λέγοι τὴν δριμύτητα δριμεῖαι ἔννοιαί εἰσιν αἱ τροπικῶς τε καὶ ἐμφαντικῶς εἰρημέναι , ὡς ἐπὶ κυνῶν ἡ φιλανθρωπία καὶ ἐπὶ
. κατισχαίνουσα ] ἐκλεπτύνουσα . ἐξ ὧν μία . μιμούμενος ἐμφαντικῶς τὴν ἀλήθειαν οὐκ ἀναστήσει αὐτὰς ἀθρόως , ἀλλ '
4943745 συντροφιαν
οὖν πρὸς αὐτὸν αἱ κόραι πατρικὴν εὔνοιαν διά τε τὴν συντροφίαν καὶ τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας , ὥστε καὶ χωρισθεῖσαι
πολλὰ κτήματα ἔχων . Ἀγελαῖον : ἀγελισμόν . ὅμιλον : συντροφίαν . Δαμασσομένη : σφαζομένη . προθελύμνους : ῥιζόθεν .
4837481 γελως
ταῦτα συγχωρῆσαι . καίτοι εἰ τὰ ζητούμενα ὡς ὁμολογούμενα ὑποτίθεσθαι γέλως , πῶς εἰκὸς ἅ γε ζητεῖν γέλως , ταῦτ
γεγόναμεν εἰς τὸ διαλλάξαι χείρους . καίτοι τὸ πρᾶγμα ἀρχόμενον γέλως εἶναι ἐδόκει : μὴ γὰρ ἄν ποτε στῆναι φιλονεικίαν
4633592 θρασος
καὶ παραδόξου ταύτης ἀποδημίας ; Νεότης μ ' ἐπῆρε καὶ θράσος τοῦ νοῦ πλέον . Παῦσαι , μακάριε , τραγῳδῶν
ὥσπερ οὐχὶ σῴζεται . Ποῖ γάρ ποτ ' ἐμβλέψασα τοιοῦτον θράσος αὐτή θ ' ὁπλίζῃ κἄμ ' ὑπηρετεῖν καλεῖς ;
4617358 ἐραστου
Ἀνακρέοντος ᾠδὰς καὶ ἐπαίνους καὶ ὅσα εἰκὸς ἦν παρὰ ποιητοῦ ἐραστοῦ . Εἰ δή τις παραβάλλοι ἔρωτα ἔρωτι , τυραννικὸν
ὡς κατειργάσατο τὸ κάλλιστον ἔργον , ἔφευγεν ὤκιστα εὐθὺ τοῦ ἐραστοῦ . μετῄεσαν δὲ αὐτὸν οἱ δορυφόροι , καὶ διέφυγεν
4581524 ἀσυνηθους
ὄντως θαῦμα καὶ ἔκπληξις : ἔκπληξις δὲ καὶ φόβος ἐξ ἀσυνήθους φαντασίας . § ἢ ἐκπληκτικά τινα ὑπερβαίνοντα τὴν ἀλήθειαν
τε καὶ ψάλλειν καὶ αὐλεῖν ἄκρως εἰδότες ὅταν κρούσεως ἀκούσωσιν ἀσυνήθους , οὐ πολλὰ πραγματευθέντες ἀπαριθμοῦσιν αὐτὴν εὐθὺς ἐπὶ τῶν
4546680 ἐγνωσμενος
διαβόητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐπ ' ἀγαθῷ παρὰ πᾶσιν ἐγνωσμένος : ἐπιβόητος δὲ ὁ μοχθηρὰν ἔχων τὴν φήμην .
ἐς Τροίαν ὁδοὺς ἐλθόντα κήρυκ ' ἐξ Ἀχαιικοῦ στρατοῦ , ἐγνωσμένος δὴ καὶ πάροιθέ σοι , γύναι , Ταλθύβιος ἥκω
4539080 Ζωη
τῆς ἐκείνου ἀνεψιᾶς : ἦν γὰρ αὐτῷ ἀδελφὴ πρεσβυτέρα , Ζωὴ τὸ ὄνομα , ἣν ἐβούλετο τούτῳ συζεῦξαι . Τοσούτων
Ἢ τὸ ζῷον ἀντὶ ζωῆς λογικῆς ἐν τῷ λόγῳ . Ζωὴ τοίνυν λογικὴ ὁ ἄνθρωπος . Ἆρ ' οὖν ζωὴ
4512976 ἐρως
. ἔρως γὰρ ἔσχεν : ἀλλ ' οὔ σφιν : ἔρως γὰρ καὶ ἐπιθυμία , φησί , τῶν ἐκείνης γάμων
ταῖς ψυχαῖς καὶ ἀκρασία καὶ πρὸς τὰ τυχόντα τῶν ἀφροδισίων ἔρως καὶ φλεγμονῆς ἀπάτη καὶ τοῦ προπετοῦς ἀβλεψία . τὴν
4503746 λογισμου
' αὖ μὴ κεκτημένον ἀληθῆ μὴ δοξάζειν χαίρειν χαίροντα , λογισμοῦ δὲ στερόμενον μηδ ' εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ὡς
, εἰ ἐξ ἄλλων λογισμῶν , δεῖ ἐπί τι πρὸ λογισμοῦ ἢ τινά γε πάντως ἰέναι . Τίνες οὖν ἀρχαί
4487424 δειλιας
δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά , ποικίλλει δὲ θρασύτητός τε καὶ δειλίας , ἔτι δὲ λήθης ἅμα καὶ δυσμαθίας . πρὸς
λαμπρὸν βλέποντες ἀναισχύντους καὶ παντόλμους δηλοῦσιν ἄνδρας . Ὀφθαλμοὶ σκαρδαμύττοντες δειλίας κατήγοροί εἰσι : τοὺς γὰρ τοιούτους καὶ ἐπιβούλους ἢ
4486312 ὀργη
δυνηθεῖσα , καὶ αὐτὴ συνεσθίει τοῦ θανάτου τὸ φάρμακον . ὀργὴ διὰ ταῦτα τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν μητέρα , καὶ
πόνου . ἀλλὰ τοῦτό γε πάντες ἴσμεν , ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τῆς τιμωρίας κατὰ τῆς ὕλης ὄρεξις πάθη
4472898 καταφρονησεως
πάθης , ἐπέπλει μὲν αὐτοῖς ῥοθίῳ τε πολλῷ καὶ μετὰ καταφρονήσεως , εὐσταθῶς δ ' ἐκείνων ὑπομενόντων ἔστησε τὴν εἰρεσίαν
δὲ περὶ τοῦ μέλλοντος : ἀρχὴν γὰρ ἔχειν τὸν Μιθριδάτην καταφρονήσεως . ὥρμησεν οὖν καλεῖν ἐπὶ τὴν δίκην αὐτόν :
4456320 φροντις
ἁπλῶς ἵνα γενικώτερον αὐτὰ διαστειλώμεθα , οὕτως εἴπωμεν : ἡ φροντὶς ἢ διὰ τὰ κρείττονα γίνεται [ ἢ διὰ τῶν
ἐπειδὴ κόραι ἦσαν καὶ οὐ χοῖροι . ἡ δὲ τούτων φροντὶς καὶ δαπάνη πολλή ἐστι . Γ Μεγαρικά τις μηχανά
4444378 καταπληξις
ἧκεν ἐπὶ τὴν ναῦν , τοῦ τριηράρχου δορυφοροῦντος αὐτήν , κατάπληξις εὐθὺς ἦν πάντων καὶ ταραχὴ διαθεόντων . εἶτά τις
Ὄκνος : αἰσχύνη : δεῖμα : δέος : ἔκπληξις : κατάπληξις : [ δειλία : ] ψοφοδέεια : ἀγωνία :
4439393 ἐρωτος
εἰπεῖν ἄνδρας καὶ γυναῖκας ἐν τῷ χρόνῳ : ὑπὸ τοῦ ἔρωτος : ἀντὶ τοῦ : διαστείλασα καὶ διεξελθοῦσα τὰς Συμπληγάδας
πῦρ : ὄφελον εἶχον τὴν αὐτὴν φύσιν τῷ κοινῷ τοῦ ἔρωτος πυρί , ἵνα σοι περιχυθεῖσα κατέφλεξα : νῦν δὲ
4421434 ἀταμιευτως
, ἐφήμερος τῷ βίῳ . ἐπιρρήματα δ ' ἀφειδῶς , ἀταμιεύτως , ἀπροόπτως τοῦ μέλλοντος , ἀπεριόπτως , ἀπερισκέπτως ,
ἀγαθὸν μὲν οὐδὲν ὑπεξελόμενοι , πάντα δ ' ἀφειδῶς καὶ ἀταμιεύτως χαριζόμενοι . τὰ μὲν δὴ τῶν εὐγενῶν καὶ ὡς
4403007 φοβου
διὰ τούτου τὸν Ξέρξην . βωμὸν . θυσίαν . ὑπὸ φόβου . ἐν τῷ . ἄφωνος . μετὰ τοῦτο .
: οὐ γὰρ ἀνέλπιστον αὐτοῖς , ἀλλ ' αἰεὶ διὰ φόβου εἰσὶ μή ποτε Ἀθηναῖοι αὐτοῖς ἐπὶ τὴν πόλιν ἔλθωσιν
4391912 ζηλος
ὑπὸ τῶν πολιτῶν δημοσίας ἕνεκα χρείας ἐπιδιδόμενον τῇ πόλει . ζῆλος μίμησις καλοῦ , οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς
εἶναι : μία γὰρ ἐπὶ πολλῶν οὐ τηρεῖται τάξις : ζῆλος δὲ τοῖς πολλοῖς παρέπεται τοῦ κρείττονος . καὶ ἐρῶ
4386086 γελωτος
πᾶσαν παριόντες κωμῳ - δίαν οὐδὲ ἔστιν εἰπεῖν ὁπόσον ἤνεγκαν γέλωτος . ἓν μόνον ἐδόκεις μοι ψεύδεσθαι τὸ φάσκειν οὐ
τὸ κοινὸν τῶν δοκούντων εὐτακτοτάτων Σπαρτιατῶν , ἀλλ ' ὑπὸ γέλωτος κατεχόμενοι ἐμποδὼν ἦσαν τἀνδρί , μέχρις οὗ ἐκεῖνος ἐχαριεντίσατο
4367006 παθους
διὰ σινάπιος φοινιγμῷ καὶ κατακρουνισμῷ . μὴ ἀνασκευαζομένου δὲ τοῦ πάθους οὐκέτι μόνον ἀπὸ συστολῆς , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ
ὂ ὂ ὂ ἂ ἂ ἄ ] ταῦτα μετά τινος πάθους ἀναβοῶσιν ἐξ ἀπόπτου τοὺς Αἰγυπτιάδας ἰδοῦσαι . μάρπις ]
4352621 φοβος
καὶ ἀπόλλυνται οἱ ἐκφοβούμενοι . εἰ δὲ ὑφειμένος ἐστὶν ὁ φόβος , σπασμὸν ποιεῖται . Καὶ τὸ χρῶμα μεταβάλλουσι χλωρὸν
ἐν τοῖς ὅπλοις . ἤδη δέ τις εἶπεν ὡς οὐδεὶς φόβος οὐδενὸς κινδύνου τῆς ψυχῆς ἥψατό σου . μέγιστον δέ
4334595 φθονου
Ἀμέγαρτον , ποτὲ μὲν δηλοῖ τὸ εὐτελὲς καὶ μὴ ἄξιον φθόνου , ὡς τὸ , ἀμέγαρτε συβῶτα . δηλοῖ δὲ
εἰς τὸ μέσον τὴν κατὰ τῶν ζώντων ἐπιβουλὴν ὑφορώμενος ἀπὸ φθόνου μὲν φυομένην , οὐχ ἥκιστα δὲ κατὰ τῶν σπουδαίων
4326272 πινοντος
ἀπὸ τοῦ σοῦ στόματος ἔρρεον καὶ Θεμιστοκλέους ἡδομένου καὶ τοῦ πίνοντος σοφιστοῦ καὶ ὡς τὰ δοκοῦντα τῷ Διονύσῳ λέγων αὐτός
μένοντος ἐπὶ κλίνης τοῦ θεραπευομένου ἐφ ' ἡμέρας λ καὶ πίνοντος κυπαρίσσου ἀφέψημα μετ ' οἴνου . τὸ δὲ φάρμακον
4312659 εὐκολος
ὅμως τι εὐπαράγωγον ἐπεδείκνυτο . , ; , . . εὔκολος Ὀδύσσεια ὁ δὲ ἁπλοῦς ἦν καὶ μάλα εὔκολος ,
] φιλόδικος . Γ ἀκράχολος ] μανιώδης , εἰς ὀργὴν εὔκολος . Γ κυαμοτρώξ ] ὅτι κυάμοις ἐχρῶντο οἱ δικασταὶ
4306773 ἡττωμενος
ἀκάνθαις αὑτοῦ ἐμπείρων οὐκ ἀπολήγει . ὁ δέ γε ὄφις ἡττώμενος τῶν πληγῶν τῷ ὁλκῷ περιβέβληκε , καὶ συνέσφιγξεν αὐτὸν
ἐπιπέσῃ αὐτοῖς , ἡττῶνται ὑπ ' αὐτῆς . ὁ οὖν ἡττώμενος ὑπὸ τῶν οὐδαμινῶν λυπῶν μὴ διὰ φύσιν τοῦ γένους
4292730 ἀσθματος
Κρηναῖον γάνος ] τόπος Βοιωτίας ἡ Κρήνη . ὑπ ' ἄσθματος ] οἷον μετὰ ἄσθματος . Σπερχειός ] ὁ Σπερχειὸς
ἐς τὰς φλέβας : ἔπειτα παύεται τοῦ παλμοῦ καὶ τοῦ ἄσθματος : παύεται δὲ ὅκως ἂν τοῦ πλήθεος ἔχῃ :
4241723 ἀκουοντος
παρακαλεῖ , ὡς τοῦ νοῦ μόνου καὶ ὁρῶντος πάντα καὶ ἀκούοντος . ἡ δὲ ἀπαλλαγὴ τῶν κακῶν , ἣν ὀλίγοι
διαδικασθῆναι τοὺς Ἀθηναίους περὶ τοῦ χωρίου πρὸς τοὺς Μυτιληναίους , ἀκούοντος τῆς δίκης Περιάνδρου , ὃν καὶ τοῖς Ἀθηναίοις προσκρῖναι
4241069 πορισμος
. ὑποβρύχιος : βαθὺς , περάσιμος . πόρος : ὁ πορισμός . Μέμβλεται : μεμέληται , διὰ φροντίδος ὑπάρχει :
ἀρχήν κλοπαίαν ] ποταπήν ; πέφυκε ] ὑπάρχει πόρος ] πορισμός Τοιῶνδε ἀμπλακημάτων ποινὰς ἔδει εἰπεῖν , νῦν δὲ πρὸς
4240132 ἀπαγγελλουσα
τῶν ἑρμηνειῶν , τὰ δ ' ἀκουστὰ μόνως ἡ ὄψις ἀπαγγέλλουσα διὰ τῶν ὑπογραφῶν , καὶ πολλάκις ἐναργέστερον ἑκατέρα τούτων
καὶ τὰ κείμενα ἀνιστάμενα καὶ δαίμονός τινος ἔργα καὶ ἀρετὴν ἀπαγγέλλουσα . ὢ τῶν δευτέρων θαυμασιωτέρων , ὁδοῦ τε ἐκείνης
4235590 ὁρμη
, ζῴοις δ ' ἐν τροπικοῖς ἀτελὴς τοῦδ ' ἔσσεται ὁρμή . ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Ἄρης βλάπτῃ καταισχυνθήσεται
ἐπεγείρειεν ἡ ἐκ τοῦ γνῶθι σαυτὸν καὶ αἰσχύνεο σαυτὸν ἔνθεος ὁρμή . πρὸς γὰρ τὴν ἡμετέραν ἀξίαν καὶ τὰ τῶν
4231586 εὐκαιρος
γὰρ νίκην νικᾷς . ” πρὸς ἄνδρα φιλόνεικον ὁ λόγος εὔκαιρος . ὄνος ἔν τινι λειμῶνι νεμόμενος ὡς ἐθεάσατο λύκον
οὐκ ἐβίωσε , ζῶν διευτύχησεν ἄν , ὁ θάνατος οὐκ εὔκαιρος : εἰ δ ' ἤνεγκεν ἄν οὗτος ὁ βίος
4228378 ἀκοα
ἀγαθοῖς . ξένοις . Ἀστῶν δ ' ἀκοά ] τὸ ἀκοὰ πρὸς τὸ βαρύνει σύναπτε , τὸ δὲ θυμὸν πρὸς
μακρὰ ἐκλάβῃ πράγματα καὶ βαιὰ ποιήσῃ αὐτὰ τῷ λόγῳ , ἀκοὰ σοφοῖς ἐστι , τουτέστι σοφοῦ ἀκροατοῦ δεῖται , ἵνα
4226422 τρειν
μετὰ φόβου δουλεύουσα , παρὰ τὸ λα ἐπιτατικὸν καὶ τὸ τρεῖν : ἵνα ὅπως : ἐν ἴσῳ τῷ κακόγαμον :
φρονήσει γεννηθεῖσα ἐκ τῆς τριτοῦς καὶ τῆς κεφαλῆς . ἢ τρεῖν παρέχουσα τοῖς ἐναντίοις . ἢ ὅτι κατὰ Δημόκριτον τρία
4225358 ὀξυτης
ἀκήν , . , . , . Ἀκή : ἡ ὀξύτης : παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ἠκή , ὃ σημαίνει
ἑπτὰ τῆς κατὰ τὸ λογιστικὸν ἀρετῆς εἴδη γένοιτ ' ἂν ὀξύτης μὲν ἡ περὶ τὸ εὐκίνητον , εὐφυΐα δὲ ἡ
4209820 πρεποντος
ἑκάτερον αὐτῶν ἐπειρᾶτο μυρίοις ὅσοις σχήμασι καὶ τρόποις καὶ τοῦ πρέποντος ὅσην οὐδεὶς τῶν περὶ λόγους σπουδαζόντων ἐποιεῖτο δόσιν .
ἁρμάτων ἑξακόσια τοῖς ἐν τέλει δούς , ἵνα μετὰ τοῦ πρέποντος ἀξιώματος ἐπακολουθήσωσι καὶ τῆς στρατείας μετάσχωσιν , οὐδὲν τάχους
4205724 ἐυκνημιδας
γὰρ χρυσηλακάτῳ ἐοικυῖαν αὐτὴν καλεῖ καί Οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐυκνήμιδας Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν
ἐχρήσατο . Ζηνόδοτος δὲ Αἰνείωο γράφει . . μετ ' ἐυκνήμιδας : ἀντὶ τοῦ πρός . . . . .
4190276 αἰδους
τὰ ἡδέα , ἐπιτιθεῖσα αὐτοῖς τιμήν , ἀντὶ τοῦ δύναμιν αἰδοῦς καὶ τιμῆς ἀξίαν : ἢ ἐπιφέρουσα τιμὴν ἑαυτῇ δηλονότι
ἐστιν ἐναντίον ὧν εἶχεν ἐκεῖνος : ἐκεῖνος γὰρ σωφροσύνης καὶ αἰδοῦς . Περὶ ὦτα λάσιος , κωφός : τὰ ὦτα
4170688 ἀνοια
] ἡ νύξ . ἡ ἀνοία παροξυτόνως Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ ἄνοια διὰ δὲ τὸ μέτρον ἐξέτεινεν . ὁ δὲ νοῦς
φαύλους τε καὶ μοχθηροὺς καὶ ἀναιδεῖς γενέσθαι , πᾶσά τε ἄνοια καὶ ψυχῆς ἀμαθία διὰ λήθην ἐμπίπτει . ὁ δὲ
4169220 λυπηρου
χαίρουσι διαφερόντως ἅμα μὲν ἡδόμενοι , ἅμα δὲ ἀπατώμενοι τοῦ λυπηροῦ . αἱ δὲ θεωρητικαὶ καὶ εἴ τινές εἰσιν αὐτῆς
τῶν αἰσχίστων , ἀδύνατος δὲ ἀπώσασθαι λύπην , ἐνίοτε μηδενὸς λυπηροῦ παρόντος , οὐ δυνάμενος δὲ ὑπομεῖναι πόνους , οὐδὲ
4167650 ἀφορητον
νομίζοντες , οἱ δὲ νεωτέρων ἀδικημάτων οὐκ ἔχοντες παραδείγματα , ἀφόρητον ἡγοῦνται τὴν συμφοράν , τῷ μὴ τῶν ὁμοίων εὐπορεῖν
καὶ τὰ κτήνη καὶ τοὺς ὄρνιθας κτείνει . ἄφερτον ] ἀφόρητον . Ἰδαία ] ἡ ἐν Ἴδηι γινόμενον . ἡμέτερον
4166519 σιγης
τὴν ὀγδοάδα καὶ τριακάδα ; Σίγα τὰ νέρθε καὶ τὰ σιγῆς ἄξια . οὐκ ἔσθ ' ὧδε μετρεῖν τὰ ψυλλῶν
σιγὴ κρείσσων τοῦ λόγου καὶ ἔστιν ὅπου ὁ λόγος τῆς σιγῆς κρείσσων : λέγοιμ ' ἂν ἤδη : ἐναντιοῦται τῇ
4161904 προπετης
τὸν μέγαν σπόνδυλον λορδὸν τὸν αὐχένα ἔχειν , ὡς μὴ προπετὴς ἔῃ αὐτέοισιν ἡ κεφαλή : στενοχωρίην μὲν οὖν πολλὴν
νίκας τῆς Ὀλυμπίας τῆς οὔσης παρὰ τῷ Κρονίῳ τεμένει ὁ προπετὴς κλῆρος ὑμᾶς ἀπεστέρησεν , ὦ Ἀλκιμίδη . δελφῖνί κε
4159191 θηρωμενη
χρυσοϋφῶν ἱματίων γαλακτοτροφίας ὑπομιμνήσκουσα καὶ παρὰ σοῦ ἔλεον διὰ τούτου θηρωμένη , σὺ δὲ πρὸς τοῦτο ἀπιδὼν οὐκ ἠλέησας τὴν
καὶ τραγήματ ' ἐξώκειλεν , ἐπιδορπισμάτων εὑροῦσα πλῆθος , παντοδαπὰς θηρωμένη . ἅπαντ ' ἀφανίζει γῆρας , ἰσχὺν σώματος ,
4159120 ὠφεληθηναι
. πολλοῖς μὲν γὰρ ἐναντιοῦται , καὶ οὐκ ἔστι τούτοις ὠφεληθῆναι μετ ' ἐμοῦ διατρίβουσιν , ὥστε οὐχ οἷόν τέ
: αὐτὸς μὲν γὰρ ἀπῆλθεν εἰς Περσίδα τὴν τῶν μάγων ὠφεληθῆναι θέλων σοφίαν , οἱ δὲ μάγοι διὰ τὸν Πλάτωνα
4152688 ζηλοτυπια
τῆς ἀγέλης ἡγεμὼν ὁ τράγος , ἀλλ ' αὐτὸν εἴσεισι ζηλοτυπία . καὶ κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον
τοῦ κατ ' εὐθεῖαν . ζῆλος καὶ ζηλοτυπία διαφέρει . ζηλοτυπία γάρ ἐστι τὸ ἐν μίσει ὑπάρχον , ζῆλος δὲ
4148940 ἀπληκτος
θ ' ὅταν δεήσῃ , καὶ τἄλλα πειθαρχεῖ καλῶς , ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος . ἡ δ ' ὑστάτη ποῦ '
ἐραστὴς μετὰ σωφροσύνης τε καὶ αἰδοῦς , δόξης ἑταῖρος , ἄπληκτος , κελεύσματι καὶ λόγῳ μόνῳ ἡνιοχεῖται . Ταῦτα μὲν
4147949 μεταπεσοντος
: σὺ μὲν ὑπερορᾷς , ἐγὼ δὲ ἐρῶ . καὶ μεταπεσόντος ὀστράκου φεύγεις , ἐγὼ δὲ ὁ διώκων εἰμί .
. ἔδειξας δὲ τὴν σαυτοῦ φιλοσοφίαν εὖ τε φερόμενος καὶ μεταπεσόντος τοῦ πνεύματος οὔτε τότε ὁρμήσας ἐπὶ πλοῦτον οὐ καλὸν
4139669 συνηθους
' ὄγκου καὶ ἄση καὶ νωθρότης καὶ ὕπνος πλείων τοῦ συνήθους καὶ παλμοὶ τοῦ σώματος φλεβῶν τε ἔντασις καὶ ἄτακτοι
τὸν νοῦν , ἔφη , κινηθῆναι τὴν πρώτην ἀπὸ τοῦ συνήθους καὶ κοινοῦ , κινηθέντα δὲ καὶ ὑπερφρονήσαντα θεῷ συγγενέσθαι
4136102 θαρσους
οὕτως γὰρ ἂν ἐκφεύξωνται τῶν τόπων τοὺς δυσχερεῖς καὶ μετὰ θάρσους τοῖς πολεμίοις διὰ τὸ γνωρίζειν τοὺς τόπους μαχήσονται .
ἥττηται δὲ Καλλιμάχου τοσοῦτον ὅσον οἱ κείμενοι τῶν ἑστηκότων καὶ θάρσους ἀγαθοῦ νεκρὸς οὐχ ὁλόκληρος . ὥσπερ δὲ ἅπαν τυγχάνει
4131723 ἀμυδραν
ὣς αὐγὴ . . . εὐρύν [ ] ἀσθενῆ καὶ ἀμυδρὰν ἀνάρροιαν ἴσχει πρὸς ἡμᾶς διὰ τὴν κλάσιν ἐκλυομένης τῆς
, διὰ μνήμης ἔχων τὴν ἐκείνου φύσιν , ὁρῶν αὐτὴν ἀμυδρὰν ἐν γῇ πλανωμένην καὶ ἀνακεκραμένην ἀλλοτρίᾳ φύσει : ὁ
4129431 πραοτης
τέσσαρα τῆς ἀρετῆς εἴδη παρὰ τὴν διὰ πέντε συμφωνίαν , πραότης μὲν ἐν ταῖς ἀνεκστασίαις ὑπὸ ὀργῆς , ἀφοβία δὲ
: πρόσκειται βαρύτονα ἀρσενικὰ διὰ τὸ ἁγιότης : ὁσιότης : πραότης : βαρύτονα καὶ καθαρὰ διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφεται
4115015 ἀκρασια
μὴ ἁλίσκονται . κακία μὲν οὖν ἁπλῶς οὐκ ἔστιν ἡ ἀκρασία , ἀλλά πῃ ἴσως , διὰ τὸ μὴ ὅλην
δύνει . Εὐκτήμονι καὶ Δοσιθέῳ χειμὼν καὶ ὑετία . Καίσαρι ἀκρασία ἀέρος . κϚʹ . ὡρῶν ιγ ∠ ʹ :
4112433 ἀπεχεται
παμπόλλου πρόσεισι τὸ θηρίον ἐκεῖνο , καὶ τῶν μὲν ἄλλων ἀπέχεται , συλλαμβάνει δὲ τὸν τρώσαντα πρὸ ἐνιαυτοῦ , καὶ
τιμωρία . Πείθεται Ψάμμις καὶ τὴν θεὸν προσεκύνει καὶ Ἀνθίας ἀπέχεται . Ἡ δὲ ἔτι παρὰ Ψάμμιδι ἦν φρουρουμένη ,
4110966 παρατροπη
ἀπατώμενοι ἑνόϲ : ἑνὸϲ δὲ ἐπὶ πολὺ παρατραπέντοϲ ϲπονδύλου μεγάλη παρατροπὴ οὐ περιφερήϲ , γωνιωτὴν δὲ ποιεῖται τὴν τῆϲ ῥάχεωϲ
μόνον ἠδίκηται , τῆϲ δὲ μέϲηϲ κοιλίαϲ τοῦ ἐγκεφάλου βλαβείϲηϲ παρατροπὴ γίγνεται τοῦ λογιϲτικοῦ , τοῦ δὲ κατὰ τὸ ἰνίον
4101573 ἠθους
ἀγῶνος ὄντος τῷ ῥήτορι διπλοῦ , τοῦ πράγματος καὶ τοῦ ἤθους , καὶ τούτου κρατοῦντος , ἡ περὶ τῶν ἠθῶν
, ναυάγιον , θηρίον ἄμικτον , καὶ ὅσα ἐν ταῖς ἤθους λοιδορίαις ἔχεις : φιλοτιμουμένῳ δὲ ἔξεστιν εἰπεῖν Σαλμυδησσός ,
4094783 ἀπορος
καὶ στάζων ἱδρῶτα καὶ δεινῇ κρατούμενος ἀφωνίᾳ . ἐνταῦθα μόνον ἄπορος ἦν τῆς αἰσχύνης αὐτῷ τὴν γλῶτταν ἀγχούσης : τοσοῦτον
δὲ καὶ γυναίου χιτὼν ἀνεύθυνον , ὅταν ἡ σωτηρία πανταχόθεν ἄπορος ᾖ , μαρτυρία διαφανὴς οἱ Πέρσας παρὰ τὸ δεῖπνον
4089517 κενοδοξος
σεμνόστομος ] κατ ' εἰρωνείαν ὁ λόγος . ἀντὶ τοῦ κενόδοξος καὶ οἰήσεως γέμων φρονήματος ] ἐπάρσεως πλέως ] πεπληρωμένος
παραλλήλου . θ μέγας ] φοβερός . θ τύπος ] κενόδοξος . τύπος ] ἐπηρμένος . τύπος ] + μακρὸν
4084535 ἀπαυστων
, ῥεόμενοι κατὰ τῶν μελῶν ἁπάντων ἱδρῶτι , μετὰ φορᾶς ἀπαύστων δακρύων , ὡς ἤδη συναλγεῖν τοὺς ἀκούοντας καὶ τὸν
μικραὶ γὰρ δὴ ῥοπαὶ καὶ τῶν πολυχρονίων καὶ σχεδὸν εἰπεῖν ἀπαύστων ἄρχουσι κακῶν καὶ ἔγγιστα ὅμοιόν τι ποιοῦσι τοῖς νοσήμασι
4079724 ἀκουσθηναι
οὕτως ἀκαρῆ καὶ ἀμελλητί , ὥστε προτέραν πολλοῖς τῆς χαλεπῆς ἀκουσθῆναι . καὶ τότ ' ἐγὼ μόνον ᾐσθόμην φωνῆς νικώσης
ἂν ταύτην ἐμέμψατο ὡς οὐ σαφῆ ; ἀλλὰ τοῦτο ἥδιον ἀκουσθῆναι καὶ μεγαλοπρεπέστερον ; πᾶν μὲν οὖν τοὐναντίον ἠφάνικεν αὐτῆς
4077140 διεφθαρμενος
, εἴ μοι τοιοῦτος υἱὸς ἦν , θῆλυς οὕτω καὶ διεφθαρμένος ὑπὸ τῆς μέθης , μίτρᾳ μὲν ἀναδεδεμένος τὴν κόμην
. : “ διακεκναισμένος ” δὲ ἠμαυρωμένος , αἰσχρὸς καὶ διεφθαρμένος γενόμενος : οἱ γὰρ ἱππεῖς ἐν γυμνασίοις καὶ παλαίστραις
4077029 Ἀρασπαν
τε αὐτοῦ λέγων ἀδικίαν τε καὶ ἀκράτειαν , ὥστε τὸν Ἀράσπαν πολλὰ μὲν δακρύειν ὑπὸ λύπης , καταδύεσθαι δ '
μὲν οὖν ἔλαβεν ὁ αἰτήσας . Καλέσας δὲ ὁ Κῦρος Ἀράσπαν Μῆδον , ὃς ἦν αὐτῷ ἐκ παιδὸς ἑταῖρος ,
4062338 ἀπᾳδων
ὁ αὐλὸς ἄτιμος μὴ αὐλεῖν ἔτι , ὡς καὶ νῦν ἀπᾴδων ἐλήλεγκται , καὶ παρέστηκε μὲν τῇ πίτυι , ἀφ
τοῖς γάμοις λεγόμενος οὗτος : οὐ μὴν τοῖς γε ἄλλοις ἀπᾴδων τοῦ προειρημένου , καὶ ὥςπερ ἀντὶ ὑμεναίων ἐπᾳδόμενος τοῖς
4061793 ἡδεος
τῆς ἀρετῆς ἐστιν ἀλλ ' οὐ τοῦ χρησίμου ἢ τοῦ ἡδέος καὶ ἔστιν ἡ μὲν φίλησις ἀεὶ μετὰ συνηθείας ,
ἐκ τοῦ καλοῦ καὶ ἐκ τοῦ χρησίμου καὶ ἐκ τοῦ ἡδέος , οἷον Ὅμηρος ἐπὶ τῶν Ἀχιλλέως ὅπλων ἐποίησεν ,
4059707 δυσκαταγωνιστος
ὁπότε δὲ κακοποιὸς ἐπιδιακατέχει τὸν χρόνον , ἄπρακτος καὶ ἐπίνοσος δυσκαταγώνιστος ἐναντιωμάτων πλήρης , ὡς καὶ πρὸς τοῖς κακοῖς ἀδρανῆ
, ῥόθιος συμπροσχωρῶν , βίαιος τὴν ὁρμήν , δυσνίκητος , δυσκαταγώνιστος . καὶ τὰς ἄρκυς διακόψειεν ἄν , καὶ τὰς
4052130 ἀλογιστος
ἐστὶ τὸ τῆς ψυχῆς παράστημα μετὰ λογισμοῦ , θράσος δὲ ἀλόγιστος τόλμα . ὅθεν Εὐριπίδης ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος
ἡμέραι αἱ πρότεραι ἄλογοι „ : κατὰ τὸ εἰκός : ἀλόγιστος γὰρ ὁ μὴ ἅγιος τρόπος , ὥστε ὁ εὐλόγιστος
4042455 ἀριζηλος
τὸ ἀρι ἐπιτατικὸν καὶ τὸ ὀδούς γίνεται ἀριόδους , ὡς ἀρίζηλος , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀργιόδους , ὡς ἄνοια
λόγος τοιοῦτος : ὁ μετὰ τῆς ἀρετῆς πλοῦτος ἀστήρ ἐστιν ἀρίζηλος καὶ ἀληθινώτατον ἀνδρὶ φέγγος , εἰ δή τις αὐτῷ
4036835 ἀκαθεκτος
αὐτῷ τοῖς χαυλιόδουσι περιζεῖ , τραχύς ἐστι τὴν ὀργήν , ἀκάθεκτος τὸν θυμόν , δύσμαχος δυσάλωτος δυσαγώνιστος , προωθῶν ,
, ἄνω καὶ κάτω τὴν πολιτείαν μεταφέρων , ἀηδής , ἀκάθεκτος , πλήκτης , ἀνίδρυτος . εἰ δὲ καὶ Δημοσθένης
4021411 σαρκιδιου
εἰσήγαγεν ; οὐχ ὡς θνητόν ; οὐχ ὡς μετὰ ὀλίγου σαρκιδίου ζήσοντα ἐπὶ γῆς καὶ θεασόμενον τὴν διοίκησιν αὐτοῦ καὶ
μήτε ὑπόληψις μήτε φωνὴ μηδὲ μὴν αἴσθησις τοῦ περιτεθραμμένου σοι σαρκιδίου : ὄψεται γὰρ τὸ πάσχον . ἐὰν οὖν ,
4020906 αὐθαδειαν
οἰκειότατον ἐλευθέρῳ , οἰκέτῃ δ ' ἀλλότριον , ἐπεπαίδευσο ἂν αὐθάδειαν μεθέμενος εἰς ἐμὲ βλέπειν τὴν ἐκείνου γυναῖκα , ἐπιθυμίαν
ἤγουν ἀρίστου γενομένου . Ἱππίου : θυγατέρα . ἀτασθαλίην : αὐθάδειαν , ἀλαζονείαν . ἔτι : ἤγουν μετὰ τὸν φόνον
4019028 ἐναργεστατα
δικαίως τοὺς ἀνθρώπους βιοῦν , καὶ τοῦτό φησιν ὁ ποιητὴς ἐναργέστατα οὐ γὰρ σχέτλια ἔργα θεοὶ μάκαρες φιλέουσιν , ἀλλὰ
ἄγονα ; . . § : δίχα δὲ τῶν εἰρημένων ἐναργέστατα παριστᾶσι τὴν τελεσφόρον δύναμιν ἑβδομάδος καὶ αἱ ἐκ βρέφους
4013010 αἰσχυνη
βροτολοιγὸς ἴδησι ἢ Φαίνων κρυόεις ὀλοὸν τόδε σῆμα δάμαρτι ἔσσεται αἰσχύνη τε καὶ οὐκ ἐπὶ δηθὰ μένουσιν , ἢν δ
: κηλὶς ἄφραστος : κακὸν ἀπροσδόκητον : ῥυπαρία μολύνουσα , αἰσχύνη . ἄφραστος δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπροόρατος , ἀπροσδόκητος .
4008754 διψης
καὶ τῶν ἑξῆς αὐχένων ἀπεγίνωσκον αὑτῶν ἤδη καὶ μεθεῖντο ὑπὸ δίψης καὶ θέρους καὶ κόπου . προτρέποντος δὲ αὐτοὺς τοῦ
ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη : τῶν δὲ ἔρημος ὁ χῶρος γενόμενος δίψης ἀεὶ πιμπλάμενος ἀνθεῖ πολλαῖς τε καὶ ἀγρίαις ἐπιθυμίαις .
4006094 δεινου
τὴν Ἀνθίαν μάντεις καὶ ἱερέας , ὡς εὑρήσοντας λύσιν τοῦ δεινοῦ . Οἱ δὲ ἐλθόντες ἔθυόν τε ἱερεῖα καὶ ποικίλα
ἐπίβαλλε , εἶτα συντάραττε ἐπιπολύ : οὐ γὰρ μὴ τοῦ δεινοῦ περιγενόμενον διοίσει καὶ περισώσει τοῦ κινδύνου τὸν πλημμεληθέντα .
4000416 θυμου
: τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν ἄλλων βιαιότερα . ἀπὸ δὲ θυμοῦ θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος
ἐνδιδόναι . ἢ ἔνεστί τις λόγος ἐν τῷ ἀκρατεῖ τοῦ θυμοῦ , ὅτι οὐ χρὴ ἐπὶ πᾶσι θυμοῦσθαι οὐδὲ ἐφ
3999969 εἰωθος
στάσεως ἢ ταραχῆς ἐφιεμένην ; ὑπηχεῖ δέ μοι πάλιν τὸ εἰωθὸς ἀφανῶς ἐνομιλεῖν πνεῦμα ἀόρατον καί φησιν : ὦ οὗτος
Πάππος ὁ καλός , ὅπως αὐτὸν μήποτε ἐπιλείποι τὸ μειδιᾶν εἰωθὸς ἐπανθεῖν τῷ προσώπῳ . Πέρσαι μὲν οὖν οὕτω πράξουσιν
3999166 ἀποπιπτων
θυμῷ πρὸς τὴν εἰς τὸν πόλεμον ὁρμὴν καὶ παρασκευήν , ἀποπίπτων δὲ ἐν ταῖς ἐπιβολαῖς , εἰς παραλόγους ἐννοίας ἐνέπιπτε
περιμένων κυρίου ” : ὄντως γὰρ ὑπὸ θεοῦ σῴζεται ὁ ἀποπίπτων τῶν πα - θῶν καὶ ὑστερίζων τῆς ἐνεργείας αὐτῶν
3997278 ἀκολαστος
ὁ μὴ λυπούμενος ἐπὶ τῇ τῶν αὐτῶν τούτων παρουσίᾳ , ἀκόλαστος δὲ ὁ ἐπὶ ἀπουσίᾳ τινῶν λυπούμενος , σώφρων δὲ
εἶναι : ὁ γὰρ ἀμεταμέλητος ἀνίατος : τοιοῦτος δὲ ὁ ἀκόλαστος : ὁ δὲ ἔλαττον τοῦ δέοντος τὰ τοιαῦτα ζητῶν
3995296 ἀτοπου
ἑαυτὸν ἐπισημαινόμενον ὡς διθυραμβώδη φθεγγόμενον : εἰρηκὼς γὰρ περὶ τοῦ ἀτόπου ἐραστοῦ ὡς λύκοι ἄρν ' ἀγαπῶς ' ὣς παῖδα
κατὰ διαφορὰν λέγεσθαι , οἷον εἰκὸς ζήσεσθαί με αὔριον μηδενὸς ἀτόπου παρεμφαινομένου . τὸ δὲ αὐτό , φησί , λέγεται
3992679 ἀνιατος
: καὶ ἐν συνκοπῇ αἰσχρός : ἀνία ἡ λύπη , ἀνίατος τὶς οὖσα , ἡ δυσχέρως ἰωμένη : ἀκριβὴς παρὰ
τις ἀποδέξαιτο , ὅτι τὸ γῆρας , ἡ μακρὰ καὶ ἀνίατος νόσος , τοὺς τῶν ὀρέξεων ἐχάλασέ τε καὶ ἔλυσε
3984980 ἠμαυρωσε
παρασκευάζει κατεργαστικωτέραν τε καὶ λαμπροτέραν , ἀθρόως δὲ αὐτῷ συνεμπεσοῦσα ἠμαύρωσε καὶ κατέσβεσε τὴν εὐμορφίαν τοῦ φωτὸς καὶ πρὸς τούτοις
ἀκολουθίαν τοῦ οἰκοδεσπότου ταῦτα γέγονεν , ἑτέρα δὲ οἰκοδεσποτεία κακωθεῖσα ἠμαύρωσε τὴν δόξαν ἐπεισενεγκαμένη πολλὰς αἰτίας . ἄλλους δὲ ἀπὸ
3979400 ὑβρις
μὴ ᾖς ὑβριστής , ἀλλὰ σώφρων : καὶ γὰρ ἡ ὕβρις τῷ ὀργίλῳ ἀνδρὶ ἀνύποιστος γίνεται ὑβριζομένῳ , οὐδὲ ὁ
ἀνιῶμαι : καὶ γὰρ ἐρῶ τῆς Μαζαίας , καὶ ἡ ὕβρις ἐν τοσούτοις ἀνθρώποις οὐ μετρίως μου καθίκετο . οἶμαι
3979293 ἀνηλεης
δυσπενθοῦς ὑπανεῖλε καὶ κρυφίως ὑφείλετο ἤγουν ἔκλεψεν , ὅτε ἡ ἀνηλεὴς γυνή , ἤγουν ἡ κλυταιμνήστρα , πόρευσε καὶ ἔπεμψε
πάθους τινὸς ἢ συμφορᾶς . Αἰσχύλος . ἀνοικτίρμων : ὁ ἀνηλεὴς καὶ ἀπαραίτητος . ἀτενὴς καὶ ἀτεράμων ἄνθρωπος : ταὐτὸν
3975608 ἐκπιπτων
, ὑπὸ δὲ ἔρωτος τοῦ ξένας νοήσεις ἀεὶ κινεῖν πολλάκις ἐκπίπτων εἰς τὸ παιδαριωδέστατον . παραθήσομαι δὲ τἀνδρὸς ἓν ἢ
καὶ πελάγη περαιούμενος , καὶ ἀπεχθανόμενος τῷ τυράννῳ , καὶ ἐκπίπτων , καὶ κινδυνεύων , ἵνα μὴ προδῷ τὸ φιλοσοφίας
3972035 ῥᾳστωνην
ἀπειροκαλίαν ἐπῆρτο οὔτε , ὅπερ ἕτερος ἂν ἐπεπόνθει , ἐς ῥᾳστώνην τε καὶ ἡδυπάθειαν μετὰ τοὺς πόνους ἐξέκλινεν , ἀλλ
σε τοῖς ἐκεῖ προσφέρεσθαι . οὐδὲ γὰρ εἰς γέλωτα καὶ ῥᾳστώνην καὶ σκώμματα καὶ ὕπνον ἀναλίσκειν τὸν χρόνον , ἀλλὰ
3972006 συμφορα
. , ἐπειδὴ δὲ ἡ ναυμαχία [ ] καὶ ἡ συμφορὰ τῆι πόλει ἐγένετο , δημοκρατίας ἔτι οὔσης , ὅθεν
ὄφελόν σε κἂν Θρᾲξ νικήσας ὕβρισεν : οὐκ εἶχεν ἡ συμφορὰ διὰ τὴν ἀνάγκην ὄνειδος . νῦν δέ , κακόδαιμον
3970647 θρηνου
πτωχῶν καὶ ἔξω τῆς θύρας ἱσταμένων . Ἰάλεμος : εἶδος θρήνου , ἡ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνία , καὶ ὁ
. αἰακτὰ ] τὰ ἄξια θρήνου . αἰακτὰ ] τὰ θρήνου καὶ κλαυθμοῦ ἄξια . Ξ πήματ ' ] βλάβαι
3970096 φοβερα
] διὰ τὰ προσόντα κακὰ τοῖς εἰσερχομένοις καὶ τὰ λεγόμενα φοβερά . κακῶν γὰρ ] παρὰ τὸ λεγόμενον ἐν τῆι
θάνατος δεινόν , ἀλλ ' ἡ περὶ τὴν τελευτὴν ὕβρις φοβερά . Πῶς δὲ οὐκ οἰκτρὸν βλέπειν ἐχθροῦ πρόσωπον ἐπεγγελῶντος
3969608 καταφωρος
: ὁ δὲ Κουρίων , ἵνα μὴ ἄφνω μετατιθέμενος γίγνοιτο κατάφωρος , εἰσηγεῖτο βαρυτάτας ὁδῶν πολλῶν ἐπισκευάς τε καὶ κατασκευὰς
ὑποκρίνονται καὶ ἀπατῶσιν . ὅθεν δὴ ἔσται αὐτῶν ἡ γοητεία κατάφωρος , πρῶτος Ἀριστοτέλης ὄργανον ἐμηχανήσατο . Τί οὖν ἐγὼ
3962628 σιωπη
τὴν δὲ χώραν αὐτὴν οἰκῶν . σιωπὴ σιγῆς διαφέρει . σιωπὴ μὲν γάρ ἐστι κατάσχεσις λόγου , σιγὴ δὲ στέξις
μέλλον κακόν . ἐπεὶ γὰρ ἦν ἤδη νὺξ βαθεῖα καὶ σιωπὴ πολλὴ καὶ ὕπνος ὁ γλυκύς , ψοφεῖ μὲν ἔξωθεν
3957629 μετριαζων
ἐτόλμησεν οὕτως ἁπλῶς ἀποφήνασθαι διὰ τὸ μὴ παντελῶς θαρρεῖν : μετριάζων οὖν ἔφη “ δοκέει μοι ” ἀντὶ τοῦ νομίζω
τοῖς τρόποις κεράννυσθαι , οὕτως καὶ τὸν Ἔρωτα : ὃς μετριάζων μέν ἐστιν εὔχαρις , ἐπιτεινόμενος δὲ καὶ διαταράττων χαλεπώτατος
3956139 ἐνεπεσε
ἐπεὶ δὲ τοῦτ ' ἐγένετο , πολλὴ μὲν εὐθυμία πᾶσιν ἐνέπεσε , πολλὴ δὲ φιλότης ἀλλήλων , θάρσος τ '
σύμπαν αὐτοῦ σῶμα εὐλῶν ἐξέζεσεν . τοσόσδε διὰ τῆς νυκτὸς ἐνέπεσε σεισμός , ὥστε ἐξέθορον ἐκ τῆς κοίτης , σκηπτοί
3954169 ἐπιτεινων
, ὁ δ ' ἀγρευτὴς τέως ἐν καλύβῃ λανθάνων καὶ ἐπιτείνων νεύρῳ τὸ δίκτυον πίνοντα καλύψει τὸν χαραδριόν . Θηρῶνται
σώζεσθαι τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ κρυπτομένην ἐξ ἀνθρώπων ἀπόλλυσθαι . ἐπιτείνων δὲ τὸ πρέπον φησὶ ἄλλως τε καὶ φιλοσόφους ὄντας
3946843 ἐπιθυμια
, χρηστοῦ ἂν εἴη εἴτε πώματος εἴτε ἄλλου ὅτου ἐστὶν ἐπιθυμία , καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω . Ἴσως γὰρ ἄν
τοῦ κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἐγκρατοῦς καὶ ἀκρατοῦς ὅτι ἕτερον ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ προαίρεσις . Ἔτι φησὶ προαιρέσει μὲν ἡ
3946194 ἐκπληξις
κνέφας . ἀλλ ' ἀμφὶ δεῖπνον οὖσι προσβάλω δόρυ ; ἔκπληξις ἂν γένοιτο : νικῆσαι δὲ δεῖ . βαθύς γέ
, οὐδ ' ὅτι τῆς μὲν ἐν ποιήσει τέλος ἐστὶν ἔκπληξις , τῆς δ ' ἐν λόγοις ἐνάργεια , ἀμφότεραι
3939371 αἱρουμενη
ὅτι φύσει φιλάνθρωπος οὖσα ἀεί τισι πάρεστιν ἡμῶν , οὐχ αἱρουμένη τοὺς ἀξίους οὐδὲ τοὺς πονηρούς , ἀεὶ δὲ οἵοις
ᾖ φανερά , φαίνηται δὲ δίκαι ' ἐπὶ ταύτῃ φρονεῖν αἱρουμένη . τοῖς δὲ θρασυνομένοις καὶ σφόδρ ' ἑτοίμως πολεμεῖν
3932713 χαρα
καὶ ἐν ψυχικῇ μὲν δυνάμει γίνεται , ὅταν λύπη , χαρά , φόβος , δειλία , ἔκλυσις , ὀργὴ γένηται
τῷ δὲ κατ ' εὐμοιρίαν φύσεως ἐπ ' ἀρετὴν φθάσαντι χαρά : χαρτὸν γὰρ ἡ εὐφυΐα καὶ τὰ φύσεως δῶρα
3924385 θρασυτης
ἀρήγει : τῇ νεότητι μὲν βοηθεῖ ἡ περὶ τὸ πολεμεῖν θρασύτης . τοῦτο δὲ ἐν τῷ καθόλου γνωμικῶς ἀναπεφώνηκεν .
φίλε , ἐγὼ ἤδη ἠπόρουν , καί μου ἡ πρόσθεν θρασύτης ἐξεκέκοπτο , ἣν εἶχον ἐγὼ ὡς πάνυ ῥᾳδίως αὐτῷ
3921830 ἀπαλλαγη
, ἀεὶ πράγματα ἐκ τῶν Σευήρου τρόπων ἀναφύεται σοί τε ἀπαλλαγὴ τῶν παρ ' ἡμῶν περὶ τούτων οὐκ ἔσται γραμμάτων
ὁμολογηθέντων στερηθῶμεν , ἀλλ ' Ἐπιτίμῳ γένηται σωτηρία τις καὶ ἀπαλλαγὴ τῶν κινδύνων . παρέσομαι δ ' εἰς τὸν χρόνον
3919348 ἀναμνησθεισα
τί ποιεῖς ; ὁ δέ : νοῦν ἐντίθημι αὐτῇ . ἀναμνησθεῖσα ἡ μωρὰ τῆς εὐχῆς ἔφη ἔνθες καὶ ἐμοὶ νοῦν
ἐν ὅσῳ ἦν περὶ τὴν γένεσιν ἀναστρεφομένη : μήπω γὰρ ἀναμνησθεῖσα τῶν νοητῶν , οὔπω εἶχε τοιαύτην θερμότητα ἐνεργόν .
3917897 ἀκρατους
ἔτι δὲ οὐδὲ ὁμοίως δύναται νῦν ἀπορούμενον τὸ ἐπὶ τοῦ ἀκρατοῦς . ἐκεῖνος μὲν γὰρ οὐ κατὰ τὴν βούλησιν ποιῶν
Ἐνταῦθα μέλλει διδάξαι , ὅτι ὁ ἀκόλαστος τιμιώτερός ἐστι τοῦ ἀκρατοῦς . φησὶ γάρ , ὅτι ὁ ἀκόλαστος μὴ ἔχων

Back