γὰρ ὑβριστὴς γέγονα πώποτε ; μὴ κλέπτων ἑάλων ; μὴ θρασυνόμενος πρὸς οὓς ἥκιστα ἐχρῆν ; μὴ κύβους καὶ παροινίας | ||
οὕτω μὲν ἀνεκόπην τῆς ὁρμῆς καὶ ἐπαυσάμην οὐκ ἐν δέοντι θρασυνόμενος ἐφ ' οὕτω δικαστοῦ διακειμένου . Ἐκεῖνο δὲ πῶς |
δυσπενθοῦς ὑπανεῖλε καὶ κρυφίως ὑφείλετο ἤγουν ἔκλεψεν , ὅτε ἡ ἀνηλεὴς γυνή , ἤγουν ἡ κλυταιμνήστρα , πόρευσε καὶ ἔπεμψε | ||
πάθους τινὸς ἢ συμφορᾶς . Αἰσχύλος . ἀνοικτίρμων : ὁ ἀνηλεὴς καὶ ἀπαραίτητος . ἀτενὴς καὶ ἀτεράμων ἄνθρωπος : ταὐτὸν |
ἠκολούθησεν μέχρι τοῦ πρὸς τὴν θύραν : ἔπειτα φοιτῶν καὶ κολακεύων ἐμέ τε καὶ τὴν μητέρ ' ἔγνω μ ' | ||
ὑπείκειν τῷ λόγῳ : ὁ δὲ σοφιστὴς τὸν ἔξω ὄχλον κολακεύων πείθειν δοκεῖ , κακουργῶν καὶ ἑαυτῷ ἐπιβλαβῶς καὶ τοῖς |
καὶ τίνα θυμὸν ἔχων , ὁππότ ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος , οὔτε τευ ἀνδρός οὔτε τευ ἀθανάτων μῆνιν ἀλευόμενος | ||
κλάδος , ἀτάζαλος ἀτάσδαλος , τροπῇ τοῦ δ εἰς σ ἀτάσθαλος ' . . . . . ἀτασθαλία : κυρίως |
τοὺς λόγους οὓς εἶπον ἐγκωμιάζων πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής . Συνδειπνούντων δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ , | ||
ἄλλα οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής , ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ : ἔπειτα τοῦτον |
δύ ' ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτει , μωρίαν τ ' ὀφλισκάνει θνήισκει θ ' ὁμοίως : τὴν τύχην δ ' | ||
: μακρολογεῖν : καὶ εἰς τὴν ἐμὴν χάριν : ἀμαθίαν ὀφλισκάνει : οἷον : ἀμαθής ἐστι καὶ ἄνους ὁ Οἰδίπους |
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής , | ||
ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν |
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην | ||
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος |
ἐν μεγάλῃ μεταβολῇ ὄν , ἐπιπαριὼν ὡς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων ἐθάρσυνέ τε καὶ παρεμυθεῖτο , βοῇ τε χρώμενος ἔτι μᾶλλον | ||
τὸν πόλεμον ἐμπειρίᾳ τε ἱκανὸς γενόμενος καὶ ἀνδρείᾳ ἐπιφανής , ἐθάρσυνέ τε καὶ οὐκ εἴα τῷ γεγενημένῳ ἐνδιδόναι : τὴν |
γάρ ἐστιν ὁ τύπτων τινά , ὁ στρεβλῶν , ὁ ἄγχων , ὁ τὴν ἐσθῆτα καταρρηγνύς : ὁ ταῦτα καὶ | ||
, καὶ Ἀρραχίων τε τὴν ψυχὴν ἀφίησιν ἀγχόμενος καὶ ὁ ἄγχων τὸν Ἀρραχίωνα ὑπὸ τοῦ δακτύλου τῆς ὀδύνης κατὰ τὸν |
εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος , | ||
, φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι |
ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς μητρὸς συγγενεῖς οὕτως ἀνομοίως πλέων | ||
κεν ἵκηται χρημοσύνῃ τ ' εἴκων καὶ στυγερῇ πενίῃ , αἰσχύνει δὲ γένος , κατὰ δ ' ἀγλαὸν εἶδος ἐλέγχει |
, ὅπως παραφυλάττωσι τοὺς Ἀθηναίους ὑπὲρ τοῦ μὴ λαθεῖν αὐτοὺς ἐκπλεύσαντας δίωξιν : φυγήν . ἐποκείλασαν : εἰς γῆν ἐπώσασαν | ||
ἢ τοὺς μετὰ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος πρὸς τὴν Ἴλιον ἐκπλεύσαντας . . . . , : Ἀλέξανδρος δὲ ἐν |
αὐτῶν οὐ τὸ νουθετεῖν , ἀλλ ' ἅπερ ἂν ἄλλον νουθετῶν εἴποι τις , φαίνεσθαι ταῦτα αὐτὸν δρῶντα διὰ βίου | ||
τὴν αὐτὴν γνώμην , ὅς γε πολλάκις περὶ τούτων αὐτὸς νουθετῶν με διδάσκεις . ἀλλ ' εἰ καὶ σὺ μή |
Αἰσχίνης δὲ ὁ ἀπὸ τοῦ Σωκράτους , ὑπὲρ οὗ πρώην ἐσπούδαζες ὡς οὐκ ἀφανῶς τοὺς διαλόγους κολάζοντος , οὐκ ὤκνει | ||
αὖ κατατενῶ λίαν ἐγώ . οἶσθ ' , ὅτ ' ἐσπούδαζες ἄρχειν Δαναΐδαις πρὸς Ἴλιον , τῶι δοκεῖν μὲν οὐχὶ |
καὶ τὸ γεγραμμένον , καὶ οὐδεὶς ἐπ ' αὐτῷ τούτῳ δυσχεραίνει . Χαλεπὸν μὲν ἀπαντῆσαι πρὸς τὰ ῥηθέντα διὰ τὴν | ||
μὲν τὴν Ἕκτορος λύτταν , ἀκεῖται δὲ καὶ βεβλημένους , δυσχεραίνει δὲ ὅτι μὴ οἷός τε ἀναστῆσαι τοὺς τεθνεῶτας . |
γέρων Ἀθήνησιν ὑπό γε τοῦ δεσπότου τοῦ ἰδίου τῶν ἔργων ἀπολυθείς , ὡς Ἀριστοτέλης λέγει , τοῦ μὲν φιλοπόνου καὶ | ||
γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου . τούτων δ ' ἀπολυθείς , κειμένων ἰχθυδίων μικρῶν , τρεμόντων τῷ δέει τί |
ἀποδείξειεν . ἀλλ ' ὅτι πολυπράγμων εἰμὶ καὶ θρασὺς καὶ φιλαπεχθήμων ; ἀλλ ' οὐ τοιαύταις ἀφορμαῖς τοῦ βίου πρὸς | ||
τῆς πρὸς τοὺς οἰκέτας ἰταμότητος ἢ φιλανθρωπίας εὐπρόσιτος , ἢ φιλαπεχθήμων τοῖς ἐντυγχάνουσιν δόξειεν : τόν τε οἰκέτην ἡ πρὸς |
τοῦτο ἐψηφίσαντο ἐσηγησαμένου Κλέωνος τοῦ Κλεαινέτου . τούς γε μὴν ἁλισκομένους αἰχμαλώτους Σαμίων στίζειν κατὰ τοῦ προσώπου καὶ εἶναι τὸ | ||
ὥσπερ γὰρ τοὺς ἐν τῇ Τυρρηνίᾳ φασὶ βασανίζειν πολλάκις τοὺς ἁλισκομένους προσδεσμεύοντας κατ ' ἀντικρὺ τοῖς ζῶσι νεκροὺς ἀντιπροσώπους ἕκαστον |
δ ' ὑπόχρεως σαυτὸν ἔλαθες γενόμενος ; νόσος μ ' ἐπέτριψεν ἱππική , δεινὴ φαγεῖν . ἀλλά με δίδαξον τὸν | ||
τοὺς ἐκκεκοφότας αὐτοῦ τὴν οὐσίαν δηλοῖ . ὅς μ ' ἐπέτριψεν : ὃς αἴτιός μοι πάντων τῶν συμβάντων κακῶν : |
ἀνδρίᾳ ] καὶ παρὰ τὸν Ἀμυνίαν , ὃς διεβάλλετο ὡς μισόδημος . Γ ἀμφότερα οὖν τὰ τῆς συνθέσεως εἰς οὐδὲν | ||
μέγα φρονῶν , μισόδημε : διεβάλλετο γὰρ ὁ Ἀμυνίας ὡς μισόδημος . τῶν νόμων ] ⌈ ἀντὶ Γ τοῦ δικάζειν |
ἀγερμός , βωμολοχία , θητεία . Φιλάργυρος , φιλόχρυσος , αἰσχροκερδής , φιλοχρήματος , φιλοκερδής , φιλοχρηματιστής , χρηματιστικός , | ||
καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , |
οἰκτισάμενος , αὐτὸς οἴκτου οὐκ ἠξιώθην : ἀλλ ' ἀπηνῶς ἐρρύθμισμαι . ἡ δὲ μεταφορὰ τοῦ ῥυθμίζειν ἀπὸ τῶν χορδῶν | ||
αὐτάς . . οἴκτῳ ] ἐλέῳ . . ὧδ ' ἐρρύθμισμαι ] ἐκτέταμαι , κρέμαμαι . . ἡ δὲ μεταφορὰ |
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
, ἐπεὶ μηδὲ ἰδεῖν αὐτὴν ἠνειχόμην , οὕτω μεγάλην οὖσαν ἐρυθριῶν . ὡς δὲ ἔδει τῶν κεράμων ἕνα πέμψαι φίλῳ | ||
τούτου γὰρ καὶ ὁ στρατιώτης ὑπήκοος γενήσεται τῷ ἄρχοντι , ἐρυθριῶν αὐτόν , καὶ τοῦ πρακτέου περιγίνεται . Τὰ παρὰ |
ἐξ οὐκ ἀνθρώπου ἄνθρωπος . αἱ οὖν γενέσεις ἐκ τῶν ἀπατῶν εἰσίν , ἐν δὲ ταῖς ἀπάταις θεωροῦνται . “ | ||
καὶ γένους , προικῶν τε καὶ ἕδνων καὶ ὑποσχέσεων καὶ ἀπατῶν , ὁμολογιῶν τε καὶ συγγραφῶν , καὶ τελευταῖον πολλάκις |
διῆγε , θυμωθεὶς ἐκ τοῦ σκέλους ἄρας αὐτὸν τῷ τοίχῳ προσέκρουσε . τῆς δὲ κεφαλῆς αὐτοῦ παραχρῆμα κλασθείσης ἔρρευσε χρυσὸς | ||
ἀκροατὰς οὐκ εὔνους . ὡς γὰρ τῶν πρεσβυτέρων ἤκουον , προσέκρουσε μὲν ἡ διάλεξις νεαροηχὴς δόξασα καὶ ἐσπασμένη τὰς ἐννοίας |
ἀποδύων , ἁρπάζων , ἀφαιρούμενος , παρεισπράττων , ἰταμός , ἀναίσχυντος , ἀπηρυθριακώς , δυσχερής , ἀνήμερος , ἄγριος , | ||
ἐρᾶν . καὶ ἐγὼ ἔσομαι τοίνυν ὁμοία τις αὐτῷ [ ἀναίσχυντος ] καὶ οὐκ ἀφήσω τὸν ἐμὸν Τίμαρχον . ἔρρωσο |
αὐτοῦ στοχάζονται σφαίραις ἢ λίθοις : ὁ δ ' οὐκ ἀνατρέψας τὸν ἀνατρέψαντα φέρει , τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπειλημμένος ὑπ ' | ||
τὴν πολιορκίαν . ὁ δὲ στρατηγὸς μετὰ ταῦτα τὴν ἐλευθερίαν ἀνατρέψας αὐτομολῆσαι τοὺς πλείστους παρεσκεύασε τοῖς ἀποστάταις . Περὶ δὲ |
ἐκ παίδων † ἀμνημοσύναν , οὐ κοινὰν τεκέων τύχαν οἴκοισι φυτεύσας δεσποίναι : πρὸς δ ' Ἀφροδίταν ἄλλαν θέμενος χάριν | ||
μᾶλλον φυτευτέον . ἐγὼ δὲ δι ' ὅλου τοῦ Ἰουλίου φυτεύσας σῦκα ἐπέτυχον σφόδρα , καὶ μεταφυτεύσας καὶ ἀρδεύσας εἶχον |
χρόνῳ τοῦ προβλήματος ἀμεληθέντος , Πτολεμαίου τοῦ πάνυ καὶ τοῦ θεσπεσίου θιάσου τῶν διαδεξαμένων αὐτὴν μόνην ἔχειν ἀγαπησάντων τὴν χρείαν | ||
περὶ τούτων ἀληθείας τὸ ἐντυγχάνειν τοῖς εἰς ταῦτα παρὰ τοῦ θεσπεσίου ἐκείνου ἀνδρὸς γεγραμμένοις , ἀλλ ' ἐπεὶ μόνην τὴν |
δὲ τούτων τοὺς μὲν στρατιώτας τοῖς μετὰ τὴν τελευτὴν ἐπαίνοις ἑτοιμοτέρους κατασκευάζει πρὸς τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος κινδύνους , τοὺς | ||
παρακαλεῖν : αἱρουμένων δὲ αὐτῶν καὶ προθυμουμένων τὰ εἰς φιλίαν ἑτοιμοτέρους πρὸς τοῦτο φαίνεσθαι καὶ τὴν φιλονικίαν τὴν ἐκ τῆς |
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ | ||
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν |
φαρμακοῖς . λιμῶι γένηται ξηρός : ἐν δὲ τῶι θύμωι φαρμακὸς ἀχθεὶς ἑπτάκις ῥαπισθείη . τούτοισι θηπέων τοὺς Ἐρυθραίων παῖδας | ||
τῆς εἱμαρμένης ἀνάγκῃ τὴν μοιχείαν σοφίζεται : μοιχὸς , ἢ φαρμακὸς ἐγὼ , Ἀσκληπιὸς τῆς βλασφημίας καὶ Ἀπόλλων : φαρμακὸς |
Ἐπικούρου τίνι μύθων εἰκάσω ; τίς οὕτω ποιητὴς ἀργὸς καὶ ἐκλελυμένος καὶ θεῶν ἄπειρος ; Τὸ ἀθάνατον οὔτε αὐτὸ πράγματα | ||
ἀνελέσθαι τὸν νεκρὸν καὶ τὰ ὅπλα : νῦν δὲ παντελῶς ἐκλελυμένος τις ὁ Ἀχιλλεὺς φαίνεται , τῷ πρώτῳ συστάντι τοιαῦτα |
οὐδ ' ἀκινδυνότερος , ἔφη , ἐστὶ τοῦ νῦν καρτερῆσαι σπεύδοντας . ἴτε οὖν ἐπὶ τὰ ὅπλα . καὶ . | ||
χρείας ἐτήρησε , διορθωσομένους τῇ διὰ τῆς ὕβρεως κολάσει καὶ σπεύδοντας ἑτέροις ἀνδραγαθήμασιν ἐξαλεῖψαι τὴν προγεγενημένην αἰσχύνην . Διὰ δὲ |
κατελθὼν ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς εἰς τὸ ἄστυ , μισούμενος ὑπὸ πάντων λιμῷ ἀπέθανεν . Οἱ δ ' ἐν | ||
. ἐγκαλῶ γὰρ ἐμαυτῷ , τοῦ πατρὸς ἀναγκάζοντος , ὅτι μισούμενος οὐ δέον φιλῶ καὶ φιλῶ πλέον ἢ προσῆκεν . |
τῆς πορνείας , τοῦ καιροῦ , τοῦ τόπου ἐν ᾧ ἀσελγαίνων ἡλίσκετο , τὰ τῆς καταδρομῆς περαινόμενος ἐπὶ τὸ κοινότερον | ||
ῥηθείη , λαγνίστατος , λαγνεύων , εἰς Ἀφροδίτην νοσῶν , ἀσελγαίνων , ἀκολασταίνων , πορνοκοπῶν , πορνοβοσκοῖς συνών , ἑταιριζόμενος |
ὁρισμός . . ἔχει τέλος ] ἔχει πλήρωμα . . ἄτολμος ] δειλὸς , ἀπρόθυμος . . δειλὸς οὐ τολμῶ | ||
ἑαυτοῦ δύναμιν , τῶν προσόντων καλῶν ἀποσφαλῆναι πεποίηκεν ἡ ψυχὴ ἄτολμος οὖσα καὶ τῆς χειρὸς αὐτὸν εἰς τοὐπίσω ἕλκουσα , |
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ | ||
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ |
μόνα ἐκεῖνα πράττοντα ὧν ἕνεκα τὴν ἀρχὴν παρελήφθης καὶ ὧν ἔμμισθος εἶ . ἐχρῆν μὲν οὕτως , ὦ Τιμόκλεις , | ||
ἄν , ὡς ἔοικεν , ἐγὼ κατὰ τούτους ἕτερον τρόπον ἔμμισθος θηρευτής , οὐκ ἐπειδὴ λαμβάνω μισθόν , ἀλλ ' |
τοῖς ψευδέσι λόγοις τῆς σῆς γυναικὸς καὶ τοῦτο ποιήσας φανερὰν ἔσχες βλάβην : πῶς οὐχ ὑπὸ γῆς : τὸ πῶς | ||
Ἀθηναίων ὕστερον : Εἴπερ ἴσην ῥώμην γνώμῃ , Δημόσθενες , ἔσχες , οὔ ποτ ' ἂν Ἑλλήνων ἦρξεν Ἄρης Μακεδών |
ἄλλου πάλιν μὴ κρίνεσθαι , οὐδὲν ἂν ἐκώλυσεν ἅπαντας τοὺς φονεύοντας μὴ διδόναι δίκην καθιέντας καθ ' ἑαυτοὺς κατηγόρους τινὰς | ||
τὰς παρεμβολὰς καταφεύγοντες ἀνῃρέθησαν : καὶ κόρος οὐκ εἶχε τοὺς φονεύοντας . Ἐνταῦθα δὴ καὶ ὁ Κάρβων , ὁ τῶν |
ἀμφορίϲκον . τίς ἡ Κολαινὶς Ἄρτεμις ; ἱερεὺς γὰρ ὢν τετύχηκα τῆς Κολαινίδος . ἀλλ ' , ὦγαθέ , δειπνῶμεν | ||
πεινῶν δεινῶς πώς εἰμ ' ἐπιλήσμων . Ἱερεὺς γὰρ ὢν τετύχηκα τῆς Κολαινίδος . Ὁ μὲν ποταμὸς ὁ Κρᾶθις ἡμῖν |
τοῖς κλέπταις καὶ κέντρα προσφέρεσθαι . μιαρός ] κακός . στρόφις : ἀπὸ τοῦ στρόφιγγος ἡ μεταφορά . οἷον εὔστροφος | ||
κἀκεῖσε τὴν γλῶτταν τοῖς λόγοις , στρέφων τὰ πράγματα . στρόφις ἀντὶ τοῦ στρόφιγγος : ἡ μεταφορὰ δὲ οἷον εὔστροφος |
τὸ μύσος ὕδατος εἴργεσθαι καὶ πυρός καὶ τῶν Λαουινιατῶν τοὺς συστάντας ἐπὶ τὸν Τάτιον δικαστηρίῳ παραδοὺς ἐκδοθέντας ὑπὸ τῆς πόλεως | ||
χυμῶν ἐπιρροήν , ἦχοι δὲ ἢ διά τινας αὐτοῦ που συστάντας χυμούς , ὧν λυομένων εἰς πνεύματα οἵδ ' ἕπονται |
τε μικρὸν ἐγχέαι , καὶ μὴ πολύν : ἔπειτ ' ἀφήσεις . τίνα τρόπον ; δεῦρο βλέπε . τοιοῦτον . | ||
οὐκ ἔνι οὐδὲν ὀφθαλμοῖσιν αἰδὼς τῶν παλαιῶν ἐμβάδων . οὐκ ἀφήσεις οὐδὲ νυνί μ ' , ὦ κάκιστον θηρίον , |
καὶ πολιτοκόπος καὶ δημοκόπος . Πλάτων δὲ ἐν Πεισάνδρῳ τὸ πολιτοκοπεῖν ἀντὶ τοῦ λοιδορεῖν καὶ κωμῳδεῖν εἶπεν . περιπλευριεῖς : | ||
πολιοῦχοι , καὶ φιλόπολις τὸ ἦθος παρὰ Θουκυδίδῃ , καὶ πολιτοκοπεῖν παρ ' Ἀντιφῶντι , καὶ πολλὰ τοιαῦτα . τὸν |
δυνάμεσιν ἄλλοις τε πρὸς ἄλλο πειθόμενός τε καὶ ἀπιστῶν τεκμαίρου ἀσφαλεστάτην εὑρίσκων τὴν ἐπιστήμην . Γυναῖκες ἑταιρίστριαι , γυναικώδεις , | ||
τανῦν ὥρμησεν ὁ λόγος . Διὸ καὶ ἐπὶ ταύτην ἀρχὴν ἀσφαλεστάτην ἀνέβη Παρμενίδης ὁ μέγας , ὡς ἀνενδεεστάτην . Ἢ |
ἀληθείας ἀποπεπτώκασιν . φόριμος γὰρ ἡ ἀνθρώπου φύσις πολλῶν διαστρόφων δοξασμάτων , ὅταν μὴ ταῖς κοιναῖς ἐννοίαις ὀρθῶς ἕπηται . | ||
τῆς ἀντιλογικῆς καινοτομίας , ἀτὰρ δὴ καὶ τὴν ἐναντίωσιν τῶν δοξασμάτων καταπληγείη ἂν εἰκότως , εἰ τῆς ὅλης ὑποθέσεως φαινομένης |
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
τῶν ἀνδρῶν γεγενημένων : ὧν οὗτος οὐδὲ τὰς θήκας παριὼν ᾐσχύνθη , ὀγδόῳ ἔτει τὴν πατρίδα αὐτῶν προσαγορεύων . Περὶ | ||
' ὤκνησεν . ἀλλ ' οὐδὲ πρὸς οὓς ἔλεγεν αὐτοὺς ᾐσχύνθη , εἰ τοιοῦτο κακὸν καὶ τηλικοῦτον ἀδίκως ἐπάγει τῳ |
χάζω τὸ ὑποχωρῶ , ἤτοι ἀφείς , καταλείψας ) , ἀποσεισάμενος . τὸ σχάζειν κυρίως ἐπὶ τῶν κωπηλατούντων λέγεται , | ||
ὦ Κρόνου καὶ Ῥέας υἱέ , τὸν βαθὺν τοῦτον ὕπνον ἀποσεισάμενος καὶ νήδυμονὑπὲρ τὸν Ἐπιμενίδην γὰρ κεκοίμησαικαὶ ἀναρριπίσας τὸν κεραυνὸν |
μὴ ἀτιμάζων ἀλή - θειαν , μηδὲ τὴν κατὰ φύσιν εὐτέλειαν παραιτούμενος πολλοὺς μὲν ᾑρηκέναι φήσεις λέοντας , πολλὰς δὲ | ||
τῶν σωμάτων κατενεχθεὶς ὕπτιος ἔρριπται , τοὺς διὰ σμικρότητα καὶ εὐτέλειαν ἐλαχίστους τῶν ὄγκων πολυπραγμονῶν καὶ διὰ τοῦτο τῶν μὲν |
ἐδίδασκε καὶ ἐπέπληττε τὸν μὴ καλῶς αὐλοῦντα , καὶ μὴ ἐφθόνει τούτου , ὥσπερ νῦν τῶν δικαίων καὶ τῶν νομίμων | ||
ἔχθραν τινὶ προῆλθε τῶν πολιτευομένων . ὁ δὲ ζῶντι μὲν ἐφθόνει μόνον , τελευτήσαντος δὲ πρᾶγμα πάντων ἀνοητότατον καὶ ἀσεβέστατον |
ἅπασι ταύτης ἐκείνη πλεονεκτεῖ , τοσούτῳ σου μᾶλλον ὁ Σπαρτιάτης ἠδικημένος ἔστεργε τὴν ἀπόδοσιν ὑβρισμένην εἰδὼς αὑτῷ τὴν εὐνήν . | ||
ἦν , εἴπερ ἠδίκησο , διώκειν . ἀλλ ' οὐκ ἠδικημένος σὺ συκοφαντεῖς . Πολλαχόθεν μὲν οὖν ἄν τις ἴδοι |
δὲ ἔσω τοῦ σμήνους ἀποκτείνωσιν , ἐκφέρειν . τοὺς δὲ φῶρας καλουμένους κακουργεῖν , ἐὰν λάθωσιν παρεισελθόντες : εἰσέρχονται δὲ | ||
' ὡνὴρ εὖ παρ ' Ὁμηρείην ἀγλαίην ἐπέων πισσύγγους ἢ φῶρας ἀναιδέας ἤ τινα χλούνην , φλύων ἀνθηρῇ σὺν κακοδαμονίῃ |
οὐρῶ . Ῥᾶρος : ὄνομα κύριον . Στύξ : ὁ μισητός . Κίς : ὁ ἐν τῷ σίτῳ σκώληξ . | ||
[ ῥῆμα πρὸς [ αὐτόν - ] : “ ὁ μισητός , ” ἔφη , “ ἐγώ . τί [ |
τοῦτ ' ἔστιν , ἦν θ ' ὁ γρῖφος ἐνταῦθα ῥέπων . καὶ τοῦτο μὲν δὴ κἄστι συγγνώμην ἔχον : | ||
τοῦτ ' ἔστιν , ἦν θ ' ὁ γρῖφος ἐνταῦθα ῥέπων . καὶ τοῦτο μὲν δὴ κἄστι συγγνώμην ἔχον : |
χαμαίμηλον , καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν εἰς τὸ πῦρ ἐπιθεὶς ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς μιχθῇ , ἑνωθέντων δ ' | ||
ἔμπασσε εἰς αὐτὸν τὴν σανδαράκην καὶ τὴν σάνδυκα λεῖα καὶ ἀνακίνει , ἕως ἂν καλῶς ἀναμιχθῇ , μετὰ ταῦτα δ |
μεγίστας συμφορὰς πεπονθότας , μάλιστα δὲ ὁ τῶν Ἀθηναίων δῆμος πεφυκὼς πρὸς εὐεργεσίαν καὶ εἰωθὼς τοὺς ἠδικηκότας σῴζειν . διὰ | ||
Διὸς πρόπολος Διώνης εἶπε Τημένωι τάδε : “ ὦ παῖ πεφυκὼς ἐκ γονῶν Ἡρακλέους , Ζεύς σοι [ ] δίδωσι |
Κίννας δὲ θαρρήσας μὲν τῷ πλήθει τῶν νεοπολιτῶν καὶ βιάσεσθαι προσδοκήσας , παρὰ δόξαν δ ' ὁρῶν τὸ τόλμημα τῶν | ||
διὰ τὴν τῶν στρατηγῶν ὁμόνοιαν , ταῦτα ἐλπίσας , ταῦτα προσδοκήσας ἕξειν , ἐμαυτὸν αὐτῷ πρὸς πάντα ἐπέδωκα , τὴν |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
περὶ τῆς πρεσβείας . ὁ πολλάκις ἐπ ' ἐμπολῇ μεταβεβλημένος παλίμπρατος παλίμβολος λέγεται , ὡς δῆλόν ἐστιν ἔκ τε τοῦ | ||
Φλάκκον ἤδη τιμῶν ἀθλίων ἐωνημένοι , ἃς ὁ δοξομανὴς καὶ παλίμπρατος ἐλάμβανεν οὐ καθ ' αὑτοῦ μόνον ἀλλὰ καὶ τῆς |
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν | ||
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε |
θυγατέρες . καὶ μὴν οἵ γε περὶ τοὺς γονέας ἐξαμαρτόντες πατραλοίας ἢ μητραλοίας ἑκάτερος αὐτῶν καλεῖται : Ἰσαῖος δὲ καὶ | ||
τῷ θεάτρῳ , λέγων ὅτι καὶ νῦν ὁρῶ ἐνταῦθα τοὺς πατραλοίας . . ὁ Ἡρακλῆς δηλονότι . . ἀντὶ τοῦ |
δημοσίᾳ πρότερον ὅτι φιλοσοφήσοι , ἵν ' ᾖ τοῖς βουλομένοις ἐξείργειν αὐτόν , εἰ μὴ καθαρὸς φοιτῴη . καθαρὸν δὲ | ||
τὴν ἑορτὴν ἐπιτελέσαντος . Ἐξίλλειν . Τὸ ἐκβάλλειν καὶ οἷον ἐξείργειν : ὅθεν καὶ ἡ ἐξούλης δίκη , κατὰ τῶν |
Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ | ||
' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
γενόμενός ἐστι δεσπότης πατρίς . τίς δ ' οὐχὶ θανάτου μισθοφόρος , ὦ φιλτάτη , ὃς ἕνεκα τοῦ ζῆν ἔρχετ | ||
τοῦ ἔρωτος ἔχθρα τέλος : ἄμισθος ὁ ἔρως ἐκεῖνος , μισθοφόρος ὁ ἔρως οὗτος : ἐκεῖνος ὁ ἔρως ἐπαινετός , |
ζα ἐπιτατικόν , ὡς καὶ τὸ ζάθεον , ζαχρηής , ζάπλουτος . τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν : τὸ φέγγος καὶ | ||
ἰσχυρός , τοῦ ζα κατ ' ἐπίτασιν ὄντος , ὡς ζάπλουτος ζάθεος . ὅγε : ὁ Κύζικος δηλονότι . ὑπὲρ |
φανερὸν ἐκ τῶν εἰρημένων : ὅπως δὲ δυνηθείη τις ἂν νομοθετικὸς γενέσθαι , ζητητέον ἐστίν . ἢ φανερόν ἐστιν , | ||
γραμματικός τις γένοιτ ' ἂν ἢ μουσικός , οὕτω καὶ νομοθετικὸς ἀπὸ τοῦ εἰδότος νομοθετεῖν , ὅς ἐστιν ὁ πολιτικός |
τὴν συμφορὰν , παραμυθίαν τε οὐκ ἐζήτησεν , οὐδ ' ἀνέμεινε καλλίω τῆς παρὰ τῶν βασιλέων ἅμα ἔργῳ καὶ λόγῳ | ||
: ἡ δὲ τῶν ψευδῶν λεγομένη διάνοια φαντασία οὖσα οὐκ ἀνέμεινε τὴν τοῦ διανοητικοῦ κρίσιν , ἀλλ ' ἐπράξαμεν τοῖς |
δὲ ἀνὴρ ἐν συνθέσει , κατὰ λόγον ἐπαινετὸν , ὁ θαρραλέος καὶ μὴ ψυχρὸς εἰς ἔργον . . θερμοῖς ] | ||
Ὅμηρος αὔρας ἢ ἀνέμου παῖδα . ἀνύποπτος , ἄφοβος , θαρραλέος . μεμελετηκὼς καὶ πρὸς ἄναντες ἀναθεῖν καὶ πρὸς κάταντες |
παύειν ἐπιχειρεῖ βιαίως μόχθον ] πόνον μάταιον ὁρῶ εὐηθίαν ] μωρίαν . ἐπίθετον δὲ ταύτης τὸ κουφόνουν † τὸ εὐηθίαν | ||
εἰ δοκῶ νῦν μῶρα δρῶσα τυγχάνειν , σχεδόν τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω . Δηλοῖ τὸ γέννημ ' ὠμὸν ἐξ ὠμοῦ |
κομίσῃ , τὴν μητέρα αὐτοῦ λήψεσθαι ἔφη . ὁ δὲ ἀνιαθεὶς ἀπέρχεται ὀλοφυρόμενος τὴν συμφορὰν εἰς τὸ ἔσχατον τῆς νήσου | ||
, τὰ μικρότατα λελειμμένα ἦν . ἐνταῦθα δὴ ἐκεῖνος πάνυ ἀνιαθεὶς δῆλος ἦν καὶ εἶπε πρὸς αὑτόν : Τῆς τύχης |
ἢ καλέσοντα πρὸς τὸ δικαστήριον . οὐδέποτέ . . . καταισχυνῶ ] κατηγορεῖ ⌈ ἐνταῦθα διὰ τοῦ ” οὐδέποτε καταισχυνῶ | ||
ὡς ἐνταῦθα : “ οὐδέποτε ” , φησί , “ καταισχυνῶ ⌈ τὴν πατρίδα ” ⌈ ἤγουν [ ἤτοι ] |
ἐγραψάμην , ἄνδρες δικασταί , τουτονί . δεινότατα γὰρ ἔργων δέδρακε κἀμὲ καὶ τὸ ῥυππαπαῖ . ἀποδρὰς γὰρ ἐς τὴν | ||
Ὁ δὲ πολὺ μᾶλλον ἐνίους ἐστὶν ἐξολωλεκώς . Καὶ τίνα δέδρακε δῆτα τοῦτ ' ; Ἐμὲ τουτονί . Ἦ τῶν |
ὃν ἐς τὴν θυσίαν ἑτοιμάσαντες φυλάσσουσιν , ἅπτεται τῶν σπερμάτων φοιτῶν ἐπὶ τὸν βωμόν . καλοῦσι δέ τινα τῶν ἱερέων | ||
ἐπέγραψεν τῷ πίνακι : οἷος δ ' ἐννύχιος φαντάζετο πολλάκι φοιτῶν Παρρασίῳ δι ' ὕπνου , τοῖος ὅδ ' ἐστὶν |
τοίνυν ἔσται καὶ πέρας τοῦ κακοῦ ; εἰ γὰρ ὁ ἀδικηθεὶς ἀμύνεται , ἀεὶ μεταβαίνει τὸ κακὸν ἀπ ' ἄλλου | ||
ὑμῶν καὶ πολέμιος ὑμῖν ἐτόλμησεν ἐκ τοῦ φανεροῦ γενέσθαι , ἀδικηθεὶς μὲν οὐδέν , τὸ μὴ δύνασθαι δὲ τὰ χρέα |
ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει : ἡμεῖς δ ' ἐμμεμαῶτες ἅμ ' ἑψόμεθ ' , οὐδέ τί φημι ἀλκῆς | ||
' ἔλαψαν . τοὺς δὲ μέτ ' ἄλλοι πάντες ἐπέσσυθεν ἐμμεμαῶτες . ἀργαλέων ὀδυνῶν ἄκος ἔμμεναι ἀνθρώποισιν . ] Διόνυσος |
διὰ τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς εἰς πενίαν πολλὴν καὶ ἀπορίαν κατέστην , ἔπειτα δὲ καὶ βίον ἠργασάμην ἐκ τοῦ δικαίου | ||
' ἕνεκα αὐτός τε οὐκ ἄκων εἰς τόδε τὸ τέλος κατέστην καὶ ὑμᾶς παρεκάλεσα δηλῶσαι ὑμῖν βούλομαι . ἐγὼ γὰρ |
ἐλάμβανον . , ἔξω ἔμπροσθέν μου ἐκράτουν . ἀπάγχων ] ἀποπνίγων . τὰ εʹ ταῦτα κῶλα δίμετρά εἰσιν ἰαμβικά , | ||
ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , ἀποδύων , ἁρπάζων , |
ἀναφερομένων πρὸς τὸ εἶναι . καίτοι καὶ τοῦτον ἐλεήσας καὶ οἰκτισάμενος τοῦ πολλοῦ πλάνου μεταδιδάσκειν οἴεται δεῖν καὶ ἀναπείθειν ἀποστῆναι | ||
[ ] ς Μηδείας μνηστῆρας αὐ [ ] ! υς οἰκτισάμενος αὖθις παρ [ τὴν ] θεὸν ἐχθρῶς διακειμένην ? |
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
. ἄναξ : ὦ Ἑρμῆ . ἐμήσαο : ἐμήσω , ἐβουλεύσω , ἐμηχανήσω . τέλος : εὕρημα , τὴν τάξιν | ||
ἔδει βουλεύσασθαι πρῶτον τὸν μέλλοντα τυραννοκτονεῖν , σὺ μαινόμενος οὐκ ἐβουλεύσω : σωφρονούντων γὰρ ἔργον ἐστίν , ὥστε τῶν ὀφειλόντων |
ποππυλιάσδει . κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν ἐκμαίνει : λιπαρὰ δὲ παρ ' αὐχένα σείετ ' ἔθειρα | ||
δυνατώτερον . . . οἷ . οἰστρεῖ : ἐριθίζει , ἐκμαίνει . Ἀππιανός : τῷ ὄντι πᾶσιν οἰστρώδης ἐνέπιπτεν ὁρμὴ |
καθαρῶς ὅτι ἀνθρώπῳ μέτρον πάσης πράξεως τὸ φαινόμενον , οὐδενὶ ὀργισθήσεται , οὐδενὶ χαλεπανεῖ , οὐδένα λοιδορήσει , οὐδένα μέμψεται | ||
παρὰ ἐξουσιαστοῦ καὶ παρά τινων δυναστευόντων καί τις τῶν δυναστῶν ὀργισθήσεται κατ ' αὐτοῦ : προστεθήσεται δὲ μηχανογραφίαις καὶ ἐπιτηδεύμασι |
μεγάλου κακοῦ : τοὺς δακτύλους [ κατέαξα γὰρ σχεδόν τι προσπταίων ἅπαντας [ ἐλθών ; τί ; πεπαρώινηκε . δεῦρο | ||
δύναται , ἀλλὰ συνταραχθεὶς εἰκῇ φέρεται καὶ οἷον ἐν σκότῳ προσπταίων λοιδορεῖται , οὐδὲν εἰδὼς τῶν ἐν μέσῳ προκειμένων καλῶς |
αὐτὸν τῶν φίλων καὶ μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ἀξιούντων ἀπῄει πρὸς ἅπαντας ἀγανακτῶν . ἤδη δ ' αὐτῷ κατ ' οἰκίαν ὄντι | ||
ἀκολουθῇ , φάσκοντα μαίνεσθαι . τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ἄπεισιν ἀγανακτῶν καθ ' αὑτόν , ἔπειτα προσκρούων ἀεὶ καὶ λοιδορούμενος |
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ] | ||
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι : |
πόδας ἐπιθυμίας , ἡδίστην ἂν σχοίη τὴν μέριμναν , οἱονεὶ ἀμέριμνος λοιπόν ἐστιν . τὰ δ ' εἰς ἐνιαυτόν : | ||
σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος . καὶ γὰρ ἀσαλέαν |
μὲν δεύτερος λέγων οὕτως ἔφη : ἀλλ ' οὔτε πολλὰ τραύματ ' ἐν στέρνοις λαβὼν θνήισκει τις , εἰ μὴ | ||
πυρός ἐξ ὀσφυαλγοῦς κὠδυνοσπάδος λυγροῦ γέροντος ἀλλ ' οὔτε πολλὰ τραύματ ' ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις , εἰ μὴ |
ὅπως θαρρῶμεν πρὸς αὐτά . πϚʹ . Μακεδόνι . Τῆς ὀξυθυμίας τὸ ἄνθος μανία . πζʹ . Ἀριστοκλεῖ . Τὸ | ||
ὡς Ἰσαῖος , θυμόσοφος , βαρύθυμος , ὀξύθυμος , καὶ ὀξυθυμίας , καὶ ὠξυθυμήθη παρ ' Ἀριστοφάνει . τάχα δὲ |
ἐκμάττειν τε καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους , ἀτιμάζων τῇ διανοίᾳ , ὅτι μὴ παιδιᾶς χάριν . Εἰκός | ||
γίγνεσθαι , παρακελευόμενος καὶ νουθετῶν καὶ τιμῶν , τὸν δὲ ἀτιμάζων , ὅστις σοι μὴ πείθοιτο εἶναι τοιοῦτος οἷον σὺ |
οὐκ ἐμποιεῖ : οἰκώδης , φορεύς : οἰκῆϊ λευκῷ : οἰκτρός : οἴκυλος , τὸ ὄσπριον : οἶκτος : οἰκτίρμων | ||
μύστρα : στρύχνος : ἀμυδρός : σεσημείωται τὸ οἶκτος καὶ οἰκτρός : οἶστρος : οἰκτίρμων : οἶδμα : οἴτη ὁ |
διδάσκοντας , ἀλλ ' ὅποι ποτ ' ἂν διατρίβῃς , παρεστῶτας ἔχεις καὶ ἀγαπῶντας , καὶ μάλιστα δὴ τοὺς τῆς | ||
ὅπως τοῦ καταρρέοντος ἐπιρροφᾶν ἐσπούδαζεν : ἅμα δὲ καὶ τοὺς παρεστῶτας ἀπερράντιζεν , ὥστε καὶ γέλωτα κινεῖσθαι δι ' αὐτὸ |
ἔλεγεν , οὐδενὸς ἀκούοντος ἑτέρου , φυγεῖν μὲν ἐς Πομπήιον ὑβριζόμενος ὑπὸ τοῦ τότε ναυάρχου Καλουισίου , τὴν δὲ ναυαρχίαν | ||
τις ὑπὸ τῶν νόμων ὁλοσχερεῖ ἀτιμίᾳ , ἀτιμάζεται δὲ ὁ ὑβριζόμενος ἔν τινι πράγματι . ἄττα ψιλούμενον καὶ δασυνόμενον διαφέρει |
τῶν σκύμνων , ὃς ὑπ ' ὀδύνης ἐπειγόμενος καὶ πλεῖστον ἀλγῶν εἰς τὸν βυθὸν καταδύεται τῶν ναυτῶν ἐνδιδόντων καί τινος | ||
ὅσου περ ἦν τὸ σωθῆναι . καὶ δὴ καὶ ὀδόντας ἀλγῶν ποτε ἔτυχον καὶ οὔτε διᾶραι τὸ στόμα οἷός τ |