δὲ οὐκ ἂν ἔλαβεν . Ϛʹ . τῷ αὐτῷ . Ἠρόμην πλουσίους τινάς , εἰ πικραίνονται . τί δ '
Καὶ ὃς ἀκούσας μου συνεχώρει καὶ αὐτὸς λέγειν τοιοῦτον . Ἠρόμην δ ' αὐτὸν εἰ οὐκ ἀδύνατον εἴη δύο μόνας
5195653 Ἐμπουσαν
ἀλάστορες αὗται θεραπαινίδες συνίσασι καὶ ἡ ἐπιτύμβιος γραῦς , ἣν Ἔμπουσαν ἅπαντες οἱ κατὰ τὴν οἰκίαν καλεῖν εἰώθασιν ἐκ τοῦ
Ἀτρόμητον , τὴν δὲ μητέρα σεμνῶς πάνυ Γλαυκοθέαν , ἣν Ἔμπουσαν ἅπαντες ἴσασι καλουμένην , ἐκ τοῦ πάντα ποιεῖν καὶ
5164291 ἀποφραδα
παντάπασιν ἀνήκοος ἦσθα τοῦ ὀνόματος ; ἐγὼ δὲ τὴν μὲν ἀποφράδα ὅ τι καὶ βούλεται εἶναι διδάξω σε μικρὸν ὕστερον
ἔθνη προσείληφας . ὃ καὶ θαυμάζω , ὅτι τὴν μὲν ἀποφράδα ἐδυσχέρανας ἀκούσας , ἐπ ' ἐκείνοις δὲ τοῖς ὀνόμασιν
5015135 τορυνην
ἐπιθυμεῖ , δεῖ τορύνης καὶ χύτρας , τρέχω ' πὶ τορύνην . Τροχίλος ὄρνις οὑτοσί . Οἶσθ ' οὖν ὃ
; πότε τὴν χύτραν εἶπες λουπάδα [ ] ἢ τὴν τορύνην ὀβελίσκον ; εἴ τινος αὐτῶν δοῦλος ἤμην , εἰ
4912797 περιειργαζετο
φεύγων , Χλόην δὲ τηρῶν , Οὐδὲ ὁ Γνάθων ἔτι περιειργάζετο , καταμαθὼν ὡς οὐ μόνον καλός , ἀλλὰ καὶ
καὶ τοῦ ναυμαχεῖν ἐπίστασθαι . Πῶς οὖν ὁ ταῦτα συμβουλεύων περιειργάζετο , ἢ πῶς οὐχ ἡρμόττετο πρὸς τὴν φύσιν τῆς
4897907 διϊσχυριζονται
μὲν Ὁμήρῳ φασὶν , οἱ δὲ καὶ Ὁμήρου προγενέστερον εἶναι διϊσχυρίζονται . Καὶ οἱ μὲν προγενέστερον εἶναι τοῦτον Ὁμήρου διϊσχυριζόμενοι
ἀγῶνα λόγων συστήσασθαι , οἱ δὲ καὶ Ὁμήρου προγενέστερον εἶναι διϊσχυρίζονται . καὶ οἱ μὲν προγενέστερον εἶναι τοῦτον Ὁμήρου διϊσχυριζόμενοι
4870962 αὐλητριδα
νήφοντα ἄνδρα ἀφαιρούμενον μὲν τὸν κρατῆρα , ἀπάγοντα δὲ τὴν αὐλητρίδα , καθαιροῦντα δὲ τοὺς στεφάνους , παύοντα δὲ τὴν
αὐτὴν παντοδαποῖς τραγήμασιν , μύρον , στεφάνους , λιβανωτόν , αὐλητρίδα λαβέ . εἰ τὸ συνεχῶς καὶ πολλὰ καὶ ταχέως
4869499 κνα
καὶ γίνεται υא καὶ ποιεῖ ⃞ον τὸν ἀπὸ πλ . κνα / . Δεῖ οὖν τὸν ιγ διαιρούμενον εἰς δύο
εἰς δύο ⃞ους κατασκευάζειν τὴν ἑκάστου πλ . ὡς ἔγγιστα κνα / , καὶ ζητῶ τί ἡ τριὰς λείψασα ,
4860936 σημαντικην
οἱ ἀπὸ τῆς Στοᾶς , τὸ τὴν τοῦ νοουμένου πράγματος σημαντικὴν προφέρεσθαι φωνήν , οἷον τοῦδε τοῦ στίχου : μῆνιν
φωνὴν σημαντικὴν καὶ ἐγγράμματον ὡς τὴν ἄνθρωπος , τὴν δὲ σημαντικὴν καὶ ἀγράμματον ὡς τὴν κυνὸς ὑλακήν , τὴν δὲ
4810928 γελασαι
: οὗ γὰρ τὸ μέγιστον ἔργον ἐστὶ παιδιά , ἁδρὸν γελάσαι , σκῶψαί τιν ' , ἐκπιεῖν πολύν , οὐχ
ὁ Δημόκριτος , εἰ ταῦτα εἶδε ; κατ ' ἀξίαν γελάσαι ἂν ἐπὶ τῷ ἀνδρί ; καίτοι πόθεν εἶχεν ἐκεῖνος
4802235 εὑρεθεισαν
μετὰ τὴν ἁρπαγήν , ἣν ἥρπασεν αὐτὴν ὁ Πλούτων , εὑρεθεῖσαν διὰ λευκοπώλου ἅρματος ἀνῆχθαι ὑπὸ τῆς μητρὸς εἰς τὸν
χρήσασθαι Σίβυλλαν Σκάμων ὁ προειρημένος : ὀνομασθῆναι δ ' αὐτὴν εὑρεθεῖσαν ὑπὸ Σάμβυκος τινός . . . , . :
4795133 παραπεμπε
, οὐκ ἂν ὤκνησα διὰ τὸ σαφέστερον . σὺ δὲ παράπεμπε τῷ νῷ τὰς θεωρίας τῷ ῥητορικῷ σου κοσμῶν λόγῳ
τὴν Ἔμπουσαν ; Φέρε παῖ ταχέως κατὰ χειρὸς ὕδωρ , παράπεμπε τὸ χειρόμακτρον . Ὑποπεπώκαμεν γάρ , ὦνδρες , καὶ
4784598 ἐγεωργησεν
γράφει δὲ καὶ ταυτὶ ὁ ῥήτωρ “ ὃς δύο ἔτη ἐγεώργησεν ” οὔτε ἰδίαν ἐλαίαν οὔτε μορίαν οὔτε σηκὸν παραλαβών
ὁμόνοιαν ἀνακραθῇ . Καὶ ταύτην δὲ τὴν ἀπόφασιν πρῶτος Ὅμηρος ἐγεώργησεν , Ἀναξαγόρᾳ σπέρματα τῆς ἐπινοίας χαρισάμενος ἐν οἷς φησίν
4742626 ἀπολλυων
πάντα ἀνάγεις , ὅτι οὐδ ' ὁ τὴν ῥῖνά σοι ἀπολλύων ἔσται βεβλαμμένος . Ναί , φησίν , κεκολόβωται γὰρ
τὴν μεγάλην . ψυκτῆρά τις προὔπινεν αὖ , τοὺς ἀθλίους ἀπολλύων . ἑκοῦσα δ ' ἁδελφὴ ποιήσει τοῦτό σοι ἀντάλλαγον
4711793 κωμικην
μὲν γὰρ αὐτῶν λυρικὴν κλῆσιν φέρει , ἄλλο τραγικήν , κωμικήν , μονῳδίαν καὶ σατυρικήν , καὶ διθύραμβον πάλιν :
Γ τὴν Πάρον φασίν , οἱ δὲ κατὰ παιδιὰν εἰρηκέναι κωμικήν . ἀπ ' ἰκρίων θεωροῦντες τοὺς δύο ὀβολοὺς παρεῖχον
4708835 λοπαδ
πρῶτος αὐτῶν καταμαθὼν τῆς λοπάδος , ἀνεπήδησε κἄφευγεν κύκλῳ τὴν λοπάδ ' ἔχων , ἄλλοι δ ' ἐδίωκον κατὰ πόδας
. κάκκαβον λέγω . σὺ δ ' ἴσως ἂν εἴποις λοπάδ ' . ἐμοὶ δὲ τοὔνομα οἴει διαφέρειν , εἴτε
4672769 ἐκαθηρεν
γενέσθαι καθεύδοντι . καὶ ὕστερον ἔπη τε ἐποίει καὶ πόλεις ἐκάθηρεν ἄλλας τε καὶ τὴν Ἀθηναίων . : . .
δυεῖν μερῶν τῆς βασιλείας , ἐκάθηρεν αὐτάς : ὡς δὲ ἐκάθηρεν , ἔλαβε κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν , καὶ τὸ μὲν
4671175 ἑναδα
εἶδός ἐστιν , ὑπὲρ πᾶν δὲ εἶδος ἔλεγον εἶναι τὴν ἑνάδα ὡς καὶ πάντων προακτικὴν καὶ αὐτῶν τῶν εἰδῶν ,
, οὐ παρὰ τὸ ἓν ἐλέχθησαν , ἀλλὰ παρὰ τὴν ἑνάδα , ἥτις ἐστὶ μονὰς μετοχῇ τοῦ ἑνός . κατὰ
4669305 ἐπιφερομεν
. . . τῶν ὄρχεων κρεμῶμεν : Δέον εἰπεῖν ξίφος ἐπιφέρομέν σοι , καθὰ καὶ Ὀδυσσεὺς τῇ Κίρκῃ , ὁ
λέγεσθαι . τῶν ὄρχεων : δέον εἰπεῖν ὅτι “ ξίφος ἐπιφέρομέν σοι καθὰ καὶ Ὀδυσσεὺς τῇ Κίρκῃὃ ” δὲ συμβέβηκε
4651295 διεφθαρην
' : ἴτω : δεῖ δή σε δεῖξαι τῶι τρόπωι διεφθάρην . πότερα τὸ τῆσδε σῶμ ' ἐκαλλιστεύετο πασῶν γυναικῶν
: Κόρινθον ἦλθον . ἡδέως ἐνταῦθά πως λάχανον τρώγων Ὤκιμον διεφθάρην : κἀνταῦθα κατελήρησα τὴν ἐξωμίδα . ὀνόματα δ '
4634966 διωρυγα
κόλπου διὰ τοῦ ἰσθμοῦ , δεξάμενος τὴν θάλασσαν εἰς τὴν διώρυγα . Δημήτριος δ ' ὁ Σκήψιος οὐκ οἴεται πλευσθῆναι
χρησάμενος . πρώτην δ ' ἐκ τοῦ Πηλουσίου προελθοῦσιν εἶναι διώρυγα τὴν πληροῦσαν τὰς κατὰ τὰ ἕλη καλουμένας λίμνας ,
4625717 θρεψαντων
ἧσσον , διὰ τὴν μεταβολὴν ἣν ἐκ τῶν χωρίων τῶν θρεψάντων μετεβάλετο , καὶ ὅτι τὸν ὀμφαλὸν ἔσπασε καὶ μετεχώρησε
πάνυ τις ἐξελέγχῃ . καθάπερ οἶμαι τῶν τὰ ὑποβολιμαῖα παιδάρια θρεψάντων χαλεπὸν ὕστερον ἀφελέσθαι τἀληθῆ λέγοντα ἅ γε ἐν ἀρχῇ
4591775 Ὀμφαλην
. : Ἔφορος δὲ ἐν πρώτωι παραδέδωκεν αὐτὸν δι ' Ὀμφάλην καταλελεῖφθαι . . : Ἔφορος δὲ ἐν τῆι ε
προσπίπτει ἐκ τῆς ὀμφῆς , ἣν οὐκ ἀτόπως ἂν δόξαιεν Ὀμφάλην προσηγορευκέναι . τοὺς δὲ δώδεκα ἄθλους ἐνδέχεται μὲν ἀναγαγεῖν
4578564 ἀπεκρινω
γε . Μέρος ἄρα ἀνδρείας ἡμῖν , ὦ Νικία , ἀπεκρίνω σχεδόν τι τρίτον : καίτοι ἡμεῖς ἠρωτῶμεν ὅλην ἀνδρείαν
ὧν ἂν σὺ σοφὸς γένοιο ; “ τί ἄν μοι ἀπεκρίνω ; τίνα αὐτὴν εἶναι ; ἆρα οὐ κυβερνητικήν ;
4577707 κωμῳδιαν
. τὸ δὲ δρᾶμα τῶν πάνυ δυνατῶς πεποιημένων . τὴν κωμῳδίαν καθῆκε κατὰ Σωκράτους ὡς τοιαῦτα νομίζοντος καὶ Νεφέλας καὶ
αὐτοὺς διὰ τῆς κωμῳδίας ἐβούλετο , οὔκουν ἀνεῖλε παντάπασι τὴν κωμῳδίαν : ὑπομνήματα δὲ τοῖς μετὰ ταῦτα γενησομένοις ἢ τοῖς
4549993 νηστειαν
φημί , κύριε , μακάριόν με ποιήσεις ἐὰν γνῶ τὴν νηστείαν τὴν δεκτὴν τῷ θεῷ . Ἄκουε , φησίν .
ἐσιώπησε , ποθοῦσα ἐκτελέσαι τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῆς . Κἀγὼ προσετίθουν νηστείαν καὶ προσευχήν , ὅπως ῥύσεταί με Κύριος ἀπ '
4543609 ἐμπολην
. Ἔνδησον , ὦ βέλτιστε , τῷ ξένῳ καλῶς τὴν ἐμπολὴν οὕτως ὅπως ἂν μὴ φέρων κατάξῃ . Ἐμοὶ μελήσει
. ἐμπολή τὰ φορτία Ἀττικοί , ὡς Ἀριστοφάνης “ τὴν ἐμπολὴν ὅπως μὴ καὶ φέρων κατάξῃ . ” τὸ δὲ
4513248 ἀφιημ
. μῆλά τε γάρ τοι ἐγώ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ ' ἀγˈρούς τε πάντας , τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων
δ ' ὄντ ' ἀποδίδωμι τῆι κόρηι : τροφεῖ ' ἀφίημ ' , οὐδὲν ἀξιῶ λαβεῖν . εὑρισκέτω τὸν πατέρα
4512027 Μεγιλλος
καὶ Σουσίδι : καὶ ἡ κάτω δὲ Συρία φύει . Μέγιλλος δὲ τὴν ὄρυζαν σπείρεσθαι μὲν πρὸ τῶν ὄμβρων φησίν
καὶ κατά τινα αὖ καιρὸν σύ τε παραγέγονας ἅμα καὶ Μέγιλλος ὅδε . οὐ γὰρ ἀποκρύψομαι σφὼ τὸ νῦν ἐμοὶ
4500456 Φρυνις
ἔθετο τὴν ξενίαν : φιλίαν . Φρῦνιν : τὸ ἀρσενικὸν Φρύνις , Φρύνιδος . Φρύνιν ἰῶτα : τὴν δὴ Φρύνην
ἔθετο τὴν ξενίαν : φιλίαν . Φρῦνιν : τὸ ἀρσενικὸν Φρύνις , Φρύνιδος . Φρύνιν ἰῶτα : τὴν δὴ Φρύνην
4497026 ἐνσημηνασθαι
εὖ φρονεῖ : εἰ βούλει πρός τινα μὴ ὀρθῶς εἰπόντα ἐνσημήνασθαι , ἀνεπαχθὴς ἔσῃ . οὐδὲ πάτταλον ἂν δοίης :
εἴποι δ ' ἄν τις καὶ ἀπογράψασθαι καὶ ἀντιγράψασθαι καὶ ἐνσημήνασθαι . ὀνόματα δὲ τῶν ἐκ δικαστηρίου καὶ τὸ μεσεγγυῆσαι
4485750 Κασανδρειαν
ψαύσῃ τοῦ χωρίου ἐκείνου , διαφθείρεται . . Μετὰ δὲ Κασάνδρειαν ἐφεξῆς ἡ λοιπὴ τοῦ Τορωνικοῦ κόλπου παραλία μέχρι Δέρρεως
ἀποτυμπανίσαι ] ῥοπάλοις ἀνελεῖν . ἀνελεῖν . Ποτίδαιαν ] τὴν Κασάνδρειαν . ὑπάγει ] ἀπατᾷ . τὴν Βοιωτίαν ] διὰ
4484696 περιρρειν
περὶ τὴν θάλατταν , τοὺς δ ' ἐν νήσοις ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα πρὸς τῇ ἠπείρῳ οὔσας : καὶ ἑνὶ
καὶ τὴν Ἀσίαν καὶ τὴν Λιβύην νήσους εἶναι , ἃς περιρρεῖν κύκλῳ τὸν Ὠκεανόν , ἤπειρον δὲ εἶναι μόνην ἐκείνην
4481175 αὐλητικην
' Ἀλεξάνδρου λαθομένα κρίσιος . ὑπὸ Δάφνιδος μαθεῖν Μαρσύαν τὴν αὐλητικήν Ἀγχοῦ δ ' Αἰγείδεω Θησέος ἐστὶ λύρη . Αὐτὰρ
Ἀλέξανδρος δέ φησιν ὁ Αἰτωλὸς ὑπὸ Δάφνιδος μαθεῖν Μαρσύαν τὴν αὐλητικήν . ἔνηβοι μὲν οἱ πεντεδεκαετεῖς καὶ πορρωτέρω : ἄνηβοι
4478381 εὐεδρον
ἀφηνιάζῃ , καὶ τὰ νῶτα κοιλάνας εὖ μάλα πρὸς τὸ εὔεδρον δέχεται τὸν ἔποχον καὶ μετέωρον ἀναβαστάσας ὀξύτατα θεῖ σπουδάζων
χελώνην ὑπὸ τὰ ζυγὰ σφῆνες ἐγκείσθωσαν , οἳ βαστάζουσιν αὐτὴν εὔεδρον . Οὕτως γὰρ αἱ περόναι τῶν τροχίσκων οὐ βαστάσουσι
4477310 εἰσῃειν
μὲν γὰρ περὶ ἄλλου τινὸς συμβολαίου ἐγὼ διαφερόμενος πρὸς Πολυκλέα εἰσῄειν εἰς ὑμᾶς , ἐμὸς ἂν ἦν καὶ Πολυκλέους ὁ
τῆς ἐρωμένης . καὶ ὁ μὲν ὑπελείπετο , ἐγὼ δὲ εἰσῄειν , ὑποδεχομένης με τῆς Κλειοῦς ἀψοφητί , τρέμων τρόμον
4472802 διηρπασεν
τὴν δ ' οἰκίαν αὐτοῦ διελυμήνατο πολυτελεῖς ἔχουσαν κατασκευὰς καὶ διήρπασεν : ὡς δ ' αὕτως καὶ τὴν πόλιν ὅλην
τὰ λοιπὰ διαρπάσαι . οὕτω μὲν ὁ Παῦλος ἑβδομήκοντα πόλεις διήρπασεν ὥρᾳ μιᾷ : Ἀρδεῖοι δὲ καὶ Παλάριοι , γένη
4465356 ἐσοφιζετο
καὶ προκαλουμένων ἐς δίκην περὶ τοῦδε , ἕτερα αὖ πολλὰ ἐσοφίζετο ὁ Μάνιος , ἕως οἱ μὲν ἀπῆλθον ἄπρακτοι ,
ὡς ὁ Ζάμολξις ἐδούλευσε Πυθαγόραι Μνησάρχου Σαμίωι καὶ ἐλευθερωθεὶς ταῦτα ἐσοφίζετο . ἀλλὰ πολὺ πρότερός μοι δοκεῖ ὁ Ζάμολξις Πυθαγόρου
4434940 ᾠδην
μέλους καὶ πάντα τρόπον λωβησάμενοι τὴν ἀρχαίαν μουσικήντίς γὰρ αὐτῶν ᾠδὴν τέλειον ἢ γενναῖον ῥυθμὸν οἷός τε εἰπεῖν ; ἀλλὰ
ἐκ μὲν ἀνθρώπων εἰς ὄρνιθας , ἐκ δὲ ᾠδῆς εἰς ᾠδὴν ἄλλην μετέβαλον ; . . . [ [ Ἔπειτα
4431288 ἐκστρεψας
, τύλωσις λέγεται τὸ τοιοῦτον . Σύκωσίς ἐστιν , ὅταν ἐκστρέψας τὰ βλέφαρα εὕρῃς ὑπερσαρκήματά τινα ἐρυθρὰ , ὥσπερ σῦκα
εἶτ ' ὄξει διέμενος Σφηττίῳ κατέπλασεν αὐτοῦ τὰ βλέφαρ ' ἐκστρέψας , ἵνα ὀδυνῷτο μᾶλλον . Ὁ δὲ κεκραγὼς καὶ
4424078 Τισις
τὸ ἐθνικὸν Τισιάτης ὡς Ἀσιάτης , καὶ Τισιᾶτις θηλυκόν . Τῖσις , πόλις Αἰγύπτου , ἣν ἔκτισε Τῖσις . ὁ
, ἀπεδύσατο μὲν εἰς τὴν αὐτὴν παλαίστραν , οὗπερ καὶ Τῖσις ὁ φεύγων τὴν δίκην . ὀργῆς δὲ γενομένης ἐς
4423613 δικιδιοις
εἶναι , δυνατὴν στομῶσαι , ἐπιτηδείαν , εἶναι θαυμαστήν . δικιδίοις ] ἐπί , ἐν . δικίδιον καλεῖ τὴν μικρὰν
θάτερα : τὸ μὲν ἕτερον μέρος τῆς γνάθου . οἵαν δικιδίοις : τουτέστι δυνατὴν καὶ ἔμπειρον δικῶν . ὑποκοριστικῶς δὲ
4418793 ἀργυρωνητον
“ ὡς ἀνθρώποις διαλέγῃ τοῖς θεοῖς ; σὺ ταύτην λέγεις ἀργυρώνητον ; δικαίως οὖν οὐχ εὗρες τὸν πιπράσκοντα . οὐκ
γὰρ ταμίας τοὺς πρώτους Ἀθηναίων , ἐγὼ δ ' Εὐτυχίδην ἀργυρώνητον . ” ἐχρῆτο καὶ Λαΐδι τῇ ἑταίρᾳ , καθά
4410951 ἀπειπατο
ὀρχουμένου παιδὸς καὶ κιθαρίζοντος καὶ τῆς κυβιστώσης ἀπρεπῶς τὸ μύρον ἀπείπατο ; οὐδεὶς ἂν αὐτοῦ ἀγελαστὶ ἠνέσχετο . Κριτόβουλος δὲ
ἐγκρατὴς ἐγένετο . Ὅτι Θετταλὸς ὁ Πεισιστράτου υἱὸς σοφὸς ὑπάρχων ἀπείπατο τὴν τυραννίδα , καὶ τὴν ἰσότητα ζηλώσας μεγάλης ἀποδοχῆς
4380662 διεγραψαν
ἐγένετο . Τοῦτον τὸν τόπον οἱ παλαιοὶ μυστικῶς καὶ σκοτεινῶς διέγραψαν , ἡμεῖς δὲ τηλαυγέστερον . Περὶ μὲν οὖν προτρεπτικῶν
: οὕτω Πραξιφάνης . : ὅτι δὲ τὸ προοίμιόν τινες διέγραψαν , ὥσπερ ἄλλοι τε καὶ Ἀρίσταρχος ὀβελίζων τοὺς στίχους
4379764 ἠθοποιιαν
τὸ μάννα οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν ” . συντείνει δὲ πρὸς ἠθοποιίαν καὶ τὸ „ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἔξω „ , ὅ
εὐερνέστατον , ἵν ' ἔχοιεν εὐμαρῶς οἱ φιλάρετοι τὸν περὶ ἠθοποιίαν δρεπόμενοι καρπὸν σωτηρίου καὶ ἡδίστης ἐμπίπλασθαι τροφῆς . τοιοῦτοι
4370553 περιεχουσαν
ὡς μίαν , ἑτέραν δὲ μετὰ ταύτην πάντα καὶ αὐτὴν περιέχουσαν , οὐχ οὕτω δὲ πάντα ἀπόρρητον , ὑπὸ δὲ
τούτων πρῶτον τμῆμα εἰς ξ , τὴν δὲ γωνίαν τὴν περιέχουσαν τὸν ἥλιον ἐφαρμόσαι τῇ ἐκ τῶν ξ ἑξηκοστῶν συγκειμένῃ
4351998 ἠρομεθα
ἐγὼ πειράσομαι δηλῶσαι περὶ αὐτῶν ὅ γε δὴ νοῶ . ἠρόμεθα γὰρ δὴ εἰ μαθὼν καὶ μεμνημένος τίς τι μὴ
δὲ εἰ εἶπε σοφοὶ μάγειροι τῶν σοφῶν συνουσίᾳ , εἰ ἠρόμεθα : ” Τῶν τί σοφῶν ; “ τί ἂν
4345004 χωρουσαν
χωροῦντα : κολυμβήθραν δὲ παρ ' αὐτοῖς ὑπάρχειν κεκονιαμένην , χωροῦσαν ἀμφορεῖς χιλίους , ἐξ ἧς τὴν ῥύσιν εἰς τοὺς
: καὶ χαίρετε . ἀπέρχομαι γὰρ ἤδη καταλιπὼν τὴν οὐκέτι χωροῦσαν ἄνδρας ἀγαθοὺς πόλιν . καὶ ὑμεῖς , ὦ θεοὶ
4342818 πενθεις
κέκλεισται ; οὐκ ἔξεστιν ἀποθανεῖν ; ἔξεστιν . τί οὖν πενθεῖς ; οὐᾶ , βασιλεὺς καὶ τὸ τοῦ Διὸς σκῆπτρον
θαυμάσω σε ἐπὶ τῷ πενθεῖν τὰς τύχας : δικαίως γὰρ πενθεῖς : τῶν τελευταίων τόπων . ἡ δὲ εὐθεῖα τούτου
4334381 ῥηθεισαν
, ἐσκέψαντο τὰς δύο αὐτῶν πυρὶ τεφρῶσαι , τήν τε ῥηθεῖσαν Ῥώμην καὶ τὴν Κασσανδρεωτικὴν καλουμένην , τοῦτο ἐν τῇ
ἐφαμίλλους τῷ προαρότῃ . τὴν μὲν οὖν ὁπλὴν ἐπὶ βοὸς ῥηθεῖσαν οὐκ οὖσαν τῶν μονωνύχων συγγνώμης ἀξιωτέον . διότι δὲ
4314541 ἐθεασω
ἄλλα δὲ ἀπέβη : οὐ γὰρ ἦν ὁ πρότερος ὃν ἐθεάσω , ἀλλὰ σοί τις τῶν ψευδηγόρων παρέστη ψευδέσιν ἐξαπατῶν
δύναμις ἀνθρώπων . . ἄρηξις ] βοήθεια . ἐδέρχθης ] ἐθεάσω . . ὀλιγοδρανίην ] ἀσθενῆ δύναμιν . . ὀλίγην
4313190 κλητεον
Ναί . Καὶ τῆς γε μιμητικῆς τὸ ἐπὶ τούτῳ μέρος κλητέον ὅπερ εἴπομεν ἐν τῷ πρόσθεν , εἰκαστικήν ; Κλητέον
ἀκρότατον τῆς ἑαυτοῦ ῥώμης ἀφιγμένου , τὸ ἄθροισμα τοῦτο εὐδαιμονίαν κλητέον : ἀρχούσης μὲν τῆς ψυχῆς , στρατηγοῦ δίκην ,
4311292 ἀστραβην
κομιδῇ ἡδέα . Σοφὸν ὁ βοῦς , ἔφασκε δ ' ἀστράβην ἰδών : οὐ προσήκειν αὐτῷ τὸ σκεῦος . Σοφοὶ
αὐτὸ τὸ νωτοφόρον ὑποζύγιον : οἱ δὲ τὴν σωματηγὸν ἡμίονον ἀστράβην λέγουσιν . οὕτως εὗρον εἰς τὸ Ῥητορικὸν λεξικόν ,
4308607 μετηγαγον
σφίσιν Ἀρτέμιδι ἐς τιμὴν τῇ Ἐλαφιαίᾳ καθεστηκότα ἐς Λετρίνους τε μετήγαγον καὶ τῇ Ἀρτέμιδι ἐνόμισαν τῇ Ἀλφειαίᾳ δρᾶν , καὶ
τρυπάνῳ χρηϲάμενοι τὸ ὑγρὸν ἢ τὸ πῦον εἰϲ τὴν ῥῖνα μετήγαγον : ἡμεῖϲ δὲ τῇ καύϲει μόνον ἠρκέϲθημεν ἐπὶ τοϲοῦτον
4305906 κρυπτομενην
εὐτυχῆσαι φάσκοντες τὴν ὑποδοχὴν , ἀνασχοῦσαν ἐκ θαλάττης πρὸ τοῦ κρυπτομένην καὶ οὖσαν ὕφαλον ὑποδέξασθαι πλανωμένην τὴν θεὸν ἐκ Σουνίου
ἄλλοις βαρβάροις ἐποιεῖτο , εἰς τοὐναντίον δὲ μέρος ὁρμήσας καὶ κρυπτομένην ἔχων διὰ τὸν ἐξαιρόμενον κονιορτὸν τὴν ἰδίαν ἀποχώρησιν ἀκινδύνως
4303399 δρυν
περισκοποῦντας δρῦς , εἴτε πλήρεις εἶεν εἴτε κενὲ , Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε , ἔλεγον . Ἀλώπηξ δωροδοκεῖται : ἐπὶ τῶν
δὲ νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἁλκυονίδες καλοῦνται . ἄλλην δρῦν βαλάνιζε : ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰτούντων τι ἢ παρὰ
4298199 τριπτυχον
τριχθά τριχῶς : “ τριχθάδε πάντα δέδασται . ” τρίπλακα τρίπτυχον , ἐξ οὗ τὴν μεγάλην βούλεται δηλοῦν . Τροίης
θύρας τὰς πτύχας ἄχρι δύο , εἶτα πτύχας , καὶ τρίπτυχον καὶ πολύπτυχον . Ὅμηρος δὲ πίνακα πτυκτὸν εἴρηκεν .
4297814 πλαστιγγα
τοῦ ζυγοῦ , ἤτοι στάθμης , μέρος . . * πλάστιγγα : πλαστιγξ ἡ τοῦ ζυγίου χύτρα * πεσοῦσαν :
διδάξω καθ ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν πλάστιγγα ποιήσῃ πεσεῖν πλάστιγγα ; ποίαν ; τοῦτο τοὐπικείμενον ἄνω
4290354 ἀδολεσχιαν
τὸ ἀληθές . τὴν γὰρ ἐν κανόσι λογικὴν γυμνασίαν καὶ ἀδολεσχίαν ἐκάλεσεν : γυμνασίαν μὲν ὡς προευτρεπίζουσαν ἡμᾶς εἰς τὰ
συλλογισμῶν : διὸ συνεχῶς αὐτοῖς χρώμενος ἐν τῇ λογικῇ οἷον ἀδολεσχίαν τινὰ ποιεῖ ἑκάστοτε τὰ αὐτὰ λέγων . ταῦτα καὶ
4287331 ἑρμοδακτυλου
ἐπανορθοῦϲθαι τὸ ϲτόμα τῆϲ γαϲτρόϲ . τῶν δὲ δι ' ἑρμοδακτύλου τὴν διὰ τοῦ κορωνοποδίου καλλίονά φηϲιν ὁ Ἀλέξανδροϲ ,
Περὶ καθαρτηρίων ποδαγρικοῖς καὶ ἀρθριτικοῖς ἁρμοζόντων . τὸ δι ' ἑρμοδακτύλου . ἡ διὰ τῆς βεττονίκης . ξζʹ Ἀντίδοτοι ποδαγρικαί
4284997 Σμυρναν
τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς κληθῆναι : τὴν γὰρ Θείαντος μητέρα οὐ Σμύρναν , ἀλλὰ Ἀῷαν καλεῖσθαι . Φιλέας δὲ πρῶτον βασιλεῦσαι
Ἀντωνῖνος ἠστείζετο μὲν πρὸς τὸν Πολέμωνα περὶ τῶν κατὰ τὴν Σμύρναν ἐνδεικνύμενός που τὸ μὴ ἐκλελῆσθαι , ταῖς δὲ ἑκάστοτε
4283399 παρεισηγαγεν
ἔσυρεν . , εἰσέφερεν , εἰσῆξεν εἰς τὸ θέατρον , παρεισήγαγεν . ἐκτρέψας ] μεταποιήσας . προσθεὶς ] προσβαλών .
[ ὑπεστήσατο Γ ] καὶ διὰ τοῦτο τοῖς θεοῖς οἰνοχοοῦσαν παρεισήγαγεν οἰκείαν τῇ ὑποτεταγμένῃ ὑποθέσει τὴν λειτουργίαν αὐτῇ προσμερίζων .
4280000 γραυν
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ
4278144 ἐθυσα
, εἰ δὲ τοῦτο , καὶ ἔθυσα , εἰ δὲ ἔθυσα , καὶ ἔφαγον . λεγόντων δὲ αὐτὰ οἱ πίστεως
ἐμαυτὸν ἐρῶ κακῶς : τοῦτον κατέκτειν ' : ἀπρεπῶς τὸ ἔθυσα . ἢ τάχα ἵνα δείξῃ ὅτι εὐσεβῶς διεπράξατο φονεύσας
4275026 πειραθω
ὑπὲρ ἄνθρωπον , οἷόν τε δὲ γενέσθαι , βούλεσθε ὑμῖν πειραθῶ τινα λόγον ἐχόμενον πιθανότητος εἰπεῖν τινος ; Πῶς γὰρ
, φέρε ἐξαριθμήσωμαί τε αὐτοὺς ἀνελόμενος ἐκ τῆς γῆς καὶ πειραθῶ διακλάσαι , ἢν δύνωμαι , καὶ ἐπιδεῖξαι τῶν ὄγκων
4271189 ἀποδεικτικην
, ὥσπερ καὶ τῶν κατὰ συμβεβηκὸς ἰδίων ἀπόδειξις , ἣν ἀποδεικτικὴν ὀνομάζομεν . καὶ εἰ τοῦτο , ζητητέον ταύτην ἥτις
τίς ἐστιν ἐπιστήμη παρὰ τὴν τῆς οὐσίας θεωρητικήν τε καὶ ἀποδεικτικὴν διαφέρουσα ἐκείνης , εὑρεῖν πάνυ χαλεπόν . Ὅπερ ζητεῖ
4266760 ἐμπιδα
ἀπεδύσαντο κατὰ τῶν γυναικῶν . τόδε τὸ θηρίον : Τὴν ἐμπίδα . ἐξεῖλον : Ἀντὶ τοῦ ἐξέλοιμι . τοῦτ '
δακτύλιος οὑτοσί : Δίδωσιν αὐτῇ δακτύλιον , ἵνα ἐξενέγκῃ τὴν ἐμπίδα τοῦ ὀφθαλμοῦ . ἐκσκάλευσον : Ἐξένεγκε . οὐκ ἐμπὶς
4264449 ὑφηγησασθαι
. Ἡρακλείδης τε ἐν τῷ Περὶ νόσων φησὶ καὶ Παυσανίᾳ ὑφηγήσασθαι αὐτὸν τὰ περὶ τὴν ἄπνουν . ἦν δ '
ἴσην καὶ σύμμετρον δικαιοσύνην παραδεῖξαι , ὅπως δεῖ αὐτὴν ἀσκεῖν ὑφηγήσασθαι , τὴν δικαιοσύνην ἔφη προσεοικέναι τῷ σχήματι ἐκείνῳ ,
4264181 δειλινον
προσέφερεν , ἐξάγων τε αὐτὰς πάνυ ἕωθεν καὶ ἀπάγων τὸ δειλινόν . Δὶς ἡγεῖτο ἐπὶ ποτόν : ἀνεζήτει τὰ εὐνομώτατα
προκαλοῖτο , ὑφορώμενοι τὸν καιρὸν τοῦτον , ὥσπερ καὶ τὸν δειλινόν . τὰ δὲ μέσα τῆς νυκτὸς χειμῶνι ἐξείκασται :
4261907 φυτωριων
διαμάρτῃ , τὸ ἕτερον ζωοφορήσει . ἴσως δὲ ἐπὶ τῶν φυτωρίων οὐκ ἐπιτήδειον δύο κλήματα τιθέναι , ἅτε δὴ καὶ
τε ταύτας μάλιστα φυτευτέον . καὶ οἱ μὲν ἀπὸ τῶν φυτωρίων ἔνριζα φυτὰ μετακομίζοντες ἔθεσαν , οἱ δὲ ἄλλοι τελείαν
4259006 προκυψας
νῦν αὐτοὶ ποιοῦσιν . ἐγὼ δέ , ὁπόταν δόξῃ , προκύψας ὥσπερ ὁ ἥλιος ἐκείνων μὲν οὐδ ' ἐπιβλέψομαι ἐνίους
τὸν πατέρα κατηγόρει ὡς μὴ ἀπολαβὼν αὐτήν . ὁ δὲ προκύψας εἰς τὸ φρέαρ καὶ ἰδὼν τὴν ἑαυτοῦ σκιὰν [
4258330 ΔΕΖΗ
ιʹ . Ἔστω τρίγωνον μὲν τὸ ΑΒΓ τραπέζιον δὲ τὸ ΔΕΖΗ , ὥστε ἴσην εἶναι τὴν ὑπὸ ΑΒΓ γωνίαν τῇ
καὶ τῆς ΔΕ , οὕτως τὸ ΑΒΓ τρίγωνον πρὸς τὸ ΔΕΖΗ τραπέζιον . Καὶ ἐὰν ᾖ [ δὲ ] τρίγωνον
4251861 γυμναστικην
τετράδων τοσαῦτα . * * * Τούτοις ἑπόμενοι σοφίαν τε γυμναστικὴν ἐνδειξόμεθα καὶ τοὺς ἀθλητὰς ἐπιῤῥώσομεν καὶ ἀνηβήσει τὰ στάδια
ὥσπερ γὰρ τῶν ἰατρῶν ὅσοι κομψοὶ καὶ τῶν περὶ τὴν γυμναστικὴν οἱ πλεῖστοι σχεδὸν ὁμολογοῦσιν ὅτι δεῖ τοὺς μέλλοντας ἀγαθοὺς
4235251 ὀψωνιαν
θ ' ἅμ ' αὐτοῖς πίσινον . ἐγὼ περὶ τὴν ὀψωνίαν μὲν οὐ πάνυ ἐσπούδακ ' , οὐδ ' αὖ
τὸ μὴ χρῆσθαι . ” πρὸς τὸν ὀνειδίσαντα αὐτῷ πολυτελῆ ὀψωνίαν , “ σὺ δ ' οὐκ ἄν , ”
4235117 ἐσθιοντ
μητρόπολιν πάντων τῶν κακῶν . ἄσωτον θεασάμενος ἐν πανδοκείῳ ἐλάας ἐσθίοντ ' ἔφη , “ εἰ οὕτως ἠρίστας , οὐκ
ἔγχελυς κατὰ γλοιοῦ . ἐρωιδιὸς γὰρ ἔγχελυν Μαιανδρίην τρίορχον εὑρὼν ἐσθίοντ ' ἀπείλετο . τί ταῦτα † διὰ μακρῶν λόγων
4222210 θελετε
, μηνύσατε ἐπαοιδήν : εἰ μὴ ἔχω , τί με θέλετε ποιεῖν ; οὐ δύναμαι τὸν θάνατον ἀποφυγεῖν : τὸ
τῆς θαλάσσης ἀπέχομεν . χωρίον δὲ ὑμῖν δίδομεν , ὃ θέλετε , ἐπιλέξασθαι καὶ μετελθοῦσιν αὐτονόμοις εἶναι . τοῦτο δ
4218545 εὑρουσαν
γὰρ πρώτην μὲν ἀνεῖσαν ἀνθρώπους , πρώτην δὲ βίου χρῆσιν εὑροῦσαν , θρέψασαν δ ' οὐ μόνον τοὺς ἐξ αὑτῆς
διὰ τὸ ξενισθῆναι παρὰ Κελεῷ , καὶ στῆναι τῆς πλάνης εὑροῦσαν τὴν κόρην ἐκ τῶν ὑποθηκῶν τῶν ἐκείνου , καὶ
4213754 ἀνθοσμιαν
εἴη πρὸς πατρὸς τυμβωρύχος . Διόνυσε , πίνεις οἶνον οὐκ ἀνθοσμίαν . Λέγ ' ἕτερον αὐτῷ : σὺ δ '
: φοβεῖσθε αἱ κράτισται : αἱ βέλτισται ἐριούνιον : μεγαλωφελῆ ἀνθοσμίαν : τινὲς λέγουσι τὸν γλυκὺν οἶνον , οἱ δὲ
4210287 Τερψιχορην
γεγονέναι : Καλλιχόρην , Ἑλίκην , Εὐνίκην , Θελξινόην , Τερψιχόρην , Εὐτέρπην , Εὐκελάδην , Δῖαν , Ἐνόπην :
, πρώτην μὲν Καλλιόπην , εἶτα Κλειὼ Μελπομένην Εὐτέρπην Ἐρατὼ Τερψιχόρην Οὐρανίαν Θάλειαν Πολυμνίαν . Καλλιόπης μὲν οὖν καὶ Οἰάγρου
4208434 χρηϲτην
παρεμφερομένου ἐν τῷ χύματι ἀπατᾷ τοὺϲ ἰδιώταϲ , ὡϲ ὑπόϲταϲιν χρηϲτὴν νομίζεϲθαι μὴ οὖϲαν χρηϲτήν . ϲυμβαίνει γὰρ ὠμὸν χυμὸν
καὶ τὰ μεγέθη καὶ τὴν πρὸϲ ἄλληλα ϲύνταξιν ἁπάντων αὐτῶν χρηϲτὴν ταῖϲ ἐνεργείαιϲ παρεχομένη . κατὰ δὲ τὰ γνωρίϲματα τὸ
4200720 κατασχισαντες
δὲ ἅπαξ παρῆλθόν τινες ἐντὸς τοῦ τείχους τῶν Μακεδόνων , κατασχίσαντες ἄλλας καὶ ἄλλας πύλας , ὅσαις ἕκαστοι ἐπετύγχανον ,
ποιήσαντες ἔχουσαν εἰς τὸ μέσον συρροὴν καὶ ταύτην ἐδαφίσωσι , κατασχίσαντες τοὺς κορμοὺς συντιθέασι παραπλησίαν σύνθεσιν τῆς τῶν ἀνθρακευόντων ,
4198838 ναμιν
προσποιοῦνται ὑπακούειν . εἰ δὲ τήν τε Ἰλλυρικὴν δύ - ναμιν ἅμα χειροτονήσασαν μάθοιεν , τό τε ἡμέτερον ὄνομα πύθοιντο
νοεῖ τῶν ἐνύλων εἰκότως : οὐ γὰρ ἔχει δύ - ναμιν ᾗ τῶν στερήσεων ἀντιλήψεται , καὶ τοῦτο οὐκ ἦν
4198017 μετελευσομεθα
πρώτας προτάσεις : καὶ κατασκευάσαντες ἐπὶ τὴν οἰκείαν τῷ προβλήματι μετελευσόμεθα ζήτησιν , ἥ τις ἐμπίπτουσα κατὰ συγγνώμην εὑρίσκεται .
ζητήσεις κατασκευάσομεν : εἶθ ' οὕτως ἐπὶ τὴν ἐμπίπτουσαν στάσιν μετελευσόμεθα : ζητήσεις τοιγαροῦν τὰς δύο προτάσεις : καὶ κατασκευάσαντες
4189806 Δρυοπη
ἦσαν : Ἐρινεόν , Κύτιον , Βοιόν , Κάρφαια , Δρυόπη , Λίλαιον , ὅθεν μετὰ τῶν Ἡρακλειδῶν εἰς Λακεδαίμονα
εἰς ἁμαδρυάδα νύμφην ὁμώνυμον . Μεσσάπιοι παῖδες εἰς δένδρα . Δρυόπη εἰς αἴγειρον . Ἀλκμήνη εἰς λίθον μετὰ θάνατον .
4189562 Ἐξον
, νῦν βούλεται ὁ θεῖος Γρηγόριος διαπαῖξαι καὶ εἰπεῖν ὅτι Ἐξὸν καὶ ἡμῖν τὸν Ἰουλιανὸν καλεῖν ἐκ τῶν περὶ αὐτὸν
οὐδὲν σεμνὸν ἐξευρίσκεται . Ἄρξαντος ἀνδρὸς δημόσια τὰ χρήματα . Ἐξὸν καθεύδειν τὴν ἐρωμένην ἔχων . Μὴ καταγελᾶτε τοῖς ἐμοῖς
4189200 ἀσχολουμενου
. καὶ δὴ τοῦ μαγείρου περί τι τῶν οἰκείων ἔργων ἀσχολουμένου ἅτερος τούτων μέρος τι τῶν κρεῶν ὑφελόμενος εἰς τὸν
. . . καὶ μέντοι γε τὸν Ἀναξαγόραν αὐτὸν λέγουσιν ἀσχολουμένου Περικλέους ἀμελούμενον κεῖσθαι συγκεκαλυμμένον ἤδη γηραιὸν ἀποκαρτεροῦντα : προσπεσόντος
4188326 ἡκοντ
' ἔχει πόλις . οὐδ ' οἶδεν Εὐρυσθεύς σε γῆς ἥκοντ ' ἄνω ; οὐκ οἶδ ' , ἵν '
εἴσιθι . Ἡ γὰρ θεός ς ' ὡς ἐπύθεθ ' ἥκοντ ' , εὐθέως ἔπεττεν ἄρτους , ἧψε κατερικτῶν χύτρας
4185924 ψιαθον
κατηγορῶν ὡς πεπορνευκυίας τὴν λεκανίδα καὶ τοὺς ὀλίσβους καὶ τὴν ψίαθον καὶ πολλήν τινα τοιαύτην δυσφημίαν ἑταιρῶν κατήρασεν τοῦ δικαστηρίου
λέγω ] παρατρέχω πεινήσεις ] μὴ φορμὸν ] ψιαθίον . ψίαθον τάπητος ] ἐπευκίου σιτεῖσθαι ] ἐσθίειν πτόρθους ] γωλία
4179211 ἀργυριδα
τὸν ἀλεκτρυόνα καλῶν καὶ βροτοκέρτην τὸν κουρέα καὶ τὴν δραχμὴν ἀργυρίδα , τὴν δὲ χοίνικα ἡμεροτροφίδα καὶ τὸν κήρυκα ἀπύτην
ἐν Πέρσαις οὕτως μνημονεύει : οὗτος σύ , ποῖ τὴν ἀργυρίδα τηνδὶ φέρεις ; χρυσίδος δὲ Κρατῖνος ἐν Νόμοις :
4176198 κεκραξονται
, οὐκ ἄλλως ἔχειν τὸ πρᾶγμα ἢ οὕτως ὑπολαβόντες , κεκράξονται δεῖν τὴν ἡδονὴν στεφανοῦν . ἀλλὰ καὶ ταύτης τὸ
, οὐκ ἄλλως ἔχειν τὸ πρᾶγμα ἢ οὕτως ὑπολαβόντες , κεκράξονται δεῖν τὴν ἡδονὴν στεφανοῦν . Ἀλλὰ καὶ ταύτης τὸ
4174408 εὐωχειν
, δικάζειν οὐδὲ δρᾶν οὐδὲν κακόν : ἀλλά μ ' εὐωχεῖν ἕτοιμός ἐστ ' , ἐγὼ δ ' οὐ βούλομαι
καὶ παίζειν καὶ κυβεύειν καὶ ἄρχοντας καθιστάναι καὶ τοὺς οἰκέτας εὐωχεῖν καὶ γυμνὸν ᾄδειν καὶ κροτεῖν ὑποτρέμοντα , ἐνίοτε δὲ
4169090 Λεσβιαν
πλησίον ἕστηκεν Ἀνακρέων ὁ Τήιος , πρῶτος μετὰ Σαπφὼ τὴν Λεσβίαν τὰ πολλὰ ὧν ἔγραψεν ἐρωτικὰ ποιήσας : καί οἱ
τὴν γαστέρα καὶ εὔξαιτο τῇ Λοχείᾳ ὡς ὑπὲρ ἐμοῦ , Λεσβίαν ἔφη ἐντυχοῦσαν αὐτῇμᾶλλον δὲ σὺ αὐτῷ , ὦ Δωρί
4163957 ἀπομνημονευειν
διὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀρετῆς , ἄλλως τε καὶ τὸ ἀπομνημονεύειν καὶ τῶν παρεληλυθότων ποιεῖσθαι λόγον , καὶ ταῦτα καὶ
ἐπὶ τῶν νέων . μὴ τὰς φωνὰς καὶ τὰς λέξεις ἀπομνημονεύειν , ἀλλὰ περὶ τὴν διάθεσιν τῆς χρείας τὸν νοῦν
4163007 Βρεττιαν
παρῆν ” . Ἀντίοχος δὲ τὴν Ἰταλίαν πρῶτόν φησι κληθῆναι Βρεττίαν , εἶτα Οἰνωτρίαν . Βρίγες , ἔθνος Θρᾳκικόν .
οὐ δυνάμενος φυλάττειν , ὅτε δὴ εἰς αὐτὴν καταπεφεύγει τὴν Βρεττίαν . εἶτα Κωσεντία μητρόπολις Βρεττίων : μικρὸν δ '
4159049 ἰγδιν
δ ' ἀφθόνως πάρα . σπεύδουσι δ ' οἱ μὲν ἴγδιν , οἱ δὲ σίλφιον , οἱ δ ' ὄξος
. σίζουσι τηγάνοισι περιηχούμενοι τὸν πάντα τ ' ἀμφ ' ἴγδιν τε κἀλετρίβανον . . . . . . κατατρίβοντες
4158990 ὑπισχνουμενη
Ἀλεξανδρείᾳ δι ' αὐτὸν διέτριψα , δεομένη , λιπαροῦσα , ὑπισχνουμένη , τί γὰρ οὐ λέγουσα , τί δὲ οὐ
ἔσπευδε τοῦτο ἀκοῦσαι , καὶ τῶν εὐαγγελίων ἀμείψασθαι τὸν εὐνοῦχον ὑπισχνουμένη . πάλιν δὲ ἐκεῖνος ἀναλαβὼν ἀπὸ προοιμίων ἤρξατο “
4158365 καλουσαν
: ἐπῄνουν τὴν Ἠχὼ τὸ Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ ' ἐμὲ καλοῦσαν : κατέκλων τὰς σύριγγας , ὅτι μοι τὰς μὲν
φίλην οὖσαν αὐτῷ πατρόθεν καὶ συλλαβοῦσαν ἔτι ὄντι νεωτέρῳ καὶ καλοῦσαν ἐπὶ ταῦτα καὶ νῦν , αἱρούμενος δὲ εἰρηνεύειν τε
4151706 ϲαρκωϲιν
ὀϲτέου : καὶ τόδε ἐπιξέϲαντεϲ ἢ ἐπικόψαντεϲ μέϲφι διπλόηϲ ἐϲ ϲάρκωϲιν ἤγαγον . οἱ δὲ καὶ ἐϲέτρωϲαν τῷ ὀϲτέῳ μέϲφι
χρηϲόμεθα . μετὰ δὲ τὴν τοῦ ἕλκουϲ ἀνακάθαρϲιν καὶ μετρίαν ϲάρκωϲιν ἤδη λοιπὸν καὶ λουομένων αὐτῶν τὸν λημνίϲκον ἀφαιρετέον ,
4150919 ἐκλεψας
, “ τί τοῦτο ; ” ἔφησαν , “ ἃ ἔκλεψας ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἡμεῖς διαβεβαιούμεθα . ” τοῦ δὲ
ἐπιφέρει ὅτι „ ἐκλοποφόρησάς με „ , τουτέστι τὸ φρονεῖν ἔκλεψας . τί οὖν ἦν τὸ φρονεῖν , ἐξηγήσεται :
4150126 ἐπισκεψαι
ἑπτακτύπου καὶ ἑπταχόρδου φόρμιγγος θέλων καὶ ἀποδεχόμενος , ἄθρησον καὶ ἐπίσκεψαι , εἰ ἄριστόν ἐστιν , ἀντόμενος καὶ συναντώμενος ,
, ὦ Σιμωνίδη , εἰδέναι ὅτι ἀληθῆ λέγω , ὧδε ἐπίσκεψαι . βεβαιόταται μὲν γὰρ δήπου δοκοῦσι φιλίαι εἶναι γονεῦσι

Back