| βούπαις παρ ' Εὐπόλιδι . εἶτα ἀγένειος , λειογένειος , ἰούλῳ νέον ὑπανθῶν παρὰ τὰ ὦτα καθέρποντι ἢ περὶ τὴν | ||
| τὴν ἀποδημίαν ἐπόρθμευσεν , ἀλλ ' ἔτι μὲν ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ πρώτῳ χλοάζοντας παρ ' ὑμᾶς ἤγαγεν , ἵνα ἁπαλοῖς |
| τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως . λήμη μὲν γὰρ καὶ κόμη παρῆν τῷ λημᾶν καὶ τῷ κομᾶν , κόμη δὲ | ||
| Φοῖνιξ φησίν : Νίνου κάδοι μάχαιρα καὶ κύλιξ αἰχμή , κόμη δὲ τόξα , δήιοι δὲ κρητῆρες , ἵπποι δ |
| τὸ δὲ ἐκτίσαντο ἀντὶ τοῦ ᾤκησαν , ὡς τὸ ὀρεικτίτου συός παρὰ Πινδάρῳ [ . ] , ἀντὶ τοῦ ὀρειοίκου | ||
| εἷλεν ἔρημον τῶν ἐν ἡλικίᾳ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ συός τε θήρα , περὶ οὗ σαφὲς οὐδὲν οἶδα εἰ |
| πνευμάτιον καὶ τὸ ἡγεμονικόν . τῶν μὲν σαρκίων καταφρόνησον : λύθρος καὶ ὀστάρια καὶ κροκύφαντος , ἐκ νεύρων , φλεβίων | ||
| : ἑκὰς δ ' ἐρυθαίνεται ὕδωρ ξανθῆς ἐκ κονίης , λύθρος δ ' ἔχει ὥστε θάλασσαν , ὣς τότε κητείοιο |
| δὲ ἐπικοσμεῖ . ὑπηρετεῖ μὲν ἡ τοιάδε : οἵαν τὰν ὑάκινθον ἐν οὔρεσι ποιμένες ἄνδρες ποσσὶ καταστείβουσιν , ἐπικοσμεῖ δὲ | ||
| νεοθηλέα ποίην λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ ' ὑάκινθον πυκνὸν καὶ μαλακόν , ὃς ἀπὸ χθονὸς ὑψός ' |
| , ἔν θ ' ὑακίνθωι , ἔν τε ἴωι θαλέθοντι ῥόδου τ ' ἐνὶ ἄνθεϊ καλῶι ἡδέι νεκταρέωι , ἔν | ||
| βλέπουσά γε τὸν χθὲς μὲν ἄκανθαν , σήμερον δὲ τοῦ ῥόδου ἔσχον ὑγίειαν τῶν ποθούντων φαρμάκων . Γλυκὺ Θησέως τὸ |
| ἄεθλον αὕτως , οὔ τι καμόντι βίῃ καὶ χερσὶ καὶ ὤμοις , ἀλλ ' ἄρ ' ἀναιμωτὶ προγενέστερον ἄνδρα τίοντες | ||
| βορειότεροι ἀεὶ φέρονται τοῦ ἀεὶ φανεροῦ κύκλου οἱ ἐν τοῖς ὤμοις κείμενοι τοῦ Κηφέως λαμπροὶ ἀστέρες ἤ , ὥς τινές |
| ὀξυτάτων ποταμῶν φέρονται καὶ διαφεύγει αὐτοὺς οὐδέν : τούτοις καὶ λοφιὰ φύεται νέοις μὲν ὑπανίσχουσα τὸ μέτριον , τελειουμένοις δὲ | ||
| καὶ ἀριστερὰ χεὶρ ἐφ ' ἧι εἰσιν Αἲξ Ἔριφοι Κήτους λοφιὰ καὶ οὐρά , δύνει δὲ Ἀρκτοφύλαξ σὺν τῆι αʹ |
| , ξήρανον ἐν ἡμέρας ιʹ , καὶ λαβὼν ὤχρας καὶ κυανοῦ ἀνὰ μέρος αʹ , λείου ὄξει ἀκράτῳ : ποιήσας | ||
| ἁψίδας , τὰς μὲν αὐτὸς ὡραΐζων , τὰς δὲ μίξει κυανοῦ χρώματος ἐναλλὰξ πεποιημένου φαιδρύνων , ὡς ἐν μέρει καλλωπίζεσθαι |
| πραγματεία τοιαύτη : εὑρεῖν οἴκησιν ἐν ᾗ λόγου χάριν ὁ καρκίνος τῷ λέοντι ἐν ἴσοις χρόνοις ἀνατέλλει [ πρὸς τὸ | ||
| ἡ μὲν οὖν πίννη ὄστρεόν ἐστιν , ὁ δὲ πιννοτήρης καρκίνος μικρός . καὶ ἡ πίννη διαστήσασα τὸ ὄστρακον ἡσυχάζει |
| ἔλασσον καὶ τὰ φύλλα : γράμματα δὲ ἔπεστιν οἷα τοῖς ὑακίνθοις καὶ τούτῳ . λόγον δὲ τῶν μὲν Αἰολέων τῶν | ||
| ἴοις καὶ σισυμβρίοις ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς ἑρπύλλῳ κρόκοις ὑακίνθοις ἑλειχρύσου κλάδοις οἰνάνθῃσιν ἡμεροκαλλεῖ τε τῷ φιλουμένῳ , ἀνθρύσκου |
| θεοὶ εἰς λέβητα καὶ ὁλόκληρον αὖθις συμπήξαντες , ἐπεὶ ὁ ὦμος ἀπῆν , ἐλεφάντινον ἀντέθηκαν . διὸ καὶ οἱ ἐκ | ||
| ἐν ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ , καὶ τοῦ Κενταύρου ὁ δεξιὸς ὦμος , μικρὸν προηγούμενοι τοῦ μεσημβρινοῦ . Δύνει δὲ ἡ |
| μόνου ῥινοῖο , τὸν αἰόλον ἐστεφάνωται , δαίδαλα πορφύροντα καὶ ἄνθεσι μαρμαίροντα . τοίην μὲν πυρόεσσαν ὑπὸ βλεφάροισιν ὀπωπαὶ μαρμαρυγὴν | ||
| : Αἱ Ἀττικαί . ἐξηνθισμέναι : Ἄνθη φοροῦσαι . τοῖς ἄνθεσι κεκοσμημέναι , οἷον ψιμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις |
| , ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν | ||
| λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν |
| . . χρυσῆ δὲ κιθάρα ἀντὶ τοῦ τιμία , ὡς χρυσῆ Ἀφροδίτη . σύνδικον Μοισᾶν κτέανον : συνῳδόν , οἱονεὶ | ||
| ἄμφοδον , καὶ ἡ τρίτη πρὸς μεσημβρίαν . Καὶ κλίνη χρυσῆ ἵστατο ἐν τῷ θαλάμῳ ἀποβλέπουσα πρὸς ἀνατολάς : καὶ |
| ὁπόσην ἐπέχει ποσίν : ἐν δέ οἱ Ἀργὼ καὶ μέγα Κενταύροιο μετάφρενον , ἐν δέ τε κέντρον Σκορπίου : ἐν | ||
| σπήλυγγος προπάροιθεν ἀλυσκάζοντες ἔμιμνον : οἰωνοί τ ' ἐκυκλοῦντο βοαύλια Κενταύροιο ταρσοῖς κεκμηῶσιν , ἑῆς δ ' ἐλάθοντο καλιῆς . |
| . Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ πάνυ μέλας , σαρκώδης , προγάστωρ , παχυσκελής , τὰ δὲ | ||
| τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν , τὸ μὲν ὅλον πτερὸν κατακόρως μέλας ὑπάρχει , μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές . Οὗτος |
| ἐν τοῖς οἴκοις κεῖται φιάλη χαλκῆ καὶ κύαθος χαλκοῦς καὶ ἠθάνιον χάλκεον . ΗΜΙΤΟΜΟΣ ἔκπωμά τι παρ ' Ἀττικοῖς ἀπὸ | ||
| , . , , . , , . . : ἠθάνιον : Ἑλλάνικος ἐν Αἰγυπτιακοῖς οὕτως γράφει : Αἰγυπτίων ἐν |
| τὸ δὲ “ πέπων ἢ μὴ πέπων ” ἀντὶ τοῦ ἁπαλός , ῥᾳδίως διασεισθῆναι δυνάμενος . μεταφορικῶς δὲ ἀπὸ τοῦ | ||
| τὸ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ τρυφερόν : ἁβρὸς οὖν ὁ ἁπαλός : παρὰ τὸ ἅπτω , ὁ εὐαφής . ἢ |
| ' ὀλίγος γένετ ' ἀνδρός : ὃ δ ' αἰεὶ πάσσονα γυῖα αὐξομένου φορέεσκε πόνου καὶ χροιῇ ἀμείνω . Πῶς | ||
| χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀθήνη [ μείζονά τ ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα : κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ |
| ' Ὁμήρῳ λειμών . ἀσφόδελος βοτάνη πλατύφυλλος , ἧς ὁ καυλὸς καλεῖται ἀνθέρικος . καὶ Ἡσίοδος : οὐδ ' ὅσον | ||
| Καὶ τὸ φύλλον δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν αὐτοῦ πολλῆς |
| . τῖφος : ὁ κάθυγρος τόπος , ἔνθα διέτριβεν ὁ κάπρος . περὶ δὲ τοῦ κάπρου καὶ Ἡρόδωρός φησιν , | ||
| αὐτοῦ καὶ Εὐξίππης , ἢ ὅτι Λητὼ ἐκεῖ βουλομένην τεκεῖν κάπρος ἐπιφανεὶς ἐπτόησε . τὸ ἐθνικὸν Ἀκραιφιαῖος καὶ Ἀκραίφιος καὶ |
| ἐρῶσιν ἐοίκασιν . οὕτω Φιλόξενος . . . , : ἐσθής : παρὰ τὸν ἕσω μέλλοντα * * * † | ||
| ἀπαιτεῖ διάλεκτον , ἀλλ ' ἔστιν ὥσπερ σώμασι πρέπουσά τις ἐσθής , οὕτως καὶ νοήμασιν ἁρμόττουσά τις ὀνομασία . τὸ |
| πλὴν θέρους , οὐ πολὺ ἀμείνων τῆς τῶν Ἰχθυοφάγων : ἀρωματοφόρος δὲ νάρδου μάλιστα καὶ σμύρνης , ὥστε τὴν Ἀλεξάνδρου | ||
| Ἀντιοχείας . Δύο δέ εἰσιν Ἀραβίαι , ἡ μὲν ἑῴα ἀρωματοφόρος , μεταξὺ Περσικῆς καὶ Ἀραβικῆς θαλάσσης , ἡ δὲ |
| Ἰλλυρίοις δὲ τόπος διαβόητός ἐστιν ὁ καλούμενος Κύλικες . κρατὴρ ἕστηκε μεστὸς εὐφροσύνης : ἄλλος δ ' οἶνός ἐστιν ἕτοιμος | ||
| λαμβάνοντα τὴν ἐνέργειαν τούτων . καὶ τὰ μὲν ἐν εἴδεσιν ἕστηκε , τὰ δὲ ἐν λόγοις πολλαπλοῖς ποιεῖται τὴν ἐνέργειαν |
| . φέρτρῳ φορείῳ : “ κείμενον ἐν φέρτρῳ . ” φηγός ἡ δρῦς , καὶ φήγινος ὁ δρύϊνος : “ | ||
| λάχανον , . . γογγυλίς , ὦχρος , λάθυρος , φηγός , βολβός , τέττιξ , ἐρέβινθος , ἀχράς , |
| ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτός , ἄτρωτος , δασύς , λεῖος : τί βούλει ; πνευμάτων πολλῶν φύλαξ . Ἀττελεβόφθαλμος | ||
| , θάμνος πηχυαῖος τὸ ὕψος , πολύκλαδος , ἐξ ἄκρου λεῖος , φύλλα ἔχων λεῖα , μεγάλου δακτύλου τὸ πάχος |
| . αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο ξῦον : ταὶ δ ' ἐφόρεον δμῳαί , | ||
| ἀφίκετο δῖα γυναικῶν , στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο , ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα : ἀμφίπολος δ |
| ἐς Λιβύην ὁρόωσα . τὸν δὲ μετ ' ἐκδέχεται Γαλάτης ῥόος , ἔνθα τε γαῖα Μασσαλίη τετάνυσται , ἐπίστροφον ὅρμον | ||
| καὶ χωλαὶ ἐκ ταύτης τῆς νούσου γίνονται . Ὁκόταν δὲ ῥόος λευκὸς ἐγγένηται , οἷον ὄνου οὖρον φαίνεται , καὶ |
| πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι , κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . αὕτη τε τὰ αὐτὰ λαμβάνουσα ὀνόματα | ||
| ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ , καδδὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . καὶ πρέπειν γε μᾶλλον τοῖς ἀνδράσι |
| ἡλικίαι , αἱ ἐκφύσεις ἐν χρόνοις , οἷον κεράτων , γενείων , μαζῶν αὐξήσεις , ἀκμαί , γενέσεις ἄλλων , | ||
| , ἴουλος ἡ σγουρότης , καὶ ἴουλος ἡ ἐξάνθησις τῶν γενείων . τέτροφεν : ὑπάρχει , τρέφεται . ἄτη : |
| καὶ ἰδοὺ περισπᾶται καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται , βοός γάρ : καὶ ἐπὶ ἄλλων δὲ εἰς ους τρέπουσι | ||
| τὸ ἐπισταδὸν ἀντὶ τοῦ ἐπιστατικῶς καὶ ἀμετακινήτως . φορβάδος ἀμφὶ βοός : ὑπὲρ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς βοός . . . |
| ἀμφοτέρῃσι : ῥόος ἐρυθρὸς ἐν τῇσι νεωτέρῃσιν . Καὶ ῥόος ἐρυθρὸς μὲν γίνεται ἐκ πυρετοῦ , μᾶλλον δὲ ἐκ τρωσμοῦ | ||
| ἄλλην ἅπασαν ὕλην διεσθίει . Χαλκὸς κεκαυμένος καλός ἐστιν ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἐν τῇ τρίψει κινναβαρίζων , ὁ δὲ μέλας |
| ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ˘ ˘ – ˘ ⚔ ἄνθει δὲ σκόλυμος : νῦν δὲ γύναικες μιαρώταται , λέπτοι | ||
| μὴ τὰ δένδρα εἰς βλάστην ἐπειγόμενα τὸν καρπὸν ἐν τῷ ἄνθει βλάπτῃ . ἐν δὲ τοῖς ἀβλαστοτέροις τόποις καὶ ξηροτέροις |
| πτόρθον γὰρ αὐτὸν ἐκάλεσε διὰ τὸ νέον τῆς ἡλικίας . πτόρθος γὰρ ὁ κλάδος λέγεται : ἀντὶ τοῦ τὰ τείχη | ||
| θεῖος Σοφοκλῆς ἀνεμώδεα καλεῖ . ἔστι δ ' αὐτῇ καὶ πτόρθος ἐλαίας ἐν ταῖν χεροῖν καὶ ἀμπέλου κλῆμα , ὁ |
| ἐγκέφαλον , κεφαλήν , ὀφθαλμούς , μυκτῆρας , μασχάλας , γένεια : ἐν δὲ τῷ ἐννάτῳ ὅσα περὶ θώρακα , | ||
| λιθίνῳ θώκῳ , ὠχριηκὼς πάνυ καὶ λειπόσαρκος , κουριῶν τὰ γένεια . Παρ ' αὐτὸν δ ' ἐπὶ δεξιῆς λεπτόῤῥυτον |
| : Ἤθελον κοιμηθῆναι ἔτι ὀλίγον , ὅτι βεβαρημένη ἐστὶν ἡ κεφαλή μου : ἀλλὰ φοβοῦμαι , μήπως κοιμηθῶ καὶ βραδυνῶ | ||
| ἵνα κινδυνεύσωσιν . ” . . . Ψ : ἠθείη κεφαλή : προσφώνησις νέου πρὸς πρεσβύτερον : δῆλον οὖν ὅτι |
| τ ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι , κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . αὕτη τε | ||
| ἔθειραι . πάλιν δ ' ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ , καδδὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . καὶ |
| τίς χρεία Φειδίᾳ τῆς τέχνης , μὴ προστιθέντι αὐτὴν τῷ ἐλέφαντι καὶ τῷ χρυσῷ ; Σοφὸς ἦν δήπου καὶ ὁ | ||
| εἴρηται μὲν καὶ ἑτέροις , ἐντυχεῖν δὲ καὶ οὗτοί φασιν ἐλέφαντι περὶ Τάξιλα μεγίστην τῶν ἐν Ἰνδοῖς πόλιν , ὃν |
| ἐπίδοσιν ἐν ταῖς πόλεσι δηλοῖ . ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ στέφανος νίκης τε ἅμα σύμβολον καὶ χαρᾶς . ἐνίκησαν γὰρ | ||
| , οἶνος ἡδύς , ᾠά , σησαμαῖ , μύρον , στέφανος . ὀνόματα τῶν δώδεκα θεῶν διελήλυθας . οὐ φιλοτραγήμων |
| ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς γέλωτα | ||
| ἤ τινα εὔφημον , τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων , γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχον |
| λύρας καὶ ? [ ] Φρύγιος ? ? [ ] κάλαμος , τὰ δὲ ταύρεα ? ? ? ? τύμπανα | ||
| περὶ τὸν Στρυμόνα : σχεδὸν δὲ ἐν τοσούτῳ καὶ ὁ κάλαμος καὶ τὰ ἄλλα . ὑπερέχει δὲ οὐθὲν αὐτοῦ πλὴν |
| . Δελφὶς δ ' οὐ μάλα πολλὸς ἐπιτρέχει Αἰγοκερῆϊ μεσσόθεν ἠερόεις . Καὶ τὰ μὲν οὖν βορέω καὶ ἀλήσιος ἠελίοιο | ||
| ὀδόντες . ῥινὸς δαιδαλέος , χροιῇ τ ' ἐπὶ παμφανοώσῃ ἠερόεις , πυκινῇσι μελαινομένῃσιν ὀπωπαῖς . ὠκύτατον θείει , καί |
| ἀριστεροῦ δὲ τὸ ἐναντίον : τοῦ δὲ κάτωθεν , ὅπερ ἐπίκειται τῇ ἀρχῇ τοῦ ἀπευθυσμένου , σκυβάλων δυσοδία καὶ ἐποχὴ | ||
| : Ἐν μέντοι , φησί , τοῖς ἀκριβεστέροις ἀντιγράφοις ὀξεῖα ἐπίκειται τῇ πρώτῃ συλλαβῇ κατὰ τὸ λόχμη , λόγχη , |
| ἀμώμων καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς υ ἀμύμων , ὡς χελώνη χελύνη , . , . , . Ἄμυκος : | ||
| δέ ἐστιν ὅ τε σαῦρος καὶ ἡ σαλαμάνδρα καὶ ἡ χελώνη καὶ ὁ κροκόδειλος καὶ τὸ τῶν ὄφεων πᾶν γένος |
| μὲν ἄλλην πτίλωσίν ἐστι τεφρός , τὰς δὲ πτέρυγας ἄκρας ὠχρός ἐστιν . Ἀκούω δὲ ἔγωγε καὶ Ἰνδὸν ἔποπα διπλασίονα | ||
| καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κοῖλοι γινόμενοι θάνατον ἀπαγγέλλουσι πελιδνός ] ὁ ὠχρός , μολιβδόχρους μυκτήρ ] ἡ μύτις , ἡ ῥίς |
| τὸ μὲν πρῶτον φοινικοῦν , τὸ δὲ δεύτερον ἁλουργὲς καὶ πορφυροῦν , τὸ δὲ τρίτον κυάνεον καὶ πράσινον . μήποτ | ||
| ἡμέρας μεταβάλλειν τὸ χρῶμα , πρωῒ λευκόν , κατὰ μεσημβρίαν πορφυροῦν , ὀψὲ δὲ φοινικοῦν : ῥίζα λευκή , εὐώδης |
| τ [ ] ἐραννὰν ἐπὶ δαῖτα ? [ ] ὀρικοίτας Κένταυρος [ ] αἰτεῖ δέ με παίδατα ? [ ] | ||
| ἠεροειδῆ καὶ προσκεκλιμένος μὲν ἐπ ' οὐδαίοιο χαμεύνης κεῖτο μέγας Κένταυρος , ἀπηρήρειστο δὲ πέτρῃ ἱππείαισιν ὁπλαῖσι τανυσσάμενος θοὰ κῶλα |
| δ ' ἐν μεταιχμίῳ σκότου † μένει χρονίζοντ ' ἄχη βρύει † τοὺς δ ' ἄκραντος ἔχει νύξ . δι | ||
| καὶ Λικύμνιός φησι : Μυρίαις παγαῖς δακρύων Ἀχέρων ἀχέων τε βρύει . Καὶ πάλιν : Ἀχέρων ἄχεα βροτοῖσι πορθμεύει . |
| ὁ δὲ Ποσειδῶν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐν Τροίᾳ συναγωνίζεται παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς , ἀλλὰ καὶ Ἄρης ἀνδρὸς ἔχων ἰδέαν Ἕκτορι λοιγὸν | ||
| γυῖα † φέρεσκον . Πάντῃ δ ' ἀμφιθέεσκεν ἀναιδέι θηρὶ ἐοικώς , ὅς τε βαθυσκοπέλοιο διέσσυται ἄγκεα βήσσης ἀφριόων γενύεσσι |
| , αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν τὰς αὑτοῦ γονὰς ἐρραψάμενος τῷ μηρῷ ἐφόρει δέκα μῆνας ἐξ ἀρχῆς , δίαιταν ἔχων ἐν Νύσῃ | ||
| δι ' ἧς τοὺς παριόντας ἔκτεινε . ταύτην ἀφελόμενος Θησεὺς ἐφόρει . δεύτερον δὲ κτείνει Σίνιν τὸν Πολυπήμονος καὶ Συλέας |
| δὲ ποιηταῖς θηλυκῶς . ἐκδεκτέον οὖν καὶ τὸ παρὰ Ἐρατοσθένει βαθὺς αὐλῶν θηλυκῶς εἰρῆσθαι , ὡς θῆλυς ἐέρσα . πᾶν | ||
| πολιῆς ἁλὸς ἄσπετον ὕδωρ . κολπώθη δ ' ὤμοισι πέπλος βαθὺς Εὐρωπείης ἱστίον οἷά τε νηὸς ἐλαφρίζεσκε δὲ κούρην . |
| ὁ λέων , ἢ λύκος , ἢ πάρδαλις , ἢ ἄρκος , ἢ πᾶν θηρίον ἐπὶ τὴν ποίμνην , κατεδίωκον | ||
| ἅμα καὶ θρασύ , καὶ ἡ μορφὴ τούτοις ἔοικεν : ἄρκος δὲ ὠμόφρων , δολία , σκαιά . καὶ τοῖς |
| Παλλάδος κρατῆσαν Παφίῃ κλέος προσάπτει . Ἄγαμαι φύσιν πετήλων , κάλυκας πλέον γεραίρω διὰ τῶν ῥόδων γὰρ ἄρτι σοφίης κρατοῦσα | ||
| παρειὰς αἰδοῖ φοινίσσοντες πλέον ἢ τὰς τῶν ῥόδων ἡ φύσις κάλυκας , ὅταν ἠριναῖς ὥραις ὑπὸ τῆς ἀκμῆς σχιζόμεναι πετάλοις |
| τῶν κατηγοριῶν κοινὸς ὁ λόγος ὑπάρχει . ὥσπερ γὰρ ἡ χαλκῆ σφαῖρα γίνεται , ἀλλ ' οὐ τὸ εἶδος τῆς | ||
| τὸ ἐπίγραμμά τινες τὸ ἐπὶ Μίδᾳ τοῦτόν φασι ποιῆσαι : χαλκῆ παρθένος εἰμί , Μίδα δ ' ἐπὶ σήματι κεῖμαι |
| Ἀνακρέων τούτῳ τῷ μέτρῳ καὶ ὅλα ᾄσματα συνέθηκεν ἁδύμελες χαρίεσσα χελιδοῖ καὶ μνᾶται δηῦτε φαλακρὸς Ἄλεξις . Ταῦτα μὲν οὖν | ||
| Ὄρνιθες τίνες οἵδ ' οὐδὲν ἔχοντες πτεροποίκιλοι , τανυσίπτερε ποικίλα χελιδοῖ ; Τουτὶ τὸ κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν . Ὅδ |
| τοῦ λόγου πίστις : ἔνθα τραχύς ἐστι τῆς μήτρας ὁ χιτών , ἐκείνοις μόνοις συνδεῖται . ἔχει δ ' ὕλας | ||
| τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος . λευκὸς ὁ χιτών : ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ : τὸ δὲ σῶμα διὰ |
| κατὰ κοινοῦ , πόσιν δίδου , τουτέστι δαφνέλαιον δίδου πιεῖν χαίτην ] τρίχα ἢ πέπερι κνίδης τε : κνίδην λέγει | ||
| μοιράσῃ τοῖς πᾶσι . Ταῦτα οὖν αὐτοῦ ἀκηκοὼς ὁ ὄνος χαίτην ἔσεισε καὶ γελῶν ταῦτα ἔφη : Καλῶς εἴρηκας , |
| τἀτύχημ ' αὐτὴν φυγεῖν τὸ συμβεβηκός . σὺ δέ τις ὑψηλὸς σφόδρα [ ] ν ? [ ] βάρβαρος [ | ||
| ἄλλως : ὁ δὲ ἕτερος ὁ τοῦ λευκοῦ χαμαιλέων γένους ὑψηλὸς μὲν ὁρᾶται , καὶ ἄνω τῆς γῆς οὗτος ὑπερέχων |
| ε δʹ : τὸν δ ' ἐν τῷ στόματι τοῦ Κυνὸς λαμπρὸν Τιμόχαρις μὲν ἀναγράφει νοτιώτερον τοῦ ἰσημερινοῦ μοίραις ιϚ | ||
| . ἡ δὲ Σελήνη τυχοῦσα μετὰ Κρόνου ἐν τῇ τοῦ Κυνὸς ἀνατολῇ σημαίνει ᾗ προσοικείωται χώρᾳ τὸ ζῴδιον ἐφ ' |
| ὄγκος διάπυρος , φλυκταινώδης , ὑπέρυθρος : εἶτα πελιὸς καὶ μελαινόμενος καὶ νεμόμενος : στόμα κατάξηρον : ἔγκαυσις , ἔκλυσις | ||
| τῶν ἀκρωτηρίων οἱ βορεῖς , καὶ ἐπεφρίκει μὲν ὁ πόντος μελαινόμενος , τοῦ ὕδατος δὲ ἀφρὸς ἐξηνθήκει , πανταχοῦ τῆς |
| καὶ Θεσπρωτούς . Πόλις δέ ἐστιν Ἠπείρου . Εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ ] Τῆς γὰρ κατὰ τὴν Πελοπόννησον ἠπείρου ἡ | ||
| τῷ κλάδῳ τοῦ φύλλου , τῷ προσπεφυκότι τῷ φύλλῳ : μυουρίζοντι δὲ λεπτοτάτῳ κατὰ τὸ ἄκρον : μυούρους γὰρ ἔλεγον |
| . ἀστερόεις βʹ : ὁ ἀστέρας ἔχων . καὶ ὁ λαμπρός . ἀστράγαλος γʹ : τὸ ἐν τῷ σφυρῷ . | ||
| πρῶτος μὲν ἀστὴρ δύνει ὁ ἐν ἄκρᾳ τῇ νοτίᾳ χηλῇ λαμπρός , ἔσχατος δὲ ὁ ἐν μέσῃ τῇ βορείᾳ χηλῇ |
| , ἰχθύων οἱ πετραῖοι πάντες , κωβιός , νάρκη , τρυγών . παντὸς γένους τῶν πτηνῶν ὀρνίθων ἡ σὰρξ παραβαλλομένη | ||
| ἕνεκεν ληφθέν . ξιφίαι : γράφεται ξιφίου . τρυγόνες : τρυγών . Πρόσθε : πρότερον . ἐπάσαντο : ἔφαγον . |
| ἰσοσυλλάβου γενικῆς κεκλιμένα , τῇ ὀρθῇ τῶν ἑνικῶν ὁμοτονεῖ , κάνεον κάνεα καὶ κανοῦν κανᾶ καὶ τείχεα χάλκεα : εἰ | ||
| ἐξημμένα τοῦ ἥπατος : τράπεζα , ὄνυξ , μάχαιρα , κάνεον . διὰ δὲ τοῦ νεύει δὲ χολῆς καὶ τῶν |
| , ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος , χνοῦς | ||
| στόμα . καὶ Σοφοκλῆς [ . ] . Αἰσχύλος δὲ ἀφρὸς βορᾶς βροτείας ἐρρύη κατὰ στόμα . ἀντὶ τοῦ ἤνθει |
| τασσομένη ἀγαθῆς τε καὶ φαύλης . χλαῖνα καὶ χλανὶς καὶ χλαμὺς καὶ χιτὼν διαφέρει . χλαῖνα μὲν γὰρ λέγεται τὸ | ||
| Φουρτουνατιανὸν ἐγγράφων . κωλύσει γὰρ ἴσως οὐδέν , οὔτε ἡ χλαμὺς οὔτε ὁ κείρων . Οὐχ ὅγ ' ἄνευθε θεοῦ |
| ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν , ὄφρα πέλοιτο Ἕκτορι θερμὰ λοετρὰ μάχης ἐκ νοστήσαντι νηπίη , οὐδ ' ἐνόησεν ὅ | ||
| δησάμενοι : ταὶ δ ' εὖ κομέουσιν ἐδωδῇ ἀνέρας ἠδὲ λοετρὰ λεχώια τοῖσι πένονται . Ἱερὸν αὖτ ' ἐπὶ τοῖσιν |
| ἀπὸ σπληδοῖο φαείνεται ὅστις ἐπαύρῃ . τῷ ἴκελος Περσεῖος ὑποτρέφεται πετάλοισι , τοῦ καὶ σμερδαλέον νεύει κάρη αἰὲν ὑποδράξ ἐσκληκός | ||
| Ἀετύλου φησὶν οὕτως : Τίς δὴ τῶν νῦν , τοσάδε πετάλοισι μύρτων ἢ στεφάνοισι ῥόδων ἀνεδήσατο νίκας ἐν ἀγῶνι περικτιόνων |
| : χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς διὰ τὴν ἀλοιφὴν τοῦ ἐλαίου . ἀθέσφατος : πολὺς | ||
| ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα , ἔσται δι ' ἅλμης λιπαρὸς ἑφθὸς ἐν χλόῃ , ἀποδοὺς ὅς ' ἐστὶν ἀπ |
| δικασταί , οὑτοσὶ ὁ τὰς γνάθους λεῖος καὶ τὸ φώνημα γυναικεῖος καὶ τὰ ἄλλα εὐνούχῳ ἐοικὼς εἰ ἀποδύσαιτο , πάνυ | ||
| ἁλύσεις καὶ ἐνώτια καὶ λίθοι πολυτελεῖς καὶ πᾶς κόσμος περιδέραιος γυναικεῖος γυναιξὶ μὲν ἀγαθός : καὶ γὰρ ἀγάμοις γάμον προαγορεύει |
| [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ στεῦτο ] νῦν ἀντὶ τοῦ ἵστατο ἐπὶ τῶν ποδῶν . κέχρηται δὲ τῇ λέξει ὁ | ||
| βαθείῃσιν μεγάλῃσι . δεινὸν δ ' ἀμφ ' Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα , ὤθει δ ' ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος |
| ζῷον ὑπερφυές , Διονύσου ἄγαλμα , ᾧ Ἰνδοὶ ἔθυον : δράκων ἦν μῆκος πεντάπλεθρον , ἐτρέφετο δὲ ἐν χωρίῳ κοίλῳ | ||
| Αὐλίδι , πόλει τῆς Βοιωτίας . ἔνθα καὶ θυόντων αὐτῶν δράκων ἐπὶ τὸ πλησίον ἀνελθὼν δένδρον στρουθοῦ νεοσσοὺς ὀκτὼ διέφθειρεν |
| . Θάσιον οἴνου σταμνίον : Ἐπιεικῶς λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὰ Θάσια κεράμια σταμνία . μὴ ' πιχεῖν ὕδωρ : Δέον | ||
| ? ? ! ! [ ! ! ] τα ? Θάσια ? ? ? ? [ ! ] ! ! |
| χρυσίου καὶ διηκοσίας φάλαγγας ἐβένου καὶ πέντε παῖδας Αἰθίοπας καὶ ἐλέφαντος ὀδόντας μεγάλους εἴκοσι . Κόλχοι δὲ ταξάμενοι ἐς τὴν | ||
| Βρασίδου καὶ Ἀκανθίων θησαυρῷ τριήρης ἔκειτο διὰ χρυσοῦ πεποιημένη καὶ ἐλέφαντος δυεῖν πηχῶν , ἣν Κῦρος αὐτῷ νικητήριον ἔπεμψεν . |
| , ὄστρακον καὶ μᾶλλον τὸ ἐκ τῶν κριβάνων , κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένα . Σελίνου , πετροσελίνου , μαράθου | ||
| πολεμεῖν , καὶ ὑπισχνεῖτο κρατήσειν , ἢν ἐς Κῶ ἐλθόντες ἐλάφου παῖδα ἐς ἐπικουρίην ἀγάγωνται ξὺν χρυσῷ σπεύσαντες , ὡς |
| σύνεστιν , οὑτωσὶ πεποίηκεν ” Ὄπισθεν δὲ κεῖμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων . ” οὐ γὰρ δή που καὶ Πίνδαρον | ||
| Ἀχαιῶν . ἀλλ ' ὅτε δή ῥ ' ἵκανον ὅθι ξανθὸς Μενέλαος βλήμενος ἦν , περὶ δ ' αὐτὸν ἀγηγέραθ |
| τὸ ἐντελὲς ὀνομαζόμενον δεῖπνον , μία ὄρνις ἑκάστῳ καὶ κρέας ὑὸς καὶ λαγῷα καὶ ἰχθὺς ἐκ ταγήνου καὶ σησαμοῦντες καὶ | ||
| ταυτησί , ἔτι βαθέος ὄρθρου , Ἱπποκράτης , ὁ Ἀπολλοδώρου ὑὸς Φάσωνος δὲ ἀδελφός , τὴν θύραν τῇ βακτηρίᾳ πάνυ |
| τῆς δωδεκαώρου , τῷ δὲ τριτάτῳ δεκανῷ ἡ κάρα τοῦ Θηρίου , τῆς Ἄρκτου τὸ ἡμίτομον , τὸ λοιπὸν τοῦ | ||
| Ἀρκτοφύλακος οἱ πόδες δύνουσι , τῶν δὲ πρὸς νότον τοῦ Θηρίου τὸ λοιπόν . . . . , Συναναφέρεται δὲ |
| καὶ ἐπὶ γενικῆς : δαφνών : παρθενών : ἀνδρών : λειμών : χειμών : ἀγών : αἰών : σεσημείωται τὸ | ||
| ] ! [ . . . θελουσ ! [ ! λειμών ? ? ? [ ! ] ! ! ! |
| τοὺς κλῶνας ἐμίσησεν ἡ Δίκτυννα , καὶ μόνη οὐκ ἐγένετο στέφος τῆς Ἰμβρασίας Ἥρας , ὅτι τὴν Ἀφροδίτην ἐκόσμησεν , | ||
| στέφειν , ὅ ἐστι σκεπάζειν , πλεονασμῷ τοῦ ρ , στέφος καὶ στέρφος . Σκῆνος . παρὰ τὸ σκήνωμα καὶ |
| Λυδίαν παῖσαν οὐδ ' ἐράνναν . . . ἔχει μὲν Ἀνδρομέδα κάλαν ἀμοίβαν . . . Ψάπφοι , τί τὰν | ||
| δύνει δὲ ὅλος Ποταμὸς Ὠρίων παρ ' ὀλίγον Κήτους λοφιὰ Ἀνδρομέδα [ Δελτωτὸν ] Κασσιέπεια Κηφεὺς ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ὀσφύος |
| , ” ἔφη : “ οἷς μὲν γὰρ κύαθος καὶ τράπεζα θεωρεῖται ὀφθαλμοὺς ἔχεις : ᾧ δὲ τραπεζότης καὶ κυαθότης | ||
| , εὐθὺς ἀνεκλίνετο : παρῆν στέφανος ἐν τάχει : ᾔρετο τράπεζα . παρέκειθ ' ἅμα τετριμμένη μᾶζα χαριτοβλέφαρος . μύστακα |
| δὲ ἐσθῆτι μὲν ὑπὲρ γόνυ , κρηπῖδα δὲ τοῖν ποδοῖν ἐνῆπται καὶ αἱ χεῖρες ἐς ὦμον γυμναὶ διὰ τὸ ἐνεργοὺς | ||
| σε τοῦ ἑταίρου . ὥπλισται δὲ ἢ τί ; Χλαμύδα ἐνῆπται , ξένε , τὸν Θετταλικὸν τρόπον , ὥσπερ τὸ |
| κάρη δ ' ἑτέρης μετὰ χειρὸς τόξῳ ἀνέρχονται καὶ Τοξότῃ ἀντέλλοντι . Σὺν τοῖς Ἑρμαίη τε Λύρη καὶ στήθεος ἄχρις | ||
| κατάγει : . . . Αὐτὴ δ ' Αἰγοκερῆϊ κατέρχεται ἀντέλλοντι , ἦμος καὶ Προκύων δύεται , τὰ δ ' |
| τὴν ἡμέραν τε καὶ τὴν ὁδόν . μία τε οἷον ζώνη διὰ παντὸς τοῦ ἀέρος ἦγεν εἰς τὸ ἱερὸν κατ | ||
| ἐπεζεύχθωσαν αἱ ΚΞ ΞΜ . Ἐν μὲν ἄρα κόσμῳ μέση ζώνη ἐστὶν ἡ ΚΑΜ , ἐν δὲ γῇ ἡ ΟΕΠ |
| τὸν τοῦ Ἰλίου ἥρω τίς ξυγγνώμη ; οὐ γὰρ δὴ Ἀσσυρίοις ποτὲ καὶ Τρωσὶ πόλεμος ἐγένετο , οὐδὲ τὰς ἀγέλας | ||
| πλησίον δὲ ἱερόν ἐστιν Ἀφροδίτης Οὐρανίας . πρώτοις δὲ ἀνθρώπων Ἀσσυρίοις κατέστη σέβεσθαι τὴν Οὐρανίαν , μετὰ δὲ Ἀσσυρίους Κυπρίων |
| ἀλλὰ καὶ τοῖς φύλλοις : καὶ πολὺ μᾶλλον ἔτι τῷ καρπῷ . Ἄρον ῥυπτικῆς ἐστι δυνάμεως οὐκ ἰσχυρᾶς , ὥσπερ | ||
| ἐκκόπτεσθαι δὲ τὸ λεπτότερον , ἐὰν μὲν κάτω γένηται πρὸς καρπῷ ἡ ὑποφορά , τὸ τοῦ πήχεως , ἐὰν δ |
| , ὁ δὲ οἶκος αὐτῶν χῆρός ἐστι , καὶ τὰ ἄνθη τὰ ἐν τῷ λειμῶνι περὶ αὐτὰ γηρᾷ . ἐγὼ | ||
| δόξαν κεκτῆσθαι , καὶ κομίζειν αὐτὸν τῇ Αἰγίνῃ φαιδρὰ τὰ ἄνθη τῶν στεφάνων μετὰ τῶν Χαρίτων φθέγξαι . προθύροις δέ |
| ποτε εἶδον : κατὰ ἔχιν ἐστὶ τὸν μικρότατον , τέφρᾳ ἐμφερής , στίγμασιν οὐ συνεχέσι πεποικιλμένος : κεφαλὴ δέ ἐστιν | ||
| ἑτέρῳ μέρει αὑτοῦ βατράχῳ , τῷ δὲ λοιπῷ γεώδει τινὶ ἐμφερής , ὡς καὶ ἐκλιπόντι τῷ ποταμῷ συνεκλείπειν . Ἄνοιξιν |
| ʹ : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἐπιτέλλει . ὡρῶν ιε : Κύων ἑῷος δύνει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ | ||
| ἐπὶ πλέον ἄχρι παρ ' αὐτὸν Κρητῆρα , φθάμενος δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς : |
| ' ἀπαγγελῶν ἄρα ; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . . | ||
| χρωμένουϲ . εἰ δ ' ἐπὶ τούτοιϲ βέλτιον διατεθῶϲι , κόμην ἀψινθίου ἐν μελικράτῳ ϲυνέψονταϲ διδόναι πίνειν καὶ παντοίωϲ ῥωννύναι |
| δέ οἱ ἄκρα κάρηνα ἀντία δινεύει , σκαιῷ δ ' ἐπελήλαται ὤμῳ Αἲξ ἱερή , τὴν μέν τε λόγος Διὶ | ||
| χεῖρες ἐκείνῃ . Ἀλλ ' ἄρα οἱ καὶ κρατὶ πέλωρ ἐπελήλαται Ἵππος γαστέρι νειαίρῃ : ξυνὸς δ ' ἐπιλάμπεται ἀστὴρ |
| κατέβη εἰς τοὺς περὶ ἐτεοκλέα καὶ πολυνείκην : πόσιν . λάιος ? ? ? ? ? * αἵ θ ' | ||
| ταῦτα παθεῖν καὶ ? ? ? γένει : ὁ γὰρ λάιος φησὶ γνοὺς μὴ κατὰ βούλησιν θεῶν γεγονότα με κατηγορήσατο |
| ποθέν . ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι . ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ ' οἰκτίρομεν καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν | ||
| θέρμη λεπτή τις ἐνῆν αὐτῷ . Αὐδέλλῳ πληγέντι ἐς τὸν νῶτον , πνεῦμα πουλὺ κατὰ τὸ τρῶμα μετὰ ψόφου ἐχώρει |
| : βούλω βαρύνεται . τὸ δὲ οὐλῶ περισπᾶται , ὅτι οὐλή , καὶ τὸ δουλῶ , ὅτι δοῦλος . Τὰ | ||
| σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ οὐλή , περιθέων δὲ καὶ τὴν ἀρχαίαν βιοτὴν ἔχων ἔοικε |
| Θεράπνη πόλις Λακωνική . θάτερος δὲ ἤγουν ὁ ἕτερος ὁ Κηφεὺς ὁ ἀπὸ τοῦ Ὠλένου τῆς Δύμης τε τῶν Ἀχαϊκῶν | ||
| , ὡς ἡμιπήχιον προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ὁ Κηφεὺς ἐν τρισὶν ἔγγιστα τεταρτημορίοις ὥρας μιᾶς . Τῆς δὲ |
| πάντα καὶ ἔγχνοα , τοῖα κονίης ἢ καὶ ἀπὸ σπληδοῖο φαείνεται ὅστις ἐπαύρῃ . τῷ ἴκελος Περσεῖος ὑποτρέφεται πετάλοισι , | ||
| ἢ ὡς ἐκεῖνός φησι γράφεσθαι : „ ἢ Κριῷ ἀνιόντι φαείνεται ἢ ἐπὶ Ταύρῳ , ” ἢ νὴ Δία , |
| χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον Ἀντινόοιο . ΠΥΛΕΩΝ . οὕτως καλεῖται ὁ | ||
| συγκυλίνδεται τῇ γυναικί , τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον |
| δ ' ὁ Κυθήριος ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Δείπνῳ φησίν πίνετο νεκτάρεον πῶμ ' ἐν χρυσέαις προτομαῖς ταύρων κεραστῶν , ἔβρεχον | ||
| Βρόμιος γάνος τόδε δοὺς ἐπὶ τέρψιν πάντας ἄγει . πίνετο νεκτάρεον πῶμ ' ἐν χρυσέαις προτομαῖς † τε ἄλλων † |
| , ὀδύνης ἐπιτεταμένης οὔσης , οὐ δύναται μέγα διασταλῆναι ὁ θώραξ , ἢ ὅτι ὑπόκειται φλεγμονὴ ἐν τῷ θώρακι καὶ | ||
| κόραξ ὦ κόραξ , ὁ Φαίαξ ὦ Φαίαξ , ὁ θώραξ ὦ θώραξ , ὁ τέττιξ ὦ τέττιξ , ὁ |