θυμῷ πρὸς τὴν εἰς τὸν πόλεμον ὁρμὴν καὶ παρασκευήν , ἀποπίπτων δὲ ἐν ταῖς ἐπιβολαῖς , εἰς παραλόγους ἐννοίας ἐνέπιπτε
περιμένων κυρίου ” : ὄντως γὰρ ὑπὸ θεοῦ σῴζεται ὁ ἀποπίπτων τῶν πα - θῶν καὶ ὑστερίζων τῆς ἐνεργείας αὐτῶν
5556165 κλεπτον
Λάβης πάρα . ὢ μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται .
παρ ' ἡμῖν τὰ πέταλα τῶν φυτῶν : ὃ μὲν κλέπτον τὴν πνοὴν καὶ τὴν ὀδμὴν οὐκ ἐπιδείκνυται : ἢ
5501116 ἐκπληττει
ἅς τε λέων ἐφόβησε μολὼν ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ . καὶ ἐκπλήττει μὲν ὑπὸ τῆς ἀλκῆς πάσας , μίαν δὲ ἐξαρπάσας
πᾶσι τοῖς κήρυξιν ἐν ἀγορᾷ φράσαι ; μάλιστα δ ' ἐκπλήττει με τῶν συνειδότων ὁ χρόνος , ὃν ἀεὶ λανθάνειν
5441674 κλαιει
πίπτει , περιδρυπτόμενος δὲ γόνυ καὶ χεῖρας καὶ πρόσωπα μεγάλα κλαίει τὴν ἰδίαν κακοπραγίαν ὁ δείλαιος , πολλάκις δὲ καὶ
τὴν Κόρην , καὶ αἱ πράξεις αὐτοῦ γεγόνασι μυστήρια : κλαίει Δημήτηρ τὴν θυγατέρα , καί τινες ἀπατῶνται διὰ τοὺς
5126648 καταπληκτικος
σκηπτός , ὁ καὶ καταιβάτης , ὁ κάτω φερόμενος καὶ καταπληκτικὸς καὶ αἰφνίδιος , ὃς γίνεται παχυνθέντος τοῦ ἀέρος καὶ
λαμπραῖς στρατηγίαις , ὥσπερ ὁ Ῥοδίων κολοσσός , διὰ μέγεθος καταπληκτικὸς ὤν , οὐκ ἔστιν ἐράσμιος , κἀκεῖνος διὰ τὸ
5100630 ἀηττητος
φαύλων ἡδονῶν μηδὲ λόγων ] . βʹ Ἐγκράτεια δὲ ἕξις ἀήττητος ὑφ ' ἡδονῶν . γʹ Εὐτέλεια δὲ ἕξις ἀνυπέραρτος
καὶ ἡ ξύμπασα ἀρετὴ ἄμαχός τέ ἐστι πρὸς ἅπαντα καὶ ἀήττητος , καὶ ὁ ταύτην ἰσχυρῶς περιβεβλημένος βαδίζει , φησίν
5073108 ἐλεος
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
τῶν μυθευομένων ἀετῶν μνημεῖα : τοῦτο κατὰ δία ἀναπεφώνηται : ἐλεος ? τὸ γενήσεται ? : ἢ οὐδείς : ἠλέκτρα
5002046 ταλαιπωρον
κύων παρειστήκει . Οὗτος ἐπέρριψεν ὀστοῦν λαλῶν ταῦτα : Ὦ ταλαίπωρον κυνάριον ὑπνῶδες , τί σοι ποιήσω ὄκνῳ κατεχομένῳ ;
, ἐνταῦθα εἰκὸς εἴδεα μεγάλα εἶναι , καὶ πρὸς τὸ ταλαίπωρον καὶ τὸ ἀνδρεῖον εὖ πεφυκότα : καὶ τό τε
5000735 παραδοξοις
φυγεῖν εἰς Εὔβοιαν . Λυσίμαχος δέ φησιν ἐν τοῖς Θηβαϊκοῖς παραδόξοις [ . ] τριάκοντα ἀργυρίου τάλαντα ἀπαιτούντων ποινὴν ἐπὶ
ἐκεῖθεν τὴν ὡς αὐτόν , περιεπίπτομεν δὲ φοβεροῖς τισι καὶ παραδόξοις θεάμασιν . ἔκειντο γὰρ τὰ σώματα τῶν ἀνῃρημένων ἔτι
4971002 ἀσωτοις
οἳ καὶ ἔσκωψαν χαριέντως πρὸς ἀλλήλους . καὶ παρὰ τοῖς ἀσώτοις μνηστῆρσιν εἰσάγεται ὁ πτωχὸς Ἶρος , τῷ γενναιοτάτῳ Ὀδυσσεῖ
ὀψοποιητική , καὶ φακῆς ἐγκώμιον ἂν ἀναγνῷ τις ἐν τοῖς ἀσώτοις : τοιοῦτος δὲ ὡς τὸ πλέον καὶ ὁ Κυνικὸς
4966407 ναυαγειν
περιτρέπεσθαι , ὀκεῖλαι , ἐξοκεῖλαι , καθέλκεσθαι , κατασπᾶσθαι , ναυαγεῖν , περιρρῆξαί που τὴν ναῦν , προσαράξαι , περιαράξαι
ἠρώτα : Σὺ ἀπέθανες ἢ ὁ ἀδελφός σου ; Σχολαστικὸς ναυαγεῖν μέλλων ᾔτει πινακίδας , ἵνα διαθήκας γράψῃ . Σχολαστικὸς
4950249 φροντισι
καὶ τοῦ υἱέος . Καὶ ἡ μὲν διὰ τοῦτο ἐν φροντίσι μυρίαις ἦν , τοτὲ μὲν ἀνιωμένη , ἐπειδὰν τοὺς
γὰρ τὸ πλεῖον τὸ πράγμασιν ἀνθρωπίνοις συμπλέκεσθαι , νόσοις , φροντίσι . ἐρεῖς δὲ μετὰ ταῦτα ὅτι εἰ μὲν κέρδος
4934254 ἐπαχθης
τοὺς λόγους οὓς εἶπον ἐγκωμιάζων πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής . Συνδειπνούντων δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ ,
ἄλλα οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής , ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ : ἔπειτα τοῦτον
4916380 κυρτος
ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας : ἐπὶ τῶν ὅμοια πασχόντων . Εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ : ἐπὶ τῶν εὐτυχούντων . Ἔνεστι καὶ μύρμηκι
. Μέμνηται δὲ αὐτῆς Ἐπίχαρμος ἐν Τρωσίν . Εὑδόντων ἁλιευτικῶν κύρτος : εἴρηται ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἄνευ πόνου κατεργαζομένων
4910735 οἰκτος
, δοκεῖν τοῖς ἔξωθεν ἀφρονεῖν . : θρῆνος ] Ὁ οἶκτος . : διδάσκαλος ] Τοῦ μὴ λυπεῖν τὸν Δία
ἀπαγγελεῖ . κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς . οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ ' , ἀλλὰ χαίρετ ' ,
4897995 ἀσινης
. „ ἐσαφηνίσθη γὰρ διὰ τῆς ἀντιθέσεως . Ἄτρωτος , ἀσινής , ἀπαθής . ” ἀλλ ' ἔμενεν ἄτρωτος ὑπὸ
ὠμοφάγοι νέμοντο . διέφρασαι : κύματος ἔξοθεν ἄκρου πᾶσα κάλως ἀσινής . ἤλσατο βοῦς : κλαγγί . Λεβυαφιγενής . στερφωτῆρα
4878037 ἀκορεστος
. ἆτος : ὁ ἀπλήρωτος καὶ ἀκόρεστος , ὁ γὰρ ἀκόρεστος πάντοτε αἰτεῖ . καὶ γίνεται παρὰ τὸ τῶ ,
δίκας βίαιος . μήποτ ' ἐμοὶ φρόνημα ψυχά τ ' ἀκόρεστος εἴη . δέσποιν ' , ὁρᾶις μὲν ἀλλ '
4872134 θρασυνομενος
γὰρ ὑβριστὴς γέγονα πώποτε ; μὴ κλέπτων ἑάλων ; μὴ θρασυνόμενος πρὸς οὓς ἥκιστα ἐχρῆν ; μὴ κύβους καὶ παροινίας
οὕτω μὲν ἀνεκόπην τῆς ὁρμῆς καὶ ἐπαυσάμην οὐκ ἐν δέοντι θρασυνόμενος ἐφ ' οὕτω δικαστοῦ διακειμένου . Ἐκεῖνο δὲ πῶς
4853412 ὀργιζεται
ἐμπιμπλαμένων τε καὶ ὀχευόντων , ἀλλὰ χαλεπαίνει καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀργίζεται τοῖς ἀπολαύουσι καὶ ἕτοιμα ἐπιπηδᾶν καὶ δάκνειν καὶ κυρίττειν
καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται Ὀρόνδης , καὶ ὀργίζεται ἡ μήτηρ τῶι βασιλεῖ . ὅτι Παρύσατις φαρμάκωι διαφθείρει
4847056 φενω
τῆς αι διφθόγγου : πένω : ψένω τὸ τύπτω : φένω τὸ φονεύω , ἐπὶ γὰρ τοῦ λάμπω διὰ τῆς
γράφει τὴν παραλήγουσαν : οἷον , μένω , μονή : φένω , φονή : ἐξ οὗ τὸ φονῶ , φονᾶς
4833425 στενει
ἐγγύθεν βλέπει . ὅστις λέγει κάκ ' εὖ φρονῶν σιγῇ στένει . ἄγει τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τὴν δίκην
. στένει πόλισμα ] στενάζει , θρηνεῖ ἡ πόλις . στένει ] στενάζει . πόλισμα ] οἱ πολῖται : ἐκ
4828644 ἀμυνα
ἡ κόλασις τῇ τιμωρίᾳ καὶ εἴη ἂν τιμωρία μὲν ἡ ἄμυνα ἀνθ ' ὧν δοκεῖ πεπονθέναι ὡς τοῦ κατ '
κατὰ τῶν πολεμίων ? ? ? προκαλεσαμένων καὶ αὐτοὺς βοηθησάντων ἄμυνα καὶ ἐχθρὰ ἐπιχείρησις : ἐπιμαχία δὲ ἡ πρὸς τοὺς
4820466 ἀμειλικτος
ζῆλος ἀρετῆς εἰσέρχεται , τραχύς ἐστι τὴν ὀργὴν καὶ παντελῶς ἀμείλικτος κατὰ ἀνδραποδιστῶν , οἳ δουλείαν ἕνεκα κέρδους ἀδικωτάτου τοῖς
Τιμαγόρας , ὥς φασιν . ἦν δὲ ἄτεγκτός τε καὶ ἀμείλικτος ὅδε ὁ παῖς , καί οἱ πολλὰ προσέταττε καὶ
4817685 δυσκινητος
τυγχάνει διὰ χρόνου πλῆθος ἤδη πεφυσιωμένη καὶ ἀνίατος ἢ πάνυ δυσκίνητος οὖσα , ἣν ἄν τις ἴσως ἕξιν ἤδη προσαγορεύοι
βλεφάρων σαρκωθείη σαρκὶ παραπλήσιον μετὰ ὑπεροχῆς καὶ ὁ ὀφθαλμὸς ἅπας δυσκίνητος ᾖ . τύλωσις δέ ἐστιν , ὅταν τὰ ἐν
4817480 κλονος
μάλιστα τῆς τάξεως ἀπολέλαυκεν : ἡ ταραχὴ δὲ καὶ ὁ κλόνος καὶ ὁ κυδοιμὸς ἐν σμικρῷ μορίῳ τοῦ ὄντος ,
χειμῶνα γεννᾶν ἤρξατο πρὸ τῆς μάχης καὶ δυσμενῶν ἦν συμφορὰ κλόνος , στόνος , λαῶν δὲ τῶν σῶν χαρμονὴ νικηφόρος
4808068 ἀγνωμων
θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής ,
ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν
4804898 ὑπερμαχος
ἐναντιώσεται γὰρ ἡ μισοπόνηρος αὐτῷ δίκη , ἡ βοηθὸς καὶ ὑπέρμαχος τῶν ἀδικηθέντων , ἣ λόγον καὶ εὐθύνας αὐτὸν τῆς
ὁ εἰρηνικὸς καὶ ἱερεὺς τοῦ θεοῦ τρανός , Φινεές , ὑπέρμαχος αὐτοκέλευστος ἦλθε , φύσει μισοπόνηρος ὢν καὶ ζήλῳ τῶν
4796270 ἀφθονητος
τοξοφόροισιν ἐβούλετο δῖ ' Ἀφροδίτα Μήδοις Ἑλλάνων ἀκρόπολιν δόμεναι . ἀφθόνητος ἔπεσσιν : ἐπὶ τοῖς ἔπεσι [ τῆς Ὀλυμπίας ]
αὐτοὺς παρόντες , ἀλλ ' ἀεὶ μνείαν αὐτοῖς πορίζουσιν . ἀφθόνητος δ ' αἶνος : ἀφθόνητος ὁ ὕμνος ἐστὶν ἔπαινος
4788316 ὁρμαινει
. ὁρμαίνει ] κινεῖται προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει
νῆες ἄγουσιν ἀπ ' Αἰγύπτου μέγιστον πλοῦτον : ὣς πίνοντος ὁρμαίνει κέαρ . Σοφοκλῆς δέ φησι : . . .
4773182 ἁλιην
ἐποίεε δὴ τάδε . Γράψας ἐς βυβλίον τὰ ἐβούλετο , ἁλίην τῶν Περσέων ἐποιήσατο , μετὰ δὲ ἀναπτύξας τὸ βυβλίον
δὲ παρὰ δρακέεσσι φανεὶς ἐχθαίρεται ἔλλοψ , αὐτὰρ ὁ ναυσιόεις ἁλίην ἐμυσάξατο δαῖτα . τῷ μὲν Φωκήεσσαν ἅλις πόσιν ἐλλεβόροιο
4757319 βραδυς
. οὐκ ἐπὶ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως παρείληφε τὸ “ βραδύς ” , ἀλλ ' ἐπὶ τῆς διανοίας . νῦν
μὲν τοῖς λόγοις ἐστὶν ὀξύς , ἐν δὲ τοῖς ἔργοις βραδύς . ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἀπεκρίθη , διότι τῶν μὲν
4751447 βαρυς
, ὁμόφωνος τῶι πάθει , τοῦ δὲ κυρίου τῆς πόλεως βαρύς , ὡς τὸ κόντος καὶ πόντος . . .
: πορνεία . Ἶρις : ὄνομα θεᾶς . Βριθύς : βαρύς . Πορίζω : δίδωμι . Πινδαρικός : ὄνομα κτητικὸν
4735489 ἀνηλεης
δυσπενθοῦς ὑπανεῖλε καὶ κρυφίως ὑφείλετο ἤγουν ἔκλεψεν , ὅτε ἡ ἀνηλεὴς γυνή , ἤγουν ἡ κλυταιμνήστρα , πόρευσε καὶ ἔπεμψε
πάθους τινὸς ἢ συμφορᾶς . Αἰσχύλος . ἀνοικτίρμων : ὁ ἀνηλεὴς καὶ ἀπαραίτητος . ἀτενὴς καὶ ἀτεράμων ἄνθρωπος : ταὐτὸν
4727554 νηφων
μεγέθει τῶν πεπραγμένων καὶ τὸ θαρρεῖν λαβὼν παρὰ σοῦ μὴ νήφων , ὡς εἰκός , ἐπιλέλησται . πρόφασιν δὲ εἶναι
Ἀριστοφάνην , ἀρχόμενον γὰρ σκέμματος , μεθύσκεσθαι , ἵνα μὴ νήφων δειλιάσῃ κωμῳδεῖν μεγάλους ἄνδρας . ΓΘ διαπράττουσι ] εὖ
4719247 ἀκαθεκτος
αὐτῷ τοῖς χαυλιόδουσι περιζεῖ , τραχύς ἐστι τὴν ὀργήν , ἀκάθεκτος τὸν θυμόν , δύσμαχος δυσάλωτος δυσαγώνιστος , προωθῶν ,
, ἄνω καὶ κάτω τὴν πολιτείαν μεταφέρων , ἀηδής , ἀκάθεκτος , πλήκτης , ἀνίδρυτος . εἰ δὲ καὶ Δημοσθένης
4716996 ἀπειθης
τὸ μέντοι μυθῶ καὶ ἀπειθῶ περισπῶνται , ὅτι μῦθος καὶ ἀπειθής . Τὰ εἰς ΘΩ δισύλλαβα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους
ἄρχεσθαι ὑπό τινος . ἀναρχίαν ] ἤγουν ἄναρχος δοκοῦσα καὶ ἀπειθής . δεινὸν τὸ κοινόν : χαλεπὴ καὶ βίαιος ἡ
4699188 τραυματ
μὲν δεύτερος λέγων οὕτως ἔφη : ἀλλ ' οὔτε πολλὰ τραύματ ' ἐν στέρνοις λαβὼν θνήισκει τις , εἰ μὴ
πυρός ἐξ ὀσφυαλγοῦς κὠδυνοσπάδος λυγροῦ γέροντος ἀλλ ' οὔτε πολλὰ τραύματ ' ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις , εἰ μὴ
4687269 ἀτολμος
ὁρισμός . . ἔχει τέλος ] ἔχει πλήρωμα . . ἄτολμος ] δειλὸς , ἀπρόθυμος . . δειλὸς οὐ τολμῶ
ἑαυτοῦ δύναμιν , τῶν προσόντων καλῶν ἀποσφαλῆναι πεποίηκεν ἡ ψυχὴ ἄτολμος οὖσα καὶ τῆς χειρὸς αὐτὸν εἰς τοὐπίσω ἕλκουσα ,
4685192 ἰταμος
! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [ ] ? , οὐχ ἁρμόζει [ ]
ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός : [ ἀΐτης οὖν ὁ μὴ ] ἰταμὸς ἀλλὰ
4679483 ἀνηστις
ὁ ἄσιτος : Κρατῖνος ἐν Διονυσαλεξάνδρῳ : φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις : καὶ Αἰσχύλος ἐν Φινεῖ : ἄνηστις δ '
τοῦ νῆστις πλεονασμῷ τοῦ α κέχρηται λέγων φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις . , . . ἀστεῖόν τι καὶ κατερρινημένον εἰπεῖν
4648920 σιδηροφρων
] ὑπὸ τοῦ Διός . δυσκλεὴς ] ἄδοξος . . σιδηρόφρων τε ] ὁ τῶν Ὠκεανίδων γυναικῶν χορὸς ἰδὼν τὸν
ἤγουν ὑπὸ τοῦ Διός δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ
4637666 θαλεροις
ἐς τὴν ἀγοράν , εἶτα ἔκλαε στὰς πολλοῖς ἅμα καὶ θαλεροῖς τοῖς δακρύοις . περιέστησαν οὖν αὐτὸν καὶ περιῆλθον τὸ
θαλεροῖς ] σὺν πολλοῖς . Γ πεινῇ ] πεινᾷ . θαλεροῖς ] διύγροις . φαρέτρας ] βελοθήκης . δίᾳ ]
4634456 προσιουσι
, ἀξιῶν καταδέχεσθαι τοὺς δι ' αὑτὸν ἐξεληλαμένους . τούτοις προσιοῦσι τὰς πύλας ὁ βοήθαρχος ἀπέκλεισε , δείσας , μὴ
οἰκείους ἄνδρας , ἀκρατεῖς τῆς δεδομένης σφίσι τάξεως γενόμενοι , προσιοῦσι τοῖς Λευκιανοῖς οἷα συνεστρατευμένοις ποτὲ περιχυθέντες ἠσπάζοντο καὶ συνέκλαιον
4633404 αἰσχυνει
ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς μητρὸς συγγενεῖς οὕτως ἀνομοίως πλέων
κεν ἵκηται χρημοσύνῃ τ ' εἴκων καὶ στυγερῇ πενίῃ , αἰσχύνει δὲ γένος , κατὰ δ ' ἀγλαὸν εἶδος ἐλέγχει
4625600 ἀτυχων
τῶν χρηστῶν ἔχει τιν ' ἐπιμέλειαν καὶ θεός . εὔπιστον ἀτυχῶν ἐστιν ἄνθρωπος φύσει . τὸν πλησίον γὰρ οἴεται μᾶλλον
νομίζω τοῖς βεβιωμένοις αὐτῷ πρέπουσαν ἀποδώσειν χάριν , ἀλλ ' ἀτυχῶν ἔτι καὶ τῆς πατρίδος ἐστερημένος ὅμως ἀρκέσαι πειράσομαι .
4624264 χαμαιπετης
ἡλίῳ ἀπὸ Τίγρητος εἰς Ὠκεανόν , πόρος σύντονος , πτῆσις χαμαιπετής , καὶ οἷόν ποτε θεῖν τὸν Ἔρωτα φῄς ,
* ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ καὶ μολοβρὴν εἶπεν : μολοβρὴ
4621528 ἐπιφθονος
ἄλλως : ἐμοὶ λόγος , φησὶ , λεπτὸς μὲν , ἐπίφθονος δὲ , τουτέστι : φθονηθησόμενος μὲν , δυνάμενος δὲ
λευκοῦ ζεύγους , ἐξυπτιάζων , περίβλεπτος ἅπασι τοῖς ὁρῶσι καὶ ἐπίφθονος . καὶ προέθεον πολλοὶ καὶ παρίππευον καὶ εἵποντο πλείους
4619434 φιλοτεκνος
βίῳ ἔχειν ἔρημον διαδόχου τὴν οἰκίαν . Ἔστιν δὲ μήτηρ φιλότεκνος μᾶλλον πατρός : ἡ μὲν γὰρ αὑτῆς οἶδεν υἱόν
τοῦ ε ψιλοῦ : οἷον , ἄτεκνος : καλλίτεκνος : φιλότεκνος . Τὰ παρὰ τὸ ὄνομα συγκείμενα τὴν τρίτην ἀπὸ
4612413 διαβολος
ἅμα γὰρ ἦλθεν , ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ὁ διάβολος ἐλάλει , καὶ ἠρξάμην νουθετεῖν αὐτὸν λέ - γουσα
καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν καὶ οὐκ ἐβλασφήμησα . Τότε ὁ διάβολος ἐγνωκώς μου τὴν καρδίαν κατεμηχανήσατό με : καὶ μετασχηματισθεὶς
4596108 μανιωδης
εὑρεθέντων σιτίων ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ : σὺν παντὶ δηλονότι . μανιώδης . . . : σημείωσαι μανιώδης ὑπόσχεσις ʃ ἀντὶ
αὐτούς . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἦν οἶστρος ἄλογός τε καὶ μανιώδης , οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας
4595214 ἀνιερος
ὅρκων , οἰόμενος κατακλήσει θεοῦ πίστιν ἐργάζεσθαι τοῖς ἀκούουσιν . ἀνίερος δ ' ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ βέβηλος ἴστω ,
κοινῇ συμφέρον . ἐπιθυμία μὲν οὖν βέβηλος καὶ ἀκάθαρτος καὶ ἀνίερος οὖσα πέρα τῶν ἀρετῆς ὅρων ἐλήλαται καὶ πεφυγάδευται δεόντως
4571828 ὑπερκομποις
ὁ μάντις περᾶν . θ ἀλύων ] ἀδημονῶν . Ξ ὑπερκόμποις ] ταῖς ἀλαζονικαῖς . ὑπερκόμποις ] ὑπέρφροσιν . σαγαῖς
. θ ἐπανάληψις . τοιαῦτ ' ἀλύων καὶ φωνῶν ταῖς ὑπερκόμποις καὶ κενοδόξοις σαγαῖς καὶ πανοπλίαις βοᾷ παρὰ τοῖς χείλεσι
4565748 ἀλγηδοσι
μὲν τῇ γενέσει τὸ Αἰγύπτιον πάθος ἔλαχεν οἰκεῖν ἡδοναῖς καὶ ἀλγηδόσι προσερριζωμένος , αὖθις δ ' ἀποικίαν στέλλεται τὴν πρὸς
βασιλείαν εἶχεν , ἐκεῖσε ὑφ ' Ἡρακλέους τοξευθέντα ταῖς μεγίσταις ἀλγηδόσι περιπεσεῖν : τὸν δὲ Ἥφαιστον , ἀπὸ τοῦ κατὰ
4561152 πηδων
ἂν εἰ ἑτέρου τὸ βιβλίον ἦν , οὐδ ' ἂν πηδῶν ᾐσχυνόμην , τί τὴν ἐγκράτειάν μου θαυμάζειν ἀφεὶς αἰτιᾷ
τὸν βάρβαρον ὁρῶν καί , ὁπότε μέλλοι πληγὴν ἐκφέρειν , πηδῶν ἐπ ' αὐτὸν τοτὲ μὲν τοῖς ὄνυξιν ἤμυττε τὰς
4561027 ῥυμα
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί , ὅς περ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν . : . . . .
, ὡς ἔοικε , τοῖς κακοῖσι φευκτέον . ἅπασι κοινὸν ῥῦμα δαιμόνων ἕδρα . ταῦτ ' οὐ δοκήσει τοῖς Μυκηναίοις
4555378 ἐπιχαρτα
. νῦν δ ' αἰθέριον κίνυγμ ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα . τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν , ὅτῳ τάδ
κίνυγμ ' ] κρέμασμα ὑπάρχων ἐχθροῖς ] τοῖς ἄλλοις θεοῖς ἐπίχαρτα ] ἐπιχαρῆ πέπονθα ] ἤγουν πάσχω † τίς ὧδε
4553068 ἱμερος
γὰρ χαροπὸν αὐτοῦ καὶ γοργὸν ἐκ φύσεως πραΰνει τις ἐφιζάνων ἵμερος , δοκεῖ δ ' ἴσως καὶ ἀντερᾶσθαι βλεπούσης αὐτὸν
γίνεται ἀπὸ τοῦ θύειν , τὸ ὁρμᾷν : ὁ δὲ ἵμερος , ὅτι ἱέμενος ῥεῖ , καθά φησιν ὁ Πλάτων
4553055 ἐκπληττομενος
' ἄν : αἱ ναῦς δηλονότι . ταῦτα δὲ λέγει ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις τὸν συκοφάντην . ταῦτα δὲ εἰπὼν τύπτει
τε καὶ συμφωνίαν ; καὶ τὸν ὄγκον τοῦ πλήθους οὐκ ἐκπληττόμενος ὑπὸ τοῦ τῶν πολλῶν μακαρισμοῦ ἄπειρον αὐξήσει , ἀπέραντα
4551230 χαρισιν
ὁ γινόμενος ἐκ τῶν κρίσεων τοῖς παρανομοῦσιν ἀνατρέποιτο χρήμασιν ἢ χάρισιν , ἐσομένην ἑώρων τοῦ κοινοῦ βίον σύγχυσιν . διόπερ
, νόσον σημαίνει , οὐχὶ δέ ἐστιν ἀφροδίτῃ κεχαρισμένος οὐδὲ χάρισιν ἢ ἔρωτι : ἐντροπὴ γὰρ αὐτοὺς προλέλοιπε καὶ δίκη
4549643 ἀναλαμβανει
μεταλαμβάνει , δέχεται , ἀναῤῥοφεῖ , λαμβάνει , ἀναῤῥοφᾷ , ἀναλαμβάνει , ἀναλέγεται . Μεταχεύεται : μετὰ ταῦτα δὲ πάλιν
μήτρας , δι ' οὗ κενοῦται μὲν τὸ καταμήνιον , ἀναλαμβάνει δὲ πρὸς ἑαυτὴν ἡ μήτρα ἐν ταῖς συνουσίαις τοῦ
4547504 περιθυμως
οὐκ ἄγοντα τὸν Ἄμασιν , οὐδένα λόγον ἑωυτῷ δόντα ἀλλὰ περιθύμως ἔχοντα περιταμεῖν προστάξαι αὐτοῦ τά τε ὦτα καὶ τὴν
προσδιελέγετο ἱστορέοντί τε λόγον οὐδένα ἐδίδου . Τέλος δέ μιν περιθύμως ἔχων ὁ Περίανδρος ἐξελαύνει ἐκ τῶν οἰκίων . Ἐξελάσας
4546217 μυξωδες
καὶ εἰς ἀπόστασιν μεταβάλλει . Ἀρθρῖτις γίνεται , ὅταν φλέγμα μυξῶδες , ἢ χολὴ ἐπιῤῥεύσῃ ἐν τοῖς συνδεσμοῖς τῶν ἄρθρων
μὲν , ἢν παρ ' αὐτὸ τὸ ὀστέον ἐγκαταλειφθῇ τὸ μυξῶδες : οὔτε γὰρ ἔτι ἡ σὰρξ ὁμοίως ἅπτεται τοῦ
4542384 ἀσθμαινει
ἐπιθυμῶν . ἐρῶν ] ἐφιέμενος . ἵππος χαλινῶν : οὕτως ἀσθμαίνει καὶ σπεύδει , ὡς καὶ ἵππος πολεμιστὴς σάλπιγγος ἀκούων
ἡ γονὴ οὐκ ἐγγίνεται ἐν τουτέῳ τῷ χρόνῳ , καὶ ἀσθμαίνει , ἀφρίζει τε καὶ ἀλύει , καὶ ὅταν ἔγρηται
4531810 φθονερος
ἀχθόμενος καθ ' ἑαυτόν . ἔστι δὲ καὶ ὁ ἐπίφθονος φθονερός . διαφέρει δὲ βασκάνου : ὁ γὰρ βάσκανος ὑπὸ
τὸ δεξιὸς γίνεται δεξιερός , ὡς ἄριστος ἀριστερός , φθόνος φθονερός , μόγος μογερός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ δεξιτερός
4528273 στερνοις
ἐπ ' αὐτῇ γενομένη ξόανον ἐκείνης ὅμοιον κατασκευάσασα περιέθετο τοῖς στέρνοις * ὃ λέγουσιν * αἰγίδα καὶ ἐτίμα ἱδρυσαμένη παρὰ
τίπτε δεδάκρυσαι , φίλε Σώκρατες ; ἦ ς ' ἀνακινεῖ στέρνοις ἐνναίων σκηπτὸς πόθος ὄμμασι θραυσθεὶς παιδὸς ἀνικήτου ; τὸν
4527568 χαιρων
, ἀνωϊστί , δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο . ὣς οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω : καὶ πατέρων τάδε μέλλετ '
μὲν δὴ αὐτοὶ Πυθαγόρειον ἤδη τῷ Ἀπολλωνίῳ ἐφάνη καὶ ἠκολούθει χαίρων . Τὸν δὲ ὄχθον , ἐφ ' οὗ οἱ
4527528 μορτος
τὸ μερίζω , οἷον : ἥμισυ μείρετο τιμῆς , γίνεται μορτός καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν τοῦ ρ καὶ τροπῇ τοῦ
ἄνθρωπος : παρὰ τὸ μείρω , τὸ μερίζω , γίνεται μορτός καὶ , εἰς β βροτός , ὁ μεμερισμένην ἔχων
4527036 φρουρουμενοις
εὐθέως πόλιν τῆς Κιλικίας ὑμᾶς διαπέμψω τηρηθησομένους σὺν τοῖς ἐκεῖ φρουρουμένοις μέχρι τῆς προσδοκωμένης καταλλαγῆς , ἀντίλυτρον ἔχοντας τοὺς ὑπὸ
τε καὶ γυμνάσας ἐπέπλευσε Λοκροῖς ἄφνω τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ , φρουρουμένοις ὑπὸ Ἀννίβου : καὶ τὴν φρουρὰν κατασφάξας τε καὶ
4526817 παλαιτερων
καὶ ἢ Καλλίμαχος ἢ οὗτος ψεύδεται : ὁ μὲν γὰρ παλαιτέρων φησὶ λῆξαι τοῦ τραύματος τὴν θεραπείαν , ὁ δὲ
Κρατῖνός τ ' ἐν Χείρωσι τὴν τρυφὴν ἐμφανίζων τὴν τῶν παλαιτέρων φησίν : ἁπαλὸν δὲ σισύμβριον ἢ ῥόδον ἢ κρίνον
4522837 ἁρπαξ
καταφαγᾶς . Ὡς ὁ μὲν κλέπτης , ὁ δ ' ἅρπαξ , ὁ δ ' ἀνάπηρος πορνοβοσκός καταφαγᾶς . Φέρωνος
ἦν λίθινον τὸ κιβώτιον . ” Νεοκλείδης : οὗτος ὡς ἅρπαξ τῶν δημοσίων κωμῳδεῖται . τῶν φαρμάκων τὰ μέν εἰσι
4521374 ὀφεος
δυϊκῶν οὔτε ἡ γενικὴ τῶν πληθυντικῶν συναιροῦνται , οἷον ὄφις ὄφεος ὀφέοιν ὀφέων , ταχύς ταχέος ταχέοιν ταχέων , ἡδύς
Πάριδες : εἴρηται . Ὁ ὄφις τοῦ ὄφιος κοινῶς καὶ ὄφεος ἰωνικῶς καὶ ὄφεως ἀττικῶς . Ἰστέον ὅτι τὰ εἰς
4517803 ἀπροορατος
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν ,
4515605 ἀνωφελης
φερόντων . Ἐν νυκτὶ λαμπρός , ἐν φάει δ ' ἀνωφελής . Ἐν τῷ σκάφει τῷ δ ' ἔνεστιν ἀγύρτης
εἰς ἐμέ . πέπονθα δεινά . τότε γὰρ ἦσθ ' ἀνωφελής . ἔχεις με . σαυτὸν σύ γ ' ἔλαβες
4515253 συνεζευγμενος
ἐμοὶ μέν , εἶπε , στρατηγὸς Πολυσπέρχων . ὁ δὲ συνεζευγμένος τρόπος οὐκ ἄδηλός ἐστιν , ὅτι πολλαχῶς γίνεται :
κρίσιμος ὤν : ὁ δὲ ἑπτὰ ἀριθμὸς περιττὸς καὶ οὐδὲ συνεζευγμένος καὶ διὰ τοῦτο κρίσιμος . υναʹ . Αἰτία συλλήψεως
4513691 προσιουσιν
τοῦ ἰσοπέδου ἑαυτὴν μηδὲν ἀπειρόκαλον ἢ φορτικὸν φρονοῦσαν καὶ τοῖς προσιοῦσιν δημοτικῶς τε καὶ ἐκ τοῦ ὁμοίου προσφέρεσθαι καὶ δεξιώσεις
καὶ τὰς κόμας ἐτίλλοντο : οἳ δ ' ὑπήντων ἔτι προσιοῦσιν , οὐκ ἀναμένοντες , ἀλλ ' ἐπειγόμενοι μαθεῖν .
4510471 ὀργη
δυνηθεῖσα , καὶ αὐτὴ συνεσθίει τοῦ θανάτου τὸ φάρμακον . ὀργὴ διὰ ταῦτα τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν μητέρα , καὶ
πόνου . ἀλλὰ τοῦτό γε πάντες ἴσμεν , ὅτι ἡ ὀργὴ καὶ ἡ τῆς τιμωρίας κατὰ τῆς ὕλης ὄρεξις πάθη
4506831 αὐτοκελευστος
τοῦτο καὶ προλέγει τὰ συνοίσοντα καὶ συμβάντος τινὸς ἀβουλήτου πάρεστιν αὐτοκέλευστος βοηθήσων , οὐ τὴν ἑτέραν φέρων μόνον ὠφέλειαν ,
τὰ ὅπλα ὥρμησαν : καὶ φθάνει τῷ Σερουιλίῳ συναχθεῖσα δύναμις αὐτοκέλευστος ἱκανή , ἣν ἐκεῖνος ἔχων συντεταγμένην , προσπίπτει τοῖς
4506068 θυμικος
ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ ] παράσχω
αὐτοῖς μετὰ τριακοσίων ἱππέων σὺν καταφρονήσει καὶ πρῶτος ἡγεῖτο , θυμικὸς ὢν ἐς μάχας καὶ παρακινδυνευτικὸς αἰεί . ἄφνω δὲ
4499729 ἀλυων
ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων , οἷα ἀδημονῶν καὶ ἀλύων ὑπὸ τοῦ ἄχους ὡς ἄνθρωπος , εἶτα ἐν τοῖς
ἐκ τῶν βασιλείων ὑπάγων λάθρᾳ τῆς θεραπείας περιῄει τὴν πόλιν ἀλύων ὅπου τύχοι δεύτερος ἢ τρίτος : μετὰ δὲ ταῦτα
4498227 τρυφων
διὰ ταῦτα πάσχει τὰ πονηρά . πᾶς οὖν ἄνθρωπος ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος οὕτως βασανίζεται , ὅτι ἔχοντες ζωὴν ἑαυτοὺς
φησίν , καθὼς βούλει , ἵνα νοήσῃς αὐτά . ὁ τρυφῶν καὶ ἀπατώμενος μίαν ἡμέραν καὶ πράσσων ἃ βούλεται πολλὴν
4496500 σημηνας
, φησί , τῆς μὲν ἀπωλείας τὸ τάχος τῇ μεταφορᾷ σημήνας , τοὺς κινδύνους δὲ ἐφιστὰς ἐκ τοῦ τὸν πεπονθότα
ὠνόμασε Φάρον , ἐκ τῆς γονίμου προσηγορίας ὃ μάλιστα ἐβούλετο σημήνας . Τίσι γε μὴν ἐπιθέτοις καὶ τὸν Πρωτέα κεκόσμηκεν
4495677 ταρασσεται
] ἀήρ . θ ἐπιμαίνεται ] ἠχεῖ . ἐπιμαίνεται ] ταράσσεται . θ ἐπιμαίνεται ] σφοδρῶς κινεῖται . πάσχει ]
σκέλεα , καὶ ἀνακαθήμενος μᾶλλον βήσσει , καὶ ἡ γαστὴρ ταράσσεται , καὶ τὸ ἀποπάτημα πάνυ χλωρὸν καὶ κάκοδμον .
4494024 Ἀτος
εἰς τὴν Ποσότητα , . , . . . . Ἆτος : ὁ ἀπλήρωτος : παρὰ τὸ τῶ , τὸ
εἰς τὴν Ποσότητα , . , . . . . Ἆτος : ὁ ἀπλήρωτος : παρὰ τὸ τῶ , τὸ
4493647 ἁλισκομενους
τοῦτο ἐψηφίσαντο ἐσηγησαμένου Κλέωνος τοῦ Κλεαινέτου . τούς γε μὴν ἁλισκομένους αἰχμαλώτους Σαμίων στίζειν κατὰ τοῦ προσώπου καὶ εἶναι τὸ
ὥσπερ γὰρ τοὺς ἐν τῇ Τυρρηνίᾳ φασὶ βασανίζειν πολλάκις τοὺς ἁλισκομένους προσδεσμεύοντας κατ ' ἀντικρὺ τοῖς ζῶσι νεκροὺς ἀντιπροσώπους ἕκαστον
4492184 ἀνελαμβανε
παρέδοσαν τὴν πόλιν . Ὁ μέντοι Μιθριδάτης πρὸς Τιγράνην παραγεγονὼς ἀνελάμβανέ τε αὐτὸν , καὶ βασιλικὴν ἐσθῆτα περιετίθει τῆς συνήθους
παρέδοσαν τὴν πόλιν . Ὁ μέντοι Μιθριδάτης πρὸς Τιγράνην παραγεγονὼς ἀνελάμβανέ τε αὐτὸν , καὶ βασιλικὴν ἐσθῆτα περιετίθει τῆς συνήθους
4490460 κεντει
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν
4486432 ἀποστατης
καὶ μέντοι καὶ δέδρακεν ἔργον ἀξιαφήγητον . Διαγνοὺς γὰρ ὡς ἀποστάτης ἐστὶ τοῦ σουλτάνου ὁ τοῦτον νικήσας καὶ τῆς Περσῶν
ἐπιστάτης Πτολεμαῖος ἔτι μὲν καὶ πρότερον καταφρονήσας τῶν Συριακῶν βασιλέων ἀποστάτης ἐγένετο , καὶ διὰ τοὺς ἰδίους ἐκείνων περισπασμοὺς ἀδεῶς
4482462 ὑποπλεως
: Κρατερὸν γὰρ αὐτῆς τὸ ἄφρον . Ἀλογίστου γὰρ ὁρμῆς ὑπόπλεως δρομὰς ὣς ἐπὶ πᾶσαν ἀδικίαν ᾤετο . Παθῶν οὖν
κατὰ τὴν Ἀθηνᾶν ἡμῖν παραδέδωκεν . Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Ἀχιλλεὺς ὑπόπλεως ὀργῆς γενόμενος ὥρμησεν ἐπὶ τὸν σίδηρον , ἐπισκοτουμένου τοῦ
4481423 θρευμαι
τοῦ κονιορτοῦ κίνησις ἱππέων πλῆθος σημαίνει ἐπέρχεσθαι . ἄλλως . θρεῦμαι : ἐμφαίνεται ὁ τῶν παρθένων χορὸς ὁρῶν οἱονεὶ νοεροῖς
κομμάτια ὅσα κομματικῶς ἐν θρήνοις γίνεται : ὡς τὸ “ θρεῦμαι φοβερὰ μεγάλ ' ἄχη καὶ ” τάδε μὲν Περσῶν
4480899 ἀχθεται
καταφρονῶν οὐ πάνυ ἄχθεται ἀδικούμενος καὶ ζημιούμενος . μᾶλλον γὰρ ἄχθεται εἴ τι προσῆκον ἀναλῶσαι οὐκ ἀνάλωσεν ἢ εἴ τι
οὐχ ὑποπίνεις ; οὐχ ὑπολύσεις σαυτόν ; ὁ δ ' ἄχθεται αὐτὸς ὁ θύων τῷ κατακωλύοντι καὶ εὐθὺς ἔλεξ '
4480465 συλλεγει
τοῦτο παρέστη τὸ κατ ' ἀρχὰς εὐθὺς ὅτι νῦν Μενέλαος συλλέγει στρατιὰν τῆς γυναικὸς τῆς ἑαυτοῦ χάριν , πῶς οὖν
συνέλεγε ἐκ πάσης Πελοποννήσου στρατόν , οὐ φράζων ἐς τὸ συλλέγει , τείσασθαί τε ἐθέλων τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων καὶ
4480120 θαρσος
, τῆς ἐμῆς μητρὸς πάρα ; τῶνδ ' οὐ πάρεστι θάρσος , οὐδ ' ἔχω τί φῶ χέουσα τόνδε πέλανον
ἐστιν ἃ διὰ πολλῆς φροντίδος παρασκευασθέντα ἱκανὰ εἶναι δοκεῖ μοι θάρσος τε καὶ προθυμίαν τῆς ἀποστάσεως ὑμῖν παρασχεῖν . ὃν
4476740 θαυμασιᾳ
; καίτοι ποία κοινωνία αὐλῷ καὶ χορδαῖς μουσικαῖς καὶ ἠχοῖ θαυμασίᾳ τῆς ὀργάνου μελιχροτάτης ποιότητος ; οὕτω δὲ κἀπὶ σοῦ
φίλην ὑγίειαν , ὦ ἀγαθὲ ἰατρέ . Θεανὼ Εὐρυδίκῃ τῇ θαυμασίᾳ . Τίς λύπη κατέχει τὴν σὴν ψυχήν ; ἀθυμεῖς
4464111 πωλος
δὲ ψόφοις πλησιάζειν . τούτων δέ , ὅσα ἂν ὁ πῶλος φοβῆται , οὐ χαλεπαίνοντα δεῖ ἀλλὰ πραΰνοντα διδάσκειν ὅτι
χαλινοφόροισι ταθεὶς ἔσφιγξεν ἱμάντας . καὶ κεψαλὴν ἔκλινε καὶ αὐχένα πῶλος ἀλήτης λοξὸν ἐπιστρέψας βεβιασμένον ἅρπαγι ῥιπῆι . Καὶ προτενὴς
4461899 δακνων
δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής .
τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ
4455236 φθονος
ἀκοὴ τούτους λυπεῖ ἢ ἄλλο τι . Κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος ὁ μὲν γὰρ βέλτιστος φθονεῖται διὰ τὰ προσόντα αὐτῷ
ἀτελής , μή που μέμψις , μή που ταπείνωσις ἢ φθόνος ; ὧδε ἡ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύντασις , τῶν
4453238 θηρατικος
εὐθύωρον ὑπερεπήδησεν . ὁ φάσκων οὖν διαλεκτικός τε εἶναι καὶ θηρατικὸς ταύτῃ πη συνάγειν τὴν ὑπὲρ τῶν λεχθέντων ἐπειρᾶτο ἀπόδειξιν
† ἅπαντ ' ἐρευνῶν : ὥσπερ , φησὶν , ὁ θηρατικὸς ἀνὴρ πάντα περισκοπῶν ἐξακριβοῦται μὴ λάθοι αὐτὸν τὸ θήραμα
4452402 ἁπτος
εἶθ ' ἡ αἰτία προσγέγραπται : ὁρατός τε γάρ ἐστιν ἁπτός τέ ἐστι . Τοῦ οὐρανοῦ τὸ χαριέστατον οἱ ἀστέρες
χρῶμα οὐδὲ ὀσμή . ὁ δὲ χυμὸς μάλιστα μὲν καὶ ἁπτός , εἴπερ γευστός : γεῦσις γὰρ ἅπασα δι '
4451170 ἐκμαινει
ποππυλιάσδει . κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν ἐκμαίνει : λιπαρὰ δὲ παρ ' αὐχένα σείετ ' ἔθειρα
δυνατώτερον . . . οἷ . οἰστρεῖ : ἐριθίζει , ἐκμαίνει . Ἀππιανός : τῷ ὄντι πᾶσιν οἰστρώδης ἐνέπιπτεν ὁρμὴ
4446821 ωσαι
? ? γενήσονται ? ? ? ? [ ! ] ωσαι [ ! ! ] αυ ? ? [ !
φυτὸν [ [ ] ! ! [ [ ] ! ωσαι [ [ ] καθὼς κ [ [ ] Δη
4441606 δειλος
ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ δειλὸς ἧττον , οὐδ ' ἔλαττον ἀλγεῖς οὐδ ' ἐλαττόνων
ὡς ἔοικε τότε ταῦτα , Γ Ἡρακλῆς πεινῶν καὶ Διόνυσος δειλὸς καὶ μοιχὸς Ζεὺς Γ ὥστε καὶ αὐτοὺς Γ δοκεῖν

Back