πτωχῶν καὶ ἔξω τῆς θύρας ἱσταμένων . Ἰάλεμος : εἶδος θρήνου , ἡ ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσιν ἀνία , καὶ ὁ
. αἰακτὰ ] τὰ ἄξια θρήνου . αἰακτὰ ] τὰ θρήνου καὶ κλαυθμοῦ ἄξια . Ξ πήματ ' ] βλάβαι
6216252 θρηνων
οὐδετέρου μετέχον ἅπασιν ἡττᾶται τοῖς κριταῖς . ἀλλὰ τί ταῦτα θρηνῶν ἀπηχῶ ; βέλτιον ἡσυχάζειν , μὴ καὶ αὐτὸς παραπολαύσω
συμφορᾶς , καὶ τὰ τοιαῦτα : εἶτα ὅτι δυςφορῶν , θρηνῶν , δακρύων , τὸν παῖδα θρηνῶν κατ ' ἐμαυτὸν
6159755 ὑμνου
ψιλοῦ γράφονται τῇ παραληγούσῃ : σεσημείωται τὸ αἶνος ἐπὶ τοῦ ὕμνου , ἐπί τε τῆς πόλεως , διὰ τῆς διφθόγγου
ἢ τὸν Διαγόραν : οὗτος γὰρ νόμος ἐγένετο νικήσας τοῦ ὕμνου . βέλτιον δὲ τὸ πρότερον : ἐπιφέρει γάρ :
6011576 γελωτος
πᾶσαν παριόντες κωμῳ - δίαν οὐδὲ ἔστιν εἰπεῖν ὁπόσον ἤνεγκαν γέλωτος . ἓν μόνον ἐδόκεις μοι ψεύδεσθαι τὸ φάσκειν οὐ
τὸ κοινὸν τῶν δοκούντων εὐτακτοτάτων Σπαρτιατῶν , ἀλλ ' ὑπὸ γέλωτος κατεχόμενοι ἐμποδὼν ἦσαν τἀνδρί , μέχρις οὗ ἐκεῖνος ἐχαριεντίσατο
5931604 κλαυτον
' ἅμα πάντα δρέπεται . κλαυτὸν δ ' ἀρτιτρόποις : κλαυτὸν δὲ καὶ θρήνου ἄξιον ἔσεται ταῖς ἀρτιτρόποις , ταῖς
κλαυτὸν ] θρήνου ἄξιον ἔσεται . κλαυτὸν ] θρηνητικόν . κλαυτὸν ] ἄξιον ὑπάρχει θρηνεῖν . κλαυτὸν ] ἄξιον κλαυμάτων
5924993 φοιτος
τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων : φοιταλέος
οἶτος : κοῖτος : Προῖτος : γοῖτος ὁ ῥύπος : φοῖτος . Τὰ διὰ τοῦ αιτος δισύλλαβα βαρύτονα , μὴ
5918413 ἀνιαθεις
κομίσῃ , τὴν μητέρα αὐτοῦ λήψεσθαι ἔφη . ὁ δὲ ἀνιαθεὶς ἀπέρχεται ὀλοφυρόμενος τὴν συμφορὰν εἰς τὸ ἔσχατον τῆς νήσου
, τὰ μικρότατα λελειμμένα ἦν . ἐνταῦθα δὴ ἐκεῖνος πάνυ ἀνιαθεὶς δῆλος ἦν καὶ εἶπε πρὸς αὑτόν : Τῆς τύχης
5908965 λαου
τῶν ἀδελφῶν εἷς . εἵποντο δὲ αὐτοῖς τοῦ τε οἰκείου λαοῦ συχνοί , πολυάνθρωπον γὰρ δὴ τὸ ἔθνος τοῦτο λέγεται
Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . . λαΐδος ] ληΐδος , λαοῦ . μιξοθρόου ] τῶν μεμιγμένων θρόων ἀποτυχούσης , ἅτε
5865418 θαυμασμου
αὐτὴν τὴν τοῦ χρυσίου κατασκευήν , ψυχαγωγία τις ἦν μετὰ θαυμασμοῦ , συνεχῶς ἐφ ' ἕκαστον ἐπιβαλλούσης τῆς διανοίας τεχνίτευμα
τῷ γήρᾳ εὐηθεστέρων εἶναι δοκούντων . Δαιδάλεια ποιήματα : ἐπὶ θαυμασμοῦ . Δικαιότερος σταχάνης : ἐπὶ τῶν τὰ δίκαια ἀγαπώντων
5826787 συμπαθης
τὴν ἀλληλουχίαν καὶ συνέλευσιν Ἡλίου καὶ Σελήνης : οὕτως γὰρ συμπαθὴς καὶ παράνομος ὁ γάμος κριθήσεται . ἐὰν οὖν τῷ
εἰς τὰ μέρη καθήκει τις ἀπὸ τῶν ὅλων ἡ μὲν συμπαθὴς καθ ' ὁμοιότητα τῶν δυνάμεων ἡ δὲ κατ '
5823187 θερμαινω
αἰτίαν τοῦτο πράττει , ἔφη : ” τὰς χεῖρας μου θερμαίνω ἐκ τοῦ κρύους . ” μετὰ μικρὸν δὲ ἐδέσματος
ὡς Πάτροκλος Ἀχιλλέως . θέρεσθαι θερμαίνεσθαι , καὶ τὸ θερέω θερμαίνω . ἀφ ' οὗ καὶ θέρος , καθ '
5811757 παραδοξου
ὃ μὴ συνελογίσατο , συνεπέρανε . Σοφιστικὸν καὶ τὸ κειμένου παραδόξου τὸ φαινόμενον ἀξιοῦν ἀποκρίνεσθαι προσκειμένου τοῦ δόξαντος ἐξ ἀρχῆς
τὸν ἄριστον τῶν ἰατρῶν συντεταχέναι , τῆς ὑγιείας στοχαζόμενον . παραδόξου δ ' εἶναι δοκοῦντος τοῦ μὴ πᾶσαν ἔχειν ἐξουσίαν
5807883 ἐθαυμασθη
κατὰ κράτος αἱρεῖ τὴν πόλιν . ἐπὶ τούτῳ μάλιστα πάντων ἐθαυμάσθη στρατηγήματι κρατήσας Ἀννίβου τοῦ τέχναις καὶ δόλοις τὰ πλεῖστα
ἐσχηματισμένας μάλιστα τῶν ὑποθέσεων ἐχρήσατο . τὴν δὲ ἰδέαν ταύτην ἐθαυμάσθη πρῶτον μέν , ὅτι χαλεπὴ ἑρμηνεῦσαι , δεῖ γὰρ
5791730 ζηλοτυπιας
ἐν τῇ τῆς Μελίτης οἰκίᾳ πεπραμένην . ἡ δὲ ὑπὸ ζηλοτυπίας πεφλεγμένη τὴν γυναῖκα ταύτην ἀπατήσασα συλλαμβάνει καὶ παραδίδωσι ᾧ
ἤκουσας ; ἢ τίνας σεαυτῇ , ὦ Μύρτιον , κενὰς ζηλοτυπίας σκιαμαχοῦσα ἐξεῦρες ; Οὐκοῦν οὐ γαμεῖς , ὦ Πάμφιλε
5768766 βαβαι
: ὦδε : ἀβάλε : τὸ οὐαί : παπαί : βαβαὶ , οὐχ οὕτως ἔχοντα , διὰ τῆς αι διφθόγγου
ἔχω . Δημοσθένους γε καὶ ταῦτα , ὦ Ἀρχία . βαβαὶ τῆς ἀηττήτου ψυχῆς καὶ μακαρίας , ὡς ἀνδρεῖον μὲν
5762594 ἐγρηγορων
γρήγορον . λεύσσοι : βλεπέτω . Ἐγρήσσων : γρηγορῶν , ἐγρηγορῶν . πεπταμένοισιν : ἠνεῳγμένοις , διεγηγερμένοις , ἐγρηγορῶσιν .
' ἐπὶ χλαῖναν βάλε κοιμηθέντι : ἐπιφέρει γὰρ κεῖτ ' ἐγρηγορῶν . Ζηνόδοτος δὲ καὶ τοῦτον καὶ τὸν πρῶτον τῆς
5756896 μολυσμου
ἀκάθαρτον καὶ δυσκόλως ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν
οὐκ ἐμφανίζεται , ἐὰν μὴ πρῶτον ἑαυτοὺς καθαρίσωσιν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ . Καὶ σοὶ οὖν ἅπαντα ἐπισκοτεῖ , καθάπερ ὕλης
5744545 χαρας
” ταῦτ ' εἰπόντος καὶ ὑποσχομένου , πληρωθέντες εὐθυμίας καὶ χαρᾶς τοὺς μὲν οἰκείους μετὰ τῶν θρεμμάτων ἀσφαλῶς ἐν ἐρύμασι
εἰδότες ἀληθεύοντα μηδὲν ἐνδοιάσαντες ἐπινεύουσι . πληρωθεὶς δὲ τὴν ψυχὴν χαρᾶς πάντ ' ἐσπούδαζεν εἰς τὸ ἀνυπέρθετον τῆς ὑποδοχῆς καὶ
5744023 θρηνος
πολὺ συνηγμένος : κομμὸς δὲ θρήνου πενθικώτερον πλέον , ὁ θρῆνός ἐστι δ ' ἠρεμέστερον μέρος . κομμὸν πάλιν ἄλλος
πολὺ συνηγμένος : κομμὸς δὲ θρήνου πενθικώτερον πλέον , ὁ θρῆνός ἐστι δ ' ἠρεμέστερον μέρος . κομμὸν πάλιν ἄλλος
5742543 ἀκεραιαν
φασι καὶ θεατὴν ὁμοίως . λέγουσιν ἀκέραιον δύναμιν ἀντὶ τοῦ ἀκεραίαν καὶ βέβαιον κόλασιν καὶ φαῦλον πρᾶξιν καὶ ἄλλα θηλυκὰ
κατέκαυσεν , ἣν ἐτήρει ὡς συστατικὸν οὖσαν τῆς Μελεάγρου ζωῆς ἀκεραίαν φυλαττομένην . τινὲς δὲ φυλλάδα ἐλαίας , οὐ δᾶδα
5733581 Ἀδμητου
, ἦν ἡ Ἀθηνᾶ διὰ τὸν Ἕκτορα , καὶ χάριν Ἀδμήτου Φοῖβος ὁ ἀκερσεκόμης τὰς εἰλίποδας βοῦς ἐποίμαινε , καὶ
οὐ χεῖρον δὲ καὶ αὐτὸ εἰπεῖν , Γαῖα λάβ ' Ἀδμήτου ἔλυτρον , βῆ δ ' εἰς θεὸν αὐτός ,
5726514 ἀχους
ἀλλὰ τότε μὲν ἱλαρᾷ τε καὶ εὐθυμουμένῃ , ὕστερον δὲ ἄχους τε πλέᾳ καὶ διατεθυμμένῃ . καὶ γὰρ αὖ πρὸς
τοῦ κακοποιοῦ , παρὰ τὸ ἄχος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἄχους τὴν βλάβην . Φωλεός . κυρίως ὁ σκοτεινὸς τόπος
5704449 δεους
πολλοὺς ἀκίνδυνα κέρδη διώκοντας , ὧν οὐδὲ κωλυόμενοι ὑπὸ τοῦ δέους ἀποστήσεσθαι ἔμελλον , ἐμπλῆσαι πολέμου λῃστρικοῦ τὴν ὅμορον .
θάψαι , τὸν αὐτοῦ Λυσιμάχου παῖδα , φυγόντα μὲν ὑπὸ δέους πρὸς Σέλευκον , ὅτε Λυσίμαχος Ἀγαθοκλέα , τὸν ἕτερον
5680504 θαυμασθησεται
ὅ τι δύναται . εἰ γὰρ ὁ μὲν ἀπὸ δημαγωγίας θαυμασθήσεται , ὁ δὲ ἀπὸ σοφίας , ὁ δὲ ἀπὸ
ἀστέρων δέδεικται , μετὰ μικρὸν δὲ καὶ ἐπὶ ταῖς ἀρεταῖς θαυμασθήσεται , κρείττων μὲν ἐν δικαιοσύνῃ τῶν ἐπὶ δικαιοσύνῃ φρονούντων
5675622 σεμνου
φυλῆς δυστυχησάσης , καὶ πλείστων ἐναποθανόντων , ὕστερος ἀνεχώρησα τοῦ σεμνοῦ Στειριῶς τοῦ πᾶσιν ἀνθρώποις δειλίαν ὠνειδικότος . καὶ οὐ
. φράσιν δὲ κἀνταῦθα πομπικὴν καὶ θεατρικὴν εἶναι δεῖ τοῦ σεμνοῦ μὴ ἀφισταμένην . γυμνάζει δὲ ἡμᾶς τὸ παρὸν πρὸς
5658928 ψοφουντος
γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῦ φωνοῦντος ἢ ἠχοῦντος ἢ ψοφοῦντος ἢ ὅπως δήποτε ἀκουστικὸν πάθος παρασκευάζοντος . τὸ δὲ
μὲν γὰρ ἔξω δι ' ἐκεῖνον ἀκούομεν , ἐκείνου δὲ ψοφοῦντος διὰ τί ; τοῦτο γὰρ αὐτὸ λείπεται ζητεῖν .
5653801 τορος
. ὑπ ' ἄλγεσι ] ἀντὶ ὑπὸ τῶν κοπετῶν . τορὸς ] σαφής . ὀρθότριξ ] ὀρθοῦσθαι ποιῶν τὰς τρίχας
' ἄλγεσιν , πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων ἀγελάστοις ξυμφοραῖς πεπληγμένων . τορὸς γὰρ [ Φοῖβος ] ὀρθόθριξ δόμων ὀνειρόμαντις , ἐξ
5649772 νεαζοντος
, κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς κρείττων ᾖ νεάζοντος ὄρνιθος . Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος : ὅτι οὐδὲ
κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ κορύδου νεάζοντος . Ὅμοιον : Ῥόδον ἀνεμώνῃ συγκρίνεις , Καρκίνον δασύποδι
5643447 μεγαλοφρονος
ἐν Θήβαις , Ἀστακοῦ τὴν κλῆσιν , ἀνδρὸς γενναίου καὶ μεγαλόφρονος . Αὕτη πολλὰς ἐπιθέσεις παρά τε τῶν ὁμορούντων ὑποστᾶσα
ἡ ἄφρων : ὁ μεγαλόφρων καὶ ἡ μεγαλόφρων , τοῦ μεγαλόφρονος : ὁ οἰκτίρμων καὶ ἡ οἰκτίρμων , τοῦ οἰκτίρμονος
5623001 νικηφορου
ἐξενέγκωμεν , φίλαι , στέψω τ ' ἀδελφοῦ κρᾶτα τοῦ νικηφόρου . σὺ μέν νυν ἀγάλματ ' ἄειρε κρατί :
αὐτὸν συγγενῆ Λακεδαιμονίων καὶ Κυρηναίων , οὕτω δὲ καὶ τοῦ νικηφόρου . Αἰγεῖδαι ἐμοὶ πατέρες : θέλει δεῖξαι τὸν Ἀρκεσίλαον
5620765 ἐπιταγης
τὸ ἔργον ἐξ αὐτῶν λέγοντος εἶναι τῶν παρθένων δίχα τῆς ἐπιταγῆς τῶν πατέρων , καὶ τὸ πιστὸν οὐκ εἰς μακρὰν
Λέρνῃ ἦν ἔχουσα κεφαλὰς ἑκατόν : ὡς δ ' ἐξ ἐπιταγῆς Εὐρυσθέως ἐκελεύσθη ὁ Ἡρα - κλῆς φονεῦσαι αὐτήν .
5616826 Σθενεβοιας
εἰς ἄλλα ἐπιβουλευόντων ; Ἀερόπας μέν γε καὶ Κλυταιμνήστρας καὶ Σθενεβοίας οὐδὲ εἰπεῖν ἔστιν ὅσαι . ἀλλὰ τὰ μὲν τοῦ
Ἀκρισίωι μὲν . . . Δανάη , Προίτωι δὲ ἐκ Σθενεβοίας Λυσίππη καὶ Ἰφινόη καὶ Ἰφιάνασσα . αὗται δὲ ὡς
5612802 θεληματος
τὰς πύλας : εἰ δ ' ἀπετύγχανεν ὁ πυλωρὸς τοῦ θελήματος οὐδὲν προσάψας ἀφῆκεν τὸ λίνον , ὥστε τὸν Τήμενον
εἰργαζόμην . ὑμῶν ] ὑμῖν . ἑκὼν ] μετὰ οἰκείου θελήματος , οἰκειοθελής . , ἐθελουσίως . . προδώσω ]
5607021 Φιλοκλεωνος
κακοδαίμων : παραγίνεται ἀνήρ τις Εὐριπίδης ὠνομασμένος ἄλλος κατηγορῶν τοῦ Φιλοκλέωνος ὕβρεως καὶ κατήγορον ἐπαγόμενος . προσκαλοῦμαι ] εἰς δικαστήριον
. νενουθέτηκεν αὑτὸν : ὁ χορὸς ἀναδέχεται τὸ πρόσωπον τοῦ Φιλοκλέωνος ⌈ καί φησιν : μετέγνω ⌈ , φησίν ,
5598966 ἀναλω
ν ἀναλῶ , ὡς αἴτιος ἀναίτιος : ἐκ δὲ τοῦ ἀναλῶ παράγωγον ἀναλίσκω . ἢ παρὰ τὸ ἅλις ἐπίρρημα .
τουτέστι τὸ τὰ συνηθροισμένα διασκορπίζειν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀναλῶ , ὡς αἴτιος ἀναίτιος : ἐκ δὲ τοῦ ἀναλῶ
5598786 φυγαδευθεις
, ὃς καὶ αὐτὸς ἀνάστατος γέγονε τῆς πατρίδος , καὶ φυγαδευθεὶς ἔρχεται εἰς Θήβας καὶ ἀξιοῖ τὸν Πίνδαρον , ὥστε
τῇ περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίᾳ τοὺς βαρβάρους , εἶθ ' ὕστερον φυγαδευθεὶς ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἐπὶ προδοσίας αἰτίᾳ ψευδεῖ , κατέφυγε
5598374 Κασσανδρα
ἀθλία τύχης . χαῖρ ' , ὦ τεκοῦσα , χαῖρε Κασσάνδρα τέ μοι . . . χαίρουσιν ἄλλοι , μητρὶ
αὐτῶι ἑτέρα ἀπήνη , ἔνθα ἦν τὰ λάφυρα καὶ ἡ Κασσάνδρα . αὐτὸς μὲν οὖν προεισέρχεται εἰς τὸν οἶκον σὺν
5593710 ἁμαρτωλος
ἀπὸ ] τοῦ ἀγαπητοῦ αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν , καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου , οὔτε ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ
ἀποφώλια εἰδώς : ἀποφώλια δὲ τὰ ἀπαίδευτα . πῶς οὖν ἁμαρτωλὸς εἶ καὶ οὐκ ἀπαίδευτος ; ἀλλὰ λέγει πάνυ ἥμαρτες
5587830 στυγεραν
τραπείσαις , ἀπὸ τῶν ἑαυτῶν δωμάτων διαμεῖψαι καὶ ὁδεῦσαι ὁδὸν στυγερὰν καὶ μίσους ἀξίαν , ἤτοι διακορηθῆναι καὶ διαπαρθενευθῆναι παρὰ
ζῆν ἔτι κέρδος ; φεῦ φεῦ : θανάτωι καταλυσαίμαν βιοτὰν στυγερὰν προλιποῦσα . ἄιες , ὦ Ζεῦ καὶ Γᾶ καὶ
5585059 ἀγγελου
μὲν ἀποδρᾶσα , οὐ φυγαδευθεῖσα , κατάγεται ὑπαντή - σαντος ἀγγέλου , ὅς ἐστι θεῖος λόγος , εἰς τὸν δεσποτικὸν
ὁ μῦθος ] ὁ λόγος τούτου ὑπηρέτου ] δούλου , ἀγγέλου νέον νέοι ] νεωστί : οὐ γὰρ ἀρχαία ὑμῖν
5577013 σκηπτουχιᾳ
τίνα δὲ καὶ πενθήσομεν τῶν ἀρχελείων , ὅστ ' ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθεὶς ἄνανδρον τάξιν ἠρήμου θανών ; Ξέρξης μὲν αὐτὸς
ἀπὸ τοῦ τῶν λαῶν ἄρχειν . ὅς τ ' ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ] τινὲς ὥστε διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφουσι ,
5573833 Λαβδακιδη
καθὰ καὶ Μνασέας ἐν τῷ περὶ χρησμῶν γράφει : Λάιε Λαβδακίδη , ἀνδρῶν περιώνυμε πάντων . ἐξ οὗπερ : ἀφ
χρηστηριαζομένῳ περὶ γενέσεως ἀῤῥένων παίδων ἀνεῖλεν ὁ θεός : Λάϊε Λαβδακίδη μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα δαιμόνων βίῃ : κτενεῖ γάρ
5572895 ἐξελασθεις
κατῆλθες : αὐτὸς γὰρ πρῶτος πεπείραται τῶν τοῦ πατρὸς ἀρῶν ἐξελασθεὶς τῆς πόλεως καὶ πάλιν κατελθὼν οὐκ εἰς φιλίαν ἀλλ
συμπράττων πάλιν τοῖς τυράννοις τὴν κάθοδον , καὶ διὰ τοῦτο ἐξελασθεὶς αὐτὸς ἐκ τῆς πατρίδος , οὐκ ἐμνησικάκει πρὸς τοὺς
5561828 ἀμυνω
στρατόν . ἀμυνόμενος : μαχόμενος , διώκων , τιμωρῶν : ἀμύνω τὸ βοηθῶ δοτικῇ συντάσσεται , ἐνεργητικῶς γραφόμενον , ἀμύνομαι
α . . Ἀμύντωρ : ὁ βοηθός : ἀπὸ τοῦ ἀμύνω , . , . * . Ἀμύξ : ἐπίρρημα
5550631 χρυσαττικου
ἐχῖνος δὲ ὁ πεπλυμένος ἐσθιόμενος καθ ' αὑτὸν ἢ μετὰ χρυσαττικοῦ ἢ ὑδρομήλου γλυκέος καὶ κτένια πεπλυμένα καὶ ἀστακὸς δίσεφθος
ἐν λούτρῳ , ἢ πρὸ λούτρου μετ ' οἰνομέλιτος ἢ χρυσαττικοῦ , κυάμου μέγεθος . Ἀνδρομάχου πρὸς λιθιῶντας . Θραύουσα
5543011 τεκνου
ἀνδρὸς θάνατον τεκνόποινος , ἤτοι ποινὴν καὶ τιμωρίαν εἰσπράττουσα τοῦ τέκνου αὐτῆς , τουτέστι τῆς Ἰφιγενείας . οὐ δεισήνορα ]
θ ' ὑπειδόμην τὴν σὴν ἃ πείσηι τ ' ἐκπεπνευκότος τέκνου , ἥκω δ ' ἀρήξων συμφοραῖσι ταῖσι σαῖς ,
5529920 θρηνει
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α
5523929 αἰαζω
πλατάγησον στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις . αἰάζω τὸν Ἄδωνιν : ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . κεῖται καλὸς Ἄδωνις
, . Αἰάζειν : παρὰ τὸ αἴ σχετλιαστικὸν ἐπίρρημα γέγονεν αἰάζω , ὡς λίαν λιάζω , . , , .
5506940 ἐνεπεσε
ἐπεὶ δὲ τοῦτ ' ἐγένετο , πολλὴ μὲν εὐθυμία πᾶσιν ἐνέπεσε , πολλὴ δὲ φιλότης ἀλλήλων , θάρσος τ '
σύμπαν αὐτοῦ σῶμα εὐλῶν ἐξέζεσεν . τοσόσδε διὰ τῆς νυκτὸς ἐνέπεσε σεισμός , ὥστε ἐξέθορον ἐκ τῆς κοίτης , σκηπτοί
5501018 κατηφειας
ἐκεῖνος τὸν πόλεμον καὶ τὰς ἐπ ' αὐτῷ συννοίας καὶ κατηφείας σκεδάσας εἰρήνην ἐπικηρυκεύσηται βίου , φαιδρὸς καὶ γεγηθὼς τὴν
θαλερῶν αἰζηῶν . ” κατωμαδόν κατὰ τῶν ὤμων . κατηφόνες κατηφείας ἄξια πράττοντες , παρὰ τὸ φῶ , οὗ παραγωγὸν
5500073 κλαυθμου
ἄλλων βασιλέων καὶ τῶν στρατευμάτων αὐτῶν . Ἀκούσατε οὖν τοῦ κλαυθμοῦ τοῦ Ελιου ὑποδεικνύοντος τοῖς παισὶν τὸν πλοῦτον τοῦ Ιωβ
, τὸν Δαρεῖον ἐσκυλευκώς . ἔνθα δὴ κραυγῆς μεγάλης καὶ κλαυθμοῦ περὶ τὰς γυναῖκας γενομένου καὶ τοῦ πλήθους τῶν αἰχμαλώτων
5494618 καταπαυσει
παίωνας . ἢ τοὺς λεγομένους παιᾶνας ὕμνους εἰς Ἀπόλλωνα ἐπὶ καταπαύσει λοιμοῦ . ἢ Παιήονα τὸν θεῶν ἰατρόν . ἢ
ἡ γῆ Χὰμ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀπολεῖται . Τότε καταπαύσει ἡ γῆ πᾶσα ἀπὸ ταραχῆς καὶ πᾶσα ἡ ὑπ
5490164 πεφονευσθαι
γυνὴ φεύγει : τό τε γὰρ ὑπὸ τοῦ οἰκέτου αὐτὸν πεφονεῦσθαι διὰ τῆς μοιχείας κατασκευάζεται τό τε εἶναι τὴν μοιχείαν
γέγονε πάντως ὅτι καὶ τέθνηκεν : ὥστε πῶς δύναται τοῦ πεφονεῦσθαι ὑπὸ τοῦ παιδὸς τὸν πατέρα σημεῖον εἶναι ἡ ἀφάνεια
5490082 θαρσους
οὕτως γὰρ ἂν ἐκφεύξωνται τῶν τόπων τοὺς δυσχερεῖς καὶ μετὰ θάρσους τοῖς πολεμίοις διὰ τὸ γνωρίζειν τοὺς τόπους μαχήσονται .
ἥττηται δὲ Καλλιμάχου τοσοῦτον ὅσον οἱ κείμενοι τῶν ἑστηκότων καὶ θάρσους ἀγαθοῦ νεκρὸς οὐχ ὁλόκληρος . ὥσπερ δὲ ἅπαν τυγχάνει
5489061 στεμματων
ἔστιν ἐν γῆι , πρὶν θεοῦ δῦναι σέλας λύσαντα σεμνὰ στεμμάτων μυστήρια τῆσδ ' ἐξελαύνειν , μηδ ' ἀναιρεῖσθαι νεκροὺς
ἔλακεν ἐμᾶς ματρός : καὶ ἀριστοφάνης : ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων τραγικῇ λέξει χρησάμενος ὅτε τὸν ἀπόφονον τῆς ἐμῆς μητρὸς
5485976 προστυχοντος
τε γὰρ φύσει ποιητικὴ ἡ σύμπασα αἰνιγματώδης καὶ οὐ τοῦ προστυχόντος ἀνδρὸς γνωρίσαι : ἔτι τε πρὸς τῷ φύσει τοιαύτη
εὐχῆς ἄξιον : οὐ γὰρ ἂν εἰκῇ οὐδὲ ἐκ τοῦ προστυχόντος κατηξιώθη ᾠδῆς , καὶ ἔμεινεν ᾀδόμενον . Εἰ δὲ
5482391 γηρασκων
ᾖδον . Ἀετοῦ γῆρας , κορύδου νεότης : παρόσον καὶ γηράσκων ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ παντὸς νεάζοντος ὄρνιθος . Λέγεται δὲ
. ἀποβάλλει δὲ κύων τοὺς καλουμένους κυνόδοντας γενόμενος τετραμηνιαῖος : γηράσκων δὲ ὑπομελανοῖ τοὺς ὀδόντας καὶ ἀμβλεῖς ποιεῖ : ὅθεν
5481744 Ἱππολυτου
. ὁ δὲ νοῦς : ἀλλὰ πειρατέον τῆς γνώμης τοῦ Ἱππολύτου , ποῖος ἔσται πρὸς τὰ λεγόμενα : τὸν εὐθὺν
δὲ καὶ τάφος Φαίδρας , ἀπέχει δὲ οὐ πολὺ τοῦ Ἱππολύτου μνήματος : τὸ δὲ οὐ πόρρω κέχωσται τῆς μυρσίνης
5477069 χαιρουσα
κεφαλῇ περιθεῖσα καθαπερεὶ κόσμον ὁμοῦ τε ᾄδει καὶ ἄπεισιν οἴκαδε χαίρουσα : οὐ μὴν δὲ ἀφιᾶσιν οἱ θηραταὶ , ἀλλὰ
οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι κείνῳ . ” καγχαλόωσα χαίρουσα , διὰ τὸ ἐν χαλάσματι εἶναι τὴν ψυχήν ,
5474438 ἀσαλης
τροπῇ τοῦ η εἰς α ἄσασθαι . . . . ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα : σάλη
δὲ παρὰ τὴν σάλην , ἣ σημαίνει τὴν φροντίδα . ἀσαλής : ὁ ἀμέριμνος . οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος .
5473309 θεατρου
ἀρίστους : διόπερ οὐ ῥᾳθυμητέον . Ὀρχήστρα . τὸ τοῦ θεάτρου μέσον χωρίον , καὶ τόπος ἐπιφανὴς εἰς πανήγυριν ,
καὶ συντοξεύοντος , ὅς γε τὴν ἄκραν τὴν ὑπερκειμένην τοῦ θεάτρου καταλαβὼν ἀδοκήτως καὶ ἐξαπιναίως , τὸ πολὺ πλῆθος τῶν
5469730 ἀθυρων
τῶν ἀνέμων , ἁλὸς περικλυζομένοις . Κοῦρος : νέος . ἀθύρων : παίζων . Οἰός : προβάτου . περιμήκετον :
. νέος μὲν οὖν ὢν ἀμφὶ βωμίους τροφὰς ἠλᾶτ ' ἀθύρων : ὡς δ ' ἀπηνδρώθη δέμας , Δελφοί σφ
5467895 γοου
Λαέρταο κλυτὸς πάις ἀντιθέοιο . Ἀλλ ' ὅτε δὴ κορέσαντο γόου καὶ πένθεος αἰνοῦ , δὴ τότε Νηλέος υἱὸς ἔτ
ἐν ἄντροις , ἀπόπαυσον , ἔασον Ἀχοῖ με σὺν φίλαισιν γόου κόρον λαβεῖν . συνάλγησον , ὡς ὁ κάμνων δακρύων
5460663 παρατατικως
τὸ συντελεστικόν , καὶ διὰ τοῦτο μὴ κινεῖσθαι μέν τι παρατατικῶς , κεκινῆσθαι δὲ συντελεστικῶς . μήποτε δὲ κἀνταῦθα πλανᾶται
ἀρτίως σημαίνει αὐτῆς τῆς ὥρας . τὸ δ ' ἄρτι παρατατικῶς καὶ ἐπὶ τοῦ παρῳχηκότος . ἀράχνη καὶ ἀράχνιον †
5459088 θρηνητικου
ἐξ αὐτοῦ αἰανὸς ὁ σκοτεινός , καὶ ἀπὸ τοῦ ω θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος οἰμώζω καὶ ἐξ αὐτοῦ οἰμωγὴ ὁ θρῆνος ,
Αἰαίην δ ' ἐς νῆσον . ἀπὸ τοῦ αἲ αἴ θρηνητικοῦ ἐπιρρήματος : λέγουσι τῆς Κίρκης τὴν νῆσον πλησίον εἶναι
5447056 φροιμιον
φίλιον ἐν δόμοις : θάνατος οὐ πόρσω . βοᾶι φόνου φροίμιον στενάζων ἄναξ . ὦ πᾶσα Κάδμου γαῖ ' ,
ἐγώ νιν οἷδα καὶ σὺ χοἰ πεπονθότες . Μενέλαε , φροίμιον μὲν ἄξιον φόβου τόδ ' ἐστίν : ἐν γὰρ
5446846 συγκομιδη
δυσχερής τε καὶ ἐπικίνδυνος καὶ μάλιστα πολεμίων παρόντων ἡ τούτων συγκομιδή . Καὶ λόφον δέ τινα παρακείμενον προκαταλαμβάνειν καλόν ,
. θαλύσια : ἡ τῶν καρπῶν τῶν ἐπὶ τῆς γῆς συγκομιδή . καὶ Ὅμηρος : ὃν οὔτι θαλύσια . .
5444814 δουλουται
τὰ μικρὰ τοῦ θανάτου μυστήρια . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πάντα δουλοῦται ταχύ . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά .
καὶ τὸ ἑαυτῷ θειότατον ὑπὸ τῷ ἀθεωτάτῳ τε καὶ μιαρωτάτῳ δουλοῦται καὶ ἐπὶ τῇ αὑτοῦ ψυχῇ πλημμελεῖ . καὶ μὴν
5438973 θυοσκοος
. καὶ συνθέτως τὸ μὴ κοεῖν μακκοᾶν ἔλεγον . ὅθεν θυοσκόος ὁ μάντις , ἀπὸ τῶν θυομένων κοῶν , καὶ
καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον . αὐτὰρ ἐγὼ μετὰ τοῖσι θυοσκόος οὐδὲν ἐοργὼς κείσομαι , ὡς οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ
5437142 δολιαν
οὕτω τῆς πάντων ἐπεβουλεύσαντο σωτηρίας καὶ τότε , πρόφασίν τινα δολίαν πλασάμενοι , ὡς οὐ πρὸς φυγὴν ἐκτρέπονται , πρὸς
ἐν ἑαυτῇ δεχομένη , ἐστοναχίζετο καὶ ἐστενοχωρεῖτο . ἐμηχανήσατο δὲ δολίαν , ἤγουν συνετὴν τέχνην . κατασκευάσασα γὰρ ἀπὸ ἀδάμαντος
5434251 πλεονασμω
: ἐξ οὗ καὶ σειρὰ , ἡ πλοκή : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ , εἴρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ,
ἀπὸ τοῦ ἀϊσσης : παράγωγον αἰσύω : αἰσυτήρ : καὶ πλεονασμῶ τοῦ η αἰσυητήρ . ἀΐσυλος , ὁ ἄδικος καὶ
5432293 Κλυταιμνηστρας
Ὀρέστην φονευομένου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἀρσινόη ἡ τροφὸς ἐκ τῶν Κλυταιμνήστρας χειρῶν καὶ τοῦ κατ ' αὐτοῦ δόλου σκευωρουμένου ὑπεξέκλεψεν
μεταξὺ Οἴακος τοῦ μετὰ τοῦ Τυνδαρίου ἐλθόντος καὶ Ἠριγόνης τῆς Κλυταιμνήστρας καὶ τοῦ Ὀρέστου . ὅστις Μενεσθεὺς ἐξεῖπε ψῆφον δικαίως
5430576 ληματος
] λογισμοῦ . λήματος ] τοῦ κατὰ σὲ φρονήματος . λήματος ] θυμοῦ . λήματος ] τοῦ φρονήματος , ἀνδρείας
ἐκ τῆς Νεμέας καὶ ἐξ Ἐπιδαύρου καὶ ἀπὸ Μεγάρων . λήματος : φρονήματος . ἡ δὲ ἀπό κατὰ κοινοῦ :
5429478 μισους
φύσις ἐποίησεν εὐνοίας ἕνεκα , ταῦτα ἰδεῖν ἔστιν ἔχθρας καὶ μίσους αἴτια γιγνόμενα . αὐτίκα ἡ πρώτη καὶ μεγίστη φιλία
' ὧν γίγνεται , τὸ τῆς ἔχθρας καὶ τὸ τοῦ μίσους . οὐ γὰρ ἔστι φανῆναί ποτε ἀπὸ τούτου τοῦ
5426597 βαθυτατου
ποτ ' ἐσθλῇ . * μυχάτοιο : βαθεός ἢ ὑστάτου βαθυτάτου ἐνδοτάτου Μελισσήεντος : Μελισσήεντα δέ φησιν τὸν τόπον τοῦ
. καὶ τὰ μὲν νῶτα αὐτῷ κυανοῦ μεμίμηται χρόαν τοῦ βαθυτάτου , ὑπέζωσταί γε μὴν λευκὴν τὴν νηδύν : ἄρχεται
5424895 ῥοιζου
ὕδατι , νίτρῳ μεθ ' ὕδατος , μελικράτῳ μετὰ πολλοῦ ῥοίζου : οὕτως γὰρ ἐξωσθείη τὸ ἐνερειρηκός : κνησμωδῶν δ
ὀρθοέθειρον , αἰφνίδιον , βρονταῖον , ἀνίκητον βέλος ἁγνόν , ῥοίζου ἀπειρεσίου δινεύμασι παμφάγον ὁρμήν , ἄρρηκτον , βαρύθυμον ,
5422349 ἀποιμωξον
] παρὰ τὸ ἐξ Αἰσχύλου Μυρμιδόνων : Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τεθνηκότος τὸν ζῶντα μᾶλλον : τἀμὰ γὰρ
ἐν Μυρμιδόσιν . . . . : Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου ˈ τὸν ζῶντα μᾶλλον : τἀμὰ
5421731 ἀπολωλαμεν
ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ υἱοὶ Βάλλας καὶ Ζέλφας καὶ εἶπον : ἀπολώλαμεν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ τέθνηκεν ὁ υἱὸς Φαραὼ
: ἀντὶ τοῦ : διὰ τὸν σὸν φόνον καὶ ἡμεῖς ἀπολώλαμεν : † ἰσονέκυες : ἐπειδὴ εἶπεν ἰσονέκυες , κατασκευάζει
5416310 Ξενοκλεους
τὸ ” ὦ Παλλάς , ὥς μ ' ἀπώλεσας “ Ξενοκλέους εἶναί φησιν ἐκ τοῦ Λικυμνίου λεγόμενον ὑπ ' Ἀλκμήνης
τοῦ “ τραγῳδοῦ ” : δῆλον , ὅτι Γ περὶ Ξενοκλέους ὁ λόγος . Γ διαβάλλει αὐτὸν ὡς ἀδηφάγον .
5413126 τραγικου
, ἀθανατίζεται μᾶλλον ἢ φθείρεται κατὰ τὸ φιλοσοφηθὲν ὑπὸ τοῦ τραγικοῦ ” θνῄσκει δ ' οὐδὲν τῶν γιγνομένων , διακρινόμενον
, ὅτε κακῶς τὴν Ὑψιπύλην ὑπεκρίνατο : μή με Λεοντῆος τραγικοῦ κεναρηφαγον ηχος λεύσσων Ὑψιπύλης ἐς κακὸν ἦτορ ὅρα .
5411165 παιανων
τοιούτῳ ὁ οἶκος ὁμοῦ μὲν θυμιαμάτων γέμει , ὁμοῦ δὲ παιάνων τε καὶ στεναγμάτων . ἀτελὲς δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν
: κεχώρισται δὲ τῶν ἐγκωμίων καὶ τῶν προσῳδιῶν , καὶ παιάνων , οὐχ ὡς κἀκείνων μὴ ὄντων ὕμνων , ἀλλ
5403511 σχων
τὴν ἐκεχειρίαν : μετὰ τὴν λύσιν αὐτῶν τῶν σπονδῶν . σχών : ἐλλιμενίσας . ἐκ δ ' αὐτοῦ : τοῦ
Διὸς μεσιτεύων αὐτήν , ὁ δίσευνος Ἥφαιστος καὶ δύο γυναῖκας σχών , τὴν Ἀφροδίτην καὶ τὴν Χάριν . ἐμὸν δὲ
5401133 ἐσωθην
γαλήνης μακρᾶς γενομένης δίψει πάντες ἀνῃρέθησαν , ἐγὼ δὲ μόνος ἐσώθην ὑπὸ τῆς ἐμῆς εὐσεβείας . ” ἀκούσας οὖν ὁ
. οὕτω δὲ κἀγὼ τῆς παροιχομένης νυκτὸς διαπλεύσας μόνος δεῦρο ἐσώθην . σχεδὸν μὲν οὖν ἐν ὅσῃ ἔγωγε χρείᾳ καθέστηκας
5399457 αὐθαδως
, ἄλλα δ ' οὐ μάτην ἔρδον . ὁρᾷς ὡς αὐθαδῶς καὶ οὐ τῆς σῆς συμβουλῆς ; καὶ ταῦτα μέν
ὁ νόμος , καὶ διὰ σκληρότητα τρόπων ἀφηνιασταί , σκιρτῶντες αὐθαδῶς καὶ ἀπαυχενίζοντες : οὓς νουθετεῖ φάσκων : ” περιτέμνεσθε
5398772 λιπτω
χαρακτῆρος : πρόσκειται ἓν ἄφωνον , διὰ τὸ ἵπτω : λίπτω : νίπτω : πίπτω . Τὰ εἰς δω δισύλλαβα
Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ]
5396805 κοτος
μάνις : οἱ γὰρ ὀργιζόμενοί πως μαίνονται : Ἀρίσταρχος δὲ κότος πολυχρόνιος , ἀπὸ τοῦ ἐγκεῖσθαι . λέγεται καὶ ἀρσενικῶς
συμπρέσβεις παρῇσαν , ἤδη δὲ τοῦ τείχους ἱκανῶς προκεχωρη - κότος τοῖς Λακεδαιμονίοις ἤγγελτο ὅτι τετειχισμέναι λοιπὸν εἶεν Ἀθῆναι ,
5396756 αὐχμου
εἰς τὴν Διοσκουριάδα καὶ οἱ Φθειροφάγοι εἰσίν , ἀπὸ τοῦ αὐχμοῦ καὶ τοῦ πίνου λαβόντες τοὔνομα . πλησίον δὲ καὶ
ἐν Αἰγίνῃ . ΓΘ Ἑλλάνιος Ζεὺς τιμᾶται ἐν Αἰγίνῃ . αὐχμοῦ γάρ ποτε ἐν Ἑλλάδι γενομένου Αἰακὸς συναγαγὼν τοὺς Πανέλληνας
5395840 Ὀρεστου
Τροίαν ἑλέειν Παναχαιούς . . . . : περὶ τῆς Ὀρέστου κρίσεως ἐν Ἀρείωι πάγωι ἱστορεῖ καὶ Ἑλλάνικος ταῦτα γράφων
Καὶ μήν , εἰ μυθολογικὸς ἦν , τόν τε τοῦ Ὀρέστου νεκρὸν διῄειν , ὃν ἑπτάπηχυν ἐν Νεμέᾳ Λακεδαιμόνιοι εὗρον
5393558 παυω
ἀντίπαλον θανάτου . πάντα δ ' ὅσα σπλάγχνοισιν ἐνίσταται ἄλγεα παύω , βῆχά τε καὶ πνιγμόν , λύγγα τε καὶ
βλέπειν . Λῆρος . λήθω λήσω , λῆρος : ὡς παύω παύσω , παῦρος . ἢ ἀπὸ τοῦ ῥέειν καὶ
5392233 ἀναθορων
θηρατὰς καὶ κύνας καὶ ἵππους , ἐπί τινα λόφον ὑψηλὸν ἀναθορὼν καὶ ἑαυτὸν ἀναστήσας ἐπὶ τῶν κατόπιν ποδῶν , οἷον
πληθὺς αἰδουμένη παλίωξίν τε εἰργάσαντο . καὶ τῆς νίκης ἀρχομένης ἀναθορὼν αὖθις ἐπὶ τὸν ἵππον ἐπῄνει τὸν στρατὸν περιιὼν καὶ
5387153 στεναγμου
δὲ τὸ καίω [ υ ] ψιλόν . στονόεντα : στεναγμοῦ ἄξια , ἤως πολυστένακτα . Ἁλκυόνων : πασιδόνων .
τὴν οὐρανίαν σφαῖραν ὑποστενάζει ] μετ ' ὀδύνης ὑπανέχει καὶ στεναγμοῦ βοᾷ ] διὰ τὸ σὸν πάθος πόντιος κλύδων ]
5386985 ῥυου
ἐποίησε . τὸ δὲ “ πρὸ πόλεως ἑπτάπυλον ἕδος ” ῥύου “ οὕτως ῥητέον , ὦ μάκαιρ ' ἄνασσα Ὄγκα
Θηβαίοις τιμᾶσθαι ἐποίησεν . τὸ δὲ πρὸ πόλεως ἑπτάπυλον ἕδος ῥύου οὕτως ῥητέον : ὦ μακαρία ἄνασσα Ὄγκα , ὦ
5375144 ὀνειρου
καʹ κοιναί , ἡ δὲ κβʹ παραχρῆμα ἐπιτελεῖ τὰ τοῦ ὀνείρου , ἡ δὲ κγʹ ἐν ἡμέραις η , ἡ
κατήγορος τῷ τοῦ φεύγοντος ὅρῳ ἀνατρέπων τὸ μεμυῆσθαι διὰ τοῦ ὀνείρου τὸν ἄνθρωπον : ζητητέον δὲ , τίς ἡ διαφορὰ
5374126 προφανους
ἄφαρκτον , ἥδιον διὰ τὴν πίστιν ἐτιμωρεῖτο ἢ ἀπὸ τοῦ προφανοῦς , καὶ τό τε ἀσφαλὲς ἐλογίζετο καὶ ὅτι ἀπάτῃ
; τρόπῳ : τίνα τρόπον , λαθὼν ἢ ἐκ τοῦ προφανοῦς βιασάμενος ἢ ἀπατήσας ; τόπῳ , ἐν ἄστει :
5373610 ἁλουσα
πλησμονῆς , καὶ ἐξελκύσαι ἀδύνατός ἐστιν αὖθις . μένει τοίνυν ἁλοῦσα , καὶ ὁ πορφυρεὺς αἰσθόμενος ἐθήρασε δεύτερος τὴν ὑπὸ
δὶς περὶ τῶν αὐτῶν μὴ εἶναι δίκας : ἱέρεια προαγωγείας ἁλοῦσα ἐκρίθη καὶ ἠφείθη : καὶ πάλιν φεύγει ἀσεβείας ,
5371650 ἐπιστευθη
τὸν πρῶτον εἰπόντα : ἀρνουμένου δὲ Θήρωνος ὁ ἁλιεὺς μᾶλλον ἐπιστεύθη . βασανιστὰς εὐθὺς ἐκάλουν καὶ μάστιγες προσεφέροντο τῷ δυσσεβεῖ
, εἴρηκα ὑμῖν . ἀντὶ δὲ τοῦ χάριν ἀποδοῦναι ὧν ἐπιστεύθη καὶ ἔλαβεν παρὰ τοῦ πατρὸς τοῦ ἐμοῦ , οἴεται
5370101 καταπονουμενος
, ἐκεῖνό ἐστι . Πλάτων ὁ Ἀρίστωνος ὑπὸ πενίας φασὶ καταπονούμενος ἔμελλεν ἐπὶ στρατείαν ἀποδημῆσαι : καταληφθεὶς δὲ ὑπὸ Σωκράτους
ἢ καὶ κακοδαιμονῶν ἢ καὶ μήτε οὗτος μήτε ὁ δηλωτικὸς καταπονούμενος χρηματίζει τῷ τόπῳ τῷ περὶ γονέως ἀλλ ' εἴη
5370081 ὑπακουσαντος
διὰ φαρμακείας λύσειν τὴν νόσον . ἀσμένως δὲ τοῦ βασιλέως ὑπακούσαντος διὰ τὸ λέγεσθαι Δαρεῖον μετὰ τῆς δυνάμεως ἐκ Βαβυλῶνος
Κροτωνιατῶν ἀναιρεθήσεσθαι . τοῦ δὲ Πολυζήλου πρὸς τὴν στρατείαν οὐχ ὑπακούσαντος διὰ τὴν ῥηθεῖσαν ὑποψίαν , δι ' ὀργῆς εἶχε
5361998 Ξανθιοις
οἱ Ξάνθιοι ὀδυρόμενοι τὰ σφέτερα καὶ παραινοῦντες ἀμείνονα βουλεύσασθαι . Ξανθίοις δὲ οὐδὲν ἀποκριναμένων πω τῶν Παταρέων , ἐδίδου τὸ
ἄλλων περιφανέστατα Λαοδικεῦσι καὶ Ταρσεῦσι καὶ Ῥοδίοις καὶ Παταρεῦσι καὶ Ξανθίοις . καὶ αὐτῶν ἕκαστα , ὡς ἐν κεφαλαίῳ συναγαγόντι
5359768 ἀνακλησεως
αὐτὸν τοὺς ἀπὸ τῆς χώρας μετά τινος μεμελῳδημένου θρήνου καὶ ἀνακλήσεως , ᾧ καὶ νῦν ἔτι πάντες χρώμενοι διατελοῦσι .
τοὺς ἀπὸ τῆς χώρας μετά τινος μεμελῳδημένου θρήνου [ καὶ ἀνακλήσεως ] , ᾧ καὶ νῦν ἔτι πάντες χρώμενοι διατελοῦσι
5356299 αἱρεομαι
ὕμνον τοῖς τοῦ Δεινομένεος παισὶ τελέσας , ἀπὸ κοινοῦ τὸ αἱρέομαι : ὅντινα ὕμνον ἐδέξαντο παρὰ τῇ ἑαυτῶν ἀρετῇ τῶν
. εἰκὸς οὖν ταύτῃ τῇ ἱστορίᾳ ἐντετυχηκέναι τὸν Πίνδαρον . αἱρέομαι : αἱροῦμαι καὶ ἀποδέχομαι , φησὶ , τὴν παρὰ

Back