καὶ γενέσθαι γαστρός , οὐ γὰρ ἔχει εὐθεῖαν , ἵνα μιμήσηται , ἔστιν εἰπεῖν ὅτι τὸ γαστήρ παραλόγως ὠξύνθη :
ἐκεῖνο δὲ ἄξιον δεῖσαι μὴ καὶ ἡ μετὰ ταύτην ταύτην μιμήσηται . καίτοι τί μαθὼν οὐκ ἐπιτελεῖς ἅ γε ὑπέσχου
4904636 πυκτικον
, ὡς εἴρηται : εἰ δὲ τῷ διακεῖσθαι τὸν φύσει πυκτικὸν ποιὸν λέγομεν , οὐδὲν ἡ δύναμις προστεθεῖσα ποιεῖ ,
. συμφέρων δὲ ἑκάστῳ τὸ εἰθισμένον αἱρεῖσθαι καὶ μὴ τὸ πυκτικὸν ἢ δρομικὸν ἢ τὸ διὰ πάλης ὑπέρχεσθαι . χρήσιμα
4539461 βλασφημει
ἵν ' / [ ἵνα ] ἐμέσω ⌈ δηλονότι : βλασφημεῖ γάρ . τυφογέρων ] μάταιος ⌈ γέρων / .
πάντα ὑπὲρ ἀνθρωπίνην φύσιν φθέγγεται : καὶ εἰς ἐμὲ μεγάλως βλασφημεῖ καὶ εἰς σέ , ἅτινα οὔτε αἱ ἀκοαί μου
4505612 βωλοι
: παρὰ τὸ βῶ , τὸ τρέφω : αἱ γὰρ βῶλοι τῶν καρπῶν τὰς ἀναδόσεις ποιοῦνται : ὅθεν Ὅμηρος „
μικρᾶς ἀποκαθάρσεως δεόμεναι . τὸ δὲ λοιπὸν ψῆγμά ἐστι καὶ βῶλοι , καὶ αὗται κατεργασίαν οὐ πολλὴν ἔχουσαι . ἡ
4424449 σιδηραν
τῇ ξηρᾷ , ἐπεί ἐστι ξυλίνη . Ὅμηρος δὲ καὶ σιδηρᾶν οἶδεν : ἀλλὰ σιδηρείῃ κορύνῃ . τινὲς δὲ ἀποδεδώκασι
φησὶ τοῦ Χίου τὸ ἐν Δελφοῖς ὑπόστημα οἷον ἐγγυθήκην τινὰ σιδηρᾶν , ἀνάθημα Ἀλυάττου : οὗ ὁ Ἡρόδοτος μνημονεύει ὑποκρητηρίδιον
4278943 συνεμπεσῃ
οὐ δεῖ λέγειν ἀνθῶν , ἀλλὰ ἀνθέων , ἵνα μὴ συνεμπέσῃ τούτῳ . οὕτως ὁ Χοιροβοσκός , . , .
εἰς νύκτα ἢ ἀπὸ νυκτὸς εἰς ἡμέραν ὁ ἱερὸς γνώμων συνεμπέσῃ : ἐκ τούτων γὰρ καὶ αἱ ἀτρεκεῖς μοῖραι τῶν
4184281 ἐπισυνθεις
γενέσεως τὴν ἡμέραν εὑρεῖν : τῷ ζητουμένῳ ἔτει τὴν πρόσθεσιν ἐπισυνθεὶς καὶ μερίσας ὡς πρόκειται εἰς τὸν γʹ καὶ τὸ
πάντοτε ἀπὸ τῆς ἡλιακῆς μοίρας ἕως τῆς διαμετρούσης τὰς ἀναφορὰς ἐπισυνθεὶς καὶ τούτων τὸ ιεʹ λαβὼν ἐπιγνώσῃ τὸ μέγεθος .
4164516 πουϲ
? ποιεῖ ] τυχημάτων ] ! [ ! ! ] πουϲ ? [ ! ] ! ! νόμιζε [ ]
! ! ] ? [ ! ] [ ! ] πουϲ [ ! ! ! ] λιϲιαμε [ ! !
4144168 ἐπικρανον
ἐστι παραλαμβάνεσθαι : τούτου τὸ σχῆμα τοιόνδε βαρύ μοι κεφαλᾶς ἐπίκρανον ἔχειν . ὁ δὲ ἀπὸ τῆς μακρᾶς ἀρχόμενος ,
σίττυβα μὲν χιτὼν ἐκ δέρματος , διφθέρα δὲ στεγαστὸς χιτὼν ἐπίκρανον ἔχων . ἡ δὲ βαίτη ἔστι μὲν προμήκης χιτών
4124738 κινναβαρινον
λέοντα τὸν μέγιστον , τὴν δὲ χρόαν ἐρυθρόν , ὡς κινναβάρινον εἶναι δοκεῖν , δασὺ δὲ ὡς κύνες , φωνῇ
, τὸ δ ' ὄμμα γλαυκόν , τὸ δὲ χρῶμα κινναβάρινον , τὴν δὲ κέρκον ὁμοίαν τῆι τοῦ σκορπίου τοῦ
4108940 τρυγη
ἀλέγω ὀρέγω . πρόσκειται ” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ , ἄλγος ἀλγῶ , σιγή
: εἰ μὲν παρὰ τὴν τρύγην , οὐ πλεονάζει : τρύγη δέ ἐστιν ὁ Δημητριακὸς καρπός : † Λυκόφρων :
4090117 δινας
ἐγώ , τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ἰφιγένεια παῖς , ἣν ἀμφὶ δίνας ἃς θάμ ' Εὔριπος πυκναῖς αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα
τῶν στενῶν , τοῦ μὴ ἐμπιπτούσας τὰς ναῦς ἐς τὰς δίνας ἀναστρέφεσθαι πρὸς αὐτῶν , ἀλλὰ κρατεῖν γὰρ τῇ εἰρεσίᾳ
4067053 νοησεις
, ἀνάγκη που αὐτῇ τοῦτο ἐξ ἀϊδίου ἐνεῖναι , τὰς νοήσεις τὲ καὶ ἐπιστήμας τῶν πραγμάτων . Ἅτε δέ ,
ἄρα . Ἀλλὰ πῶς οὐ καὶ ἐν ἡμῖν οὕτως αἱ νοήσεις αἱ τῆς ψυχῆς καὶ οἱ λόγοι , ἀλλ '
4059308 ῥιπαι
. θρίων δ ' οἰχομένων ῥέα μὲν φλόγες , ἄλλοτε ῥιπαί πῆξαν σάρκα τυπῇσι : τὰ δ ' οὐ βάσιν
αἰγιαλόν . Ὀξεῖαι : ταχεῖαι . στεροπαί : ἀστραπαί . ῥιπαί : ὁρμαὶ , φοραί . Ζαφλεγέες : ἄγαν φλογεραὶ
4022132 θαυμασιωτατη
ταύτης τὸ μὲν φύλλον ἄχρηστόν ἐστιν , ἡ δὲ ῥίζα θαυμασιωτάτη καὶ καθυγροτάτη , ὥστε τὸν χυλὸν ἐξ αὐτῆς λαμβάνεσθαι
. ἡ δ ' ἀρχή , καθάπερ ἔφην , ἐστὶ θαυμασιωτάτη κοσμοποιίαν περιέχουσα , ὡς καὶ τοῦ κόσμου τῷ νόμῳ
4013091 Πολλακοπαν
, εἰ ξυναφὴς ἐγένετο τῇ πάλαι διώρυχι τῇ κατὰ τὸν Πολλακόπαν , οὔτ ' ἂν διαχεῖσθαι παρέχειν τὸ ὕδωρ ὑπὸ
ὥρᾳ μὴ χαλεπῶς γίγνεσθαι . τούτων ἕνεκα ἐπί τε τὸν Πολλακόπαν ἔπλευσε καὶ κατ ' αὐτὸν καταπλεῖ ἐς τὰς λίμνας
4010954 ἀβαλε
: τὸ ἄ ἄ ἐπίῤῥημα ἐκπλήξεως καὶ κελεύσεως : τὸ ἀβάλε ἐκπλήξεως : τὸ ἤ ἤ σιώπα συγκαταθετικόν : τὸ
δή , βάλε κηρύλος εἴην . ὁ δὲ Ἀλκμὰν τὸ ἀβάλε , οἷον : ἀβάλε καὶ νοέοντα : τοῦτο δὲ
4008351 ὁρασεις
, τὴν φωνὴν δι ' ὧν καταδέχονται , τὰς δὲ ὁράσεις Ἡλιάδας κούρας κέκληκε , δώματα μὲν Νυκτὸς ἀπολιπούσας διὰ
. τοῦ δ ' αὖ νοῦ αἱ νοήσεις ἐνέργειαι , ὁράσεις οὖσαι νοητῶν , ὡς τοῦ ὁρατικοῦ ἐνέργεια ὁρᾶν τὰ
4006826 ῥεοι
σκότος , οὗ διὰ μῖσος Εὐρώτας δειλαῖς μηδ ' ἐλάφοισι ῥέοι . Ἀχρεῖον σκυλάκευμα , κακὰ μέρις , ἔῤῥε ποτ
Εὐφράτης ἑσπέριόν ἐστι πλευρὸν οὐδ ' εἰ ἐπ ' εὐθείας ῥέοι , τῶν ἄκρων αὐτοῦ μὴ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μεσημβρινοῦ
4000560 περικαρπιου
, τὸ δ ' ἔλαιον ἄμικτον ὥσπερ καὶ ὅταν τοῦ περικαρπίου χωρισθῇ . Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ τὸ μὲν τῶν αἰγυπτίων
μὲν οὐχ ἡ αὐτὴ πέψις τοῦ τε χυλοῦ καὶ τοῦ περικαρπίου πρὸς ἐδωδήν : τὸ μὲν γὰρ δεῖ προσφιλὲς εἶναι
3995253 ξυστρα
ἀναστροφὴν , ἀπὸ ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκόν : ὡς ξυστὴρ , ξύστρα : γαστὴρ , γάστρα : καὶ ἀὴρ , ἄρα
παρώνυμον κατὰ ἀντιστροφὴν ἀπὸ ἀρσενικοῦ εἰς θηλυκόν , ὡς ξυστήρ ξύστρα , γαστήρ γάστρα . δύναται καὶ ἀήρ ἀέρος ἀέρα
3974223 ἰνας
[ [ ] σανιῶν : οιδεπε [ [ ] ντες ἶνας καὶ ταν ? [ [ ] υ ! !
ἅπασι μυσὶν ἐκ τῶν κάτω μερῶν οἱ τὰς ἐγκαρσίας ἔχοντες ἶνας , ὑποπεφυκότες μὲν ὅλῃ τῇ γλώττῃ , καταφυόμενοι δ
3968995 ὠξυνθη
ἀμαιμάκετος , περιμήκετος . τὸ δὲ λαιλαπετός μὴ ὂν ἐπιθετικὸν ὠξύνθη καὶ τὸ Ἰαπετός ἐπὶ κυρίου . εἴπερ οὖν καὶ
, κἂν τὸ ἐντελὲς ἔχωσι Λητόα καὶ Πυθόα , ἀναγκαίως ὠξύνθη . ἕνεκα γὰρ τούτου καὶ διστάσαι τὸν Ἀρίσταρχόν φασι
3951972 τρισυλλαβιαν
σύμφωνον ἐν τῇ δευτέρᾳ καὶ τρίτῃ συλλαβῇ καὶ ὑπερβαίνειν τὴν τρισυλλαβίαν , καὶ τὴν τρίτην ἀπὸ τῆς ἀρχούσης συστέλλεσθαι ,
αὐτὰς παρατηρήσεις φυλάττοντες , πλὴν ὅτι οὔτε πάντως ὑπερβαίνει τὴν τρισυλλαβίαν οὔτε συστέλλει τὴν δευτέραν , οἷον ὄπωπα ὄλωλα ὄρωρα
3925170 περιῃρεθη
ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ . ὀσμὴ δέ , τουπίβλημ ' ἐπεὶ περιῃρέθη , ἄνω ' βάδιζε καὶ μέλιτι μεμιγμένη ἀτμίς τις
δι ' ὅλης νυκτός , ὅπως μὲν αὐτῶν τὰ ὅπλα περιῃρέθη καὶ ὅπως αὐτίκα παρὰ δόξαν ἐτεκτήναντο ἕτερα , ὅπως
3924678 ἀπελασεις
ζυγὸν τε - ταγμένων , καὶ τὰς ἐπελάσεις τε καὶ ἀπελάσεις εὐμαρεστέρας παρέχεται , καὶ μόνον τούτων πάντες οἱ ἡγεμόνες
ἀποδιώξεις αὐτάς : καὶ ἀγρίου σικύου τὰς ῥίζας ὁμοίως θυμιῶν ἀπελάσεις αὐτάς . Ἀριστοτέλης δέ φησιν , ὅτι ἡ ὀσμὴ
3917783 καμπυλος
ἔχειν αὐτῷ διπλοῦν τὸ στόμα : ἔστι δὲ τοῦτο ἐλέφαντος καμπύλος ὀδούς . μεταξὺ δὲ τῶν ὀδόντων ἀνίσταται αὐτῷ προβοσκίς
] ὃ ῥά κεραίας ] ψιλάς τινας ῥάβδους εὐκαμπής ] καμπύλος πετάλοισιν ] φύλλοις ὑπηνεμίοισιν ] κούφοις ἀέξει ] αὔξει
3916062 ὑλοτομος
' ἣν ὥραν καὶ ὁ δρυτόμος ἀριστοποιεῖται , ἤγουν ὁ ὑλοτόμος , ὁ ξυλοτόμος : δρῦν γὰρ ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ
καὶ τὸ μετάφρενον ἐμὲ καὶ ἐμοῦ ὅπως καὶ ὥσπερ τις ὑλοτόμος ἐργάτηςἀπὸ κοινοῦ τὸ ῥήσσει καὶ κόπτειπεύκης πρέμνον ἢ στύπος
3901612 καταπεψῃ
τὸ καταβρόξειεν ἐπήν . ” κατάνεται κατανύεται , καταναλοῦται . καταπέψῃ ἐν ἑαυτῷ παρακατάσχῃ . εἴρηται δὲ μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν
ἐπάγει : εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ , ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον , ὄφρα
3896359 φολιδας
: τὸ ἐπάνω τῆς οὐρᾶς μέρος πολλὰς καὶ λαμπρὰς ἔχει φολίδας : τὸ δὲ ὑποκάτω τῆς οὐρᾶς οὐχ οὕτως ἔχει
τὸ σχῆμα κατὰ τὴν βούγλωττον , ὥς φασι . καὶ φολίδας μὲν οὐ σφόδρα τραχύς ἐστι προσαψαμένῳ , τὴν χρόαν
3896044 δισυλλαβος
δὲ ὀξύνονται : ἐμός σός ἑός . Πᾶσα πρόθεσις ὀξύνεται δισύλλαβος : ἀνά κατά διά μετά παρά ἀντί ἐπί περί
διὰ τί οὐ κλίνεται θριχός ; ἐπειδὴ οὐδέποτε εὑρίσκεται λέξις δισύλλαβος ἐν χρήσει ἀρχομένη ἀπὸ δύο δασέων : τοῦ γὰρ
3894671 βλεφαριδας
Διαπατταλευθήσει χαμαί . Περικόμματ ' ἔκ σου σκευάσω . Τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ . Τὸν πρηγορεῶνά σου ' κτεμῶ .
παρὰ τῶν μαγείρων περιαιρούμενα τῶν κρεῶν λέγεται περικόμματα . τὰς βλεφαρίδας σου παρατιλῶ : παρεπιγραφὴ τὸ σχῆμα . ἐπὶ γὰρ
3891916 αιξ
δὲ τῇ συνθέσει ἐπειδὴ γίνεται ἀρσενικοῦ γένους ἀναδέχεται τὴν εἰς αιξ κατάληξιν , οἷον ὡς ὢν ἄπαις τε κἀγύναιξ κἀνέστιος
ἀπέβαλε τὸ ξ κατὰ τὴν κλητικήν , ἐπειδὴ τὰ εἰς αιξ λήγοντα ἢ ἀρσενικοῦ μόνου γένους εἰσίν , οἷον Θρᾷξ
3890488 μισηθεν
τὸ γένος τὸ Λαΐου κεκλήρωται τούτῳ , ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος μισηθέν . Ἀπόλλωνος δὲ εἶπεν ἐπειδὴ αὐτὸς μέν ἐστι καθαρὸς
πᾶν τὸ Λαΐου γένος κεκλήρωται τούτῳ , ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος μισηθέν . ἐπεὶ γὰρ ὁ θεὸς καθαρὸς καὶ ἀμίαντος ὢν
3873455 δηλωσῃ
δακτύλῳ ὑπείκοντα ” , ἀλλ ' ἵνα ἐπίτασιν τῆς ὁμαλότητος δηλώσῃ , ἔφη “ καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα ” ,
τραπεζίῳ ” πικρῶς “ ἐπὶ βαλλαντίῳ ” εἶπεν , ἵνα δηλώσῃ αὐτὸν ὡς κλέπτην καὶ ἅρπαγα τῶν δημοσίων . ἐξαρπάσομαί
3873347 οὐλην
. ὁ ἄνω ῥηθεὶς Παγκράτης οὐκ ἀγλαφύρως που εἴρηκεν : οὔλην ἕρπυλλον , λευκὸν κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην λευκοῦ
] χετο ? [ [ ] ατ ' ! [ οὔλην ἕρπυλλον , λευκὸν κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου
3873181 πεφνων
πάντως βαρύνεται : τέμνων , κάμνων , τοιοῦτον καὶ τὸ πέφνων . τετάνυσται : ἐξήπλωται . Ἵενται : πορεύονται .
δευτέρου ἀορίστου ὀξύνονται : λαβών τυπών φαγών , πλὴν τοῦ πέφνων βαρυνομένου . τὸ δὲ ἑκών ἠκολούθησε τοῖς προειρημένοις ,
3846998 λαπαρας
τὴν γαστέρα τοῦ πληρώματος , ἐπὶ τὴν ἀριστερὰν πλευράν , λαπαρᾶς δὲ γενομένης μεταβάλλειν καὶ ἐπὶ τὴν δεξιάν : κατακεκλίσθαι
τὴν γαστέρα τοῦ πληρώματος , ἐπὶ τὴν ἀριστερὰν πλευράν , λαπαρᾶς δὲ γενομένης μεταβάλλειν καὶ ἐπὶ τὴν δεξιάν : κατακεκλίσθαι
3846663 Ὀνησιμε
τῷ πάθει . οὐχ ὁ τρόφιμός σου πρὸς θεῶν , Ὀνήσιμε , ὁ νῦν ἔχων Ἁβροτόνιον τὴν ψάλτριαν , ἔγημ
γὰρ ὀργῆς χάριν ἀπείληφεν , πάτερ . φιλῶ σε , Ὀνήσιμε , καὶ σὺ περίεργος εἶ . οὐδὲν γὰρ γλυκύτερον
3838367 γαστερος
ἀναστήσωσιν ἀειρομένῳ χρεμετισμῷ . οἱ δ ' ἕτεροι γλαφυρῆς ἀπὸ γαστέρος ἔρρεον ἵππου , τευχησταὶ βασιλῆες , ἀπὸ δρυὸς οἷα
λίχνον ἐν θηρσὶν γένος , λύκοι , κόρον σπεύδοντες εὑρεῖν γαστέρος , βαίνουσιν ὀργῇ καὶ κενώσει κοιλίας πρὸ τοῦ φθάσαι
3837354 ὀπην
ὁ φοῖνιξ , ῥήσσει ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν γῆν , καὶ ὀπὴν ἐκ τοῦ ῥήγματος λαμβάνει , καὶ ἐκ τοῦ ἰχῶρος
: ψηλαφῶσιν . πόρον : ὀπήν . βρόχον εὐρύν : ὀπὴν εὑρεῖν . ἐν ἕρκει : τῷ περιφράγματι , δικτύῳ
3836465 τριγολα
ἣν σεσημείωται ὁ Σώφρων λέγων : τρίγλας μὲν γένηον , τριγόλα δ ' ὀπισθίδια . Πλάτων δ ' ἐν Φάωνί
σεσημείωται ὁ Σώφρων λέγων : τρίγλας μέν γε πίονας , τριγόλα δ ' ὀπίσθια . ὅτι τῇ Ἑκάτῃ ἀποδίδοται ἡ
3820720 τεμωμεν
. ΘΗ στερεοῦ καὶ β τῶν ΗΘ . Ἐὰν ἄρα τέμωμεν τὸν ΜΘ δίχα κατὰ τὸ Ξ , ἕξομεν τὸν
: ὥστε ἡμίσειά ἐστιν τῆς ΒΔ . ἐὰν ἄρα δίχα τέμωμεν τὴν ΒΔ κατὰ τὸ Θ , ἕξομεν ἀποδεδειγμένον ,
3819617 ὑπερεχουσας
ὀνίσκων ἐντεκτηνάμενον , ἤν τε ὀρνιθὰς [ ] θέλῃ μικρὸν ὑπερεχούσας , ἤν τε κατὰ κορυφὴν [ το ] τοῦ
ἐᾶν ὡς δημώδη , τὰς δὲ τῶν θεῶν θρησκείας ὡς ὑπερεχούσας τὴν δημώδη ζωὴν ἀνταλλάττεσθαι . Συγγενὲς δ ' ἐστὶ
3816795 ἀνατριψον
τὸ αὔταρκες , καὶ τὰς ἔλμεις βαλὼν εἰς τὸ μάγμα ἀνάτριψον , καὶ τότε ἄρας δελέαζε . Καρίδων ποταμίων χοίνικα
. δοῦς . ἄλλο . λαβὼν ἔλαιον εἰς τὰς χεῖρας ἀνάτριψον αὐτῆς τὰ ἰσχία ἐπιλέγων : χορίον στῆθι σῶμα ,
3804963 θελει
παρελθὼν - δὲ τὴν ὕλην φησίν : οἶον ἀκείνητόν τε θέλει τῶι παντὶ ὄνομα εἶναι . περὶ μὲν οὖν τῶν
ὁ θέλων ὁμοιοῦσθαι τῷ θεῷ ἐφ ' ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν θέλει καὶ κατὰ τὴν γνῶσιν ὁμοιοῦσθαι αὐτῷ καὶ κατὰ τὴν
3803587 ἐντελεστεραν
στρατιωτῶν πρὸς τὴν πᾶσαν τῶν τακτικῶν πραγματείαν φερομένων ἐκθέσθαι πρὸς ἐντελεστέραν τῶν ἐντυγχανόντων εἴδησιν , ὥστε μὴ τοὺς πρώτους ἐντυγχάνοντας
ἡ ἐπὶ πρόσωπον μετάβασις νοεῖται . Τινὲς μὲν οὖν ὑπέλαβον ἐντελεστέραν εἶναι τὴν μετὰ ῥημάτων καὶ ἀντωνυμιῶν φράσιν , εἴγε
3802025 ΦΚ
τὸ ὄμμα καὶ ἔστω τὸ Φ , καὶ περὶ τὴν ΦΚ κύκλος γεγράφθω , καὶ ἐπεζεύχθωσαν αἱ ΦΡ , ΡΚ
ΧΥ , ἴσαι καὶ ἀπεναντίον ἔσονται , καί ἐστιν ἡ ΦΚ ἐκ τοῦ κέντρου οὖσα ἑξαγώνου : ἑξαγώνου ἄρα καὶ
3794332 γενικη
οὐσίαν τοῦ πράγματος ὀρθῶς πλάγιοι λέγονται . Προτέτακται δὲ ἡ γενικὴ τῆς δοτικῆς καὶ αἰτιατικῆς , ἐπειδὴ δύο ἐπιδέχεται συντάξεις
ι προσγεγραμμένον , ἀπὸ γὰρ τῆς Ἀσίας εὐθείας Ἀσίου ἡ γενικὴ γίνεται , Ἰωνικῶς Ἀσίεω , ὡς Ἀτρείδεω , καὶ
3792096 ὀζοις
γ ' ἂν καὶ κωκύοι . σὺ δέ γ ' ὄζοις ἂν καλαμίνθης . ἀλλ ' οὗτος μὲν πρότερον γέγονεν
τῷ οἰνώδει , λεπτὸν δὲ τοῖς ῥαβδίοις καὶ λεῖον , ὄζοις συνεχέσι κεχρημένον , σφόδρα εὐῶδες : σχεδὸν γὰρ ἡ
3788137 Γοργονας
τοιοῦτον μέν σοι φρούριον λέγω , τουτέστιν ἃς ἄνωθεν εἶπον Γοργόνας καὶ Φορκίδας δεῖ σε φυλάττεσθαι , ἵνα μὴ τὸ
περιτίθησιν : εἶτα ἔρχεται πετόμενος κατὰ τὸν Ὠκεανὸν καὶ τὰς Γοργόνας , συνεπομένων αὐτῷ Ἑρμοῦ τε καὶ Ἀθηνᾶς : ταύτας
3785613 συλληψεται
λύσει δὲ οὐκ ἄνευ τῆς Ἀθηνᾶς . ἡ δὲ Ἀθηνᾶ συλλήψεται καὶ τοῦ δικαίου καὶ ἐμὴν χάριν . ἐνθυμοῦ δέ
καὶ ἐὰν εἰς τὸ στόμα αὐτῆς διαδοθῇ ἡ ὀσμή , συλλήψεται , εἰ δὲ μὴ οὔ . Ἄλλο . Σκόροδα
3784876 πλατεια
ἀριστερῶν . ἔστι δ ' ἡ ἔκφυσις αὐτῶν ἰσχνὴ καὶ πλατεῖα , κατὰ γραμμὴν ἐγκαρσίαν ἐπ ' ὦτα φερομένη :
σεμνότητος καὶ ἔννοιαι . Λέξις δὲ σεμνὴ πᾶσα μὲν ἡ πλατεῖα καὶ διογκοῦσα κατὰ τὴν προφορὰν τὸ στόμα , ὥστε
3780227 εἰσοχας
αὐτὴ εἰκὼν ἐξυπτιαζομένη μὲν λεία φαίνεται , ποσῶς δὲ ἐπινευομένη εἰσοχὰς καὶ ἐξοχὰς ἔχειν δοκεῖ . καὶ οἱ τράχηλοι δὲ
οἰκοδομεῖται . Λεσβία δὲ ὅτι ἐκείνοις ἐν συνηθείᾳ τοῦτο : εἰσοχὰς γὰρ καὶ ἐξοχὰς ἔχοντας τοὺς λίθους ἀνῳκοδόμουν . ὡς
3774881 ὠφειλε
τὴν ἱστορίαν ἐπεξεργαζώμεθα . οὐκ ἂν τοσῶνδε ἐλλειπτικῶς εἶπεν : ὤφειλε γὰρ εἰπεῖν : ἐὰν ταῦτα ἐγένετο , οὐκ ἂν
μὲν αὐτοτελῶς καὶ ἰδίᾳ προσχρώμενον δυνάμει ποιεῖν τι πέφυκεν , ὤφειλε διὰ παντὸς ἑαυτὸ ἔχον καὶ τὴν ἰδίαν δύναμιν πάντοτε
3768151 ὑπερεισιν
κενοῦ φύσις ἡ διορίζουσα ἑκάστην αὐτὴν τοῦτο παρασκευάζει , τὴν ὑπέρεισιν οὐχ οἵα τε οὖσα ποιεῖσθαι : ἥ τε στερεότης
σῶμα ἔχων οὔτε πρὸς τὸν ἀποβιβασμὸν καὶ τὴν τῶν ναυτῶν ὑπέρεισιν καὶ χειραγωγίαν ἠναντιώθη τότε οὔτε ἀπαλλαγέντων ἀπέσχετο ἐπὶ πολὺ
3766625 ἑλκουμενον
ἐπεὶ τά γε παλαιὰ μελαίνει : καὶ ἐρυσίπελας τὸ μὴ ἑλκούμενον , ἐπεὶ τό γε ἑλκούμενον βλάπτει . Τὰ ψυχρὰ
λεπτότατος μὲν οὖν ἐν τοῖς τοιούτοις χυμοῖς ἐστιν ὁ τὸν ἑλκούμενον ἕρπητα γεννῶν , παχύτατος δ ' ὁ τὸν καρκῖνον
3756163 κρυψῃ
χειμῶνος ἰδεῖν εἰαρινὸν Στέφανον : ἥδιον δ ' , ὁπόταν κρύψῃ μία τοὺς φιλέοντας χλαῖνα καὶ αἰνῆται Κύπρις ὑπ '
τῇ φύσει , σοφισμάτων δεῖ πρὸς τὴν βλάβην , ἵνα κρύψῃ τὸ ἐλλιπὲς ἡ τέχνη , ὅπου δὲ ἀρκεῖ τὸ
3752925 εὐθυτενεις
τούτοις μὴ σωφρονίζοιντο πλαγιάζοντες καὶ τὰς ἐπ ' ἀλήθειαν ἀγούσας εὐθυτενεῖς ὁδοὺς ἐκτρεπόμενοι , δειλία καὶ φόβος ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν
προφαινομένους ; καὶ τὰς εἰρεσίας μέντοι , κἂν σφόδρα ὦσιν εὐθυτενεῖς , κεκλασμένας ὁρᾶσθαι συμβαίνει καθ ' ὕδατος . τά
3752686 ἀτιμασασα
δὲ διάνοια , ταῦτα πάντα ἡγησαμένη σμικρὰ καὶ οὐδέν , ἀτιμάσασα πανταχῇ πέτεται κατὰ Πίνδαρον τά τε γᾶς ὑπένερθε καὶ
, ἢ ἐν σμικρᾷ πόλει ὅταν μεγάλη ψυχὴ φυῇ καὶ ἀτιμάσασα τὰ τῆς πόλεως ὑπερίδῃ : βραχὺ δέ πού τι
3749679 φυσκη
. φυσίζωος : ἡ τὰ πρὸς τὸ ζῆν φύουσα . φύσκη : τὸ παχὺ ἔντερον . χαλκιδίζειν : τὸ ῥωτακίζειν
ἀλλᾶς . ὡς ἀλλαντοπώλης δὲ τῆς φύσκης ἐμνημόνευσεν . ΓΘ φύσκη ἔντερόν ἐστι παχύ , εἰς ὃ φυροῦντες ἄλευρα καὶ
3742660 οὐρω
ὅ ἐστιν ὁρμᾶν . ὁ δὲ φύλαξ , παρὰ τὸ οὐρῶ λέγεται δὲ καὶ φρουρός . οἷον πρόορος τὶς ὤν
: τὸ οὐροδόχον ἀγγεῖον : παρὰ τὸ ὀμιχῶ , τὸ οὐρῶ . παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς .
3739244 τικη
ὁ τρόπος μετάληψις . ἄλλως : αἰτιατική ἐστι πληθυν - τική , ὁμοφωνεῖ τῇ εὐθείᾳ : αἱ ἀμπελόεις γάρ ἐστιν
ἡ γενική , πῇ μὲν συμφέρεται αὐτῇ ἡ αἰτια - τική , πῇ δὲ τῇ εὐθείᾳ : καὶ ὅταν μὲν
3737251 ἁψῃ
τὸ ἕτερον διὰ τοῦ ἑτέρου : ὅταν γάρ τις πλείους ἅψῃ λύχνους ἅπαντα φωτίζεται μᾶλλον , τῶν αὐγῶν πάντῃ φερομένων
, ὁ γὰρ δρόμος διδασκαλία χρήσεως : εἰ μὲν οὖν ἅψῃ ταχέως τῶν ῥόδων , μένει , εἰ δὲ μελλήσεις
3734858 κιβησιν
, ἀποτέμνει τῇ ἅρπῃ τὴν κεφαλὴν καὶ ἐνθεὶς εἰς τὴν κίβησιν φεύγει : αἱ δὲ αἰσθόμεναι διώκουσιν , οὐχ ὁρῶσι
τε καὶ λαβὼν ὑποδεσμεῖται τὰ ὑπόπτερα πέδιλα , καὶ τὴν κίβησιν περιβάλλει . κατὰ τῶν ὤμων , καὶ τὴν Ἄϊδος
3730873 χρωννυσιν
ὀρῶδες ὑγρὸν καὶ ἀναχύνονται ἐν αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο χρώννυσιν αὐτό : ἡ δὲ ὑπόστασις κάτω ὑφίσταται : λοιπὸν
εἰσί , καὶ διὰ τοῦτο οὐ διεισέρχονται ἐν αὐτοῖς καὶ χρώννυσιν αὐτά . Θανατωδέστερα δὲ τῶν οὔρων τά τε δυσώδεα
3727857 ῥαγες
' ὑπέρχεται διὰ γαστρός , εἰ ἄνευ τῶν γιγάρτων αἱ ῥᾶγες καταπίνονται : τὰ γὰρ γίγαρτα στύφει , ἄπεπτα καὶ
μύρον . ἀμπέλους δὲ πολλὰς ἔχουσιν ὑδροφόρους : αἱ γὰρ ῥᾶγες τῶν βοτρύων εἰσὶν ὥσπερ χάλαζα , καί , ἐμοὶ
3722003 χαλασει
συμπεφυκέναι , τὸν δ ' ἔσωθεν τούτῳ συνηρτῆσθαι καὶ τῇ χαλάσει τῶν ὑμένων προπίπτειν : οἱ δὲ καὶ τὴν ὅλην
. Ἀλλὰ μέχρι τίνος ἑστιάσεταί σου τῆς ὀργῆς ; οὐ χαλάσει λοιπὸν τὴν ὀφρύν ; οὐ παύσεται ταῖς ναυσὶ γειτνιῶν
3715431 μηκιστην
τρώσεις φυλαττόμεναι : καθιᾶσι δὲ τὴν οὐρὰν δασυτάτην οὖσαν καὶ μηκίστην τὴν αὐτὴν καὶ διασείουσαν τοὺς σφῆκας , οἱ δὲ
φόρτον κἂν εἰ πολλοῖς αὐτὴν ῥοπάλοις συγκόψαις . δοκὸν δὲ μηκίστην ἄγουσα , ἡνίκα δἂν καὶ βούλοιτο συνθλάσαι , πρόνοιαν
3713419 πηρωθεντα
τοῦτο δ ' ἐστὶν ἀφάνταστον αὐτοῦ γενέσθαι τὸ ψυχῆς ὄμμα πηρωθέντα ; καὶ ὅσοι μὲν ἐξ ἀνάγκης τοῦτο ὑπέμειναν ἀπαραιτήτου
τῇ δευτέρᾳ Περὶ βίων : οὐδὲ πτωχεύσειν . ἀλλὰ καὶ πηρωθέντα τὰς ὄψεις μεθέξειν αὐτὸν τοῦ βίου , ὡς ἐν
3707600 γενυν
κεφαλὴν καὶ ὠθήσας κατὰ τοῦ βυθοῦ : πέφυκέ τε τὴν γένυν ἰσχυρὸς καὶ τὸν αὐχένα καρτερός , καὶ ῥώμης ἔχει
μὲν ἐΰπλοκον εἰς ἅλα πέμπεις ὁρμιήν , ὁ δὲ ῥίμφα γένυν κατεδέξατο χαλκοῦ ἰχθὺς ἀντιάσας , τάχα δ ' ἕλκεται
3707504 πρωτοτυπους
. : Χρὴ καλεῖν , καθάπερ καὶ ὁ Τρύφων , πρωτοτύπους τήν τε ἐγώ καὶ τὰς ὑπολοίπους , ὅτι οὐκ
κτητικῶν ῥητέον , ὧν καὶ διαφορὰς ἐξεθέμεθα ὡς πρὸς τὰς πρωτοτύπους ἐν τοῖς κατ ' ἀρχήνΑἱ . κτητικαὶ τῶν ἀντωνυμιῶν
3704626 ἀποπατεει
παγῆναι ἐν αὐτῇ , ὅ τι τοσοῦτον μεγέθει γίνεται : ἀποπατέει γὰρ ἀεὶ τὴν ἕωλον κόπρον ἀνὰ πάσας ἡμέρας ,
δὲ πλατεῖαι οὐκ ἔτι . Καίτοι φασὶ τίκτειν αὐτάς : ἀποπατέει γὰρ ὁ ἄνθρωπος ἔχων τὴν ἕλμινθα τὴν πλατεῖαν ,
3678875 καταβασεις
ἀναφέρειν τὰ σκέλη καθάπερ ἐκ βυθοῦ καὶ ἀναβάσεις εἶναι καὶ καταβάσεις : ἀνάγκη δ ' ἦν καὶ σταθμοὺς ποιεῖσθαι μακροὺς
οὐδὲ οἶον τοῖς ἐπ ' ἄκρου γιγνομένοις εὐκόλους παρέχειν τὰς καταβάσεις , ἀλλ ' ὀλισθηρὸν ὡς τὰ πολλὰ καὶ σηραγγῶδες
3677487 παρειας
φάο μηδ ' ἐπίκευθε , χρῶτ ' ἀπονιψαμένη καὶ ἐπιχρίσασα παρειάς , μηδ ' οὕτω δακρύοισι πεφυρμένη ἀμφὶ πρόσωπα ἔρχευ
: Μέγας . . οἱ γὰρ συρίζοντες ὄφεις μεγάλας ἔχουσι παρειάς . Θ . εἶδος ὄφεως ἀπὸ τοῦ ἐπαίρειν .
3668261 Σισυφε
ἐσπουδασμένως ἀποδεδεῖχθαι . ἀλλὰ τοῦτό γε πρὸς Διός , ὦ Σίσυφε , σκόπει νῦν σπουδῇ : εἰ δοθείη τὸ βουλεύσασθαί
Ἡμεῖς δὲ καὶ χθές σε πολὺν χρόνον ἀνεμείναμεν , ὦ Σίσυφε , ἐπὶ τῇ Στρατονίκου ἐπιδείξει , ὅπως ἂν συνηκροῶ
3666962 δυσωδιαν
καὶ ἐπιβλαβὲς ποιεῖ . πλούσιος βυρσέως παραπλησιάζοντος μὴ δυνάμενος τὴν δυσωδίαν φέρειν ἐπέκειτο αὐτῷ , ἵνα μεταβῇ . ὁ δὲ
ἶριν ὀλίγην , σμῆχε τοὺς ὀδόντας . [ Πρὸς στόματος δυσωδίαν . ] Κριθὰς λεάνας μέλιτι καὶ οἴνῳ δεύσας ἔνδησον
3664220 ἀλγεει
γαστέρα , καὶ τὰ σκέλεα εἰρύαται , καὶ τὰς κοχώνας ἀλγέει , καὶ ὁκόταν ἀποπατήσῃ , ὀδύναι ἴσχουσιν ὀξέαι ,
καὶ πλείων ἡ χολὴ γίνηται ἐπὶ τῷ ἥπατι , αὐτίκα ἀλγέει τὸ ἧπαρ , ὅπερ οἱ παῖδες καρδίην καλέουσι ,
3660265 ἀλοιμος
Αἰγυπτίῳ Ἡρακλεῖ , οἱ δὲ ἐπὶ τῷ τῆς Ἀλκμήνης . ἀλοιμός : τὸ τῶν τοίχων χρῖσμα . ἀλοιφεῖον : ᾧ
ἐν αὐτῷ : ὡς οὖν λείπω λοιμός , οὕτως ἀλείφω ἀλοιμός . . . . ἀλοιτός : ὁ ἁμαρτωλός :
3659690 ἀλαμπεις
περὶ ὑψώματος τόπος ἢ ὁ κύριος αὐτοῦ , ἀπρόκοποι καὶ ἀλαμπεῖς καὶ ἐν καταγνώσει οἱ γεννώμενοι διατελοῦσι . τῷ περὶ
τὸ μέσον , κερδαλεώτατον ἄνδρα σημαίνει . γλαυκοὺς ὀφθαλμοὺς πεπηγότας ἀλαμπεῖς ἔχοντι μηδέποτε φιλίαν συνάψῃς μηδὲ γείτονα ἔχῃς : δολερὸς
3657539 ἐπιγαστριον
δ ' ἔχει τάξιν ἡ μετρίως ἐντείνουσα τοὺς κατ ' ἐπιγάστριον μῦς ὑπὲρ τοῦ τὰ κάτω φρενῶν ἀποθεραπεῦσαι σπλάγχνα .
στόμα τῆς ὑστέρας , παρ ' ἡμῶν γὰρ διελόντων τὸ ἐπιγάστριον καὶ κομισαμένων τὰ ἐνδοσθίδια , συμπεσόντος τοῦ σώματος εὐχερὴς
3655697 ἀττικῳ
. Ὃς ἐν τῇ κνήμῃ ἕλκος ἔσχε , καὶ τῷ ἀττικῷ ἐχρήσατο , τούτῳ ἐξανθήματα ἐξαιρόμενα , ἐρυθρὰ , μεγάλα
ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας , λινόζωστιν λείην τετριμμένην , ἐν μέλιτι ἀττικῷ , δι ' ἡμέρης : προβρεχέσθω δὲ ἐν οἴνου
3653366 ῥαγας
ὅταν κρειττωθῇ : τὸ δὲ πάθος ἐστὶν ὥστε ἀπορρεῖν τὰς ῥᾶγας καὶ τὰς ἐπιμενούσας εἶναι μικράς . ἔνια δὲ καὶ
δολερούς . ῥαγίζοντι : τὰς ῥᾶγας ἀναλέγουσιν . οὕτως δὲ ῥᾶγας Ἀττικῶς διὰ τοῦ α . δι ' ἀλληγορίας ὁ
3648617 ληγουσων
καὶ πτώκας : τὰς αἰτιατικὰς οἱ Δωριεῖς τῶν εἰς ες ληγουσῶν εὐθειῶν τῶν πληθυντικῶν ὁμοίως ταῖς εὐθείαις παροξύνουσι καὶ μακρὸν
τῷ ο παρεδρευόμενα ἢ ἀπ ' εὐθειῶν τῶν εἰς ος ληγουσῶν παρῆχθαι ἢ γενικῶν τῶν εἰς ος , Λεσβόθεν ,
3647048 χορδη
ἀντιστρέφουσα . Γ μεταδώσειν ] τῶν σπονδῶν δηλονότι . Γ χορδὴ καλεῖται τὸ παχὺ ἔντερον τοῦ προβάτου . στάθευε ]
, πρὸς δὲ τὸ γενέσθαι ἀναρμοστίαν ἀρκεῖ καὶ μία μόνη χορδὴ παρατραπεῖσα , καὶ πάλιν ὥσπερ πρὸς μὲν τὸ γενέσθαι
3645626 τρυγην
ἐκβράσσεται , καὶ οὗτοι μεταφορικῶς ἀπὸ τρυγός . οἱ δὲ τρύγην μὴ ἐχούσης , τὸν καρπόν , πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῆς
παρὰ θῖν ' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο . εἰ μὲν παρὰ τὴν τρύγην , οὐ πλεονάζει : τρύγη δέ ἐστιν ὁ Δημητριακὸς
3642884 πνοην
, οἷον ἐλάσσονα κατὰ δύναμιν . ὑπεράει ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν . ὑπεροπλίσαιτο . ἡ λέξις ἐν τῇ Ρ τῆς
μυκτῆρας εἰσέλθοι τις , ἐξελθεῖν πάλιν εἰκῆ : τοσαύτην ἐξακοντίζει πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης
3640590 βαθυγειον
Τῶν σπόρων ὁ πρωϊμώτερος πάντων καλλίων : μάλιστα δὲ τὴν βαθύγειον προλαμβάνειν χρή , εἰ ὀλίγου ἀέρος ἐπόμβρου εἴη τετυχηκυῖα
, δένδρα ὁ πάνσοφος ἐδημιούργει θεός . αὐτίκα τοίνυν ὥσπερ βαθύγειον χωρίον σῶμα τὸ ἡμέτερον λαβὼν δεξαμενὰς αὐτῷ τὰς αἰσθήσεις
3627468 διεξοδους
τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ὁ νῦν παραδιδόμενος χρόνος , ὃς διεξόδους ἀεὶ καὶ μεταβάσεις ποιεῖται ἔνδον κατὰ τὰς προβολὰς τῶν
φέρει καὶ πλανώμενον πάντῃ κατὰ τὸ σῶμα τὰς τοῦ πνεύματος διεξόδους ἀποφράττον ἀναπνεῖν οὐκ ἐῶν εἰς ἀπορίας τὰς ἐσχάτας ἐμβάλλει
3626168 στερεωτερον
ἀνὰ δακτύλων δʹ , καὶ γυψώσας τὰ χείλη , ἵνα στερεώτερον γένηται , ἐπίθες πῶμα ἔχον ἀναφύσητον τὸ ἐπάνω :
τίθημι . Τοῦτο , ἦν δ ' ἐγώ , ἤδη στερεώτερον , ὦ ἑταῖρε , καὶ οὐκέτι ῥᾴδιον ἔχειν ὅτι
3620847 στιξον
ὄνομα . Ἀμφιστρεὺς ] ἐπίθετον : ἢ πρὸς τὸ Ἀμίστρης στίξον , ἵν ' ὦσι δύο ὀνόματα . . ὅ
' αὐτοῦ ἐπὶ τούτῳ : πρὸς δὲ τὸν Αἰσχύλον , στίξον εἰς τὸ παμπόνηρος , καὶ τὸ ὢ ἀντὶ τοῦ
3620269 τρεψον
Ζεῦ : ὦ Ζεῦ κρατῶν καὶ κυριεύων τῶν ὅλων , τρέψον εἰς ἐχθροὺς τὸ βέλος , ἤτοι τὸν πόλεμον ποίησον
τρέψον ] ἤγουν κατὰ τῶν πολεμίων τρέψον τὸν πόλεμον . τρέψον ] κίνησον . βέλος : νῦν τὸν πόλεμον :
3617983 περισπασμον
καλῶς μοι : τὸ δὲ ὤμοι οὐκέτι τοῦ ὦ τὸν περισπασμὸν ἐφύλαξενἀπ . ' ἀντωνυμιῶν ῥήματα οὐ παράγεται : πῶς
. ἆρα καὶ ἄρα διαφέρει : ὁ μὲν γὰρ κατὰ περισπασμὸν ἀπορηματικός , ὅτε ἀποροῦντες λέγομεν , ἆρά γε τέλος
3615756 ἀποβλεψω
ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ὅταν τ ' εἰς τὰ πράγματ ' ἀποβλέψω καὶ ὅταν πρὸς τοὺς λόγους οὓς ἀκούω : τοὺς
ταὐτὰ παρίσταταί μοι γινώσκειν , ὅταν τε εἰς τὰ πράγματα ἀποβλέψω καὶ ὅταν εἰς τοὺς λόγους ἀκούω . [ ,
3612317 στομα
πτισάνης χυλῷ μετὰ μέλιτος καὶ ῥοδίνου , διαχρίειν δὲ τὸ στόμα τῆς μήτρας καὶ τὸν δακτύλιον κηρωτῇ , ῥοδίνῳ ,
ἐπιλέγουσι δρᾶν τοῦτο εἰκότως : μόνον γὰρ τὸν ψιττακὸν ἀνθρώπου στόμα εὐστομώτατα ὑποκρίνεσθαι . εἰσὶ δὲ ἄρα ἐν τοῖσδε τοῖς
3610920 ἐκπυησεις
καὶ ταύτας λέγει ῥήγνυσθαι . καὶ λέγομεν ὅτι “ ἄλλας ἐκπυήσεις ” λέγει οὐκ ἐν τοῖς τυχοῦσι μορίοις γινομένας ἀποστάσεις
. Τοῦ δὲ κυκλαμίνου ἡ μὲν ῥίζα πρός τε τὰς ἐκπυήσεις τῶν φλεγμονῶν καὶ πρόσθετον γυναιξὶ καὶ πρὸς τὰ ἕλκη
3610065 Νηρηιδας
] ἦν καὶ πρὸς | εὐχὰς ἐτράπη Θέτιν | καὶ Νηρηίδας καὶ Νηρέα | καὶ Ποσειδῶνα ἐπικαλούμενος | , ὧι
δίναις κυανέου πόντοιο , κάλει δ ' ἐπαμυνέμεν ἄλλας αὐτοκασιγνήτας Νηρηίδας : αἱ δ ' ἀίουσαι ἤντεον ἀλλήλῃσι , Θέτις
3609766 ὠδινας
ἐς αὐτοὺς σπείρουσιν . οἳ δὲ ἆθλον τῆς ἥττης φέρονται ὠδῖνάς τε ὑπομεῖναι καὶ ἀντὶ πατέρων γενέσθαι μητέρες . τοῖς
πέποται ὁ τῆς συνηθείας κυκεών , ὥσπερ ὁ τῆς Κίρκης ὠδῖνάς τ ' ὀδύνας τε κυκέων ἀπάτας τε γόους τε
3608829 ἐπαιεν
ἐξὸν καταπεσεῖν , καὶ εὐθὺς ἄλλος ὄπισθεν κατὰ τῶν μηρῶν ἔπαιεν ξύλῳ . ἐπεὶ δὲ πολλάκις Ὦ Καῖσαρ ἀναβοῆσαι ἐπεθύμουν
λοιπῷ σώματι , τῇ οὐρᾷ τὰς κνήμας τῆς ἐρωμένης πεφεισμένως ἔπαιεν , ὑπεροφθείς τε καὶ μηνίων δῆθεν . οὔκουν ὁ
3607538 νεφελη
, ἤγουν φόβου ἄξια , εἰσῆλθε δὲ τοῖς ἐμοῖς ὀφθαλμοῖς νεφέλη πλήρης δακρύων , εἰσιδούσῃ τὸ σὸν σῶμα πρὸς τῇ
δύω σκόπελοι ὁ μὲν οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει ὀξείῃ κορυφῇ , νεφέλη δέ μιν ἀμφιβέβηκεν κυανέη : τὸ μὲν οὔ ποτ
3607262 ῥινας
ἂν ὅστις καὶ φίλος τλαίη βλέπειν φυσῶντ ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας πληγῆς μελανθὲν αἷμ ' ἀπ '
τοῦ πολλοῦ βρασμοῦ καὶ κινήσεως , εἰ εἰσέλθοι παρὰ τὰς ῥῖνας , ποιεῖ τὴν αἱμοῤῥαγίαν . εἰ δέ ποτε τὸ

Back