φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν ὠμῶν . ἢν δὲ ἐϲ κύϲτιν ἴῃ , | ||
. ] παρέδωκεν [ . . ] Καρδίη σχῆμα μὲν ὁκοίη πυραμὶς , χροιὴν δὲ κατακορὴς φοινικέα . Καὶ περιβεβλέαται |
, εἰς τὸ μὴ κρατῆσαι ἑαυτῆς διὰ τὸν ἔρωτα . πυκινὴ δὲ συνεύαδεν : ἄνευ τοῦ ἄρθρου οὐ καλῶς , | ||
Ἑλλάδα κῶας ἀνάξειν . ” Ὧς ἄρ ' ἔφη : πυκινὴ δὲ συνεύαδε μῆτις Ἀθήνῃ , καί μιν ἔπειτ ' |
ὅμοιαι τοῖσιν ὑγιαίνουσι γίγνωνται , ἀσφαλὲς τὸ σῶμα τρέφειν . Ὅκου λιμὸς , οὐ δεῖ πονέειν . Ὅκου ἂν τροφὴ | ||
ὅ τι ἂν τουτέων γένηται , ἐγγὺς ὁ θάνατος . Ὅκου ἐν πυρετῷ μὴ διαλείποντι δύσπνοια γίνεται καὶ παραφροσύνη , |
ἡ δ ' οὔτι τόση , μάλα δ ' ἐστὶν ἑτοίμη εὑρέσθαι : περὶ γὰρ πολέων εὐάστερός ἐστιν . Τῶν | ||
περόωσι θάλασσαν . Ἀλλ ' ἡ μὲν καθαρὴ καὶ ἐπιφράσσασθαι ἑτοίμη πολλὴ φαινομένη Ἑλίκη πρώτης ἀπὸ νυκτός : ἡ δ |
τούς γε τοιούτους εἰκὸς ἐπὶ πόδας κατασεισθέντας μᾶλλον ἐξιθυνθῆναι : μέζων γὰρ αὔτως ἡ καταρροπὴ εἴη . ὅσοις [ γὰρ | ||
χυμῶν ἀχθομένην : χολώδεα γὰρ τὰ οὖρα . ἢν δὲ μέζων ὁ τρόμοϲ εἴη καὶ κίνδυνοϲ ϲπαϲμοῦ , καὶ ϲικυωνίῳ |
τεὸς ἵκετο φεύγων , δῆμον ὑποδδείσας ; δὴ γὰρ κεχολώατο λίην , οὕνεκα ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν ἤκαχε Θεσπρωτούς : οἱ | ||
τε ἐκτείνηται ἐάν τε συστέλληται : ⌊ ὡς παρὰ Ἀνακρέοντι λίην δὲ δὴ λιάζεις ⌋ . λῆμα καὶ λῆμμα διαφέρει |
Μούσας τέκνως ' ἱεράς , ὁσίας , λιγυφώνους , ἐκτὸς ἐοῦσα κακῆς λήθης βλαψίφρονος αἰεί , πάντα νόον συνέχουσα βροτῶν | ||
μὲν τῆς καρδίης ἐπί τι χωρίον ἐν τοῖσιν ἀριστεροῖσι μᾶλλον ἐοῦσα , ἔπειτα ὑποκάτω τῆς ἀρτηρίης , ἔστ ' ἂν |
ἔτ ' ἀσθμαίνοντος ἐνιχρίμψειεν ὀδόντι , αἶψα μάλα σφαιρηδὸν ἀνέδραμεν αἰθομένη θρίξ . καὶ δ ' αὐτοῖσι κύνεσσιν ἐπὶ πλευρῇς | ||
. αἴθω : χὡς αὕτη λακεῖ : ἡ δάφνη ψοφεῖ αἰθομένη καὶ ἔστιν ὡς δαοφώνη , ἡ φωνοῦσα ἐν τῷ |
τοῦτο ἐργάζονται , καὶ τῷ βασιλέϊ μοῦνοι τὰς παρθένους μελλούσας συνοικέειν ἐπιδεικνύουσι : ἣ δὲ ἂν τῷ βασιλέϊ ἀρεστὴ γένηται | ||
, καὶ ταύτην ἀνεκήρυσσε , ὅστις θέλοι ἐλάχιστον χρυσίον λαβὼν συνοικέειν αὐτῇ , ἐς ὃ τῷ τὸ ἐλάχιστον ὑπισταμένῳ προσέ |
[ ? ] πυρὰ κείατε καὶ μεμαῶτες [ τείχεος ] ἔκτοσθεν φιλίην ῥύεσθε πόληα : [ – ˘˘ ] ν | ||
γὰρ ἔντοσθεν ἄλλα τις αἰτία δυναμικωτέρα αὐτᾶς εὑρεθήσεται οὔτ ' ἔκτοσθεν φθεῖραι αὐτὸν δυναμένα : ἀλλ ' ἦν ὅδε ὁ |
: νῦν αὖτε νόον νίκησε νεοίη . δεύτερον αὖτ ' ἀλέασθαι ἀμείνονας ἠπεροπεύειν . οὐ γάρ κέν με τάχ ' | ||
δὲ ὁ θησαυρός . * μηνὸς δ ' ἱσταμένου τρισκαιδεκάτην ἀλέασθαι : καλῶς ἐπέστησεν ὁ Πλούταρχος ὅτι τὸ σπεῖραι καὶ |
' ἔτι καὶ νῦν παύε ' , ἔα δὲ χόλον θυμαλγέα : σοὶ δ ' Ἀγαμέμνων ἄξια δῶρα δίδωσι μεταλήξαντι | ||
πείσει ' Ἀγαμέμνων πρίν γ ' ἀπὸ πᾶσαν ἐμοὶ δόμεναι θυμαλγέα λώβην . κούρην δ ' οὐ γαμέω Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο |
ἐπ ' ὀμφαλὸν εἴλεε βίβλον τοὐφεσίου : μάλα τοι δύσβατος ἀτραπιτός . ὄρφνη καὶ σκότος ἐστὶν ἀλάμπετον : ἢν δέ | ||
τραπός καὶ κατ ' ἐπίτασιν τοῦ α ἀτραπός . καὶ ἀτραπιτός ἡ αὐτή , ἡ πολλὰς τοῖς ἄλλοις τροπὰς παρέχουσα |
, θοὴν δὲ φέρει ἐπαρωγήν . μοῦνον μὴ στέρνοισιν ἔχοι ὀλοφώιον ἄλγος : δυσπονέως γάρ μιν Παιήονος ἔργα σαώσοι . | ||
. . . . . . . Καί τις κερτομέων ὀλοφώιον ἔκφατο μῦθον : Ὦ κούρη Πριάμοιο , τί ἤ |
βουλόμενος . . ἡ τῶν συγγενῶν ἔχθρη τῆς τῶν ὀθνείων χαλεπωτέρη μάλα . . μὴ ὕποπτος πρὸς ἅπαντας , ἀλλ | ||
ἐστιν , ἕως ἂν ἄρξωνται βήσσειν : πολυχρονιωτέρη δὲ καὶ χαλεπωτέρη κείνης . Τὸ δὲ σίαλον λεπτὸν καὶ ἀφρῶδες πτύει |
δῶτορ ἑάων , ἦ ῥά κεν ἐν δεσμοῖς ' ἐθέλοις κρατεροῖσι πιεσθεὶς εὕδειν ἐν λέκτροισι παρὰ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ ; ” | ||
, θοὰ πάντα , θοὴν ἵνα βάξιν ἀκούῃ . ἵπποισι κρατεροῖσι δ ' ὁμήθεες ἀγρευτῆρσιν ἐξέτι νηπιάχων ἔστων , μερόπεσσί |
σὺ καὶ τοίων μερόπων ἐπιφράζεο μοῖραν . ἢν μὲν ἔῃ πανδῖα μετ ' εὐπόκου Ἀρνειοῖο , ὦκά μιν εἰσανάγοιο : | ||
, αὐτίκα τοι καὶ πᾶσαν ἐτητυμίην καταλέξω , ὅππως ἂν πανδῖα Σεληναίη πεπίθοιτο , ὄμπνιά σοι Δήμητρος ἀερσινόοιό τε Βάκχου |
' ὅτ ' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠὲ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο , ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο | ||
ἄρκτον ὁ οἶκοϲ : εἰ δὲ καὶ εἴη αὔρη Βορέου ψυχρὴ ἐπιπνείουϲα , ζωγρήϲει κακῶϲ κεκαφηότα θυμόν . ἔϲτω δὲ |
εὔκαρπος , πολύφορος , δικαία . τὸ δ ' ἐναντίον λεπτή , πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος , | ||
φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν ὦν πρώτιϲτα μὲν |
, αἱμοῤῥοΐδας , σύριγγας . Καῦσος δὲ , φρενῖτις , περιπλευμονίη , κυνάγχη , σταφυλὴ , πλευρῖτις , ταχέως κρίνει | ||
ὀλίγα ἔχῃ τούτων τῶν σημηΐων , μὴ ἐξαπατάτω ὡς οὐ περιπλευμονίη ἐστίν : ἔστι γὰρ μαλθακή . Θεραπεύειν δὲ χρὴ |
παύσασθαι ἀμαιμακέτοιο κυδοιμοῦ Πηλείδαο πεσόντος : ὃ γὰρ Δαναοῖς πέλεν ἀλκή : Ὦ φίλοι , εἰ ἐτεόν μοι ἀρήγετε εὐμενέοντες | ||
α Ἀλκμάν , οἱονεὶ ὁ ἀκμάζων , ἢ παρὰ τὸ ἀλκή γέγονεν ἀλκάν καὶ πλεο - νασμῷ τοῦ μ Ἀλκμάν |
ἀγκλίνασα μένει δέμας ἐν ψαμάθοισι : κεῖται δ ' ἀστεμφὴς οἵη νέκυς : ὃς δέ κεν ἰχθὺς ἐγχρίμψῃ λαγόνεσσιν , | ||
τὸ κάτοπτρον , ἐπεὶ τοίη μὲν ὁρᾶσθαι οὐκ ἐθέλω , οἵη δ ' ἦν πάρος , οὐ δύναμαι . Τὸν |
! ! ] υτωναλλα [ ! ! ] ? ? κείνης ? ἡμέρης ἐπὶ ? χθόνα ? [ ] ? | ||
ἄνασσαν τῆς ἐπωνύμου πάτρας . πολλοὶ δὲ πρόσθεν γαῖαν ἐκ κείνης ὀδὰξ δάψουσι πρηνιχθέντες οὐδ ' ἄτερ πόνων πύργους διαρραίσουσι |
ἄλλην οἶσθα καιριωτέραν βουλὴν ἑτοίμαζ ' , ὡς ἔγωγ ' ἀμήχανος χρησμῶν ἀκούσας εἰμὶ καὶ φόβου πλέως . ξένοι , | ||
πρῶτον μὲν ἔνδοθεν ἐγείρεται καὶ περὶ τὰ χείλη τοῦ πιόντος ἀμήχανος κνησμός , καὶ οἷος δὴ τοὺς χριομένους τῷ ὀπῷ |
ὠκὺν ὀϊστόν : ἔξοχα γὰρ τόδε φῦλον , ὅς ' ἄπλετος ἔτραφεν αἶα , πουλυγόνον τελέθει : τὸ μὲν ἄρ | ||
ψυχοῦσα τὰ πάντα . Νώτοις δ ' ἀμφὶ θεᾶς φύσις ἄπλετος ᾐώρηται . Χαῖται μὲν γὰρ ἐς ὀξὺ πεφρικότι φωτὶ |
. παρεῖται δέ τι εἰς τὸ τοῦ λόγου πλῆρες : πληρωθείη δ ' ἂν οὕτως : χρυσέας ἐλαίας κόσμον σε | ||
τὰς μὲν πολλὰς τῶν ξὺν αὐτῷ νεῶν , ὅπως ἑκάστη πληρωθείη , ἐπὶ τῷ στόματι τοῦ λιμένος ἀνακωχεύειν ἔταξεν , |
χόλον , ὄλβον ὀλέθρου , ὄφρα γάμῳ πρηΰς τε καὶ εὔδιος ἀντιάσειε . στὰς δ ' ἄρ ' ἐπὶ ῥηγμῖνος | ||
μόθοιο ἀσπασίως γάνυταί τε καὶ εἰρήνης καμάτοισι τέρπεται ἁρπαλέοισι καὶ εὔδιος εἰλαπινάζει , ἀνδρῶν τε πλήθουσα χοροιτυπίης τε γυναικῶν : |
, κυανέου πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο . Αὐτὰρ ὅγ ' ἄλλης μὲν νεάτῃ ἐπιτείνεται οὐρῇ , ἄλλην δὲ σπείρῃ περιτέμνεται : ἡ | ||
, ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅστε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . Τότε δ ' αὐτὸν |
ἐν εἰαρινοῖσι φαεινομένη φορέηται Ἰχθύσιν , ἠοῖ μὲν προτέρῃ κίνδυνον ἰάψει δρήστῃ ἀταρτηρῷ , τάχα δ ' ἂν καὶ ὀλέθριον | ||
Παρθενία καὶ Ἀνθεμοῦσσα ἐκαλεῖτο . τοι : μοι . οὔτις ἰάψει : οὐδεὶς διαφθερεῖ τὸν πλοῦν . ὀρέξατο : ὄρεξιν |
τοιαύτην οἵαν φησὶν ὁ ποιητής „ λιμένες δ ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι . ” ὁ δὲ Ἀπολλόδωρος μένειν καὶ | ||
οἷά ποτε Θήβᾳ [ ] τε καὶ ἁνίκα [ ] ναύλοχοι [ ] ήλασαν [ ἐννύχιον ] κρυφα [ [ |
ὁμοίως δύναται ἐς τὸ πρόσω καμπύλλεσθαι , ὥσπερ ὅταν ξυγκεκαμμένον ἔῃ τὸ σκέλος : οὔτ ' αὖ σιμοῦσθαι δύναται ὁ | ||
κάπρον ἂν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε , κἂν ἰσόχρυσος ἔῃ , μή σοι νέμεσις καταπνεύσῃ δεινὴ ἀπ ' ἀθανάτων |
μόχθῳ πυκνὸν ἐπασπαίρουσα , γέλως δ ' ἔχει ὅς κεν ἴδηται , ὣς κείνης ὁμόφυλον ἁλὸς δάκος ὕπτιον ἅλμῃ ἐμφέρεται | ||
τε : “ παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε , μή τις ἴδηται ἐξελθὼν μεγάροιο , ἀτὰρ εἴπῃσι καὶ εἴσω . ἀλλὰ |
ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ | ||
. αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ , |
ῥοθίοις μελαινόμενον καὶ σφοδρὰ κύματα ἔχοντα . ἔστι δέ τις αἰπεῖα : Προποντίς ἐστι τὸ μετὰ τὸν Ἑλλήσποντον πέλαγος , | ||
„ . τοπικῶς δὲ ” ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα Κολωνή ” . . . . . . Χ |
κάθαρσις ἴῃ τετρυχωμένῃ , θνήσκει . Κἢν ἐν τῷ τόκῳ κάρτα ἑλκωθέωσιν αἱ μῆτραι τοῦ ἐμβρύου μὴ κατὰ φύσιν ἰόντος | ||
, ὑπὸ δὲ τῆς ἄλλης ὑγιείης πολλῆς ἐούσης οὐκ ἐσάσσει κάρτα : τὸ δὲ κακὸν τοιόνδε ἐστίν : ἐπὴν τούτων |
πολυαύχενος ὁρμὴ εἰς δέκα τεμνομένη θωρήσσεται : ἀλλ ' ἐνὶ μέσσωι ἀνδρομέη μόρφωσε φύσις βρέφος . Ἀντολίη γὰρ πρώϊος ὠδίνουσα | ||
. Ὀφθαλμοὶ καὶ γλῶσσα καὶ οὔατα καὶ νόος ἀνδρῶν ἐν μέσσωι στηθέων ἐν συνετοῖς φύεται . Τοιοῦτός τοι ἀνὴρ ἔστω |
ἐστι μὴ εἶναι , τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔμμεν ἀταρπόν : οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε μὴ ἐὸν | ||
με τοιάδ ' ἔνισπεν : Ἔγρεο , καὶ τρηχεῖαν ἐπιστείβωμεν ἀταρπόν , τὴν μερόπων οὔπω τις ἑῇς ἐπάτησεν ἀοιδαῖς . |
τῆς λείας , ὅπερ καὶ θηλυκῶς λέγεται , οἷον : πέτρη γὰρ λίς ἐστι περιξεστῇ εἰκυῖα . Λίσπη : ἐκτετριμμένη | ||
πᾶσα μὲν ὕλη , πᾶσα δ ' ἄρ ' ὀκριόεσσα πέτρη ποταμῶν τε ῥέεθρα πνοιαί τε λιγέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀέντων |
ὡς στέγης τινὸς ἐπικειμένης τοῖς τῶν ἀνθρώπων ὀφθαλμοῖς ὄρφνη καὶ ὀρφνὴ ἡ νὺξ ἀπὸ τοῦ τὴν ὅρασιν φονεύειν , ἢ | ||
περιφορᾷ καὶ δινήσει . . Ὄρφνη ἡ νὺξ βαρυτόνως : ὀρφνὴ δὲ νὺξ ἀντὶ τοῦ σκοτεινὴ ἐπιθετικῶς , ὀξύνεται . |
ὥς γε μὴ εἰδώς σοι ἀποφαίνομαι . τοῦτο γάρ μοι ἰνδάλλεται διανοουμένη οὐκ ἄλλο τι ἢ διαλέγεσθαι , αὐτὴ ἑαυτὴν | ||
μεταμώνιον ἀλλὰ κάκηθες . ἄλλος δ ' αὖ κόχλοισι δομὴν ἰνδάλλεται αἴης , ἄλλῳ δ ' ἐγχλοάουσα λοπὶς περιμήκεα κύκλον |
ἀνάγκης , καὶ τύπος ἀντίτυπος , καὶ πῆμ ' ἐπὶ πήματι κεῖται . Ἔνθ ' Ἀγαμεμνονίδην κατέχει φυσίζοος αἶα : | ||
Ἀβαντιάδαο νέκυν κτερέιξεν ὅμιλος . ἄτλητον δ ' ὀλοῷ ἐπὶ πήματι κῆδος ἕλοντο : δὴν ἄρ ' , ἐπεὶ καὶ |
[ ! ! ] χάριν [ δαίμονος [ ] ὧι λισσὴ στείβεται [ ἱμείρω πᾶν ἦμαρ ἀμοιβαδὸν [ Αἰακίδη [ | ||
: πᾶσαν δέ τέ μιν πέρι τεῖχος χάλκεον ἄρρηκτον , λισσὴ δ ' ἀναδέδρομε πέτρη . τοῦ καὶ δώδεκα παῖδες |
' αἱρήσεται , ἐν χρέεσίν τε ἥμερον ὠνητοῖσι βιώσεται , ἐργασίην τε κοινωνὸν πολλῶν συστήσεται , ἄστατα δ ' αὐτῷ | ||
ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην . Οὐκ ἐθέλω , Φιλόθηρε , κατὰ πτόλιν , |
, τοτὲ δ ' ἀλλοῖος χρόα γίνου . κρέσσων τοι σοφίη γίνεται ἀτροπίης . Μηδὲν ἄγαν ἄσχαλλε ταρασσομένων πολιητέων , | ||
κάματος ἀνάπαυσιν . . . σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη , καὶ σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐοντας . ξυνόν |
ἅπαντα κρύπτεται . ὕπνοι βαρέεϲ , νωθροί , ϲμικροί : ἀψυχίη , ϲμικρολογίη , φιλοζωΐη . καρτερίη , οὐκ ἀπὸ | ||
' ἔργον ἔρεξας Ἐρετρικόν , ἀλλ ' ὅμως ἄνανδρον : ἀψυχίη γὰρ ἡγεμὼν ἔπειγέ σε . Καὶ οὗτοι μὲν οἱ |
περισπέρχουσά περ αἰνῶς βλάπτει τρηχὺν ἐόντα , γένυν δ ' ἀνεμώλιον αὔτως ἐγχρίμπτει , στερεοῖσι δ ' ἐτώσια μαίνετ ' | ||
δύστλητα γὰρ ἔσται κήδεα , καὶ δ ' ἂν ἀκεσφορίην ἀνεμώλιον ἔλποι . ἢν δέ τις ἄλλη νοῦσος ἐπιρρέπῃ , |
ϲκληρὸν ἷζον ἐϲ ϲκίρρον ἱδρύεται . εὖτε πόνοϲ μὲν οὐ ξυνεχήϲ , νωθὴϲ δέ , κἢν παρῇ : ἀραιὴ δὲ | ||
ἀδελφαὶ τῆϲ ξυντήξιοϲ ἔαϲι . ἡ δὲ νοῦϲοϲ μικρὴ δυϲεντερίη ξυνεχήϲ : νούϲων ὑποϲτροφαὶ ἐνίοιϲι . εὐϲιτίη μὲν γάρκαίτοι καὶ |
κατ ' ἀνδρῶν δῆτ ' ἐνοικήσει στέγην ; καὶ πῶς ἀκραιφνὴς ἐν νέοις στρωφωμένη ἔσται ; τὸν ἡβῶνθ ' , | ||
: κἂν γὰρ εἰς τὸ παρὸν ἐλλείπῃ , σώζεται γοῦν ἀκραιφνὴς εἰς τὰ μέλλοντα . Αἱ μὲν κατ ' ὄψιν |
τὸ οἰνῶδεϲ ἐκλύειν . τροφὴ μὲν ὦν ὡϲ ἔποϲ εἰπεῖν τοιήδε . τέγγειν δὲ τὴν κεφαλὴν ἐϲ ἔμψυξιν λίπαϊ ἐλαίηϲ | ||
φέροντας τῷ βασιλέϊ αὐτῶν . Ἡ δὲ τράπεζα τοῦ Ἡλίου τοιήδε τις λέγεται εἶναι . Λειμών ἐστι ἐν τῷ προαστείῳ |
ὄμματα . βλοσυρῶς ἀπὸ τοῦ σοβαρῶς καὶ ἐπηρμένως βλέπειν . βλοσυρῆς : ἀγρίας . δυσδερκέα : δυσθέατα , δυσθεώρητα . | ||
ταχεῖα , περίδρομος , εἶδος ἀρίστη : ἡ δὲ συὸς βλοσυρῆς οὔτ ' ἂρ κακὴ οὐδὲ μὲν ἐσθλή : ἡ |
ἦ ] ἆρα . ἐπίανεν ] ἴανεν , εὔφρανεν . ἄπτερος φάτις ] ἡ ἄνευ πτερῶν ταχεῖα φήμη . νέας | ||
ὅμοιον καὶ τὸ ἴσον , οἷον ἀτάλαντος , ἄλοχος , ἄπτερος : ἄπτερος δέ ἐστιν ὁ ἰσόπτερος καὶ ταχύς . |
, πρὸς ὃν ἑβδομαῖον ἐσῆλθον , ὀγδόῃ ἀπώλετο , οὔτε οὐρέων , οὔτε διαχωρέων : ὑποχόνδρια μεγάλα καὶ σκληρά : | ||
δὲ οὐδὲν , καὶ οὐρέει πουλὺ , καὶ οὐκ ἐπαΐει οὐρέων . Οὗτος , ἤν μιν μὴ πυρετὸς λάβῃ , |
' ἄγχι μάλιστα παρήμενος εἰλαπινάζει : ὀψὲ δέ τοι προλιπὼν κενεὸν δέμας ἔκθορε θηρός . ἰχνεῦμον μέγα θαῦμα , μεγασθενές | ||
ὄντως κενὸν ἀπέγνωσαν . Ἐμπεδοκλῆς : οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ περιττόν . Δημόκριτος καὶ ἕτεροι Λεύκιππος Μητρόδωρος |
κατείχετο δὲ νεφέεσσιν . ἔνθ ' οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν , οὔτ ' οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ | ||
. ” Ὧς φάτ ' ἀπηλεγέως . ὁ δ ' ἐσέδρακεν ὄμμαθ ' ἑλίξας , ὥστε λέων ὑπ ' ἄκοντι |
ταχέως , καὶ ἀπέφθειρεν . Ἑτέρη λευκοῖς θυγατέρα ἔτεκεν : ἑτέρη ἐρυθροῖς , ὡς ἔδει . Φρικώδεες , ἀσώδεες , | ||
πλούτῳ καὶ γενεῇ κατ ' ἐμέ : ἡ δ ' ἑτέρη προβέβηκε . τί λώϊον ; εἰ δ ' ἄγε |
ἣ δ ' οὐκέτι φύξιν ὀλέθρου δίζεται , ἀλλ ' αὐτῇσιν ὑπαὶ γενύεσσι δράκοντος εἱλεῖται , μέσφ ' ὄρνιν ἕλῃ | ||
καὶ ἴσα ἐν ἑκάστοισι τῶν χρόνων , καὶ ἐν τῇσιν αὐτῇσιν ἡμέρῃσι τῶν μηνῶν : οὕτω γὰρ ταῦτα γίνεσθαι ἄριστον |
καὶ βδελύξεται πάμπαν , καὶ λεπτὴ ἔσται καὶ ἀσθενὴς καὶ χλωρὴ καὶ οἰδαλέος , καὶ ἀσιτιεῖ : ἢν δέ τι | ||
δίψα ἰσχυρὴ , καὶ ἡ γλῶσσα τρηχείη καὶ μέλαινα καὶ χλωρὴ καὶ ξηρὴ καὶ ἐξέρυθρος ἰσχυρῶς , καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ |
. Ὣς φάτο : ταὶ δ ' ἐπίθοντο παλαιοτέρῃ περ ἐούσῃ , ὑσμίνην δ ' ἀπάνευθεν ἐσέδρακον . Ἣ δ | ||
ἀναδινέει , καὶ ζοφοειδὲς ὁρῇ . Γυναικὶ δὲ ἐκ τόκου ἐούσῃ ἡ κάθαρσις ἐπὴν ᾖ , οὐκ εὐμαρέως χωρέει , |
καλεῖται : τόσσος μὲν μεγέθει , τοίῃ δ ' ἐγκείμενος αἴγλῃ , οἷος καὶ μεγάλης οὐρὴν ὑποφαίνεται Ἄρκτου : δεινὴ | ||
ἔχοι βουλύσιος ὥρη , δύνοι δ ' ἀνέφελος μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη |
ἡμετέρῃσι γένοιτο : οὐκ ἄν τις τούτων γε ἐΰθρονον Ἠῶ ἵκοιτο . ” τὴν δ ' αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια | ||
ἤματα χάλκεος ἄκμων οὐρανόθεν κατιὼν δεκάτῃ κ ' ἐς γαῖαν ἵκοιτο . εἶτα πρὸς τὸ ἴσον [ τὸ ] βάθος |
τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων οἷον ἐπ ' ἦμαρ ἄγῃσι πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε . Λείπεται λέγειν , | ||
Τοῖος γὰρ νόος ἐστὶν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων οἷον ἐπ ' ἦμαρ ἄγῃσι . ἀνταῖα : ἐναντία φαίνεται τὰ θεῶν : οἷον |
: τὸ σίαλον παχὺ καὶ λιγνυῶδες βήσσεται , καὶ ἡ χροιὴ μέλαινα καὶ ὑποιδαλέη , καὶ ὀδύναι λεπταὶ ὑπὸ τὸ | ||
ὡς ἂν ἰσχύος ἔχωσιν , οὕτω καὶ γυῖα , καὶ χροιὴ ἐπὶ τὸ κάκιον ἢ ἄμεινον ἐπιδιδοῖ . δίκαιον δὲ |
γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ | ||
γυναικῶν : ἀντὶ τοῦ τῶν φιλάνδρων , οἷον : εἴπερ φίλανδρός ἐστι , πάντα σοι πεισθήσεται ἡ Γλαύκη : ἃ |
ἔῃ λυγρὸν ᾧ ἔνι κεῖνος κάτθανε : λευγαλέη δὲ καὶ ἄσχετος ἔσσυται ὀδμὴ ἐξ ὕδατος : φαίης κεν ἔθ ' | ||
πεποίηται παρὰ τὸ σχέθω : ἐλέγετο γὰρ ἂν σχέτος καὶ ἄσχετος . ἀλλὰ παρὰ τὸ σχῆμι , ἀφ ' οὗ |
σὺν χαλεποῖσι δ ' ἐοῦσα πανεικέλιον μένος ἴσχει κείνοισιν , λυγροῦ τε βίου πλήρωσε γενέθλην . ἔξοχα δ ' οὖν | ||
καὶ ὠχροῦ καὶ κατ ' Αἰσχύλον ἐξ ὀσφυαλγοῦς καὶ ὀδυνοσπάδος λυγροῦ γέροντος εὐπρεπής , θεοειδής , καλλίμορφος . . . |
πλέονι Καρρίναν ἐκπολεμήσοντα Πομπήιον . ὁ δὲ καὶ τούτῳ , κουφότερος ὤν , ἐπεφαίνετο ἄφνω καὶ ἀφιπτάμενος ἠνώχλει καὶ πόλεις | ||
τε κοιλίη ἐφίσταται ἐνίοτε : ὁκόταν δὲ ἀφροδισιάσῃ , δοκέει κουφότερος εἶναι ἐς τὸ παραυτίκα , ἐξ ὑστέρου δὲ μᾶλλον |
σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως ἀσφάλτῳ καὶ πίσσῃ : τοιαύτη δ ' ἐστὶν | ||
ἀσπὶς τὸν σοφὸν Δημήτριον ἰὸν ἔχουσα πολὺν ἄσμηκτον , οὐ στίλβουσα φῶς ἀπ ' ὀμμάτων ἀλλ ' ἀΐδην μέλανα . |
ἐγγύθεν ἄλλο πῆμ ' ἀίδηλον ἔην . πέρθοντο γὰρ ἠμὲν ἀλωαί ἠδ ' οἶαι τῆμος δῄῳ ὑπὸ δουρὶ Λύκοιο καὶ | ||
κόνυζαν : δριμὺς γὰρ μάλιστα ὁ ταύτης καπνός . ἠμὲν ἀλωαί : αἱ ἀμπελόφυτοι χῶραι . οἶαι δὲ αἱ κῶμαι |
ἀρχαί τε ἦσαν καὶ φόρων ἐπιτάξιες . Ἡ Περσὶς δὲ χώρη μούνη μοι οὐκ εἴρηται δασμοφόρος : ἀτελέα γὰρ Πέρσαι | ||
ὧραι μεγίστας μεταβολὰς ποιέονται καὶ πυκνοτάτας , ἐκεῖ καὶ ἡ χώρη ἀγριω - τάτη καὶ ἀνωμαλωτάτη ἐστίν : καὶ εὑρήσεις |
δή τοι κτεάτεσσι πεποιθὼς πατρὸς ἑοῖο μνάσκετ ' Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα . ὅς ῥα τότε μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μετηύδα : | ||
τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα , νόστον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο , ἤν τίς μοι εἴπῃσι βροτῶν , ἢ ὄσσαν |
τὰ κτήματα , ἐπιδεικνύων ὅτι τοῖς μὲν οἰκέταις μέτεστι τῶν δεσποσύνων χρημάτων τοσοῦτον ὅσον φέρειν ἢ θεραπεύειν ἢ φυλάττειν , | ||
μὲν οὖν ἑτέροισι μέριμνα πέλει : κόσμον δ ' ὑμεναίων δεσποσύνων ἐμὲ καὶ τὸ δίκαιον ἄγει καὶ ἔρως ὑμνεῖν : |
τελέσαι , ἀλλὰ μετ ' ἐσθλὸν ἰὼν βούλευ καὶ πολλὰ μογῆσαι καὶ μακρὴν ποσσίν , Κύρν ' , ὁδὸν ἐκτελέσαι | ||
περ κοτέουσα , πρὶν τλῆναι κακὰ πολλὰ καὶ ἄλγεσι πάγχυ μογῆσαι . Τοὔνεκά μιν κατὰ βένθος ἐδάμνατο δηρὸν ὀιζὺς πάντοθε |
. οὗτος δὲ καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . σάλπη κρείττων ἡ φθινοπωρινή , ὑγρόν τι καὶ λευκὸν καὶ ἄβρομον ἀνίησιν . | ||
δὲ χειμερινή , ἐν καρκίνῳ δὲ θερινὴ καὶ ἐν ζυγῷ φθινοπωρινή . στερεὰ δὲ ὑπειλήφασι ταῦρόν τε καὶ τὸ διαμετροῦν |
ὅτε πέτρας Πληγάδας ἐξέπλωμεν , ὀίομαι οὐκ ἔτ ' ὀπίσσω ἔσσεσθαι τοιόνδ ' ἕτερον φόβον , εἰ ἐτεόν γε φραδμοσύνῃ | ||
ἥρωες , Φινῆος ὃ δὴ πλόον ἄλλον ἔειπεν ἐξ Αἴης ἔσσεσθαι : ἀνώιστος δὲ τέτυκτο πᾶσιν ὁμῶς . Ἄργος δὲ |
μηδὲν πάσχῃ . Γυνὴ ἥτις παχέα παρὰ φύσιν ἐγένετο καὶ πίειρα καὶ φλέγμα - τος ἐπλήσθη , οὐ κυΐσκεται τούτου | ||
ἀποδεῖν τετάρτη λέγεσθαι μοῖρα τῆς Εὐρώπης , εὔυδρός τε καὶ πίειρα καὶ καρποῖς δαψιλὴς καὶ κτήνεσιν ἀρίστη νέμεσθαι , σχίζεται |
πᾶσαι . Πληιάδες φορέονται . Ὁ δ ' οὐ μάλα πολλὸς ἁπάσας χῶρος ἔχει , καὶ δ ' αὐταὶ ἐπισκέψασθαι | ||
ἐνθυμοίμεθα , εἴ τι φρονοῖμεν , πλεῖον ἡμέρης μιῆς . πολλὸς γὰρ ἥμιν ἐστὶ τεθνάναι χρόνος , ζῶμεν δ ' |
προθύμως μοι φαίνεαι εὔξασθαι νησιώτας ἱππευομένους λαβεῖν ἐν ἠπείρῳ , οἰκότα ἐλπίζων : νησιώτας δὲ τί δοκέεις εὔχεσθαι ἄλλο ἤ | ||
ποιῆσαι τὸν αὐλῶνα δι ' οὗ ῥέει ὁ Πηνειός , οἰκότα λέγοντες : ὅστις γὰρ νομίζει Ποσειδέωνα τὴν γῆν σείειν |
δέ μιν ᾗ κ ' ἐθέλῃσι ῥηϊδίως : κείνῳ γὰρ ἐφέσπεται ἰχθύϊ μούνῳ πιστῷ πιστὸν ἔχων αἰεὶ νόον : ἐγγύθι | ||
μὲν ἱμείρων τε καὶ ἱέμενος βιότοιο πάντα μάλ ' ἰητῆρσιν ἐφέσπεται , ὅσσα κέλονται ῥέζων : ἀλλ ' ὅτε κῆρες |
μήτε τὴν τροφὴν καταδέχηται πάλιν τε αὐτὸ εἰς ἐκείνην ἐναντίως ἴῃ ψηχόμενον , ἡ δ ' εἰς σάρκας , σὰρξ | ||
Ὁμήρῳ δὲ πᾶν ὅ τι ἂν ἐπ ' ἀκαιρίμαν γλῶσσαν ἴῃ κελαδεῖν ; χωρὶς γὰρ τῶν λεχθέντων περὶ τοῦ τρόπου |
, ἀσπίδι γιγνώσκων αὐλώπιδί τε τρυφαλείῃ , ἵππους τ ' εἰσορόων : σάφα δ ' οὐκ οἶδ ' εἰ θεός | ||
, σὺν δὲ στόμα πάμπαν ἐρείδει : φαίης κ ' εἰσορόων ἤ μιν βαθὺν ὕπνον ἰαύειν , ἠὲ καὶ ἀτρεκέως |
καὶ τροφὴ καὶ φάρμακον . ἐμψύξιοϲ γὰρ δέονται , ἔνδον ὁκοῖόν τι πυρὸϲ εἱλευμένου , καὶ τροφῆϲ γλυκείηϲ , ἀτὰρ | ||
Νεφροὶ τὴν φυὴν μὲν ἀδενώδεεϲ , χροιὴν δὲ ἐρυθρότεροι , ὁκοῖόν τι ἧπαρ , μᾶλλον ἢ μαζοὶ καὶ ὄρχιεϲ : |
κατάγνυσθαι . καὶ λέπας : λέπας δὲ ἀκρωτήριον . * ὑλῆεν : σύνδενδρον ὑλῶδες ὕλην ἔχον * τόθι : ὅπου | ||
δάκη , κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί καὶ λέπας ὑλῆεν , τόθι δίψιος ἐμβατέει σήψ . χροιὴν δ ' |
χολωσαμένη προσεφώνεε δῖ ' Ἀφροδίτη : μή μ ' ἔρεθε σχετλίη , μὴ χωσαμένη σε μεθείω , τὼς δέ ς | ||
ἂν οὕτω μιν δοκέειν ἠπίως χρησθῆναι , ἀλλὰ ὧδε Ὦ σχετλίη Σαλαμίς ἀντὶ τοῦ Ὦ θείη Σαλαμίς , εἴ πέρ |
φάς ' ἔμμεναι , οὐδέ κέ τίς τοι ἄλλος ἀνὴρ ἐρίσειε καταθνητῶν ἀνθρώπων . [ ἡμεῖς δὲ μεμαῶτες ἅμ ' | ||
θαλασσίῳ . πρὸς δὲ νήξεως τάχος οὐκ ἂν ὄρνις ἕτερος ἐρίσειε λάρῳ . Αἱ δ ' αἴθυιαι τροφῆς μὲν ἀεὶ |
μάχῃ ἔνι τλῆναι ὅμιλον , τοὺς ἅμα λέξατο πάντας ἐπισταμένους πονέεσθαι , ὅππως δυσμενέεσσιν ἐνὶ πρώτοισι μάχωνται ἐν πολέμῳ . | ||
Εἰλατίδης Πολύφημος , ὁ δ ' Εὐρυσθῆος ἀέθλους αὖτις ἰὼν πονέεσθαι : ἐπηπείλησε δὲ γαῖαν Μυσίδ ' ἀναστήσειν αὐτοσχεδόν , |
, ἢν μὴ ἡ κοιλίη ὑποχωρέῃ , ἐν πάσῃσι τῇσι νούσοισι , καὶ ψυχρολουτέειν ἐν ταύτῃ τῇ νούσῳ , καὶ | ||
πληροῦσθαι ποτοῦ , ἢ σιτίου . Τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα ἐν τῇσι νούσοισι μετὰ κρίσιν , ὑποστροφὰς ποιέειν εἴωθεν . Ὁκόσοισι κρίσις |
ἄχος δέ με δέχνυται αἰνὸν ἐκ Τρώων στυγεροῖσιν ἐπ ' ἄλγεσιν οἰωθεῖσαν . Ἦ ῥα λιλαιομένη χθόνα δύμεναι : οὐ | ||
σχετλία , τάδε πάσχομεν ἄλγη οἰχομένας πόλεως ἐπὶ δ ' ἄλγεσιν ἄλγεα κεῖται . δυσφροσύναισι θεῶν , ὅτε σὸς γόνος |
κῦμα [ ] πολυκλύστοιο [ ] θαλάσσης Στρυμονίου [ ] κατόπισθεν [ ] ἐγειρομένου Ζεφύροιο [ . ῥίμφα ] ? | ||
εἰ δὲ μεσουρανίῳ ζώῳ κενεῷ γεγαῶτι Τιτὰν καὶ Πυρόεις ἄμφω κατόπισθεν ἕπωνται , χῆρον ἀεὶ τεύχουσι δόμον γλυκερῶν ἀπὸ τέκνων |
ἀλλ ' οὔτε δὲ τοῦ πρέσβεια θηλυκοῦ , τὸ γὰρ πρέσβα κατὰ συγκοπήν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρεσβεία , δηλονότι μονογενές | ||
γλαυκῶπις Ἀθήνη . ἣ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους Ἥρη πρέσβα θεὰ θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο : Ἥβη δ ' ἀμφ |
ἐπιόντα πόδας ταχύν , ὅς μοι ἔπεισιν , ὃς μάλα καρτερός ἐστι μάχῃ ἔνι φῶτας ἐναίρειν : καὶ δ ' | ||
τοὺς ἐκ τῆς πόλεως ἐξελθόντας καὶ ἐν ταῖς τειχομαχίαις ἀγὼν καρτερός . ἑάλω δ ' οὖν ἡ πόλις κατὰ κράτος |
Ἀρχέστρατός φησιν : σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνίᾳ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . Ἀριστοφάνης : ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . | ||
, ἀλλὰ μεθορμηθεὶς ἐνὶ κύμασιν ἐλλάβετ ' αὐτῆς , ἐν μέσσῃ δὲ καθῖζε τέλος θανάτου ἀλεείνων . τὴν δ ' |
ἐμπλήσειεν ἀλωήν . καὶ δέ κ ' ἀεργηλὴν γαῖαν τῆμόσδε τάμοιο . εἰ δ ' ἄρα Τοξευτῆρι φάοι ταυρῶπις ἄνασσα | ||
ἀτρεμίην ἐχέμεν , μηδ ' ἐν συνόδοισιν ἐούσης θηγαλέῳ γε τάμοιο δέμας μορόεντι σιδήρῳ . αὕτως δ ' αὖ διχόμηνον |
: τὸν εὐθὺν ἐξειπόντας : ἐκ γὰρ τῆς συντόμου ὁμιλίας ἐλεήσειεν ἂν τὸ τῆς φύσεως αἰφνίδιον νόσημα καὶ οὐκ ἂν | ||
, οὐκ ἔστιν ὅστις οὐκ ἂν τὴν τῶν πασχόντων τύχην ἐλεήσειεν . πᾶσαι μὲν γὰρ αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἐκλείσθησαν |
δ ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας : τὸν δ ' ἀργαλέη κίχε Μοῖρα . Ἄλλος δ ' ἄλλῳ τεῦχε φόνον | ||
μιν θηρήτορες ἄνδρες ἀμφὶ θύρῃ λοχόωντες ὑπὸ βροχίδεσσιν ἄγωνται : ἀργαλέη γενύεσσι καὶ ἀντία δηρίσασθαι θηρσί τ ' ἀρειοτέροισι καὶ |
εἰς ἀγορήν τ ' ἐκάλεσσε καὶ ἔκφατο πατρὸς ἐφετμήν : Κέκλυτέ μευ , φίλα τέκνα μενεπτολέμων Ἀργείων , πατρὸς ἐφημοσύνην | ||
μοχθίζοντες , εἰ μή σφιν Μήδεια λιαζομένοις ἀγόρευσεν : “ Κέκλυτέ μευ , μούνη γὰρ ὀίομαι ὔμμι δαμάσσειν ἄνδρα τὸν |
μιν στομάτεσσι περισταδὸν ἰύζοντες σαίνουσιν , τοῦ δ ' ἦτορ ἰαίνεται εἰσορόωντος : ὣς ἄρα Τρώιοι υἷες ἐγήθεον , εὖτ | ||
πόδα γῆς φλέβες σὺν Αἰγυπτίοις τὸν Αἴγυπτον ἥκειν εἰς Ἄργος ἰαίνεται σῶμα δ ' ἀθαμβὲς γυιοδόνητον τείρει περὶ Ἀνταίου τοῦ |
θεουδὴς [ ἀνδράσιν ἐν πολλοῖσι καὶ ἰφθίμοισιν ἀνάσσων ] εὐδικίας ἀνέχῃσι , φέρῃσι δὲ γαῖα μέλαινα πυροὺς καὶ κριθάς , | ||
μὲν λέξις ἐν τῇ Τ τῆς Ὀδυσσείας , “ εὐδικίας ἀνέχῃσι , φέρῃσι δὲ γαῖα μέλαινα , ” ὁ δὲ |
, ἱππόβοτος λιπαρή τε : πρὸς ἑσπερίην δ ' ἂν ἴδοιο τὴν ἑτέρην , ἣ κεῖται ὑπὸ ζαθέης πόδας Ἴδης | ||
, δύνει δὲ κατὰ ῥάχιν Ἰχθῦς : ἥμισυ μέν κεν ἴδοιο μετήορον , ἥμισυ δ ' ἤδη ἐσχατιαὶ βάλλουσι κατερχομένου |
. ἡ δὲ κατ ' ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον κούρη Ἰκαρίοιο , περίφρων Πηνελόπεια , ἀνδρῶν ἐν μεγάροισιν ἑκάστου μῦθον | ||
πρὸς τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ . ὁ πολίτης Ἰκάριος „ πόντου Ἰκαρίοιο ” . καὶ θηλυκὸν Ἰκαρία . Ἰκόνιον , πόλις |
καὶ τὸ πνεῦμα ἐπέχει . Διὰ τί ἡ λευκὴ γῆ ἄφορος κατὰ τὸ πλεῖστον ; ὅτι κατάψυχρός ἐστιν , ἡ | ||
θεραπηΐης ὅκως τὰ ἕλκεα μὴ μυδήσει καὶ κάκοδμα ἔσται : ἄφορος δὲ ἔσται καὶ ἢν ῥαΐσῃ , ἢν μεγάλα ᾖ |
καὶ ἄλλος . λυγρὸς ἐὼν μή πού τι καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ . καί τι ὡσαύτως ἐδώδιμον : ἀργυρόπεζα Θέτις , | ||
ἔγχνοα , τοῖα κονίης ἢ καὶ ἀπὸ σπληδοῖο φαείνεται ὅστις ἐπαύρῃ . τῷ ἴκελος Περσεῖος ὑποτρέφεται πετάλοισι , τοῦ καὶ |