ἀλάστορες αὗται θεραπαινίδες συνίσασι καὶ ἡ ἐπιτύμβιος γραῦς , ἣν Ἔμπουσαν ἅπαντες οἱ κατὰ τὴν οἰκίαν καλεῖν εἰώθασιν ἐκ τοῦ
Ἀτρόμητον , τὴν δὲ μητέρα σεμνῶς πάνυ Γλαυκοθέαν , ἣν Ἔμπουσαν ἅπαντες ἴσασι καλουμένην , ἐκ τοῦ πάντα ποιεῖν καὶ
5929304 φοβουμενην
ἐκ Λυσάνδρας Ἀρσινόην ἔγημεν ἀδελφὴν Λυσάνδρας . ταύτην τὴν Ἀρσινόην φοβουμένην ἐπὶ τοῖς παισί , μὴ Λυσιμάχου τελευτήσαντος ἐπ '
ἀποθνησκόντων καὶ κόνιν ποιεῖν . ἀνέστησε δὲ Φόρκυς τὴν μὴ φοβουμένην ἔκτοτε τὴν Περσεφόνην . * οὐδαίαν θεὸν τὴν Περσεφόνην
5651129 κυουσαν
κύειν φησὶν εἶναι σημεῖα τό τ ' εὐχρουστέραν ὑπάρχειν τὴν κύουσαν καὶ εὐκινητοτέραν καὶ τὸ τὸν δεξιὸν μαζὸν μείζονα ἔχειν
Συρακούσας οὐχ ὑπέμεινεν ἧς ἤρα . ἐπεὶ δὲ ᾔσθετο Καλλιρόη κύουσαν ἑαυτὴν ἐξ ἐμοῦ , σῶσαι τὸν πολίτην ὑμῖν θέλουσα
5467270 Κλειτην
Ἰταλίαν ᾤκησεν καὶ πόλιν ἔκτισεν , ἣν ἀπ ' αὐτῆς Κλειτὴν ὠνόμασεν , καὶ ἐβασίλευσε τοῦ τόπου καὶ αἱ ἀπ
Ἰταλίαν ᾤκησεν καὶ πόλιν ἔκτισεν , ἣν ἀπ ' αὐτῆς Κλειτὴν ὠνόμασεν , καὶ ἐβασίλευσε τοῦ τόπου καὶ αἱ ἀπ
5364777 οἰκοδομικην
ἔχειν ἐκ τῆς κατ ' αὐτὴν ἐνεργείας ἀποτελούμενον , ὡς οἰκοδομικὴν μὲν οἶκον , ἀνδριαντοποιητικὴν δὲ ἀνδριάντα καὶ ἑκάστην τῶν
τῆς οἰκοδομικῆς : οὐ γὰρ τῆς ἀγαθῆς οἰκοδομικῆς ἕξεως τὴν οἰκοδομικὴν ἁπλῶς ἐνέργειαν αἰτίαν ἐροῦμεν ἀλλὰ τὴν ἀγαθὴν οἰκοδομικὴν ἐνέργειαν
5331818 Τερψιχορην
γεγονέναι : Καλλιχόρην , Ἑλίκην , Εὐνίκην , Θελξινόην , Τερψιχόρην , Εὐτέρπην , Εὐκελάδην , Δῖαν , Ἐνόπην :
, πρώτην μὲν Καλλιόπην , εἶτα Κλειὼ Μελπομένην Εὐτέρπην Ἐρατὼ Τερψιχόρην Οὐρανίαν Θάλειαν Πολυμνίαν . Καλλιόπης μὲν οὖν καὶ Οἰάγρου
5327200 Δημητραν
γελάσσαι : γελάσειεν , ἱλαρὰ γένοιτο . δράγματα : τὴν Δήμητράν φησι μὴ μόνον ἀστάχυς , ἀλλὰ καὶ μήκωνας ἔχειν
ἀσπιδιῶται καὶ εὐκνήμιδες . κούρη θ ' ἥ : τὴν Δήμητράν φησι καὶ τὴν Περσεφόνην εἰληχέναι τὸ τῶν Ἐφυραίων ἄστυ
5283610 ἀποκυησαι
φησὶ Φιλοστέφανος , παρὰ τὸ τὴν Λητὼ ⌊ ἐκεῖ ⌋ ἀποκυῆσαι , καὶ οὕτως τῆς ὀνομασίας τυχεῖν . Ὦρος ὁ
δεδεμένων αὐτῶν . Φιλοστέφανος δέ φησι τοὐναντίον Ἀπόλλωνι αὐτὴν μιγεῖσαν ἀποκυῆσαι τὸν προσαγορευθέντα Σύρον . ὁ δὲ Τήιος Ἄνδρων φησὶ
5269678 ἀγουσαν
τῷ τόπῳ . μετὰ δὲ τὴν διώρυγα τὴν ἐπὶ Σχεδίαν ἄγουσαν ὁ ἑξῆς ἐπὶ τὸν Κάνωβον πλοῦς ἐστι παράλληλος τῇ
ἀντέλλοι σελήνη : πρὸς τὸ εἰρημένον ὑπ ' αὐτοῦ ὁρῶν ἄγουσαν τὴν σελήνην εἰκάδας . τίη τί δή : παράλληλα
5213281 γραυν
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ
5204168 ζωσαν
ἥν , δόξασαν ἀποτεθνηκέναι , ἔθαψε πολυτελῶς . τυμβωρύχοι δὲ ζῶσαν εὑρόντες εἰς Ἰωνίαν ἐπώλησαν . τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἐμήνυσε
τε δὲ οὐδὲ ἐβουλήθης εἰκόνα μοι τοῦτον μόνον τοῦ ἀνδρὸς ζῶσαν περιληφθέντα ἀφανίσαι : σὺ μέντοι , καὶ ὅτι μὲν
5195652 Ἠρομην
δὲ οὐκ ἂν ἔλαβεν . Ϛʹ . τῷ αὐτῷ . Ἠρόμην πλουσίους τινάς , εἰ πικραίνονται . τί δ '
Καὶ ὃς ἀκούσας μου συνεχώρει καὶ αὐτὸς λέγειν τοιοῦτον . Ἠρόμην δ ' αὐτὸν εἰ οὐκ ἀδύνατον εἴη δύο μόνας
5134978 βουλομενην
ἐστιν ὁ μετὰ τὴν ἐμὴν φυγὴν Ἐρύθειαν τὴν γυναῖκα , βουλομένην ἐμὲ διώκειν , ἀναινομένην δὲ τούτῳ γήμασθαι , φαρμάκῳ
' εἶπε κακὸν οὔτ ' ἐποίησεν , εἰς δὲ Βαβυλῶνα βουλομένην ἐξέπεμψεν , εἰπὼν ἕως ἐκείνη περίεστιν , αὐτὸς οὐκ
5106610 ζητουσαν
ὃν , Δήμητρα δ ' ἐπέρχεσθαι γῆν πᾶσαν καὶ θάλατταν ζητοῦσαν τὴν θυγατέρα , τέως μὲν οὖν οὐχ οἵαν τε
τὰ γῆς ἕρπουσαν ἀγαθά , καταδύσεις τὰς ἐν τῷ σώματι ζητοῦσαν , ὥσπερ ὀρύγμασιν ἢ χάσμασιν ἑκάστῃ τῶν αἰσθήσεων ἐμφωλεύουσαν
5015672 Δαφνην
. καὶ τὸ προάστειον τοῦτο δὴ τὸ πολυύμνητον , τὴν Δάφνην , Σέλευκος εἰς ἱεροῦ μοῖραν κατέστησεν ἀνεὶς τῷ θεῷ
„ . Ἰώνη . οὕτως ἐκαλεῖτο ἡ Ἀντιόχεια ἡ παρὰ Δάφνην , ἣν ᾤκησαν Ἀργεῖοι . τὸ ἐθνικὸν Ἰωνίτης ἢ
5007740 Ἐκεινην
‖ πάλαι ἐπεβούλευεν , ἐπειδὴ τάχιστα οἱ Κίρωνος ἐτελεύτησαν . Ἐκείνην μὲν γὰρ οὐκ ἐξεδίδου δυναμένην ἔτι τεκεῖν παῖδας ἐξ
υἱός , ἢ τὴν ἑτέραν , ἣν Παγίδα ἐπικαλοῦσιν ; Ἐκείνην , καὶ ἑάλωκα ὁ κακοδαίμων καὶ συνείλημμαι πρὸς αὐτῆς
5004322 Θυωνην
, Ἀγαυὴ δὲ καὶ Ἰνὼ μανεῖσαι τὰ τέκνα διέφθειραν . Θυώνην δὲ καλεῖ τὴν Σεμέλην ἀπὸ τῶν τοῦ παιδὸς αὐτῆς
σεμνὴν εἶναι τῆς θεοῦ ταύτης τὴν ἐπιμέλειαν καὶ τιμήν , Θυώνην δ ' ἀπὸ τῶν θυομένων αὐτῇ θυσιῶν καὶ θυηλῶν
4997544 τροφον
σφάλλεται κερόεσσαν ἔλαφον προσειπών , καὶ Σοφοκλῆς κεροῦσσαν τὴν Τηλέφου τροφόν , Ὅμηρος δ ' ὀρθῶς λέγει ἀμφ ' ἔλαφον
δεῖ χρᾶσθαι , πολὺν μὲν χρόνον τὸ παιδίον λούουσαν τὴν τροφόν , μὴ σφόδρα θερμοῖς τοῖς ὕδασι χρωμένην , καὶ
4980526 Νυκτα
μίαν : Ἔρεβος μὲν τὴν ἄρρενα , τὴν δὲ θήλειαν Νύκτα . . . ἐκ δὲ τούτων φησὶ μιχθέντων Αἰθέρα
ἐν δὲ τοῖς ἀναφερομένοις εἰς Μουσαῖον γέγραπται Τάρταρον πρῶτον καὶ Νύκτα . . , . . ἐν δὲ τῶι δευτέρωι
4960249 Κελεου
θεσμοφορίοις τὰς γυναῖκας σκώπτειν λέγουσιν . ὄντος δὲ τῇ τοῦ Κελεοῦ γυναικὶ Μετανείρᾳ παιδίου , τοῦτο ἔτρεφεν ἡ Δημήτηρ παραλαβοῦσα
Ἐνδυμίωνος , ἢ Φιλάμωνος , Θάμυρις : Πολυμνίας δὲ καὶ Κελεοῦ , εἴτε Χειμάῤῥου τοῦ Ἄρεος , Τριπτόλεμος : Καλλιόπης
4948285 τεκειν
, ὑπερφρονῶ τοῦτο ἐξετάζειν . Λέγουσι Κώων παῖδες ἐν Κῷ τεκεῖν ἔν τινι ποίμνῃ Νικίου τοῦ τυράννου οἶν : τεκεῖν
τῇ Φυσκόᾳ Διόνυσον συγγενέσθαι λέγουσι , Φυσκόαν δὲ ἐκ Διονύσου τεκεῖν παῖδα Ναρκαῖον : τοῦτον , ὡς ηὐξήθη , πολεμεῖν
4912961 Εὐτερπην
ποιήσεως τῶν ἐγκωμιαζομένων ἔπαινον μέγα κλέος περιποιεῖν τοῖς ἐπαινουμένοις , Εὐτέρπην δ ' ἀπὸ τοῦ τέρπειν τοὺς ἀκροωμένους τοῖς ἀπὸ
Φανίας . . . τὴν μητέρα Θεμιστοκλέους . . . Εὐτέρπην ἀναγράφει . Νεάνθης δὲ καὶ πόλιν αὐτῇ τῆς Καρίας
4874943 ἐχουσαν
τῷ προσώπῳ τὰς αὐγάς : προσενοχλεῖ γὰρ τὴν ὄψιν ἀσθενέως ἔχουσαν : πᾶσα δ ' ἱκανὴ πρόφασις ἀσθενέοντας ὀφθαλμοὺς ἐπιταράξαι
ἠπορήσθω διὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ δαιμονίου τοῦδε ἀνδρὸς τὸ διάφωνον ἔχουσαν ἐνιαχοῦ διὰ τὸ ἐγείρεσθαί τε ἅμα πρὸς τὴν πρεσβυτέραν
4868115 Αὐγῃ
οἱ ἄρτοι οὗτοι ἐκ νέου πυροῦ , ὡς Φιλύλλιος ἐν Αὔγῃ παρίστησιν : αὐτὸς φέρων πάρειμι πυρῶν ἐκγόνους τριμήνων γαλακτοχρῶτας
Κρήσσαις ἐγὼ χάριν σὴν παῖδά σου κατακτενῶ , καὶ ἐν Αὔγῃ : καὶ βουθυτεῖν γὰρ ἠξίους ἐμὴν χάριν . τὰ
4859290 Δημητρα
οὐκ ἀλλότριον . εἰ γὰρ ὤφελεν . νὴ τὴν φίλην Δήμητρα . τίνα λόγον λέγεις ; τίνα ; τὸν ]
ἔστι δέ , φησὶ Δίδυμος , ἀλλ ' ὕμνος εἰς Δήμητρα ὡς ὁ οὔπιγγος παρὰ Τροιζηνίοις εἰς Ἄρτεμιν . ἔστι
4850384 νεαν
οἵου ' τράφης . Τέως δὲ κούφοις πνεύμασιν βόσκου , νέαν ψυχὴν ἀτάλλων , μητρὶ τῇδε χαρμονήν . Οὔτοι ς
καὶ θρύπτειν τὴν συνεστῶσαν καὶ ὁμαλύνειν ἀνακαινιζόντων αὖθις αὐτὴν καὶ νέαν ποιούντων . διὸ καὶ ἐπάγει νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι
4841508 ἀποθανουσαν
, καὶ συντυχὼν ἥκοντι ἐκ Φερῶν αὐτῷ , σεσωκότι τὴν ἀποθανοῦσαν Ἄλκηστιν Ἀδμήτῳ , παρακαλεῖ συζητῆσαι τὰς βόας . Ἡρακλῆς
μᾶλλον ἔτι ἀποροῦσαν ὑπὸ λύπης τελευτῆσαι : καὶ θάψαι αὐτὴν ἀποθανοῦσαν , καί οἱ τοῦ μνήματος σχῆμά ἐστιν Ἀμαζονικῇ ἀσπίδι
4839650 Ἰσιν
φασιν εἶναι Δήμητρα διὰ τὸ ἔχειν στάχυν , οἱ δὲ Ἴσιν , οἱ δὲ Ἀταργάτιν , οἱ δὲ Τύχην ,
καὶ Διόνυσον ἐκάλεσαν , ὡς εὑρετὴν φυτουργίας : τὴν δὲ Ἴσιν Δήμητραν , ὡς τὰ τῆς γῆς δωρουμένην , καὶ
4822589 ἐνοχλουσαν
εἰσενέγκας κάππαριν . γυμνὴν Ἀθηνᾶν τότ ' ἐποίησε Λαχάρης οὐδὲν ἐνοχλοῦσαν : σὲ δ ' ἐνοχλοῦντα νῦν ἐγώ . Ὅσον
καὶ τὴν Γελλὼ τὴν πνίγουσαν τὰ βρέφη καὶ τὰς λεχοὺς ἐνοχλοῦσαν , καὶ πᾶν δαιμόνιον φεύξεται . Ἡ δὲ γαστὴρ
4813582 δεσποιναν
. ἢ γὰρ πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν , οὐ γυναῖκ ' ἔτι , ἧς ἐστι δοῦλος
, ἐγγυᾶσθαι , φησὶν ὅτι οὐκ ἐξελάθετο τῶν πρὸς τὴν δέσποιναν αὐτῆς ὁμολογιῶν , ἀλλ ' οἶδε μὲν ἐκείνην ἑαυτοῦ
4804785 νεανιδα
καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι καὶ ταύτην λαβεῖν : τὴν μὲν νεάνιδα : πῶλον ἄζυγα : ἄπειρον γάμου , καθαράν .
τῆς ἡλικίας ἐδάκρυε καὶ τοὺς Ἕλληνας παρεκάλει ταφῆς ἀξιοῦν τὴν νεάνιδα . ἐφ ' οἷς Θερσίτης συμπλάττων καὶ λέγων μίξεις
4792437 μεθερμηνευεσθαι
δὲ τὴν χώραν ἀπὸ τοῦ ἄγγους τῆς πατάρας Πάταρα : μεθερμηνεύεσθαι δὲ τὴν πατάραν ἑλληνιστὶ κίστην . : Μεγίστη ,
λόφον στρογγύλον κατοικίσαι καὶ καλέσαι τὴν πόλιν Πινάραν , ἣν μεθερμηνεύεσθαι στρογγύλην . τὰ γὰρ στρογγύλα πάντα πίναρα καλοῦσιν .
4783848 Ἀορνον
ἐκπολιορκήσας καὶ τοὺς ἀντιταττομένους ἀνελὼν προῆγεν ἐπὶ τὴν πέτραν τὴν Ἄορνον καλουμένην : εἰς γὰρ ταύτην οἱ περιλειφθέντες τῶν ἐγχωρίων
τὸ ὑπὲρ καρτερίας τοῦ στρατοῦ μηδὲ ἀναβῆναι . Τὴν δὲ Ἄορνον πέτραν οὐ πολὺ ἀπέχουσαν τῆς Νύσης ἰδεῖν μὲν οὔ
4749553 Κορην
περίβολός ἐστι λίθων , καὶ τὸν Πλούτωνα ἁρπάσαντα ὡς λέγεται Κόρην τὴν Δήμητρος καταβῆναι ταύτῃ φασὶν ἐς τὴν ὑπόγεων νομιζομένην
χερσὶν ἁτεχνησάμην , τὰ δ ' οἷα πάσχω συγκατοικτιουμένη . Κόρην γάρ , οἶμαι δ ' οὐκέτ ' , ἀλλ
4735059 Ἀρτεμιν
. . . διὰ τὸ τὴν Λητὼ τεκοῦσαν καὶ τὴν Ἄρτεμιν κομίζουσαν γενομένην κατὰ τὸν τόπον , οὗ νῦν βωμὸς
Λητὼ καὶ δάφνης καὶ φοίνικος πρῶτον ἐκεῖ φανέντων ἁψαμένη τὴν Ἄρτεμιν γεννᾷ , ἡ δὲ ταύτην μαιεύει , καὶ τίκτει
4723391 ἀληθινην
ἀπώ - λοντο . ἥ τε γὰρ νὺξ ἀφῃρεῖτο τὴν ἀληθινὴν ἐπίγνωσιν , ἥ τε ταραχὴ καθ ' ὅλην οὖσα
κατ ' ἀξίαν ἡ κρίσις καὶ μόνη πασῶν ἱκανὴ τὴν ἀληθινὴν ἀνθρώποις εὐδαιμονίαν παρασκευάζειν . ᾧ γὰρ τῶν ἄλλων διαφέρομεν
4701755 κομισαι
δεῖν διὰ πράγματος τοῦτο πρᾶξαι καὶ παρῄνεσεν αὐτοῖς ῥάβδων δέσμην κομίσαι . τῶν δὲ τὸ προσταχθὲν ποιησάντων τὸ μὲν πρῶτον
ἱστορεῖν ἐν τῷ Κατακολυμβητῇ Κράτητά τινα πρῶτον εἰς τὴν Ἑλλάδα κομίσαι τὸ βιβλίον : ὃν καὶ εἰπεῖν Δηλίου τινὸς δεῖσθαι
4695977 ὀνομασαι
. ταύτας μοι δοκεῖ τὰς ἀρετὰς Μωυσῆς αἰνιξάμενος μαίας Ἑβραίων ὀνομάσαι Σεπφώραν τε καὶ Φουάν : ἡ μὲν γὰρ ὀρνίθιον
αἰτῆσαι τὴν ἀμοιβὴν , ἀναληφθῆναι παρὰ τοῦ πατρὸς συνεβούλευεν , ὀνομάσαι πάλιν πατέρα τὸν φύσαντα , καὶ προπεμπόμενον ὑπὸ τοῦ
4688812 Ἑκατην
καὶ κατετίλησεν αὐτῆς . ἢ ἐπειδὴ ἠρυθρίασε ποίημα γράψας εἰς Ἑκάτην . . Θ . . 〚 ἢ κατατιλᾷ :
ποταμοῖο : τῇ γάρ σφ ' ἐξαποβάντας ἀρέσσασθαι θυέεσσιν ἠνώγει Ἑκάτην , καὶ δὴ τὰ μὲν ὅσσα θυηλήν κούρη πορσανέουσα
4684020 αὐστηραν
διαπνεῖσθαι , τάχα δ ' ἐπεὶ τὴν ἐμμέλειαν ἀγριοφανῆ καὶ αὐστηρὰν ἀλλ ' οὐ πρὸς ἐπίδειξιν ἔχει . τῷ δὲ
' ἐστὶ τὰ θεωρήματα , οἷς χρησάμενος ὁ ἀνὴρ οὕτως αὐστηρὰν πεποίηκε τὴν ἁρμονίαν , δι ' ὀλίγων σημανῶ .
4680903 παρθενον
ὃς νυνὶ γάμους ἐπόει διδοὺς οὐκ οἶδ ' ὅτωι τὴν παρθένον , οὐκ ἐπανενεγκών , οὐκ ἐρωτήσας ἐμέ , ἐμοὶ
διὰ σέ , ὃς τοὐμοῦ γείτονος Ἐχεκράτους τὴν θυγατέρα συναρπάσας παρθένον οὖσαν διέφθειρεν καὶ ὀλίγου δίκην ἔφυγε βιαίων , εἰ
4679902 Λαχεσιν
κυκλεῖται τὰ πάντα καὶ δι ' ὧν ἐπιτελεῖται , καὶ Λάχεσιν μὲν κεκλῆσθαι παρὰ τὸ λαγχάνειν ἑκάστῳ τὸ πεπρωμένον ,
. Τρεῖς φασὶν εἶναι τὰς Μοίρας Ἕλληνες . Κλωθὼ , Λάχεσιν , καὶ Ἄτροπον . Τὴν μὲν ὡς ἐπικλώθουσαν ἑνὶ
4670416 λαβουσαν
τοῦ ὄντος ἵστασθαι οὐκ ἐᾷ τὰ πράγματα , οὐδὲ τέλος λαβοῦσαν τὴν φορὰν τοῦ φέρεσθαι στῆναί τε καὶ παύσασθαι ,
κατὰ τὰς τριόδους πεφηνυίας . διὸ προστάσσει ὡς τάχος χάλκωμα λαβοῦσαν ἠχεῖν , ὅτι οὐκ ἔλαθεν αὐτὴν φανεῖσα . ἱδρύοντο
4659151 Ἀριαδνην
ἢν ὀπίσω πλέῃ τοῦ ταύρου κρατήσας : τούτων λήθην ἔσχεν Ἀριάδνην ἀφῃρημένος : ἐνταῦθα Αἰγεὺς ὡς εἶδεν ἱστίοις μέλασι τὴν
προειρημένων ἐννοιῶν , οἷον εἰ λέγοις ὅτι γαμοῦντος Διονύσου τὴν Ἀριάδνην παρῆν ὁ Ἀπόλλων νέος ὢν καὶ τὴν λύραν ἔπληττεν
4652752 φρονουντε
ἡμῶν . Τὴν γυναῖκα δὲ αἰσχύνομαι τώ τ ' οὐ φρονοῦντε παιδίω . Ὁ δ ' αὖ Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι
ἄμφω πρός τε ἕω καὶ πρὸς ἑσπέραν ἴσα βαίνοντε , φρονοῦντε , τὴν ἀγαθὴν ἅμιλλαν ἁμιλλωμένω , ἐπανάξετον οὐ σὺν
4652419 τριποθητον
, καὶ σὺ βεβαίως ἑλόμενος καὶ κρίνας φιλοσοφήσεις καὶ τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος βιώσῃ μετ ' αὐτῆς ἅπαντα συλλήβδην ἔχων
αὐτήν , οὐ φιλεῖν , ἐκεῖνοι δὲ ὑπερφυῶς ἀγαπᾶν καὶ τριπόθητον ἡγεῖσθαι . Λάβαν δ ' ὁ μισάρετος οὐδὲ καταφιλῆσαι
4646855 ξυγγενεσθαι
ἰδεῖν τέ σε , ὅστις ὢν τυγχάνεις , βούλεται καὶ ξυγγενέσθαι μόνῳ . „ „ τί οὖν ” εἶπεν ”
γυναῖκα μεγίστην τε καὶ πρεσβυτάτην περιβάλλειν αὐτὸν καὶ δεῖσθαί οἱ ξυγγενέσθαι , πρὶν ἐς Ἰταλοὺς πλεῦσαι , Διὸς δὲ εἶναι
4633422 Ῥεαν
τούτου τοῦ μέρους τῆς Λιβύης Οὐρανοῦ γῆμαι θυγατέρα τὴν προσαγορευομένην Ῥέαν , ἀδελφὴν οὖσαν Κρόνου τε καὶ τῶν ἄλλων Τιτάνων
: πόλις Τρωική . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τοῦ σκήψασθαι τὴν Ῥέαν ἀντὶ τοῦ παιδὸς λίθον τεκεῖν . . § .
4632804 ἀπολωλυιαν
ἐκρύπτοντο μένοντες ; σὺ δὲ πόλιν μὲν τοιαύτην καὶ τοσαύτην ἀπολωλυῖαν οὐ δακρύεις οὐδ ' εἰ καὶ μὴ πάντα ,
ἕλκωϲιν : χειρουργοῦμεν δὲ αὐτό , οὐχ ἵνα τὴν ὅραϲιν ἀπολωλυῖαν ἀνακαλεϲώμεθα : τοῦτο γὰρ ἀδύνατον : ἀλλ ' ἵνα
4625161 θηλειαν
ἐπινικίων ὑμνεῖ λέγων Εὐρυσθέος ἔντυ ' ἀνάγκα πατρόθεν χρυσόκερων ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ ' . καὶ Ἀνακρέων ἐπὶ θηλείας φησίν οἷά
ὁ Τειρεσίας ὄφεις συνουσιάζοντας ἐν τῷ Κιθαιρῶνι εὑρὼν ἀνεῖλε τὴν θήλειαν καὶ γέγονεν γυνή , εἶτα τὸν ἄρρενα καὶ γέγονε
4623199 λεγουσι
φασιν ποιεῖν φίλους αὐτούς , ἄγοντα παρ ' ἀλλήλους . λέγουσι δέ πως ταῦτα , ὡς ἐγᾦμαι , ὡδί αἰεί
Ἱστορικοῖς παραδόξοις . . . . . : Τοῦτον ἐμφερέστατον λέγουσι τὴν ὄψιν Περιάνδρῳ τῷ Κυψέλου γενέσθαι , καθάπερ Ἀλκμαίωνι
4622231 καλην
φιλιακὴ διάθεσις , ἀσθενὴς γενομένη ἐν τῷ λαβόντι οὐ μάλα καλὴν τὴν φίλησιν εἰργάσατο , καὶ θυμὸς δὴ οὐκ ἐν
δ ' ἄριστον Κωβιὸν πηδῶντ ' ἔτι πρὸς Πυθιονίκην τὴν καλὴν πέμψαι με δεῖ : ἁδρὸς γάρ ἐστιν . ἀλλ
4618933 Φερσεφονην
, ὀνομάτων ὀρθότητος . καὶ γὰρ μεταβάλλοντες σκοποῦνται τὴν ” Φερσεφόνην , “ καὶ δεινὸν αὐτοῖς φαίνεται : τὸ δὲ
τοῦ παιδὸς πρὸς Αἰγέα κατέφυγεν ἀλητεύσασα : οἱ δὲ τὴν Φερσεφόνην , διότι τοὺς πυροὺς ἀλοῦντες πέμματά τινα προσφέρουσιν αὐτῇ
4618561 συγκεκρασθαι
ὁμοιότητας , ἐκ πάντων φασίν , ἵνα πάντα γινώσκῃ , συγκεκρᾶσθαι τὴν ψυχήν : ταῦτα δ ' εἶναι τέτταρα ,
μόρια καὶ τὰ σημαίνοντα τὰ πράγματα τῆς διανοίας σύμβολα , συγκεκρᾶσθαι δὲ τῷ γνωστῷ καὶ τὸ ξένον , ἔτι δὲ
4612311 κατεχομενην
οὐκ ἐσήκουον , εὐθὺς στρατεύει ἐπὶ Τορώνην τὴν Χαλκιδικήν , κατεχομένην ὑπὸ Ἀθηναίων : καὶ αὐτὸν ἄνδρες ὀλίγοι ἐπήγοντο ,
ἅπασαν καὶ μὴ θαρρήσαντες ἐπελθεῖν ἄλλην ὁδὸν ἐτράποντο τὴν οὐ κατεχομένην ὑπὸ τῶν πολεμίων . Εὐμένης τοὺς στρατιώτας ἁρπάσαι βουλομένους
4611841 σπαραγμον
ταχεῖαν , ὦ παῖ , πρόσθες , ὡς πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμὸν ἤ τιν ' οἶστρον , ἐς πυράν με θῇς
κατασεισμός . τὸ δὲ ὁπωσοῦν ἐπισπᾶσθαι τὸ χόριον διὰ τὸν σπαραγμὸν φλεγμονὴν ἐπιφέρει καὶ ἀδύνατον , ὅπου μέμυκε τὸ στόμιον
4603591 προσηγορευσαν
σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί . καὶ λεσχηνόριον δ ' αὐτὸν προσηγόρευσαν διὰ τὸ τὰς ἡμέρας ταῖς λέσχαις καὶ τῷ ὁμιλεῖν
καλουμένην Σκιώνην καὶ πόλιν οἰκίσαντες τὴν χώραν ἀντὶ Φλέγρας Παλλήνην προσηγόρευσαν . Ἀννίβας ἐν Ἰβηρίᾳ πόλιν μεγάλην Σαλματίδα ἐπολιόρκει :
4586219 ὠγυγιαν
οἰκτρὸν ] ἐλέους ἄξιον . πόλιν ] τὴν ἡμετέραν . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν ἢ τὴν μεγάλην ἀπὸ Ὠγύγου τινὸς βασιλεύσαντος
Ὠγύγου τινὸς βασιλεύσαντος ἐκεῖσε . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν . θ ὠγυγίαν ] τὴν παλαιάν . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν καὶ παλαιὰν
4585864 ἀνεγειρας
λεγόμενα σκόπει εἴτε ἀληθῆ εἴτε καὶ ψευδῆ λέγεται , προθύμως ἀνεγείρας τὴν διάνοιαν . Ἐν ἀρχῇ δὴ διελώμεθα τὰ γένη
κτίσας εὐθέως καὶ ἱερὸν , ὃ ἐκάλεσε Βωττίου Διὸς , ἀνεγείρας καὶ τὰ τείχη σπουδαίως φοβερὰ διὰ Ξεναίου ἀρχιτέκτονος ,
4581844 Λειαν
πατρὸς ᾀδόμενοι ὕμνοι μουσικῶς ἐπιψάλλωνται . καὶ τὴν ἀρετὴν μέντοι Λείαν ἀκούομεν ἐπὶ τῆς τοῦ τετάρτου γενέσεως υἱοῦ μηκέτι τίκτειν
ἐπινεύει τὸ θεῖον , ἅπας ἄφρων ἀνανένευκε . τὴν γοῦν Λείαν μισουμένην εἰσάγουσιν οἱ χρησμοί : διὸ καὶ τοιαύτης ἔτυχε
4580866 Συραν
Σινώπης οἰκοῦντας : ἐκεῖ δὲ καταμείνας γυναῖκα τῶν ἐγχωρίων ἔγημε Σύραν , ἐξ ἧς αὐτῷ γίνεται Γύγης . Ὅτι Σαδυάττης
τὰ περὶ αὑτὸν βασιλικῶς διακοσμήσας τήν τε συμβιοῦσαν αὐτῷ , Σύραν καὶ συμπολῖτιν οὖσαν , βασίλισσαν ἀποδείξας συνέδρους τε τοὺς
4577773 ποθουντα
μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ ἐξετέθη . φιλόμαστον ] ποθοῦντα μαστόν . βιότου προτελείοις ] ἐν ταῖς ἀρχαῖς τῆς
, εἰς ἔργον ἄγε τὴν ἐπιθυμίαν . ὄψει γὰρ ποθῶν ποθοῦντα . ποθεινὸς δέ μοι γέγονας ἀπὸ τῆς νίκης ἣν
4577170 Καλλιοπην
καὶ τοῖς φρονήμασι μετεωρίζεσθαι τὰς ψυχὰς εἰς ὕψος οὐράνιον : Καλλιόπην δ ' ἀπὸ τοῦ καλὴν ὄπα προΐεσθαι , τοῦτο
. . . | Θρᾳκῶν , οἷον εἰς Ὀρφέα καὶ Καλλιόπην ἀνενέγκασαι λόγος [ . . . . . .
4571603 Σεμελην
βροντῶν καὶ ἀστραπῶν ἐπιφανῶς ποιεῖσθαι τὴν συνουσίαν : τὴν δὲ Σεμέλην ἔγκυον οὖσαν καὶ τὸ μέγεθος τῆς περιστάσεως οὐκ ἐνέγκασαν
τὰς εἰλίποδας βοῦς ἐποίμαινε , καὶ πρεσβῦτις ἀφικνεῖται πρὸς τὴν Σεμέλην ἡ τοῦ Διὸς γαμετή . τοιαῦτα δὲ μελετῶντες πῶς
4565355 τεκουσαν
. Ὁ δὲ ἐξ ἑωυτοῦ τε ἔφη γεγονέναι καὶ τὴν τεκοῦσαν αὐτὸν εἶναι ἔτι παρ ' ἑωυτῷ . Ἀστυάγης δέ
, ἐμὲ δὲ αὐτόν , καὶ μηδ ' ἂν τὴν τεκοῦσαν αὐτὸν ὑπερβαλέσθαι τὸ φίλτρον τὸ παρ ' ἐμοῦ .
4564886 Ταυτην
δὲ χώρη αὕτη ἐστὶ μητρόπολις Δωριέων τῶν ἐν Πελοποννήσῳ . Ταύτην ὦν τὴν Δωρίδα γῆν οὐκ ἐσίναντο ἐσβαλόντες οἱ βάρβαροι
ἀληθεύουσαν καὶ ψευδομένην ὁρῶμεν ; καὶ τὸ ὅπως δῆλον . Ταύτην οὖν τὴν ἀπὸ τῶν σημαινομένων θεωρουμένην ἐν ταῖς προτάσεσι
4553333 κἀκεινην
ἐγγινομένην τοῖς σώμασι τοῖς ὀργανικοῖς ἐντελέχειαν , δυνάμενος ἴσως ὁρίσασθαι κἀκείνην τὸν αὐτὸν τρόπον . οὐδὲν γὰρ κωλύει τῶν ἐντελεχειῶν
ἡ βαρεῖα : οἷόν τε γὰρ ἢ ταύτην λέγειν ἢ κἀκείνην , ἐπειδὴ ἴδιόν τι μέγεθος βαρείας ἐστὶ φωνῆς .
4545302 πενιχραν
. οὗτος γὰρ εἰς τὰς οἰκίας εἰσέρχεται οὐχὶ διακρίνας τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν , οὗ δ ' ἂν καλῶς ἐστρωμένην
. οὗτος γὰρ εἰς τὰς οἰκίας εἰσέρχεται οὐχὶ διακρίνας τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν . οὗ δ ' ἂν καλῶς ἐστρωμένην
4536210 ἐρωσαν
Χαιρέᾳ σπεύδοντες ἔλεγον ” πρῶτος ἦν ἀνήρ , παρθένον ἔγημεν ἐρῶσαν ἐρῶν : πατὴρ ἐξέδωκεν αὐτῷ , πατρὶς ἔθαψε :
ἅμα , ἀδικοῦσαν , ἀποκλείουσαν , αἰτοῦσαν πυκνά , μηδενὸς ἐρῶσαν , προσποιουμένην δ ' ἀεί . Φθείρουσιν ἤθη χρήσθ
4532304 ὀνομαζουσι
τῇ ἀπὸ τοῦδε ἐπὶ τόνδε , ὅθεν τοῦτον μὲν ζωὴν ὀνομάζουσι , ὡς παρακεκινημένον καὶ οἷον ζέουσαν οὐσίαν . Καὶ
ἐν Κρήτῃ δέ , φησίν , πλακουντάριον ποιοῦσιν , ὅπερ ὀνομάζουσι γάστριν . γίνεται δὲ οὕτως : κάρυα Θάσια καὶ
4531617 θεμενον
† δηλημάτου ἑξῆς . τὸν πρόσθε . τὸν τὴν αἴσθησιν θέμενον εἶναι ἐπιστήμην . φαινόμεθά μοι κτλ . πάλιν ἐν
οἰκείας σε χώρας ἐπιμέλειαν ἔχειν τὸν τῆς οὐ προσηκούσης τοσαύτην θέμενον πρόνοιαν , ὑποτάττει σου Παλαιστίνην τῷ νεύματι : σὺ
4531513 ἑναδα
εἶδός ἐστιν , ὑπὲρ πᾶν δὲ εἶδος ἔλεγον εἶναι τὴν ἑνάδα ὡς καὶ πάντων προακτικὴν καὶ αὐτῶν τῶν εἰδῶν ,
, οὐ παρὰ τὸ ἓν ἐλέχθησαν , ἀλλὰ παρὰ τὴν ἑνάδα , ἥτις ἐστὶ μονὰς μετοχῇ τοῦ ἑνός . κατὰ
4524457 ἐγεωργησεν
γράφει δὲ καὶ ταυτὶ ὁ ῥήτωρ “ ὃς δύο ἔτη ἐγεώργησεν ” οὔτε ἰδίαν ἐλαίαν οὔτε μορίαν οὔτε σηκὸν παραλαβών
ὁμόνοιαν ἀνακραθῇ . Καὶ ταύτην δὲ τὴν ἀπόφασιν πρῶτος Ὅμηρος ἐγεώργησεν , Ἀναξαγόρᾳ σπέρματα τῆς ἐπινοίας χαρισάμενος ἐν οἷς φησίν
4522995 εὑρεθεισαν
μετὰ τὴν ἁρπαγήν , ἣν ἥρπασεν αὐτὴν ὁ Πλούτων , εὑρεθεῖσαν διὰ λευκοπώλου ἅρματος ἀνῆχθαι ὑπὸ τῆς μητρὸς εἰς τὸν
χρήσασθαι Σίβυλλαν Σκάμων ὁ προειρημένος : ὀνομασθῆναι δ ' αὐτὴν εὑρεθεῖσαν ὑπὸ Σάμβυκος τινός . . . , . :
4517635 διανοητικην
ὁ λόγος πολλὰς ἔχει δυνάμεις , ἑκτικὴν φυτικὴν ψυχικὴν λογικὴν διανοητικήν , ἄλλας μυρίας κατά τε εἴδη καὶ γένη .
πολλὰς θετέον ψυχὰς ὑπάρχειν τῷ ζώῳ οἷον φυτικὴν θρεπτικὴν ὀρεκτικὴν διανοητικήν , ἐφ ' ὧν καὶ αὗται , ἢ πολλαὶ
4513127 κρατουσαν
ὁντιναοῦν , ὁμολογίας τίθεται πρὸς τὸν ἐπισκοποῦντα τὸ τηνικαῦτα τὴν κρατοῦσαν δόξαν . , . . Ὡραπόλλων ὁ δὲ Ὡραπόλλων
εἶτα μετὰ τὸ πρᾶγμα , ὅτι ἀπεστέρησε τὴν φυλὴν , κρατοῦσαν τῆς νίκης διαφθείρας τοὺς κριτάς : αὔξεται δὲ ,
4510851 μητερα
τέκνα , δυσαντέας ἀγρευτῆρας , μή με λυγρὴν δμηθέντες ἀμήτορα μητέρα θῆτε . τοῖα φάμεν δοκέοις : τοὺς δ '
κυρίοις α οὐ δύνασαι ἄρξαι νῦν β οὐ κληρονομεῖς τὴν μητέρα γ οὐ κληρονομεῖς τὸν πατέρα δ οὐκ ἐλευθεροῦσαι ἄρτι
4509995 φερουσαν
ἐχώρησαν , ἔπειθ ' ὑποστρέψαντες ᾖσαν τὴν πρὸς τὸ ὄρος φέρουσαν ὁδὸν ἐς Ἐρύθρας καὶ Ὑσιάς , καὶ λαβόμενοι τῶν
εἰσορῶ γὰρ τήνδε πρόσπολόν τινα πηγαῖον ἄχθος ἐν κεκαρμένωι κάραι φέρουσαν , ἑζώμεσθα κἀκπυθώμεθα δούλης γυναικός , ἤν τι δεξώμεσθ
4507536 ἐκδοθεισαν
: ὡς δὲ ἐκεῖνος ἔφη , καὶ τὴν Ἰὼ ἀφικέσθαι ἐκδοθεῖσαν εἰς Αἴγυπτον , ἀλλὰ μὴ βοῦν γενομένην οὕτως οἰστρήσασαν
δὲ ἣν Στησίχορος ποιῆσαι δοκεῖ ἐντεῦθεν λέγει τοὺς παῖδας . ἐκδοθεῖσαν γὰρ τὴν Ῥαδίνην εἰς Κόρινθον τυράννῳ φησὶν ἐκ τῆς
4504234 χρυσοχοου
, διαφθεῖραί μοι νύκτωρ ἐλθὼν ἐπὶ τὴν οἰκίαν τὴν τοῦ χρυσοχόου . καὶ διέφθειρεν , οὐ μέντοι πᾶσάν γε :
ὥς τε ὑπ ' ἀναγ [ ] ! [ ] χρυσοχόου ? ἐργαστήριον ν ? [ ] πρεσβύτην ἄνδρα κ
4493963 ἀναδουναι
νέκταρ εἰς τὴν γῆν ἐκχυθὲν τὸ ἄνθος τοῦ ῥόδου ἐρυθαινόμενον ἀναδοῦναι . Ἐὰν σκόροδα παραφυτεύσῃς τοῖς ῥόδοις , εὐωδέστερα ἔσται
ἕκαστος , ἀλλὰ ἢν ἅπαξ κελεύσῃ , αὐτίκα ἐγχέαι καὶ ἀναδοῦναι μεγάλην κύλικα ἐμπλησαμένους ὥσπερ τῷ δεσπότῃ . καὶ τὸν
4491764 βαρυνομενην
οὐ γὰρ δὴ παρὰ τῇ Τύροι τῇ Ἱπποθόωντος κατήγετο : βαρυνομένην γοῦν τῷ πάθει καὶ ἐν συννοίᾳ καθημένην αἰσχρορρημονήσασα ἡ
Ἥρας κατὰ πᾶσαν γῆν καὶ θάλατταν : ἤδη δὲ αὐτὴν βαρυνομένην καὶ ἀποροῦσαν ἐλθεῖν εἰς τὴν χώραν τὴν ἡμετέραν καὶ
4488912 Περσεφονην
“ ὁ ἐχῖνος . ” ναὶ τὰν Κόραν : τὴν Περσεφόνην Κόρην ὠνόμασεν : ὀνομάζουσι γὰρ αὐτὴν καὶ οὕτω .
* Λέπτυννιν οἱ μὲν τὸν ᾅδην , οἱ δὲ τὴν Περσεφόνην οἷον τὴν λεπτύνουσαν τὰ σώματα τῶν ἀποθνησκόντων * .
4485603 οὐρανιαν
τῷ ὕψει . Κίων δ ' οὐρανία ] * Κίονα οὐρανίαν τὴν Αἴτνην καλεῖ διὰ τὸ μέχρις οὐρανοῦ τῷ ὕψει
ἑδράνων ὅπου μακραίωνι στηρίζῃ ποτὲ τᾷδ ' ἀγωνίῳ σχολᾷ ἄταν οὐρανίαν φλέγων . Ἐχθρῶν δ ' ὕβρις ὧδ ' ἀταρβήτως
4481425 δεχομενην
τὴν Ἐλευσῖνα λέγει μυστικὴν καὶ ἱερὰν οἰκίαν καὶ τοὺς μύστας δεχομένην : ἐν αὐτῇ γὰρ τὰ μυστήρια τῆς ⌈ Δημήτερος
Τὴν δὲ δεκάδα , δεχάδα ἔλεγον οἱ παλαιοὶ , ὡς δεχομένην πάντα ἀριθμὸν ἐφ ' ἑαυτοῦ : τὸ δὲ ἓν
4477298 Πανακειαν
συνήθους ἐκείνου τὸν ἰατρὸν κατὰ νοῦν εἶχον καὶ ἠντιβόλουν τὴν Πανάκειαν καὶ τὸν κλυτότοξον Ἀπόλλω , μή τι συμβαίη τῷ
, ἐλαίου ὀμφακίνου λίτ . β . Ἕψε ὡς τὴν Πανάκειαν , κινῶν σπάθῃ δαδίνῃ ἀδιαλείπτως , ἵνα μὴ προσκαθίσῃ
4477199 καταμαθε
αὐτοῦ καταμανθάνων καὶ ἐν τῷ μέρει τὰ ἴδια δεικνύων . κατάμαθέ μου τὰ δόγματα , δεῖξόν μοι τὰ σὰ καὶ
τοῦ Αἰδεσίου , καὶ οὐδὲ συγγενείας κεχώριστο : “ ἀλλὰ κατάμαθέ γε , ὦ Μάξιμε , ἵνα μὴ πράγματα ἐγὼ
4465829 φυτικην
σύμπνοιαν τῆς θρεπτικῆς ταύτης καὶ αὐξητικῆς ψυχῆς τὴν γὰρ δὴ φυτικὴν δύναμιν ἔοικε καὶ ὁ Ἱπποκράτης κατὰ τὸ παλαιὸν ἔθος
τὴν αἰσθητικὴν ἐπακολουθοῦντες τοῖς αἰσθητοῖς εἰδώλοις , μηδὲ εἰς τὴν φυτικὴν ἐπακολουθοῦντες τῇ ἐφέσει τοῦ γεννᾶν καὶ ἐδωδῶν λιχνείαις ,
4463899 νεκραν
λέγων , ὦ πασῶν δυστυχεστάτη κόρη , πότε ἀνευρήσω κἂν νεκράν ; Αἰγιαλεῖ μὲν γὰρ τοῦ βίου μεγάλη παραμυθία τὸ
σφοδροῦ γενομένου ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα φερομένην ὑπὸ τῶν ὑδάτων νεκράν , ἔφη : ” ὦ αὕτη , σὺ κἀμὲ
4461663 λεγουσαν
τῆς ἀντιληπτικῆς . οὐκέτι δὲ δεξόμεθα τὴν πρώτην πρότασιν τὴν λέγουσαν ὅτι ὁ λόγος ὄργανόν ἐστιν : οὐ γάρ ἐστιν
ἀρτίως ἐπὶ τοῦ ἀπηρτισμένου τελείου ἔργου , ὥστε ἁμαρτάνειν Σαπφὼ λέγουσαν ἀρτίως ἡ χρυσοπέδιλος [ ] [ ] Αὔως ,
4455130 δυναμενην
Ῥέαν ὀργισθεῖσαν Ἄμμωνι φιλοτιμηθῆναι λαβεῖν ὑποχείριον τὸν Διόνυσον , οὐ δυναμένην δὲ κρατῆσαι τῆς ἐπιβολῆς τὸν μὲν Ἄμμωνα καταλιπεῖν ,
δὲ καὶ τούτου τὴν σύνθεσιν καλλίστην ἀνάγουσαν καὶ πολλὰ ποιεῖν δυναμένην πρὸς πᾶσαν διάθεσιν καὶ μάλιστα τοῖς περὶ τὸν στόμαχον
4448624 Τοιαυτην
ὁ ὑμὴν ἐξ ἐκείνου ἐτέτατο ἅπας περιέχων τὴν γονήν . Τοιαύτην μὲν ἐγὼ εἶδον ἑκταίην οὖσαν τὴν γονήν . Ἐρέω
ἂν φιλοσοφίᾳ , ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον αὐτῇ ὑπάρχουσαν . Τοιαύτην δὲ αὐτὴν ὑπάρχουσαν κατὰ πολλὰς ὁδοὺς εὑρίσκομεν χρωμένην τῇ
4445434 Χαρικλους
δὲ , ταῖς χερσὶ αὐτοῦ καταλαβομένην , πηρὸν ποιῆσαι : Χαρικλοῦς δὲ δεομένης ἀποκαταστῆσαι πάλιν τὰς ὁράσεις , μὴ δυναμένην
χρῆται δὲ τῷ ὁμοίῳ καὶ Πίνδαρος ἄντροθε γὰρ νέομαι παρὰ Χαρικλοῦς καὶ Φιλίνας . παφλάζων : παφλάζειν ἐστὶ τὸ λαλοῦντά
4445109 Τριπτολεμου
ποιεῖσθαι πέμματα ἐς τὰς θυσίας καθέστηκεν . ἐνταῦθα ἅλως καλουμένη Τριπτολέμου καὶ βωμὸς δείκνυται : τὰ δὲ ἐντὸς τοῦ τείχους
ὁ Κάσος ἢ εὖ ποιεῖν ἠπίστατο . καὶ κατιδὼν τῶν Τριπτολέμου νομίμων τὰ πολλὰ μεθεστηκότα ταῦτά τε ἐπανήγαγε καὶ τὴν
4443219 στρεφουσαν
συνθέτοις . διὰ τὴν ἀηδίαν ἐκείνων . στρεπταίγλαν : τὴν στρέφουσαν καὶ ἀφανίζουσαν τὴν αἴγλην . στρεπταίγλαν : τὴν ἔμπροσθεν
στρεπταίγλαν ] τὴν ἔμπροσθεν οὖσαν τοῦ ἡλίου τῆς αἴγλης καὶ στρέφουσαν καὶ ἀφανίζουσαν τὴν αἴγλην , αἴγλην λαμπρότητα . στρεφομένην
4441557 Μητιν
] Τὸν φονίαν καὶ πολεμικόν . Προφρόνων ] Προθύμων . Μῆτιν ] Τέχνην . Φύσιν ] Τὴν μορφὴν καὶ τὸ
ἐκ δὲ τούτων φησὶ μιχθέντων Αἰθέρα γενέσθαι καὶ Ἔρωτα καὶ Μῆτιν , τὰς τρεῖς ταύτας νοητὰς ὑποστάσεις , τὴν μὲν
4440518 φοινικης
τῶνδε χαυνούμενον , καὶ τὴν συνήθη τοῖς αὐτοκράτορσι χλαμύδα ἐκ φοινικῆς ἐς κυανῆν μεταλλάξαι , εἰσποιούμενον ἄρα ἑαυτὸν τῷ Ποσειδῶνι
σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον ψήκτρα . τὸ δὲ πλεκόμενον ἐκ τῆς φοινικῆς ἀμπεχόνης κοῖλον καὶ διάκενον περιχείριον , ὃ καταστέλλει τὴν
4437497 τετοκυιαν
' ἐστὶ τῷ παιδίῳ καὶ τὸ τὴν τιτθὴν μὴ πάλαι τετοκυῖαν εἶναι καὶ ἄρρεν μᾶλλον . φυλασσέσθω δὲ καὶ τὰ
στεῤῥὰν εἶναι καὶ εὔτονον . ἀφ ' οὗ τὴν μὴ τετοκυῖαν ἔλεγον , διὰ τὸ στερεωτέραν εἶναι τῆς τετοκυίας .
4437200 περιβεβλημενην
τὰ μέλη συναγαγοῦσαν τὴν Ἶσιν εἰς βοῦν ξυλίνην ἐμβαλεῖν βύσσινα περιβεβλημένην , καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὴν πόλιν ὀνομασθῆναι Βούσιριν
ᾠοῦ ὄστρακον στρόβιλος δὲ πᾶν τὸ περιφερὲς τὴν στρογγύλῳ κελύφῳ περιβεβλημένην . κελυφάνῳ νῦν ὠοῦ λέπει : πάντα γὰρ τὰ
4434385 Νυσαν
αὐτίκα γενόμενον ἐς τὸν μηρὸν ἐνερράψατο Ζεὺς καὶ ἤνεικε ἐς Νύσαν τὴν ὑπὲρ Αἰγύπτου ἐοῦσαν ἐν τῇ Αἰθιοπίῃ , καὶ
συγκομιδὴ τῶν Διονυσιακῶν καρπῶν ἐστιν , ἐπὶ τὴν εὐφορωτάτην ἐξεληλύθει Νύσαν : τιθήνας δὲ νομίζειν δεῖ τὰς ἀμπέλους . Καὶ
4433595 ὠνομασθαι
καλοῦσιν . καὶ αὐτοὶ δ ' οἱ κροσσοὶ δοκοῖεν ἂν ὠνομάσθαι , Ἀραρότος εἰπόντος ἐν Καινεῖ παρθένος δ ' εἶναι
ἀρχὰς ἀνάγουσιν , ἀποφαινόμενοι Θυώνην ὑπὸ τῶν ἀρχαίων τὴν γῆν ὠνομάσθαι , καὶ τεθεῖσθαι τὴν προσηγορίαν [ καὶ ] Σεμέλην

Back