γὰρ ἁρμονία ἐξ ἀνομοιομερῶν μὲν ὑπάρχει καὶ θέσιν ἔχει , κολοβὸς δὲ οὐ λέγεται φθειρομένης , εἰ τύχοι , τῆς | ||
Πλάτωνος τοῦ θεσπεσίου ὥστε τὰ αὐτοῦ μὴ μανθάνειν , ὅτι κολοβὸς καὶ βασιλεὺς καὶ νομοθέτης , ὃς πολεμεῖν μὲν ἱκανός |
μέσας νύκτας , ἀλλ ' ὅταν μὲν ἀπὸ τροπῶν θερινῶν πορεύηται , ἐν τῷ μεταξὺ τόπῳ τοῦ τε πρὸς ἀνατολὰς | ||
, ὅταν ἀφ ' ἡμῶν εἰς αὐτὸν ἡ ξυνωρὶς αὕτη πορεύηται . ἔστι δέ τις ἄρα ἐν μύσταις καὶ Νειλῷος |
ἐπαναγάγῃ , καὶ τὰ μὲν ἡμέτερα τῆς διανοίας ἤθη ἠρέμα ἀνέλκει , τὰ δὲ τῶν θεῶν ἡμῖν ἐκδίδωσι , πειθὼ | ||
ῥινί , ὅταν δ ' ὁ ἕτερος , τὸ λοιπὸν ἀνέλκει . εἰ μὲν οὖν ἑκάτεροι κατὰ τὸν αὐτὸν τείνοιεν |
ῥα Χίμαιραν ἀμαιμακέτην . ἢ παρὰ τὸ μάχη ἀμαιμάχετος καὶ ἀμαιμάκετος . . . . ἀμαλδῦναι : κυρίως μὲν τὸ | ||
ἀμαιμακέτην ἐκέλευσε πεφνέμεν . ἢ παρὰ τὴν μάχην ἀμαιμάχητος καὶ ἀμαιμάκετος καὶ ἀμαιμακέτην . οὕτως Μεθόδιος , . , . |
οὐχ ὁμοίως ἂν ἡμῖν ἐκ τῆς κοιλίης κάκοδμα γενόμενα ἔξω χωρέοι , ἀλλ ' ὥσπερ ἑφθὰ , καὶ τὸ οὖρον | ||
παιδίῳ γένοιτο . Εἰ δὲ ἡ κάθαρσις τῇ γυναικὶ ὀλίγη χωρέοι , πόνος λάζυται ἰσχυρὸς ἰξύας τε καὶ τὸν ἀμφὶ |
οὐκ ἐκφορά . ἄπνους , ἄνευρος , ἀσθενής , ἀνέντατος μαλθακωτέρα πέπονος σικυοῦ μοι γέγονε . αἱμασιολογεῖν ἄριστ ' ἠπίστατο | ||
: ἡ δὲ νέα , ᾗ καὶ Θεόκριτος χρῆται , μαλθακωτέρα καὶ εὐκολωτέρα . Δωρίδι δὲ διαλέκτῳ κέχρηται ὁ Θεόκριτος |
ὡς τὰ μὲν αὐτῶν εὑρίσκειν ἵνα αἱρήσηται καὶ πῶς αὐτῶν ἐπιτύχῃ βουλεύσηται , τὰ δὲ εὑρίσκειν ἵνα ἐκφεύξηται , καὶ | ||
τὰ νοσσία αὑτοῦ . ἐὰν οὖν τις τὴν βοτάνην ταύτην ἐπιτύχῃ , πρὸς πολλὰ ποιήσει ἃ οὐκ ἔξεστι λαλεῖν . |
δὲ καὶ ταύτῃ ὑπερβάλλοι , κίνδυνος ὑδατωθῆναι . δεύτερα δὲ φέροιτο ἂν κιρσὸς ἐπὶ τῇ αἱμορροΐδι : καὶ γὰρ οὖν | ||
ἐνϲτάζειν ὕδωρ ψυχρόν : εἰ δὲ ἐκ τῶν ἀμφοτέρων μυκτήρων φέροιτο τὸ αἷμα καὶ εἰϲ ἑκάτερα τὰ ὦτα ἔνϲταζε τὸ |
ταῦτα πάντα , πρῶτον μὲν κεφαλὴν ὅκως ἔχει , εἰ ἀνάλγητος καὶ μὴ βάρος ἔχει ἐν ἑωυτῇ : ἔπειτα ὑποχόνδρια | ||
αἰσθάνεται . κλέπτει τὴν αἴσθησιν τῆς τιμωρίας τὸ τάχος : ἀνάλγητος θάνατος ὁ πρὶν δόξαι συμβάς , ὁ δὲ πολλάκις |
ἂν μήτε κλίνῃ τὸ πᾶν μήτε ἰσχύον ἄγαν ἀπολείποιτο , μένῃ δὲ ἑστηκὸς ἐπὶ βραχείας ῥοπῆς . Τὸ δὲ ζῷον | ||
ἐν ἡλίῳ ὀξυτάτῳ : ἔνικμον γὰρ κἂν ἐπ ' ὀλίγον μένῃ , ὀξίζει . Ἄμωμον κάλλιστόν ἐστι τὸ Ἀρμένιον , |
προϲεμπλάϲϲοντα , καὶ γάλακτι ἐγκλύζειν τὸν ὀφθαλμόν . ἐὰν δὲ νέμηται τὰ ἕλκη , φακῷ καταπλάϲϲειν μετὰ μέλιτοϲ ἢ μήλων | ||
μέχρις ἂν ὅλον τὸ σαρκῶδες σήψῃ , ἐπὴν δὲ ἐπίπαν νέμηται , ἀναλοῦται ἡ τροφὴ τῇ σηπεδόνι : οὕτω δὴ |
, καὶ τὸ Πλάτωνος ἀναρμοστεῖν , ὡς καὶ ἀπὸ ῥυθμοῦ εὔρυθμος , εὐρυθμία , ῥυθμίζειν , εὐρύθμως , καὶ ἀρρύθμως | ||
λευκὴ χλανίς , φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος βακτηρία , βαιὰ τράπεζατί μακρὰ δεῖ λέγειν ; ὅλως |
τε παρέδρους . ἢν δὲ καὶ ἀφρογενοῦς Κύπριδος θοὸν ἀστέρα βάλλῃ ἀκτὶς Ἑρμάωνος , ἐναλλάγδην τε γένωνται εἰς ἰδίων ὁρίων | ||
οὐρανίης προφανῇ πυριλαμπέος αἴθρης , ἢ γονίμῃ ὥρῃ πανεπίσκοπα φέγγεα βάλλῃ , Τοξότεω κατὰ χῶρον ἰδ ' εὐστέρνοιο Λέοντος , |
τῆς δὲ ἀμφισβαίνης , φησί , τὸ σῶμα λεπτὸν ὡς ἕλμινθος . καὶ γὰρ ἡ ἕλμις λεπτή ἐστιν , ᾗ | ||
ἀξίνῃ ξύλον στελεοῦ * πάχετος : πάχος τῆς δ ' ἕλμινθος πέλει : τῆς δὲ ἀμφισβαίνης , φησί , τὸ |
καὶ κατὰ τὸ κοινὸν ἀπαρεμπόδιστος ταῖς αἰσθήσεσιν , ἀρτιμελής , εὔτονος , ὡς δ ' ἔνιοι λέγουσιν καὶ μακροὺς καὶ | ||
καλεῖται Ἰωτάλινος . ἡδὺς δ ' ἐστί , κοῦφος , εὔτονος . ὅτι παρ ' Ἰνδοῖς τιμᾶται δαίμων , ὥς |
γὰρ δύνηται τοῦτον ποιεῖσθαι τὸν ἀναπλασμὸν ψυχή , τουτέστιν ὅταν πεφύκῃ , διάνοια καλεῖται , ὅταν δὲ ἐνεργητικῶς ἤδη ποιῇ | ||
οὐδὲ γυναικῶν βαθυκόλπων καλὸν τὸ πρόσωπον , ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ |
λέγειν . Περιέσσευσεν ἄχρηστον , ἐπερίσσευσε δὲ χρήσιμον . Οὐ σπῖλος εἴποις , ἀλλὰ κηλίς . Ἀνειλεῖν βιβλίον δι ' | ||
μακαριότητα τῷ εὐδαίμονι : εἰ δέ τινος τούτων λείποιτο , σπῖλος αὐτῷ προσγίνεται . εἰ γὰρ τὴν ἰδέαν παναίσχης εἴη |
ἀχίλλειον σιδηρῖτιν : πλεονεκτεῖ δὲ τῇ στύψει τῆς προειρημένης . Σίκυος ὁ ἐδώδιμος ὁ μὲν ἤδη πέπων λεπτομερεστέρας οὐσίας ἐστίν | ||
ἐπίλεγε ὡς γνωρίζων ἕκαστα τῶν ἐν τῷ κόσμῳ συμβαινόντων . Σίκυος πικρός ; ἄφες . βάτοι ἐν τῇ ὁδῷ ; |
δελφινοφόρος τε κεροῦχος , ὃς διακόψει τοὔδαφος αὐτῶν ἐμπίπτων καὶ καταδύων . Πρὶν ἀνακυκῆσαι τὰς ἀπίους ἁρπάζετε . Οὐδ ' | ||
δελφινοφόρος τε κεροῦχος , ὃς διακόψει τοὔδαφος αὐτῶν ἐμπίπτων καὶ καταδύων . καὶ Θουκυδίδης δελφινοφόρον εἴρηκε τὴν ναῦν ἐξηρτῆσθαι . |
ἐστιν ἀνατολή , ὅταν ἔξω τῶν αὐγῶν τοῦ ἡλίου πρῶτον ἱστῆταί τι ἄστρον καὶ πρὸ αὐτοῦ ἀνατέλλον ὀφθῇ : ἑῴα | ||
ἐστιν ἀνατολή , ὅταν ἔξω τῶν αὐγῶν τοῦ ἡλίου πρῶτον ἱστῆταί τι ἄστρον καὶ πρὸ αὐτοῦ ἀνατέλλον ὀφθῇ : ἑῴα |
Χρὴ τοίνυν τοῖσιν οὕτως ἐκβεβληκόσι τὴν κατάτασιν ποιέεσθαι τοιαύτην , οἵηπερ πρόσθεν γέγραπται , ἐπήν τις ὀστέα βραχίονος κατεηγότα ἐπιδέῃ | ||
φαίης οὔτε ποτ ' ἠέλιον σόον ἔμμεναι οὔτε σελήνην . οἵηπερ φύλλων γενεή , τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν , ἀνδρῶν |
: τὸν εὐθὺν ἐξειπόντας : ἐκ γὰρ τῆς συντόμου ὁμιλίας ἐλεήσειεν ἂν τὸ τῆς φύσεως αἰφνίδιον νόσημα καὶ οὐκ ἂν | ||
, οὐκ ἔστιν ὅστις οὐκ ἂν τὴν τῶν πασχόντων τύχην ἐλεήσειεν . πᾶσαι μὲν γὰρ αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἐκλείσθησαν |
ἀνθινή , καὶ φοινικοῦν ἱμάτιον , καὶ χορταῖος , χιτὼν δασύς , ὃν οἱ Σειληνοὶ φοροῦσιν . κωμικὴ δὲ ἐσθὴς | ||
λάλος , ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτός , ἄτρωτος , δασύς , λεῖος : τί βούλει ; πνευμάτων πολλῶν φύλαξ |
: ξεῖνος δὲ ξείνῳ εὖ πρήσσοντί ἐστι εὐμενέστατον πάντων , συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα . Οὕτω ὦν κακολογίης | ||
ῥήμασιν ἐρωτήσω τὸν κύριον ἵνα ἱλατεύσηταί μοι ; ταῦτά μου συμβουλευομένου καὶ διακρίνοντος ἐν τῇ καρδίᾳ μου βλέπω κατέναντί μου |
' ἴσον . γεγραμμένων δὲ τῶν νόμων ὅ τ ' ἀσθενὴς ὁ πλούσιός τε τὴν δίκην ἴσην ἔχει , ἔστιν | ||
σφαλερώτερος : καὶ ὁ μὲν θρασὺς ἰταμώτερος , ὁ δὲ ἀσθενὴς θρασύτερος , ὁ δὲ φιλήδονος ἀκολαστότερος . Γεωργῶν ἀνήρ |
. , . ἀγοστός : ὁ ἀγκών : ὁ ἄγαν ὀστώδης τόπος . παρὰ τὸ συναγωγὴν καὶ ἐπίκαμψιν ἔχειν τῆς | ||
ῥύγχος ὀξύ , τράχηλος λεπτός , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , γλῶσσα ὀστώδης , πρόλοβον δ ' οὐκ ἔχει . Ἀλέξανδρος δ |
] Δάφνης φλοιὸν ἀναζέσας ὕδατι συμφύρα καὶ δίδου ἐκ τούτου ῥοφᾷν . ἐνεργεῖ γὰρ λίαν . [ Πρὸς αἷμα οὐροῦντας | ||
τῆς κοιλίης ὑπάγειν τὰ ἐνεόντα κλύσμασιν ἢ βαλάνῳ , καὶ ῥοφᾷν διδόναι καὶ πιεῖν ὅ τι ἂν δοκέῃ σοι ξυνοῖσον |
, πύξος πυξίς , ὄξος ὀξίς . Τὰ εἰς ΠΙΣ διβράχεα ἀπὸ συμφώνου ἢ συμφώνων ἀρχόμενα ὀξύνεται : πραπίς κοπίς | ||
πρωτός : πρῶτος δὲ ἐπὶ ἀριθμοῦ . Τὰ εἰς ΤΟΣ διβράχεα μονογενῆ βαρύνεται , ὁπότε μὴ ἐπ ' ἀθροίσματος ἢ |
τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . σκιμπόδιον ἓν καὶ κώδιον καὶ ψιάθιον ἴσως παλαστῆς χαλεπὸν τὸ | ||
παχυτέραν . ὅταν οὖν ὁμονοῶμεν , καὶ τὸ τυχὸν ἡμᾶς σκιμπόδιον δέχεται : ἐὰν δὲ στασιάσωμεν , οὐδὲ ἡ σύμπασα |
, ἢ εἰ πλανώμενος ἰητρεύοιτο : εἰ μέντοι πεμπταῖος ἢ ἑκταῖος ἐὼν ἢ καὶ ἔτι ἀνωτέρω , ἀναστὰς ἐθέλοι προβαίνειν | ||
αὐτὸς ἑωυτὸν ὑπὸ τῆς ὀδύνης : οὗτος ἀποθνήσκει πεμπταῖος ἢ ἑκταῖος . Ὅταν οὕτως ἔχῃ , θερμαίνειν αὐτοῦ τὴν κεφαλήν |
' ἑωυτὰς αἱ χῶραι ὧδε ἔχουσι : τὰ ὑψηλὰ καὶ αὐχμηρὰ καὶ πρὸς μεσημβρίην κείμενα ξηρότερα τῶν πεδίων τῶν ὁμοίως | ||
ἀντιποιοῖτο . ἦν δὲ ἡ μὲν ἐργατικὴ καὶ ἀνδρικὴ καὶ αὐχμηρὰ τὴν κόμην , τὼ χεῖρε τύλων ἀνάπλεως , διεζωσμένη |
προσαγορεύουσι καὶ μετροῦσι τὰ νάματα , καὶ πανήγυρις αὐτοῖς ὁ πῆχυς γίνεται . . . Δεινὸς χρηματιστὴς ἐκ τῆς κατὰ | ||
γενικῆς στάχυος , βότρυος , κέγχρυος πλὴν τῶν δύο τούτων πῆχυς πήχεως , καὶ πέλεκυς πελέκεως . ταῦτα γὰρ μόνα |
δὲ „ δὶς „ ἔφη ” νικήσεις , ἐὰν μὴ ἐθέλῃς τρίς . ” Δαιμόνιον , ἀμπελουργέ , λέξεις γάρ | ||
γὰρ τὰ τοῦδε καλῶς οἶσθα . ἂν δ ' οὐκ ἐθέλῃς λέγειν , ἀνάγκη ἐμὲ μαντεύεσθαι . καὶ τὸν μὲν |
προτεθύμηνται , οὐδὲν εἰρήκασιν . ὅτι δέ ἐστιν ἡ καταπύκνωσις ἐκμελὴς καὶ πάντα τρόπον ἄχρηστος , φανερὸν ἐπ ' αὐτῆς | ||
. . , . ] [ Καὶ Θεοδόσιος ὁ βασιλεὺς ἐκμελὴς ἦν καὶ πάσῃ ῥᾳθυμίᾳ ἐκκείμενος . . ἐκμελές . |
τῆς Ψεφὼ καλουμένης χώρας . καὶ ἐν Κύπρῳ ἥ τε σμάραγδος καὶ ἡ ἴασπις . οἷς δὲ εἰς τὰ λιθοκόλλητα | ||
μὴ ὀπτηθέντος : ἐπεὶ εἰς τὰ χρυσοχοϊκὰ χωνεῖα συλλιπαίνεται ὁ σμάραγδος καὶ ἔρχεται εἰς τὸ χωρῆσαι αὐτὸν ἐκεῖθεν , καὶ |
. ἀπώνατο : ἀπὸ τοῦ ὀνῶ ὀνήσω ὤνησα ὠνησάμην ὠνάμην ὤνου ὤνατο καὶ ἀπώνατο . ἢ ὄνημι συζυγίας δευτέρας τῶν | ||
. ἀπώνατο : ἀπὸ τοῦ ὀνῶ ὀνήσω ὤνησα ὠνησάμην ὠνάμην ὤνου ὤνατο καὶ ἀπώνατο . ἢ ὄνημι συζυγίας δευτέρας τῶν |
, οἷον πόθος / ποθή , νόμος / νομή , ὦνος / ὠνή , τῖμος / τιμή , φόνος / | ||
τὴν γένεσιν διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται : οἷον , ὦνος ἡ τιμή : Πρῶνος πόλις Κρητική : κῶνος τὸ |
λοιδορίας ἐκάλει λογογράφον : τάχ ' οὖν ἂν ὑπὸ φιλοτιμίας ἐπίσχοι ἡμῖν ἂν τοῦ γράφειν . Γελοῖόν γ ' , | ||
μετοχῆς εὐκτικὰ ἔλθοι καὶ εἴποι , οὕτω δὲ καὶ σχών ἐπίσχοι καὶ ἐπισπών „ πότμον ἐπίσποι „ , οὕτω καὶ |
, καὶ συναναταράξας τῇ χειρὶ ἐπιμελῶς , ἄχρις ἂν οὗ ὑποστῇ ἡ λεπίς , ἀφαίρει τὰ ἐφεστῶτα , ἀποχέας τε | ||
αἰτίαν . καὶ διὰ μὲν κακοήθειαν νοσήματος οὕτως : ἵνα ὑποστῇ ἡ κακοήθεια τοῦ νοσήματος , τριῶν δεῖται συνδρομῆς , |
γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνεται , ἐξαίρεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' | ||
γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , |
μέχρι τῆς ἐντεριώνης . Εἰ δέ τις διατέμοι τὴν ἐντεριώνην τρυπάνῳ , καὶ πάσσαλον πτελέϊνον ἰσομεγέθη ποιήσας διασφίγξει , τρυπήσας | ||
Τῷ τίνος δὲ ἔργῳ ὁ τρυπητὴς καλῶς χρήσεται ὅταν τῷ τρυπάνῳ χρῆται ; Τῷ τοῦ χαλκέως . Ἆρ ' οὖν |
τε τὴν τῆς φυλακῆς ῥᾳστώνην ὅλῳ καὶ παντὶ πρὸς σωτηρίαν γίγνοιτ ' ἂν διάφορος . τούτων δέ , ὡς ἂν | ||
. ἔτι δὲ πολλὰ πολλῶν καὶ πλείων ἀπορία τῶν τοιούτων γίγνοιτ ' ἂν ἔστιν ὅτ ' ἐν αὐτῇ τῇ πόλει |
ζῷα . γραπτέον οὖν οὔλιον , ἵνα τὸν τοῦ κυνὸς σημαίνῃ , τὸν φθοροποιὸν καὶ λαμπρότατον , ᾧ καὶ τὸν | ||
ἥμισυ μόνον , οὐδὲν σημαίνει ἐνεργείᾳ κἂν δυνάμει τὸ διπλάσιον σημαίνῃ † πρὸς τὸ διπλάσιον ἀναφέρεται . εἰ δὲ δώσομεν |
καὶ τὴν γην διαίρεσιν συντεθεῖσαν ποιεῖν Μο ρ : ἀλλὰ συντεθεῖσα ποιεῖ ʂ κε # Μο ω . ταῦτα ἴσα | ||
ἔσται κατὰ τὸν ἐπίκυκλον τὴν ὑπὸ ΘΒΚ γωνίαν , ἥτις συντεθεῖσα μετὰ τῆς ὑπὸ ΑΖΒ ποιήσει τὴν ἀπὸ τοῦ Α |
δειλίαν καὶ πολυκέρδειαν ἀγγέλλει , ἡ δὲ ἄγαν ξανθὴ καὶ ὑπόλευκος , ὁποία Σκυθῶν καὶ Κελτῶν , ἀμαθίαν καὶ σκαιότητα | ||
Ἀβρότονον : τούτου τὸ μὲν θῆλυ θάμνος ἐστὶ δενδροειδής , ὑπόλευκος , φύλλοις λεπτοσχιδέσιν ὥσπερ σερίφου περὶ τὰ κλώνια πλήρης |
, ὁκόταν ὑπ ' ἀλλήλων παρὰ φύσιν θερμαίνηταί τε καὶ ψύχηται , καὶ ξηραίνηταί τε καὶ ὑγραίνηται , νούσους τίκτει | ||
τῷ σώματι μεταβολαὶ ὀξεῖαι γίνονται , καὶ ἢν τὸ σῶμα ψύχηται , ἢ αὖθις θερμαίνηται , ἢ τὸ χρῶμα ἕτερον |
Ἕλληνες καὶ βάρβαροι προσδέονται . ἔστι δὲ καὶ γῆ ἣ σπειρομένη μὲν οὐ φέρει καρπόν , ὀρυττομένη δὲ πολλαπλασίους τρέφει | ||
ἀόριστον . ἀόριστος δέ ἐστιν ἡ μὴ ἔχουσα ὅρους μηδὲ σπειρομένη : ἡ γὰρ σπειρομένη ὅρους ἔχει , ἅτε οὖσα |
. ΗΡΟΔΟΤΟΣ δέ φησι τὸν Νεῖλον εἶναι μὲν φύσει τηλικοῦτον ἡλίκος γίνεται κατὰ τὴν πλήρωσιν , ἐν δὲ τῶι χειμῶνι | ||
ζῇ μὲν Προκόπιος καὶ χρημάτων ἐστέρηται , τἄλλα δέ ἐστιν ἡλίκος ἦν . ζῇς δὲ καὶ σὺ καὶ δύνασαι καὶ |
δυνατοῦ τόν τε ἀριθμὸν ἀκριβῶς καὶ κατὰ μέρος ἐπιζητοίη , λαμβάνοιτο ἂν φυσικώτερον ὅ τε περὶ ὁμομητρίων μόνον ἀπὸ τοῦ | ||
οὐ μὴν ? [ ἐπίπεδος - ] , εἰ γραμμικῶς λαμβάνοιτο ? . δύναται ? ? ? δὲ τὸ ἰσόπλευρον |
τὸ παράμονον καὶ δυσαπόσπαστον τῶν πετρῶν ὡς δ ' ὅτε πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο , δελφῖνος δὲ τὸ ἡγεμονικὸν καὶ κρατιστεῦον | ||
. περιστρώματα Μεγαρικὴ ψηφοπαίκτης Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα ἠλίθιον εἶναι νοῦν τε πουλύποδος ἔχειν κατάχωλε θᾶττον ἢ κεραυνοπλὴξ ἔσει . ἔοικεν αἰγίθαλλος |
, οἷον ἂν μὲν γὰρ ὅσα ἄν τις λάβῃ καὶ σώσῃ , μεγάλην ἔχει τῇ τύχῃ τὴν χάριν : ἂν | ||
θέλει τὸν ʂ εἶναι , ἐπὶ τὰς ὑποστάσεις ποιήσας , σώσῃ τὸ ἐπίταγμα . κ . Εὑρεῖν τέσσαρας ἀριθμοὺς ὅπως |
εἶναι ἐλπίδα σωτηρίας , ὁρῶν ἐπὶ πολύ τε καὶ στενὸν ἐκτεταμένον τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα , καὶ νομίζων πρὸς τὸ ἄναντες | ||
, ὀλίγον δὲ τὸ διάλειμμα , τοῦτον αὖ πάλιν ὠνομάϲαμεν ἐκτεταμένον τριταῖον . Τὸν ἀκριβῆ τριταῖον , ὡϲ ἂν ὑπὸ |
σῶ , σήθω , ἀφ ' οὗ ὄνομα σηλία καὶ τηλία . τρέψαντες γὰρ οἱ Ἀττικοὶ τὸ σ εἰς τ | ||
τοὺς ἀλεκτρυόνας . . . . ἢ σήλιόν ἐστιν ἡ τηλία , ἐφ ' οὗ μάττεται τὰ ἄλευρα . . |
βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : ὥστε μηδ ' ἂν εἰ | ||
βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : ὥστε μηδ ' ἂν εἰ |
γε μὴ λάχῃς . Λάζυσθε πᾶσαι τῆς κύλικος , ὦ Λαμπιτοῖ : λεγέτω δ ' ὑπὲρ ὑμῶν μί ' ἅπερ | ||
δὴ Λαμπιτὼ προσέρχεται . Ὦ φιλτάτη Λάκαινα , χαῖρε , Λαμπιτοῖ . Οἷον τὸ κάλλος , γλυκυτάτη , σου φαίνεται |
. Καθαίρονται δὲ ἐν τεσσαράκοντα ἡμέρῃσιν ἀφ ' ἧς ἂν ῥαγῇ , πολλοῖσι δὲ καὶ ἐνιαυσίη γίνεται ἡ νοῦσος : | ||
τι τῶν φλεβίων σπασθὲν ῥαγῇ , ἢ σπασθῇ μὲν , ῥαγῇ δὲ μὴ παντελῶς , ἀλλὰ σπάδων ἐν αὐτῷ γένηται |
κιττώδους καὶ βραχύτεροι καὶ παχύτεροι . καὶ ὁ κιττὸς ὅταν ἄρχηται σπερμοῦσθαι μετέωρον ἔχει καὶ ὀρθὸν τὸν βλαστόν . Πολύρριζος | ||
νοσήσωσιν . Ἰῶνται δὲ σφᾶς αὐτέους τρόπῳ τοιῷδε : ὁκόταν ἄρχηται ἡ νοῦσος , ὄπισθεν τοῦ ὠτὸς ἑκατέρην φλέβα τάμνουσιν |
πρὸς τὸ πρόσφατον ὑποστίξεις , καὶ οὕτως ἐρεῖς : Καὶ μυθήσαιτο ἂν καὶ εἴποι , ὦ Ἀρκεσίλα , ποίαν πηγὴν | ||
κρύπτει . ἀείδελα : ἀφανῆ ὄντα , ἄγνωστα ὄντα . μυθήσαιτο : εἴποι , ἐξ ὀνόματος καλέσῃ , ἐξ ὀνόματος |
, ἄγνου σπέρμα : καννάβεως ὁ καρπὸς καὶ ἀπὸ φυσωδῶν ἄφυσος . κύαμοι ἑψηθέντες καὶ φρυγέντες , βολβοὶ οἱ ἐπὶ | ||
χρήσθωσαν . Μετὰ δὲ τὸ λουτρόν , ἡ τροφὴ διδόσθω ἄφυσος , καὶ μετὰ πᾶσαν τροφὴν οἶνον δοτέον ἀκρατέστερον . |
ἄνδρα σαώσαι . , . . : οὗτος ὁ στίχος λαγαρός ἐστι . διὸ Ζηνόδοτος ἴσως μετέγραφε „ Τηλέμαχ ' | ||
νεκρῶν : ζωγρεῖ , ζῶντας θηρεύει : ζώαξ , θώραξ λαγαρός : ζῴδιον : ζωθάλμιον , τὸν βιώσιμον : ζῶμα |
: εἰ γὰρ ἐκ φλεγματώδεος φλεγματώδης , καὶ ἐκ χολώδεος χολώδης γίνεται , καὶ ἐκ φθινώδεος φθινώδης , καὶ ἐκ | ||
, οἵα ἐστὶν ἡ ἐκ κέγχρων πυρία . εἰ δὲ χολώδης , τοῖς σπόγγοις τοῖς ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ὕδατος μόνοις |
μοι ἴσον γέρας ἔλλαχε φωτῶν . τέλος . Ὀππιανὸς σελίδεσσιν ἁλίπλοα φῦλα συνάψας θήκατο πᾶσι νέοις ὄψον ἀπειρέσιον . Ὀππιανὸς | ||
τῆς κριθῆς . ἁλίπλοα τὰ ἐπιπλέοντα τῇ θαλάσσῃ : “ ἁλίπλοα τείχεα θείη . ” ἄλεισον ποτηρίου γένος τετορνευμένου , |
τὸ ἓν δή , εἴπερ ἕστηκέ τε καὶ κινεῖται , μεταβάλλοι ἂν ἐφ ' ἑκάτεραμόνως γὰρ ἂν οὕτως ἀμφότερα ποιοῖμεταβάλλον | ||
γένεσιν , τὸ δὲ ἀδύνατον οὐδέποτε ἂν εἰς τὸ δυνατὸν μεταβάλλοι . δεήσει οὖν τῇ μὲν ἀναγκαῖον εἶναι ὕπαρξιν ἀίδιον |
πύου εὔροος ᾖ : τάμνειν δὲ μεταξὺ τῶν πλευρέων στηθοειδέϊ μαχαιρίδι τὸ πρῶτον δέρμα , ἔπειτα ὀξυβελέϊ , ἀποδήσας ῥάκει | ||
ἢ κοχλιωρύχοις ἢ λιστρίοις , καὶ μαχαίρᾳ ἢ μαχαιρίῳ ἢ μαχαιρίδι . ἡ μαχαιρὶς μὲν γὰρ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ |
ἔφη , ὦ παῖ , ποῦ ἂν ἀπὸ σοῦ πόρος προσγένοιτο ; ἀπὸ τίνος δὲ μᾶλλον εἰκός ἐστι πόρον γενέσθαι | ||
ὑποδημάτων ἕνεκα ἢ ἐπὶ τῇ ἐσθῆτι ἢ κατ ' ὄνομα προσγένοιτο ὑπόνοια : τοὺς δὲ αὐτῶν καὶ καταφυγεῖν ἔνθα Ὀρέστης |
συνιέναι ἔχον , μήθ ' ὅπως ἂν ἐφ ' ἕτερον μετασταίη εἶδος ἐπιτηδεύματος . Ἀεὶ δὲ τοῖς αὐτοῖς ἕκαστον κέχρηται | ||
πόλιν οὐ παρ ' ὀλίγον μετριωτέρα γενήσεσθαι ὑπωπτεύετο , εἰ μετασταίη τις ἐξ αὐτῆς ἀπὸ τοῦ πλήθους μοῖρα ἀξιόλογος . |
δὲ ἀπὸ τοῦ προτέρου τῶν κύκλων ἐπὶ τὸν δεύτερόν ἐστιν ὀργυιά : κατασκευὴ δὲ πύργων ἢ ἐπάλξεων ἢ εἴ τι | ||
Μήκους μὲν γὰρ μέτρον παρέχεται πλέον ἢ ὅσον ἔχειν μέτρον ὀργυιά τῳ δοκεῖ . Τὸ δὲ δὴ πάχος , τῷ |
φὺς ] ὁ γενόμενος . ἀδολεσχίαν ] ἀδολεσχία ἡ πάνυ φλυαρία , ἤγουν ἡ πλείστη . ποιητικοῦ πράγματος ] ποιητικὸν | ||
ἑώρα , ἐκπηδήσας εἰς μέσον τίς , ἔφη , ὑμᾶς φλυαρία ἔχει , ὦ Μοῦσαι ; καὶ οὐκ ἀπιοῦσαι μύθους |
οὔτ ' ἄδικον χρεὼν ἔμμεναι οὔτε δίκαιον . πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείηι . [ ] ! ! ρων ὅμαδον | ||
πολλὰ πνεῦμα Διωνύσοιο πρὸς ὕβριος ἔκβαλεν ἀκτάς . πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ . Ἥγεό μοι λόγον ἄλλον , ὅπως |
ἐῤῥίγωσε διὰ τοῦτο , οὐδὲ τὸ οὖρον ἔσχετο . Ὁ ὀδοὺς τοῦ Ἡγησιστρατίου , ᾧ τὸ ἀποπύημα παρ ' ὀφθαλμὸν | ||
, ὡς αἶγές τε δηλοῦσι καὶ ποῖμναι καὶ βόες , ὀδοὺς δὲ λεῖος ἐκφύεται καὶ ἢν μὴ πηρώσῃ τι αὐτόν |
κατάγνυσθαι . καὶ λέπας : λέπας δὲ ἀκρωτήριον . * ὑλῆεν : σύνδενδρον ὑλῶδες ὕλην ἔχον * τόθι : ὅπου | ||
δάκη , κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί καὶ λέπας ὑλῆεν , τόθι δίψιος ἐμβατέει σήψ . χροιὴν δ ' |
εὔκαρπος , πολύφορος , δικαία . τὸ δ ' ἐναντίον λεπτή , πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος , | ||
φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν ὦν πρώτιϲτα μὲν |
, σαρκῶσαι , μινυθῆσαι , ἡ σκληρὴ δῆσαι , ἡ μαλακὴ λῦσαι , ἡ πολλὴ μινυθῆσαι , ἡ μετρίη σαρκῶσαι | ||
' ὀλίγῳ μὲν εἴη θερμοτέρα , παμπόλλῳ δὲ ὑγροτέρα , μαλακὴ τούτοιϲ ἐϲτὶ καὶ πολλὴ ἡ ϲάρξ , καὶ τὸ |
ἀλλὰ καὶ οἱ ἦχοι ὁ μὲν δασύς , ὁ δὲ ψιλός , ὥστε πολλὰ ἀνόμοια εἶναι . Καὶ ἐν ᾠδαῖς | ||
τοῖς ἄλλοις ζῴοις διὰ τὴν ἁπαλότητα τῶν σαρκῶν καὶ διότι ψιλός ἐστιν , οὔτε θριξὶ σκεπόμενος , ὥσπερ τὰ πολλὰ |
ἀκατάληκτον : ὁ βʹ ποὺς ἀνάπαιστος , ὁ δὲ δʹ τρίβραχυς . Τὸ θʹ Ἰωνικὸν δίμετρον καταληκτικὸν ἀπὸ τροχαικῆς εἰς | ||
τοῦ τροχαίου συλλαβὴ εἰς δύο βραχείας καὶ γίνεται χορεῖος ἤτοι τρίβραχυς : καλεῖται δὲ τοῦτο ἰθυφαλικόν : τὸ γʹ “ |
ἧσσον : ὁκόσῳ δ ' ἂν ὁ χρόνος τῇ νούσῳ προΐῃ , ὅ τε πόνος πλείων ἐν τῷ σώματι , | ||
κατ ' ἀρχάς : ὁκόσῳ δ ' ἂν πλείων χρόνος προΐῃ καὶ ἀπομηκύνηται , ἥ τε ὀδύνη ὀξυτέρη καὶ κατέρχεται |
νόμον ] ἑσπέρα , φησὶν , ἐστὶν ἤδη καὶ ἡ σῦριγξ ἠχεῖ . τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ δόναξ . τὸ | ||
ἀπέθανεν ; Οἷον ᾄδουσιν αἱ ἀηδόνες , ἡ δὲ ἐμὴ σῦριγξ σιωπᾷ : οἷον σκιρτῶσιν οἱ ἔριφοι , κἀγὼ κάθημαι |
τὸ δὲ γλύφειν Κρατῖνος , καὶ τὸ γλύμμα Εὔπολις . δακτύλιος δακτυλίδιον : καὶ τοῦ δακτυλίου τὸ μέν τι ὁ | ||
πονηρίαν ἀφαιροῦνται τοῦ οἴνου . Ἄρτος θερμὸς ἐμβληθείς , ἢ δακτύλιος σιδηροῦς , τὸν ἰὸν ἀφαιρεῖται . Ἀμόργης ἐπὶ τρίτῳ |
εἰς ἓν ἰοῦσα ἰλὺς εὐρώεσσα , γαληναίης δὲ ταθείσης ἐξαυτῆς ψάμαθός τε καὶ ἄσπετα φύρματα πόντου πύθεται , ἐκ δὲ | ||
μὲν προτέρου “ οὐδ ' εἴ μοι τόσσα δοίη ὅσσα ψάμαθός τε κόνις τε ” , τὸ δ ' ὕστερον |
ἤγουν τὸν Δία ὑετόν . σπινθῆρες . οὑτοιῒ μύκητες : μύκης ἐστὶν ὁ περὶ τὰς θρυαλλίδας σπινθήρ , ὃς διὰ | ||
ἀρούραις ] ἐν ταῖς ἀρούραις Κηφῆος ] Κηφεὺς Αἰθιοπίας βασιλεύς μύκης ὅθι κάππεσεν : μύκης κυρίως τὸ ἄκρον τοῦ ξίφους |
ἄλλην οἶσθα καιριωτέραν βουλὴν ἑτοίμαζ ' , ὡς ἔγωγ ' ἀμήχανος χρησμῶν ἀκούσας εἰμὶ καὶ φόβου πλέως . ξένοι , | ||
πρῶτον μὲν ἔνδοθεν ἐγείρεται καὶ περὶ τὰ χείλη τοῦ πιόντος ἀμήχανος κνησμός , καὶ οἷος δὴ τοὺς χριομένους τῷ ὀπῷ |
τὴν ὥραν σκοπεῖν χρὴ ἐν τίνι μάλιστα καιρῷ τοῦ παροξυσμοῦ βαρύνοιτο μεγάλως ὁ κάμνων . εἰ μὲν γὰρ κατὰ τὴν | ||
παρ ' οὐδέτερα ᾖ : ἐπίθετα δέ , εἰ μὲν βαρύνοιτο , εἰς ου ἔχει τὴν γενικήν , εἰ δὲ |
αὐτὸς ὁ Νοῦς τὰ προσπίπτοντα ἐνεργήματα τοῦ σώματος ἐκτελεσθῆναι . πυλωρὸς ὢν ἀποκλείσω τὰς εἰσόδους τῶν κακῶν καὶ αἰσχρῶν ἐνεργημάτων | ||
εἰ θέλοιεν ὠφελεῖν ἔχοιμεν ἄν . ὠή : τίς ἂν πυλωρὸς ἐκ δόμων μόλοι , ὅστις διαγγείλειε τἄμ ' ἔσω |
φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν ὠμῶν . ἢν δὲ ἐϲ κύϲτιν ἴῃ , | ||
. ] παρέδωκεν [ . . ] Καρδίη σχῆμα μὲν ὁκοίη πυραμὶς , χροιὴν δὲ κατακορὴς φοινικέα . Καὶ περιβεβλέαται |
οἷσι μέλλουσιν ἐκπυέειν , αἱ κοιλίαι ἐπιταράσσονται . μαʹ . Σπλὴν σκληρὸς οὐ τὰ ἄνω , κάτω στρογγύλος , οὐ | ||
δὲ εὐώνυμος ἁλλομένη μοχθήσαντι εὐστάθειαν δηλοῖ ἐν παντὶ βίῳ . Σπλὴν ἁλλόμενος ἀρρωστίαν δηλοῖ . Ἧπαρ ἁλλόμενον δυσθυμίαν σημαίνει Ἰσχίου |
ἀλλὰ συντρέχειν εὔχομαι τὴν τύχην , ὅπως αὐτοῖς μὴ δόξω ῥᾴθυμος εἶναι . ταῦτ ' ἔφην οὕτως ἔχων εὐημερίας , | ||
ἀδωροδόκητος . ψέγων δὲ ἀμβλύς , ἄμοχθος , ἄμαχος , ῥᾴθυμος , ἀμελής , νωθής , βραδύς , μισοστρατιώτης , |
πήγνυται ἐπὶ τῆς γῆς , τὸ δὲ ἄνω , ἵνα τιτρώσκῃ : ὅσαι , φησὶν , ἦσαν τετοκυῖαι , τὰ | ||
, τοῦτον παῖδα μετὰ τὴν σφαγὴν ἐγνώρισα . νῦν ὄντως τιτρώσκῃ , νῦν τὴν καιρίαν λαμβάνεις , παιδίον : καλέσω |
τὸ πῶμα , ἡ μηνοειδὴς ἐκκοπὴ τὸ προκείμενον τοῦ κοχλιάξονος παραδέξηται . ὁ δ ' Ἀριστίων οὐ συγκατατιθέμενος τῇ τοῦ | ||
τοῦ κερατοειδοῦς χιτῶνος , ὑμὴν λεπτότατός τε καὶ μετέωρος ἀρθεὶς παραδέξηται μεταξὺ αὐτοῦ ὑγρασίαν , ἢ καὶ ὑπὸ τὴν κτηδόνα |
χειρί , ἄνοιγε τὸ μεμυκὸς αὐτοῦ στόμα , ἕως οὗ ἐμέσῃ : καὶ μετὰ τὸν τοῦ γλυκέος οἴνου ἔμετον πότισον | ||
δ ' ὅτε καὶ ἐμέει χολὴν ὠχρὴν , καὶ ὁκόταν ἐμέσῃ , ἐπ ' ὀλίγον δοκέει ῥᾴων εἶναι : ἢν |
ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀνῶ , ἐὰν ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . . | ||
προστιθέναι ταὐτὰ , ἃ καὶ τῇ πλευρίτιδι : ὁκόταν δὲ ἀνῇ ὁ πόνος , λούειν αὐτὸν πολλῷ καὶ θερμῷ , |
, κυανέου πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο . Αὐτὰρ ὅγ ' ἄλλης μὲν νεάτῃ ἐπιτείνεται οὐρῇ , ἄλλην δὲ σπείρῃ περιτέμνεται : ἡ | ||
, ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅστε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . Τότε δ ' αὐτὸν |
ἑλόντος . ἔστω δὲ καὶ ἐὰν ἡ ξένη τῷ ἀστῷ συνοικῇ κατὰ ταὐτά , καὶ ὁ συνοικῶν τῇ ξένῃ τῇ | ||
θῆσσα καλεῖται , ἣν ὁ ἀγχιστεὺς ἐκδίδωσιν , ἂν ἑτέρᾳ συνοικῇ , ἢ πάντως γαμεῖ . ὁ μὲν οὖν ἀνὴρ |
ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ Σελήνη εὑρεθῇ τὸν κλέπτην | ||
Πηλίου καλούμενον Πελεθρόνιον , τὴν δὲ φύσιν ἐστὶ μέλας , ὑπόχλωρος δὲ τὴν κοιλίαν , καλὸς δὲ τὴν μορφήν , |
β , μίγνυε τὸν ϲάπωνα τοῖϲ λοιποῖϲ προλειωθεῖϲιν ἐπιτρίβων ταῖϲ χερϲὶ καὶ χρῶ . Περὶ πιτυριάϲεωϲ . πιτύροιϲ ὅμοια ἀπὸ | ||
ὑπηρέτῃ κατέχειν εὐφυῶϲ τὴν ἀρχὴν τοῦ λίνου , ἀμφοτέραιϲ ταῖϲ χερϲὶ κατέχοντεϲ τὴν τρίχα διακινοῦμεν ἄνω τε καὶ κάτω , |
σημεῖον λαμβάνουσιν εἰ καλῶς ἀπήνθηκεν : ἐὰν γὰρ συγκαυθῇ ἢ βρεχθῇ , συναποβάλλει τὸν καρπὸν καὶ οὐ τετρημένον γίγνεται : | ||
μὴν καὶ αἱ λίμναι γε , ὅταν ἀρκούντως ἡ γῆ βρεχθῇ , μεθίενται πάλιν εἰς τὴν θάλατταν ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων |
ἢν τό τε δάκρυον καὶ ἡ λήμη καὶ τὸ οἴδημα ἄρξηται ὁμοῦ γενόμενα . Ἢν δὲ τὸ μὲν δάκρυον τῇ | ||
ὄρεξιν , εὐκράτῳ δεῖ κεχρῆσθαι πρότερον διαίτῃ , καὶ ἐπειδὰν ἄρξηται πέττεσθαι , τηνικαῦτα τῷ κάμνοντι συγχωρεῖσθαι λαμβάνειν τῶν ἠρέμα |
κουφότατον . Τεκμήριον δὲ μέγιστον , ὅταν ἄνθρωπος ἐν ἡλίῳ βαδίζῃ , ἢ καθίζῃ ἱμάτιον ἔχων : ὁκόσα μὲν τοῦ | ||
ἐπανοιδέει , καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ γλαμυροὶ , καὶ ἢν βαδίζῃ , ἆσθμά μιν λαμβάνει , καὶ ἀσθενείη γίνεται . |
δὲ τῆϲ φύϲιοϲ ὁ δεϲμόϲ , τουτέϲτι ὁ τόνοϲ , λυθῇ , τότε γίγνεται τὸ πάθοϲ . κατάρχει δὲ αὐτέου | ||
. διώκοντος οὖν τοῦ κυνὸς τὴν ἀλώπεκα , ἵνα μὴ λυθῇ τὸ πεπρωμένον , τοὺς δύο λίθους ὁ Ζεὺς ἐποίησεν |
ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται , προσκάεθ ' : | ||
ἔγχελυς Βοιωτία μιχθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ ' , αἴρεθ ' , ἕψεται , παφλάζεται . βατάνιον δ ' |
ἀπολήψει , φρενῶν ἐντάσιες , ἢ πνευμάτων προστάσιες , ὀρθοπνοίης ξηρῆς , οἷσι μὴ πῦον ὕπεστιν , ἀλλὰ ὑπὸ πνεύματος | ||
οὐ ζοφερῆς ἔχιός τε καὶ ἀλγεινοῖο κεράστου τύμματα , καὶ ξηρῆς διψάδος οὐκ ἀλέγοι . σκορπίος οὐκ ἐπὶ τήνδε κορύσσεται |
δέος , μὴ καὶ τὸ κοινὸν τοῦ ἔθνους ὄνομα συναφανισθῆναι κελεύσῃ ὁ νεωτεροποιὸς καὶ μεγαλουργὸς ἄνθρωπος . ἀμφοτέρων οὖν τῶν | ||
μόνον ὑπὲρ σαυτοῦ ἂν καὶ τῆς σῆς μητρός , ἐὰν κελεύσῃ σέ τις , ὀμόσαις , ὡς ἔοικεν , ἀλλὰ |