| , ἄγνου σπέρμα : καννάβεως ὁ καρπὸς καὶ ἀπὸ φυσωδῶν ἄφυσος . κύαμοι ἑψηθέντες καὶ φρυγέντες , βολβοὶ οἱ ἐπὶ | ||
| χρήσθωσαν . Μετὰ δὲ τὸ λουτρόν , ἡ τροφὴ διδόσθω ἄφυσος , καὶ μετὰ πᾶσαν τροφὴν οἶνον δοτέον ἀκρατέστερον . |
| ἐχῖνος δὲ ὁ πεπλυμένος ἐσθιόμενος καθ ' αὑτὸν ἢ μετὰ χρυσαττικοῦ ἢ ὑδρομήλου γλυκέος καὶ κτένια πεπλυμένα καὶ ἀστακὸς δίσεφθος | ||
| ἐν λούτρῳ , ἢ πρὸ λούτρου μετ ' οἰνομέλιτος ἢ χρυσαττικοῦ , κυάμου μέγεθος . Ἀνδρομάχου πρὸς λιθιῶντας . Θραύουσα |
| πλέω νύξ ἀντὶ τοῦ πλήρης . . πρός : . πλεῖος πλέος πλέων : Κ , , πλήρης . . | ||
| τούτων κλίνοιτο , οὐκ ἀποκριτέον ἀσκέπτως : ἔστι γὰρ ὁ πλεῖος καὶ ὁ πλείων , Ἄρειος καὶ ἀρείων , καὶ |
| : ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν , φησί , καὶ ὅπως | ||
| θέρει προσαρμόζοντα λεπτοϋφῆ , τὰ δὲ χειμέρια ἐχέτω περιττῶς τῆς κρόκης καὶ πεπαχύνθω πλέον , ἵνα τὰ μὲν τῇ μανότητι |
| κακοῖς προσπαλαιόντων . Ἀζανία γὰρ τόπος Ἀρκαδίας λεπτόγεως καὶ γεωργοῖς ἀσυντελής . Ἀηδόνες λέσχαις ἐγκαθήμεναι : πρὸς τοὺς ἀδολεσχοῦντας . | ||
| μοχθηρᾶς ἐπινοίας , ἵν ' ἐν μηδενὶ φανείη τῶν πεπραγμένων ἀσυντελής , ᾧ μὴ κέρδος ἑαυτῷ συμπορίσοιτο ! ἀκριβῶς γὰρ |
| πτίσσεσθαι δέ ἐστι τὸ δίκην πτισάνης τύπτεσθαι , ἔνθεν καὶ πτισάνη παρὰ τὸ πτίσσεσθαι . πτισσόμενος δὲ τοῦτο ἔφη : | ||
| ἑορτή ὁρτή , ἐκεῖνος κεῖνος : στοιχείου δέ , οἷον πτισάνη * τισάνη , γαῖα αἶα , λείβω εἴβω . |
| ἡ ἡμετέρα , καὶ ὅταν ἄνευ τῶν προσελθόντων σκοπῇς λαβὼν κεκαθαρμένην , εὑρήσεις τὸ αὐτὸ τίμιον , ὃ ἦν ψυχή | ||
| . Σκιλλιτικὸν ὄξος σκευάζεται τοῦτον τὸν τρόπον : σκίλλης μνᾶν κεκαθαρμένην λευκὴν κατατεμόντες βάλλομεν εἰς ἓξ ξέστας ὄξους καλοῦ , |
| . Ἐκάλουν τὸν Πᾶνα βοηθόν , ὡς καὶ αὐτὸν τῆς Πίτυος ἐρασθέντα : ἐπῄνουν τὴν Ἠχὼ τὸ Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ | ||
| ἀτοκίων καὶ κωλυτικῶν τῆς συλλήψεως ἐστὶ καὶ τὰ τοιαῦτα . Πίτυος φλοιοῦ , ῥοὸς βυρσοδεψικοῦ , ἑκάστου ἴσον τρίβε μετ |
| ἀγερμός , βωμολοχία , θητεία . Φιλάργυρος , φιλόχρυσος , αἰσχροκερδής , φιλοχρήματος , φιλοκερδής , φιλοχρηματιστής , χρηματιστικός , | ||
| καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , |
| τε καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν τρίτην τάξιν . Ἰδαία ῥίζα κηπευομένη μέν ἐστι σφόδρα στρυφνὴ καὶ τοῖς ἔργοις δὲ πειρωμένῳ | ||
| ἄλλως δὲ δύσπεπτον ἕδεσμα . κατὰ πάντα δὲ μετριωτέρα ἡ κηπευομένη , ὥστε οὐδὲ ταύτῃ δέον κεχρῆσθαι κατὰ τὰ λοιπὰ |
| κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ μέθη , μέθη δὲ ἡ | ||
| καιρῶν περίοδος καὶ σύλληψις . κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ |
| μυρεψικήν : ἀφορμῆς δὲ δέομαι , καὶ οἴσω δέ σοι ἐννέ ' ὀβολοὺς τῆς μνᾶς τόκους . ” πεισθεὶς δ | ||
| : Πρόσθε γὰρ Αἰήταο δόμων ποταμοῖό τ ' ἐρυμνοῦ , ἐννέ ' ἐπ ' ὀργυιῶν ἕρκος περιμήκετον ἄντην φρουρεῖται πύργοισι |
| λαιμῷ περιεσπάσαμεν οὐδὲ προεδηλώσαμεν , ἀλλὰ περιμείναντες ἐξ ἑλκομένου καὶ ἐμπεπηγότος ἤδη συρόμενον καὶ πρὸς ἀνάγκην ἀγόμενον ὁρᾶν , ὅτ | ||
| ὀδύνης περὶ τὸ ἡμίκρανον . καὶ γίνεται αὕτη περιττώματός τινος ἐμπεπηγότος ἢ τεχθέντος καὶ ἀναλυομένου εἰς πνεῦμα καὶ παροξύνοντος τοὺς |
| μέρους , ᾧ ἐπίκειται ὁ ζυγός . : πῶς οὐχὶ ταρβεῖς : Πῶς οὐχὶ φοβῇ τοιαῦτα ὑβριστικὰ λόγια κατὰ τοῦ | ||
| ἀγορεύεις θαρσαλέως πολλοῖσι μετ ' ἀνδράσιν , οὐδέ τι θυμῷ ταρβεῖς : ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας , ἤ |
| . κατ ' ἔνδειαν τοῦ γ : ἀμίσγαλλος , ὁ δυσάρεστος , ὁ μὴ ἄλλῳ μισγόμενος . . . . | ||
| καθόλου τῆς τιμωρίας ἀπαλλάξαντες . ταῦτα μέν τις εἶπεν ἀνὴρ δυσάρεστος , ὡς ἐγὼ δοκῶ , καὶ πολλὰ λελυπημένος κατὰ |
| πωλοῦσαν . . λεκυθόπωλις λέγεται ἡ τὰ ὑέλινα ἀγγεῖα κυρίως πωλοῦσα . . τοσουτονὶ : Μέγα . . ἐνέκραγες : | ||
| , εἷς ἀπὸ ἑκάστης φυλῆς , πάντα τὰ δημόσια τέλη πωλοῦσα : ἐπώλει δὲ καὶ τὰ κτήματα τὰ δημευόμενα . |
| ἱστόρηκεν , ἐκ λίμνης τινός , ἧς τὸ πέρας ἐστὶν ἄφραστον . . , : , , , , . | ||
| ἱστόρηκεν , ἐκ λίμνης τινὸς , ἧς τὸ πέρας ἐστὶν ἄφραστον . Ἐξίησι δὲ δίστομον ἔχων τὸ ῥεῖθρον εἰς τὴν |
| καὶ ἀεικέλιον τὸν μηκέτι τῷ πρόσθεν φαινομένῳ ἐοικότα . ἀείκαστος εὐκαταφρόνητος , ἐν τῇ Τ ῥαψῳδίᾳ . ἀεικίας τὰς ἁμαρτίας | ||
| ποῖος γὰρ οὕτω σοι δοκεῖ βασιλεὺς καὶ ταῦτά γε τύραννος εὐκαταφρόνητος εἶναι τοῖς ἀρχομένοις , ὡς ἄχρι τοῦ παρεῖναι τιμᾶσθαι |
| ἀστικῶν διατριβῶν καὶ τῶν ἐν τοῖς δωματίοις προαιρούμενος ἐκεῖνος . διέρπων δὲ ὁ χρόνος τὸν μὲν ἀπέφηνε νεανίαν , τὸν | ||
| προστρίβεται τῇ γῇ καὶ ὑποψοφεῖ , οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων |
| καὶ μορόεντος ἀντὶ τοῦ μοροέσσης : καὶ Ὅμηρος : τρίγληνα μορόεντα μορόεντος ] τῆς μοροέσσης , ἤγουν μετὰ κόπου ἐργασθείσης | ||
| . . . . . . ο . ἕρματα τρίγληνα μορόεντα . † ) τρίκορα κόσμια , ἐνώτια , τριόφθαλμα |
| τὴν ἀηδίαν συναλείφοντες τρισυλλάβως γράφουσιν , διὸ καὶ ἐξετάθη . ἄκυλος : ὁ τῆς πρίνου καρπός . ὑῶν δ ' | ||
| . οὐδ ' ἀκύλοις : ταῖς τῆς πρίνου βαλάνοις : ἄκυλος γὰρ ὁ τῆς πρίνου καρπός . αἱ μὲν γὰρ |
| . χρὴ δὲ προνοεῖσθαι , ὅπως ἂν εἴη λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος , καὶ πολλὴν ὕδατος ἐπιμιξίαν ἔχων , καὶ μὴ | ||
| μάλιστα ὁ κατὰ τὴν Κόπτον πόλιν οὕτως ἐστὶ λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος καὶ ταχέως πεπτικὸς ὡς καὶ τοῖς πυρεταίνουσι διδόμενος μὴ |
| Ἄλκετος Ἀλκίνου κρατήσας πυγμῇ παῖδας , Ἀρκὰς καὶ οὗτος ἐκ Κλείτορος : καὶ τοῦ μὲν Κλέων , Ξενοκλέους δὲ τὸν | ||
| ἐκ Πελλάνας Φίλιππος κρατήσας πυγμῇ παῖδας , καὶ Κριτόδαμος ἐκ Κλείτορος , ἐπὶ πυγμῇ καὶ οὗτος ἀναγορευθεὶς παίδων : τὰς |
| προσήειλους ] Πρὸς ἥλιον ὁρῶντας . καὶ Εὔπολις : αὐλὴ πρόσειλος . * : προσείλους : Ἀντὶ τοῦ θέρμην ποιοῦντας | ||
| : ὁ θᾶττον καὶ πρὸ τοῦ δέοντος πολιὰς ἐσχηκώς . πρόσειλος : πρὸς τὴν τοῦ ἡλίου αὐγὴν τετραμμένος . προσέκειτο |
| . : ἐτελεύτησε δέ , ὥς φησιν Ἕρμιππος , ἄκρατον ἐμφορηθεὶς πολὺν καὶ παρακόψας , ἤδη γεγονὼς ἔτος πέμπτον καὶ | ||
| τὴν κορυφὴν ἀνατρέχοντα : οὕτως οὖν τῆς ἐρωμένης ὁ πολύπους ἐμφορηθεὶς ἐπὶ τὴν θάλασσαν αὖθις ἐπείγεται . Οἱ δὲ ταύτης |
| τῆς δὲ ἀμφισβαίνης , φησί , τὸ σῶμα λεπτὸν ὡς ἕλμινθος . καὶ γὰρ ἡ ἕλμις λεπτή ἐστιν , ᾗ | ||
| ἀξίνῃ ξύλον στελεοῦ * πάχετος : πάχος τῆς δ ' ἕλμινθος πέλει : τῆς δὲ ἀμφισβαίνης , φησί , τὸ |
| κατὰ τὴν γαστέρα . Ἡ ῥίζα τοῦ ἄρου παραπλησίως μὲν ἐσθίεται τῇ τῆς γογγυλίδος : ἐν χώραις δέ τισι δριμυτέρα | ||
| καὶ ὀξείας σφόδρα καὶ ἰσχυράς . τὸ δὲ μῆλον οὐκ ἐσθίεται μέν , εὔοσμον δὲ πάνυ καὶ αὐτὸ καὶ τὰ |
| ἔλαχεν ζώειν τ ' ἀπ ' οἰκείων ἔχει , πρώτοις ἐρίζει : παντί τοι τέρψις ἀνθρώπων βίῳ ἕπεται νόσφιν γε | ||
| ἐπὶ τῶν μὴ φυλαττόντων τὴν ἑαυτῶν τάξιν . Μαρσύας κομπάζων ἐρίζει : ἐπὶ τῶν ἐριζόντων ἐν ἀγῶσι , καὶ πολὺ |
| ὁ τῆς τούτου κομιδῆς ἐγχειρισθεὶς τὴν φροντίδα τῶν μὲν κριθῶν ὑφῄρει , λίθους δὲ ὑποπάττων ἐκείνῳ μὲν ἄβρωτον τὸ πλεῖστον | ||
| ὑφῄρει δὲ ἀντὶ τοῦ ἐκτείνει . . τὴν χεῖρ ' ὑφῄρει : Ἐν ᾗ τὴν χύτραν κατεῖχεν λάθρα . Θ |
| οὕτω καὶ σύρω συρετός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ φ , συρφετός . Σκορακισμὸς καὶ σκορακίζειν . ἀποβολῇ τοῦ σ . | ||
| χεράδος περιχεύας . χερὰς δὲ ὁ μετὰ ἰλύος καὶ λίθων συρφετός . τὸ δὲ τυπτόμενοι ἀντὶ τοῦ τύπτοντες . φάει |
| ἀμφὶ σεμνὸν εὐτρεπὴς ὅδε . καὶ μὴν ἑκοῦσά γ ' ἀσμένη τ ' ἐδέξατο πόλις πόνον τόνδ ' ὡς θέλοντά | ||
| ἡ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελεν , ὡς ἂν ἀσμένη με ἑωρακυῖα ἥκοντα διὰ χρόνου : ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ |
| θεοὶ εἴπερ ἔδουσιν ἄλφιτ ' , ἐκεῖθεν ἰὼν Ἑρμῆς αὐτοῖς ἀγοράζει . ἐστὶ δὲ κἀν Θήβαις ταῖς ἑπταπύλοις ἐπιεικῆ κἀν | ||
| θεοὶ εἴπερ ἔδουσιν ἔδουσιν ἄλφιτα , ἐκεῖθεν ἰὼν Ἑρμῆς αὐτοῖς ἀγοράζει . ἔστι δὲ κἀν Θήβαις ταῖς ἑπταπύλοις ἐπιεικῆ κἀν |
| τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον ἴσῳ μετανιπτρίδα μεγάλην , ἐπειπὼν τῆς Ὑγιείας τοὔνομα . Φιλόξενος δ | ||
| . Καλλίας δ ' ἐν Κύκλωψι : καὶ δέξαι τηνδὶ μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον |
| ἣ μὲν ὑγρὰ καὶ ἀτμώδης , ἣ δὲ ξηρὰ καὶ καπνώδης . καὶ ἡ πλεονάζουσα ὑγρὰ καὶ συνισταμένη νέφη ποιεῖ | ||
| τεφρώδης . ὠνόμασται δὲ παρὰ τὴν λιγνύν , ἥτις ἐστὶ καπνώδης αἰθάλη . γίνεται δὲ τοιαύτη διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν φλόγωσιν |
| ὑμῶν πιστόν , ὡς ταλάντου τῆς προικὸς οὔσης ἄνευ μαρτύρων Ὀνήτωρ καὶ Τιμοκράτης Ἀφόβῳ τοσοῦτον ἀργύριον ἐνεχείρισαν ; ᾧ μὴ | ||
| τοίνυν τοσούτων ὑπαρχόντων τεκμηρίων , οὐχ ἥκιστ ' αὐτὸς ἔδειξεν Ὀνήτωρ , ὅτι οὐκ ἀληθινὴν ἐποιήσατο τὴν ἀπόλειψιν . ᾧ |
| Τὸ ἀμπέλιον τρίβων χλωρὸν ἐν μέλιτι , καὶ ἐς εἰρίον ἐνελίξας , προστιθέναι τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῆς κυπαρίσσου τὸν | ||
| ὀβολὸν , τρίψας , ἐν μέλιτι μίξας , ἐς εἰρίον ἐνελίξας , πρόσθες πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης , τῆς |
| : ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ διὰ ἡ κάμινος . εἴρηται | ||
| μὲν γάρ ἐστιν ὁ λογικῆς τινος τέχνης ἔμπειρος καθεστώς , βάναυσος δὲ ὁ διὰ ἀλόγου τινὸς ἐπιτηδεύματος . τέτραχμον καὶ |
| , ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ | ||
| ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται |
| καὶ ἡμέρης ἑκάστης , καὶ τὸ ψῦχος φυλασσέσθω , καὶ περιπατεέτω ὀλίγα τέως ἐν ἀσφαλείῃ . Ταῦτα δὴ ἢν φυλάσσηται | ||
| ἐχέτω : ἢν δὲ καὶ δυνατὸς ᾖ ἀνίστασθαι , ὀλίγα περιπατεέτω ἑκάστης ἡμέρης : καὶ μὴ ῥιγούτω , καὶ λουέσθω |
| ἐναντία , μήτε γῆ βατὴ μήτε θάλασσα πλωτὴ μήτε τέκνων σπορά , τυφλός τε νοῦς καὶ πεπεδημένος ὑπάρχων ἀσχήμονα βίον | ||
| ἐπειδὴ τῷ ὄντι ψυχῆς ἐστι θάνατος δόξης αἰσθητῆς καὶ κενῆς σπορά τε καὶ γέννησις . Τί δ ' ; οἱ |
| τλητὸν ἔμοιγε . Σιώπα . Σοί γ ' , ὦ κατάρατε , σιωπῶ ' γώ , καὶ ταῦτα κάλυμμα φορούσῃ | ||
| ἀπένεγκον παρ ' ἐμοῦ τοὺς λόγους . Ἀπόδος , ὦ κατάρατε , τὰ πορθμεῖα . Βόα , εἰ τοῦτό σοι |
| παρὰ τὸ βῶ , τὸ τρέφω , ὁ τρέφων καὶ αὐξάνων τοὺς καρπούς . ἢ παρὰ τὸ βορά , ὃ | ||
| οἷς ἡ τοὺ ὑγροῦ ἔαρος ἀρχὴ προσημαίνει , καὶ αὐτὸς αὐξάνων τὴν οἰκείαν δύναμιν , τὸ μὲν ὕψωμα ἔσχεν ἐν |
| Ἔστω δὴ καὶ φύλλα τηλεφίου καὶ νεωστὶ πεφυτευμένης ἐν βότρυσιν ἡμερίδος κλῆμα , σπέρμα τε κορίου τῆς ἀγρίας καὶ σκόροδον | ||
| εἶτα παρὰ τόνδε νέα μοσχίδια συκίδων , καὶ τὸ τρίτον ἡμερίδος ὄσχον , ὁ γέρων ὁδί , καὶ περὶ τὸ |
| , εἰ νόμους ἔγραψεν αὐτοῖς ἐναγωνίους ἐξ Ἰωνίας ἥκων τῆς ἁβρᾶς . κατὰ δὲ τὴν τρίτην καὶ τριακοστὴν Ὀλυμπιάδα παγκράτιον | ||
| σχεῖν τὴν προσηγορίαν λέγων : χλιδῶν τε πλόκαμος ὥστε παρθένου ἁβρᾶς : ὅθεν καλεῖν Κουρῆτα λοιπὸν ᾔνεσαν . Ἀγάθων δὲ |
| σχεδὸν γὰρ οὗτος σύμβολος οὐ μόνον εὐφημότατος , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος , [ καὶ ] ὅτῳ ἂν ἐντύχῃ ἀνὴρ εὔνους | ||
| οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς γὰρ ὄφεις καὶ τὰ λοιπὰ ἑρπετὰ συλλαμβάνων |
| πορευομένῳ σταθμοὺς εἴκοσι πέντε , διὰ δὲ τῆς ἐρήμου καὶ ἀνύδρου σταθμοὺς ἐννέα . οἱ μὲν οὖν περὶ Εὐμενῆ καὶ | ||
| γ ' οὖν Ὀφέλλας ἀναλαβὼν τὴν δύναμιν προῆγεν διὰ τῆς ἀνύδρου καὶ θηριώδους ἐπιπόνως : οὐ μόνον γὰρ ὕδατος ἐσπάνιζεν |
| τῇ ἀρίστῃ κατὰ βάθους ἰούσης τῆς ῥίζης καὶ τῆς χώρας εὐτραφοῦς πλείω τῆς συμμέτρου τροφὴν ἐπισπῶνται , ἐν δὲ τῇ | ||
| καὶ ἀμετακινήτως . φορβάδος ἀμφὶ βοός : ὑπὲρ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός . . . . ἵνα τὸ τῆς κατανομῆς |
| λαβών : ὁ δὲ Λάμων προκαλεσάμενος ἔξω τῆς αὐλῆς τὴν Μυρτάλην οἰχόμεθα εἶπεν ὦ γύναι : ἥκει καιρὸς ἐκκαλύπτειν τὰ | ||
| , συμπότας ἔχων ἐπὶ κλίνης ἰδίας τὸν Λάμωνα καὶ τὴν Μυρτάλην . Πάλιν οὖν ταῖς ἑξῆς ἡμέραις ἐθύετο ἱερεῖα καὶ |
| κοβαλεία ἐλέγετο ἡ προσποιητὴ μετ ' ἀπάτης παιδιὰ , καὶ κόβαλος ὁ ταύτῃ χρώμενος . ἔοικε δὲ συνώνυμον τῷ βωμολόχῳ | ||
| κόβαλος δὲ ὁ λάλος , ὁ ῥήτωρ . . 〚 κόβαλος : Κόβαλοι δαίμονές εἰσί τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον |
| , καὶ μεθύστρια παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ κωμικῷ : ὁ γὰρ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω . ἐπὶ δὲ τῶν μεθυόντων | ||
| πόλιν Σανάπην , ἔπειτα κατὰ φθορὰν Σινώπην . ἡ δὲ μέθυσος Ἀμαζὼν ἐκ ταύτης τῆς πόλεως παρεγένετο πρὸς Λυτίδαν , |
| Ι προσγεγραμμένον . Τὰ εἰς ΞΩ καὶ ΨΩ περισπᾶται : διψῶ γυψῶ κενοδοξῶ φιλοδοξῶ ἀδοξῶ αὐξῶ ἀλεξῶ . τὸ γὰρ | ||
| λέγει δ ' οὖν ὑστεροῦσα παρὰ πολύ : Πτολεμαῖε , διψῶ , φησί , παππία , σφόδρα : ἀλλ ' |
| σημεῖον λαμβάνουσιν εἰ καλῶς ἀπήνθηκεν : ἐὰν γὰρ συγκαυθῇ ἢ βρεχθῇ , συναποβάλλει τὸν καρπὸν καὶ οὐ τετρημένον γίγνεται : | ||
| μὴν καὶ αἱ λίμναι γε , ὅταν ἀρκούντως ἡ γῆ βρεχθῇ , μεθίενται πάλιν εἰς τὴν θάλατταν ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων |
| οὖν πατρώιων οὐ λαχὼν ἕξεις ὅμως ἐν ἧι ταφήσηι χαλκόνωτον ἰτέαν . ὦ καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα σώιζους ' , ἄριστον | ||
| καὶ τὰ δοκοῦντα ἄκαρπα εἶναι γεννᾶν φασιν , οἷον πτελέαν ἰτέαν . σημεῖον δὲ λέγουσιν οὐ μόνον ὅτι φύεται πολλὰ |
| δὲ μετὰ ἄσθματος ἥκων ἀπωθεῖται : καὶ ἣ μὲν ἀξιοῖ σπείσαντα πιεῖν , ὃ δὲ καθῃμαγμένος ἀσεβὲς ἡγεῖται . οἶδε | ||
| καὶ τὸ χρηστήριον ὅ τι ἐκέχρητό σφι , τὸν χαλκέῃ σπείσαντα αὐτῶν φιάλῃ τοῦτον βασιλέα ἔσεσθαι μοῦνον Αἰγύπτου , ἀναμνησθέντες |
| πέφυκεν , ἔξωθεν δ ' οὔ , σύνθετον ὑπάρχον ἐκ στρυφνῆς καὶ πικρᾶς δυνάμεως . ὅσα οὖν ἀνευρίσκεται λιτρώδη καὶ | ||
| οὔσης ἐπιρροῆς , μετρίως στυφούσης , σφοδροτέρας δέ , τῆς στρυφνῆς . διακλύσματα μὲν οὖν μέτρια τά τε διὰ τῶν |
| ταύτῃ καὶ ὀδυνώμενος αὐτῆς ἀπαλλάσσεται ; μὴ γίνου δυσάρεστος μηδὲ κακοστόμαχος πρὸς τὰ γινόμενα . τὸ ὄξος σαπρόν , δριμὺ | ||
| χολερικοὺς ἀποτελεῖν εἴωθε , καὶ μηλοπέπων ὁμοίως . ἐγκέφαλος πᾶς κακοστόμαχος καὶ ναυτιώδης , ὥσπερ καὶ ὁ τῶν ὀστῶν μυελός |
| λευκὸν ὑπάρχον . φύεται ἐν γεωλόφοις καὶ εὐγείοις χωρίοις . Πίσσα ὑγρὰ συνάγεται ἐκ τῶν λιπαρωτάτων ξύλων , πεύκης καὶ | ||
| τὴν κατὰ ἀλλήλων ὑποθήγωσι , τὴν θήλειαν ἑκάστῳ παρεστάναι . Πίσσα ναυπηγῶν κάκ ' ἐλέγχεα πάντα καλύπτει : ἐπὶ τῶν |
| οὐκ ἐμποιεῖ : οἰκώδης , φορεύς : οἰκῆϊ λευκῷ : οἰκτρός : οἴκυλος , τὸ ὄσπριον : οἶκτος : οἰκτίρμων | ||
| μύστρα : στρύχνος : ἀμυδρός : σεσημείωται τὸ οἶκτος καὶ οἰκτρός : οἶστρος : οἰκτίρμων : οἶδμα : οἴτη ὁ |
| βρῶ , ὁ μέλλων βρώσω , βρῶμα καὶ βρωτὸς καὶ ἄβρωτος : ἡ βρῶσις . . . . . . | ||
| Ἀστυίγας δὲ μεγαλοπρεπῶς ἐτάφη : καὶ ἐν τῆι ἐρήμηι δὲ ἄβρωτος αὐτοῦ διέμεινεν ὁ νεκρός : λέοντες γὰρ αὐτοῦ , |
| χῶρον οἰκούμενον . ἑπτακόσιοι καὶ πεντήκοντα στάδιοι ὁ πλόος : ὡρμίσθησαν δὲ ἐν διώρυχι ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ ἐμβεβλημένῃ ἐς θάλασσαν | ||
| ἐν τῇ Λάδῃ προκαταγωγήν , πρὸς τῆς Μυκάλῃ τῷ ὄρει ὡρμίσθησαν . τὴν γὰρ Λάδην τὴν νῆσον προκατειλήφει Ἀλέξανδρος , |
| καὶ νὺξ φθῖτ ' ἄμβροτος , ” ἐπὶ δὲ τῆς σκοτίας “ ἀλλ ' ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται , ” | ||
| ἐν καθαρῷ ἀγράφῳ χάρτῃ : καὶ ἡμέρας οὐχ ὁραθήσεται , σκοτίας δὲ γενομένης ἀναγνωσθήσεται τὸ γραφέν . εἰ δὲ εἰς |
| ὃν οἱ ὁρῶντες ἔλεγον : Μαίνεται Θάμυρις . Θεὸς ἡ Ἀναίδεια : ἐπὶ τῶν ἀναισχυντίᾳ ὠφρυωμένων . Ἰλιὰς κακῶν ἐπῄει | ||
| χόες : ἐπὶ τῶν ἀμέτρων καὶ ἀνεφίκτων . Θεὸς ἡ Ἀναίδεια : ἐπὶ τῶν δι ' ἀναίδειαν εὐδοκιμούντων . Θετταλὸν |
| καὶ γῆ καὶ θάλασσατὸ μέγιστον ὁ χαλκός ἐστιν , ὃς ἄφθονος ἀνορυττόμενος αὐτοῦ γεωργεῖται καὶ διαδιδόμενος πανταχοῦ τῆς Ἀσίας τε | ||
| τις μέμψασθαι . ἔστι δὲ ἐνταῦθα τὸ ἀμεμφής ὅμοιον τῷ ἄφθονος . λέγει δὲ ὡς ἐστὶ μέν τις πλούσιος σφόδρα |
| βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους . ῥόδα κισθός . . . περί τε τὰ γόνατα τῶν τράγων | ||
| κατὰ τὸ ἄνθος . καὶ ὡς ῥόδα κισθὸς ἐπανθεῖ : κισθός ἐστιν εἶδος βοτάνης ἀνθώδους ἐοικυίας ῥόδοις . ἐν ἑτέροις |
| ταῖς ὀσμαῖς καὶ τοῖς χυμοῖς ὥσπερ τῆς ἀμπέλου τό τε οἴναρον καὶ ὁ βότρυς . Καὶ ἁπλῶς δὲ πάντων καὶ | ||
| ' ἐν φώσωνι τὴν ἴσην ἔχων μετ ' ἐμοῦ διῆγες οἴναρον , ἕλκων τῆς τρυγός . μῶν βδελυγμία ς ' |
| καὶ τὸ γεγραμμένον , καὶ οὐδεὶς ἐπ ' αὐτῷ τούτῳ δυσχεραίνει . Χαλεπὸν μὲν ἀπαντῆσαι πρὸς τὰ ῥηθέντα διὰ τὴν | ||
| μὲν τὴν Ἕκτορος λύτταν , ἀκεῖται δὲ καὶ βεβλημένους , δυσχεραίνει δὲ ὅτι μὴ οἷός τε ἀναστῆσαι τοὺς τεθνεῶτας . |
| θηλὴν εἰς ἄφθονον τοῦ γάλακτος ὁλκήν , τὸ δὲ παιδίον ἀκλαυτὶ λάβρως εἰς ἀμφοτέρας τὰς θηλὰς μεταφέρον τὸ στόμα καθαρὸν | ||
| θηλὴν εἰς ἄφθονον τοῦ γάλακτος ὁλκήν , τὸ δὲ παιδίον ἀκλαυτὶ λάβρως εἰς ἀμφοτέρας τὰς θηλὰς μεταφέρον τὸ στόμα καθαρὸν |
| δὲ τὸν Πρωτέα σκυτοδέψου μὲν χρῄζοντες διὰ τὴν πήραν , ὑφάντου δὲ διὰ τὸ ἱμάτιον καὶ διὰ τὸ ξύλον δρυοτόμου | ||
| : πάλιν κέχρηται ὁ ἰατρὸς ἐπιδέσμου : χρήζει πάντως καὶ ὑφάντου ὑπηρετοῦντος . ὃ οὖν ἐστιν ὑφαντικὴ πρὸς τὴν τέχνην |
| . ἔστι δὲ τὸ ζῷον τοῦτο καρποφάγον καὶ ποηφάγον . πίνει δὲ ὕδωρ θολερόν , καὶ οὐ πίνει ἐὰν μὴ | ||
| Ἰνδῶν ἐξιὼν ἐπὶ Σοῦσα δι ' ἀδήλων . Οὐδεὶς δὲ πίνει ἐξ αὐτοῦ πλὴν τοῦ βασιλέως . Τινὲς μέχρι τὸ |
| ῥανίδ ' ὑπαιθρίας δρόσου τῶι σῶι προσίζειν ἀνδρὶ δειμαίνους ' ἐᾶις . μὴ τὴν τεκοῦσαν τῆι φιλανδρίαι , γύναι , | ||
| . ἐὰν δὲ μηκέτι ζητῆις ἐκείνην ἐξεπίτηδες , ἀλλ ' ἐᾶις παρακρουσαμένη με , πῶς τὸ τοιοῦθ ' ἕξει ; |
| τὰ μὲν ἐπὶ πλεῖστον αὐτοῖς χορηγεῖσθαι , τὰ δὲ μηδὲ ἀκαρῆ παραμένειν . Χρύσιππος δὲ ἄχρι τῶν ῥημάτων ἔοικεν ἀνδρίζεσθαι | ||
| πάρεστι τί ποτ ' ἀγγελῶν ἄρα ; Οὐδ ' ὅσον ἀκαρῆ τῆς τέχνης ἐπίσταμαι . Κατέπεσον ἀκαρὴς τῷ δέει . |
| ἀναζευγνύοντι δ ' αὐτῷ καὶ ἀναχωροῦντι ποταμὸς ἦν ἐν μέσῳ δύσπορός τε καὶ ἰλυώδης , καὶ παρ ' αὐτὸν ἐνήδρευον | ||
| ἀναζευγνύοντι δ ' αὐτῷ καὶ ἀναχωροῦντι ποταμὸς ἦν ἐν μέσῳ δύσπορός τε καὶ ἰλυώδης , καὶ παρ ' αὐτὸν ἐνήδρευον |
| πεσὼν [ ἔχων δ ? [ κλέψει ? ? [ πολεμ ? [ κῆδος ? ? [ δεδοικ [ ἕξεις | ||
| ἠσφαλισμένα . . Λύκαια ] γυμνάσιον Ἀθήνησιν ὅπου πρὸ τοῦ πολεμ . . . . γυμνάζ . . . . |
| τοῦτο καὶ Θεόπομπος ἐν νʹ δευτέρῳ . χαλιμάς : ἡ πόρνη . ἀπὸ τοῦ χαλᾶσθαι τὸ σῶμα ὑπὸ μέθης ἢ | ||
| συνουσιάζοντες συνεχῶς . ἐπεὶ οὖν ἐδόκει Ὀπώρα εἶναι καὶ ἡ πόρνη , πρὸς ἀμφότερα ἔπαιξεν . Γ διὰ χρόνου : |
| Λοίτη : Προίτη ἡ πόλις : Οἴτη : κοίτη : δροίτη ἡ πύελος : τὸ λυτὴ διὰ τοῦ υ ψιλοῦ | ||
| Ἐλεφαντίς . Ἐπιδάμνειος . Μαγνησσίς . Μυρκιννία . Μυτωνίδες . δροίτη . Ταυχέριος . ἠλαίνουσα . ἄννεμε ου μεν ? |
| παρ ' ἀνθρώποις : ἑορτή τε οὐδεμία παρ ' αὐτοῖς μελανείμων ἢ πένθιμος ἄγεται τυπετοὺς ἔχουσα καὶ θρήνους γυναικῶν ἐπὶ | ||
| Ἀπάτη . κατόπιν δὲ ἠκολούθει πάνυ πενθικῶς τις ἐσκευασμένη , μελανείμων καὶ κατεσπαραγμένη , Μετάνοια , οἶμαι , αὕτη ἐλέγετο |
| δὲ καταπλασσόμενος ἕλκη ἐπιπόλαια ἀναπληροῖ . μετ ' ἐλαίου δὲ χριόμενος πρὸ τῆς ἐλεύσεως ῥίγη λύει . τὸ δὲ ἐξ | ||
| ἔδωκεν ἀλάβαστρον αὐτῷ , καὶ εἶχεν αὕτη μύρον , ᾧ χριόμενος ὁ Φάων ἐγένετο ἀνθρώπων κάλλιστος : καὶ ἤρων γε |
| καὶ πυροὺς , ὅτι πανταχοῦ καὶ παρὰ πᾶσι σπειρόμενοι . Πυκνός . παρὰ τὸ πτύσσω , πτυκνὸς καὶ πυκνός . | ||
| ὦτοι τῶν Ἑλλήνων Ἀνδροκλέα τὸν ἀπ ' αἰγείρων ἀστράψῃ διὰ Πυκνός παρὰ κωφὸν ἀποπαρδεῖν . ἐν δὲ διχοστασίῃσι καὶ Ἀνδροκλέης |
| συνελθόντος ἰδίου . ὅλως δέ μοι δίδως θαυμάζειν , ὅπως ἐσχόλαζέ σοι μεμνῆσθαι τῆς κόρης ὁ λογισμός . τὸν γὰρ | ||
| συνελθόντος ἰδίου . ὅλως δέ μοι δίδως θαυμάζειν , ὅπως ἐσχόλαζέ σοι μεμνῆσθαι τῆς κόρης ὁ λογισμός . τὸν γὰρ |
| ἐκψῦξαι δυνήσεται . εἰ δὲ μηδὲν πάνυ κατεπείγει , μὴ σπουδάσῃς δοῦναι τὴν διὰ τῶν κωδειῶν , καὶ μάλιστ ' | ||
| πληροῖ . ‖ Ἐὰν τοῦ ἄρτι πρῶτον εἰσαγομένου καὶ μανθάνοντος σπουδάσῃς , πᾶσαν τὴν ἀμαθίαν ἐκτεμών , ἀθρόαν ἐπιστήμην εἰσοικίσαι |
| κρεῖσσόν ἐστ ' ἢ ζῆν κακῶς ; τρόπος δὲ χρηστὸς ἀσφαλέστερος νόμου : τὸν μὲν γὰρ οὐδεὶς ἂν διαστρέψαι ποτὲ | ||
| καθ ' ὑμῶν . οὕτω μὲν γὰρ εἰκασία γέγονεν καὶ ἀσφαλέστερος ὁ λόγος , ἐκείνως δὲ μεταφορὰ καὶ κινδυνωδέστερος . |
| Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . αἰνετός , , , . . , . : αἰνετός | ||
| . μετὰ ταύτην ἄλκιμα τέκνα , Λυγκεὺς καὶ Βαλίος πόδας αἰνετός , ἠδ ' Ἀμάρυνθος . καὶ οὓς ὀνομαστὶ διήνεγκεν |
| μὴ κατὰ Μειδίαν ὀρτυγοκόπον . Μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . Ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . | ||
| ὁρᾶτε τὸ διῆρες ὑπερῷον . μόνος δ ' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ |
| καὶ ἀμπεχόνῃ καὶ φωνῇ καὶ βαδίσματι : ὁ μὲν ὡς ἥδιστος ἰδεῖν ὤν , ὁ δὲ ὡς ἀληθέστατος : καὶ | ||
| ' ἀλλήλων μὴ ἡδεῖς ὄντας , οὐχ οἷόν τε . ἥδιστος δὲ ὁ φίλος τῷ φίλῳ . διὰ τοῦτο δὲ |
| χειμάρρους χαράδρα , συρφετός , ἄμετρος ἀμετροεπής , θόρυβος , φλήναφος , ἀχαλίνωτος τὸ στόμα , ἀκρατὴς τὴν γλῶτταν , | ||
| , ἐξαπατᾶν Ἕλληνες . φέναξ Ἀττικοί , ἐξαπατῶν Ἕλληνες . φλήναφος Ἀττικοί , μωρολόγος Ἕλληνες . φυστῆ περισπωμένως τὸ φύραμα |
| κοπεῖσα μετὰ ἀξουγγίας παλαιᾶς ποιεῖ πρὸς λυσσοδήκτους , βρογχοκηλικούς , ὑποθυμιωμένη δὲ φυγαδεύει θηρία . } Πλούτων μελανοπτερύγων } δεινόν | ||
| λεγομένη , κηρύκιόν ἐστι μικρόν , ὥσπερ ὀνύχιον . αὕτη ὑποθυμιωμένη ἀναδρομὰς ὑστέρας παύει καὶ πνιγμοὺς ἀποσοβεῖ . ὁ δὲ |
| βαρεῖα καὶ τῇ χρόᾳ πισσώδης ἄχρηστος . Σμύρνα στακτὴ καλὴ εὐώδης λίαν ἐστὶ καὶ ἀμιγὴς ἐλαίου . Στύραξ διαφέρει ὁ | ||
| λοιπὴν θεραπείαν ἄθετος , ἐν δὲ ταῖς ἀναλήψεσιν ὀλίγος λεπτὸς εὐώδης λευκὸς μετὰ τὰ σιτία παραλαμβανέσθω . ὕπνος ὁ μεθ |
| κορώνῃ παρθένος φέρει σῦκα . θεοί , γένοιτο πάντ ' ἄμεμπτος ἡ κούρη κἀφνειὸν ἄνδρα κὠνομαστὸν ἐξεύροι : καὶ τῷ | ||
| καθ ' ἡμᾶς . εὐλόγως οὖν ἔφη : ” γίνου ἄμεμπτος ” , μέγα πλεονέκτημα πρὸς εὐδαίμονα | βίον ὑπολαβὼν |
| ὡς διωθεῖτο , εἰπόντος τέ τινος αὐτῷ διὰ τί οὐ πίνεις ; οὐδὲν δέομαι , ἔφη , Ἀλεξάνδρου πιὼν τοῦ | ||
| ὕδωρ πίνῃς , ἐκ πάσης ἀφορμῆς λέγε , ὅτι ὕδωρ πίνεις . κἂν ἀσκῆσαί ποτε πρὸς πόνον θέλῃς . σεαυτῷ |
| . Συρεντῖνος δὲ ἀπὸ πέντε καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ἄρχεται γίνεσθαι πότιμος : ὢν γὰρ ἀλιπὴς καὶ λίαν ψαφαρὸς μόλις πεπαίνεται | ||
| Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ὁ Λευκάδιος πάρεστι καὶ Μιλήσιος οἰνίσκος οὔπω πότιμος . Γύναι , ῥάφανόν με νομίσας ' εἰς ἐμὲ |
| ' ἀπέχει τοῦ τιμῆς τινος διὰ ταῦτα τυχεῖν ὥστ ' ἀπειρόκαλος πρὸς ἔδοξεν εἶναι . οὗτος τοίνυν ἀνελὼν τὰ τῆς | ||
| ' ἀπέχει τοῦ τιμῆς τινος διὰ ταῦτα τυχεῖν ὥστ ' ἀπειρόκαλος πρὸς ἔδοξεν εἶναι . οὗτος τοίνυν ἀνελὼν τὰ τῆς |
| χαλεπωτέρα , καὶ πρὶν ἡσθῆναι καθαρῶς , ἀλγοῦσι τὴν μὲν ἀπιοῦσαν οὐ δυνάμενοι κατασχεῖν , τὴν δ ' ἐπιοῦσαν φρίττοντες | ||
| ξένος σατράπης πάνυ γέρων ὡς ἐνενήκοντ ' ὢν ἐτῶν Κρονίοις ἀπιοῦσαν εἶδε τὴν Γναθαίνιον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἐξ Ἀφροδισίου τινός |
| Πίσα καὶ ὁ Φερένικος νικήσας παρέσχε λόγων εὐπορίαν . καὶ Φερενίκου χάρις : ὄνομα τοῦ νικήσαντος ἵππου . ὁ δὲ | ||
| ἄνδρες δικασταί , περὶ τῆς φιλίας τῆς ἐμῆς καὶ τῆς Φερενίκου πρῶτον εἰπεῖν πρὸς ὑμᾶς , ἵνα μηδεὶς ὑμῶν θαυμάσῃ |
| ' αὑτοῦ ποτε κινδυνεύσῃ προεωρᾶτο , καὶ διὰ τοῦτο πόρρωθεν ἔτριβε τὰ πράγματα : ἡμεῖς δ ' αὐτῷ τοὐναντίον τοῖς | ||
| ὁ δὲ σιτοποιὸς χειρῖδας ἔχων καὶ περὶ τῷ στόματι κημὸν ἔτριβε τὸ σταῖς , ἵνα μήτε ἱδρὼς ἐπιρρέοι μήτε τοῖς |
| ⌉ ὁ πατὴρ αὐτῆς τῇ χειρὶ αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ τὴν χείραν τὴν δεξιὰν αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ : τέκνον . | ||
| πολὺ εὐκέλαδον , εὖ ἠχοῦντα . ὠλεσίκαρπον : ὀλλύων τὴν χείραν . Παταγεῖ : ἠχεῖ . εὔθροα : εὔηχον . |
| ἐν Γαδέρ , πλησίον Ἐφραθὰ οἴκου Βηθλεέμ , Βάλλα ἦν μεθύουσα καὶ κοιμωμένη ἀκάλυφος κατέκειτο ἐν τῷ κοιτῶνι : κἀγὼ | ||
| ἔλαιον ἀναψήσασθαι , καὶ κύλικ ' εὔζωρον , ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ . ΓΘ ἄλλως : Πυανεψίοις καὶ Θαργηλίοις Ἡλίῳ |
| καὶ ἐλευθέρου τοῦ Ἴστρου ῥέοντος μισεῖ τὴν ἀργίαν καὶ ἀναπλεύσας ἐμφορεῖται τοῦ κατὰ τὸ ὕδωρ ἀφροῦ : πολὺς δὲ οὗτός | ||
| , ἔφη , τὸν γέροντα Ζηνόθεμιν λέγων , ἐπήκουον γάρὅπως ἐμφορεῖται τῶν ὄψων καὶ ἀναπέπλησται ζωμοῦ τὸ ἱμάτιον καὶ ὅσα |
| ' ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ δένδρον φρονήσεως , ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου . Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν | ||
| θεοῖσιν ἐχθρὸς Μυρτίλος : ὅτι γὰρ οὐδὲν τούτων πριάμενός ποτε ἔφαγεν εὖ οἶδα , τῶν τινος οἰκετῶν αὐτοῦ εἰπόντος μοί |
| ἐϲτιν ἐκ λεπτομεροῦϲ τε καὶ γεώδουϲ οὐϲίαϲ καί τινοϲ ὑδατώδουϲ εὐκράτου : ὅθεν καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ ϲυντιθέμενον ἔλαιον διαφορητικῆϲ | ||
| , ἀλλ ' ἀρκεῖ καὶ μόνῳ χρήσασθαι ἐμέτῳ διὰ πλείονος εὐκράτου πόσεως ἢ χυλῷ πτισάνης ἀπέριττον ἐργάσασθαι τὴν γαστέρα . |
| ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ | ||
| λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ |
| τά τε ὅσια καὶ μὴ καὶ τῆς πρὸς Μέλητον γραφῆς ἀπαλλάξομαι , ἐνδειξάμενος ἐκείνῳ ὅτι σοφὸς ἤδη παρ ' Εὐθύφρονος | ||
| μήτε ἄλλῳ μηδενί : ἐπειδὰν δὲ διαβῇ , ἐγὼ μὲν ἀπαλλάξομαι , πρὸς δὲ τοὺς διαμένοντας καὶ ἐπικαιρίους ὄντας προσφερέσθω |