καὶ ἀπόλλυνται οἱ ἐκφοβούμενοι . εἰ δὲ ὑφειμένος ἐστὶν ὁ φόβος , σπασμὸν ποιεῖται . Καὶ τὸ χρῶμα μεταβάλλουσι χλωρὸν
αὐτοῖς , καὶ ἔστησαν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτῶν , καὶ φόβος μέγας ἐπέπεσεν ἐπὶ τοὺς θεωροῦντας αὐτούς . καὶ ἤκουσαν
ἐν τοῖς ὅπλοις . ἤδη δέ τις εἶπεν ὡς οὐδεὶς φόβος οὐδενὸς κινδύνου τῆς ψυχῆς ἥψατό σου . μέγιστον δέ
ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον , ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει , ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν
7827340 ὀργη
δυνηθεῖσα , καὶ αὐτὴ συνεσθίει τοῦ θανάτου τὸ φάρμακον . ὀργὴ διὰ ταῦτα τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν μητέρα , καὶ
κύριε : καὶ οὐκ ἀπῆλθεν . τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησεν τὸ θέλημα τοῦ πατρός ; λέγουσιν , Ὁ πρῶτος
πόνου . ἀλλὰ τοῦτό γε πάντες ἴσμεν , ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τῆς τιμωρίας κατὰ τῆς ὕλης ὄρεξις πάθη
καὶ ἀπῆλθεν . ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησεν , τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια . προσελθόντες δὲ
7732716 ἐκπληξις
κνέφας . ἀλλ ' ἀμφὶ δεῖπνον οὖσι προσβάλω δόρυ ; ἔκπληξις ἂν γένοιτο : νικῆσαι δὲ δεῖ . βαθύς γέ
ἀνθρώπων . καὶ ἡ ὀπώρα σου τῆς ἐπιθυμίας τῆς ψυχῆς ἀπῆλθεν ἀπὸ σοῦ , καὶ πάντα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ
, οὐδ ' ὅτι τῆς μὲν ἐν ποιήσει τέλος ἐστὶν ἔκπληξις , τῆς δ ' ἐν λόγοις ἐνάργεια , ἀμφότεραι
πέτρᾳ , καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν . ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ
7619401 λυπη
ἡδύ , ἥδεσθαι : ἐπιθυμία , ἐπιθυμητόν , ἐπιθυμεῖν : λύπη , λυπηρόν , λυπεῖσθαι : φόβος , φοβερόν ,
εὐθὺς ἐξανέτειλεν διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς : καὶ ὅτε ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος ἐκαυματίσθη , καὶ διὰ τὸ μὴ
καθὸ ἐνεμπόδισεν αὐτὸν νοῆσαι τὸ θεώρημα . εἰ οὖν ἡ λύπη κακὸν καὶ φευκτόν , τῷ δὲ φευκτῷ καθὸ φευκτόν
: διαθήκη γὰρ ἐπὶ νεκροῖς βεβαία , ἐπεὶ μήποτε ἰσχύει ὅτε ζῇ ὁ διαθέμενος . ὅθεν οὐδὲ ἡ πρώτη χωρὶς
7591349 ἐλπις
προκαρωθέντα : τὰ παρ ' οὖς , ἦρα ἐπὶ τούτοισιν ἐλπίς ; Ἐκ στροφωδέων ὑπόστασις ἰλυώδης , ὑποπέλιος , κακή
αὐτὸν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ μου , καὶ ἔξω οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἔτι , καὶ γράψω ἐπ '
εὐτυχοῦντος ] κτωμένου . . ὑπερτέρου ] κρείττονος . . ἐλπίς ἐστι μολεῖν καὶ παραγενέσθαι νύκτερον τέλος : περιφραστικῶς νύκτα
ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν , καὶ ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες , Κύριε ,
7443653 φυγη
. ψιλωθέντων δὲ τῶν ἄκρων οὐδὲ τὰ μέσα παρέμεινε . φυγὴ δὴ τῶν Ἑρνίκων τὸ μετὰ τοῦτ ' ἐγίνετο ἐπὶ
. καὶ ἀπῆλθεν μετ ' αὐτοῦ . Καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς , καὶ συνέθλιβον αὐτόν . καὶ γυνὴ οὖσα
καὶ μὴ παντελεῖ τῇ διώξει χρωμένους , ὡς εἰ μὲν φυγὴ καρτερὰ κατέχοι , ἐκδέξασθαι τὴν πρώτην δίωξιν ἀκμήτοις τοῖς
αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ , καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσιν τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ '
7340368 ἐλεος
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
ἠκολούθησαν αὐτῷ . Καὶ προβὰς ὀλίγον εἶδεν Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ , καὶ αὐτοὺς ἐν
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσὴφ μήτηρ καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου . Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἁριμαθαίας
7270071 φοβου
διὰ τούτου τὸν Ξέρξην . βωμὸν . θυσίαν . ὑπὸ φόβου . ἐν τῷ . ἄφωνος . μετὰ τοῦτο .
μακρὰ προσεύχονται : οὗτοι λήμψονται περισσότερον κρίμα . Ἀναβλέψας δὲ εἶδεν τοὺς βάλλοντας εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τὰ δῶρα αὐτῶν πλουσίους
: οὐ γὰρ ἀνέλπιστον αὐτοῖς , ἀλλ ' αἰεὶ διὰ φόβου εἰσὶ μή ποτε Ἀθηναῖοι αὐτοῖς ἐπὶ τὴν πόλιν ἔλθωσιν
Διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν . ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν , εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς Μακεδονίαν , συμβιβάζοντες ὅτι
7248294 πονος
κεφαλὴν ἐρείδει , καὶ ὑπὸ τῆς ὀδύνης , ὅταν ὁ πόνος ἔχῃ , οὐ δύναται ἀνορῇν : τὸ δὲ σῶμα
ἀπορίψαντας πρώτους ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι , καὶ τοὺς λοιποὺς οὓς μὲν ἐπὶ σανίσιν οὓς δὲ ἐπί τινων τῶν ἀπὸ
γὰρ καὶ ἡδὺν πόνον καὶ ἐνσεσαγμένον φησί , ποῖος δὲ πόνος ἡδὺς καὶ ἐνσεσαγμένος οὐκ οἴδαμεν . τί δαὶ ἀπὸ
κἀκεῖνον ἀπέκτειναν , καὶ πολλοὺς ἄλλους , οὓς μὲν δέροντες οὓς δὲ ἀποκτέννοντες . ἔτι ἕνα εἶχεν , υἱὸν ἀγαπητόν
7192159 δεος
καὶ τυραννικὸς εἶναι διαβάλλεται διὰ τὴν αὐθάδειαν τοῦ τρόπου , δέος τε παρέστηκεν ἅπασι , μὴ δι ' αὐτὸν ἀρχὴ
γῆν : καὶ ἐγένετο ἕλκος κακὸν καὶ πονηρὸν ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχοντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας
καὶ οἱ ὑμένες διαλυθέντες ἐξίασιν . οὐ γὰρ μικρόν τι δέος μὴ τῶν ὑμένων ἐξιόντων , αὖθις ἐπισυστῆναι τὴν ἀπόστασιν
μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους , ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν :
7177510 αἰσχυνη
βροτολοιγὸς ἴδησι ἢ Φαίνων κρυόεις ὀλοὸν τόδε σῆμα δάμαρτι ἔσσεται αἰσχύνη τε καὶ οὐκ ἐπὶ δηθὰ μένουσιν , ἢν δ
, Βαβυλὼν ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά , ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου . Καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς
: κηλὶς ἄφραστος : κακὸν ἀπροσδόκητον : ῥυπαρία μολύνουσα , αἰσχύνη . ἄφραστος δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπροόρατος , ἀπροσδόκητος .
κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν : ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος
7120467 προθυμια
περὶ τὰς ἁψιμαχίας τὰς ἐκ καιροῦ συμπεσούσας γίνεσθαι φιλεῖ , προθυμία τοῖς ἡγεμόσι τῶν στρατοπέδων ὁμοία παρέστη διαβαίνειν τὸν ποταμόν
τὴν ἀνομίαν . Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ φρονίμῳ , ὅστις ᾠκοδόμησεν
. τί δ ' ἔστιν , ὦ ξύνδουλε ; τίς προθυμία ποδῶν ἔχει σε καὶ λόγους τίνας φέρεις ; θηρώμεθ
ἐκάλεσεν , τούτους καὶ ἐδικαίωσεν : οὓς δὲ ἐδικαίωσεν , τούτους καὶ ἐδόξασεν . Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα ;
7063011 οἰκτος
, δοκεῖν τοῖς ἔξωθεν ἀφρονεῖν . : θρῆνος ] Ὁ οἶκτος . : διδάσκαλος ] Τοῦ μὴ λυπεῖν τὸν Δία
Πέτρον καὶ [ τὸν ] Ἰάκωβον καὶ [ τὸν ] Ἰωάννην μετ ' αὐτοῦ , καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν
ἀπαγγελεῖ . κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς . οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ ' , ἀλλὰ χαίρετ ' ,
οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν τινα σὺν αὐτῷ εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν
7062433 ἐπιθυμια
, χρηστοῦ ἂν εἴη εἴτε πώματος εἴτε ἄλλου ὅτου ἐστὶν ἐπιθυμία , καὶ αἱ ἄλλαι οὕτω . Ἴσως γὰρ ἄν
ἡ μεγάλη , Βαβυλὼν ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά , ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου . Καὶ οἱ ἔμποροι
τοῦ κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν ἐγκρατοῦς καὶ ἀκρατοῦς ὅτι ἕτερον ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ προαίρεσις . Ἔτι φησὶ προαιρέσει μὲν ἡ
λόγον τοῦ θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες . Ἐγένετο δὲ ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ
7027888 φθονος
ἀκοὴ τούτους λυπεῖ ἢ ἄλλο τι . Κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος ὁ μὲν γὰρ βέλτιστος φθονεῖται διὰ τὰ προσόντα αὐτῷ
τοῦ θεοῦ , ἵνα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν : καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν , ὅτι πᾶν τὸ
ἀτελής , μή που μέμψις , μή που ταπείνωσις ἢ φθόνος ; ὧδε ἡ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύντασις , τῶν
παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον , καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει
6965051 θορυβος
δηλώσας ἐν τοιᾷδε ἡλικίᾳ , καὶ τοῖς ἀνδράσι πολὺς ἐγγίνεται θόρυβος ἐν πολλῷ ὁμίλῳ δημηγοροῦντι . Ἀποθανούσης δ ' αὐτῷ
ἀριθμὸς αὐτῶν μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων , λέγοντες φωνῇ μεγάλῃ , Ἄξιός ἐστιν τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν
τισιν ἐγγενομένης ἁψιμαχίας καὶ πολλῶν ἑκατέροις παραβοηθούντων κραυγὴ καὶ πολὺς θόρυβος κατεῖχε τὸ στρατόπεδον . καθ ' ὃν δὴ χρόνον
ἐποίει : πολλοὶ γὰρ τῶν ἐχόντων πνεύματα ἀκάθαρτα βοῶντα φωνῇ μεγάλῃ ἐξήρχοντο , πολλοὶ δὲ παραλελυμένοι καὶ χωλοὶ ἐθεραπεύθησαν :
6892205 φονος
ἐπεὶ γὰρ ἔδοξεν ἀτύχως τῷ ὀρέστῃ πεπτωκέναι τῆς μητρὸς ὁ φόνος ἄδικος ὁ λοξίας νενόμισται : ἢ τὸ ἄδικα ἐδίκασεν
Ἴδε ἡ μήτηρ σου . καὶ ἀπ ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν αὐτὴν ὁ μαθητὴς εἰς τὰ ἴδια . Μετὰ
, ὑπάρχει οὐσία : ὁ δὲ , ὃν ποιεῖ , φόνος , οὔκ ἐστιν οὐσία , ἀλλ ' ἔργον τὶ
δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης . περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ
6883809 κινδυνος
τῆς παρεμβολῆς ἐκπίπτουσι μετὰ θορύβου καὶ κραυγῆς ἕτερος μείζων ἐπηκολούθησε κίνδυνος . τῶν μὲν γὰρ Ἀγαθοκλεῖ συντεταγμένων Λιβύων εἰς πεντακισχιλίους
γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε , καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός , καὶ
τοὺς νεφρούς . εἰ δὲ ἐπιμένοι ἡ ὀδύνη καὶ μέγας κίνδυνος καταβληθῆναι τὴν δύναμιν ὑπό τε τῶν ἀγρυπνιῶν καὶ τῆς
ὁ θεὸς τὸν κόσμον , ὥστε τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται
6860262 ἀθυμια
ὁδοὺς μήτε ὁλοσχερῶς τὰς ἰδιότητας τῶν τόπων θεωρεῖσθαι . διόπερ ἀθυμία τὸ στρατόπεδον ὑπεδύετο καὶ δέος , ἀνακάμπτειν μὲν εἰς
πάντα . Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης , Διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν . καὶ ἀφέντες τὸν
ὄκνος , δέος , ὀρρωδία , εὐλάβεια , δειλία , ἀθυμία , ἀνανδρία , ἔκπληξις , φρίκη , τρόμος ,
πυρετός : καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ . Ὀψίας δὲ γενομένης προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλούς : καὶ ἐξέβαλεν τὰ πνεύματα
6826968 λογισμος
μὴ ἐν τῇ ὄψει ἡ κρίσις , ἀλλά τις καὶ λογισμὸς ἐπακολουθεῖ τοῖς βλεπομένοις . Τὸ γὰρ τῆς τε ἡμέρας
αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι ἔχει πίστιν τοῦ σωθῆναι εἶπεν μεγάλῃ φωνῇ , Ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός . καὶ
: πολλὰ δ ' ἐστίν , ὧν οὐ δύναται στοχάσασθαι λογισμὸς ἀνθρώπινος : οὐ τὴν τύχην , ὥσπερ ἐχρῆν ,
ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν . ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκεν τὸ πνεῦμα . Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα
6826716 νωθροτης
. οὕτω τὸ νωθρὸν ἐξέκοπτες ἐργάτου , εἴπερ παρῆν τις νωθρότης τοῖς οἰκέταις . Ἐπεὶ δὲ καὶ φῶς ἡμέρα προμηνύειν
ἐπαγγελίας τῆς αὐτῆς : ἐξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν , ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ θεός . Πίστεικαὶ
ὡς καὶ τῷ Ἀρχεκράτει : ἦρά γε ἐπὶ τούτοισι καὶ νωθρότης γίνεται ; ῥῖγος ἐπὶ τουτέοισι κάκιστον . Τοῖσιν ἐξισταμένοισι
πρὸς Βαρναβᾶν Παῦλος , Ἐπιστρέψαντες δὴ ἐπισκεψώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς κατὰ πόλιν πᾶσαν ἐν αἷς κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ κυρίου ,
6819548 τολμα
δίαιτα . Τὰ εἰς ΜΑ θηλυκὰ σπάνια ὄντα βαρύνεται : τόλμα Θέρμα : ἀττικῶς δὲ τόλμη καὶ Θέρμη . Τὰ
ἐπὶ τοῦ χόρτου , λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας , ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν καὶ κλάσας
μὴ πρὸς παίδων οὓς ὀρφανιεῖς , ἀλλ ' ἄνα , τόλμα . σοῦ γὰρ φθιμένης οὐκέτ ' ἂν εἴην ,
προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ] , καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν : ὥστε οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ
6817551 συμφορα
. , ἐπειδὴ δὲ ἡ ναυμαχία [ ] καὶ ἡ συμφορὰ τῆι πόλει ἐγένετο , δημοκρατίας ἔτι οὔσης , ὅθεν
καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ἀντίχριστος ἔρχεται , καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν : ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν .
ὄφελόν σε κἂν Θρᾲξ νικήσας ὕβρισεν : οὐκ εἶχεν ἡ συμφορὰ διὰ τὴν ἀνάγκην ὄνειδος . νῦν δέ , κακόδαιμον
ἄφθαρτον κήρυγμα τῆς αἰωνίου σωτηρίας . ἀμήν . 〛 Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων
6775188 καταπληξις
ἧκεν ἐπὶ τὴν ναῦν , τοῦ τριηράρχου δορυφοροῦντος αὐτήν , κατάπληξις εὐθὺς ἦν πάντων καὶ ταραχὴ διαθεόντων . εἶτά τις
γενέσθαι , ἀλλ ' οὔπω τὸ τέλος . ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπ ' ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν , ἔσονται
Ὄκνος : αἰσχύνη : δεῖμα : δέος : ἔκπληξις : κατάπληξις : [ δειλία : ] ψοφοδέεια : ἀγωνία :
, ἀλλ ' οὔπω ἐστὶν τὸ τέλος . ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν , καὶ ἔσονται
6708277 θρασος
καὶ παραδόξου ταύτης ἀποδημίας ; Νεότης μ ' ἐπῆρε καὶ θράσος τοῦ νοῦ πλέον . Παῦσαι , μακάριε , τραγῳδῶν
ὁ Ἰησοῦς ἐλθὼν ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν . Μετὰ ταῦτα ἦν ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων , καὶ ἀνέβη Ἰησοῦς
ὥσπερ οὐχὶ σῴζεται . Ποῖ γάρ ποτ ' ἐμβλέψασα τοιοῦτον θράσος αὐτή θ ' ὁπλίζῃ κἄμ ' ὑπηρετεῖν καλεῖς ;
Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος . Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησεν τὸν Σαλαθιήλ ,
6677573 νοσος
ἐὰν δὲ ἀπὸ τῆς ☍ ἐπὶ τὸ μεῖζον τραπῇ ἡ νόσος καὶ κατὰ τὴν κοιλίαν λεπταὶ ἀνενεχθῶσι , ἀπαραβάτως ἀναιροῦνται
: ἐκεῖνον λαβὼν δὸς αὐτοῖς ἀντὶ ἐμοῦ καὶ σοῦ . Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες
λεύκανσις , εὔνοια δὲ θάττων οὐκ ἔστιν , ὥσπερ οὐδὲ νόσος ἢ μελανία , οὐκ ἂν εἴη ἡ εὔνοια φίλησις
μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐν ἡμῖν ἐστιν . Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν
6671560 αἰδως
: ἱκανὼ γὰρ τὼ φύλακε κωλύοντε , δέος τε καὶ αἰδώς , αἰδὼς μὲν ὡς γονέων μὴ ἅπτεσθαι εἴργουσα ,
, σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου εἰς φυλακήν . Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον . Φίλιππος
οὐκ ἐθέλει νεικεῖν : ἵνα γὰρ δέος , ἔνθα καὶ αἰδώς . οὐκ ἐφάμην Ἀχιλῆϊ χολωσέμεν ἄλκιμον ἦτορ ὧδε μάλ
, ὑποτάσσεσθε τοῖς ἀνδράσιν , ὡς ἀνῆκεν ἐν κυρίῳ . Οἱ ἄνδρες , ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας καὶ μὴ πικραίνεσθε πρὸς
6660517 ἀπαλλαγη
, ἀεὶ πράγματα ἐκ τῶν Σευήρου τρόπων ἀναφύεται σοί τε ἀπαλλαγὴ τῶν παρ ' ἡμῶν περὶ τούτων οὐκ ἔσται γραμμάτων
οὕτως καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἀνδράσιν ἐν παντί . Οἱ ἄνδρες , ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας , καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς
ὁμολογηθέντων στερηθῶμεν , ἀλλ ' Ἐπιτίμῳ γένηται σωτηρία τις καὶ ἀπαλλαγὴ τῶν κινδύνων . παρέσομαι δ ' εἰς τὸν χρόνον
καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθῆτι ἀστραπτούσῃ . ἐμφόβων δὲ
6660290 ζηλοτυπια
τῆς ἀγέλης ἡγεμὼν ὁ τράγος , ἀλλ ' αὐτὸν εἴσεισι ζηλοτυπία . καὶ κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον
ἤρξατο διδάσκειν ἐν τῇ συναγωγῇ : καὶ πολλοὶ ἀκούοντες ἐξεπλήσσοντο λέγοντες , Πόθεν τούτῳ ταῦτα , καὶ τίς ἡ σοφία
τοῦ κατ ' εὐθεῖαν . ζῆλος καὶ ζηλοτυπία διαφέρει . ζηλοτυπία γάρ ἐστι τὸ ἐν μίσει ὑπάρχον , ζῆλος δὲ
καὶ παρεπίδημοί εἰσιν ἐπὶ τῆς γῆς : οἱ γὰρ τοιαῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσιν . καὶ εἰ μὲν ἐκείνης
6639963 ζηλος
ὑπὸ τῶν πολιτῶν δημοσίας ἕνεκα χρείας ἐπιδιδόμενον τῇ πόλει . ζῆλος μίμησις καλοῦ , οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς
τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἔρριψαν . μήτε δὲ ἡλίου μήτε ἄστρων ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας ἡμέρας , χειμῶνός τε
εἶναι : μία γὰρ ἐπὶ πολλῶν οὐ τηρεῖται τάξις : ζῆλος δὲ τοῖς πολλοῖς παρέπεται τοῦ κρείττονος . καὶ ἐρῶ
ἐγένετο ἐφ ' ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης τοῦ ἡλίου ἐκλιπόντος , ἐσχίσθη δὲ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον
6595553 ἀβεβαιος
στρατευμάτων : ἐφάνη δὲ καὶ ἄλλοτε , ὅτε Νέρων ἐκεῖνος ἀβέβαιος καὶ δόλιος ἤρχετο τῆς μανίας . Πρὸς τούτου ἀνατέλλουσιν
, ἐν σοὶ εὐδόκησα . Καὶ αὐτὸς ἦν Ἰησοῦς ἀρχόμενος ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα , ὢν υἱός , ὡς ἐνομίζετο ,
ἀδελφιδοῦς αὐτῷ , τῆς πατρίδος ὅτε μετανίστατο , συνεξεληλυθώς , ἀβέβαιος , ὑπαμφίβολος , ἀντιρρέπων ὧδε κἀκεῖσε , τοτὲ μὲν
χοῦς ἐσμέν : ἄνθρωπος ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ : ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ , οὕτως ἐξανθήσει , ὅτι πνεῦμα
6586808 ὀκνος
' ἀλλοτρίοις κακοῖς . Τοῦ φόβου πάλιν εἴδη ἕξ , ὄκνος , αἰδώς , αἰσχύνη , κατάπληξις , ἔκπληξις ,
: πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν . ὁ δὲ εὐθὺς ἐλάλησεν μετ ' αὐτῶν , καὶ λέγει αὐτοῖς ,
: ἐπεὶ καὶ τὸ μέγιστον ἀγαθὸν ὃ δωρεῖται λέγειν μὲν ὄκνος εἰς τοὺς πολλοὺς διὰ τὸ κακῶς τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ
ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν . καὶ ἰδὼν αὐτὸν τὸ πνεῦμα εὐθὺς συνεσπάραξεν αὐτόν , καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο
6564792 ἰσχυς
κατηγόρῳ : καὶ τὰ παρακολουθοῦντα τούτοις τῇ νεότητι , σώματος ἰσχὺς , κάλλος , ἀφροσύνη : τὸ κοῦφον καὶ εὐχερὲς
τοῦ μετέχειν . εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν , μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν ; εἰ ἄλλοι
ἡ σκιὰ λυπεῖ καθάπερ εἴρηται καὶ τὸ ὄψιον ὡς ἡ ἰσχὺς τῶν ῥιζῶν : ἀφαιρεῖται γὰρ τὴν τροφὴν συντάρρων γινομένων
νεφελῶν ἐν τῷ ἀέρι . καὶ τότε κελεύσω ἀρθῆναι τὸ μέγα καὶ σεβάσμιον σκῆπτρον , ἐν ᾧ τὰς χεῖράς μου
6563329 θανατος
. . . πυρὸς θάνατος ἀέρι γένεσις , καὶ ἀέρος θάνατος ὕδατι γένεσις . . ὅτι γῆς θάνατος ὕδωρ γενέσθαι
ἐπικαλεσάμενος τὸ ὄνομα αὐτοῦ . Ἐγένετο δέ μοι ὑποστρέψαντι εἰς Ἰερουσαλὴμ καὶ προσευχομένου μου ἐν τῷ ἱερῷ γενέσθαι με ἐν
τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι , πᾶσι μάλ ' ἑξείης : θάνατος δέ μοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται
ἐφ ' ὑμᾶς , καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως
6537560 καταφρονησις
ὄντα τινά . ἡ γὰρ κενοδοξία καὶ ἡ τῶν θεῶν καταφρόνησις ἐξανθοῦσα γεννᾷ στάχυν βλάβης , ὅθεν θρήνου ἄξιον θέρος
καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα : ἐποίησέν τε ἐξ ἑνὸς πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ παντὸς προσώπου τῆς γῆς ,
ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ ἡ τῶν λεγομένων ἀγαθῶν τοῦ σώματος καταφρόνησις . Τὸ δὲ καθόσον ἀξιοῦν τὸ ζῷον τὴν εὐδαιμονίαν
εἰς τιμήν , ἡγιασμένον , εὔχρηστον τῷ δεσπότῃ , εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἡτοιμασμένον . τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῦγε
6532459 προφασις
δ ' ἐπιτίθησιν : ἀσφάλεια δὲ τὸ ἐπιβουλεύσασθαι , ἀποτροπῆς πρόφασις εὔλογος . καὶ ὁ μὲν χαλεπαίνων πιστὸς ἀεί ,
ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ὑμῶν ἡ δικαιοσύνη πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων , οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν
τὸ ἐπιβουλεύσασθαι : τὸ ἐπὶ πολὺ βουλεύσασθαι δι ' ἀσφάλειαν πρόφασις ἀποτροπῆς ἐνομίζετο φ αὐτῷ : τῷ γαλεπαίνοντι . καὶ
εὐθὺς πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ
6526036 ἐρως
. ἔρως γὰρ ἔσχεν : ἀλλ ' οὔ σφιν : ἔρως γὰρ καὶ ἐπιθυμία , φησί , τῶν ἐκείνης γάμων
, ἐπώλουν , ἐφύτευον , ᾠκοδόμουν : ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθεν Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων , ἔβρεξεν πῦρ καὶ θεῖον ἀπ
ταῖς ψυχαῖς καὶ ἀκρασία καὶ πρὸς τὰ τυχόντα τῶν ἀφροδισίων ἔρως καὶ φλεγμονῆς ἀπάτη καὶ τοῦ προπετοῦς ἀβλεψία . τὴν
καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον ἀφ ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξῆλθεν ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ,
6524281 ἀσθενεια
μὲν ἔχθραν ἡμῶν τὸ ἀνόμοιον τῆς τύχης ἤδη λέλυκε καὶ ἀσθένεια ἣ ἐγχορεύει φυγάσι , σὺ δὲ τοῦτο καὶ ὑπερῆρας
Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ , τῶν τε σεβομένων Ἑλλήνων πλῆθος πολὺ γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι . Ζηλώσαντες δὲ
ὀδύνη , ἔμφραξις δηλοῦται , εἰ δὲ μηδὲν τούτων , ἀσθένεια τῆς ἑλκτικῆς . ἔμετος δὲ γενόμενος τῆς μελαίνης χολῆς
τὸν σταυρὸν φέρειν ὄπισθεν τοῦ Ἰησοῦ . Ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν αἳ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν
6493508 θαρσος
, τῆς ἐμῆς μητρὸς πάρα ; τῶνδ ' οὐ πάρεστι θάρσος , οὐδ ' ἔχω τί φῶ χέουσα τόνδε πέλανον
Ἰησοῦν , καὶ ἐπιβάλλουσιν αὐτῷ τὰ ἱμάτια αὐτῶν , καὶ ἐκάθισεν ἐπ ' αὐτόν . καὶ πολλοὶ τὰ ἱμάτια αὐτῶν
ἐστιν ἃ διὰ πολλῆς φροντίδος παρασκευασθέντα ἱκανὰ εἶναι δοκεῖ μοι θάρσος τε καὶ προθυμίαν τῆς ἀποστάσεως ὑμῖν παρασχεῖν . ὃν
οὗτος δὲ μίαν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας θυσίαν εἰς τὸ διηνεκὲς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θεοῦ , τὸ λοιπὸν ἐκδεχόμενος ἕως
6477759 ἀπορος
καὶ στάζων ἱδρῶτα καὶ δεινῇ κρατούμενος ἀφωνίᾳ . ἐνταῦθα μόνον ἄπορος ἦν τῆς αἰσχύνης αὐτῷ τὴν γλῶτταν ἀγχούσης : τοσοῦτον
ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντες , οἵτινες ἀκούουσιν τὸν λόγον καὶ παραδέχονται καὶ καρποφοροῦσιν ἓν τριάκοντα
δὲ καὶ γυναίου χιτὼν ἀνεύθυνον , ὅταν ἡ σωτηρία πανταχόθεν ἄπορος ᾖ , μαρτυρία διαφανὴς οἱ Πέρσας παρὰ τὸ δεῖπνον
, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσίν τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν
6432803 βεβαιος
καὶ ἀντιπεπονθέναι τοῖς αὐτῶ μερέεσσιν : οὗτος γὰρ ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος : τὸ δ ' ἀντιπεπονθέναι λέγω αὐτῶ καὶ ἄρχεν
τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικεν πάντα τὰ ἔθνη . Καὶ ἄλλος ἄγγελος τρίτος ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ , Εἴ
κακοτεχνίας ὑγιῶς προστιθεμένου : ἐπιστήμης δέ : κατάληψις ἀσφαλὴς καὶ βέβαιος , ἀμετάπτωτος ὑπὸ λόγου . μουσικὴν μὲν οὖν καὶ
, καὶ πᾶς χόρτος χλωρὸς κατεκάη . Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐσάλπισεν : καὶ ὡς ὄρος μέγα πυρὶ καιόμενον ἐβλήθη
6412394 ἀμαχος
θαλάττιοι . μικρὸν μὲν αὐτῶν τὸ σῶμα , τόλμα δὲ ἄμαχος : καὶ θαρροῦσι δύο ὅπλοις , δορᾷ τε εὐτόνῳ
πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ ' αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς . ἐκβαλὼν δὲ
ἔχων . κραμβίδιον ἑφθὸν χαρίεν ἀστεῖον πάνυ . ῥαγδαῖος , ἄμαχος , πρᾶγμα μεῖζον ἢ δοκεῖς . ἐκ διαδοχῆς καθαρὸς
Δορκάς : αὕτη ἦν πλήρης ἔργων ἀγαθῶν καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει . ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν
6405095 ἀσυνηθους
ὄντως θαῦμα καὶ ἔκπληξις : ἔκπληξις δὲ καὶ φόβος ἐξ ἀσυνήθους φαντασίας . § ἢ ἐκπληκτικά τινα ὑπερβαίνοντα τὴν ἀλήθειαν
μετὰ τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ . ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί τὸ πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις .
τε καὶ ψάλλειν καὶ αὐλεῖν ἄκρως εἰδότες ὅταν κρούσεως ἀκούσωσιν ἀσυνήθους , οὐ πολλὰ πραγματευθέντες ἀπαριθμοῦσιν αὐτὴν εὐθὺς ἐπὶ τῶν
. καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος , ἔχων ὑπ ' ἐμαυτὸν στρατιώτας , καὶ λέγω τούτῳ ,
6370591 ληθη
διαπρεπέα πρὸς θεωρίην , ἀλλὰ καρδίης κενεά . . , λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾶι . ἀνοήμονες ῥυσμοῦνται τοῖς
θώρακας σιδηροῦς , καὶ ἡ φωνὴ τῶν πτερύγων αὐτῶν ὡς φωνὴ ἁρμάτων ἵππων πολλῶν τρεχόντων εἰς πόλεμον . καὶ ἔχουσιν
τὸ σῶμα ἐμπόδιον ἔχει : ἐπεὶ καὶ νῦν προστιθεμένων τινῶν λήθη , ἐν δ ' ἀφαιρέσει καὶ καθάρσει ἀνακύπτει πολλάκις
ὡς εὐηγγέλισεν τοὺς ἑαυτοῦ δούλους τοὺς προφήτας . Καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , πάλιν λαλοῦσαν μετ
6365413 ἐρημια
, τὸν ὁμώνυμον τὸν θεῖον . πῶς οὖν ἂν εἴη ἐρημία , οὗ χορὸς τοιούτων ἕστηκεν ; Σαυτῷ καὶ νῦν
λέγοντι αὐτῷ , Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου , καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου ; καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα
λάχανα οὐ θέλω . οὕτως καὶ σχολὴν οὐ θέλω , ἐρημία ἐστίν , ὄχλον οὐ θέλω , θόρυβός ἐστιν .
] Ἰησοῦν γινώσκω καὶ τὸν Παῦλον ἐπίσταμαι , ὑμεῖς δὲ τίνες ἐστέ ; καὶ ἐφαλόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐπ ' αὐτοὺς
6342840 βοηθεια
καὶ Σαλαμῖνος . νεῶν ] τῶν Περσῶν . ἀρωγὴ ] βοήθεια . οὔτις ] οὐδεμία . ἀλλήλοις ] τοῖς ἐν
λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες . καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τοῦτό ἐστιν τὸ αἷμά
ἀδυναμοῦντι : εἴη ὁ σὸς παῖς , ὁ Ἐτεοκλῆς , βοήθεια : διὰ βραχέος χρόνου : νῦν τῶν τειχέων :
δὲ ἐπιούσῃ εἰσῄει ὁ Παῦλος σὺν ἡμῖν πρὸς Ἰάκωβον , πάντες τε παρεγένοντο οἱ πρεσβύτεροι . καὶ ἀσπασάμενος αὐτοὺς ἐξηγεῖτο
6334751 ἀφορητος
πάντα τῷ αὐτῷ παρεῖναι κἂν καθ ' ὑπόθεσιν παρῇ , ἀφόρητος ἔσται ἡ κακία . καλεῖται μὲν οὖν ἡ κακία
πίστιν εὗρον . καὶ ὑποστρέψαντες εἰς τὸν οἶκον οἱ πεμφθέντες εὗρον τὸν δοῦλον ὑγιαίνοντα . Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς
οὐ δυνάμενα κατασχεθῆναι . Αἰσχύλος Σεμέληι . ‖ ἄστεκτος : ἀφόρητος , ἀβάστακτος . ‖ ἀστέκτως : ἀνυπομονήτως , ἀνυποστάτως
τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν : εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν , καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα
6324384 ἀσελγεια
νόμιμον παραβεβασμένον ὁμοίως καὶ φανερώτερον ἐνδείκνυται λέγων ἡ μὲν οὖν ἀσέλγεια καὶ πλεονεξία , ᾗ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους Φίλιππος χρῆται
. Καὶ εὐθὺς πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον δήσαντες τὸν Ἰησοῦν
ὤτων ἀρξάμεναι τῆς διαφθορᾶς ἀπολώλασιν αἱ πλείους . ἡ γὰρ ἀσέλγεια [ καὶ δι ' ὤτων καὶ δι ' ὀφθαλμῶν
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ
6293678 χαρα
καὶ ἐν ψυχικῇ μὲν δυνάμει γίνεται , ὅταν λύπη , χαρά , φόβος , δειλία , ἔκλυσις , ὀργὴ γένηται
ὁ Ἰησοῦς λέγων , Ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω . οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ . Αὐτῶν
τῷ δὲ κατ ' εὐμοιρίαν φύσεως ἐπ ' ἀρετὴν φθάσαντι χαρά : χαρτὸν γὰρ ἡ εὐφυΐα καὶ τὰ φύσεως δῶρα
, ὅτι Ἀπέσταλκαν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε : νῦν οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ . ὁ δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς
6285132 δειλιας
δυσκολίας καὶ δυσθυμίας παντοδαπά , ποικίλλει δὲ θρασύτητός τε καὶ δειλίας , ἔτι δὲ λήθης ἅμα καὶ δυσμαθίας . πρὸς
πόλεων . καὶ ἐξελθὼν εἶδεν πολὺν ὄχλον , καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ' αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσεν τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν . ὀψίας
λαμπρὸν βλέποντες ἀναισχύντους καὶ παντόλμους δηλοῦσιν ἄνδρας . Ὀφθαλμοὶ σκαρδαμύττοντες δειλίας κατήγοροί εἰσι : τοὺς γὰρ τοιούτους καὶ ἐπιβούλους ἢ
, οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων , ἀλλ ' ἐπ ' ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ θεοῦ διδάσκεις : ἔξεστιν
6270654 γελως
ταῦτα συγχωρῆσαι . καίτοι εἰ τὰ ζητούμενα ὡς ὁμολογούμενα ὑποτίθεσθαι γέλως , πῶς εἰκὸς ἅ γε ζητεῖν γέλως , ταῦτ
ἀπολέσῃ ζῳογονήσει αὐτήν . λέγω ὑμῖν , ταύτῃ τῇ νυκτὶ ἔσονται δύο ἐπὶ κλίνης μιᾶς , ὁ εἷς παραλημφθήσεται καὶ
γεγόναμεν εἰς τὸ διαλλάξαι χείρους . καίτοι τὸ πρᾶγμα ἀρχόμενον γέλως εἶναι ἐδόκει : μὴ γὰρ ἄν ποτε στῆναι φιλονεικίαν
καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ , ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι , οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας , καὶ τὸν
6263906 ὁρμη
, ζῴοις δ ' ἐν τροπικοῖς ἀτελὴς τοῦδ ' ἔσσεται ὁρμή . ἐὰν δὲ τὸν ὡροσκόπον ὁ Ἄρης βλάπτῃ καταισχυνθήσεται
καὶ Ἰάκωβον Ἁλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν καλούμενον Ζηλωτὴν καὶ Ἰούδαν Ἰακώβου καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώθ , ὃς ἐγένετο προδότης . Καὶ
ἐπεγείρειεν ἡ ἐκ τοῦ γνῶθι σαυτὸν καὶ αἰσχύνεο σαυτὸν ἔνθεος ὁρμή . πρὸς γὰρ τὴν ἡμετέραν ἀξίαν καὶ τὰ τῶν
ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία ἡ Ἰακώβου : καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς ἔλεγον πρὸς τοὺς
6239161 ἀνοια
] ἡ νύξ . ἡ ἀνοία παροξυτόνως Ἀττικῶς ἀντὶ τοῦ ἄνοια διὰ δὲ τὸ μέτρον ἐξέτεινεν . ὁ δὲ νοῦς
' αὐτῶν ἐστιν νηστεύειν ; ὅσον χρόνον ἔχουσιν τὸν νυμφίον μετ ' αὐτῶν οὐ δύνανται νηστεύειν : ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι
φαύλους τε καὶ μοχθηροὺς καὶ ἀναιδεῖς γενέσθαι , πᾶσά τε ἄνοια καὶ ψυχῆς ἀμαθία διὰ λήθην ἐμπίπτει . ὁ δὲ
δέδωκάς μοι , θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσιν μετ ' ἐμοῦ , ἵνα θεωρῶσιν τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν
6208195 πενια
πρὸς εὐδαιμονίαν , οὔτε ποτὲ αὐτῆς ἀφαιρουμένη , ἀλλὰ κἂν πενία , κἂν νόσος , κἂν ἀδοξία , κἂν βάσανοι
καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἰερουσαλὴμ σφόδρα , πολύς τε ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τῇ πίστει . Στέφανος
οὔτε , οὔτε ἐλευθερία οὔτε δουλεία , οὔτε πλοῦτος ἢ πενία | ἀγαθὰ ἢ κακά , ἀλλὰ ἡ μὲν τούτων
Ἰησοῦν . καὶ ἦν χεὶρ κυρίου μετ ' αὐτῶν , πολύς τε ἀριθμὸς ὁ πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν κύριον .
6206532 βια
γὰρ ἐπὶ τούτων ὁ χυμὸϲ καὶ πυρετωδέϲτεροϲ καὶ ϲφοδροτάτη ἡ βία τοῦ πυρετοῦ . ἐπὶ γὰρ τῶν τοιούτων νοϲημάτων Ἱπποκράτηϲ
διλόγους , μὴ οἴνῳ πολλῷ προσέχοντας , μὴ αἰσχροκερδεῖς , ἔχοντας τὸ μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρᾷ συνειδήσει . καὶ
οὖσα φαρμάκοις οὐ πείθομαι . Οὔτε Διὸς βρονταῖς Σαλμωνέος ἤρισε βία , ἀλλ ' ἔθανεν ψολόεντι δαμεῖσα θεοῦ φρένα βέλει
ἐν τῇ ὁράσει καὶ τοὺς καθημένους ἐπ ' αὐτῶν , ἔχοντας θώρακας πυρίνους καὶ ὑακινθίνους καὶ θειώδεις : καὶ αἱ
6203594 ἀγνοια
λύκον προσίεντο καὶ ὑπέμενον , νομίσαντες πρόβατον : ἡ γὰρ ἄγνοια τοιαῦτα ἐργάζεται τοὺς οὐκ εἰδότας καὶ ἀναγκάζει τἀναντία φεύγειν
εἰς τὴν νεφέλην . καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἐκλελεγμένος ,
' ὧν ὁ πολὺς καὶ βαθὺς ζόφος , ὃν κατέχεεν ἄγνοια τῶν πραγμάτων , ἀνασκίδναται . τοῦτο τῆς ψυχῆς τὸ
φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς , καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα , Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός ,
6198429 ἀσφαλης
. ἀσφαλής : ἑδραῖος : ἀπὸ τοῦ σφάλλω σφαλὴς καὶ ἀσφαλής ' . . . . ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ
ἦν , ὁ ὅσιος , ὅτι ταῦτα ἔκρινας , ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν , καὶ αἷμα αὐτοῖς δέδωκας
συνάπτοντας αὐχένας τῶν ὀρῶν ἀπολείπειν τοὺς παραφυλάττοντας , ἵν ' ἀσφαλής σφισιν ἡ ἀνακομιδὴ γίγνηται . ταῦτα δ ' εἰρήσθω
οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες . ὧν γὰρ εἰσφέρεται ζῴων τὸ αἷμα περὶ ἁμαρτίας εἰς τὰ ἅγια διὰ τοῦ ἀρχιερέως ,
6191053 ἀλογιστος
ἐστὶ τὸ τῆς ψυχῆς παράστημα μετὰ λογισμοῦ , θράσος δὲ ἀλόγιστος τόλμα . ὅθεν Εὐριπίδης ἁμαρτάνει λέγων : οὔτι θράσος
θέλημα αὐτοῦ δαρήσεται πολλάς : ὁ δὲ μὴ γνούς , ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν , δαρήσεται ὀλίγας . παντὶ δὲ
ἡμέραι αἱ πρότεραι ἄλογοι „ : κατὰ τὸ εἰκός : ἀλόγιστος γὰρ ὁ μὴ ἅγιος τρόπος , ὥστε ὁ εὐλόγιστος
ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλεν τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ . καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον οἱ Ἰουδαῖοι
6187724 προδοσια
κλιμακτηρικὴ νόσος καὶ αἱμαγμὸς καὶ ἐμπόδιον τῆς δόξης , δούλων προδοσία , ἐπιθέσεις ζημίαι ἔνδειαι . εἶθ ' οὗτος ἐξ
γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἔτη τεσσαράκοντα . οὗτός ἐστιν ὁ Μωϋσῆς ὁ εἴπας τοῖς
ἠδυνήθην προδοῦναι , καὶ πρῶτον μὲν ἀπὸ τοῦ πράγματος ὅτι προδοσία πρᾶγμα δύσκολον καὶ οὐ ῥᾳδίως πραχθῆναι δυνάμενον : εἶτα
ἔτη ἔσονται οἱ καιροὶ ἐκεῖνοι , καὶ ποιήσω τὰ τρία ἔτη ὡς τρεῖς μῆνας , καὶ τοὺς τρεῖς μῆνας ὡς
6187205 νεοτης
] πανώλεθρος . γέρων ] ἔρρει , ἀλλὰ πᾶσα ἡ νεότης . . μονάδα δὲ ] μεμονωμένον δέ φασι τὸν
, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι , καθὼς καὶ Ἰωάννης ἐδίδαξεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ . εἶπεν δὲ αὐτοῖς , Ὅταν προσεύχησθε ,
τοῦ τε Ἑλληνικοῦ καὶ βαρβαρικοῦ γένους καὶ τῶν πόλεων ἡ νεότης ἐφθάρη . εἰ δὲ τὰ ἐξ ἀκρασίας στάσεις ἐμφύλιοι
τοὺς ἄρτους ] πεντακισχίλιοι ἄνδρες . Καὶ εὐθὺς ἠνάγκασεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ
6177102 ἐχθρα
μὲν εἴη [ ἔτι ] αὐτῷ ὁ πατὴρ ἐρρωμένος , ἔχθρα αὐτῷ πρὸς τὸν πατέρα ἔσται διὰ τὴν καὶ ἐπὶ
ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτόν . καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαριάμ , [ ἣ ] καὶ παρακαθεσθεῖσα πρὸς τοὺς πόδας
ἄνδρες , οἱ ἀντιλογικοί , καὶ ἐρήσονται εἰ οὐκ ἐναντιώτατον ἔχθρα φιλίᾳ ; οἷς τί ἀποκρινούμεθα ; ἢ οὐκ ἀνάγκη
ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ κυρίου . Καὶ εἶπεν Μαριάμ , Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν κύριον , καὶ
6163991 ὑποψια
πρὸς τὸν στρατηγὸν ὑμῖν ὡς ἔχει λογίσασθε . πρότερον μὲν ὑποψία μόνον ὑπῆρχεν ὡς οὐχ ἡδέως ὑμῶν διακειμένων , ἀλλ
ἔσω τῆς αὐλῆς , ὅ ἐστιν πραιτώριον , καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν . καὶ ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν
ὁ δίχα παρακλήσεως παρέχειν βουλόμενος . ὑποψία ὑφοράσεως διαφέρει . ὑποψία μὲν γάρ ἐστι κακοῦ τις ὑπόνοια , ὑφόρασις δὲ
ὅσα σοι ἐποίησεν ὁ θεός . καὶ ἀπῆλθεν καθ ' ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς .
6161268 εὐνοια
ὁ ὅρος εὔνοια ἐν ἀντιπεπονθόσι μὴ λανθάνουσα , ἡ δὲ εὔνοια βούλησις ἀγαθοῦ , αὐτοῦ ἐκείνου ἕνεκεν , ᾧ βούλεται
πόλεων . καὶ ὁ ἕτερος ἦλθεν λέγων , Κύριε , ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου ἣν εἶχον ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ :
, στοργή , οἰκειότης οἰκείωσις , ἐπιτηδειότης , ἑταιρεία , εὔνοια . καὶ φιλικῶς , φιλοστόργως , οἰκείως , ἐπιτηδείως
ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ , καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθήσεσι λευκαῖς , οἳ
6153158 ἐνεπεσε
ἐπεὶ δὲ τοῦτ ' ἐγένετο , πολλὴ μὲν εὐθυμία πᾶσιν ἐνέπεσε , πολλὴ δὲ φιλότης ἀλλήλων , θάρσος τ '
. καὶ ἀκουσθήσεται ἡ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς ἀβύσσου . καὶ
σύμπαν αὐτοῦ σῶμα εὐλῶν ἐξέζεσεν . τοσόσδε διὰ τῆς νυκτὸς ἐνέπεσε σεισμός , ὥστε ἐξέθορον ἐκ τῆς κοίτης , σκηπτοί
γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτούς : ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος , καὶ ἰδοὺ
6145697 βιαιος
ἵππους : ἡ διπλῆ , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει κρατερωνύχεσι . βίαιος δ ' ἡ συναλοιφή . τὸ δὲ ἑξῆς ἐστίν
μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς , οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν . Οὕτως
ἐστιν , ἀντίθεσις , μετάληψις , πρός τι , ὅρος βίαιος , ἡ θέσις , ἑτέρα μετάληψις , ἀντίληψις ,
ἀπὸ τῆς εὐλαβείας , καίπερ ὢν υἱὸς ἔμαθεν ἀφ ' ὧν ἔπαθεν τὴν ὑπακοήν : καὶ τελειωθεὶς ἐγένετο πᾶσιν τοῖς
6132144 ἡσυχια
; Ναί . Τὸ δὲ μήτε λυπηρὸν μήτε ἡδὺ οὐχὶ ἡσυχία μέντοι καὶ ἐν μέσῳ τούτοιν ἐφάνη ἄρτι ; Ἐφάνη
τοῦ θεοῦ . Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν . Καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι Πάντες σκανδαλισθήσεσθε
Γονόρροιά ἐστιν ἔκκρισις ἀπροαίρετος σπέρματος , ἐφ ' οἷς ἁρμόζει ἡσυχία καὶ σκέπη τῆς ὀσφύος καὶ τῶν ἐν βάθει πιλήμασί
μὴ καταλυθῇ . Καὶ καθημένου αὐτοῦ εἰς τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κατέναντι τοῦ ἱεροῦ ἐπηρώτα αὐτὸν κατ ' ἰδίαν Πέτρος
6127744 δεους
πολλοὺς ἀκίνδυνα κέρδη διώκοντας , ὧν οὐδὲ κωλυόμενοι ὑπὸ τοῦ δέους ἀποστήσεσθαι ἔμελλον , ἐμπλῆσαι πολέμου λῃστρικοῦ τὴν ὅμορον .
καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς , Καθίσατε αὐτοῦ ἕως ἂν ἀπελθὼν ἐκεῖ προσεύξωμαι . καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο
θάψαι , τὸν αὐτοῦ Λυσιμάχου παῖδα , φυγόντα μὲν ὑπὸ δέους πρὸς Σέλευκον , ὅτε Λυσίμαχος Ἀγαθοκλέα , τὸν ἕτερον
περὶ τούτου ἀληθῆ ἦν . καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖ . Ἦν δέ τις ἀσθενῶν , Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας
6081934 φοβῳ
ἱερῷ τῆς θεοῦ διημερεύοντες ἐνεώρων ἀλλήλοις , εἰπεῖν τὸ ἀληθὲς φόβῳ πρὸς ἑκατέρους αἰδούμενοι : τοσοῦτο δέ : ἐστέναξεν ἄν
δὲ ἀφ ' ἧς εἰσῆλθον οὐ διέλιπεν καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας . ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας : αὕτη
ἐπισείοντος ἀντ - έσχον καὶ διέμεινα ἐπὶ τῶν ἐγνωσμένων οὔτε φόβῳ ἀποτραπεὶς οὔτε δεήσει οὔτε χάρισιν εἴξας , νῦν δ
καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης , καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης , ἐν πᾶσιν
6073924 ὑβρις
μὴ ᾖς ὑβριστής , ἀλλὰ σώφρων : καὶ γὰρ ἡ ὕβρις τῷ ὀργίλῳ ἀνδρὶ ἀνύποιστος γίνεται ὑβριζομένῳ , οὐδὲ ὁ
καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν . προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπαν , Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας
ἀνιῶμαι : καὶ γὰρ ἐρῶ τῆς Μαζαίας , καὶ ἡ ὕβρις ἐν τοσούτοις ἀνθρώποις οὐ μετρίως μου καθίκετο . οἶμαι
πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν ἤρξαντο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ
6071916 πονηρια
μιμητὴν οὐκ ἔχων τῆς ἀκρασίας , μὴ προσλαβοῦσα γὰρ κοινωνὸν πονηρία μεῖζον ὄνειδος φαίνεται . Καὶ ταῦτα μὲν ὡς ἡμαρτηκότος
τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθζαθά , πέντε στοὰς ἔχουσα . ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων , τυφλῶν
καὶ τοῦτο παράλογον , ὁ δεύτερος τέθυται . δῆλον ὅτι πονηρία τύχης ἐστὶν , οὐ κακίας ἐπιθυμία τῶν παίδων τὸ
Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ , προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου βαρυτίμου καὶ κατέχεεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ
6050426 ἐλευθερια
σε τινῶν ἐλευθέριος ] | κωλύῃς , αὐτὸ τοῦτό σοι ἐλευθερία [ , ἀλλὰ ] | τοῦτό σοι δουλεία ,
ὁ ] θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων . καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ . Οἱ δὲ Φαρισαῖοι
σοι νῦν τὰ βασίλεια Νέστορος μὲν εὐβουλία , Διομήδους δὲ ἐλευθερία , καὶ ὁ τοῦ Κύρου Χρυσάντας καὶ ὁ τοῦ
τοῦ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ κωφός . καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι : τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπαν , Ἐν Βεελζεβοὺλ
6038277 ὀχλος
ἔνεισι καὶ τοξόται καὶ ἀκοντισταί , πολλαὶ δὲ τριήρεις καὶ ὄχλος ὁ πληρώσων αὐτάς . χρήματά τ ' ἔχουσι τὰ
ὅτι οἱ τὰ ἱερὰ ἐργαζόμενοι [ τὰ ] ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐσθίουσιν , οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ παρεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται
αὐτῶν ἐκαρπούμεθά τε καὶ προσεκτώμεθα . ἔνθεν καὶ παμμιγής τις ὄχλος ἀεὶ περιεστοίχει τὰς ἀγυιὰς τῶν τε αὐτοχθόνων καὶ τῶν
ἁγίαν πόλιν , καὶ ἵστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ , καὶ λέγει αὐτῷ , Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ
6033985 ἀναβολη
κακοποιοῦ τότε οἱ κριταὶ μὴ συμφωνήσαντες ἀλλήλοις διαστήσονται καὶ ἔσται ἀναβολὴ τῆς δίκης , εἰ δὲ καὶ συμφωνήσουσιν οἱ κριταὶ
νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι , παρῄνει ὁ Παῦλος λέγων αὐτοῖς , Ἄνδρες , θεωρῶ ὅτι μετὰ ὕβρεως καὶ πολλῆς ζημίας οὐ
γένοιτο , τέχνῃ τοῦτο ποιῶν . οἶδεν γὰρ ὅτι ἡ ἀναβολὴ ἐκλύσει τὴν ὁρμήν . καὶ εὐθύς γε μετὰ τὸ
αὐτῶν ἐξεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον , κράζοντες καὶ λέγοντες , Ἄνδρες , τί ταῦτα ποιεῖτε ; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν
6032584 ἀπονοια
Μεσσηνίοις δὲ † ἐς ἅπαντα ἐς τὸ ἴσον ἥ τε ἀπόνοια καὶ τὸ ἐς τὸν θάνατον εὔθυμον : καὶ ὁπόσα
τὸ πλήρωμα τοῦ θεοῦ . Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑπὲρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν κατὰ τὴν δύναμιν τὴν
τόξα καὶ ἵπποι καὶ αὐθάδεια Σκυθικὴ καὶ τόλμα Ἀλανῶν καὶ ἀπόνοια Μασσαγετῶν , καὶ ταύτην πάλαι καλῶς ποιοῦντας τοὺς ποιητὰς
ἐν τῇ ἐρήμῳ , καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ ποιῆσαι αὐτὴν κατὰ τὸν τύπον ὃν ἑωράκει , ἣν καὶ
5997873 βλαβη
ἐπὶ τῶν ἐπὶ μικρῷ συκοφαντουμένων . Δίκη δίκην ἔτικτε καὶ βλάβη βλάβην : ἐπὶ τῶν φιλοδίκων καὶ συνειρόντων δίκαις δίκας
μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί . Ἀπελθόντων δὲ τῶν ἀγγέλων Ἰωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ Ἰωάννου , Τί ἐξήλθατε
καὶ διαφθορὰν ἐργάζεται , ἔστι δ ' ὅτε καὶ ὀργανικὴ βλάβη ἐντεῦθεν γίνεται , οὕτω καὶ ἐπὶ τὸν αἶνον τοῦ
μηδενὶ εἴπωσιν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Χριστός . Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν
5965741 ποθος
ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον , οὔτοι βίου μοι τοῦ μακραίωνος πόθος , φέροντι τήνδε βάξιν . Οὐ γὰρ εἰς ἁπλοῦν
ὑψίστοις . καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα , Τίς ἐστιν οὗτος ; οἱ δὲ ὄχλοι
πῶς ἐπολεμήσατε ; . ἔρως μέν ἐστιν ἐπιβολὴ φιλοποιΐας , πόθος δ ' ἀπόντος , ἵμερος δ ' ἔρως σπανίζων
ἤγαγον αὐτὸν ἕως ὀφρύος τοῦ ὄρους ἐφ ' οὗ ἡ πόλις ᾠκοδόμητο αὐτῶν , ὥστε κατακρημνίσαι αὐτόν : αὐτὸς δὲ
5959929 δειλια
θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος , κάλλος ,
εἶπεν δὲ αὐτῇ , Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι . καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς , Τίς οὗτός ἐστιν
κακίας πρὸς τοῖς τῶν πολεμίων : οὕτω σύμφυτος αὐτοῖς ἡ δειλία . καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί ,
ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με . καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ εἷς ἕκαστος , Μήτι ἐγώ εἰμι ,
5953767 πλεονεξια
πλεονεξία τις ἀγαθῶν εἶναι , ὡς εἴρηται . ἡ δὲ πλεονεξία τοῦ ἀγαθοῦ λέγεται . διὰ μὲν τοῦτο καλεῖται πλεονέκτης
αὐτοῦ : καὶ ἦν ὄχλος πολὺς τελωνῶν καὶ ἄλλων οἳ ἦσαν μετ ' αὐτῶν κατακείμενοι . καὶ ἐγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι
ἀλλ ' οὐδὲ μέμνηται . Ἡ μὲν οὖν ἀσέλγεια καὶ πλεονεξία , ᾗ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους Φίλιππος χρῆται , τοσαύτη
ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν τοῦ νυμφίου . πέντε δὲ ἐξ αὐτῶν ἦσαν μωραὶ καὶ πέντε φρόνιμοι . αἱ γὰρ μωραὶ λαβοῦσαι
5952814 ἰσχυρος
ὁ Αἰγύπτιος ἦν μὲν συνεῖναι δεινότατος , ἀγωνιστὴς δὲ οὐκ ἰσχυρὸς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας , οὐδὲ τὰς ἔξω φερούσας ἀπὸ
ἄξιοι μόνον ἵνα θεασώμεθα αὐτόν ! καὶ ὑπάγουν αὐτὸν οἱ ἄγγελοι εἰς τὸν πύρινον ποταμὸν καὶ περνᾷ ὡς περιστερὰ πετάζουσα
. Ὁ δὲ Ξιφίας τῷ τοῦ Ἑρμοῦ προσήκων φαίνεται δὲ ἰσχυρὸς καὶ χλωρότερος , παραμήκεις μᾶλλον ἀκτῖνας ἔχων περὶ αὑτόν
τίμιον αἴμα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ , ὃν οἱ ἄγγελοι τρέμουσιν παριστάμενι . ὅταν δὲ εἶπομεν : Ἀγαπήσωμεν ἀλλὴλους
5930397 ἀδυνατος
ἡμᾶς ἐπιστήμη βραδεῖά ἐστι καὶ χαλεπὴ νέοις , μᾶλλον δὲ ἀδύνατος εἰς ἀγενείων καὶ μειρακίων πεσεῖν ἡλικίαν : ἀκμαζούσης γὰρ
, καθὼς τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν , ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι , ἀπεκδεχομένους τὴν
τῶν χιτώνων . ἐπὶ τούτων ὁ μὲν τῆς ἐξολκῆς τρόπος ἀδύνατος ῥᾳδίως ἀποσπωμένων : χρὴ τοίνυν ἐπ ' αὐτῶν μετὰ
τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων , ὥστε τοὐναντίον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι , μή πως
5926934 δεινη
? ? ἔδειξας ⌉ ? . ” νὺξ ἐπῆλθεν ἀμφοτέροις δεινή : τὸ γὰρ πῦρ ἐξεκαίετο . ⌈ δεινότερον δ
καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν εἱστήκει . καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν παραβολαῖς λέγων , Ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ
γυνὴ παιδίον αὑτῆς τριακοσταῖον παρακατέθετο . ἀποθανούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου δεινή τις φιλοστοργία γέγονε τοῦ θηρίου πρὸς τὸ παιδίον :
ἀλεύρου σάτα τρία ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον . Ταῦτα πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις , καὶ χωρὶς
5926261 ταραχη
τὴν θάλασαν : κυρίως γὰρ ἄλη , ἡ ἐν θαλάση ταραχή . ἀπερύκειν κωλύειν : κατέχειν : κρατεῖν : ἀπὸ
φωνὴν τοῦ στρουθίου ἀναστήσεται πᾶσα βοτάνη , τουτέστιν ὑπὸ τὴν φωνὴν ἀρχαγγέλου ἀναστήσεται πᾶσα φύσις ἀνθρωπίνη . Καὶ πάλιν εἶπον
τρίτον θλῖψις : τέταρτον αἰχμαλωσία : πέμπτον ἔνδεια : ἕκτον ταραχή : ἕβδομον ἐρήμωσις . Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κάιν
μετώπων αὐτῶν . καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῆς μεγάλης , καὶ
5918786 φθονου
Ἀμέγαρτον , ποτὲ μὲν δηλοῖ τὸ εὐτελὲς καὶ μὴ ἄξιον φθόνου , ὡς τὸ , ἀμέγαρτε συβῶτα . δηλοῖ δὲ
θρόνου ὅμοιος ὁράσει σμαραγδίνῳ . καὶ κυκλόθεν τοῦ θρόνου θρόνους εἴκοσι τέσσαρες , καὶ ἐπὶ τοὺς θρόνους εἴκοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους
εἰς τὸ μέσον τὴν κατὰ τῶν ζώντων ἐπιβουλὴν ὑφορώμενος ἀπὸ φθόνου μὲν φυομένην , οὐχ ἥκιστα δὲ κατὰ τῶν σπουδαίων
, καθώς τινες αὐτῶν ἐπόρνευσαν , καὶ ἔπεσαν μιᾷ ἡμέρᾳ εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες . μηδὲ ἐκπειράζωμεν τὸν κύριον , καθώς
5915971 λιμος
καὶ ἀνάσχεο μωρολογούντων : ὄψων γὰρ πλῆθός σε δαμᾷ καὶ λιμὸς ἀτερπής . οὓς ἐδίδαξαν ἀριστερὰ γράμματα Μοῦσαι ἔστειχε δ
ἐμαυτῷ ὡς τελειώσω τὸν δρόμον μου καὶ τὴν διακονίαν ἣν ἔλαβον παρὰ τοῦ κυρίου Ἰησοῦ , διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς
. δʹ Οὐενέφης υἱὸς ἔτη κγʹ : ἐφ ' οὗ λιμὸς κατέσχε τὴν Αἴγυπτον μέγας . Οὗτος τὰς περὶ Κωχώμην
ἐν θανάτοις πολλάκις : ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον , τρὶς ἐραβδίσθην , ἅπαξ ἐλιθάσθην , τρὶς ἐναυάγησα
5908621 ἀγανακτησις
, τίμησις δίκης , ὑποτίμησις τιμήματος , ἀντιτίμησις προτιμήματος , ἀγανάκτησις γνώμης , ἐπιτήδευσις σοφίας , ἀπόστασις ὑπηκόων , σύγχυσις
εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωάννου : σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς . Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν , καὶ εὑρίσκει
ὅ τε λόγος ἐκδραμὼν αὐτίκα θόρυβον ἤγειρε πάνδημον , καὶ ἀγανάκτησις ἦν . ὀλίγοι μὲν γάρ , οἷς τι λογισμοῦ
, εἰδότες ὅτι καὶ ὑμεῖς ἔχετε κύριον ἐν οὐρανῷ . Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε , γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ ,
5908283 θυμου
: τὰ γὰρ ἀπὸ τῶν ἄλλων βιαιότερα . ἀπὸ δὲ θυμοῦ θυμοῦσθαι , θυμούμενος , θυμικός , θυμοειδής , ἄθυμος
εἰς ἀσκοὺς καινούς , καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται . Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι
ἐνδιδόναι . ἢ ἔνεστί τις λόγος ἐν τῷ ἀκρατεῖ τοῦ θυμοῦ , ὅτι οὐ χρὴ ἐπὶ πᾶσι θυμοῦσθαι οὐδὲ ἐφ
σου σέσωκέν σε : πορεύου εἰς εἰρήνην . Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων ὅτι Τέθνηκεν ἡ
5904891 ἐρις
ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι διοτρεφέων βασιλήων : αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε : εἰ μάλα
ἀδελφοὶ καὶ πατέρες , ἀκούσατε . Ὁ θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ πρὶν
ἩΔΕ ΒΡΟΤΟΙΣΙΝ . Ἀντὶ τοῦ ἀγαθῶν αἰτία ἐστὶν ἥδε ἡ ἔρις τοῖς ἀνθρώποις . . ΚΕΡΑΜΕΙ ΚΟΤΕΕΙ . Ζηλοῖ ,
πλείονες μένουσιν ἕως ἄρτι , τινὲς δὲ ἐκοιμήθησαν : ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ , εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν : ἔσχατον δὲ
5902734 ἀναπαυλα
. ” οὐκοῦν δίδασκε καὶ δείκνυε μὴ ἀγανακτῶν . Θάνατος ἀνάπαυλα αἰσθητικῆς ἀντιτυπίας καὶ ὁρμητικῆς νευροσπαστίας καὶ διανοητικῆς διεξόδου καὶ
, ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς . καὶ εὐθὺς ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ
Ὀλύμπια , οὐ μόνον αὐτοῖς ἀθληταὶ τὰ τελούμενα ἦν , ἀνάπαυλα δέ τις ἐγίνετο μεταξὺ καὶ ῥᾳστώνη τοῦ τε ἀγῶνος
, καὶ λευκανθήσεται ἡ γῆ ὥσπερ χιών , καὶ γενήσεται ὡς χαρτίον , μὴ ἔχουσα σπήλαιον ἢ ὄρος ἢ βουνὸν
5885547 βοη
ὑπηρετούντων κακίᾳ . Καὶ ὁ μὲν ἐν τούτοις ἦν , βοὴ δὲ ἐξαίφνης ἐν ἱπποδρόμῳ δήμου πεινῶντος , ὡς τῆς
. πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι , ὅτι οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω Ἰερουσαλήμ .
σμερδαλέον κυρίως τὸ τῇ ὄψει καταπληκτικὸν , λέγεται δὲ καὶ βοὴ σμερδαλέα καὶ δοῦπος καὶ ἄλλα τοιαῦτα . μέρδω τὸ
ἀπορούμενος δὲ ἐγὼ τὴν περὶ τούτων ζήτησιν ἔλεγον εἰ βούλοιτο πορεύεσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα κἀκεῖ κρίνεσθαι περὶ τούτων . τοῦ δὲ
5885450 μανιωδης
εὑρεθέντων σιτίων ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ : σὺν παντὶ δηλονότι . μανιώδης . . . : σημείωσαι μανιώδης ὑπόσχεσις ʃ ἀντὶ
Δαυίδ , κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου : ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος , ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ
αὐτούς . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἦν οἶστρος ἄλογός τε καὶ μανιώδης , οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας
τοὺς τοιούτους ἐντίμους ἔχετε , ὅτι διὰ τὸ ἔργον Χριστοῦ μέχρι θανάτου ἤγγισεν , παραβολευσάμενος τῇ ψυχῇ ἵνα ἀναπληρώσῃ τὸ
5884770 τοσαυτη
αἱ χεῖρες περὶ τὴν νευρὰν καὶ τὴν γλυφίδα , καὶ τοσαύτη αὐτοῦ ἡ μελέτη καὶ ἡ ἐπιστήμη ὅση ἡ τοῦ
Σίλαν εἰς Βέροιαν , οἵτινες παραγενόμενοι εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπῄεσαν . οὗτοι δὲ ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ
, ὥς φησι Τηλεφάνης ἐν τῷ περὶ τοῦ Ἄστεος . τοσαύτη δ ' αὐτῶν δόξα τῆς ῥᾳθυμίας ἐγένετο ὡς καὶ
: καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν , Χαῖρε , βασιλεῦ τῶν Ἰουδαίων : καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον
5877532 ἀπολαυσις
γλυκυθυμία τις ἡ διὰ τῶν ἀπὸ τῆς ὕλης ἀτμῶν δελεάζουσα ἀπόλαυσις , ἐχρῆν ἀκέραιον τὴν ὕλην εἶναι : πλείων γὰρ
ὡς ] ᾠδὴν καινὴν ἐνώπιον τοῦ θρόνου καὶ ἐνώπιον τῶν τεσσάρων ζῴων καὶ τῶν πρεσβυτέρων : καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο μαθεῖν
καὶ διὰ τοῦτ ' εὐθὺς εὐδαιμονῶ . χρῆσις γὰρ καὶ ἀπόλαυσις ἀρετῆς τὸ εὔδαιμον , οὐ ψιλὴ μόνον κτῆσις :
σάλπιγγος μεγάλης , καὶ ἐπισυνάξουσιν τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ ' ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν .
5863574 θρασους
λέγοντες : ὁ βίος δὲ παμμίαρος αὐτῶν , ἀμαθίας καὶ θράσους καὶ ἀσελγείας ἀνάπλεως , ὕβρις οὐ μικρὰ καθ '
παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων , Τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι διατελεῖτε , μηθὲν προσλαβόμενοι : διὸ παρακαλῶ
, καὶ τρέχω τὸν περὶ ψυχῆς , καὶ τὸ τοῦ θράσους , τῆς ἀναιδείας . Τούτων εἰσὶ καὶ αἱ ἐλλείψεις
σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν , καὶ ὁ σπόρος βλαστᾷ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ
5857401 ταραχης
νῦν ἀπατώμενοι μᾶλλον ἢ τότε ἐξαπατῶντες . οὐ παύσεσθε τῆς ταραχῆς καὶ γνώσεσθε ὅτι πάνυ χαρίεντας ἔχετε πολίτας καὶ πόλιν
οὖν τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔλεγον μετ ' ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ ἑστηκότες , Τί δοκεῖ ὑμῖν ; ὅτι οὐ μὴ
ἤδη προσέρχονται , ὥστε ὅτι μήπω πάρεισιν θαυμάζειν ἐδόκει . ταραχῆς οὖν εὐθὺς περιθεούσης τὴν πόλιν , οἵαν ἀπροσδοκήτου πολέμου
, καὶ ἐξέβαλεν πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ , καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψεν καὶ τὰς
5854898 ἀφοβως
ἀρχῆς , οὐ θαρροῦσιν ἐπιτιμᾶν , μίμοις δὲ πάρεστι σκώπτειν ἀφόβως . οὐ μὴν ἀποσκώπτουσι μέν , ἀνόνητοι δὲ περιφρονούμενοι
ἐκείνῃ , καὶ ἔπεσεν , καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη . Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους
. καὶ δὴ καὶ τοῦτο τὸ ἔθος ὑμᾶς εἴθικεν , ἀφόβως τε καὶ μεγαλοπρεπῶς ἀποκρίνεσθαι ἐάν τίς τι ἔρηται ,
εἰς τὴν θάλασσαν λέγων , Οὕτως ὁρμήματι βληθήσεται Βαβυλὼν ἡ μεγάλη πόλις , καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ ἔτι . καὶ
5854047 μελλησις
δὲ προμηθής : τὸ μέλλειν καὶ ἀναβάλλεσθαι μετὰ προμηθείας . μέλλησις δέ . . . : τὴν δ ' εὐλάβειαν
τὸν τόπον , ὅτι πολλάκις συνήχθη Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ . ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν καὶ
σπουδή , τάχος : τοῦ δὲ σχολή , σχολαιότης , μέλλησις , μελλησμός , βραδυτής , ἀναβολή , νώθεια ,
οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ . ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν [ αὐτοῦ ] εἶπεν αὐτῷ , Κύριε , ἐπίτρεψόν
5853894 ἀθεωρητος
, καὶ ἔστιν ἐν ἐκτάσει τοῦ ι . παρὰ τὴν ἀθεώρητος καὶ τὴν ἀθεωρήτου τὸ ἀθεωρητί , ἀκονιτί , ἀμογητί
γεννῶσα , ἥτις ἐστὶν Ἁγάρ . τὸ δὲ Ἁγὰρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ , συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν
εὐάγωγος ψυχή , ἀνήκοος μὲν καὶ ἄπειρος λόγων ἐρρωμένων , ἀθεώρητος δὲ τοῦ ἀληθοῦς , ἀπερινόητος δὲ τοῦ πατρὸς καὶ
τοὺς ὄχλους . καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ ' ἰδίαν προσεύξασθαι . ὀψίας δὲ γενομένης μόνος
5834786 χαλεπος
Ἀφροδίτης κʹ , οὐ κακός . ρβʹ Κρόνου λδʹ , χαλεπός . ρεʹ Κρόνου λεʹ , Ἀφροδίτης καʹ Ἄρεως ιεʹ
. Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ κολαφί - ζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ ,
τυχὼν ἦν πυρετός . ὀξὺς γὰρ ἦν καὶ δακνώδης καὶ χαλεπός . εἴρηται δὲ ἐν τῷ περὶ διαφορᾶς πυρετῶν ,
ἐστὶν καὶ οὐ ποιητής , οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ : κατενόησεν γὰρ ἑαυτὸν
5834064 ἀπαραιτητος
χιόνος καὶ ὀμίχλης ταννητις , καταβάτω σου ὁ ἄγγελος ὁ ἀπαραίτητος καὶ ἐκκρινέτω τὸν περιπτάμενον δαίμονα τοῦ πλάσματος τούτου ,
εἴπατε αὐτῷ , Ὁ διδάσκαλος λέγει , Ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστιν : πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν
οὔτε ψευσαμένωι συγγνώμην δοτέον οὐδαμῶς : πικρὸς γὰρ γεγονὼς καὶ ἀπαραίτητος ἐπιτιμητὴς τῶν πέλας εἰκότως ἂν καὶ ὑπὸ τῶν πλησίον
καὶ ὑμεῖς , ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα , γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις . ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ
5833332 κινδυνου
, ὅτι τὸν προεστάναι τῶν κοινῶν ἐγχειροῦντα πρέπει τοσούτου καλοῦντος κινδύνου ἀφειδῶς ἑαυτὸν ἐπιτρέψαι τοῖς πράγμασι καὶ μὴ καραδοκεῖν ,
ὁμολόγησαν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα : τότε ἀποπέμψω αὐτοὺς ἐν τῷ ᾅδῃ , καθὼς προεῖπεν ὁ
πρωτεύοντος ἐν ἀμφοτέροις . ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ μηδενὸς ἔτι κινδύνου ὑπάρχοντος βαστάσαι τὸ σῶμα καταπεπονημένον ὑπὸ τῶν τραυμάτων ἀνδρείαν
ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον , δίκαιε Ἰωάννη : τότε φανήσεται ὁ ἀρνητὴς καὶ ἐξορισμένος ἐν τῇ σκοτίᾳ ,
5832635 μανια
ἀντιποιεῖσθαι καὶ μηδὲν εἰς τὸ λειτουργεῖν βεβλάφθαι τὴν πόλιν , μανία σαφὴς ἂν ἦν ταῦτα κωλύειν αἱρεῖσθαι , ἃ μήτε
περιεπάτεις ὅπου ἤθελες : ὅταν δὲ γηράσῃς , ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου , καὶ ἄλλος σε ζώσει καὶ οἴσει ὅπου
ἤδη : τίς ς ' , ὦ τλῆμον , προσέβη μανία ; τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μακίστων πρὸς
Θωμᾷ , Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου , καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε

Back