. Διονύσιος δὲ πλατάνου φύλλῳ ἀπεικάζει λέγων οὕτως ” εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ „ . ] ὁ οἰκήτωρ Πελοποννήσιος .
εὖρον . Πέλοπος δ ' ἐπὶ νῆσος ὀπηδεῖ , εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ . ἄκρῳ μὲν γὰρ ἔοικεν ἐεργόμενος στενὸς
7656730 μυουριζοντι
καὶ Θεσπρωτούς . Πόλις δέ ἐστιν Ἠπείρου . Εἰδομένη πλατάνοιο μυουρίζοντι πετήλῳ ] Τῆς γὰρ κατὰ τὴν Πελοπόννησον ἠπείρου ἡ
τῷ κλάδῳ τοῦ φύλλου , τῷ προσπεφυκότι τῷ φύλλῳ : μυουρίζοντι δὲ λεπτοτάτῳ κατὰ τὸ ἄκρον : μυούρους γὰρ ἔλεγον
6264134 λυθρος
πνευμάτιον καὶ τὸ ἡγεμονικόν . τῶν μὲν σαρκίων καταφρόνησον : λύθρος καὶ ὀστάρια καὶ κροκύφαντος , ἐκ νεύρων , φλεβίων
: ἑκὰς δ ' ἐρυθαίνεται ὕδωρ ξανθῆς ἐκ κονίης , λύθρος δ ' ἔχει ὥστε θάλασσαν , ὣς τότε κητείοιο
5962807 αὐαινηται
μέν γε ὕλην , ἔφην ἐγώ , καταβάλλειν , ὡς αὐαίνηται , ἐπιπολῆς , τὴν δὲ γῆν στρέφειν , ὡς
ἤδη σφίσι τὰ σπέρματα ἐν τῇ γῇ καὶ τὰ δένδρα αὐαίνηται , τηνικαῦτα ὁ ἱερεὺς τοῦ Λυκαίου Διὸς προσευξάμενος ἐς
5900989 φυλλῳ
εἶτα κούφωϲ ἀμυχαῖϲ χρηϲάμενοϲ καὶ κρομύῳ ἢ ϲκίλλῃ ἢ ϲυκῆϲ φύλλῳ ἀναξύϲαϲ ἐπίχριε ἀνατρίβων τὸ φάρμακον , καὶ λουϲαμένῳ ,
πετήλῳ ] Τῆς γὰρ κατὰ τὴν Πελοπόννησον ἠπείρου ἡ περίμετρος φύλλῳ πλατάνου ἔοικεν , ὁ δὲ ἰσθμὸς τῷ κλάδῳ τοῦ
5895020 κοψαις
βάτος διὰ τὸ ἄβατος εἶναι , ὡς ἀκανθώδης κολούσαις ] κόψαις γυμνώσειας ] γύμνωσον εὐτρεφέος ] θρεπτικοῦ νέα δὲ τέρφη
ἑψήσαντα δοῦναι πιεῖν . τοῦτο γὰρ παραδεκτέον καυλέα ] βλαστόν κόψαις ] τρίψας κόψαις ] λείωσον πετάλοισι ] φύλλοις περιβρίθοντα
5842054 ῥοδου
, ἔν θ ' ὑακίνθωι , ἔν τε ἴωι θαλέθοντι ῥόδου τ ' ἐνὶ ἄνθεϊ καλῶι ἡδέι νεκταρέωι , ἔν
βλέπουσά γε τὸν χθὲς μὲν ἄκανθαν , σήμερον δὲ τοῦ ῥόδου ἔσχον ὑγίειαν τῶν ποθούντων φαρμάκων . Γλυκὺ Θησέως τὸ
5776517 τευχεϊ
ὠλίσθηναν ἐνιχρίμψαντε καρείοις : ἁδρύνει δὲ βλάστα βαθεῖ ' ἐν τεύχεϊ κόπρος , σαμψύχου λιβάνου τε νέας κλάδας ἠδ '
. . . . ἁδρύνει δὲ βλαστὰ βαθεῖ ' ἐν τεύχεϊ κόπρος σαμψύχου λιβάνου τε νέας κλάδας ἠδ ' ὅσα
5686280 κλαδῳ
: καταχρηστικῶς δὲ καὶ πᾶσα ἱκεσία . ἐχρῶντο δὲ ἐλαΐνῳ κλάδῳ , ἵνα διὰ τούτου πρὸς ἔλεον τοὺς δικαστὰς ἕλκωσι
κατὰ μεταπλασμὸν πολυπάταγι ἀναβιβάζει : . τὸ δὲ κλάδος κλάδου κλάδῳ καὶ κατὰ μεταπλασμὸν κλαδί καταβιβάζει διὰ τὴν δισυλλαβίαν ,
5682149 πλατανου
ἕως Αἰγίου στάδια ͵αυʹ . Ἔχει δὲ ὅμοιον σχῆμα φύλλῳ πλατάνου , κόλποις μεγάλοις τεμνομένη . Συνάγεται μὲν εἰς τὸν
, ἐρέβινθος ἄγριος , κύμινον αἰθιοπικὸν , κεδρίδες λεῖαι , πλατάνου φλοιὸς , καὶ τὸ σπέρμα τῆς τριφύλλου πόας :
5656498 δρυος
ἀπό . ἐπὶ μὲν τῆς προθέσεως “ οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐστι παλαιφάτου οὐδ ' ἀπὸ πέτρης , ” ἀντὶ
ἐκεῖνα ποιείτω : φύλλα τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος δρυός , τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ , ἀλλὰ σὺν αὐτοῖς
5540057 βοτρυος
νῦν εἰρημένον ὅτι εἰς τὴν σάρκα ἡ δύναμις , τοῦ βότρυος δ ' ὁ χυλὸς ἐν αὐτῇ τῇ σαρκὶ καὶ
αὐτοῖς τὸ θέρος παρεῖχε . Μετοπώρου δὲ ἀκμάζοντος καὶ τοῦ βότρυος , Τύριοι λῃσταὶ Καρικὴν ἔχοντες ἡμιολίαν , ὡς ἂν
5536590 καλαμος
λύρας καὶ ? [ ] Φρύγιος ? ? [ ] κάλαμος , τὰ δὲ ταύρεα ? ? ? ? τύμπανα
περὶ τὸν Στρυμόνα : σχεδὸν δὲ ἐν τοσούτῳ καὶ ὁ κάλαμος καὶ τὰ ἄλλα . ὑπερέχει δὲ οὐθὲν αὐτοῦ πλὴν
5535365 πευκης
” . ΓΘ οὐδέ ] ἄρξει . Γ εἴπερ ἐκ πεύκης γε κἀγώ : ὡσανεὶ ἔλεγεν “ εἴπερ ἐξ ἀνθρώπων
οἱ ὄζοι πυκνότατοι καὶ στερεώτατοι μόνον οὐ διαφανεῖς ἐλάτης καὶ πεύκης καὶ τῷ χρώματι δᾳδώδεις καὶ μάλιστα διάφοροι τοῦ ξύλου
5503470 σχιζομεναι
νῆσοι αἱ κατ ' ἄλλο καὶ ἄλλο μέρος τῆς θαλάττης σχιζόμεναι , Αἰγαῖος ὑπὲρ αὐτῶν ἐδείκνυτο εἶναι ἡ θάλαττα ,
' ὁπότ ' ἀκτίνων αἱ μὲν νότον αἱ δὲ βορῆα σχιζόμεναι βάλλωσι , τὰ δ ' αὖ περὶ μέσσα φαείνῃ
5493087 πασσονα
' ὀλίγος γένετ ' ἀνδρός : ὃ δ ' αἰεὶ πάσσονα γυῖα αὐξομένου φορέεσκε πόνου καὶ χροιῇ ἀμείνω . Πῶς
χεῦεν πολὺ κάλλος Ἀθήνη [ μείζονά τ ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα : κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ
5488056 σπεραδος
' ὑσσώπου ὀροδάμνους , πολλάκι δ ' ἀγριόεντα κράδην , σπέραδός τε σελίνου Ἴσθμιον , ᾧ θ ' ὑπὸ κοῦρον
ὑσσώπου ] εἶδος βοτάνης κράδην δέ , τὴν ἀγρίαν συκῆν σπέραδός τε σελίνου : τοῦ ὀρεοσελίνου , φησί , καλουμένου
5483766 καλαμου
ἀγαγόντες δὲ εἰς τὰς κώμας τοὺς ἁλόντας τοῦ τε χλωροῦ καλάμου καὶ τῆς πόας τὰ πρῶτα ἐμφαγεῖν ἔδοσαν , οἳ
τε τυγχάνουσι μετὰ τὸν ἔμετον λαμβάνοντες ἄκρατον πολὺν , καὶ καλάμου ῥίζης ⋖ βʹ , ἢ κυπείρου τὸ αὐτό :
5476810 γαστερος
ἀναστήσωσιν ἀειρομένῳ χρεμετισμῷ . οἱ δ ' ἕτεροι γλαφυρῆς ἀπὸ γαστέρος ἔρρεον ἵππου , τευχησταὶ βασιλῆες , ἀπὸ δρυὸς οἷα
λίχνον ἐν θηρσὶν γένος , λύκοι , κόρον σπεύδοντες εὑρεῖν γαστέρος , βαίνουσιν ὀργῇ καὶ κενώσει κοιλίας πρὸ τοῦ φθάσαι
5471035 λευκης
αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύας . Πρωτεὺς δ ' ὅτ
τὴν κοινὴν ἐκτροχάσομεν . Δεῖ τοίνυν καρκίνους ποταμίους ἐπὶ κληματίδος λευκῆς ἀμπέλου καῦσαι , καὶ τὴν τέφραν αὐτῶν λειοτριβήσαντα ἔχειν
5470670 χρωτ
παντοτρόφον Αἰθιόπων , ἵν ' ὁ παντόπτας „ Ἥλιος αἰεὶ χρῶτ ' ἀθάνατον κάματόν θ ' ἵππων ” θερμαῖς ὕδατος
λίμναν παντοτρόφον Αἰθιόπων , ἵν ' ὁ παντόπτας Ἥλιος αἰεὶ χρῶτ ' ἀθάνατον κάματόν θ ' ἵππων θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ
5457157 παμφανοωντι
θοὴν ἐπὶ νῆα : φέρον δέ μιν ὠκέα γυῖα ἀστέρι παμφανόωντι πανείκελον . Ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ ἕσπεθ
, εὐτύκτοισιν ἀρηρεμένας σανίδεσσιν : ἔνθα μιν Ἰφινόη κλισμῷ ἔνι παμφανόωντι ἐσσυμένως καλῆς διὰ παστάδος εἷσεν ἄγουσα ἀντία δεσποίνης .
5432984 πιτυος
δὲ διερὸν τὸ ῥάκος γένηται , ἕτερον περιελίσσειν . Τῆς πίτυος τὸν φλοιὸν καὶ τοῦ ῥοῦ τὰ φύλλα ἐμβάλλων ,
, μάννης τρίτον μέρος , καὶ σχοίνου ὀλίγον , ἢ πίτυος , ἢ κυπαρίσσου διεὶς ὕδατι πίνειν δίδου δὶς τῆς
5432606 τρυγη
ἀλέγω ὀρέγω . πρόσκειται ” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη τρυγῶ , στύξ στυγῶ , ἄλγος ἀλγῶ , σιγή
: εἰ μὲν παρὰ τὴν τρύγην , οὐ πλεονάζει : τρύγη δέ ἐστιν ὁ Δημητριακὸς καρπός : † Λυκόφρων :
5432592 χευῃ
νεοβλάστοιο κάμωνος , ὄφρα ποτὸν νέποδός τε κακοῦ ἐκ φύρματα χεύῃ : ἄλλοτε βρωμήεντος ἀμελγόμενος γάλα πίνοι , ἠὲ χύτρῳ
' ἄλλοθεν ἄλλα κάββαλεν , ἠύτε φύλλα μένος κρατεροῦ Βορέαο χεύῃ , ὅτ ' ἀνυμένου θέρεος μετὰ χεῖμα τράπηται :
5431907 ἀμμιγα
καὶ σκιεροῦ κάτθες ὑπὲρ δαπέδου . αὐτίκα δὲ σκίλλην τριχοειδέσιν ἄμμιγα φλοιοῖς σταιτὶ περιπλάσσας θάλπε κατὰ φλογιῆς , ὄφρα κεν
μετὰ θερμοῦ οἴνου ἔργα ] τοὺς κόπους διαθρύπτοιο ] διαθρύψαιο ἄμμιγα ] ὁμοῦ ἄμμιγα ] τῷ οἴνῳ ποιπνύων ] κατὰ
5425884 ῥοος
ἐς Λιβύην ὁρόωσα . τὸν δὲ μετ ' ἐκδέχεται Γαλάτης ῥόος , ἔνθα τε γαῖα Μασσαλίη τετάνυσται , ἐπίστροφον ὅρμον
καὶ χωλαὶ ἐκ ταύτης τῆς νούσου γίνονται . Ὁκόταν δὲ ῥόος λευκὸς ἐγγένηται , οἷον ὄνου οὖρον φαίνεται , καὶ
5402503 ῥιζεα
. καί τε σύ γ ' ἠρύγγοιο καὶ ἀνθήεντος ἀκάνθου ῥίζεα λειήναιο , φέροις δ ' ἰσορρεπὲς ἄχθος ἀμφοῖιν κλώθοντος
ἠὲ μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις σκορπιόεντα χαδὼν ψαθυρῆς ἐκ ῥίζεα γαίης αἰὲν κεντρήεντα : πόη γε μὲν ὕψι τέθηλεν
5402229 αὐρη
καὶ πρὸϲ ἄρκτον ὁ οἶκοϲ : εἰ δὲ καὶ εἴη αὔρη Βορέου ψυχρὴ ἐπιπνείουϲα , ζωγρήϲει κακῶϲ κεκαφηότα θυμόν .
μήτ ' ἐπὶ λουτρὰ βάλῃς χροΐ , μή σε καὶ αὔρη πημήνῃ τερπνῆς ἐντὸς ἐόντα μέθης . φεῦγε δ '
5381787 νεβρου
] μεμιγμένην φύρσιμον ] φυραθεῖσαν , διαλυθεῖσαν ἠθήσαιο ] διύλισον νεβροῦ ] ἐλάφου εὐσκάρθμοιο ] εὐκινήτου εὐσκάρθμοιο ] τοῦ ταχέος
χρήσιμος τοῦ λαγωοῦ , καὶ μετά τοι ταύτην ἡ τοῦ νεβροῦ , ἀμφότεραι μέντοι φυραθεῖσαι οἴνῳ , ἑκατέρα δὲ καὶ
5375354 καυλος
' Ὁμήρῳ λειμών . ἀσφόδελος βοτάνη πλατύφυλλος , ἧς ὁ καυλὸς καλεῖται ἀνθέρικος . καὶ Ἡσίοδος : οὐδ ' ὅσον
Καὶ τὸ φύλλον δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν αὐτοῦ πολλῆς
5375217 ῥους
βαλαύστιόν τε καὶ κύτινοι καὶ κηκῖδες ὀμφακίτιδες καὶ στυπτηρία καὶ ῥοῦς καὶ γλαύκιον καὶ ἀφέψημα μυρσίνης καὶ σχιστῆς : συμπεφθείσης
ὀρῶν ἐπέβη , ἀφ ' ὧντινων ὀρῶν βάσιν ὁ μέγας ῥοῦς τοῦ ἀνατολικοῦ ὠκεανοῦ φέρεται . Ἐκεῖσε δύο στήλας περὶ
5374815 βρωθεισα
καὶ πλέον ἐκχυθεῖσα τὸν ἐν αὐτῇ χυλὸν κἄπειθ ' οὕτως βρωθεῖσα μᾶλλον ἐπέχει τὴν γαστέρα . καὶ οὐδὲν θαυμαστόν ,
σαρδώνιος λεγομένη πόα , βατραχίου εἶδος οὖσα , ποθεῖσα ἢ βρωθεῖσα , παραφορὰν διανοίας ἐπιφέρει καὶ σπάσματα μετὰ συνολκῆς χειλέων
5365220 καρπῳ
ἀλλὰ καὶ τοῖς φύλλοις : καὶ πολὺ μᾶλλον ἔτι τῷ καρπῷ . Ἄρον ῥυπτικῆς ἐστι δυνάμεως οὐκ ἰσχυρᾶς , ὥσπερ
ἐκκόπτεσθαι δὲ τὸ λεπτότερον , ἐὰν μὲν κάτω γένηται πρὸς καρπῷ ἡ ὑποφορά , τὸ τοῦ πήχεως , ἐὰν δ
5326680 λιβανωτις
μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαινα , θλασθεῖσα δὲ λευκή . Ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἄκαρπος , κατὰ πάντα ὁμοία οὖσα ταῖς
λιθόσπορον ἤτοι παλιούρου σπέρμαν . λιβανωτὸν ἤτοι τὸ λίβανον . λιβανωτὶς ἤτοι τὸ δενδρολίβανον . λινόζωστις ἤτοι τὸ παρθένιον .
5302117 σκορδου
ἰάσεις τῷ δακτυλίῳ περιάπτων . Κεκαυμένη δὲ ὅλη καὶ μετὰ σκόρδου ἐνωθεῖσα καὶ συντριβεῖσα , σιδηρᾶ βέλη καὶ ἀκίδας καὶ
ἐλελισφάκου , πρασίου , ἀρτεμισίας , κενταυρίου , δικτάμνου , σκόρδου καὶ πολίου , ὑποτιθεμένης τῆς χύτρας τῷ δίφρῳ ,
5270442 πευκεδανον
δαϊζομένου βελέεσσιν . ἐν δέ οἱ ὠτειλῇσιν ἀφυσσάμενοι ῥόον ἄντλου πευκεδανὸν στάζους ' : ἡ δ ' ἕλκεσι μισγομένη ἃλς
, καὶ ἐν αὐταῖς . Ὄφεις δὲ ἐξελάσεις , ἐὰν πευκεδανὸν θυμιάσῃς . Κατασκευάζειν χρὴ οἶκον ἐν καιροῖς εὐδιεινοῖς ,
5258072 μηκωνος
ἀνώδυνον ἐπίθεμα κατ ' αὐτοὺς τοὺς παροξυσμοὺς χρωμένων : ὀποῦ μήκωνος , κρόκου ἀνὰ ⋖ δ λειώσας μετὰ γάλακτος βοείου
' ἱκανῶς ψύχειν πέφυκεν . οὕτω δὲ καὶ τὸ τῆς μήκωνος σπέρμα καὶ τὸ τοῦ κωνείου , καίτοι τοῦτο σφοδρότατον
5254242 καλλιπαρθενοι
κατ ' αἰθέρα : καὶ ἐν Ἑλένηι Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί , / ὃς ἀντὶ δίας ψεκάδος Αἰγύπτου πέδον
ἕως ἂν τῶν πρυτάνεών τις φανῇ . Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς
5252902 λιπαρῳ
καθιέμενον ἢ πτερόν , ἐὰν ἑτοίμως ὑπακούσῃς , καὶ λιπανθέντος λιπαρῷ τινι ἐλαίῳ , τὴν ἐπιγλωσσίδα παραπιέζειν δεῖ κατὰ σχίσιν
τοῦ ϲώματοϲ , ἐμβάϲει δηκτικωτέρᾳ ἐνδιάτριβε : ἐξελθὼν δὲ οἰνελαίῳ λιπαρῷ περιαντληθεὶϲ καὶ περιμαξάμενοϲ , ϲκέπε τὸ ἰϲχίον ἐρίοιϲ καθαροῖϲ
5246958 καταβαλλεο
: ἐν μὲν γὰρ μυελοῖο νεοσφαγέος ἐλάφοιο δραχμάων τρίφατον δεκάδος καταβάλλεο βρῖθος , ἐν δὲ τρίτην ῥοδέου μοῖραν χοός ,
καὶ ἑρπύλλοιο φιλοζώοιο πέτηλα εὐφίμου τ ' ἀπὸ καρπὸν ἅλις καταβάλλεο μύρτου : ἢ καί που σιδόεντος ἀποβρέξαιο κάλυμμα καρπείου
5229655 ἀρωματοφορος
πλὴν θέρους , οὐ πολὺ ἀμείνων τῆς τῶν Ἰχθυοφάγων : ἀρωματοφόρος δὲ νάρδου μάλιστα καὶ σμύρνης , ὥστε τὴν Ἀλεξάνδρου
Ἀντιοχείας . Δύο δέ εἰσιν Ἀραβίαι , ἡ μὲν ἑῴα ἀρωματοφόρος , μεταξὺ Περσικῆς καὶ Ἀραβικῆς θαλάσσης , ἡ δὲ
5207623 σχινινης
λιβανωτίδες αἱ τρεῖς , μαστίχη Χία , τερμινθίνη μᾶλλον τῆς σχινίνης , κολοφωνία ἡ παραπλησία τῇ Χίᾳ μαστίχῃ , ὀποπάναξ
χηνὸς μυελὸν ὅσον κάρυον , κηρὸν ὅσον κύαμον , ῥητίνης σχινίνης ἢ τερεβινθίνης ὅσον κύαμον , ταῦτα τήξας ἐν μύρῳ
5201980 νηδυν
σικύοιο : τοῦ ἀγριοσύκου τοῦ ἀγρίου σύκου νηδὺν δέ τὴν νηδὺν καίπερ βαρυνομένην ταῖς ἀνίαις καὶ τὰ ἑξῆς . *
ἢ ' πίκωμος ἢ μαζαγρέτας , Ἅιδου τραπεζεύς , ἀκρατέα νηδὺν ἔχων . ἐπεὶ δὲ τοσούτων λεχθέντων μηδὲν ἀποκρίνεται ,
5196516 ἐλατης
δὲ ἔλαιον ἔχε ἀδηκτότατον διαφορητικόν , ὥσπερ τὸ διὰ τῆς ἐλάτης . καὶ μέντοι καὶ τερεβινθίνης ἔξεστιν ἐμβαλεῖν γο Ϛʹ
μέμνηται δὲ Ξ . ἐν Σίλλοις : ἑστᾶσιν δ ' ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . . . , .
5196188 πυθμενι
εἰς πυθμένα συνηγμένος στενὸν ἔχοντα τρῆμα μέτριον , τῷ δὲ πυθμένι περιέσφιγκται σωλὴν σκύτινος , εἴτε ἄσκωμα δεῖ λέγειν ,
τὸ νευρῶδεϲ τοῦ ϲτομίου , ὥϲπερ οὖν τὸ ἐν τῷ πυθμένι καὶ κατὰ τὸν κόλπον ἀπονώτερόν ἐϲτι , καὶ τοῖϲ
5190619 φλοιος
ῥοδοδάφνη ἀρχομένης , οἶνος ὁ ἱκανῶς παλαιός , ὀνωνίδος ὁ φλοιός , ὀρίγανοι πᾶσαι , ὀποπάναξ , παρωνυχία , πετροσέλινον
κνίδης σπέρμα ἢ κύμινον Αἰθιοπικὸν ἢ κράμβης ῥίζα ἢ ὁ φλοιός : καὶ γὰρ ταῦτα ἀποκτείνει τὰς ἕλμινθας , τὸ
5187248 ἑρσηεντα
τε μύες τε καὶ ἀτρεκὲς οὔνομα σωλὴν ὄστρεά θ ' ἑρσήεντα καὶ ὀκριόεντες ἐχῖνοι : τοὺς εἴ τις καὶ τυτθὰ
ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ ' ὑάκινθον . ποικίλης οὖν πεφωραμένης
5185457 ἀνθος
' ὃ μετέβησαν : τὸ δ ' ἐν νεότητι παραμεῖναν ἄνθος εἰς γῆρας αὐτοὺς μαραίνειν πρόωρον . ἅμα γὰρ ἐν
κατὰ δὲ τὴν ἀρετὴν εὐστοχώτερος : ἀρχὴ δὲ αὐτοῦ ψυχῆς ἄνθος ἐν σώματι διαφαινόμενον : οἷον εἰ ξυνείης καὶ ποταμοῦ
5182926 εὑδε
καὶ Πρίαμος πυκινὰ φρεσὶ μήδε ' ἔχοντες , αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς εὗδε μυχῷ κλισίης ἐϋπήκτου : τῷ δὲ Βρισηῒς παρελέξατο καλλιπάρῃος
κύκλον ἄγωσι , τόσσα μιν ὁρμαίνουσαν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος : εὗδε δ ' ἀνακλινθεῖσα , λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα
5177660 Θειαντιδος
χρίουσι , σμίγοντες τοῖς φρυκτοῖς ὀρόβοις . δάκρυόν φησι τῆς Θειάντιδος κόρης τῆς Μυῤῥίνης , ἥτις ἐρασθεῖσα τοῦ πατρὸς Θείαντος
χρίουσι , σμίγοντες τοῖς φρυκτοῖς ὀρόβοις . δάκρυόν φησι τῆς Θειάντιδος κόρης τῆς Μυῤῥίνης , ἥτις ἐρασθεῖσα τοῦ πατρὸς Θείαντος
5165802 Ἑκαμηδη
πινόμενα λέγει ὁ ποιητής : τοῖσι δὲ τεῦχε κυκεῶ ἐυπλόκαμος Ἑκαμήδη . . . ἣ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροίηλε τράπεζαν
ὁ ποιητὴς ἐν τῷ : τοῖσι δὲ τεῦχε κυκεῶ ἐυπλόκαμος Ἑκαμήδη καὶ τὰ ἑξῆς . τὸ δέ : ἄλλος μὲν
5160633 ποντικον
. δάφνηϲ ὁ τῆϲ ῥίζηϲ φλοιὸϲ ϲὺν οἴνῳ : ῥέον ποντικὸν γλυκυρίζηϲ χυλὸϲ ἀμύγδαλα τὰ πικρὰ μάλιϲτα πιϲτάκια ἀψινθίου κόμη
τῶν αἱμοπτοϊκῶν καὶ ταύταις διδόμενα , τῶν μὲν ἁπλῶν ῥέον ποντικὸν , σάμιος ἀστὴρ , λημνία σφραγὶς μετὰ χυλοῦ ἀρνογλώσσου
5159808 Λεπιϲ
καθαιρετικῆϲ τε καὶ διαφορητικῆϲ : μετέχει δὲ καὶ ϲτύψεωϲ . Λεπὶϲ χαλκοῦ καὶ ϲιδήρου . Λεπὶϲ ἡ μέν τίϲ ἐϲτι
καρδάμῳ κατὰ τὴν δύναμιν , ἧττον δὲ αὐτοῦ ξηραίνει . Λεπὶϲ πᾶϲα μὲν ἰϲχυρῶϲ τε ξηραίνει καὶ ϲτύφει καὶ δακνώδηϲ
5150925 μολιβδου
ἐὰν δέ τι μέλλῃ πάσχειν , εὑρήσεις τὸ πέταλον τοῦ μολίβδου λευκαινόμενον , καὶ λεπίδας ἔχον ψιμυθοειδεῖς . ἐὰν κασσίτερος
καὶ τὰ μὲν γόμφοις καταλαβόντας ἔξωθεν , τῶν δὲ θερμοῦ μολίβδου καταχεαμένους , ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἐξενεγκεῖν καὶ μεθεῖναι διὰ
5148134 πρεμνον
λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ ἔπι πουλύν αἰῶνα τρίβεσκε διηνεκές
ῥίζας , ἢ μίλτον ὕδατι διείς , καὶ περιχρίων τὸ πρέμνον . Ὅτε τὴν συκῆν φυτεύεις , ἔμβαλλε εἰς ἄκρας
5140222 κεδρου
, ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' εὐκεάτοιο θύου τ ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
ἀρτίως ἐδηδεσμέναι οἷα ] ὥσπερ καρφεῖα ] ὁ καρπὸς τῆς κέδρου νέον ] νεωστί βεβρωμένα ] κεκομμένα βεβρωμένα ] ἐσθιόμενα
5138206 κνιδη
διαλυτικὰ πάχεοϲ , ϲμηγματώδεα : λαχάνων πράϲον ἢ κορωνόπουϲ ἢ κνίδη ἢ κράμβη ἐν ὄξεϊ ἑψηθεῖϲα . ϲιτηρῶν δὲ πτιϲάνηϲ
ἑνὶ φωνήεντι βαρύνεται : Σίφη ἀγρίφη ἀκα - λήφη ἡ κνίδη . τὸ δὲ ἀλοιφή ὀξύνεται δύο φωνήεντα ἔχον .
5137312 χροα
, ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν
λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν
5135910 ἰῳ
δ ' ὅ γε τόξα τιτύσκετο : τὸν δὲ παραφθὰς ἰῷ ἐυγλώχινι βάλεν βουβῶνος ὕπερθε Ποίαντος φίλος υἱός . Ὃ
ὁ ἐχῖνος τὸν ὄφιν σφαιρικῶς εἱλεῖται , ἐπειγόμενος δὲ τῷ ἰῷ ἀναιρεῖν αὐτὸν ὁ ὄφις καὶ θυμῷ σφίγγων ἑαυτὸν ἀναιρεῖ
5126429 ὀμφακος
ἐπὶ τοῦ εἰς ὄξος μεταβάλλοντος οἴνου καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ὄμφακος εἰς γλυκὺν χυμὸν μεταβαλλούσης σταφυλῆς ἢ τοῦ ἄλλοτ '
“ εὗδον Βορέω ὑπιωγῇ . ” ὑποπερκάζουσι μεταβάλλουσιν ἀπὸ τοῦ ὄμφακος . ὑπεκπροθέων ὑπεκτρέχων . ὑπὲρ τοκήων κατὰ τῶν γονέων
5113427 κηρος
θ καὶ μαλακίζεσθαι , οὐχὶ μαλθακίζεσθαι . μάλθη : μεμαλαγμένος κηρὸς ὁ ἐν τῷ γραμματείῳ , ἐν ᾧ γράφουσι διά
πεπονθέναι δὲ δύναταί τι καὶ ἄνευ αἰσθήσεως , οἷον ὁ κηρὸς τακεὶς καὶ ὁ πηλὸς ξηρανθείς . ὁμοίως δὲ καὶ
5107616 ὀπαζεο
. ἀλλὰ σὺ πολλάκι μὲν σταδίην εὐανθέα νάρδου ῥιζίδα θυλακόεσσαν ὀπάζεο τήν τε Κίλισσαι πρηόνες ἀλδαίνουσι παρὰ πλημμυρίδα Κέστρου ,
μίσγοιτο ποτῷ ἔνι κιρράδος οἴνης . ναὶ μὴν καὶ τρίσφυλλον ὀπάζεο κνωψὶν ἀρωγήν ἠέ που ἐν τρήχοντι πάγῳ ἢ ἀποσφάγι
5098533 λωτου
. τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ τῶνδε , κέδρων κυπαρίττου λωτοῦ πύξου : τὰ δ ' ἐλάττω καὶ ἐκ τῶν
καὶ ἡμῶν , εἰ μή σε κατὰ τὸν Ὀδυσσέα τοῦ λωτοῦ ἀποσπάσαντες ἐπὶ τὰς συνήθεις διατριβὰς ἐπανάξομεν πρὶν λάθῃς τελέως
5090800 βλαστα
. . . . . . . . ἁδρύνει δὲ βλαστὰ βαθεῖ ' ἐν τεύχεϊ κόπρος σαμψύχου λιβάνου τε νέας
ἆσαι δὲ ῥάδικα κακοχλοίοιο κονύζης , ἢ πέπεριν τά τε βλαστὰ κατασμώξαιο βάτοιο , καί κεν πηγνυμένοιο χύσιν διὰ ῥεῖα
5085049 μελαινης
εἰ ζῇ δηλονότι . λαμπρὰν . ἡμέραν . σκοτεινῆς . μελαίνης . Ἀρτεμβάρης ] ὁ . πολλῆς . ἤγουν δέκα
ἐπιχέας , ἅλας δοὺς μουσικῶς , μήκωνος ἐπιπάσας ἄνω κόκκους μελαίνης τετταράκοντα τὸν ἀριθμόν , περὶ τὴν Σκυθίαν ἔπαυσε τὴν
5081406 ταμων
μὲν βαθείην τομὴν κατὰ τὸν νεφρόν : κἢν μὲν τύχῃς ταμὼν , παραχρῆμα ὑγιέα ποιήσεις : ἢν δὲ ἁμάρτῃς ,
ἥψασθε τραπέζης , ἦ τ ' ἂν ἀπὸ γλώσσας τε ταμὼν καὶ χεῖρε κεάσσας ἀμφοτέρας , οἴοισιν ἀποπροέηκα πόδεσσιν ,
5074809 ὀξυακανθης
βασιλικὸς ἀσπάραγος καὶ ὁ ἕλειος καὶ ὀξυμύρσινος καὶ χαμαιδάφνης καὶ ὀξυακάνθης καὶ βρυωνίας . βολβοὶ εἰς ὄρεξιν ἐπεγείρουσι καὶ κάππαρις
ὁ βασιλικὸς ἀσπάραγος καὶ ὁ ἕλειος καὶ ὀξυμύρσινος καὶ χαμαιδάφνης ὀξυακάνθης τε καὶ βρυωνίας . βολβοὶ εἰς ὄρεξιν ἐπεγείρουσιν ,
5070316 ἐπιθυμον
καλὴν ϲύϲταϲιν , ἄραϲ ἀπὸ τοῦ πυρὸϲ πρόϲπλεκε αὐτῷ ϲκαμμωνίαν ἐπίθυμον ἀγαρικὸν καὶ δίδου # Γ μεθ ' ὕδατοϲ θερμοῦ
μετέπειτα δὲ καὶ πολυποδίου ῥίζαϲ τεθλαϲμέναϲ ϲυνέψειν τοῖϲ πιτύροιϲ καὶ ἐπίθυμον . μετὰ δὲ τρεῖϲ ἡμέραϲ τοῦ κλυϲτῆροϲ δοτέον αὐτοῖϲ
5069944 ὀσμη
καὶ ἐκδεχόμενος τὴν ἔλευσιν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ . καὶ ἰδοὺ ὀσμὴ εὐωδίας ἤρχετο πρὸς αὐτὸν , καὶ φωτὸς ἀπαύγασμα :
ὁ τοῦ χρώματος τῷ σώματι τροπὴν ἐμποιήσας , οὐδὲ ἡ ὀσμὴ ἀλλὰ τὸ κινηθὲν ὑπὸ τῆς ὀσμῆς , καὶ ὁ
5065704 χελωνη
ἀμώμων καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς υ ἀμύμων , ὡς χελώνη χελύνη , . , . , . Ἄμυκος :
δέ ἐστιν ὅ τε σαῦρος καὶ ἡ σαλαμάνδρα καὶ ἡ χελώνη καὶ ὁ κροκόδειλος καὶ τὸ τῶν ὄφεων πᾶν γένος
5061409 δυσωδους
ἔστιν ὁ ὄγκος . καὶ ἡ ὄσφρησις εὐώδους μόνον ἢ δυσώδους ἐστὶ κριτήριον : ἀλλ ' οὐθεὶς οὕτως ἐστὶν ἄφρων
ὑπάρχει κατωνομασμένα ἔξω δυοῖν τοῖν γενικωτάτοιν , εὐώδους τε καὶ δυσώδους , ἅπερ τὴν τοῦ ἀλγεινοῦ τε καὶ ἡδέος ἔχει
5059758 ναρκισσου
ναρκίσσου . [ κϚʹ . ] κεʹ . περὶ φυτείας ναρκίσσου . [ κζʹ . ] κϚʹ . περὶ κρόκου
τετριμμένη μετὰ μέλιτος . οἱ δ ' ἰσχυροτέρῳ βουλόμενοι χρῆσθαι ναρκίσσου βολβὸν ἑψήσαντες ἐν ὕδατι τούτῳ κεραννύουσι τὸν οἶνον .
5054243 παχεϊ
δὲ κόψαντα καὶ ϲήϲαντα καλάμῳ ἐμφυϲῆν ἢ καυλῷ πτεροῦ χηνὸϲ παχέϊ . ἀγωγότερον δὲ τῶνδε καὶ βιαιότερον εὐφόρβιον ξύν τινι
ἐφαίνοντο ἐνεοῦσαι ἶνες λευκαὶ καὶ παχεῖαι , εἰλημμέναι ξὺν ἰχῶρι παχέϊ καὶ ἐρυθρῷ , καὶ ἀμφὶ τὸν ὑμένα ἔξωθεν αἱμάλωπες
5051939 χλοερου
ἐξ αὐτῆς ἀναφύσεται πολύκλαδα καὶ πυκνά χλοεροῦ ] τοῦ χλωροῦ χλοεροῦ πρασίοιο : τρία γένη τοῦ πρασίου εἰσί , δηλοῖ
ἅψεα χερσὶν ἐϋσταλέως συνέβαλλεν , οἱ δ ' ἄφαρ ἔζωον χλοεροῦ θ ' ἅπτοντο νομοῖο . ἤδη καὶ θιάσοισιν ἐμέμβλετο
5036362 ἁπαλη
γὰρ τῆς ἀντιφράσεως ὠνόμασται : οὐ γὰρ πραεῖά ἐστι καὶ ἁπαλὴ τῇ ἁφῇ , τραχεῖα δὲ καὶ ἀηδής . τὸ
ἔχουσαν ἔγκιρρον ἐν τῷ μέλανι , ἥτις λεπιζομένη λευκὴ καὶ ἁπαλὴ καὶ ὀποῦ μεστὴ εὑρίσκεται καὶ γλυκεῖα : ἔχει δ
5034606 ἀλσεα
' ἐν ἁρμάτεσσι διφρούχοις ἐγυμνάζοντ ' ἀν ' εὔδι ' ἄλσεα πολλάκι θήραισιν φρένα τερπόμεναι , ἱερόδακρυν λίβανον εὐώδεις τε
νοήσω . ταῦροι , καλὰ νέμεσθ ' , ἵνα παρθένῳ ἄλσεα δείξω . τί ῥέζεις , σατυρίσκε ; τί δ
5033910 ὑακινθινῳ
πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι , κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . αὕτη τε τὰ αὐτὰ λαμβάνουσα ὀνόματα
ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ , καδδὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας , ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας . καὶ πρέπειν γε μᾶλλον τοῖς ἀνδράσι
5022723 Ναρδος
οἴνου κύαθον , ἀπνευστὶ πάρεχε τῷ πληγέντι πίνειν . . Νάρδος ἐστὶ βοτάνη : ὁ σταθμὸς ἔστω ταύτης δραχμή :
ὀρνίθειον . [ Πρὸς τὰς ἐν ὠσὶ φλεγμονάς . ] Νάρδος μετὰ βασιλικοῦ φαρμάκου ἐγχεομένη : εἰ δ ' ἀνύποιστος
5011974 κυτει
νομάζων δὲ ἀντὶ τοῦ νεμόμενος . ἐν στύπει : τῷ κύτει καὶ τῇ γαστρὶ τοῦ ὅλμου : περιφραστικῶς ἀντὶ τοῦ
δὲ τούτων τῶν κακῶν ὁ κλύδων ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ τῷ κύτει τῆς νεὼς τοσοῦτο πλῆθος ἅμμου προσβάλλει καὶ συσσωρεύει παραδόξως
5011488 χλοερον
εὐθὺς φέρει τὸν καρπὸν ἡλίκον φακὸν ἄπεπτον , ἡ δὲ χλοερὸν ἐνέγκασα μετὰ ταῦτα ἐρυθραίνει , καὶ ἅμα τῇ ἀμπέλῳ
ἀκοῦσαί τε καὶ ἰδεῖν ἄνθος ἀπέδειξε καὶ τρυφερώτατόν τι καὶ χλοερὸν ἔαρ ὁ βέλτιστος ἐξ Ἀλεξανδρείας Ἱέραξ , οὕτω πάντα
5008212 οἰνοφορου
: ἡνίκα δ ' ἂν δύνοντος ἐν οὐρανῷ Ὠρίωνος μήτηρ οἰνοφόρου βότρυος χαίτην ἀποβάλλῃ , τῆμος ἔχειν ὀπτὸν σαργὸν τυρῷ
. ἡνίκα δ ' ἂν δύνοντος ἐν οὐρανῷ Ὠρίωνος μήτηρ οἰνοφόρου βότρυος χαίτην ἀποβάλλῃ , τῆμος ἔχειν ὀπτὸν σαργὸν τυρῷ
5007285 πλαττε
ἄλλῳ γλυκυρρίζης χυλοῦ ἢ σπέρματος τραγακάνθης ἴσα ἀναλάμβανε ὕδατι καὶ πλάττε κυάμου μέγεθος καὶ χρῶ . Τὸ τοῦ λυγμοῦ σύμπτωμα
ῥοδίνου ἀνὰ # α : τὰ τηκτὰ καταχέαϲ τῶν ξηρῶν πλάττε ϲφαιρία . ἐπὶ δὲ τῆϲ χρείαϲ ἐλαίου # Ϛ
5004831 ὁλκος
ἐπιδείκνυνται , διερευνᾷ μή τισιν ἀναγκαίαις αἰτίαις ἐνδέδενται , ὧν ὁλκὸς ἡ δύναμις . εἰ γάρ τις , φησί ,
Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ γὰρ ὁλκὸς ἐς δύσιν ἔστραπται πολιῆς ἁλός , ἄχρι κολώνης οὔρεος
4999502 δενδρῳ
στρουθίου συμπλέκεται . Οἱ δὲ σπίνοι καὶ αἱ τρυγόνες ὑπὸ δένδρῳ θηρῶνται , εἰ σύμφυλον ὄρνιν ἐπὶ τοῖς τοῦ δένδρου
μοι δοκεῖ . Ἀετὸν ἰδεῖν ἐπὶ πέτρᾳ καθεζόμενον ἢ ἐπὶ δένδρῳ ἢ ἐπὶ ὑψηλοτάτῳ τόπῳ ἀγαθὸν τοῖς ἐπὶ πρᾶξιν ὁρμῶσι
4999399 δηχθεντι
δραχμή , τῷ οἴνῳ μισγομένη τῷ κιρραίῳ καὶ διδομένη τῷ δηχθέντι πιεῖν , ὠφέλιμος . * ὄχνης : ἀπιδέας *
τινὶ εἰώθεισαν ὡς ἐπίπαν οἱ ἄγριοι κροκόδειλοι νυκτὸς ἐπέρχεσθαι τῷ δηχθέντι , καὶ ὥς φασιν , εἰ ἐνουρήσει τις αὐτῶν
4997110 Ἀνεμωναι
μέντοι πολὺ δραστικώτερος αὐτῆς τῆς πόας ὁ χυλός ἐστιν . Ἀνεμῶναι πᾶσαι δριμείας καὶ ῥυπτικῆς εἰσιν ἐπισπαστικῆς τε καὶ ἀναστομωτικῆς
, θερμαίνει δ ' ἔτι καὶ διατήκει τὰς σάρκας . Ἀνεμῶναι πᾶσαι , ἀναγαλλίδες ἀμφότεραι , δίκταμνον , ἐρέβινθοι ,
4991302 πολυανθεα
θηλυτέρῃσιν ὀρούειν . δοιὰ δ ' ἐπ ' ὠρύγγων τελέθει πολυανθέα κάλλη : τοὶ μὲν γὰρ δειρὴν καλλίτριχά τ '
μόσχον δὲ τὸν κλάδον φησί . γράφεται δὲ πολυαυχέα καὶ πολυανθέα . * στρύχνον : εἶδος βοτάνης εἶδος πόας *
4987620 θυον
δὲ καὶ λεαινόμενον καὶ πριόμενον τὸ ξύλον . Τὸ δὲ θύον , οἱ δὲ θύαν καλοῦσι , παρ ' Ἄμμωνι
λεύκη , δάφνη , πίτυς , κυπάριττος , κέδρος , θύον , ἰτέα , μυρίκη , μυρρίνη : εἰ μὴ
4981638 μαινιδα
ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Ἐλευσῖνι μυστηρίων καὶ τρίγλην καὶ μαινίδα , ὅτι καὶ θαλάττιος ἡ Ἑκάτη . Ἡγήσανδρος δὲ
: εἰ δὲ νήφοντι , μανήσεται . τούτου λύσις : μαινίδα ὀπτὴν δὸς φαγεῖν : μανήσεται ὁ ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰ
4979035 ἀπτηνα
. ἐκ τοῦ γὰρ ἐσορᾶν γίνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν . ἀπτῆνα , τυτθόν , ἄρτι γυμνὸν ὀστράκων ῥῆξαί με καὶ
σχεδίας ὁ Ἀμφίβαιος καὶ Ποσειδῶν ἐκβράσας τὸν Ὀδυσσέα οἷα τυτθὸν ἀπτῆνα σπόρον ἤγουν μικρὸν ἄπτερον νεοσσὸν τῆς δάμαρτος καὶ τῆς
4973286 βατου
τραγάκανθα , ἢ ῥοῦς ἢ κηκὶς ὀμφακίνη ἢ σίδια ἢ βάτου ῥιζῶν ἀφέψημα ἀποτριτωθὲν ἢ λάδανον σὺν οἴνῳ αὐστηρῷ ἢ
λεπτὴν ἐπίπαϲον , ἢ ἀλόην μετ ' οἴνου διακλυζέϲθω ἢ βάτου ῥίζαν οἴνῳ ἀποζεϲθεῖϲαν ἢ ῥοῦν Ϲυριακόν . αἱμαϲϲομένων δὲ
4963388 χιονος
ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῖν , ὅταν διὰ τῆς χιόνος ἄγωσιν : ἄνευ γὰρ τῶν σακίων κατεδύοντο μέχρι τῆς
ῥοαὶ , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ἀρδεύει γύας . πῶς οὖν , ὦ σοφώτατε Εὐριπίδη
4962475 λεπυρον
τῆι ἐν τοῖς ὠιοῖς : ὃν γὰρ ἔχει λόγον τὸ λέπυρον ἐν τῶι ὠιῶι , τοῦτον ἐν τῶι παντὶ ὁ
ἐπὶ παίδων δὲ ποιεῖ καλὰϲ καὶ πυκνὰϲ τὰϲ τρίχαϲ καρύου λέπυρον καυθὲν καὶ τριβὲν καὶ ἐν οἴνῳ καταχριόμενον . Ἄλλο
4961521 βαλαυστιον
προσήκει καὶ ἔξωθεν τῷ στομάχῳ ἐξησθενηκότι τοιούτοις : οἰνάνθη , βαλαύστιον , ῥόδα , κίτυνοι , μύρτοι , σμυρνίου καὶ
καὶ μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα , ἀψίνθιον , βράθυ , βαλαύστιον , τῶν βατίνων ὁ ἄωρος καρπός , παιωνίας ἡ
4959677 ἰος
ἐν Ταμασσῷ , ἐν οἷς τὸ χαλκανθὲς γίνεται καὶ ὁ ἰὸς τοῦ χαλκοῦ , πρὸς τὰς ἰατρικὰς δυνάμεις χρήσιμα .
φίλον τὸν εὐτυχοῦντ ' ἄνευ φθόνων σέβειν . δύσφρων γὰρ ἰὸς καρδίαν προσήμενος ἄχθος διπλοίζει τῷ πεπαμένῳ νόσον : τοῖς
4957958 κομη
τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως . λήμη μὲν γὰρ καὶ κόμη παρῆν τῷ λημᾶν καὶ τῷ κομᾶν , κόμη δὲ
Φοῖνιξ φησίν : Νίνου κάδοι μάχαιρα καὶ κύλιξ αἰχμή , κόμη δὲ τόξα , δήιοι δὲ κρητῆρες , ἵπποι δ
4957819 ὀδμη
, κωλύσει , οἷον κεφαλή ἀκέφαλος , ψυχή ἄψυχος , ὀδμή ἄοδμος , σοφία ἄσοφος : οὕτως οὖν καὶ ἐκ
δριμεῖα λέγεται καὶ ἰσχυρὰ καὶ μαλακὴ καὶ γλυκεῖα καὶ βαρεῖα ὀδμή : κοιναὶ δ ' ἔνιαι τούτων καὶ τῶν κακωδῶν
4955459 ἀγριας
τὴν σκευασίαν ; πότερον χλωρῷ τρίμματι βρέξας , ἢ τῆς ἀγρίας ἅλμης πάσμασι σῶμα λιπάνας πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω ; ἔφα
ὅθεν καὶ τοῖς ὀνειρώττουσι δίδοται . οὕτω δὲ καὶ τῆς ἀγρίας καννάβεως ὁ καρπός , εἰ πλείω ποθείη , ξηραίνει
4953856 πισσα
διὰ τοῦ ντ ἐξενεχθέν , καὶ τὸ Δ μελάντερον ἠΰτε πίσσα : ὅτι δὲ καὶ τοῦ τάλας τάλαντος ἦν ἡ
κόμμι ἐπὶ παιδός , λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν , πίσσα μιγνυμένη κηρωτῇ , θεῖον μετὰ ῥητίνης , σίαλον ἀνθρώπου
4951738 σχοινου
ἐνιαυτόν , εἶθ ' ἑτέρα πάλιν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ σχοίνου καθίεται : τοῦτο δὲ καὶ ἐν τῇ ὄψει φανερὸν
, ἀψινθίου ἀνὰ # δ , κασίας , στύρακος , σχοίνου ἄνθους ἀνὰ # γ . Πίσσης ξηρᾶς # δ

Back