτου πάγχρηϲτοϲ , ποιοῦϲα καὶ πρὸϲ ϲυνάγχην καὶ τὰ ἐν ϲτόματι
3361324 φυλασσεται
οἱ δὲ ἄλλοι παρέλκειν φασὶ τὴν πρόθεσιν : ἔνθεν καὶ φυλάσσεται ὁ τόνος ὁμοίως τῷ „ ἔσκεν ὑφηνίοχος „ καὶ
] τοῦ τόνου . τὸ ἄναξ ἀποβαλὸν τὸ ξ , φυλάσσεται κατὰ [ τὴν ] αὐτὴν τάσιν Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε
3358822 πεπτει
εὔροα ποιεῖ : τμητικὰ δὲ ὅσα τέμνει τοὺς χυμοὺς καὶ πέπτει τοὺς μὲν παχύνοντα , τοὺς δὲ λεπτύνοντα . προοδοποιητικὰ
διεκθέει ὑπ ' ἀκραϲίηϲ κοιλίηϲ τε καὶ ἐντέρων : οὐ πέπτει γὰρ αὖθιϲ εὖ ἔχον τὸ ἧπαρ . πῦρ τε
3357676 μεϲη
πλατεῖαν ἕλμιν κτείνει . τῶν δὲ φύλλων καὶ τῶν βλαϲτῶν μέϲη πώϲ ἐϲτι τῶν ὑπαγόντων τε καὶ ἐπεχόντων ἡ δύναμιϲ
κράμβηϲ καὶ δίδου τοῖϲ τελείοιϲ ϲταθμῷ Γρʹ ε : ἡ μέϲη δόϲιϲ Γρʹ δ , ἡ ἐλαχίϲτη Γρʹ γ τοῖϲ
3356801 ἐμφερης
ποτε εἶδον : κατὰ ἔχιν ἐστὶ τὸν μικρότατον , τέφρᾳ ἐμφερής , στίγμασιν οὐ συνεχέσι πεποικιλμένος : κεφαλὴ δέ ἐστιν
ἑτέρῳ μέρει αὑτοῦ βατράχῳ , τῷ δὲ λοιπῷ γεώδει τινὶ ἐμφερής , ὡς καὶ ἐκλιπόντι τῷ ποταμῷ συνεκλείπειν . Ἄνοιξιν

Back