προσήειλους ] Πρὸς ἥλιον ὁρῶντας . καὶ Εὔπολις : αὐλὴ πρόσειλος . * : προσείλους : Ἀντὶ τοῦ θέρμην ποιοῦντας
: ὁ θᾶττον καὶ πρὸ τοῦ δέοντος πολιὰς ἐσχηκώς . πρόσειλος : πρὸς τὴν τοῦ ἡλίου αὐγὴν τετραμμένος . προσέκειτο
7640855 βριθυς
παρὰ τὸ τάχος γίνεται † στάχυς , οὕτως καὶ βρῖθος βριθύς , καὶ βριθύ , καὶ βριθοσύνη καὶ τὸ βριάω
, καθὸ καὶ τὸ βριθέως μὲν ἐντελές , παρακείμενον τῷ βριθύς , καὶ ἐν ἀποκοπῇ βρῖ . . ) τούτῳ
7485322 ἀμβλυς
δ ' ἐγγὺς ἠοῦς ἡνίκ ' οὐδέπω φάος οὐδ ' ἀμβλὺς ὄρθρος ἀμφὶ ἄνακτας ἀναρσίας ἀπροσδόκητοι καὶ ἄνοπλοι πορθούμεθα αὐτοφρόνων
μῶλος μωλύς . καὶ κατὰ στέρησιν ἀμωλύς : καὶ συγκοπῇ ἀμβλὺς πλεονασμῷ τοῦ β . Αὖρα , παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν
7426893 φωνα
ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ
μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω ,
7377102 αἰγιθαλλος
τε πουλύποδος ἔχειν κατάχωλε θᾶττον ἢ κεραυνοπλὴξ ἔσει . ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα . βασίλισσα κακοτεχνίζων κρεμάσω ποτικόν ὁτιὴ
. αἰγίθαλλος : ὄρνεον κωλυτικὸν πράξεως . Ἀλκαῖος Γανυμήδῃ ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα . τῷ δὲ τόνῳ ὡς ἀρύβαλλος
7304302 κρωσσος
μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης
ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ
7302839 Κλειτοριοι
φησίν . χραίσμετέ μοι : βοηθεῖτέ μοι . οἱ γὰρ Κλειτόριοι χραισμεῖν λέγουσι τὸ ἐπαρκεῖν . ἀπὸ βαρυτόνου δὲ κέκλικε
ἀγροίκων . Κλειτοριάζειν : ἐπὶ τῶν παιδεραστούντων . οἱ γὰρ Κλειτόριοι εἰς αὐτὸ διεβάλλοντο . Κοττᾶς Μάξιμος : ἐπὶ τῶν
7287628 ἀϋτμη
' ἠελίοιο τυπείσας ἀμφότερον δίψη τε φίλη τ ' ἐκάλεσσεν ἀϋτμή : πίδακι δ ' ἐμπέλασαν Βρομιώτιδι καὶ μέγα χανδὸν
ὀλοώτατος εἴρηκεν ] ὅμοιον τῷ ” κλυτὸς Ἀμφιτρίτη καὶ θεσμὸς ἀϋτμή ” καὶ „ κλυτὸς Ἱπποδάμεια „ . . .
7282499 κυανεη
παναμειδήτοισι προσώποις : κάρχαρον , οὐλόμενον , ταναὸν στόμα , κυανέη ῥίς , ὄμμα θοόν , σφυρὸν ὠκύ , τορὸν
τὸ νόσημα ὑπήντησεν . Ὅμηρος : νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκε κυανέη , τὸ μὲν οὔποτε : ὡς πρὸς τὸ νέφος
7276727 θαλαττιος
Μεγαρικὸν καὶ Ἀττικὸν καὶ τὸ ἐν Κιλικίᾳ γεννώμενον . Λαγωὸς θαλάττιος ἔοικε μὲν μικρᾷ τευθίδι , δύναται δὲ λεῖος καταχρισθεὶς
ἐξίλλειν ἔλεγον . ἔξω Γλαῦκε : χειμῶνα γὰρ σημαίνει ὁ θαλάττιος . ἐξωμίς : χιτὼν ἅμα τε καὶ ἱμάτιον :
7276614 ἐϋπλοκαμος
νῦν πῖνε καθήμενος αἴθοπα οἶνον εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θερμήνῃ καὶ λούσῃ ἄπο βρότον αἱματόεντα : αὐτὰρ
ἕλετο ῥοδοδάκτυλος Ἠώς : ὡς δ ' ὁπότ ' Ἰασίωνι ἐϋπλόκαμος Δημήτηρ , ὡς αὖ νῦν μοι ἀγᾶσθε θεοὶ βροτὸν
7234735 χυτριζειν
βρίθεται ταὐτοῦ χρόνου αὐτορέγμονος πότμου πισσοκωνήτῳ πυρί ἀτόπαστον ἐπιξενοῦσθαι ἀράχνου χυτρίζειν ὁδοιπόρων δήλημα , χωρίτης δράκων ἀείζωος φαυνός κἀκ τῶνδ
καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ φοβερός χολλάδας χυτρίζειν ὦ γῆρας , ὡς ἐπαχθὲς ἀνθρώποισιν εἶ καὶ πανταχῇ
7222773 δοκευω
Ἔρωτα νικᾶν Διῒ τὴν μάχην συνάψει . Ὅπερ οὖν πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν
, Κυθήρη , φλογεροὺς πόνους προπέμπει . Μέγα θαῦμα νῦν δοκεύω , ὑπὸ τοῦ ῥόδου κρατεῖται Παφίη , κρατοῦσα πάντων
7208618 μαρανθεν
' ἔπι τρύφος αὖον ἐλαϊνέης ἐλέλειπτο σχίζης , ἥν τε μαρανθὲν ἀδηφάγον ἐξέλιπεν πῦρ . τὴν ἐγὼ ἁρπάξας ὀλοοῦ κατένωπα
λαχών . οὐ μὴν ἐμὸν νώνυμνον ἀνθρώποις σέβας ἔσται , μαρανθὲν αὖθι ληθαίῳ σκότῳ . ναὸν δέ μοι τεύξουσι Δαυνίων
7203920 πουλυπους
πρώτιστα σέ . Ἀλκαῖος : ἔδω δ ' ἐμαυτὸν ὡς πουλύπους . οἳ δὲ πουλύποδα προφέρονται ἀνάλογον τῷ ποὺς ποδὸς
Ἰχθὺς ἐώνηταί τις ἢ σηπίδιον ἢ τῶν πλατειῶν καρίδων ἢ πουλύπους , ἢ νῆστις ὀπτᾶτ ' , ἢ γαλεός ,
7196761 ταχυπουν
' ἀπὸ στρατιᾶς κῆρυξ , νεοχμῶν μύθων ταμίας , στείχει ταχύπουν ἴχνος ἐξανύτων . τί φέρει ; τί λέγει ;
, περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ταχύπουν . ἴδιον δὲ λέγει τῆς περιστερᾶς τὸ κυνεῖν αὐτὰς
7193473 πελεκας
. καὶ βαρύνεται μὲν Αἴας Θόας : περισπᾶται δὲ ἀρκᾶς πελεκᾶς . οὐδέποτε δὲ ὀξύνεται , χωρὶς εἰ μὴ ὦσιν
εἴη ” διὰ τὸ ἑλκόω ἑλκῶ ἕλκος , καὶ πελεκῶ πελεκᾶς : καὶ „ μὴ ἄρχοιτο ἀπὸ τριῶν συμφώνων „
7179614 αὐδηεσσα
ε . . . . . , = . : αὐδήεσσα : ὁ Ἀπίων ὀνομαστὴ καὶ ἔνδοξος , οἷον αὐδωμένη
πλησίστιον , ἐσθλὸν ἑταῖρον , Κίρκη ἐϋπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα . ἡμεῖς δ ' ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα
7177223 ἐκκαλει
' : ἀποτρέχω ? ? ? . δέδειχά σοι [ ἐκκάλει ] καὶ διαλέγου [ ] ὢν τυγχάνω [ ]
! ! ! τρ ' ἔχω δέδειχα σοί : [ ἐκκάλει ] κααλετου [ ! ! ] ? ? ?
7174769 ἀπλυτον
ἢ βάλανον προστιθέναι , ὡς νηπίῳ κοιλίη λύεται , εἴριον ἄπλυτον ξὺν μέλιτι : ἢν δὲ γεραιτέρη ᾖ , κρόμμυον
γινώσκειν εἰς μὲν τὴν ὑπαγωγὴν τῆς γαστρὸς ἐπιτηδειοτέραν εἶναι τὴν ἄπλυτον ἀλόην , πλυθεῖσαν δὲ ἀποτίθεσθαι πολὺ τοῦ φαρμακώδους ,
7173967 ἀειδεν
οὐ Δωρικὴ διάλεκτος : τὸ γὰρ Λακωνικόν ἐστιν ἀείδην ἢ ἀείδεν : μηδέ μ ' ἀείδην ἀπέρυκε : κατὰ δὲ
δ ' αἰπόλος ἦνθ ' ὑπακούσας : χοἰ μὲν παῖδες ἀείδεν , ὁ δ ' αἰπόλος ἤθελε κρίνειν . πρᾶτος
7173025 καδος
τῷ δώρῳ τῆς χρυσῆς φιάλης . ἔνθεν καὶ κηδεστής . κᾶδός τε τιμάσας ἑόν : τὸ κῆδος . τὴν συγγένειαν
ὅπως καὶ δόξῃ χαριστικός τις εἶναι παρὰ τοῖς πίνουσιν . κᾶδός τε : τὴν κατ ' ἐπιγαμίαν οἰκειότητα τιμῶν τῷ
7167711 κραστις
ἄλλοις δὲ πλείοσιν αἱ πρασοκουρίδες . ταύτας μὲν οὖν ἡ κράστις ἀθροισθεῖσα ἀπόλλυσι καὶ ὅταν κόπρος ἀθρόα που καταλάβῃ :
εἶδος . ὁ δὲ χόρτος καὶ χιλὸς καὶ βοτάνη καὶ κράστις , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἀγγεῖον ὃ ἐπὶ
7166793 μενοεικεα
παρὰ νηῒ ποδώκεος Αἰακίδαο μυρίοι : αὐτὰρ ὃ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ . πολλοὶ μὲν βόες ἀργοὶ ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ
πρὸς τί γιγνομένην . ἣν γὰρ ἂν θέλῃ ἐπαινέσαι , μενοεικέα δαῖτά φησιν , τὴν οἵαν τε παρέχειν μένος ,
7157988 ξανθαισιν
τευθίς , μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥιπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη
ἐξωπλισμένη τευθὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνθράκων ῥαπίσμασιν , ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη
7154027 νυκτικοραξ
οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον :
ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν
7146220 λιπαινει
καὶ τὴν γῆν , ἀντὶ τοῦ , ἔνθα ὁ Ἀσωπὸς λιπαίνει τὴν Βοιωτίαν . . φίλον πίασμα ] προσφιλὲς τοῖς
ἀναπνοῆς . Φωκέων ] τῶν . ὅπου . ποταμὸς . λιπαίνει . ἀρδεύει . πιαίνει ἀρδεύει . πιαίνει . ἡσύχῳ
7141396 ῥαφις
λεῖα , Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων φησίν , ὡς ῥαφίς . καὶ τὰ μὲν λειοκέφαλα ὡς κρέμυς , τὰ
λήκυθος , σπυρίς , μάχαιρα , τρυβλίον , κρατήρ , ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ
7138941 ὑπνω
ἐρώτησις . . μὴ τοὶ μὲν καμάτῳ ἀδηκότες ἠδὲ καὶ ὕπνω κοιμήσωνται : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος μὴ νοήσας τὸ
[ ] . λυσιμελεῖ τε πόσωι , τακερώτερα δ ' ὕπνω καὶ σανάτω ποτιδέρκεται : οὐδέ τι μαψιδίως γλυκήνα !
7134151 ἐμπλησατο
μάχη , πόλεμος . ἄλλου : ἐξ , ὑπό . ἐμπλήσατο : ἐγέμισεν , ἐκόρεσεν , ἐπλήρωσεν . νηδύν :
: γνάμψε δὲ γούνατ ' ἐλαφρά , μέγαν δ ' ἐμπλήσατο θυμόν ἀλκῆς , μαιμώων συῒ εἴκελος , ὅς ῥά
7128865 δακος
δὲ ἀγαθοῖς τῶν ἀνθρώπων ἀγήραον καὶ ἄφθαρτον εὐδοξίαν ἀπένειμεν . δάκος ἀδινόν : ἰδίως τὸ δάκος ἀδινὸν εἶπεν , ἀντὶ
τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν τινὰ
7124321 βρυων
ἥδιστος βίος , εὐρωτιῶν , ἀκόρητος , εἰκῇ κείμενος , βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις καὶ στεμφύλοις . ἔπειτ ' ἔγημα
: ὁ γάρ μ ' εὐγενέτας μακραίων Σπάρτας μέγας ἁγεμὼν βρύων ἄνθεσιν ἥβας δονεῖ λαὸς ἐπιφλέγων ἐλᾶι τ ' αἴθοπι
7113786 χνους
ὑπένερθεν τότ ' ἄν , ὥστε τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει . οὐδ ' ἂν μαλακὴν φυρασάμενος
πρὸς νομὰς καὶ ἐπουλίδας , καταστέλλει καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα , χνοῦς δὲ διὰ μήλης κατουλοῖ . Ἄλλο ἴσχαιμον . Μίσυος
7111424 ἐλαιος
δρομαῖος : τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ
δρομαῖος : τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ
7108867 λιγυ
ὡς Ὅμηρος [ δ ] : ἀλλ ' αἰεὶ Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους . τὸ φύσει
λαμβάνει : διὸ καὶ ἀνεμώδης τουτέστι πνευματική . ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα .
7103314 ῥινοις
χαλκῷ , ἄλλοι δ ' αἴθωνι σιδήρῳ , ἄλλοι δὲ ῥινοῖς , ἄλλοι δ ' αὐτῇσι βόεσσιν : τὰς γὰρ
χαλκῷ , ἄλλοι δ ' αἴθωνι σιδήρῳ , ἄλλοι δὲ ῥινοῖς , ἄλλοι δ ' αὐτῇσι βόεσσιν , ἄλλοι δ
7100080 εὐζωρον
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι καὶ κύλικ ' εὔζωρον , ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ . τὴν εἰρεσιώνην ]
μέλι τε ὡς κάλλιστον λειχέτω , καὶ οἶνον αὐτίτην πινέτω εὔζωρον . Ἢν δὲ τοῦ εἰλεοῦ ἀφέντος πυρετὸς αὐτὸν ἐπιλάβῃ
7099636 μυιαν
κηλητῆι [ ] ? [ [ ] ς παῦνι , μυῖαν ! [ ὁ δ ' αὐτίκ ' ἐλθὼν ⌋
, εἰκάζων μητρὶ κηδομένῃ κοιμωμένου αὐτῇ τοῦ βρέφους , τὴν μυῖαν αὖθις ἐπεισάγει τῷ παραδείγματι . καὶ μὴν καὶ ἐπιθέτῳ
7094273 πετηλα
βαθὺ λήιον : οἵ γε μὲν ἤμων αἰχμῇς ὀξείῃσι κορωνιόωντα πέτηλα βριθόμενα σταχύων , ὡς εἰ Δημήτερος ἀκτήν : οἳ
λευκὸν κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον / πορφυρέην γλαυκοῦ τε χελιδονίοιο πέτηλα / καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : / οὔπω
7092734 εὐσκιον
εἴη τι ἢ Πολυγνώτου τε καὶ Εὐφράνορος , οἳ τὸ εὔσκιον ἠσπάσαντο καὶ τὸ ἔμπνουν καὶ τὸ ἐσέχον τε καὶ
πολιῷ ξίφει σὺν τῇ τοῦ Ἀγαμέμνονος ψυχῇ ἔπεμπε παρὰ τὴν εὔσκιον τοῦ Ἀχέροντος ἀκτήν . μετέπεσε δὲ εἰς τὸν περὶ
7092693 γλωσσηι
Μεσοποταμίαι . Ἀρριανὸς ἐν ι Παρθικῶν . ἡ δὲ φάλγα γλώσσηι τῆι ἐπιχωρίωι τὸ μέσον δηλοῖ . . Χωχή :
ἕληται . μισθὸν μοχθήσαντι δίδου , μὴ θλῖβε πένητα . γλώσσηι νοῦν ἐχέμεν , κρυπτὸν λόγον ἐν φρεσὶν ἴσχειν .
7088252 πλαζομενον
ἐνδεδυκότα εἰς τὸν Ἀσσύριον τρόπον , περὶ τὴν Ἰωνίαν εὑροῦσα πλαζόμενον ἔτι καὶ ὅ τι χρήσαιτο ἑαυτῷ οὐκ εἰδότα παραλαβοῦσα
αὐταρκέστατος ἑαυτῷ , βουλόμενος δὲ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀνοδίαις πλαζόμενον εἰς ἀπλανεστάτην ἄγειν ὁδόν , ἵν ' ἑπόμενον τῇ
7076626 στιβας
φησίν . χἁ στιβάς : ὑποστρώσομεν καὶ στιβάδα πήχεως . στιβάς : στρωμνὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ φύλλων πῆχυν ἔχουσα
ἐνὶ δρυμοῖσι τὸν ἀνέρα μύρεο , Κύπρι : οὐκ ἀγαθὰ στιβάς ἐστιν Ἀδώνιδι φυλλὰς ἐρήμα . λέκτρον ἔχοι , Κυθέρεια
7073479 ἠρινη
ἦλθέ πω σίδηρος , ἀλλ ' ἀκήρατον μέλισσα λειμῶν ' ἠρινὴ διέρχεται , Αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις , ὅσοις
ὅσα τοῖς θερμοῖς ἀρδευόμενα βελτίω καθάπερ ἥ τε μηλέα ἡ ἠρινὴ καὶ ὁ μύρρινος : καὶ γὰρ οὕτως ἀπύρηνος ὥσπερ
7067113 εὐναια
τλήμων ἀγαί ἀλεκτορίς ἀλκηστής ἀμυντής ἀμφίκρανον ἀπαυλία βούπρῳρον ἐπιτάξ ἐριούνης εὐναία Ἥρυλλος ἡφαιστόδαπτα θεωρίδες καθηγητής καῦστις λικνοστεφεῖ λωπιστός μαγείαν μαδαγένειον
; πάτερ Θέοινε , μαινάδων ζευκτήριε Ἥρα τελεία , Ζηνὸς εὐναία δάμαρ ἐναγώνιε Μαίας καὶ Διὸς Ἑρμᾶ οἵ τοι στεναγμοὶ
7062694 λιγυρην
δὲ σκόλυμός τ ' ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ δενδρέῳ ἐφεζόμενος λιγυρὴν καταχεύετ ' ἀοιδὴν πυκνὸν ὑπὸ πτερύγων , θέρεος καματώδεος
βαρύν , καθ ' ὃν λόγον καὶ Ὅμηρος τὴν μάστιγα λιγυρὴν προσηγόρευσεν , ἐπεὶ λεπτὴ οὖσα ὀξὺν ἦχον ἀποδίδωσι .
7061791 θρωσκων
ἅμιπποι λέγονται . τοῦτ ' ἔστι τὸ παρ ' Ὁμήρῳ θρώσκων ἄλλοτ ' ἐπ ' ἄλλον . πεζοὶ δ '
, σχολαία φωνὴ μαλακή , τῶν τριχῶν ὁ περίδρομος ἄνω θρώσκων . Ὁ δὲ εἴρων καὶ παλίμβουλος τὰ ἀμφὶ τοὺς
7060040 λεπαστη
' ἁδύοινος εὐφρανεῖ δι ' ἡμέρας . Θεόπομπος Παμφίλῃ : λεπαστὴ μάλα συχνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος
καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : ὅτι δὲ ἡ λεπαστὴ οὐκ ἔκπωμα μόνον ἐστὶν ἀλλὰ καὶ οἰνοχόη , σαφὲς
7053749 πεφυκει
διερὰ γὰρ τὰ δίυγρα . τῶν ἄνδηρα παρ ' αἱμασιαῖσι πεφύκει : ὧντινων , τῆς κυνοσβάτου καὶ τῆς ἀνεμώνης ,
τᾷ ματρὶ κατ ' εὐνὰν ὀρθρευοίσᾳ . Οὐδὲν ποττὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο , Νικία , οὔτ ' ἔγχριστον ,
7051356 νυον
ἀρτηρίας . τὸ δὲ περιέχον αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις δέρμα † νυὸν † ὄσχεον ὠνομάσθη † εἰς † τοὺς ὄρχεις καὶ
δ ' ἥγε καὶ ἐκ θυμοῦ στενάχουσα μύθοισιν πυκινοῖσι φίλην νυὸν ὧδε μετηύδα : δαιμονίη παίδων , τί νύ τοι
7047583 δυσαλθες
, εἰς ὃ πᾶν συρρεῖ τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δυσαλθές . κἂν μή τις θᾶττον ὡς χρέος ἀποδιδῷ τὸ
: πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων οὔτε δυσαλθές : οὔτε δυσίατον οἴδημα ἐπιφλεγμαίνεται . γ * οἶδος
7046426 πλεκτανην
Δί ' οὐχὶ κατέλιπον δ ' ἐγὼ οὐδέν . καὶ πλεκτάνην στιφρὰν σφόδρ ' , ἐν τούτοις τέ που αἰσχυνόμενον
πλεκτάνην ἐπιθῇ , τοὺς ὀδόντας ἀποβάλλει : ἀστακῷ ἐὰν πολύπους πλεκτάνην εἰς τὰς χηλὰς ἐπιθῇ , εὐθέως αὐτὰς ἀποβάλλει .
7045595 εὐπλοκαμος
. οὐρανίοις θεοῖς . ἤχῳ , φθορᾷ . μακρόθριξ καὶ εὐπλόκαμος . τὴν Σεμέλην . * * ἡ Ἀθηνᾶ .
. ἦλθε δὲ Νηρῆος θυγάτηρ , Θέτις ἀργυρόπεζα , σηπίη εὐπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα , ἣ μόνη ἰχθὺς ἐοῦσα
7041137 μηκαδων
φερέσβιος Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον : ἔπειτα πνικτὰ τακερὰ μηκάδων μέλη χλόην καταμπέχοντα σάρκα νεογενῆ . τί λέγεις ;
φερέσβιος Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον : ἔπειτα πνικτὰ τακερὰ μηκάδων μέλη , χλόην καταμπέχοντα , σάρκα νεογενῆ . τί
7037031 θρᾳττα
οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ
φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα ,
7033704 ποιησεν
Διὸς νεφεληγερέταο ξεστῇς αἰθούσῃσιν ἐνίζανον , ἃς Διὶ πατρὶ Ἥφαιστος ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν . Ὣς οἳ μὲν Διὸς ἔνδον ἀγηγέρατ
μακάρεσσι θεοῖσιν . τοῦ δὲ τάφον καὶ σῆμ ' ἀιδὲς ποίησεν Ἄναυρος ὄμβρῳ χειμερίῳ πλήθων : τὼς γάρ μιν Ἀπόλλων
7031126 καταλειβεται
πολυώνυμον ὕδωρ , ψυχρόν , ὅ τ ' ἐκ πέτρης καταλείβεται ἠλιβάτοιο ὑψηλῆς : πολλὸν δὲ ὑπὸ χθονὸς εὐρυοδείης ἐξ
Καλλιρόης . δύο δὲ δένδρα περὶ τὸν τάφον ἐκείνου ἑστῶτα καταλείβεται αἵματος . ἦν δὲ καὶ τρικέφαλος καὶ τρίσωμος ὁ
7030031 ἐθελουργος
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος ,
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών ,
7027874 χἀ
. ψυχρὸν ὕδωρ τουτεὶ καταλείβεται : ὧδε πεφύκει ποία , χἀ στιβὰς ἅδε , καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι . ἀλλ
οὐ θησῶ ποκα ἀμνόν , ἐπεὶ χαλεπὸς ὁ πατήρ μευ χἀ μάτηρ , τὰ δὲ μῆλα ποθέσπερα πάντ ' ἀριθμεῦντι
7027044 ἁβρος
τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε
. ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον ,
7025680 εὐαναδοτος
. χρὴ δὲ προνοεῖσθαι , ὅπως ἂν εἴη λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος , καὶ πολλὴν ὕδατος ἐπιμιξίαν ἔχων , καὶ μὴ
μάλιστα ὁ κατὰ τὴν Κόπτον πόλιν οὕτως ἐστὶ λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος καὶ ταχέως πεπτικὸς ὡς καὶ τοῖς πυρεταίνουσι διδόμενος μὴ
7025369 ἰκμενον
βαθὺν τὸν ὄρθρον ἀναχθέντων φησὶν ὁ ποιητής : Τοῖσινδ ' ἴκμενον οὖρον ἵει ἑκάεργος Ἀπόλλων , τὸ περὶ τὸν ἥλιον
' ἀνάγοντο μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν : τοῖσιν δ ' ἴκμενον οὖρον ἵει ἑκάεργος Ἀπόλλων : οἳ δ ' ἱστὸν
7023535 ποθεει
δήποτε τειρόμενος καμάτοις κάρφουσι δέδουπε γυῖα δαμείς : οὐ μὲν ποθέει ξηρὸν στόμα δεῦσαι . τῷ δὲ σὺ πολλάκι μὲν
ξηραίνουσι κάρφουσι ] ξηροῖς δέδουπε ] ἔπεσε δαμείς ] δαμασθείς ποθέει ] ἐπιζητεῖ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος πόσιν ] τὸ
7020812 τερπνος
καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους ΟΡ : πυκνός κραιπνός τερπνός στρυφνός ἰσχνός : σεσημείωται τὸ λίχνος βαρύτονον , ὡς
. Ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς , αὑτῷ δὲ τερπνός : ὧν γὰρ ἠράσθη τυχεῖν ἐκτήσαθ ' αὑτῷ ,
7020597 σανδυξ
, ἀνελόμενός τε χρῶ . τὸ δ ' οὕτως σκευασθὲν σάνδυξ ὑπό τινων προσαγορεύεται . πλύνεται δὲ τὸ ψιμύθιον ὁμοίως
μολύβδαινα μετρίως , μόλυβδος ἄκαυστος καὶ κεκαυμένος , ψιμύθιον , σάνδυξ μετρίως , τυρὸς ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς μετρίως .
7015405 ἀγλευκης
πάντως καὶ κάλλους τινὸς καὶ εὐρυθμίας , εἴπερ μὴ ὡς ἀγλευκής τις γενήσεσθαι μέλλοι . τούτῳ δ ' ὅτι μὲν
οὐ γέρων , ἀλλὰ τῶν ἀπὸ βύρσης , ἤδη μὲν ἀγλευκής , ἄπεπτος δὲ ἔτι . Ποτήρια δὲ ἔκειτο παντοῖα
7015260 κυλικιον
φησί , παραπλήσια Σελευκίς , Ῥοδιάς , Ἀντιγονίς . ΣΚΑΛΛΙΟΝ κυλίκιον μικρόν , ᾧ σπένδουσιν Αἰολεῖς , ὡς Φιλητᾶς φησιν
ἐν Λυδίᾳ κατέχω δεδειπνηκώς : Ἄπολλον , ὡς καλόν ἀλλὰ κυλίκιον ὑδαρὲς ὁ παῖς περιῆγε τοῦ πεντωβόλου , ἀτρέμα παρεξεστηκός
7012017 λιλαιεται
' οὐκ εἰς ἀγέλην ποτιδέρκεται οὐδὲ βοτῆρι πείθεται οὐδὲ νομοῖο λιλαίεται , ἀλλὰ βελέμνῳ ὀξέι θηγομένη βοέων ἐξήλυθε θεσμῶν :
χέλυν , ἡ δ ' ἐπὶ νῶτα κεκλιμένη μάλα πολλὰ λιλαίεται οὖδας ἱκέσθαι , ῥικνὰ ποδῶν σείουσα καὶ ἀγκύλα γούνατα
7010397 δινευων
ὄλεθρον . ὡς δὲ κύνας βρώμῃσιν ἀνὴρ ἐπὶ μῶλον ὀρίνει δινεύων μέσσοισιν ἑλώρια , τοὶ δ ' ἐπὶ γαστρὶ ἔξοχα
' , ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ ' ἀνιήσεις διὰ νύκτα δινεύων κατὰ οἶκον , ὀπιπεύσεις δὲ γυναῖκας ; ἀλλ '
7006647 ἀκανθωδους
Νίκανδρος τὴν λευκάνθεμον : ὁμοίως δὲ καὶ ἤρυγγος εἶδος λαχάνου ἀκανθώδους . ἀθεραΐδα δὲ τὴν θερμήν , ἢ τὴν ἔχουσαν
χωρίον ἐθεραπεύετο . ζητούμενος δὲ κἀνταῦθα ἔφευγε διὰ δυσβάτου καὶ ἀκανθώδους ὁδοῦ , τὸ τραῦμα περικεντούμενος , μέχρι κάμνων ὑπό
6998867 παρθενικας
γὰρ παρθένοι , μέλλουσαι πρὸς μίξιν ἔρχεσθαι , ἀνετίθεσαν τὰς παρθενικὰς αὑτῶν ζώνας τῇ Ἀρτέμιδι . Λυσικράτης ἕτερος : ἐπὶ
. ἔρρετε , μηδ ' ὔμμιν πολεμήια ἔργα μέλοιτο , παρθενικὰς δὲ λιτῇσιν ἀνάλκιδας ἠπεροπεύειν . ” Ὧς ηὔδα μεμαώς
6998122 αἰνυτο
. καὶ πάλιν : καὶ τότε Μάντης μὲν δεσμὸν βοὸς αἴνυτο χερσίν , Ἴφικλος δ ' ἐπὶ νῶτ ' ἐπεμαίετο
τετάνυστο . ἔνθα δ ' ὁ μὲν χρύσειον ἀπὸ δρυὸς αἴνυτο κῶας , κούρης κεκλομένης , ἡ δ ' ἔμπεδον
6994792 εὐθαλες
' ἀκούσας , φύσεως δ ' ἄμειψε μορφήν , φυτὸν εὐθαλὲς δ ' ἐπήχθη . ὁ δὲ Φοῖβος † ἠὲ
κᾶπον ὄλωνται , ἠδὲ τὰ χλωρὰ σέλινα τό τ ' εὐθαλὲς οὖλον ἄνηθον ὕστερον αὖ ζώοντι καὶ εἰς ἔτος ἄλλο
6993862 εὐιε
ἐκεῖς ' ἄγε με , Βρόμιε Βρόμιε , πρόβακχ ' εὔιε δαῖμον . ἐκεῖ Χάριτες , ἐκεῖ δὲ Πόθος ,
πολυώνυμε , λύσιε δαῖμον , κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος , εὔιε Βάκχε , εὐτραφές , εὔκαρπε , πολυγηθέα καρπὸν ἀέξων
6993388 ἐσπασεν
τότ ' ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα .
καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι μοχθίζοντα πυκναῖς τ ' εἰρεσίῃσι βιώμενος ἔσπασεν ἀνήρ : εἰ δ ' ἄρα οἱ καὶ τυτθὸν
6991386 κωδειαν
συνουσίας . κῶας κώδιον : “ κώεσσι μαλακοῖσιν . ” κώδειαν ἰδίως ἡ τῆς μήκωνος κεφαλή . ὅταν δὲ λέγῃ
Ὅμηρος δὲ κώδειάν φησι τὴν κεφαλήν : ὁ δὲ φὴ κώδειαν ἀνασχών . ἄλλως : καὶ γάρ φησιν ἐνίοτε πλησιάζοντος
6990012 ῥαγδαιος
οἷον , Ἰουδαῖος : Χαλδαῖος : σπουδαῖος : Θαδδαῖος : ῥαγδαῖος : χυδαῖος : σταδαῖος ὀπιδαῖος . Τὰ διὰ τοῦ
τὴν καταλλαγὴν ἔχει . τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη
6988566 συρφετωδης
. , . ἀγοραῖος νοῦς : ὁ πάνυ εὐτελὴς καὶ συρφετώδης καὶ οὐκ ἀπόρρητος οὐδὲ πεφροντισμένος . οἱ γὰρ ἀγοραῖοι
ἔκχυσις . συμβάλλεται : συνάγεται , μίγνυται . ἰλυόεντα : συρφετώδης , βορβορώδης : ἰλὺς λέγεται ὁ πηλώδης καὶ κάθυγρος
6984222 ψηλαφᾳ
χαλκηλάτῳ ξίφει : ἀπὸ κοινοῦ τὸ παμφαλᾶται καὶ ψηλαφᾶται καὶ ψηλαφᾷ λυκοψίαν κνεφαίαν . καὶ ταῦτα μὲν οὕτως , ἡ
γὰρ αὐτῷ προσφέρω βρῶσιν διδοὺς τὴν ῥῖνά μ ' εὐθὺς ψηλαφᾷ κἄνω φέρει τὴν χεῖρα πρὸς φαλακρὸν ἡδὺ διαγελῶν .
6979829 εὐζωροτερον
Ζωρότερον ὁ ποιητής , σὺ δὲ λέγε εὔζωρον κέρασον καὶ εὐζωρότερον , ὡς Ἀριστοφάνης καὶ Κρατῖνος καὶ Εὔπολις . Χειρσὶν
. Δίφιλος δὲ τὸν ἄκρατον νοεῖ : ἔγχεον πιεῖν . εὐζωρότερον . τὸ γὰρ ὑδαρὲς ἅπαν τοῦτ ' ἔστι τῇ
6978370 φληναφος
χειμάρρους χαράδρα , συρφετός , ἄμετρος ἀμετροεπής , θόρυβος , φλήναφος , ἀχαλίνωτος τὸ στόμα , ἀκρατὴς τὴν γλῶτταν ,
, ἐξαπατᾶν Ἕλληνες . φέναξ Ἀττικοί , ἐξαπατῶν Ἕλληνες . φλήναφος Ἀττικοί , μωρολόγος Ἕλληνες . φυστῆ περισπωμένως τὸ φύραμα
6975827 λαρος
ἀναστρέφων ἐσώθη . * λοῖσθον δὲ : ὕστερον δὲ ὡς λάρος κυματοδρομήσας , ὡς κόγχος * τε * περιτριβεὶς παντόθεν
διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων ταττομένη . λάρος ἐν νεμέσει : παροιμία ἐπὶ τῶν ταχὺ ἀποδιδόντων .
6972238 δηναιος
σημαίνει τὸν ῥύπον . δὴν τὸ πολυχρόνιον καὶ ἐξ αὐτοῦ δηναιὸς καὶ δηναιά . πολυχρονίαν δὲ καὶ παλαιὰν τὴν θάλασσαν
τούτῳ κακῶς κείμενον νεκρὸς τὴν διάνοιαν ἔσται , εἰ καὶ δηναιὸς καὶ νωδὸς καὶ ἄφρων . πεφαντασμένος δὲ ἔσται τὴν
6969822 φηνη
δισύλλαβα βαρύνεται , εἰ μὴ περιεκτικὰ εἴη : Ῥήνη Σήνη φήνη γλήνη . τὸ μέντοι σκηνή ὀξύνεται ὡς προσηγορικὸν περιεκτικὴν
” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τροφήν . φήνη εἶδος ὀρνέου . καὶ “ φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες .
6969078 ἀνθεμον
ἐπικαυλόφυλλα τυγχάνει τὰ δ ' ἀμφοτέρως . ἐπιγειόφυλλα μὲν κορωνόπους ἄνθεμον ἀφύλλανθες ἄγχουσα πόα ἀνεμώνη ἀπαργία ἀρνόγλωσσον ἀπάπη : ἐπικαυλόφυλλα
[ πολυ˘ ] ? [ – – – – ] ἄνθεμον Μουσᾶν [ Ἱέρωνι˘ ] [ – ] ξανθαῖσιν ἵπποις
6966833 ἀκμηνος
δὲ δὴ ἄλλοι οἴχονται μετὰ δεῖπνον , ὃ δ ' ἄκμηνος καὶ ἄπαστος . ἀλλ ' ἴθι οἱ νέκτάρ τε
δὴ ἄλλοι / οἴχονται μετὰ δεῖπνον , ὁ δ ' ἄκμηνος καὶ ἄπαστος „ . . . . ἀπροτίμαστος ,
6964719 ἀμαιμακετον
δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι δεσπόταν λίσσοντο ναῶν , συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετˈρᾶν . δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί , κυλινδέσκοντό
ἀμαιμάκετος , ὁ μακρὸς καὶ ὑπερφυής . τὸ δὲ πνείουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ παρὰ τὸ μαιμῶ μαίμακα , ὃ καὶ μαιμάω
6962466 ὠκυπετα
. Ὣς εἰπὼν ὑπ ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ ' ἵππω ὠκυπέτα χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε , χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε
αὐτῷ καὶ τὸ ἅρμα ζεύγνυται , καὶ οἱ ἵπποι θέουσιν ὠκυπέτα χρυσέῃς ' ἐθείρησιν κομόωντες . Ζεύγνυται δὲ καὶ Ποσειδῶνι
6960957 ἐπισπειρει
ἀλλ ' ὃ κόσμιον πεφύκει : ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . τόδ ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον , καλὸν ἄνθημα
, ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ Ἀριστοτέλης δὲ ἔφη τοὺς ἐραστὰς εἰς
6960559 ῥοφησον
: ἢ ἀρσενικὸν σχιστὸν ἀντὶ ἅλατος εἰς ὠὸν ῥυτὸν καὶ ῥόφησον νῆστις : ἢ ἀρσενικὸν συντρίψας μετ ' οἴνου χλιαροῦ
εἴρηται καὶ ἔνθεσις , ἡ τροφή , καὶ ” ἐνθοῦ ῥόφησον ” παρ ' Ἀριστοφάνει καὶ ἀλλαχοῦ παρὰ τῷ αὐτῷ
6956553 ἀκω
κρεῖττον μετατίθενται . . . . ἀκέστωρ : παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω ἀκέστωρ : σημαίνει δὲ τὸν ἰατρόν . .
φάρμακ ' ἀκήματ ' ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων : παρὰ τὸ ἀκῶ ἐντεῦθεν ἀκεστής καὶ ἀκέστρια καὶ ἐπίθετον ἀνήκεστον , οἷον
6956004 θαμνιον
μὲν ἄνθη πταρμικῆς ἐστι δυνάμεως , τὸ δ ' ὅλον θαμνίον διαφορεῖ : ἔστι γὰρ ἡ κρᾶσις αὐτοῦ θερμὴ καὶ
ἑλώδεσι τόποις . Γαλοιοψὶς ἢ γαλοιόβδελλον καλοῦσιν : ὅλον τὸ θαμνίον σὺν τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ἐμφερές ἐστι κνίδῃ
6955060 πηκτος
οὐκ εὐθυσκόπου ὀχεῖα πόντια παμβῶτις ἐλπίς παρεμβάλοιτο κλῆρον περισπερχοῦς βοῆς πηκτὸς θάνατος ποιναῖς ἐφικταῖς πολλὴ φαρέτρα πόντια ῥάκη πρέμνον ἑστίας
παμβῶτις † τύχη † ˈ ἐλπίς παρεμβάλοιτο κλῆρον περισπερχοῦς βοῆς πηκτὸς θάνατος Ποιναῖς ἐφικταῖς πολλὴ φαρέτρα πόντια ῥάκη πρέμνον ἑστίας
6952594 κοσσυφος
' Ἔρως καὶ θαλεραὶ Χάριτες , εἴην καὶ κίχλη καὶ κόσσυφος , ὡς ἂν ἐκείνου ἐν χερὶ καὶ φθογγὴν καὶ
τῷ περὶ ζωικῶν : καὶ τὰ μὲν μελανόστικτα , ὥσπερ κόσσυφος , τὰ δὲ ποικιλόστικτα , ὥσπερ κίχλη . Παγκράτης
6951672 ὀδοντι
σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς
] Ἡ τῆς ξανθοῦ βοτάνης ῥίζα θερμαινομένη καὶ πρὸς τῷ ὀδόντι εὐθέως θεῖσα αἴρει τοῖς δακτύλοις . [ ιγʹ .
6947499 ἀροτηρ
ὄπισθε λαύρας διὰ δενδροφόρου φάραγγος ἐξέωσε βροντὴν ἠλέματον , ὁκοίην ἀροτὴρ γέρων χαλᾷ βοῦς . ἔγραψε δὲ ταῦτα εἰς Φιλῖνον
ἔλυσέν τις αὐτοῦ τοὺς βόας καὶ ἀπήλασεν . ὁ δὲ ἀροτὴρ ἐπιστὰς καὶ μὴ εὑρὼν αὐτοῦ τοὺς βόας ἐκ ψυχῆς
6947159 θερευς
μεν ? νέφος [ ] πορσύνεται [ ] ! αι θέρευς [ ] ! ν κα ! [ † ἐπ
, κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος ἠδὲ θέρευς ἐρατοῖο πολυσταφύλοιό τ ' ὀπώρης . Αἳ δ '
6945894 Ὑψω
τὴν πανουργίαν , ὡς Εἰδοθέα , Εἰδώ καὶ Ὑψιπύλη , Ὑψώ . . . . . , . : τῶν
: ἢ ὡς παρὰ τὸ εἶδος καὶ ὕψος Εἰδώ καὶ Ὑψώ , οὕτω καὶ παρὰ τὸ κέρδος κερδώ ἡ κερδαλέα
6945361 δαυλος
τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , .
Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια .
6941662 νειον
, στόματι φλόγα φυσιόωντε : τοὺς ἐλάω ζεύξας στυφελὴν κατὰ νειὸν Ἄρηος τετράγυον , τὴν αἶψα ταμὼν ἐπὶ τέλσον ἀρότρῳ
' ἦμαρ σὰς ἀρετὰς ἤειδεν , ἀεὶ δ ' ἐλλίσσετο νειὸν ὅππηι σοι δείμειεν ἀριφραδέως καταλέξαι ἔννυχον ὑπνώοντι , διηνεκὲς
6941158 σταις
, καὶ τὸ φᾶρ ἀπὸ τοῦ φᾶρος , καὶ κρῖ σταῖς στῆρ οὖς ὦς φῶς πῦρ . τὰ δὲ ἔχοντα
, δίγραμμα διγράμματος , κραταίπεδον . Ἓν εἰς αις τὸ σταῖς ἐπὶ τοῦ ἀλεύρου σταιτός : τὸ δέμας ἄκλιτον :

Back