ἐτόλμησεν οὕτως ἁπλῶς ἀποφήνασθαι διὰ τὸ μὴ παντελῶς θαρρεῖν : μετριάζων οὖν ἔφη “ δοκέει μοι ” ἀντὶ τοῦ νομίζω | ||
τοῖς τρόποις κεράννυσθαι , οὕτως καὶ τὸν Ἔρωτα : ὃς μετριάζων μέν ἐστιν εὔχαρις , ἐπιτεινόμενος δὲ καὶ διαταράττων χαλεπώτατος |
ὀρφανήν . εἰ δὲ μὴ δύναμαι ζῆν ὡς εὐγενής , αἱροῦμαι θάνατον ἐλεύθερον . ” τούτων ἀκούων δὲ ἔκλαιε προφάσει | ||
τουτέστιν ἐκ δειλίας κινεῖ με ὁ φόβος φθέγξασθαι ἃ μὴ αἱροῦμαι . ὤπασας ] παρέσχες τοῖς ἀνδράσιν . ὤπασας ] |
, Σάτυρε , καὶ τὴν παροῦσαν τύχην . ” “ Παίζεις , ὠγαθέ : συγκαθεύδεις . ” “ Οἶδα μὲν | ||
γυναῖκας . ” Καὶ ὁ Σωσθένης σπουδάσας εἶπε : “ Παίζεις ; ” “ Ποῖ παίζω ; ” ἔφη : |
μοι κάλει Φιλιππίδην τὸν Παιανιέα , πρὸς ὃν ἔλεγε ταῦτα Θεοκρίνης οὑτοσί , καὶ τοὺς ἄλλους οἳ συνίσασιν τούτῳ ταῦτα | ||
Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος λοιδορούμενος Αἰσχίνῃ φησὶ ” τραγικὸς Θεοκρίνης . “ βούλεται δὲ λέγειν αὐτὸν συκοφάντην , ἐπειδὴ |
ἐν προχοαῖς . * Ἅλικες αἵ τε κόμαι καὶ ὁ Κρωβύλος , ἃς ἀπὸ Φοίβῳ πέξατο μολπαστᾷ κῶρος ὁ τετραετής | ||
] Ἡγησάνδρου ἀδελφὸς ἦν Κρωβύλος . ἐκαλεῖτο δὲ οὐ μόνον Κρωβύλος , ἀλλὰ καὶ Ἡγήσιππος καὶ ἐκωμῳδήθη ὡς αἰσχρὸς τὴν |
τὸ εἶναι δύο τὰς ἑταίρας . Κύδος : λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ | ||
. . . κακηγορῆϲαι ὡς Ὑπ . . , . κακολογία ὡς Ὑπ . . , . κακοπράγμων ὡς Ὑπ |
; ἀλλὰ πρότερον οἴει δεῖν σκέψασθαι εἰ ἀληθῆ λέγουσιν . Ἔγωγ ' , εἶπεν . Ἐπεὶ οἰκείων καὶ συνήθων , | ||
εἰς ποτέραν τῶν τάξεων τούτων σαυτὸν δικαίως ἂν τάττοις ; Ἔγωγ ' , ἔφη ὁ Ἀρίστιππος : καὶ οὐδαμῶς γε |
καὶ τοξότην αὐτὸν καλεῖ , οἷον ὑπηρέτην . Γ ὁ Εὔαθλος καὶ ὡς εὐρύπρωκτος καὶ ὡς λάλος κωμῳδεῖται . εἴη | ||
Κλεισθένης . Ἔστι τις πονηρὸς ἡμῖν τοξότης συνήγορος εὐρύπρωκτος ὥσπερ Εὔαθλος παρ ' ὑμῖν τοῖς νέοις . Καὶ κολλύραν τοῖσι |
: μὴ πύθῃ τὸ δεύτερον . Μῶν εὐθὺ Πελλήνης πέτεσθαι διανοεῖ ; Μὰ Δί ' , ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιωτικὸς | ||
τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι , πρὶν ἄν γ ' ἴδω τὸ |
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | ||
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν |
μάχη . Ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ ἀπαρνοῦμαι δ ' ὅμως | ||
Φιλεταίρῳ : ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ ἀπαρνοῦμαι δ ' ὅμως |
ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε | ||
σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην : |
Λείπει σκόπει . ὁρᾷς θέαμα : Λίαν ἀσφαλῶς ὁ Ἥφαιστος πεδῶν τὸν Προμηθέα , φησίν : ὁρᾷς θέαμα ὀδυνηρὸν καὶ | ||
προδοσίαν : ὅπου καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ παιδεύων ξύλου καὶ πεδῶν ἠνείχετο : καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ Ἔμπουσα ἐκαλεῖτο καὶ |
, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τῶν μαρτύρων ἰσχυρότερα τεκμήρια . Καλλικλῆς μὲν γάρ φησιν τὴν χαράδραν ἀποικοδομήσαντα βλάπτειν ἔμ ' | ||
μοι λέγεις ; ἔγωγε μὴν τὴν ναῦν ἐκείνην ἣν ἐποίησε Καλλικλῆς † τὸν καλούμενον † , Εὐφράνωρ δ ' ἐκυβέρνα |
, ἔστησας πρὸ τοῦ πυλῶνος τὸν σαπρὸν Αἴσωπον , ὅπως ὑβρίσει καὶ κύνας ἡμᾶς ἀποκαλέσει . ” καὶ ὁ Ξάνθος | ||
καὶ γὰρ ἐρεῖ ποτε τὰ ψευδῆ οὐ ψευδόμενος ‖ καὶ ὑβρίσει μὴ ὢν ὑβριστής . ‖ Ἐγὼ Ἠσαῦ ὁ πρωτότοκός |
δεῖ τὸν ἰατρὸν ὡς ἐπιεικῆ καὶ εὔτροπον διὰ τὴν τέχνην ὑπολαμβάνεσθαι πανταχοῦ : οἷον : μικροῦ μὲν οὖν καὶ πρὸς | ||
προσφάτως ζητηθὲν τὴν κίνησιν ἔσχεν ἐκ τοῦ μόνιμον τὴν εὐδαιμονίαν ὑπολαμβάνεσθαι . ὅτι οὖν , φησίν , οὐ δεῖ τὰς |
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν | ||
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε |
οὗ μάλιστα παρίσταται τὸ εἶναι πρόνοιαν . εἰ δὲ μηδέπω πέπεισαι , τὸν ἔθ ' ὑποικουροῦντα ἐνδοιασμὸν εἰπὲ θαρρῶν : | ||
καὶ πείσειεν ἄν : νῦν δ ' οὖν , εἴτε πέπεισαι εἴτε ὁπωσδὴ ἔχεις , σύμφῃς γοῦν ἡμῖν πάντα τὰ |
δ ' ἀσύμβολον εὗρε γελοῖα λέγειν Ῥαδάμανθυς καὶ Παλαμήδης . γελωτοποιῶν δὲ μέμνηται Ξενοφῶν ἐν τῷ Συμποσίῳ Φιλίππου μέν , | ||
ἀπόφευγε . εἰ δ ' οἴει [ ] κορδακίζων καὶ γελωτοποιῶν [ ? ] , ὅπερ ποιεῖν [ ? ] |
μὲν γὰρ δημαγωγεῖν ἐθέλων τὸ θέατρον , πολλάκις καὶ θεῶν καταψεύδεται : διόπερ ἔγωγε τοιούτους εἶναι ἑκὼν οὐ πείσομαι , | ||
διὰ τὴν ἄγαν σωφροσύνην τοῦ ἀνδρός , συνελθεῖν αὑτῇ , καταψεύδεται αὐτοῦ πρὸς Ἄκαστον ὡς ἀποπειραθέντος αὑτῆς καὶ βίαν ἐπαγαγεῖν |
οὐκ ἀνοήτου μόνον , ἀλλὰ καὶ ἀχαρίστου , μᾶλλον δὲ βασκάνου μοι εἶναι ἔδοξεν . ἐγὼ μὲν οὖν εἰς δύναμιν | ||
ἡ φύσις τοῦ ἀγῶνος ἀνδρὸς φθονεροῦ τυγχάνει καὶ πονηροῦ καὶ βασκάνου . ἐπὶ τὸ ἕτερον μεταβαίνει δίκαιον τὸ τῆς πολιτείας |
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
: πλεύσεως . ὀϊζύος : κόπου . μογέουσιν : μογέω κακοπαθῶ . Δυσκελάδοισι : δυσήχοις . συνιππεύοντες : συμπεριπατοῦντες , | ||
. τάλας : τάλας : παρὰ τὸ τάλλω , τὸ κακοπαθῶ , ἔνθεν Ἡσίοδός φησιν ” ἐτρέφετ ' ἀτάλλων ” |
θανάσιμον βεβηκότα . Πότερα δόλοισιν ; ἢ νόσου ξυναλλαγῇ ; Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή . Νόσοις ὁ τλήμων | ||
καίτοι περί γε τῶν γερόντων ὁ Σοφοκλῆς εἴρηκε χαριέντως : Σμικρὰ παλαιὰ σώματ ' εὐνάζει ῥοπή : καταγωγῇ γὰρ ἔοικεν |
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν | ||
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν |
πεπεῖσθαι τῷ πατρὶ σύστειλον εἰς μικρὸν αὐτῷ τὴν ἀπόστασιν . Σαυτὸν ἀνάμνησον τῶν ὑποσχέσεων , ἃς ἐποιοῦ πρὸς ἡμᾶς περὶ | ||
λοιπὸν βίον εὐδαιμονέστατα διατελέσαιμι : ὁ δέ μοι ἀπεκρίνατο , Σαυτὸν γιγνώσκων εὐδαίμων , Κροῖσε , περάσεις . ἐγὼ δ |
ὑποπίνων , ἐκ μιμήσεως τῆς τῶν παίδων φωνῆς . ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό | ||
ἠλιθιάζω ] προσποιοῦμαι ἠλίθιος εἶναι , ἤγουν ἑκὼν ἀνοηταίνω . βρύλλων : ἐξαπατώμενος , ὑποπίνων καὶ μεθύων . Σύμμαχος δὲ |
: ἢ τοὺς θύοντας , ἵνα αἰτήσαντες λάβωσί τι . κρίνεσι στεφανοῖς : τουτέστιν αἱ λοιδορίαι αἱ παρὰ σοῦ στέφανοί | ||
τινὲς δέ φασι μεταπλασμὸν αὐτὸν εἶναι . μεταπλασμὸς τὸ ” κρίνεσι “ : κρίνοις γὰρ ἔδει . κρίνεσι ] ἡ |
τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ ὅμως | ||
. . Ο . : ὀκτώπουν Κρατῖνος Θράιτταις : ὀκτώπουν ἀνεγείρεις , ἀντὶ τοῦ σκορπίον . παροιμία γάρ : σκορπίον |
καλεῖται ἀλλ ' ἔτι μένει σύνθετον , ὡς ἐπὶ τοῦ συνήγορος εὐσυνήγορος , σύμβουλος εὐσύμβουλος , κένταυρος ἱπποκένταυρος : ἔστι | ||
ὑπὲρ τοῦ δὴ ταῦτα καὶ τί τὸ ἀδίκημα ; ὁ συνήγορος , φησίν , οὐκ εἶπεν , ἥτις ἦν ἡ |
τῆς τοῦ λόγου διαθέσεως , ἣν ἐν τῷ Ζ τῶν Νικομαχείων Ἠθικῶν ὁ φιλόσοφος ἐξειργάσατο . προέθετο μὲν γὰρ ἐν | ||
ἀγαθοῦ τινος ἐφίεσθαι δοκεῖ ” , ὡς εἶπεν ἀρχόμενος τῶν Νικομαχείων : καὶ ἔστι τὸ κυριώτατον ἀγαθόν , “ οὗ |
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
μὲν Ἄρατος οὐκ ἀφ ' ἑαυτοῦ κρίσιν περὶ τῶν τοιούτων προφερόμενος γέγραφεν , ἀλλὰ τῷ Εὐδόξῳ καὶ περὶ τούτου κατακολουθήσας | ||
καὶ Ἀγαμέμνων : ὁ μὲν ὑπ ' ὀργῆς εἰς ὕβριν προφερόμενος ὁ Ἀγαμέμνων , ὁ δὲ Ἀχιλλεὺς προπηλακισθεὶς μηνιῶν : |
[ ! ] ? [ ! ! ] [ ὁ φιλοπράγμων ] ἐγ ? [ ˘˘˘⚔ – × | – | ||
πρὸς ἀργύριον βλέπων , παλίμπρατος , συκοφάντης , δικορράφος , φιλοπράγμων πολυπράγμων , κακοπράγμων , ὡς Ὑπερείδης ἔφη , καταπολιτευόμενος |
ἔστι , κηρύτ - τειν καὶ ᾄδειν πρὸς κιθάραν καὶ τραγῳδεῖν καὶ παλαίειν καὶ παγκρατιάζειν . φασὶ δὲ καὶ γράφειν | ||
γάλλους ὁρᾶν . μέμνησο δὲ ὅτι , εἴτε κωμῳδεῖν εἴτε τραγῳδεῖν ὑπολάβοι τις καὶ μνημονεύοι , κατὰ τὴν ὑπόθεσιν τοῦ |
οὗτος ] ἐπὶ τὸ δεύτερον νόμιμον μεταβαίνει . . . ἐργολαβεῖν ] ἵνα διὰ τοῦ ἐν τῷ θεάτρῳ στεφανοῦσθαι ἔχῃ | ||
ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φιλαργυρίαν οὐκ ὀκνοῦσι καὶ ἀλλοτρίας συμφορὰς ἐργολαβεῖν . πλούσιός τις δύο θυγ . ἔχ . συνέβη |
: καὶ ὡς πεύκη πευκανός καὶ πευκεδανός , οὕτως καὶ βρύκω βρυκεδανός , . , . * . Βρύκω : | ||
. . + * . Βρυκεδανός : γέγονε παρὰ τὸ βρύκω βρυκανός , ὡς πείθω πιθανός , ἵκω ἱκανός : |
Ῥωμαίων ἐλεύσομαι συγγραφεῖς . παλαιὸς μὲν οὖν οὔτε συγγραφεὺς οὔτε λογογράφος ἐστὶ Ῥωμαίων οὐδὲ εἷς : ἐκ παλαιῶν μέντοι λόγων | ||
τὴν καθ ' ἡμέραν δίαιταν τίς ἐστιν ; ἐκ τριηράρχου λογογράφος ἀνεφάνη , τὰ πατρῷα καταγελάστως προέμενος : ἄπιστος δὲ |
εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ | ||
ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν |
εἶναι Πλάτωνι . Εἶτα οὐκ ἦν τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων θεραπευτικὸς ὁ Ξανθίππου Περικλῆς ; ἐμοὶ μὲν δοκεῖ . ὁσάκις | ||
. ἐνθυμοῦ δὲ καὶ ὅτι δοκεῖς τισιν ἐνδεεστέρως τοῦ προσήκοντος θεραπευτικὸς εἶναι : μὴ οὖν λανθανέτω σε ὅτι διὰ τοῦ |
τοῦ κακουργεῖν παύσεσθαι , γνόντες δέ , ὡς οὐκ ἐπιτρέψει Θεμίστιος , εἰ καὶ μὴ ἑκόντες , ἀλλ ' ἄκοντες | ||
τοῦτο ἐγεγόνει καὶ σὲ εἶχεν ὁ χορὸς ὃν νικῶν συνέστησε Θεμίστιος , ἀπῆν ἂν ἡμῖν εὐδαιμονίας οὐδέν . νῦν δὲ |
ἄλλο δοκεῖν ποιεῖ : ὁ μὲν γὰρ κατήγορος καὶ σιωπῶν ἀξιόπιστος , σὺ δὲ Ἕλλην καὶ ῥᾴδιος τὸν τρόπον καὶ | ||
' ἔχων χρυσίου : καὶ ἡ τῶν ἐκ προνοίας φόνων ἀξιόπιστος οὖσα βουλὴ τὸ δίκαιον καὶ τἀληθὲς εὑρεῖν , καὶ |
ὁ δυστυχής , ὥστε βελτιῶσαι τὸν Γάιον . ὁ δὲ φίλερις καὶ φιλόνεικος ὢν ἐπὶ τἀναντία τὴν διάνοιαν ἔτρεπεν , | ||
ὁ μὲν μὴ τιμῶν ἀπειθής , ὁ δ ' ἀτιμάζων φίλερις . καὶ πάλιν τοῦ τὴν πατρίδα σῴζειν ὄντος δικαίου |
ὁ Πορφύριος δὲ τὴν φιλόσοφον ἱστορίαν συγγράψας πρῶτον μὲν αὐτὸν ἀκρόχολον καὶ εὐόργητον εἴρηκε γεγενῆσθαι , Ἀριστοξένῳ μάρτυρι κεχρημένος τὸν | ||
ἀλαζόνα πολλὴν ἰσηγορίαν ζητοῦντι μήποτε ἐγκρίνωμεν , οὐ μὴν οὐδὲ ἀκρόχολον ἢ ὀργίλον . πῶς γὰρ ἐπιτήδειος εἰς συνήθειαν ὁ |
λέγων δὲ ἔπεισεν αὐτὸν ὡς χρή , εἰ μὴ καὶ δέδρακεν , αὑτόν τε ἄδειαν ποιησάμενον σῶσαι καὶ τὴν πόλιν | ||
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους : ὕβρις δ ' , ἐπεὶ δέδρακεν , ἥδε δευτέρα , τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν |
δύναμις περιγίγνεται διὰ τούτου , ἀλλ ' ἀπέχθεια μᾶλλον καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός : ὧν ἴσως οὐκ ἔδει φροντίζειν : | ||
, δεινόν ἐστι θάνατος , δεινόν ἐστι φυγή , δεινὸν λοιδορία , δεινὸν πενία : φεύγετε ἄνδρες , πάρεισιν οἱ |
Εἰ δ ' οὐ γένηται , τὴν κάκωσιν δεῖ λέγειν Πολλοῖς χρόνοις ᾧτινι θάνατος πέλος . Ταῦτα Σελήνη δώδεκα τόποις | ||
δὲ γενήσεται σακέλλων ἐπιτιθεμένων τῷ καταπλάσματι , ἢ πυριατηρίων . Πολλοῖς μὲν δὴ εἰς τὸ οὐρηθῆναι τὸν λίθον ἤρκεσε καὶ |
τὸν Αἰγόκερων ὑπὲρ τὰς οεʹ . εἰ δέ τις τῶν πανούργων τὸν ὡροσκόπον καὶ ἐν τούτῳ τῷ κύκλῳ † ἀντὶ | ||
. . τὰ τοιαῦτα ῥήματα ] οἱονεὶ τὰ περὶ τῶν πανούργων λεγόμενα . ἐν μέρει δέ , ὅ ἐστι χωρὶς |
. ὑφαρπάσει ] ὑφαρπάσῃς . ⌈ αἰνίττεται διὰ τοῦ “ ὑφαρπάσῃς [ ] ” [ διὰ τοῦ “ ὑφαρπάσῃς ” | ||
ὅταν ] ὁπηνίκα . προβάλωμαι ] εἴπω , λέξω . ὑφαρπάσῃς : ἀττικῶς δεύτερον πρόσωπον . ἀντὶ τοῦ ” συναρπάσῃς |
. Ἄλεξις Δημητρίῳ ἢ Φιλεταίρῳ : ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ | ||
τὸ λοιπὸν ἡμῖν ἡ μάχη . Ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ |
γοεδνά . ἀύτει δ ' ὀξύ . καὶ τάδ ' ἔρξω . πέπλον δ ' ἔρεικε κολπίαν ἀκμῇ χερῶν . | ||
] λαξωπ [ ⸐ ἕως ἂν εὖ κρύψῃ τ [ ἔρξω τὸ π ! [ . . . [ ] |
μὲν Καλλιρόην , τὸ δὲ ἀληθὲς ἑαυτόν : ᾐσθάνετο γὰρ ἀποτυγχάνων τῆς ἐπιθυμίας . “ θάρρει δὲ ” ἔφη , | ||
δι ' ἀβελτερίαν οὐδὲ δι ' ἄγνοιαν , οὐδ ' ἀποτυγχάνων ; Καὶ τίς μου καταμαρτυρεῖ , φήσει , δῶρα |
παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
ἐμπειρίαν πολλὰ πράγματα κινούντων . Γύγου δακτύλιος : ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων . Γυμνότερος παττάλου : ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπόρων . | ||
ἐπὶ τῶν σφόδρα ἀπορωτάτων . Γύγου δακτύλιος : ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων καὶ πανούργων . Γυπὸς σκιά : ἐπὶ τῶν μηδενὸς |
, εἴ τι ᾔσθησαί με φίλτρον ἐπιστάμενον ὃ ἐγὼ εἰδὼς λέληθα ἐμαυτόν . Λέγε δή μοι , ἔφη , εἴ | ||
ὅτι : μὴ μέντοι μου κατείπῃς πρὸς τοὺς ἄλλους . λέληθα γάρ , ὦ ἑταῖρε , ταύτην ἔχων τὴν τέχνην |
. ἢ ἀπὸ τοῦ φαίνειν , ὅ ἐστι συκοφαντεῖν . κακοπράγμων γὰρ ἦν καὶ φιλόδικος . ἐν τἀγορᾷ ] ἐτυμολογεῖ | ||
οὐ μέντοι ἔπειθέ γε τὸ μὴ οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι . καὶ ἐκεῖνος μὲν κατεψηφίσθη καὶ ἀποθνῄσκει : |
βασιλήων : ἄλλον κ ' ἐχθαίρῃσι βροτῶν , ἄλλον κε φιλοίη . κεῖνος δ ' οὔ ποτε πάμπαν ἀτάσθαλον ἄνδρα | ||
οὐκ ἔστι φιλία . ἔτι δὲ οὐδὲ εἴ τις ἄνθρωπον φιλοίη καὶ βούλοιτο αὐτῷ τὰ ἀγαθά , τὸ τοιοῦτον ἀνάγκη |
τι δεξιόν . Ὡς μεγάλ ' ὁ Παφλαγὼν πέρδεται καὶ ῥέγκεται , ὥστ ' ἔλαθον αὐτὸν τὸν ἱερὸν χρησμὸν λαβών | ||
ῥέγκεται . οὐ γάρ ἐστι δόκιμον οὕτω λέγειν . ΓΘ ῥέγκεται ] ῥέγκει : ὁμοιοκατάληκτον δὲ μόνον τοῦτο εἴρηκεν : |
οἱ συνήθως ὑπ ' αὐτῶν πωλούμενοι . Γ πωλούμενος ] ἀπατώμενος . Γ ἄνευ γιγάρτων : τῆς σταφυλῆς . Γ | ||
Τί δέ ; οὐκ ἄλλως τοῦτο εἴρηκε διὰ τὸν ἔρωτα ἀπατώμενος ; Ἰδεῖν ἄξιον : καίτοι χαλεπώτατον πείθειν τοὺς ἐρῶντας |
. πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ | ||
Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν |
ἐμοί . . μέμψῃ ] Ἀττικῶς γράφεται δίφθογγον . . ναυκληρεῖν πόλιν ] περιέπειν , φροντίζειν τῆς πόλεως . . | ||
, οὐκ ἀσφαλὲς εἶναι λέγοντες ἀναθεῖναι αὑτοὺς πολιτείᾳ . καίτοι ναυκληρεῖν μὲν ἢ δανείζειν ἢ γεωργεῖν οὐδεὶς ἂν ἱκανῶς δύναιτο |
τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον , συνεχὲς ἐπιρραψῳδῶν τὰ πάνδημα ἐκεῖνα τοῦ Ἡσιόδου περὶ | ||
ᾖ . Ἥδιον οὐδὲν οὐδὲ μουσικώτερον ἔστ ' ἢ δύνασθαι λοιδορούμενον φέρειν : ὁ λοιδορῶν γάρ , ἂν ὁ λοιδορούμενος |
ὁ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίην καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν . φλαῦρος : πανταχοῦ τὸ φλαῦρον ἐπὶ τοῦ κακοῦ τάσσει . | ||
μὲν φαύλοις ] τοῖς εὐτελέσι , ἤγουν τοῖς φαύλοις . φλαῦρος δὲ λέγεται ὁ πονηρός . ἄγειν ] τὸ μὲν |
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ | ||
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη : |
. νεοχμὸν ] νέον . ἐμβριθὲς ] μέγα . . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] σέ . . ἀρχαίῳ | ||
περιέσχε πάντας . ξένιον ] τὸν φίλιον . αἰδοῦμαι ] σέβομαι . πράξαντ ' ] ἐπαγαγόντα . ἐπ ' Ἀλεξάνδρωι |
τὴν λεοντείαν δορὰν πήραν τε καὶ πώγωνα καὶ βάκτρον μέγα σιγῶν δοκεῖς μοι φρόνιμος εἶναι καὶ σοφός . τύπους γὰρ | ||
καὶ μὴ βουλομένους , ἀλλὰ κοσμίως ἡμῖν παρατίθησι τὴν τράπεζαν σιγῶν ; Σοφοκλῆς δέ πού φησιν ὡς ἄρα τὸ πρὸς |
ποιοῦσιν ὅν φησιν ὁ ποιητής „ σκυτοτόμων ὄχ ' ἄριστος Ὕδῃ ἔνι . ” προστιθέασι δὲ καὶ διότι δρυμώδης ὁ | ||
οἰκία ναίων . „ οὐδ ' ἐνταῦθα εὖ γραφόντων τινῶν Ὕδῃ ἔνι : οὐ γὰρ ὁ Αἴας ἐκ Λυδίας τὸ |
ἕψοντες οὐδὲν προσδέονται τούτων τῶν σοφισμάτων . Ἐπὶ τούτοις ὁ Κύνουλκος , φησί , πιεῖν ᾔτησεν δηκόκταν , δεῖν λέγων | ||
, τουτέστιν τῶν φιλίαν ἄδολον συντηρεῖν δυναμένων , ἃς ὁ Κύνουλκος τολμᾷ λοιδορεῖν , τὰς μόνας τῶν ἄλλων γυναικῶν τῷ |
ἀνδρίᾳ ] καὶ παρὰ τὸν Ἀμυνίαν , ὃς διεβάλλετο ὡς μισόδημος . Γ ἀμφότερα οὖν τὰ τῆς συνθέσεως εἰς οὐδὲν | ||
μέγα φρονῶν , μισόδημε : διεβάλλετο γὰρ ὁ Ἀμυνίας ὡς μισόδημος . τῶν νόμων ] ⌈ ἀντὶ Γ τοῦ δικάζειν |
ἤττω . ἰττω : ἡ λέξις ἐπιχωριάζοντός ἐστιν ἀντὶ τοῦ ἰττω , τῇ Βοιωτίᾳ διαλέκτῳ , ἐπὶ θαύματος εἰλημμένη , | ||
καὶ ἡ παροιμία . ἴττω . γρ . ἤττω . ἰττω : ἡ λέξις ἐπιχωριάζοντός ἐστιν ἀντὶ τοῦ ἰττω , |
” Εὐνοῦχος ἦλθε πρὸς θύτην ὑπὲρ παίδων σκεψόμενος . ὁ θύτης δ ' ἁγνὸν ἧπαρ ἁπλώσας “ ὅταν μέν ” | ||
Κράτητος . Εἰ δέ τις εἴποι , ὅτι καὶ τὸ θύτης ἀπὸ ῥήματος ἔχει τὸ σύμφωνονἀπὸ γὰρ τοῦ τέθυταιφαμέν , |
δὲ τὸν πολλὰ οὐ μὴν κεκριμένα λέγοντα , πολυλόγος , μακρολόγος , μακρός , ἀπέραντος ἀπεραντολόγος , βόρβορος , προσκορής | ||
. φησὶ γὰρ ” ψήφισμα μακρόν “ , τουτέστιν ἔσῃ μακρολόγος ἢ καὶ πολυλόγος . ψήφισμα μακρόν ] πολυλογίαν . |
. αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον . αὑτὸν γοῦν τρέφων τὰ πλεῖστα συνερανιστὸς εἶ τῷ | ||
σιτόκουρον , ἄθλιον , ἄχρηστον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον |
Φέρ ' ἴδω , πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταυτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῖς ; Ἆρ ' οἶσθ ' ὅτι Ζεὺς εἴ | ||
δέρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων . Ἀσκῷ μορμολύττεσθαι : ἐπὶ τῶν εἰκῆ δεδιττομένων . Ἀτρέως ὄμματα : |
ἀνὰ κύκλον κυκλεῖς ; Ὄρνις γενέσθαι βούλομαι λιγύφθογγος ἀηδών . Παῦσαι μελῳδῶν , ἀλλ ' ὅ τι λέγεις εἰπέ μοι | ||
σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτεῖραι καὶ τόδε φάσθαι ἔπος : „ Παῦσαι , μηδὲ ῥάπιζ ' , ἐπεὶ ἦ φίλου ἀνέρος |
ἀμεταμέλητα . Μηδενὶ φθόνει . Ὀφθαλμῶν κράτει . Τὸ δίκαιον μιμοῦ . Εὐεργέτας τίμα . Ἐλπίδας νέμε . Διαβολὴν μίσει | ||
Σωφροσύνην ἀσκεῖν , αἰσχρῶν δ ' ἔργων ἀπέχεσθαι . μὴ μιμοῦ κακότητα , Δίκηι δ ' ἀπόλειψον ἄμυναν . Πειθὼ |
κατελίπησαν αὐτῷ πάντα καταφαγόντι . . . . Δία ] Σύμμαχός φησιν ἐκτείνεσθαι τὸ α τοῦ Δία ἀττικῶς . εἴ | ||
“ πάλαι ποτ ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι ” . ὁ Σύμμαχός φησι : “ Νιτάριος πολὺς ἐπὶ μαλακίᾳ ὀνειδιζόμενος ἐν |
δ ' ἐς Κόλχους τε καὶ ἄξενον ἵκετο Φᾶσιν . Χαίρειν πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον . ἄλλα τοιαῦτα Αἰσχίνᾳ . | ||
ἢ σαφήνειαν ἀπαιτεῖν . καὶ ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς ἀντὶ τοῦ Χαίρειν Εὖ πράττειν καὶ Σπουδαίως ζῆν . Ἀρίστων δέ φησιν |
] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν | ||
. Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος . |
δὲ μόνον ὁ κατάγελως : ὁ γὰρ χλευασμὸς καὶ ἡ χλευασία καὶ τὸ διασύρειν δηλοῖ , ὥσπερ καὶ ὁ χλευαστικὸς | ||
, ἄνεσις προσώπου , καγχασμός : καὶ ἑτέρας χρείας χλευασμός χλευασία , κατάγελως . γελᾶν , μειδιᾶν ὑπομειδιᾶν ἐπιμειδιᾶν , |
κἂν ] αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος . εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι , λοιδορούμενος εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι : σὲ δ ' | ||
ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ προπετῶς ἅπασι προσκρούων , |
γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων . Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ τὴν ἐντολήν : ἀθῷος γάρ ἐστιν | ||
, καὶ αὐτόπτης γενόμενος θεάσασθαι καὶ θεασάμενος μακάριος γενέσθαι . Μακάριος ὡς ἀληθῶς , ὦ πάτερ , ὁ τοῦτον θεασάμενος |
. Ὀρθῶς γὰρ οἴει , ὦ Σώκρατες , καὶ δικαίως ὑπολαμβάνεις . Ἴθι νυν καὶ σὺ τὴν ἀπόκρισιν ἣν ἠρόμην | ||
Ἀλλ ' ἄρα , ὦ Ἱππόκρατες , μὴ οὐ τοιαύτην ὑπολαμβάνεις σου τὴν παρὰ Πρωταγόρου μάθησιν ἔσεσθαι , ἀλλ ' |
εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν ἔτι πέρα ζητεῖν . Ἄριστα , ὦ Τίμαιε , παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀποδεκτέον | ||
Πρωτεσίλεως φυλάξασθαι προὔλεγεν εἰδὼς αὐτὸν ἀντίπαλον τοῖς ἐξῃρημένοις ὄντα . Ἄριστα , ξένε , τοῦ χρησμοῦ ἐτεκμήρω . Τῶν δὲ |
. Ἀναξαγόραν τὸν Κλαζομένιόν φασι μήτε γελῶντά ποτε ὀφθῆναι μήτε μειδιῶντα τὴν ἀρχήν . λέγουσι δὲ καὶ Ἀριστόξενον τῷ γέλωτι | ||
% δεῖ δ ' ἱλαρὰ τῶν θεῶν ποιεῖν ξόανα καὶ μειδιῶντα ἵν ' ἀντιμειδιάσωμεν μᾶλλον αὐτοῖς ἢ φοβηθῶμεν . τί |
τὴν αἰτίαν τοῦ Διὸς εἰς τὴν τέχνην μετήγαγεν . : χειρωναξία : Ἡ διὰ χειρῶν ἐργασία . : οὐδὲν αἰτία | ||
Προμηθέως , ὡς ἁπλῶς διὰ λόγου ἐστὶν εἰπεῖν . . χειρωναξία ] ἡ διὰ τῶν χειρῶν ἐργασία : καὶ χειρῶναξ |
εἰ καὶ αἱ λοιπαὶ πόλεις ἔχουσι τοιαύτην σελήνην . Σχολαστικὸς δανειστὴς ναυκλήρῳ χρεώστῃ ἐνετέλλετο σορὸν αὐτῷ κομίσαι καὶ δύο παιδικὰς | ||
δανειστὴς μετὰ κλήτηρός φησι ταῦτα . ἔοικε τοῦτο λέγειν ὁ δανειστὴς πρός τινα , ὃν ἦξε δῆθεν ὡς μάρτυρα , |
πρόθεσις αὐτοῖς ὡς οἷόν τε πρᾶξις ᾖ . Πανταχοῦ δὴ ἀνευρήσομεν τὴν ποίησιν καὶ τὴν πρᾶξιν ἢ ἀσθένειαν θεωρίας ἢ | ||
Εἰκότα λέγεις : ἀλλ ' ἄστρων πέρι μάθημα τί τοιοῦτον ἀνευρήσομεν ; Ὦ ἀγαθοί , καταψευδόμεθα νῦν ὡς ἔπος εἰπεῖν |
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας | ||
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων |
παρ ' ἄκρην . . . . . , [ Συναγωγὴ λέξεων χρησ . ] ἁγής : τοῦτο ἀπὸ συνθέτου | ||
] α κατηνέχθη | [ Ἐφαρμόστωι ] βυβλία : | Συναγωγὴ τῶν προξενιῶν ? | [ ] Καλλισθένους ? | |
. φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ | ||
μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ |
περὶ πίθου εἶπε ; φαίνεται οὖν νεώτερος Ἡσίοδος Ὁμήρου . Κακῶς δὲ εἶπεν ΕΝ ΑΡΡΗΚΤΟΙΣΙ ΔΟΜΟΙΣΙΝ , ἐπὶ τοῦ πίθου | ||
, καὶ ἐν τῷ κατ ' Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου . Κακῶς εἰδότες : ἀντὶ τοῦ ἀγνοοῦντες Ἰσοκράτης ἐν τῷ περὶ |
πρὸς ὑμᾶς ἐρῶ : καὶ θεάσασθ ' ὡς δικαίως αὐτὸν ἐξετάσω , πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων . οὗτος , ὦ ἄνδρες | ||
. τοῦτον δὴ παραλήψομαι τὸν λόγον καὶ παρ ' αὐτὸν ἐξετάσω Δημοσθένους λέξεις τινάς , οὐκ ἐκ τοῦ ἐπιταφίου : |
. ὃ δὲ προτιμηθεὶς καὶ μέγα φρονῶν , προσελθὼν τῷ Φωκίωνι χρῆσόν μοι ἔφη τὴν ῥυπαρὰν χλαμύδα , ἣν εἰώθεις | ||
. ὁ δὲ προτιμηθεὶς καὶ μέγα φρονῶν , προσελθὼν τῷ Φωκίωνι , χρῆσόν μοι , ἔφη , τὴν ῥυπαρὰν χλαμύδα |
γυναῖκα ποτίζων ἐν τῆι σπορᾶι . οὕτως Σερῆνος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι τῶν Φίλωνος . . . . . Βουκεραίς : | ||
Ἐπιτομῆι Ἡροδότου . , : κακόβιος : Θεόπομπος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι Ἡροδότου . , : φυγαδεῦσαι : τὸ φυγάδα ἐλάσαι |
δηλοῖ δὲ καὶ τὸ λακτίζειν , ὡς τὸ “ ἀπεπυδάρισα μόθωνα , περιεκόκκυσα ” παρὰ τοὺς πόδας . μόθωνα : | ||
] ἀπέπαρδον : δεῖ δὲ καὶ τῇ ἀληθείᾳ αὐτόν . μόθωνα ] φλυαρόν , ὑβριστήν . Γ περιεκόκκυσα ] ὑπερεῖδον |
λέγεται ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη . Ἀριστοφάνης : ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . καὶ Κρατῖνος ὁ νεώτερος : μόλις εἰς | ||
εἶτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . εἴ γ ' ἐγκιλικίσαιμ ' , ἐξολοίμην |
ὅτι ποτ ' εἴη τὸ κυβερνώμενον ὑπ ' αὐτοῦ ; Παντάπασιν τοῦτό γε ἀληθὲς εἴρηκας , ὦ ξένε : τοὐπὶ | ||
ἐφαπτομένη : καὶ τοῦτο αὐτῆς τὸ πάθημα φρόνησις κέκληται ; Παντάπασιν , ἔφη , καλῶς καὶ ἀληθῆ λέγεις , ὦ |
οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος ἀρχαϊσμὸς οὗτος ῥημάτων „ . ἄρκτου δὲ γενομένης ἐπ | ||
μασχαλισμὸν καὶ ἐν Ἠλέκτρᾳ . Μένανδρος Ῥαπιζομένῃ : ” οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος |
ἐξεύροντο σοφίσματα σύμφορα τέχνᾳ , πάντ ' ἔμαθ ' Ἑρμείαο διδασκόμενος παρὰ παιδί Ἁρπαλύκῳ Πανοπῆι , τὸν οὐδ ' ἂν | ||
ἐγώ φημι . ἐποίουν γοῦν καὶ τοῦτο κωλυόμενος , οὐ διδασκόμενος : ὥσπερ καὶ ἄλλα ἔστιν ἃ εἰργόμενος καὶ ὑπὸ |
Γ * [ τῷ Ἀριστοφάνει ] ὁ Κλέων , ὅτι ἐκωμῳδεῖτο ὑπ ' αὐτοῦ : ἄδηλον δέ , εἰ μετὰ | ||
ὑποθέσεις καὶ φοβεροῖς προσωπείοις χρῆσθαι . ἐδόκει δὲ κροτεῖσθαι . ἐκωμῳδεῖτο δὲ ὡς πάνυ κομῶν . διόπερ Ἄϊδος κυνῆν ἔφη |