εὐθὺς φέρει τὸν καρπὸν ἡλίκον φακὸν ἄπεπτον , ἡ δὲ χλοερὸν ἐνέγκασα μετὰ ταῦτα ἐρυθραίνει , καὶ ἅμα τῇ ἀμπέλῳ | ||
ἀκοῦσαί τε καὶ ἰδεῖν ἄνθος ἀπέδειξε καὶ τρυφερώτατόν τι καὶ χλοερὸν ἔαρ ὁ βέλτιστος ἐξ Ἀλεξανδρείας Ἱέραξ , οὕτω πάντα |
ἄντρου τῆς μεγάλης πέτρας ἦν τὸ μεσαίτατον . Ἐκ πηγῆς ἀναβλύζον ὕδωρ ῥεῖθρον ἐποίει χεόμενον , ὥστε καὶ λειμὼν πάνυ | ||
κατὰ μέσον ἔρρει τοῦ λειμῶνος τῆς γραφῆς , τὸ μὲν ἀναβλύζον κάτωθεν ἀπὸ τῆς γῆς , τὸ δὲ τοῖς ἄνθεσι |
τε μύες τε καὶ ἀτρεκὲς οὔνομα σωλὴν ὄστρεά θ ' ἑρσήεντα καὶ ὀκριόεντες ἐχῖνοι : τοὺς εἴ τις καὶ τυτθὰ | ||
ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ ' ὑάκινθον . ποικίλης οὖν πεφωραμένης |
Καιροῦ πλοκάμων ἐλεύθερα μόνην τὴν ἐκ γενέσεως βλάστην ἐπιφαίνοντα τῆς τριχός . ἡμεῖς μὲν οὖν ἀφασίᾳ πληγέντες πρὸς τὴν θέαν | ||
ἀνιστάντα δεῖ τὴν τρίχα σοβεῖν τὴν κόνιν κατὰ φύσιν τῆς τριχός : τῶν δ ' ἐν τῇ ῥάχει τριχῶν ἄλλῳ |
ὑστεραίῃ , εἰσῆλθον εἰς οἶκον , καὶ τῇ κοιλίῃ , βαλάνου προστεθείσης , οὐχ ὑπῆλθεν , οὔρησε δὲ σμικρὸν , | ||
εἰώθασιν , ὡς Θουκυδίδης πού φησι ” στυρακίῳ ἀκοντίου ἀντὶ βαλάνου χρησάμενος “ εἰς τὸν μοχλόν . ” Στρωτήρ : |
τακτικώτατον τῶν ἡρώων τῶν καθ ' ἑαυτὸν γεγονέναι ; Ἔχιν ἐχίδνης οἳ μὲν τῷ γένει διαφέρειν , οὐ μέντοι τῇ | ||
εἶθ ' ἑκόντες τοῦτ ' ἀφέντες τὸ χεῖρον ὸ τῆς ἐχίδνης δηχθέντα αἰτιᾶσθαι , μηδεπώποτ ' αὐτὸς δηχθείς . ταῦτα |
καὶ διακριτικὸν ὄψεως διὰ ταῦτά τε ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον λιπαρόν τε φανταζόμενον ἐλαιηρὸν εἶδος , πίττα καὶ κίκι καὶ | ||
: τὸ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς πεπόνθασιν ἀπὸ τοῦ κάρανον λιπαρόν ἄλειφαρ : τὰ δὲ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄκλιτα . |
ἀγρευτῆρσιν ὄλωνται . Ἄλλους δὲ ξεῖνός τε καὶ οὐκ ἐνδήμιος ἅλμης εἷλεν ἔρως , χερσαῖον ἐπ ' ἰχθύσιν οἶστρον ἐγείρων | ||
δ ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὖψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε |
οἷον , εἰρήνη : σαγήνη : Ἀρήνη : ἀθήνη εἶδος μελίσσης : Μεσσήνη : Πελλήνη : πυλήνη : γαλήνη : | ||
ἀέκοντα κορέσκοις . ναὶ μὴν ῥητίνη τε καὶ ἱερὰ ἔργα μελίσσης ῥίζα τε χαλβανόεσσα καὶ ὤεα θιβρὰ χελύνης ἀλθαίνει τότε |
” . ΓΘ οὐδέ ] ἄρξει . Γ εἴπερ ἐκ πεύκης γε κἀγώ : ὡσανεὶ ἔλεγεν “ εἴπερ ἐξ ἀνθρώπων | ||
οἱ ὄζοι πυκνότατοι καὶ στερεώτατοι μόνον οὐ διαφανεῖς ἐλάτης καὶ πεύκης καὶ τῷ χρώματι δᾳδώδεις καὶ μάλιστα διάφοροι τοῦ ξύλου |
τοῦ σκληρόν . Γ στερρόν ] ἀντὶ τοῦ γεγηρακὸς καὶ αὖον . σκληρὸν καὶ γεγηρακός , ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀκμαζόντων | ||
. ἁ σταφυλὶς σταφὶς ἔσται : ὃ νῦν ῥόδον , αὖον ὀλεῖται . μὴ ' πιβάλῃς τὴν χεῖρα . καὶ |
ἀπό . ἐπὶ μὲν τῆς προθέσεως “ οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐστι παλαιφάτου οὐδ ' ἀπὸ πέτρης , ” ἀντὶ | ||
ἐκεῖνα ποιείτω : φύλλα τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος δρυός , τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ , ἀλλὰ σὺν αὐτοῖς |
καὶ σκιεροῦ κάτθες ὑπὲρ δαπέδου . αὐτίκα δὲ σκίλλην τριχοειδέσιν ἄμμιγα φλοιοῖς σταιτὶ περιπλάσσας θάλπε κατὰ φλογιῆς , ὄφρα κεν | ||
μετὰ θερμοῦ οἴνου ἔργα ] τοὺς κόπους διαθρύπτοιο ] διαθρύψαιο ἄμμιγα ] ὁμοῦ ἄμμιγα ] τῷ οἴνῳ ποιπνύων ] κατὰ |
ἦν ῥῆμα , ὁ μὲν φυλίης ἦν , ὁ δὲ ἐλαίης . , . . . Ε . ὣς ὁ | ||
δόλος , ὡς ἐδάησαν ἰχθυβόλοι : θαλλοὺς γὰρ ὁμοῦ δήσαντες ἐλαίης ὅττι μάλ ' εὐφυέας μόλιβον μέσον ἐγκατέθηκαν , ἐκ |
! ! ! ! ! ! ! ! ] , ποίην δὲ των ? [ ! ! ! ! ] | ||
τῆς νομῆς ἢ τοῦ βοσκοῦ . Ἀγέλης : ποίμνης . ποίην : βοτάνην . αὔλια : βουστάσια , καὶ κατασκηνώματα |
πνεύματα . Ἢν ῥόος ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἐγγένηται , αἷμα ῥέει πολλὸν , καὶ θρόμβοι πεπηγότες ἐκπίπτουσι , καὶ ὀδύνη | ||
οὐδεμία ἐκδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται . Ἴσος δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρεϊ καὶ ἐν χειμῶνι ὁ Ἴστρος κατὰ |
ἔχιδναν Ὀρφεύς : ἂν δὲ Φάνης ἄλλην γενεὴν τεκνώσατο δεινήν νηδύος ἐξ ἱερῆς , προσιδεῖν φοβερωπὸν Ἔχιδναν , ἧς χαῖται | ||
οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ , ἀλλά κεν ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειε πρόσσω ἱεμένοιο μετὰ προμάχων ὀαριστύν . ἀλλ ' |
κεἴ τις ἀνὴρ αἰτεῖται ἐπαγροσύνην τε καὶ ὄλβον , ἐξ ἁλὸς ᾧ ζωή , τὰ δὲ δίκτυα κείνῳ ἄροτρα , | ||
ἐπ ' ἠιόνων σχεδόθεν βάλον : ἔνθα δὲ Κίρκην εὗρον ἁλὸς νοτίδεσσι κάρη περιφαιδρύνουσαν , τοῖον γὰρ νυχίοισιν ὀνείρασιν ἐπτοίητο |
, ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν | ||
λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν |
θ καὶ μαλακίζεσθαι , οὐχὶ μαλθακίζεσθαι . μάλθη : μεμαλαγμένος κηρὸς ὁ ἐν τῷ γραμματείῳ , ἐν ᾧ γράφουσι διά | ||
πεπονθέναι δὲ δύναταί τι καὶ ἄνευ αἰσθήσεως , οἷον ὁ κηρὸς τακεὶς καὶ ὁ πηλὸς ξηρανθείς . ὁμοίως δὲ καὶ |
χώρας ὅτι ἄμπελος φύεται δυσὶν ἀνδράσι τὸ πάχος δυσπερίληπτος , βότρυν πηχυαῖόν πως ἀποδιδοῦσα : βοτάνη τε ὑψηλὴ πᾶσα καὶ | ||
ῥάγα , μετὰ μίαν , ἢ δευτέραν ἡμέραν θεωροῦσι τὸν βότρυν . ἐὰν οὖν μείνῃ ἐπὶ σχήματος ὁ τῆς ῥαγὸς |
, τὸ δὲ γαῦρον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν . στόμα δὲ ἁπαλὸν καὶ ἀνάμεστον ὀπώρας ἐρωτικῆς , φιλῆσαι μὲν ἥδιστον , | ||
αἰγλάεντος [ ] ἀστήρ ὠρανῶ διαιπετής ἢ χρύσιον ἔρνος ἢ ἁπαλὸν [ ψίλον ] [ ! ῀ν ! ] [ |
φυτὸν ἀτάλυμνον προσαγορεύεται ] : ἀτὰρ δὴ καὶ τὸ τῆς πτελέας ἐπιβάλλων ὑ - γρόν , ὃ δὴ καταρρέον ἐκ | ||
τῆς ῥίζης μετρίως , πράσιον καταπλασσόμενον , πρόπολις μετρίως , πτελέας τὰ φύλλα , ὁ δὲ φλοιὸς καὶ ἡ ῥίζα |
δὲ ἐπικοσμεῖ . ὑπηρετεῖ μὲν ἡ τοιάδε : οἵαν τὰν ὑάκινθον ἐν οὔρεσι ποιμένες ἄνδρες ποσσὶ καταστείβουσιν , ἐπικοσμεῖ δὲ | ||
νεοθηλέα ποίην λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ ' ὑάκινθον πυκνὸν καὶ μαλακόν , ὃς ἀπὸ χθονὸς ὑψός ' |
εἶναι , κἂν εἰ βουλοίμεθα διανοίγοντες τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐμπάσαι τῆς τέφρας , οἶμαι οὐκ ἂν κωλύσειεν , ἡγούμενος ὀρθῶς φρονεῖν | ||
μύρτα , κράνα . κοχλιῶν καυθέντων μετὰ τῶν ὀστράκων τῆς τέφρας μέρη δ , κηκῖδος μέρη β , πεπέρεως μέρος |
Κρήτης : ὄνομα τόπου . Οὐρανίδης : ἢ Κρόνος . νεοθηλέα : νέον . Ἀμφίλλεξε : πρόκρινε . Ἀμφεβάλοντο : | ||
λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης ἀπολειφθεὶς |
' ἄρ ' Ἕκτωρ ἀντικρὺ μεμαώς , ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης , ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ ῥήξας | ||
κυκλώσαντες , ἅτ ' ἀνδράσι δυσμενέεσσι διπλὰ περιπροβαλόντες ἀνάρσια τείχεα πέτρης . καὶ τότ ' ἀνὴρ ἄργιλον ὁμοῦ πίειραν ἀείρας |
καὶ οὐκ ἀξιοῦσαι περιιδεῖν κοινὸν ἐπὶ τοῖς περιοίκοις ἅπασι κακὸν φυόμενον . τέως μὲν οὖν πρὸς τὸ Σαβίνων ἔθνος ἀποστέλλουσαι | ||
' ἐπίμηκες καὶ φοινίσσον , τὸ δ ' οὖλον : φυόμενον δ ' ἐν τῇ Κρήτῃ πρὸς τῇ γῇ εὐανθὲς |
θήσειόν τι ἀναγράφει καλούμενον ἄνθος : θήσειόν θ ' ἁπαλὸν μήλῳ ἐναλίγκιον ἄνθος , Λευκερέης ἱερὸν περικαλλέος , ὅ ῥα | ||
ἔσχον : ἦλθε γὰρ ἡ τλήμων ὡς διαβησομένη . Τῷ μήλῳ βάλλω σε : σὺ δ ' εἰ μὲν ἑκοῦσα |
, ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' εὐκεάτοιο θύου τ ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει | ||
ἀρτίως ἐδηδεσμέναι οἷα ] ὥσπερ καρφεῖα ] ὁ καρπὸς τῆς κέδρου νέον ] νεωστί βεβρωμένα ] κεκομμένα βεβρωμένα ] ἐσθιόμενα |
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον | ||
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω . |
γὰρ καὶ διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσον τεκταίνεται γραίας ἀκάνθης πάππος ὣς φυσώμενος πολλῶν χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ ' | ||
γνώμην ἀχερδούσιος , ἀντὶ τοῦ σκληρός : ἔστι δὲ εἶδος ἀκάνθης , . , . * . . ? Ἀχερουσιάς |
τῆς λογικῆς πηγῆς [ εἰς καθαρὸν ] ἐπὶ ψυχὴν φέρεσθαι νᾶμα λείως , ἐπειδήπερ αἱ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι τροφαὶ κατακλύζουσαι | ||
τοξεύμασιν νεκρῶν ἅπαντ ' Ἰσμηνὸν ἐμπλήσω φόνου , Δίρκης τε νᾶμα λευκὸν αἱμαχθήσεται . τῶι γάρ μ ' ἀμύνειν μᾶλλον |
τῷ ὅλμῳ : ἔπειτα περιθεὶς δίφρον , ἐπίθες τῆς ἀρτεμισίης ποίης , ἢ ὕσσωπον , ἢ ὀρίγανον : εἶτα ἐπικαθίσας | ||
ἀγέλης ἀεκούσια κινήσωσιν δείελον εἰσελάοντες ὅμως , τὰ δὲ πάντοθι ποίης δάκνωσιν πυκινῇσι κελευόμενα λιθάκεσσιν . Ἐκ δὲ βοῶν ἐπύθοντ |
βουσὶ τίθησιν . Ἦμος δὲ σκόλυμός τ ' ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ δενδρέῳ ἐφεζόμενος λιγυρὴν καταχεύετ ' ἀοιδὴν πυκνὸν ὑπὸ | ||
ἀφ ' ἱππείου θόρε δίφρου . ἦμος δὲ χλοερῷ κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ ὄζῳ ἐφεζόμενος θέρος ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται , ᾧ |
ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῖν , ὅταν διὰ τῆς χιόνος ἄγωσιν : ἄνευ γὰρ τῶν σακίων κατεδύοντο μέχρι τῆς | ||
ῥοαὶ , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ἀρδεύει γύας . πῶς οὖν , ὦ σοφώτατε Εὐριπίδη |
, ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ καὶ τὸν γλαυκὸν λίθον τοῦ θαλασσοειδοῦς τοπάζου , καὶ τὴν γλυκερὰν ἀμέθυστον | ||
ὄσον τὸ χαρωπὸν ἐκπέφευγε τοῦ γλαυκοῦ τὴν λευκότητα , καὶ γλαυκὸν μὲν πέφυκεν οἷον τὸ διαυγές ἐστι κέρας , χαροπὸν |
διὰ τῶν ἄνω μερῶν ἐπιτελούμενα . Τὴν μέντοι διὰ τῆς ἐδωδῆς τοῦ ἄρτου ῥῶσιν τοῦ στομάχου κοινὴν ἐκτιθέμεθα ἐπὶ παντὸς | ||
. Πημαίνουσιν : βλάπτουσιν . Ὑπό : διά . σαρκὸς ἐδωδῆς : σαρκικῆς τροφῆς . Φόνου : αἵματος . λάπτουσιν |
ἐν θήρεσσιν ἐπ ' ἀγλαΐῃ κομόωσιν ἄρσενες εὐκέραοι , πολυδαίδαλον ἔρνος ἔχοντες : ἦ γὰρ ἐϋσχιδέων κεράων ὥρησι πεσόντων , | ||
, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος : οἷον τῶν στεφάνων κατασχεῖν . ἔρνος δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει , ἀφ ' ἧς |
, ἔν θ ' ὑακίνθωι , ἔν τε ἴωι θαλέθοντι ῥόδου τ ' ἐνὶ ἄνθεϊ καλῶι ἡδέι νεκταρέωι , ἔν | ||
βλέπουσά γε τὸν χθὲς μὲν ἄκανθαν , σήμερον δὲ τοῦ ῥόδου ἔσχον ὑγίειαν τῶν ποθούντων φαρμάκων . Γλυκὺ Θησέως τὸ |
, ταῖς εἴκοσι κώπας ἐχούσαις . Πλαγχθέντα : πλανηθέντα . ᾐόνος : συνίζησις . Ἀγχιβαθεῖς : πολυβαθεῖς . ἐπί σφισιν | ||
ἔδοσαν ἔτι μείζονας οἱ μετὰ βασιλέως αὐτοῦ πάντες ἐπὶ τῆς ᾐόνος κατακοπέντες καὶ τέλος ἂν τοῖς βαρβάροις ἔσχε χερσαῖα ναυάγια |
χλωροῦ ⋖ δʹ , σικύου ἀγρίου ῥίζης γο αʹ , ἱππούρεως πόας γο αʹ , ἀριστολοχίας ⋖ δʹ , ἀλόης | ||
, φοίνικες , ὠοῦ τὸ χλωρὸν ὀπτόν , παλίουρος , ἱππούρεως ῥίζα , αἷμα πεπηγός , κύπερος , οἰνάνθη , |
κελέβῃ , κεράσαι δὲ σὺν ὄξεϊ , πολλάκι δ ' οἴνῃ ἢ ὕδατι : χραισμεῖ δὲ καὶ ἐνθρυφθέντα γάλακτι . | ||
, τὰ δὲ διπλόα δέρκεται ὄσσοις οἷα χαλικραίῃ νύχιος δεδαμασμένος οἴνῃ . ὡς δ ' ὁπότ ' ἀγριόεσσαν ὑποθλίψαντες ὀπώρην |
? ἐπαύλους [ Αὐτολυκ ? [ ] καὶκαρτο ? [ πολλάκι ? δ [ ] ! ! ! ! ανεγειρε | ||
ἀμελάθρους , καὶ λιτῆς πενίης χερνήτορας , ἀκτεάνους τε : πολλάκι καὶ θανάτῳ κακομήχανος ὤλεσε δεινῷ . Ἢν δέ τ |
ὄμφακα ξηρὸν κοπέντα καὶ σησθέντα : ἔστω δ ' Ἀμιναίας σταφυλῆς . Πότημα κοιλιακοῖς . Ἀκάνθης Αἰγυπτίας , ῥοιᾶς χυλοῦ | ||
τῶν ἀμπέλων πολλὰ κράζῃ , εὐοινίαν σημαίνει . Ἄνθρωπον ὑπὸ σταφυλῆς βλαβέντα , καὶ ἑαυτὸν θεραπεύοντα βουλό - μενοι σημῆναι |
[ ] ἁλιτειχέα Κόμβης : [ μέλαν ] ? περιτέτροφε φῦκος [ ] ς , νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη | ||
ἐπέκεινα οὐκέτι ἐστὶ πλωτὰ διὰ βραχύτητα θαλάττης καὶ πηλὸν καὶ φῦκος . Ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτος |
κόλαξι παρεχόμενος , οὐ χρυσίου μόνον , ἀλλὰ νέου ψυχῆς ἁπαλῆς καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν τοιούτων θηρίων καταβοσκομένης , ὥσπερ | ||
ἤν τε ὕδωρ : τρωγέτω δὲ καὶ τῆς ὀριγάνου τῆς ἁπαλῆς ὡς πλεῖστον , ἐς μέλι ἀποβάπτων : ἢν δὲ |
δὲ ψήχῃ , ἄρχεσθαι μὲν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καὶ τῆς χαίτης : μὴ γὰρ καθαρῶν τῶν ἄνω ὄντων μάταιον τὰ | ||
σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ ' οὐ πάλαι χυθὲν ξανθῆς τε χαίτης βοστρύχους κεκαρμένους . κἀθαύμας ' , ὦ παῖ , |
ἔνθεν : ἐκ ταύτης * ἀπορρώξ : μέρος τι κιρράδος οἴνης : ἀντὶ τοῦ μετὰ κιρραίου οἴνου μισγομένη ἀριστολόχεια ὠφελεῖ | ||
δάχματ ' ἐπαλθήσαιο φάλαγγος , τριπλόον ἐνθρύπτων ὀδελοῦ βάρος ἔνδοθεν οἴνης . Φράζεο δ ' αἰγλήεντα χαμαίλεον ἠδὲ καὶ ὀρφνόν |
χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον Ἀντινόοιο . ΠΥΛΕΩΝ . οὕτως καλεῖται ὁ | ||
συγκυλίνδεται τῇ γυναικί , τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην , λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον |
σύ ποτε χρυσῷ πέρι μαίνεο , μήτ ' ἐπὶ δειρῆς πορφυρέην ὑάκινθον ἔχοις ἢ χλωρὸν ἴασπιν . χρυσός τοι κόνις | ||
λέγει ἰοειδέα πόντον καὶ οἴνοπα πόντον , καὶ Εὐριπίδης ἅλα πορφυρέην , καὶ εἰ δή τις ἄλλος ἄλλο τι τοιοῦτον |
τήνδ ' , ἣν ἐλαύνειν χρῆν ς ' ὑπὲρ Νείλου ῥοὰς ὑπέρ τε Φᾶσιν , κἀμὲ παρακαλεῖν ἀεί , οὖσαν | ||
ἐνταῦθα παῦε τῶν φόνων τῆς Ἰλίου , Κρήτης τραγῳδῶν τὰς ῥοὰς τῶν αἱμάτων . Ἐπεὶ γὰρ ἧκεν ὁ στρατὸς τοῦ |
ὁ αὐτὸς Φάωνι τὸν ἀλεκτρυόνα τὸν ᾠδὸν ἀποπνίξασά μου . ᾤδησεν ἔχει τὸ ι . τινὲς καὶ παρὰ τῷ ποιητῇ | ||
αὐτόν . καὶ τῆς διαφθορᾶς ὁ τρόπος , ὁ γευσάμενος ᾤδησεν , εἶτα ἡ γαστὴρ κατέρραξε , καὶ ὁ ἄνθρωπος |
ἐσκληκὸς τῆς γαλῆς , καθάπερ τὸ καλούμενον σίλφιον ἢ τυροῦ στροφάλιγγα . * κατεμπάζῃ ἤγουν κατεπείγῃ : σῶχε διὰ κνησ | ||
ἄξονα , γείτονα πόντου , τὴν αὐτὴν ἐπὶ νύσσαν ἔχει στροφάλιγγα κελεύθου ἄβροχος ἀστυφέλικτον ἑλισσομένη περὶ κέντρον . ἀλλὰ παλαιγενέων |
ἐκπροφύγοι : πολλοὶ δὲ καὶ ἐς βιότοιο τελευτὴν εἰλλάδας ἀργαλέας γυίων ἐφόρησαν ὕπερθεν . ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι | ||
σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις σμυγεροῖο τιθήνης ἠλοσύνῃ βρύκουσι κακανθήεντας |
λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ ἔπι πουλύν αἰῶνα τρίβεσκε διηνεκές | ||
ῥίζας , ἢ μίλτον ὕδατι διείς , καὶ περιχρίων τὸ πρέμνον . Ὅτε τὴν συκῆν φυτεύεις , ἔμβαλλε εἰς ἄκρας |
τὸ διάστημα τὸ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ Σωκράτους μέχρι τῆς ὀφρύος τοῦ Χαιρεφῶντος , τὸν τόπον τῆς διαστάσεως . . | ||
κατειληφὼς τὸ πρόσθιον : ἄρχεται δ ' ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς ὀφρύος τοῦ τῆς ὠμοπλάτης αὐχένος , ἐντεῦθεν δὲ κατιὼν διὰ |
κακὸν δ ' ἀποήρυγε δειρῆς , σὺν δέ τε καὶ νηδὺς μεμιασμένα λύματα βάλλει ὡς εἴ τε κρεάων θολερὸν πλύμα | ||
ταῦτα ὄψομαι , ἀλλά με δεῖ τυρῷ καὶ μάζῃ ὀτρηρῇ νηδὺς δ ' οὐχ ὑπέμεινε , βιάζετο γάρ ῥ ' |
Δελφίνην δράκοντα τοξεύσας ἀνεῖλε Λητὼ βιάζοντα ὥς φησιν Ἥλιος ὁπότε πετραίου ὑπὸ δειράδι Παρνησοῖο Δελφίνην τόξοισι πελώριον ἐξενάριξεν ἢ ὅτι | ||
παραινῶν Ἀμφιλόχῳ τῷ παιδί : ὦ τέκνον , ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει : τῷ |
εἶναι : τοῦ τε λίνου τὸν καρπὸν κόψας καὶ τῆς ἀκτῆς , ξυμμίξας δὲ ἐν μέλιτι καὶ ποιήσας φάρμακον , | ||
' ἀνέμῳ λίνα μεσσόθι , τῆλε δ ' ἀπ ' ἀκτῆς γηθόσυνοι φορέοντο παραὶ Ποσιδήιον ἄκρην . ἦμος δ ' |
δὲ ἔλαιον ἔχε ἀδηκτότατον διαφορητικόν , ὥσπερ τὸ διὰ τῆς ἐλάτης . καὶ μέντοι καὶ τερεβινθίνης ἔξεστιν ἐμβαλεῖν γο Ϛʹ | ||
μέμνηται δὲ Ξ . ἐν Σίλλοις : ἑστᾶσιν δ ' ἐλάτης βάκχοι πυκινὸν περὶ δῶμα . . . , . |
ἀνηέξητο καὶ εἰς στόμα χεῖλος ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα | ||
τῆϲ ἄλληϲ τροφῆϲ , ὁκοῖα ἐν ϲυγκοπῇ μοι λέλεκται : ὀπώρην ϲτύφουϲαν , οὖα , μέϲπιλα , μῆλα κυδώνια , |
γῆ καὶ λόφοι ἦσαν , ἐμοὶ δοκεῖν , ἐκ τῆς ἰλύος ἣν κατέπινε συνιζάνουσα . ὕλη γοῦν ἐπ ' αὐτῆς | ||
ὁμοίως ἡμῖν τὴν ἀκατέργαστον . χέραδος σωρὸς λίθων μετ ' ἰλύος . χερνῆτις ἡ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶσα . χεῦαι |
, βακτρεύμασι τυφλοῦ ποδὸς ἐξάγαγες ἐς φῶς λεχήρη σκοτίων ἐκ θαλάμων οἰκτροτάτοισιν δακρύοισιν , πολιὸν αἰθεροφαὲς εἴδωλον ἢ νέκυν ἔνερθεν | ||
ὀνείρων . αὐτὰρ ὁ ποντοπόρων Ἑλένην ἐπὶ σέλματα νηῶν ἐκ θαλάμων ἐκόμισε φιλοξείνου Μενελάου , κυδιόων δ ' ὑπέροπλον ὑποσχεσίῃ |
τετρωμένον , βεβλημένον . Λήγει : ῥέει , παύει . πετάλων : φύλλων . λήγει μὲν πετάλων : τουτέστι φυλλοῤῥοεῖ | ||
ἐλαίας γράφεσθαι τὸν δυνατώτατον τῶν πολιτῶν , διαριθμηθέντων δὲ τῶν πετάλων τὸν πλεῖστα πέταλα λαβόντα φεύγειν πενταετῆ χρόνον . τούτῳ |
ποταμῶν τὸν ὀνομαζόμενον Σίλλαν , ῥέοντα δὲ ἔκ τινος ὁμωνύμου κρήνης : ἐπὶ γὰρ τούτου μόνου τῶν ἁπάντων ποταμῶν οὐδὲν | ||
Ἰοκάστη , Ἀντιγόνη , Ἰσμήνη , ἣν ἀναιρεῖ Τυδεὺς ἐπὶ κρήνης , καὶ ἀπ ' αὐτῆς ἡ κρήνη Ἰσμήνη ἐκλήθη |
βαθὺ λήιον : οἵ γε μὲν ἤμων αἰχμῇς ὀξείῃσι κορωνιόωντα πέτηλα βριθόμενα σταχύων , ὡς εἰ Δημήτερος ἀκτήν : οἳ | ||
λευκὸν κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον / πορφυρέην γλαυκοῦ τε χελιδονίοιο πέτηλα / καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : / οὔπω |
καὶ πρὸϲ ἄρκτον ὁ οἶκοϲ : εἰ δὲ καὶ εἴη αὔρη Βορέου ψυχρὴ ἐπιπνείουϲα , ζωγρήϲει κακῶϲ κεκαφηότα θυμόν . | ||
μήτ ' ἐπὶ λουτρὰ βάλῃς χροΐ , μή σε καὶ αὔρη πημήνῃ τερπνῆς ἐντὸς ἐόντα μέθης . φεῦγε δ ' |
βέλος ἐχεπευκὲς ἄμυνεν . ἣ δὲ τόσον μὲν ἔεργεν ἀπὸ χροὸς ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν ὅθ ' ἡδέϊ | ||
δηΐων ἀνδρῶν ἀλεωρήν : ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς ἀπὸ χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος |
νασμόν , ἔνθα Τερμιεὺς ὁρκωμότους ἔτευξεν ἀφθίτοις ἕδρας , λοιβῆς ἀφύσσων χρυσέαις πέλλαις γάνος , μέλλων Γίγαντας κἀπὶ Τιτῆνας περᾶν | ||
δέ τε φέρτεροι . ” ἀφραδέως ἀνεπιστημόνως , ἀπείρως . ἀφύσσων ἀπαντλῶν . Ἀφροδίτης . ἐπὶ μὲν τῆς θεοῦ “ |
' ὃ μετέβησαν : τὸ δ ' ἐν νεότητι παραμεῖναν ἄνθος εἰς γῆρας αὐτοὺς μαραίνειν πρόωρον . ἅμα γὰρ ἐν | ||
κατὰ δὲ τὴν ἀρετὴν εὐστοχώτερος : ἀρχὴ δὲ αὐτοῦ ψυχῆς ἄνθος ἐν σώματι διαφαινόμενον : οἷον εἰ ξυνείης καὶ ποταμοῦ |
πραϋντικῷ καὶ πραΰνοντι τὸ μένος τῶν πινόντων , διὰ τὸ εὔποτον αὐτὸν εἶναι . πρεσβυτάτην ἐντιμοτάτην . ὅταν δὲ λέγῃ | ||
τρωθεῖσα ἐμμανεῖ ] μανικῷ σκιρτήματι ] κινήματι ᾖσσον ] ὥρμων εὔποτον ] ἡδύ , πότιμον Κερχνείας ] Κερχνεία πηγὴ Ἄργους |
θυμὸς ἀνώγει πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι , ταμόνθ ' ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἴλιον αἰπὺ | ||
ἐκποιήσι , ἀπιεμένου αὐτοῦ τὴν γονὴν ἡ θήλεα ἅπτεται τῆς δειρῆς καὶ ἐμφῦσα οὐκ ἀνιεῖ πρὶν ἂν διαφάγῃ . Ὁ |
, μεταβληθείη μὲν ἂν ἀπὸ τῶν κατὰ φύσιν πρὸς τὸ πυρρὸν χωροῦντα , ἐπιταθείσης δὲ τῆς θερμότητος , προσεπιδοθείη ἂν | ||
, τὸ δὲ πάνυ λευκὸν ἄκρατον εἰς ἀνανδρίαν φέρει , πυρρὸν δὲ τὸ σῶμα πᾶν δολεροῦ καὶ πολυτρόπου ἀνδρός ἐστι |
γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ | ||
τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες |
δ ' ἑταῖροι πείρησαν τευχέων βεβιημένοι , οὐδ ' ἐδύναντο κεῖνο δόρυ γνάμψαι τυτθόν γέ περ , ἀλλὰ μάλ ' | ||
, χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι . οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἐμοῖς ' ἴδον ὀφθαλμοῖσι πάντων , ὅσς ' ἐμόγησα |
προσγένηται , μηδέποτε δ ' ἠρεμεῖν μηδὲ τὸν αὐτὸν * ῥόον κρατεῖν . Ὅρκιόν τ ' εἶναι τὸ δίκαιον καὶ | ||
. ἔνθεν πανσυδίῃ σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες ἔνδιοι ἱκόμεσθ ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο . ἔνθα Διὶ ῥέξαντες ὑπερμενεῖ ἱερὰ καλά , |
, κιττοῦ καὶ μυρρίνης καὶ δάφνης ἐς ταὐτὸ συμπεφυκότων καὶ σύσκιον ἀκριβῶς ποιούντων αὐτό . . . . . . | ||
σελίνῳ ἐστεφανωμένον . ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , εἰς τὸ σύσκιον ἐκεῖσε ἀπελθόντες καθίσωμεν ἐπὶ τῶν θάκων , ὡς μὴ |
τις ὑλοτόμος ἐργάτηςἀπὸ κοινοῦ τὸ ῥήσσει καὶ κόπτειπεύκης πρέμνον ἢ στύπος δρυὸς καὶ ἐπιπλήσει καὶ πληρώσει τὸν θυμὸν αὐτῆς γέμοντα | ||
' Ἀδρήστειαν εἶχον . ἔσκε δέ τι στιβαρὸν στύπος : στύπος τὸ πρέμνον καὶ στέλεχος , ἐξ οὗ καὶ Ἀρχίλοχος |
οὐ γίνεται , οὐ γὰρ γίνεται ἐξ ἑτέρου ὅθεν τὸ φύλλον τὸ πρῶτον τροφὴν ἕξει , ἀλλ ' αὐτὸς ὁ | ||
δὲ βάλανος ἔχει μὲν τὴν προσηγορίαν ἀπὸ τοῦ καρποῦ : φύλλον δ ' αὐτῇ παραπλήσιον τῷ τῆς μυρρίνης πλὴν προμηκέστερον |
εἰ ζῇ δηλονότι . λαμπρὰν . ἡμέραν . σκοτεινῆς . μελαίνης . Ἀρτεμβάρης ] ὁ . πολλῆς . ἤγουν δέκα | ||
ἐπιχέας , ἅλας δοὺς μουσικῶς , μήκωνος ἐπιπάσας ἄνω κόκκους μελαίνης τετταράκοντα τὸν ἀριθμόν , περὶ τὴν Σκυθίαν ἔπαυσε τὴν |
, ἠὲ σίδας Ψαμαθηίδας , ἅς τε Τράφεια Κῶπαί τε λιμναῖον ὑπεθρέψαντο παρ ' ὕδωρ , ᾗπερ Σχοινῆός τε ῥόος | ||
ἰκτερικοὺς βοηθεῖ , καὶ φιλίαν περιποιεῖ . Νῆσσα ποτάμιον καὶ λιμναῖον καὶ χερσαῖον ζῷόν ἐστι πᾶσι γνωστόν . ταύτης τὸ |
καταβολή . . ἐξεκείνωσεν πεσὸν ] ἔργον οἷον οὐδέπω , πεσὸν δίκην κύβου ἐξεκένωσε τόδε τὸ ἄστυ . ἔργον δὲ | ||
εἰς φθορὰν χωρῆσαν . ἐξεκένωσε πεσόν : ἔργον οἷον οὐδέπω πεσὸν ἐξεκένωσε τόδε τὸ ἄστυ . ἔργον δέ , οἷον |
τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι | ||
ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς |
γὰρ σῶμα κινοῦν καὶ κινεῖται : ἢ γὰρ ὠθοῦν ἢ ἕλκον ἢ δινοῦν ἢ ὀχοῦν ἢ † ῥιπτούντων ἄλλος λόγος | ||
γὰρ τῶν ἁπλῶν τε καὶ πρώτων μορίων , τὸ οἰκεῖον ἕλκον ἀπὸ τῆς οἰκονομηθείσης τροφῆς , κατέχει μὲν πρώτως , |
ἄλθεα πίσαις , ἄλλοτε βουκέραος χιληγόνου ὅ ῥα κεραίας εὐκαμπεῖς πετάλοισιν ὑπηνεμίοισιν ἀέξει , ἀτμενίῳ μέγ ' ὄνειαρ ὅτ ' | ||
βοτανώδεσι τόποις ἐν καθύγροις τόποις * δήεις : μάθε * πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . |
ἑκάστου ἔτους τὸν βασιλέα τῶν Σεληνιτῶν τῷ βασιλεῖ τῶν Ἡλιωτῶν δρόσου ἀμφορέας μυρίους , καὶ ὁμήρους δὲ σφῶν αὐτῶν δοῦναι | ||
ἐνετειλάμην αὐτοῖς , καὶ ὡς ἐκπιόντα ἀκηράτου χρωτὸς τῆς σῆς δρόσου κατέσχον τὴν ψυχὴν ἐξιοῦσαν καὶ δυσανασχετοῦσαν . καλῶς ἐποιήσατε |
ἀκώλους καὶ ἀνάρθρους λέγεσθαι : ὑποκεῖσθαι γάρ φησι τῇ Σκύλλῃ πετραῖόν τι θηρίον προσπεφυκὸς τῷ σκοπέλῳ καὶ κοχλιῶδες πόδας τε | ||
ἀκώλους καὶ ἀνάρθρους λέγεσθαι : ὑποκεῖσθαι γάρ φησι τῇ Σκύλλῃ πετραῖόν τι θηρίον προσπεφυκὸς τῷ σκοπέλῳ καὶ κοχλιῶδες πόδας τε |
Ἁλιευτικῷ : ἢ σπάρον ἢ ὕκας ἀγεληίδας ἢ ἐπὶ φάγρον πέτρῃ ἀλωόμενον . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ ιγʹ τῶν | ||
τῇ λιθίνῃ ἴγδῃ . κεάσας ἤγουν τρίψας . * ῥωγάδι πέτρῃ : θυίᾳ ἠὲ σύγ ' : ἠρύγγου δὲ καὶ |
καὶ τὴν ἐπίνοιαν τῶν ποιημάτων καρπὸν εἶπε φρενός . νέκταρ χυτόν : καὶ ἐγὼ τὴν τῶν Μουσῶν δόσιν , ἥτις | ||
παρ ' αὐτῷ κινουμένην ποιῆσαι τὴν ξυλίνην Ἀφροδίτην ἐγχέας ἄργυρον χυτόν . ταὐτὸν δὴ καὶ οὗτοι λέγουσι . καίτοι γε |
δὲ κτηνέων . Ἀπὸ τέω δὴ καὶ ἱερὰ τὰ Αἰγύπτια πολυειδέα ποιέεται : οὐ γὰρ πάντες Αἰγύπτιοι ἐκ τῶν δυώδεκα | ||
καυκαλίδας τε καὶ ἐκ σταφυλίνου ἀμήσας σπέρματα καὶ τρεμίθοιο νέον πολυειδέα καρπόν : ἢ ἔτι καὶ φοινίσσον ἁλὸς καταβάλλεο φῦκος |
δ ' ἐν μεταιχμίῳ σκότου † μένει χρονίζοντ ' ἄχη βρύει † τοὺς δ ' ἄκραντος ἔχει νύξ . δι | ||
καὶ Λικύμνιός φησι : Μυρίαις παγαῖς δακρύων Ἀχέρων ἀχέων τε βρύει . Καὶ πάλιν : Ἀχέρων ἄχεα βροτοῖσι πορθμεύει . |
θεὸς ἡ μεγάλη ? ? ˈ ⚕ης ] αὐλὸς ˈ κελαδεῖ Φρύγιος ? [ ˈ [ ] ! ˈ χορὸν | ||
πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον Ἀγαθοῦ Δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ . καὶ ἐν Μήδῳ : ὥς ποτ ' ἐκήλησεν |
ὤφελεν . ἀλλ ' ὅμως ἐπεί πως κατεκρίθην πώγωνα ἔχειν πολιὸν καὶ τρίβωνα καὶ σὺ εἰσέρχῃ πρὸς ἐμὲ ὡς πρὸς | ||
. Γεγονέναι δέ φησι τὸν Μώυσον μακρὸν , πυρρακῆ , πολιὸν , κομήτην , ἀξιωματικόν . Ταῦτα δὲ πρᾶξαι περὶ |
δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον , οὔ τι φατειόν , Κέρβερον ὠμηστήν , Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον , πεντηκοντακέφαλον , ἀναιδέα τε | ||
τὸ ἥμισυ δὲ ὄφιν διὰ τὰς τῶν ῥιζῶν ἑλίξεις . ὠμηστήν , ὠμὸν ἐσθιόμενον . οἱ γὰρ τῶν δένδρων καρποὶ |
τὰ μὲν κυδώνια στρυφνοτέρους , τὰ δὲ στρουθία χυμοὺς ἐλάττους ἀναδίδωσι καὶ στρυφνοτέρους ἧττον πέττεσθαί τε μᾶλλον δύναται . Γλαυκίδης | ||
τὴν διέξοδον διότι ταχεῖαν ποιεῖται . χυμὸν δ ' ἁλυκὸν ἀναδίδωσι , διότι τὸ μὲν νιτρῶδες ἀπεδείχθη τὰ σῦκα ἔχοντα |
ὑγρὸν ἔχουσα μελάντερον ἔνδον ἀείρει σηπίη ἑρπύζουσα : κατακρύπτουσα δὲ βόσκει ἐνδόμυχον μέλαν ὅπλον , ὅθεν θηρήτορας ἄγρης ῥηϊδίως ὑπάλυξεν | ||
τε καὶ εἴ ποθι μεῖζον ἕλῃσι κῆτος , ἃ μυρία βόσκει ἀγάστονος Ἀμφιτρίτη . τῇ δ ' οὔ πώ ποτε |
, ὅτι ἐνταῦθα οὐκ ἔστιν ἀλήθεια , ἀλλ ' ἔχει μεμιγμένον τὸ ψεῦδος καὶ οὐκ ἔστι καθαρὰ ἀλήθεια . ὡμολόγηται | ||
στέρνα , βράγχος καλέεται . Τὸ γὰρ φλέγμα δριμέσι χυμοῖσι μεμιγμένον , ὅποι ἂν προσπέσῃ ἐς ἀήθεας τόπους , ἑλκοῖ |
γὰρ μέλανα ἀπὸ τῆς θερμότητος τοῦ νότου , ποτὲ δὲ ἐρύθημα ἐκ τῆς ψύξεως τοῦ βοῤῥᾶ . λέγει δὲ ὁ | ||
, ἀπορίη , βάροϲ τοῦ τόπου , ἔνθα ῥήϲϲεται , ἐρύθημα τοῦ προϲώπου , ἢν μηδέκω ῥαγῇ . κἢν μὲν |
μὲν βαθείην τομὴν κατὰ τὸν νεφρόν : κἢν μὲν τύχῃς ταμὼν , παραχρῆμα ὑγιέα ποιήσεις : ἢν δὲ ἁμάρτῃς , | ||
ἥψασθε τραπέζης , ἦ τ ' ἂν ἀπὸ γλώσσας τε ταμὼν καὶ χεῖρε κεάσσας ἀμφοτέρας , οἴοισιν ἀποπροέηκα πόδεσσιν , |
ἀκρόπολιν πόλιν ἄκρην . πεποιημένον , ὡς τὸ τετριγῶτας καὶ κελαρύζει , καὶ λάψοντες γλώσσῃσι . Περίφρασίς ἐστι φράσις πλείοσι | ||
. . . . τὸ δέ τ ' ὦκα κατειβόμενον κελαρύζει χώρῃ ἔνι προαλεῖ , φθάνει δέ τε καὶ τὸν |