τὸ ἀνώδυνον ἀγαθόν ἐστι : δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐδεμία δριμύτης πλεονάζει ἐν αὐτοῖς , ἀλλ ' οὐδὲ πνεύματα ἐμφωλεύουσιν ,
ἀνύω καὶ ἀρύω . καὶ κατ ' Ἀττικοὺς καὶ Κυπρίους πλεονάζει τὸ τ καὶ γίνεται ἀνύτω καὶ ἀρύτω . οὕτω
7192466 περιττευει
ἰδοὺ γὰρ ὁ ἄνθρωπος εἶδος ὢν τῷ λογικῷ διαφορᾷ ὄντι περιττεύει τοῦ ζῴου , ὅπερ ἦν αὐτοῦ γένος : τὸ
. 〚 τοῦ δὲ ὑπέπινε περιττὴ ἡ ὑπό . 〛 περιττεύει ἡ ὑπό . . ἀντὶ τοῦ ἀρχὴν εἶχον τοῦ
7083002 ἐγκειται
τὸ ἐσθίειν γῆν , ἤτοι πηλόν , ὅσοις ὀξώδης χυμὸς ἔγκειται . ἀπό τινος οὖν συμπτώματος ἢ μελαγχολικοῦ χυμοῦ ἢ
, ὡς ὑπ ' εὐφορίας ἀεὶ κακῶν βρίθειν . „ ἔγκειται „ γάρ φησι Μωυσῆς ” ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου
6764827 ἐγκειμενη
σοῦν , ὅταν ἢ ὄξυνος γένηται , ἢ ἀποῤῥυῇ ἡ ἐγκειμένη πίσσα . Τὴν πίσσαν οἱ ἀρχαῖοι ἡμῖν παραδεδώκασι καλλίστην
σαφὲς ὅτι ἕνεκα τούτου οὐδὲ ἐπιδέξεται αἰτιατικήν : ἦν γὰρ ἐγκειμένη ἡ αὐτὴ διάθεσις ἐκ τοῦ ἑτέρου προσώπου , τὸ
6751302 πλεονασμος
. . . + Ἀΐλιον : κακοΐλιον : οὐ γὰρ πλεονασμός , . Ἄϊστος : ὁ ἄδηλος καὶ ἄγνωστος [
τοῦτο δὲ μόνον , τὸ δὲ αἴτιον τοῦ τόνου ὁ πλεονασμός : ἀλλ ' ἢ ὀξύνονται , ὡς ἐπὶ τοῦ
6703283 ἐπιφερεται
ἐμέ κἀμέ , καὶ ἐκεῖνος κἀκεῖνος . ὅτε μέντοι δίφθογγος ἐπιφέρεται , ἐκθλίβεται τὸ α καὶ τὸ ι , καὶ
οὐδενὸς δὲ πέφυκε προτάττεσθαι τῶν ἀφώνων τὰ ἡμίφωνα . τούτοις ἐπιφέρεται τρίτον κῶλον τουτί πολύβατον οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν
6574666 ἀντικειται
κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπάτης ἀγαθῆς οὐκ ἀποστατεῖ θεός , ἧι ἀντίκειται ἡ κακή , ὁποίαν ὁ βασιλεὺς ἐκ Διὸς ἔπαθε
δῆλον ἐστὶν ὡς ἑτέρῳ κανόνι ὑπείκει : τὸ νέα οὐκ ἀντίκειται , ἀπὸ γὰρ τοῦ νεός . Τὰ διὰ τοῦ
6566737 παρηκται
μὲν σύνεγγυς , τλητικὸν κατὰ φρένας . ταλαύρινον τολμηρόν . παρῆκται δὲ ἡ λέξις παρὰ τὸ τλῆναι , καὶ οὐκ
Σαμαρείτης : ταῦτα γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς α καθαρὸν ληγόντων παρῆκται . Ὤρικος , πόλις ἐν τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ .
6520907 παρακειται
. καὶ ἐπεὶ ταῖς μὲν πρὸ δύο ὡρῶν τῆς μεσημβρίας παράκειται Λέοντος ἀρχῇ παραλλάξεως μήκους # κδ , πρὸς δὲ
μέσον ἄρα τὸ ΖΛ . καὶ παρὰ ῥητὴν τὴν ΓΔ παράκειται πλάτος ποιοῦν τὴν ΖΜ : ῥητὴ ἄρα ἐστὶν ἡ
6351681 ἐπιρρημασι
δ ' ἀνιστάμενος μετέφη ἀντὶ τοῦ ἀναστάς . ἐν δὲ ἐπιρρήμασι γίνεται σολοικισμὸς οὕτως : καὶ εἴσω δόρπον ἐκόσμει ἀντὶ
παρηκολούθησε τοῖς συνεμπεσοῦσι συνδέσμοις αἰτιώδεσιν . . . . . ἐπιρρήμασι χρονικοῖς ἢ τοπικοῖς . συνεμπι . . . ἡ
6325569 ἀναδιπλωσις
ἐς τὴν παρεξειρεσίαν καὶ ἀπέβαλε τὴν ἀσπίδα . † Καὶ ἀναδίπλωσις δέ που εἰργάσατο μέγεθος , ὡς Ἡρόδοτος δράκοντες δέ
τινὸς λόγου , ἢ πλειόνων λέξεων ἐπαναλαμβανομένων , ὃ καὶ ἀναδίπλωσις καλεῖται , οἷόν ἐστι τοῦ δ ' ἐγὼ ἀντίος
6317404 ὑποπιπτει
ὁ καθόλου τόδε τι σημανεῖ , εἴγε τῇ αἰσθήσει μὴ ὑποπίπτει ἀσώματος ὢν καὶ πλῆθος μᾶλλον πεποιωμένον † δηλοῦν †
συμμέτρων ὑγρῶν ἀποκριθέντων τῷ δακτύλῳ τῆς μαίας συνεχὴς ὑμὴν ἀκμὴν ὑποπίπτει , διαιρεθέντος δὲ τούτου πολλῶν ὑγρῶν ἀποκριθέντων ἀκολουθεῖ καὶ
6246447 παρεπεται
, καὶ τοῖϲ πληϲίον δὲ τόποιϲ τὴν νόϲον ἐγκαταϲπείρει . παρέπεται οὖν αὐτοῖϲ ἰϲχυρὰ φλεγμονὴ καὶ αὐτοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ καὶ
δὲ τὸν χαμαιλέοντα τὸν μέλανα προϲενηνεγμένοιϲ δηγμὸϲ εὔτονοϲ καὶ πόνοϲ παρέπεται μετὰ ἀνατροπῆϲ ὅλου τοῦ ϲώματοϲ . τρόμοϲ , εἶτα
6229042 παρυφισταμενον
λέγεται νέφος : ἐὰν οὖν τὸν κάτω τόπον ἐπέχῃ τὸ παρυφιστάμενον , λέγεται ὑπόστασις , καί ἐστιν ἀγαθὸν καὶ ὑγιεινὸν
χῦμα μὲν καλεῖται ἅπαν τὸ οὖρον παρὰ τὸ ἐκκεχύσθαι . παρυφιστάμενον δὲ τὸ ἐν αὐτῷ ἕτερόν τι ἐμφαῖνον . ἐν
6181292 ὑποτασσεται
ἕνεκα τίθεμεν . γράμμα σύμφωνον ἡμίφωνον ὑγρὸν καὶ προτάσσεται καὶ ὑποτάσσεται , ὡς τό . ὁμοίως συμφώνοις ὑποτάσσεται , ὡς
κέκληται ὑποτακτική , καθότι , ὡς εἶπον , ἀεὶ συνδέσμοις ὑποτάσσεται . Σημαίνει δὲ πράγματα ἢ γινόμενα , ἅ ἐστιν
6164614 δασυνεται
, τὸ δέ γ ' ἅω αὕω αὑαίνω τὸ ξηραίνω δασύνεται παρὰ πᾶσιν , ὅθεν καὶ παρὰ τῷ κωμικῷ ἀφαυαίνειν
, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τούτοις ἀλλοχροοῦσι , καὶ ἡ φωνὴ δασύνεται , αἵθ ' ὑπὸ τὴν γλῶτταν φλέβες πλήρεις τε
6145487 προσεμφερης
, ὧν ἐστι κηρύλος , τροχίλος καὶ ὁ τῇ κρεκὶ προσεμφερὴς ἑλώριος . οὗτοι γὰρ ἐν ταῖς εὐδίαις παρὰ τὸ
ἡ κόμη , καὶ διὰ πλῆθος πολιῶν τριχῶν ἀφριζούσῃ θαλάσσῃ προσεμφερὴς καὶ ὑπαργυρίζουσα . ἤκμαζε δὲ οὕτω τὰ εἰς λόγους
6136616 συγκριτικῳ
γὰρ καὶ λευκὸν καὶ ψυχρὸν καὶ μέλαν τῷ διακριτικῷ καὶ συγκριτικῷ διαφέρουσι , καὶ ὅμως πολέμιον τὸ λευκὸν τῷ θερμῷ
τὸ ἐγγὺς καὶ πλησίον . εἴρηται παρὰ τὸ ἐγγύς , συγκριτικῷ τύπῳ ἐγγύτερος ἐγγίων ἔσσων , καὶ τὸ οὐδέτερον ἔσσον
6118634 μελῳδειται
ἀσύνθετον οὔτε πλείω ἑνὸς ἡμιτόνια κατὰ τὸ ἑξῆς ἐν τούτῳ μελῳδεῖται τῷ γένει : οὔτε μὴν κατὰ χρῶμα : πάλιν
δὲ παρυπάτης καὶ λιχανοῦ τῷ λιχανοῦ καὶ μέσης καὶ ἴσον μελῳδεῖται καὶ ἄνισον ἀμφοτέρως : ἴσον μὲν ἐν τῷ συντονωτέρῳ
6110980 ἐκτασις
τοῖς τοιούτοις τροπὴ τοῦ ε εἰς ο , καὶ αὖθις ἔκτασις τοῦ ο εἰς ω : νέμω , νωμῶ :
ἐστιν αὕτη καὶ οἷον γένεσίς τις ἀπὸ λόγου σπερματικοῦ καὶ ἔκτασις , τετευχυῖα παρὰ τὸ τοιοῦτον τῆς ὀνομασίας , παρ
6095187 συστελλεται
μιᾷ βλαστῆσαι καὶ τέλειον γενέσθαι : ταχὺ δὲ αὖ πάλιν συστέλλεται καὶ ταπεινοῦται καὶ φθίνει , ψόγου τινὸς προσπεσόντος ἢ
ἁρμόσει τὸ ὑπερέχον καὶ ἠρέμα παράγειν , ἐπανιέντα μὲν ὅτε συστέλλεται τὸ στόμιον , ἐφελκόμενον δὲ ὅτε διίσταται . καὶ
6090594 χολη
ὑπεροπτηθείσης χολῆς , καὶ ἐφ ' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται
ἐντέρων ἥκοι , ϲτρόφοι , γαϲτὴρ ὑγρή , φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν
6089132 συγκριτικον
συγκριτικόν ἐστι συγκριτικοῦ τὸ χειρότερον , καὶ τὸ χεῖρον γὰρ συγκριτικόν . Ἔστι δὲ τὸ τοιοῦτον οὐδέποτε ἐν χρήσει παρὰ
ὀρέστερος : ἀπὸ γὰρ τῶν εἰς ος οὐδετέρων οὐδέποτε γίνεται συγκριτικόν . Φιλόξενος . , , . . , .
6088079 ἑλιξ
ὡς μηκέτι μηδὲ πυρῆνα μήλης παραδέχεσθαι . εἰ δ ' ἕλιξ ἐντέρου κατωλισθηκέναι τύχοι , ἀπὸ τῶν κενεώνων ἀρξάμενοι τοῦ
ἀποβολῇ τοῦ ω λάψ , ὡς φυλάξω φύλαξ , ἑλίξω ἕλιξ , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν λάλαψ , μετὰ προσθέσεως τοῦ
6076432 συναιρεσις
δὲ τοῦτο , ἀλλὰ πεπερασμένον , οὕτω τοίνυν κἀνθάδε ἡ συναίρεσις τοῦ πλάτους , εἰς ἐλάχιστον πλάτος καταληγούσης τῆς διανοίας
ἀλλοίωσις ἐγένετο τῶν φωνηέντων , δηλονότι κρᾶσίς ἐστιν καὶ οὐ συναίρεσις . Καὶ ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , εἰ ἄρα ἐν
6068993 κογχη
λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν κόγχη . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πίνης Ἐπαίνετος ἐν
σταφυλὴ ὀξυτονητέον . πρὸς οὓς ῥητέον : ἰδοῦ κόγχος / κόγχη , φίλος / φίλη , μόνος / μόνη ,
6046200 ἐλαω
ἢ παρὰ τὸ λυσσῶ περισπώμενον ἐντελὲς λυσσάω , ὡς ἐλῶ ἐλάω , λυσσάοντες , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ α ἀλύσσοντες
λεγομένη μαρμάρῳ καὶ κονίᾳ . . ΗΛΗΛΑΝΤΟ . Κανόνισον : ἐλάω , ἐλῶ , τὸ ἐλαύνω : ὁ μέλλων ἐλάσω
6019509 σκορπιζεται
ὁ δ ' ἀσκητὴς δάκνεται μόνον ὑφ ' ἡδονῆς καὶ σκορπίζεται , οὐ θανατοῦται : κἀκεῖνος μὲν σωφροσύνῃ , χαλκῷ
παρ ' Ἑκαταίωι . Φιλητᾶς . . . . : σκορπίζεται : Ἑκαταῖος μὲν τοῦτο λέγει Ἴων ὤν , ὁ
6002982 ἀξυλος
ὑπερβολὴν τοῦ ψύχους . ἡ πλείστη δὲ πεδιὰς οὖσα καὶ ἄξυλος πολλαῖς κώμαις διείληπται . αὗται δὲ τὰς τῶν οἰκιῶν
παρεπόμενόν ἐστι , τέκνον εὔτεκνος , βλέφαρον καλλιβλέφαρος , ξύλον ἄξυλος : ἦν οὖν καὶ παρὰ τὸ πέδον τὸ ἔμπεδος
6000938 ὀξυνεται
ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα ὀξύνεται : σοφός κυφός κωφός . τὸ δὲ κοῦφος προπερισπᾶται
ἀΐσσω ῥήματος . τὸ δὲ ἀϊκάς καὶ προπαροξύνεται [ καὶ ὀξύνεται : ἀπὸ μὲν γὰρ τοῦ ἀϊκή ὀξυτόνου ] ἀϊκάς
5998245 συγκοπη
, . . α . . Ἄμφις : τοῦτο οὐ συγκοπή , ἀλλὰ μετασχηματισμός : ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἀμφιάραος Ἄμφις
ἀναστῆσαι , ἐπᾶραι . Ἀμπετάσαι : ἀνοῖξαι , ἀναπετάσαι , συγκοπή . βλεφάρων : ἀπὸ τῶν : βλέφαρον παρὰ τὸ
5992170 ἐνυπαρχει
τῷ τινος εἴδους μεταλαμβάνειν ; ὅτι φησί , καὶ τότε ἐνυπάρχει περὶ αὐτήν : ἄλλου γὰρ ἐστέρηται πάντως ἡ ὕλη
ἄλλων συντεθὲν ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον : εἰ δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐνυπάρχει τῷ λόγῳ τοῦ ζῴου , τὸ ὅλον ἐνυπάρξει τῷ
5990956 νεται
προήκει ἡ γένυς , καὶ εὐθεῖά ἐστι καὶ αὐξά - νεται κατ ' ὀλίγον ἐς μῆκός τε καὶ πάχος ,
τὸ τῶν ἐρίδων γένος , ἀλλὰ δύο . Λαμβά - νεται δὲ ἑαυτοῦ , ἐπειδὴ ἐν τῇ Θεογονίᾳ μίαν γέννησιν
5967845 ὀξυτερος
. ἐναρμόνιος δὲ λέγεται , ἐπὰν δύνηται καὶ τοῦ ὀξέος ὀξύτερος εὑρεθῆναι καὶ τοῦ βαρέος βαρύτερος : καὶ ὁ αὐτὸς
ἀναβαίνων τῇ τάσει . ὁ δὴ τρίτος φθόγγος τοῦ δευτέρου ὀξύτερος ἔσται , καὶ διέστηκεν ἀπὸ μὲν τοῦ πρώτου τόνον
5962669 λυγξ
τὸ σίελον ἴσχηται , ἀποθνήσκουσιν . Ἐπὶ φλεγμονῇ τοῦ ἥπατος λὺγξ , κακόν . Ἐπὶ ἀγρυπνίῃ σπασμὸς ἢ παραφροσύνη ,
ἰσχυρὴ καὶ ἐπίπονος καὶ θανατώδης : ὁκόταν οὖν προσῇ καὶ λὺγξ ἅμα καὶ αἵματος θρόμβους ἀποβήσσῃ ἅμα τῷ σιάλῳ μέλανας
5960939 ψιλουται
ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο , ὅπερ συγκοπτόμενον εἰς τὸ ἆλτο ψιλοῦται . τὸ γὰρ α λῆγον εἰς λ , ἐπιφερομένου
ἄττα : σημαίνει μὲν ἡ φωνὴ τὸ τινά , ὁπότε ψιλοῦται . ἢ καὶ τὸ ὀλίγα ἢ παραπλήσιον . ὁπότε
5959236 κεκραται
μνημονικὸν τοῦ ἀναμιμνῃσκομένου πανταχοῦ κρεῖττον , ὅτι τὸ μὲν λήθῃ κέκραται , τὸ δὲ ἀμιγὲς καὶ ἄκρατον ἐξ ἀρχῆς ἄχρι
ψυχρῶν ἢ τῶν θερμῶν ἢ τῶν ἄλλων , ἐξ ὧν κέκραται τὸ σῶμα , ὅταν ὑπερβολὴν ἔχῃ , καὶ ὁ
5941201 συναπτεται
ταῦτα ποιῶν δημιουργὸς δυνάμεις γονίμους ἀφεὶς εἰς τὴν γένεσιν πάλιν συνάπτεται τοῖς Θεοῖς . Ταῦτα δὲ ἐγένετο μὲν οὐδέποτε ,
κύκλος μέν , ὅτι ὥσπερ ἐν τῷ κύκλῳ ἡ ἀρχὴ συνάπτεται τῷ πέρατι , οὕτω καὶ ἐνταῦθα ἄρχεται ἀπὸ τοῦ
5940292 συνυπαρχει
λευκόν , μέλαν , σπουδαῖον , φαῦλον καὶ ὅσα ἁπλῶς συνυπάρχει τινί : ποσότης δὲ μνᾶ , τάλαντον , δίπηχυ
φωνὴν ἀμήχανόν ἐστι προφέρεσθαι διὰ τὸ οὗ τὰ μέρη μὴ συνυπάρχει , μηδὲ αὐτὸ ἐκεῖνο ὑπάρχειν , τούτου δὲ τοῦ
5939204 παρακολουθει
παιδεύων τὸ μειράκιον . ” Ὥστε ἀνάγκη πείθεσθαι αὐτῷ : παρακολουθεῖ γὰρ ἀκριβῶς παραφυλάσσων , καὶ ὅλως οὐδὲ προσβλέπειν ἄλλῳ
δύναμιν ἐχόντων οὐχ ἡ τυχοῦσα βλάβη τῇ πόσει τῶν τοιούτων παρακολουθεῖ , ἀλλὰ θάνατος ἔσθ ' ὅτε . Κατανοεῖν δὲ
5932573 ἐλλειπει
τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς : ἡ διπλῆ ὅτι ἐλλείπει ἡ πρός , πρὸς Ἕκτορα , ὡς καὶ τότ
τε ἀπέχεσθαι μηδενός : καὶ ἑνὶ λόγῳ οὔτε ἀνοίας οὐδὲν ἐλλείπει οὔτ ' ἀναισχυντίας . Ἀληθέστατα , ἔφη , λέγεις
5927650 αἱματωδης
καὶ πυρὰ γῆ , καὶ σαρκίνη γῆ , καὶ γῆ αἱματώδης . Ταῦτα δὲ εὑρήσεις ἐν ταῖς Πτολεμαίου βιβλιοθήκαις .
ξύσιος , οὐκ ἔτι λαμπρὸν αἷμα ἐξέρχεται , ἀλλὰ ἰχὼρ αἱματώδης ἢ ὑδατώδης . Τότε δὲ χρή τινι τῶν ὑγρῶν
5915846 ὑπεστιν
, ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα τῇ
τούτων ἕκαστον τμητέον , καὶ ὅπη τὰ αὐτὰ κεφάλαια πᾶσιν ὕπεστιν , καὶ ὅπη ἑκάστῳ ἁρμόττει χρήσασθαι , ἐφεξῆς [
5910143 προσγινεται
τῇ δὲ τριτάτῃ δύεται Ἀετὸς πτηνὸς ὄρνις καὶ ἡ τροπὴ προσγίνεται τοῦ ἀέρος ποικίλη . τῇ δὲ τετάρτῃ ὁ Δελφὶν
ἐφαρμόζω ; Ἐνταῦθά ἐστι τὸ ζήτημα πᾶν καὶ οἴησις ἐνταῦθα προσγίνεται . ἀφ ' ὁμολογουμένων γὰρ ὁρμώμενοι τούτων ἐπὶ τὸ
5906933 περισπωμενη
οἷον : θεός , βαρεῖα , οἷον : Πὰν , περισπωμένη , οἷον : πῦρ ῀ , μακρὰ , οἷον
ὀξύβαριν ; περίσπασιν ; δίτονον ; σύμπλεκτον ; κεκλασμένην ; περισπωμένη . . , : περὶ πρώτων δὲ τῶν βαρβάρων
5901668 παροξυνεται
πενία ξενία . Τὰ διὰ τοῦ ΙΑ παρὰ μελλόντων γενόμενα παροξύνεται : ὀρέξω ἀνορεξία πέψω ἀπεψία προδώσω προδοσία . Τὰ
: Μύσκελλος Μάρκελλος Κύριλλος Σόφιλλος δόριλλος . τὸ δὲ ὀπτίλλος παροξύνεται . καὶ τὸ νεογιλλός ἔχει θηλυκόν . Τὰ διὰ
5897497 φαττα
πλησίον παχεῖα καὶ πιμελής , σοὶ δὲ νεοττὸς ἡμίτομος ἢ φάττα τις ὑπόσκληρος , ὕβρις ἄντικρυς καὶ ἀτιμία . πολλάκις
πλεῖστον χρόνον ἐν ὀχείᾳ γίνεται ἡ ἔχιδνα , μέγιστον ἡ φάττα , ἐλάχιστον δὲ ἡ τρυγών . καὶ ὅτι ὁ
5890083 φωνηεντι
αὐτοῦ στοιχεῖον ἓν τῶν φωνηέντων τὸ ε καὶ παράκειται ἑτέρῳ φωνήεντι τῷ ι : εἰς τοῦτο γὰρ ἔληγε τὸ πρὸ
μακρὸν καὶ ἡ συναπτομένη ταύτῃ τρισὶ μηκυνομένη γράμμασιν ἀφώνῳ καὶ φωνήεντι μακρῶς λεγομένῳ καὶ ἡμιφώνῳ : διερεισμός τε οὖν γέγονε
5883823 τοπικον
ἐκ προηγησαμένης τινὸς φλεγμονῆς ἐνίοτε γιγνομένη , ποτὲ δὲ καὶ τοπικὸν ἕλκος ὑπερσαρκῶσαν οὕτως ὠνομάσθη ἀπὸ τῆς παρεπομένης δυσκινησίας καὶ
εὐθείας φερομένων . Τῆμος ἐπὶ ζέφυρον ] Τῆμος δύναται καὶ τοπικὸν καὶ χρονικὸν , νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ τοπικοῦ .
5881681 διφθογγος
: εἰ ἀπεβλήθη οὖν τὸ ο καὶ ἐφυλάχθη ἡ υι δίφθογγος , εὑρίσκετο μετὰ τὴν υι δίφθογγον σύμφωνον ἐπιφερόμενον τὸ
, ἐπειδὴ καὶ τοῦτο ἥμισυ ἔχει χρόνου , ἀναπληροῦται ἡ δίφθογγος καὶ τελεία μακρὰ γίνεται καὶ καταβιβάζει τὸν τόνον ,
5878532 ἀκινητῳ
διδείσκω : καὶ ἐπεὶ πρὸ τοῦ σκ ἐν ἁπλῇ καὶ ἀκινήτῳ λέξει ἡ ει δίφθογγος οὐκ ἔστιν , ὑπέρθεσις γίνεται
' ἐνέργειαν ἡ ἐπιστήμη , ἀλλ ' οὖν ἐν τῷ ἀκινήτῳ αἰτίῳ ἦν ἡ τῶν πραγμάτων ἐπιστήμη καὶ πρὸ τοῦ
5878128 ληγοντι
Ἀθάναις οἰχνεῖτε . ἐνταῦθα τῷ τε ὀμφαλὸν εἰς τὸ ν λήγοντι τὸ θυόεντα παρακείμενον ἀπὸ τοῦ θ ἀρχόμενον ὁμοίαν ἀποδίδωσιν
ὁ ἔσχατος στίχος : εἰκὸς μέντοι γε ἠγνοῆσθαι τὸ ” λήγοντι „ . ἐξ ἀρχῆς γὰρ πάντων τῶν ζῳδίων τὰς
5875974 πυκνη
περιπέτασον . Σπόγγος , λεκάνη , πτερόν , λεπαστὴ πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον ἀγαθοῦ δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ
. καὶ προηγεῖται ἡ μεγάλη ἀναπνοή , ἕπεται δὲ ἡ πυκνή . Τρίτη διαφορὰ δυσπνοίας μεγάλη καὶ ἀραιά , ἥτις
5870130 συνεστι
ἐγένετο , ἐπεὶ τοῖς ἀπὸ ῥημάτων παραχθεῖσιν ἐπιρρήμασι καὶ ὀξυνομένοις σύνεστι τὸ ς , δωρίζω δωριστί , αἰολίζω αἰολιστί .
ἔχουσιν . τὸ μὲν γὰρ γένος ἡμῖν ὁμοῦ τῇ γενέσει σύνεστι καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε παύσεται , ἡ δὲ συγ
5865940 ὑπερυθρος
γίνεται δὲ καὶ τριῶν σπιθαμῶν . τὸ δὲ χρῶμά ἐστιν ὑπέρυθρος , καὶ τῶν ὀδόντων τὸν μὲν κάτω ἐλάττονα ἔχει
ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : ἄνθος μαλακὸν καὶ κοῦφον
5861410 ἐκτεταμενῳ
ἀπὸ τοῦ ἴος ἴου . Τὰ εἰς ΩΝ συγκριτικὰ οὐδέποτε ἐκτεταμένῳ διχρόνῳ παραλήγεται : βράσσων ἐλάσσων θάσσων σεσημείωται , ὅτι
βόρβορος . Τὰ εἰς ΡΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Α συνεσταλμένῳ ἢ ἐκτεταμένῳ τριγενῆ ὄντα ὀξύνεται , εἰ μὴ δεδιπλασίασται ἐν τῇ
5855955 ὑπεστι
δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις καὶ εὐλάβεια καὶ τὸ ἀφιλόνεικον τοῦ ἤθους
' κείνοις συνειρηκόσιν ἥ τε πρὸς οὓς ᾕρηνται χάρις αὐτῶν ὕπεστι καὶ ἔτι πρὸς ὑμῶν τοὺς ταὐτὰ γιγνώσκοντας , τοῖς
5854876 ὁμοφωνει
διότι πανταχόσε βάλλει ἑαυτοῦ τοὺς κλάδους , καὶ τὸ ἐπίθετον ὁμοφωνεῖ τῷ κυρίῳ : ἕρπυλλος γὰρ καλεῖται παρὰ τὸ ἕρπειν
εἰς ταῦτα : τὸ γὰρ ὁ δὲ προσέειπεν ἐδείχθη ὡς ὁμοφωνεῖ μόνον τῷ ἄρθρῳ , οὐκ ἔστι δὲ αὐτὸ ἄρθρον
5845292 ὑπερθετικον
ἔκριναν θανάτου . Ῥᾴδιον ἁπλοῦν : ῥᾷον συγκριτικόν : ῥᾷστον ὑπερθετικόν . Τὰ δὲ συγκριτικὰ πολλαχῶς προφέρονται , οἷον κρείττων
: οὐδὲ γὰρ τὰ εἰς ωρ λήγοντα σχηματίζουσιν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν . ἔτι ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες μακάρτατος . τὸ μέντοι
5828292 προσεχεται
: ᾗ μὲν γὰρ ἐκ τῶν νεφῶν σκότος γίνεται , προσέχεται τῇ ἀληθείᾳ καὶ ἴδιον τοῦ πράγματος ἐγένετο , ᾗ
ἔσοδοί εἰσι τοῖσι παιδίοισι μοῦνον τοῦ σώματος : τῇ μήτρῃ προσέχεται διὰ τουτέων , καὶ κοινωνεῖ τῶν ἐσιόντων : τὰ
5822285 Ἀττικωτερον
γὰρ μετὰ ταλαιπωρίας γίγνεται ᾔδει : η γραπτέον ἐστίν , Ἀττικώτερον τουτὶ νόει κερδαλέον : ἐπωφελές . ἀνθρώπων νόμος :
πρόθεσις ὁλοκληροτέρα καὶ τὸ ἔσωΤὸ . ἄρα πόρρω ἐκτέταται ὡς Ἀττικώτερον , καθὸ καὶ τὸ προπέρυσι πρωπέρυσίν φασι , καὶ
5817606 χροια
παρυφισταμένου τέσσαρά τινα θεωρεῖται πρὸς ἀκριβῆ διάγνωσιν , σύστασις , χροιὰ , τόπος καὶ χρόνος . καὶ σύστασις μὲν ἢ
δυνάμεως τόνον , συμμαρτυρήσειε δ ' ἂν καὶ διαχωρήματα καὶ χροιὰ προσώπου καὶ ὅσα συμπτώματα λέγεται καὶ φαίνεται . Ἐπὰν
5801760 ἐκθλιψις
κρᾶσις καὶ συναίρεσις , σύνθετα δὲ ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις , ἔκθλιψις καὶ συναίρεσις , κρᾶσις καὶ συναίρεσις , ἔκθλιψις καὶ
ἔκθλιψις καὶ συναίρεσις , κρᾶσις καὶ συναίρεσις , καὶ [ ἔκθλιψις ] κρᾶσις καὶ συναίρεσις . ἁπλᾶ μὲν ἔκθλιψις ὡς
5796770 ἀγκων
εἰς ἅλα δίναις . κεῖθεν δὲ προτέρωσε μέγας καὶ ὑπείροχος ἀγκών ἐξανέχει γαίης : ἔπι δὲ στόμα Θερμώδοντος κόλπῳ ἐν
ὑπόκειται ἐρῶν αὐλητρίδος : ὦ χρυσοῦν ἀνάδημα , ὦ γλυκὺς ἀγκών . ὡς εἴ τις εἶποι : ὦ γλυκὺς πῆχυς
5796519 πολιητης
λεγομένοισι πρότερον ἐκ τούτου σταθμώμενος καὶ τῷ ἐόντι , ὅτι πολιήτης μὲν πολιήτῃ εὖ πρήσσοντι φθονέει καὶ ἔστι δυσμενὴς τῇ
] τρύπανον αἰπο - λικόν ” Κεραμιήτης . τὸ δὲ πολιήτης πλεονασμὸν ἔχει τοῦ η , ὡς τὸ μυθιήτης ,
5784908 καρος
τὸ δέρμα ἐντὸς μόνον τὰ ὀστέα συνεῖχεν . κάρος : κάρος δὲ αὐτὸν κατέσχεν , τουτέστι σκότωσις . τὴν δὲ
ἐλθὼν μεγάροιο καθέζετο γοῦνα βαρυνθείς οὐδοῦ ἐπ ' αὐλείοιο : κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος , γαῖαν δὲ πέριξ ἐδόκησε
5783670 λαλημα
] γνώστης νόμων , μνήμων , μνημονικός , νόμιμος , λάλημα , νομομαθής . , μηδαμῶς πίπτων ἐν τῷ διαλέγεσθαι
' αὐτοῦ δριμύλα καὶ φλογόεντα : κακαὶ φρένες , ἁδὺ λάλημα : οὐ γὰρ ἴσον νοέει καὶ φθέγγεται : ὡς
5782795 ἐξιτηλος
ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος ἐθέλεχθρος δημοκόπος κακοικονόμος σκληραύχην θηλυδρίας ἐξίτηλος ἐκκεχυμένος σκωπτικὸς τρώκτης ἠλίθιος βαρυδαιμονίας ἐμπεφορημένος ἀκράτου . τοιαῦτα
θύειν . ἐρυμάτων : στηριγμάτων . εἶργεν : ἐκώλυεν . ἐξίτηλος : ἀσθενής . ζώνη : ὁ τόπος , εἰς
5778396 ἐμφαινεται
ἐροῦμεν ὀνόματα ἁπλᾶ ἢ σύνθετα δισύλλαβα , οὗ μορφή τις ἐμφαίνεται τραγικὴ ἢ πάλιν ταπεινή , ἢ ἄθεα ὀνόματα ,
' ὑπονοιῶν τὸ σαφὲς διαγνώτω . μήποτ ' οὖν ὅπερ ἐμφαίνεται διὰ τοῦ ” εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου
5775646 Τραχηλος
εὐφρασίαν δηλοῖ . Βρόχθος πάλλων ἔπαινον καὶ δόξαν σημαίνει . Τράχηλος πάλλων χαρὰν ἐπί τινι δηλοῖ . Κατάκλεις δεξιὰ μάχας
τεσσαράκοντα ἡμέρῃσι κρίνηται , μεγάλην ἔχει ῥοπὴν ἐς σωτηρίην . Τράχηλος σκληρὸς καὶ ἐπώδυνος , καὶ γενύων σύνδεσις , καὶ
5770461 ναρθηξ
ἀμφοῖν ὁμοία πλὴν κατὰ τὸ μέγεθος : ὁ μὲν γὰρ νάρθηξ γίνεται μέγας σφόδρα ἡ δὲ ναρθηκία μικρά . μονόκαυλα
ΕΝ ΚΟΙΛΩι ΝΑΡΘΗΚΙ . Ἔστι μὲν πυρὸς ὄντως φυλακτικὸς ὁ νάρθηξ , ἠπίαν ἔχων μαλακότητα εἴσω , καὶ τρέφειν τὸ
5761109 ὑπερβαλλει
εὐθεῖαι γωνίαν ποιοῦσαι ἐπ ' ἄπειρον : πᾶν πεπερασμένον μέγεθος ὑπερβάλλει ἡ διάστασις αὐτῶν εἰς ἄπειρον ἐκβαλλομένων . ἔδειξεν γοῦν
καὶ κατὰ τὴν ἐρήμην πεπραγμένων , ἃ δύναμιν πᾶσαν λόγων ὑπερβάλλει , καὶ προσέτι πόνων οὓς κατώρθωσε καὶ κληρουχιῶν ἃς
5760452 διαφαινεται
που τὸν μυχὸν τῆς ψυχῆς . ἔνθα δὴ καὶ μάλιστα διαφαίνεται τοῦ φαρμάκου ἥ τε ῥώμη καὶ ἡ ἀνδρεία .
, μάλιστα δ ' οἱ ποταμοί : ἐπὶ πλέον δὲ διαφαίνεται τοῦτο κατὰ τοὺς περατοὺς τοῦ ῥείθρου τόπους . τάχα
5759908 παραλαμβανεται
τῆς μὲν γὰρ καταγραφείσης τὸ ποσὸν εἰς τὴν πρότασιν οὐ παραλαμβάνεται , τῶν δὲ καθόλου μέμνηται καὶ ἐκ τῶν καθόλου
εἰ καὶ ἀποπατήϲειε . τούτων γὰρ προγεγενημένων ἀκινδύνωϲ ἡ ἀνάτριψιϲ παραλαμβάνεται . ἀνατρίβειν δὲ χρὴ ἐλαίῳ γλυκεῖ μηδόλωϲ ἐφαπτόμενον τῆϲ
5759290 μαδαρος
ἔχοντα ἐν τῇ τρίτῃ ἀπὸ τέλους συλλαβῇ α ὀξύνεται : μαδαρός , πλαδαρός , ἀγανός : οὕτως οὖν καὶ ἀγαθός
, διὰ τὸ κάρη ἀκαρός , ὀξύνεται γὰρ ὁμοίως τῷ μαδαρός . προπερισπᾶται δὲ τὸ ἀθῷος διὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦτον
5743068 προσεοικε
. καὶ καλοῦσιν οὐ κυρίως αὐτό τινες ἀμφιβληστροειδῆ χιτῶνα : προσέοικε μὲν γὰρ ἀμφιβλήστρῳ τὸ σχῆμα , χιτὼν δ '
γάρ τοι προφαινόμενα δύο τῆς ἐλεφάντων γένυος , ἃ δὴ προσέοικε χαυλιόδουσιν εἰς ὕψος ἀνανεύοντα , πολλοὶ μὲν ἐσφαλμέναις ὑπονοίαις
5736985 θεωρειται
ἐστι τῆς πραγματείας ταύτης . τὰ δ ' ἀνώτερον ὅσα θεωρεῖται χρωμένης ἤδη τῆς ποιητικῆς τοῖς τε συστήμασι καὶ τοῖς
γε δι ' ὑπογραφῆς δηλοῦται , ἐπειδὴ σημαίνει τι . θεωρεῖται οὖν ὡς καθ ' ἕκαστα , ἢ οὐ θεωρεῖται
5735361 βυβλος
. τῇ γραφῇ χρόνους . ἡ μὲν οὖν πρὸ ταύτης βύβλος , οὖσα τῆς ὅλης συντάξεως τεσσαρεσκαιδεκάτη , τὸ τέλος
φιλαναγνωστοῦσιν . ἡ μὲν γὰρ πρὸ ταύτης [ συντελεσθεῖσα ] βύβλος τὰς Ἀλεξάνδρου πράξεις ἁπάσας περιείληφε μέχρι τῆς τελευτῆς :
5734703 συνεσταλη
τὸ η , θηρός Σηρός φηρός : τὸ κήρ καρός συνεστάλη , ἐπεὶ μόνον ὑπῆρχε θηλυκόν : κλίνεται δὲ καὶ
. ὑπερβολικῶς : ὁ οὐρανὸς δὲ ἔφριξεν αὐτήν , τουτέστι συνεστάλη , ἐφοβήθη , καὶ ἡ γῆ ἡ μήτηρ πάντων
5734214 βρωσις
πιεῖν . ἢ ὀμφαλόεσσαν τὴν τροφώδη παρὰ τὸν ὀμφαλόν : βρῶσις γὰρ ὁ ὀμφαλός , ἐπεὶ δι ' αὐτοῦ τὰ
ἀχρείους ἔχει . Τῶν μὲν οὖν μονονύχων ἐστὶν ἀνδραποδώδης ἡ βρῶσις κομιδῇ : βέλτιστα μέντοι καὶ πάντων ἐλαφρότατά ἐστι τὰ
5732373 εὐχυλος
] . ὁ δὲ κλιβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ καὶ εὐστόμαχος καὶ εὔπεπτος καὶ πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος
κακοστομαχώτερος . ὁ δὲ κριβανίτης πάσαις ταῖς ἀρεταῖς περιττεύει : εὔχυλος γὰρ , εὐστόμαχος , εὔπεπτος , πρὸς ἀνάδοσιν ῥᾷστος
5731851 παθητικη
καὶ ἡ ἀπό τινος συμπτώματος ἔκστασις ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον παθητικὴ ποιότης λέγεται . Διαιρεῖ τὸ τέταρτον εἶδος τῆς ποιότητος
ῥήμασιν ἡ τοῦ πλουτῶ ἢ ὑπάρχω ἤ τινος τῶν τοιούτων παθητικὴ ἐκφορά , καὶ ἐπὶ τοῦ μάχομαι ἡ ἐνεργητική :
5725925 βραδιων
οἷον ταχὺς ταχίων τάχιστος , κακὸς κακίων κάκιστος , βραδὺς βραδίων βράδιστος , ἐλαχὺς ἐλαχίων ἐλάχιστος , τερπνὸς τερπνίων τέρπνιστος
τῆς κινήσεως , ὅταν ποτὲ μὲν ᾖ ταχυτέρα ποτὲ δὲ βραδίων : κἂν γὰρ τὰ ἄλλα πάντα συνδράμῃ , οἷον
5725313 ἐπακολουθει
ψυχῆς ἀθεότης , ἔπειτα δόξα , αἷς πάντα τὰ κακὰ ἐπακολουθεῖ καὶ ἀγαθὸν οὐδέν : ἄρ ' οὖν ὁ νοῦς
κατὰ τὴν φύσιν , καὶ ὁμοίως πᾶσι τῶι βίωι ἡμῶν ἐπακολουθεῖ ὁ θάνατος . εἰ δὲ τῶν κακῶν ἀνδρῶν τινες
5722355 πλεοναζων
οὐδὲ σπασμώδει διαθέσει οὐδὲ παραφροσύναις : ὁ γὰρ χυμὸς ὁ πλεονάζων αὐτοῖς ψυχρότερος ὢν ἅμα καὶ παχύτερος , αὐτὸς ἑαυτοῦ
ὥϲπερ αἱματώδη τὴν χρόαν , ἐφ ' ὧν αἱματικὸϲ ὁ πλεονάζων ὑπάρχει χυμόϲ . πρὸϲ δὲ τὴν βεβαιοτέραν διάγνωϲιν ϲυντελεῖ
5717118 ἐπιπολαιος
, προχωροῦσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα πάντα πλησίον , οὐ μόνον ἐπιπόλαιος , ἀλλὰ καὶ διὰ βάθους : αἰμάσσεται δὲ αὐτοῖς
ἐπιπολαιοτέραν τὴν δὲ ἑτέραν πραγματειωδεστέραν . Ἔστιν οὖν ἡ μὲν ἐπιπόλαιος αὕτη : εἰ θεριεῖς πάντως θεριεῖς , καὶ οὐ
5716147 παρελκει
. βέλτιον δὲ ἐπὶ τοῦ κακοτεχνεῖν . τὸ δὲ ἔχων παρέλκει Ἀττικῷ ἔθει . ἐξ Ἑλένης Εὐριπίδου πολλὰ τούτων .
ἔχους ' εὐδαίμονα , αἲ αἴ ” . ὡς γὰρ παρέλκει τὸ „ αἲ αἲ „ καὶ τὸ ” φεῦ
5715283 πεπυρωται
φέρεσθαι καλῶς : διὰ γὰρ πυρός : ὅ ἐστι : πεπύρωται ὡς πῦρ , θερμῶς . εἶπε γὰρ αὐτῇ [
ἐάν τις αὐτὰ καλῶς ὀπτήσῃ , ἀλυποτάτην ἔχει διάθεσιν : πεπύρωται γάρ . διὸ οὐχ ὁμοίως τοῖς ὠμοῖς ἐστι δύσπεπτα
5714550 ἐρῳδιος
ἐστιν ἱκανῶς τοῦ πελλοῦ καὶ οὐ γίνεται σύνεδρος οὗτος ὁ ἐρῳδιὸς ἄνθῳ , καθάπερ οὐδ ' ὁ ἄνθος τῷ [
: ὥσπερ ἔγχελυς κατὰ γλοιοῦ . καὶ τὴν αἰτιατικήν : ἐρῳδιὸς γὰρ ἔγχελυν Μαιανδρίην τρίορχον εὑρὼν ἐσθίοντ ' ἀφείλετο .
5714298 ὁπλη
. χηλῆς : ὁπλὴ , χηλὴ καὶ ὄνυξ διαφέρει : ὁπλὴ μὲν λέγεται ἡ στρογγύλη καὶ ἄσχιστος ὄνυξ , οἷον
: σχηλή τις οὖσα . παρὰ τὸ διεσχίσθαι , ὥσπερ ὁπλὴ , ἀντὶ τοῦ ἁπλῇ . Χαραδριός . ὁ ἡδόμενος
5711568 ἐλαχυς
, ὀξεῖα : βαρὺς , βαρεῖα : τὸ λιγὺς καὶ ἐλαχὺς ὀξύτονα , καὶ ἡμίσυς καὶ θῆλυς βαρύτονα σημειοῦνται ποιοῦντα
τάχιστος , κακὸς κακίων κάκιστος , βραδὺς βραδίων βράδιστος , ἐλαχὺς ἐλαχίων ἐλάχιστος , τερπνὸς τερπνίων τέρπνιστος : Καλλίμαχος :
5703891 τονῳ
Ἀλκαῖος Γανυμήδῃ ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα . τῷ δὲ τόνῳ ὡς ἀρύβαλλος . , . . , . ᾄδεις
, πάθος κινοῦσα , σχεδὸν τῇ πικρίᾳ μόνον καὶ τῷ τόνῳ τοῦ Δημοσθενικοῦ χαρακτῆρος λειπομένη , τοῦ δὲ πιθανοῦ καὶ
5703003 εὑρισκεται
γ # ΔΥ γ Μ α , ὅθεν ὁ ʂ εὑρίσκεται Μο δ . ἔσται οὖν ἡ μὲν τοῦ ⃞ου
τρόφι κρῖ ἄλφι ἀποκέκοπται , καὶ οὐδεμία ἐξ αὐτῶν πτῶσις εὑρίσκεται . Τὸ πῶϋ , τὸ γόνυ , τὸ δόρυ
5702535 τονος
κατὰ μέγεθος , ἤτοι ὡς τά τε σύμφωνα καὶ ὁ τόνος ἢ ὡς τὰ τούτοις σύμμετρα , τὸ δὲ κατὰ
. δεύτερον τὸ ὑπὸ μεσοπύκνων περιεχόμενον , οὗ δεύτερος ὁ τόνος ἐπὶ τὸ ὀξύ : ἔστι δὲ ἀπὸ παρυπάτης ὑπάτων
5694241 ξανθη
αἷμα , προσεοικὸς τῷ ἦρι : τοῖς δὲ ἀκμάζουσιν ἡ ξανθὴ χολή , τῷ θέρει : τοῖς δὲ παρακμάζουσιν ἡ
προϲενέγκωνται , πολλῷ ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐϲ ἔμετον διεκθέει χολὴ ξανθὴ κατακορέωϲ , καὶ τὰ διαχωρήματα ὁμοῖα . ϲπαϲμοί ,
5687080 ἐνδει
γένοιτο ἄν ποτε καὶ τοῦτο χρήσιμον , ἐφ ' ὧν ἐνδεῖ πολὺ τοῦ δέρματος . ὑπάγεται δὲ καὶ χειρουργίας τρόπῳ
μέγιϲτον βοήθημα τῇ διὰ τῶν ἄλλων χρήϲει νομίζουϲιν ἀναπληρώϲειν ὁπόϲον ἐνδεῖ : καὶ μέντοι καὶ οἱ κάμνοντεϲ οἰόμενοι τὴν μὲν
5682784 ὀρυκτος
' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός , καὶ ὡς ἄτακτος ἀτακτῶ
δὲ λεγομένου σκώληκος δισσὸν εἶδος ὑπάρχει : ὁ μὲν γὰρ ὀρυκτός ἐστιν , ὁ δὲ σκευάζεται οὕτως : εἰς θυείαν
5673707 στροφος
καὶ δοῦναι , καὶ ἐᾶσαι ὑπνῶσαι : καὶ ἢν μὲν στρόφος γίνηταί οἱ περὶ τὸν ὀμφαλὸν , κύει : ἢν
ἀλγηδὼν ἐνείη , καὶ ἅμα τῷ ἀλγήματι ἢ βηχίον ἢ στρόφος ἢ πόνος κοιλίης : ὅταν δέ τι τουτέων παρῇ
5672991 ἀκολουθει
: οὐ δέχεται γὰρ τὸ ἄλογον ἀθάνατον . ᾧ καὶ ἀκολουθεῖ ὁ Πορφύριος : τρεῖς γὰρ εἶναι λέγει : οὕτω
ἔδει δὲ οὕτως ποιῆσαι τὴν ἀντιστροφήν : εἰ τὸ ζῷον ἀκολουθεῖ τῷ ἀνθρώπῳ * * * ὄντος γὰρ αὐτοῦ ,
5671968 μηλεα
τροφὴν συντάρρων γινομένων . Ἀλλὰ κουφότατον καὶ ἀσινέστατον πάντων ἐστὶ μηλέα καὶ ῥόα : καὶ γὰρ οὐ πολύρριζα καὶ τροφῆς
βάθος . ἔνια δ ' εὐθὺς σχίζεται , οἷον ἡ μηλέα : τὰ δὲ πολύκλαδα καὶ μείζω τὸν ὄγκον ἔχει
5669574 Ἐρασμονιδη
ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' , ἀτιμίας πλέως . Ἐρασμονίδη Βάθιππε τῶν ἀωρολείων . ὃς οὐκ ἔδωκ ' αἰτοῦντι
ἰαμβοποιὸν Ἀρχίλοχον . Κρατῖνος δὲ ὅταν λέγῃ ἐν τοῖς Ἀρχιλόχοις Ἐρασμονίδη Βάθιππε τῶν ἀωρολείων , τοῦτο τὸ μέτρον ἀγνοεῖ ὅτι

Back