τῇ ἀπὸ τοῦδε ἐπὶ τόνδε , ὅθεν τοῦτον μὲν ζωὴν ὀνομάζουσι , ὡς παρακεκινημένον καὶ οἷον ζέουσαν οὐσίαν . Καὶ
ἐν Κρήτῃ δέ , φησίν , πλακουντάριον ποιοῦσιν , ὅπερ ὀνομάζουσι γάστριν . γίνεται δὲ οὕτως : κάρυα Θάσια καὶ
9064168 καλουσι
ἁρπάσαι αὐτήν : Πολύδωρον : τοῦτον οἱ ποιηταὶ † πίνακον καλοῦσι Πολύδωρον [ δὲ ] διὰ τὸ πολλὰ δῶρα εἰληφέναι
ὡς λίβανος . Συκόμορον : ἔνιοι δὲ καὶ τοῦτο συκάμινον καλοῦσι : καλεῖται δὲ καὶ ὁ ἀπ ' αὐτοῦ καρπὸς
8903246 καλουσιν
προσφέρεσθαι δεῖ τοὺς πνεύμονας καὶ χόρδας : οὕτω γὰρ αὐτὰ καλοῦσιν οἱ πιπράσκοντες κάπηλοι , ἀλλ ' ἐκεῖνοι καὶ σπλῆνα
ὁ ἔχων φήμην μοχθηράν . τοῦτον ἔνιοι τῶν ποιητῶν ἐπίφατον καλοῦσιν . διπλουμένων . ἔνδον ἐστίν : ἔσω εἰσέρχεται .
8882807 ὀνομαζουσιν
τρεφομένων φησίν : τά τε τῶν φασιανῶν , οὓς τετάρους ὀνομάζουσιν , [ οὓς ] οὐ μόνον ἐκ Μηδίας μετεπέμπετο
δύο εἶναι πρόσωπα τὰ ἀντεγκαλοῦντα ἀλλήλοιςἔνιοι δὲ αὐτοὺς κατὰ ἀμφισβήτησιν ὀνομάζουσιν , τοὺς δὲ συνεζευγμένους . ἰστέον δὲ ὅτι καθόλου
8350451 προσαγορευουσιν
μὲν δὴ τοὺς κατὰ τὸ δέρμα πόρους ἀνοίγνυσιν , ἀραιωτικὰ προσαγορεύουσιν , ὅσα δὲ τὰ στόματα τῶν ἀγγείων , ἀναστομωτικά
καλοῦσι καὶ τοὺς ἀπογόνους τοὺς ἐκείνου Βαθανάττους ἔτι καὶ νῦν προσαγορεύουσιν . ἀφωσιώκασι δὲ οὗτοι τὸν χρυσὸν καὶ οὐκ εἰσφέρουσιν
7869654 ἐκαλεσαν
ἡγούμενον τῆς ἐνωμοτίας ἐνωμοτάρχην , τὰς δὲ δύο ἐνωμοτίας διμοιρίαν ἐκάλεσαν καὶ τὸν ἡγούμενον αὐτῆς διμοιρίτην , ὥστε τὸ ἡμιλόχιον
καὶ θυγάτριον γενόμενον δεύτερον ὄϊος ἑλκύσαι θηλὴν ἐποίησαν , καὶ ἐκάλεσαν τὸν μὲν Φιλοποίμενα τὴν δὲ Ἀγέλην . [ οὕτως
7816849 ὠνομασαν
, λιμένας ποιοῦσαι πλείους : ὧν τὴν πρώτην Ἴσιδος ἱερὰν ὠνόμασαν , τὴν δὲ δευτέραν Σουκαβύαν , τὴν δὲ τρίτην
' ὃν ἐκτεθέντες ἐτρέφοντο καὶ τραφέντες ἐλῄστευον , ἣν καὶ ὠνόμασαν Ῥώμην , τὸ τηνικάδε τετράγωνον λεγομένην , ὅτι δέκα
7392665 προσαγορευουσι
ψιλός . : αὐξίλια δὲ οἱ Ῥωμαῖοι τὰ τέλη ταῦτα προσαγορεύουσι , τὸ τῆς βοηθείας ὀξὺ καὶ παρὰ τὰς χρείας
ὀρεινῆς ἐκρεῖ τῆς ὑπὸ τῶν αὐτονόμων κατεχομένης , οὓς Οὐξίους προσαγορεύουσι , πλάτος μὲν κατὰ πολλοὺς [ μὲν ] τόπους
7278046 προσηγορευον
καὶ τὸ θηριῶδες . διὸ καὶ Σίσυφον αὐτὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι προσηγόρευον . . . . Ἑρμοῦ πεδίον : τόπος πλησίον
φησί : τὰ δράγματα τῶν κριθῶν αὐτὰ καθ ' αὑτὰ προσηγόρευον ἀμάλας : συναθροισθέντα δὲ καὶ ἐκ πολλῶν μίαν γενόμενα
7263685 ἐκαλουν
τε καὶ ᾑρέθη κατὰ τὴν Ῥώμην ἀρχή : δικτατοῦραν αὐτὴν ἐκάλουν ἐπιχωρίως , σημαίνει δὲ ἀναγόρευσιν ἡ φωνὴ ἢ διὰ
οἶμαι , διθύραμβος λεγόμενος . νόμους τε αὐτὸ τοῦτο τοὔνομα ἐκάλουν , ᾠδὴν ὥς τινα ἑτέραν : ἐπέλεγον δὲ κιθαρῳδικούς
7196054 ἐπονομαζουσιν
, ἔσωθεν , πολλῶν φθείροντα τὰς ὄψιας , ἃ σῦκα ἐπονομάζουσιν . Ἐφύετο δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἑλκέων πολλὰ
. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλο γένος ἐλάφων : εὐρυκέρωτας αὐτοὺς ἐπονομάζουσιν ἄνθρωποι : κατηγορεῖ δὲ ἡ κλῆσις τὴν φύσιν :
7100166 μυθολογουσιν
εἰς τὸ Δικταῖον ὄρος , ἐν ᾧ τραφῆναι τὸν Δία μυθολογοῦσιν οἱ Κρῆτες ὑπὸ τῶν Κουρήτων νεογνὸν ὄντα , κατέβαινεν
Ὀλυμπίων θεῶν . οἱ μὲν οὖν Λίβυες περὶ Διονύσου τοιαῦτα μυθολογοῦσιν : ἡμεῖς δὲ τὴν ἐν ἀρχῇ πρόθεσιν τετελεκότες αὐτοῦ
7067210 σεβουσι
οἷοί τε ἐγενόμεθα συμβαλέσθαι . θεῶν δὲ ὅντινα οἱ Βούλιοι σέβουσι μάλιστα , Μέγιστον μὲν ὀνομάζουσι , Διὸς δὲ κατὰ
ἐχρῶντο καὶ προστάτην ἐπεγράφοντο , μετὰ γοῦν ἐκεῖνον ὃν ἔτι σέβουσι , τὸν ἄνθρωπον τὸν ἐν τῇ Παλαιστίνῃ ἀνασκολοπισθέντα ,
7023305 προσηγορευσαν
σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί . καὶ λεσχηνόριον δ ' αὐτὸν προσηγόρευσαν διὰ τὸ τὰς ἡμέρας ταῖς λέσχαις καὶ τῷ ὁμιλεῖν
καλουμένην Σκιώνην καὶ πόλιν οἰκίσαντες τὴν χώραν ἀντὶ Φλέγρας Παλλήνην προσηγόρευσαν . Ἀννίβας ἐν Ἰβηρίᾳ πόλιν μεγάλην Σαλματίδα ἐπολιόρκει :
6979678 λεγουσι
φασιν ποιεῖν φίλους αὐτούς , ἄγοντα παρ ' ἀλλήλους . λέγουσι δέ πως ταῦτα , ὡς ἐγᾦμαι , ὡδί αἰεί
Ἱστορικοῖς παραδόξοις . . . . . : Τοῦτον ἐμφερέστατον λέγουσι τὴν ὄψιν Περιάνδρῳ τῷ Κυψέλου γενέσθαι , καθάπερ Ἀλκμαίωνι
6959987 Φασι
ὁρμήν , ὡς ὁρᾷς τὰ τοῦ Πινδάρου συγκεκομμένως ἐκφερόμενα . Φασὶ γάρ τινες , ὅτι λύρα εἴρηται οἱονεὶ λύτρα :
καὶ ὥσπερ καθοπλιζόμενοι διὰ μέσων τῶν ἰοβόλων πορεύεσθαι κατετόλμων . Φασὶ δὲ καὶ μαντικὸν εἶναι , καί τινα νηστεύοντα καὶ
6919008 ὠνομαζον
πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός , ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν , ὄρμενον ὠνόμαζον , καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι . ῥάφανος ἡ
τῶι Πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ τοῦ θησαυροῦ . τοὺς μισθωτοὺς κολωνέτας ὠνόμαζον , ἐπειδὴ παρὰ τῶι Κολωνῶι εἱστήκεσαν , ὅς ἐστι
6893284 καλουντες
ἄλλας τινὰς τῶν γνωμῶν διαιρέσεις , οἳ μὲν αὐτὰς εἴδη καλοῦντες , οἳ δὲ διαφορὰς πρὸς ἀλλήλας : οἷον ὅτι
, φησὶ , θεὸν ἐνόμιζον μόνον οὐρανοῦ κύριον , Βεελσάμην καλοῦντες , ὅ ἐστι παρὰ Φοίνιξι κύριος οὐρανοῦ , Ζεὺς
6758326 Λεγουσι
δὲ ἐκεῖνοι ὀρθῶς εἴτε φλαύρως , ὑπερφρονῶ τοῦτο ἐξετάζειν . Λέγουσι Κώων παῖδες ἐν Κῷ τεκεῖν ἔν τινι ποίμνῃ Νικίου
. Τὸ οὖν ἀρετῆς ἀμέτοχον , ἄτιμον δικαίως λέγεσθαι . Λέγουσι δὲ καὶ φυγάδα πάντα φαῦλον εἶναι , καθ '
6683621 νομιζουσι
τὸν λοιπὸν βίον καὶ [ ἐν ἀσφαλεῖ γεγενῆσθαι ? [ νομίζουσι διὰ τούτους [ ; ἀλλ ' οὐ παρὰ τοῖς
. Ὁ δὲ Βύσιος μὴν , ὡς μὲν οἱ πολλοὶ νομίζουσι , φύσιός ἐστιν : ἔαρος γὰρ ἄρχει , καὶ
6664265 ἐνομισαν
τούτου χάριν τινὲς τὴν διὰ τῶν ἔξωθεν εὐτυχίαν ταὐτὸν εἶναι ἐνόμισαν τῇ ζητουμένῃ εὐδαιμονίᾳ : ἔνιοι δέ φασιν εἶναι τὴν
, νύκτωρ δὲ τὴν εὔτακτον τῶν ἄλλων ἀστέρων κίνησιν , ἐνόμισαν εἶναί τινα θεὸν τὸν τῆς τοιαύτης κινήσεως καὶ εὐταξίας
6442598 φασιν
: . . . τοῦ μὲν οὖν περιττοῦ γένεσιν οὔ φασιν , ὡς δῆλον ὅτι τοῦ ἀρτίου οὔσης γενέσεως .
τίθενται ταῦτα , οὐ μὴν τούτων χάριν τὰ γινόμενα γίνεσθαί φασιν , ἀλλὰ αὐτὰ ταῦτα ποιητικὰ ἀγαθὰ αὐτοῖς ἐστι .
6398404 προσηγορευσεν
ἀξιολόγους : καὶ τὴν χώραν κατακληρουχήσας , τοὺς μὲν λαοὺς προσηγόρευσεν ἀφ ' ἑαυτοῦ Ἰολαείους , κατεσκεύασε δὲ καὶ γυμνάσια
φάρη ὡς διαφέροντα , εἰ καὶ ἀλλαχοῦ τὸν πέπλον οὕτως προσηγόρευσεν , ε , . . : ὅτι κοινότερον νῦν
6363003 λεγουσιν
κατατεμνόμενον Διόνυσον τῷ λόγῳ ἐπιφημίζοντες ὑπὸ τῶν Τιτάνων , καθάπερ λέγουσιν αὐτοὶ τὴν θείαν δύναμιν μερίζεσθαι εἰς τὴν ὕλην :
, νεοττοὺς δὲ αἱροῦσι . καὶ Βάκτριοι μὲν γειτνιῶντες Ἰνδοῖς λέγουσιν αὐτοὺς φύλακας εἶναι τοῦ χρυσοῦ τοῦ αὐτόθι , καὶ
6355969 σεβουσιν
ἠφίεσαν καταπέλτας ὀξυβελεῖς , πέτρους καὶ πῦρ . Καμβύσης ὅσα σέβουσιν Αἰγύπτιοι ζῷα , κύνας , πρόβατα , αἰλούρους ,
τούτοις δ ' ὑπάρχει ταῦτ ' , ἐπειδὴ τοὺς θεοὺς σέβουσιν . ἀπέλαυσαν ἄρα σέβοντες ὑμᾶς , ὡς σὺ φῄς
6344106 καλεισθαι
τὰς ἀμοιβάς , ὧν τὸ ὑπὸ τῇ δρακὶ πλῆθος ἐδόκει καλεῖσθαι δραχμή , τὰ δ ' ὀνόματα καὶ τοῦ νομίσματος
καὶ ἀπὸ τοῦ λόφου τούτου πίδακας ἐκδιδόναι ἑκατὸν καὶ ταύτας καλεῖσθαι παλάμας Βριάρεω . Α . . , : οὐδὲ
6283361 ἐπεφημισαν
διαφθείρονται , καί σφισι τὴν ἐς ἀηδόνα καὶ χελιδόνα μεταβολὴν ἐπεφήμισαν ὅτι οἶμαι καὶ αὗται αἱ ὄρνιθες ἐλεεινὸν καὶ θρήνῳ
παραπομπεύει τὴν νῆα , οἱ ναῦται τῇ πομπῇ τῶν νηῶν ἐπεφήμισαν τὸ ὄνομα αὐτοῦ , τουτέστι φερώνυμα ἐκάλεσαν : πομπὸς
6281000 φασι
τῷ βυθῷ θεμέλιοι πολλοὶ καὶ ναοὶ καὶ πλῆθος ἀνδριάντων : φασὶ δὲ οἱ ἐπιχώριοι πόλιν ποτὲ οὖσαν καταποθῆναι . τὸ
τῷ λόγῳ ” ἄρθητε “ εἰπών , οἱονεὶ ἐπάρθητε . φασὶ γὰρ τὰς νεφέλας εἰς ὕψος αἴρεσθαι κατ ' ὀλίγον
6265176 περιοικουσι
τοιαύτας τινὰς αἰτίας . Ἀλέξανδρος Θήβας κατασκάψας τὴν χώραν τοῖς περιοικοῦσι Βοιωτοῖς ἔδωκεν . οὗτοι δὲ κατακληρουχήσαντες τὰς τῶν ἠτυχηκότων
Δαναὸν τὸν Αἰγύπτιον , τὴν δὲ ἱερὰν τοῦ θεοῦ χώραν περιοικοῦσι κατὰ μὲν τὴν μεσημβρίαν καὶ δύσιν Αἰθίοπες , κατὰ
6251714 ἐπωνομαζον
ζώων καὶ χηλὰς κατ ' ἀνάλογον . ὅθεν αὐτὴν μητέρα ἐπωνόμαζον , τάχα μὲν εἰς τὰ λεχθέντα ἀναφέροντες , τάχα
μὲν πατέρα , Καμβύσην δὲ δεσπότην , Δαρεῖον δὲ κάπηλον ἐπωνόμαζον . ποιεῖ δὲ πατέρα μὲν δικαιοσύνη , θυμὸς δὲ
6248225 καλουμεν
πανταχοῦ τὸ τὶ στοιχειωτόν : τὸ γὰρ πανταχοῦ συνῃρημένον οὐσίαν καλοῦμεν , ὥσπερ τὸ διακρινόμενον ζωήν , καὶ τὸ διακεκριμένον
ἢ τὴν φυσικὴν ἢ τὴν ἠθικὴν φιλοσοφίαν τε καὶ ἐπιστήμην καλοῦμεν , οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ . Ἐνθουσιασμὸν
6236669 εἰρηκασι
οὐ πτύρομαι ἐπὶ τοῖς καταπλησσομένοις . οἱ γὰρ ἐμοῦ μείζονες εἰρήκασι , πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις . Ἐδυνάμην
Δημόκριτος δὲ καὶ Ἐπίκουρος καὶ Ἀριστοτέλης φθαρτὴν εἶναι ταύτην ἀνέδην εἰρήκασι . . . Πλάτων δὲ καὶ Πυθαγόρας τὸ μὲν
6231113 πλαττουσι
φασί . καὶ αὐτὴν δὲ τὴν Ἶσιν Αἰγύπτιοι βούκερων καὶ πλάττουσι καὶ γράφουσιν . Σάλπιγγος ἦχον βδελύττονται Βουσιρῖται καὶ Ἄβυδος
τοῖς Αἰτωλοῖς , ὃ προσαγορεῦσαι κέρας Ἀμαλθείας . ἐν ᾧ πλάττουσι πλῆθος ὑπάρχειν πάσης ὀπωρινῆς ὥρας , βοτρύων τε καὶ
6225327 ὑμνουσι
παθῶν οὐσίας . Διὸ τὴν μὲν αἰδῶ , θεῖον φόβον ὑμνοῦσι : τὴν δὲ νέμεσιν , δίκης ἄγγελον . Καλῶς
ἐν δόμοις μένει , δύσπεμπτος ἔξω , συγγόνων Ἐρινύων . ὑμνοῦσι δ ' ὕμνον δώμασιν προσήμεναι πρώταρχον ἄτης : ἐν
6178455 Αἰγυπτιοι
στόμασι , καὶ παιδοποιοῦνται τὸν τρόπον τοῦτον . Λέγουσι δὲ Αἰγύπτιοι , λέγουσι γοῦν τοὺς ταῖς ταριχαίαις τῶν ζῴων ἐφεστῶτας
ἐνομοθέτησεν αἴσχιστα . οὗτος γάρ ἐστιν , ὃν Ἄραβες καὶ Αἰγύπτιοι καὶ Πέρσαι καὶ ὅσοι κατὰ τὸν βίον τούτοις ὡμοίωνται
6146887 ὀνομασθηναι
' Ἀρίστιππος ὁ Κυρηναῖος ἐν τῷ Περὶ φυσιολόγων Πυθαγόραν αὐτὸν ὀνομασθῆναι ὅτι τὴν ἀλήθειαν ἠγόρευεν οὐχ ἧττον τοῦ Πυθίου .
τὸ ὕδωρ , καὶ ἀπ ' αὐτοῦ τὸν ποταμὸν Σαγγάριον ὀνομασθῆναι : πλησίον δὲ αὐτοῦ ὀρείας Δήμητρος ἱερόν ἐστιν ,
6057187 κεκληκεν
] : νῦν τοὺς Ἕλληνας Ἰήονας ? ? [ ] κέκληκεν [ ] ἀπὸ τῶν Ἀθηναίων πάντας [ κοινῶς -
, ὅ ἐστι τὰ σώματα ἓν γεγονότα , θεῖον ἄκαυστον κέκληκεν . Καὶ μετέπειτα ἐπιφέρεται πυρίτης ἀπολελυμένος , μηδένα τῶν
6046189 ἐξομοιουσι
αἱ ἶνες ἰσχυραὶ οὖσαι καὶ δυσπαθεῖς πρὸς τὴν οἰκείαν φύσιν ἐξομοιοῦσι τὸ αἷμα ἐκεῖνο καὶ λευκὸν τὸ πύον γίνεται .
ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἴσμεν , ὅτι τὰ μόρια πρὸς ἑαυτὰ ἐξομοιοῦσι τὴν τροφὴν καὶ οὕτως τρέφονται : οὐδὲν γὰρ ἄλλο
6017072 ἀποφαινουσιν
τρεῖς , ὡς ἐν οἰκίᾳ σοβαρᾷ . καὶ τὸν μὲν ἀποφαίνουσιν ἀνδρῶνα εἶναι , ἐν ᾧ διαιτῶνται οἱ ἄρρενες καὶ
πλῆθος , ὥστε καὶ σιτεῖσθαι . Τὸ γὰρ βρῶμα πολυτελὲς ἀποφαίνουσιν . Αὕτη τοῦ λαμπροτάτου βασιλέως φωνὴ , ὃς οὐδὲ
6013289 καλει
τοῦ χεδροποῦ . ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος τὰ ὄσπρια χέδροπα καλεῖ , εἴτε ἐκ τῶν σιτηρῶν λέγων , εἴτε ἐκ
δράμασι διηγωνισμένον , καὶ τρίτον , ὃν Ἀπολλόδωρος μὲν Νικόστρατον καλεῖ , οἱ δὲ περὶ Δικαίαρχον Φιλεταῖρον . κατεκλήρωσε δὲ
6011599 ᾀδουσι
καὶ μία μὲν ἐξάρχει , αἱ δ ' ἄλλαι ἀθρόως ᾄδουσι . Τὸ δὲ δεῖπνον , φησὶ , τοῦ βασιλέως
ἐξ ἐπιβουλῆς καὶ δέα ποικίλα ἐπαγόντων . καὶ γὰρ σάλπιγγες ᾄδουσι , καὶ δοῦπόν τε καὶ κτύπον ἐργάζονται καὶ πρὸς
5958483 ἐπιχωριοι
Ἀσωπὸν καὶ ἐς κορυφὴν ὄρους ἥξασιν , ἐνταῦθα λέγουσιν οἱ ἐπιχώριοι Τιτᾶνα οἰκῆσαι πρῶτον : εἶναι δὲ αὐτὸν ἀδελφὸν Ἡλίου
κατεσκευασμέναις πορθμίσιν ὁμοιοπαθεῖς . ταύτας κατ ' ἐκεῖνο καιροῦ οἱ ἐπιχώριοι τέχνῃ καὶ σπουδῇ καὶ μερίμναις εἰς τὴν χέρσον ἐκβαλόντες
5956373 ἐπιζητουντα
δὲ οὐ δυνάμενοι . διὸ καὶ ὁ Κράτης πρὸς τὸν ἐπιζητοῦντα τί οὖν μοι ἔσται φιλοσοφήσαντι ; δυνήσῃ φησί τὸ
ὡς μικρόμυρτον διὰ τὸ μὴ γίνεσθαι τὸ οὐράνιον ὕδωρ ὡς ἐπιζητοῦντα τὸν καρπὸν , τὰς δὲ δρόσους οὐ βοηθεῖν .
5931895 νομιζουσιν
' οὐδὲ τοῖς ἀτμοειδῶς εἰς τὴν κύστιν ἰέναι τὰ οὖρα νομίζουσιν ἀντειπεῖν οὐδὲ τοῖς εἰς τὸν πνεύμονα φέρεσθαι τὸ ποτόν
Ἀπόλλωνος Καρνείου ξόανά ἐστι κατὰ ταὐτὰ καθὰ δὴ καὶ Λακεδαιμονίων νομίζουσιν οἱ Σπάρτην ἔχοντες . ἐπὶ δὲ τῆς ἀκροπόλεώς ἐστιν
5931290 εἰσαγουσιν
σφαῖραι περὶ ἀλλήλας ἐκφαίνουσι . πῶς δὲ καὶ τὸν τρίτον εἰσάγουσιν ἄνθρωπον ; εἰ μὲν γὰρ ὅτι καθ ' ἑκάστην
παρὰ φύσιν θερμότητος . Καὶ αὗται μὲν αἱ πρῶται διαφοραὶ εἰσάγουσιν ἡμᾶς πρὸς σημείωσιν τοῦ ὑποκειμένου σώματος , δι '
5909808 σεβονται
καὶ ἄλλως συμβὰν οὐκ ἔστιν ἐκ τῶν δαιμόνων ὀργή . σέβονται δὲ οἱ Μαραθώνιοι τούτους τε οἳ παρὰ τὴν μάχην
ἔσωσεν , αὐτὸς δὲ ἀπέθανεν : ὅθεν αὐτὸν ὡς ἥρωα σέβονται οἱ Μεγαρεῖς . οἰκείοιτε : μακαρισθείητε , ὅτι ὑπερβαλλόντως
5896970 θυοντες
μηδὲν ἄξιον πράττουσαν ἐν τούτοις ἑαυτῆς ; οἱ γὰρ ἄνθρωποι θύοντες μέν εἰσι μέτριοι καὶ βαδίζοντες καθ ' αὑτοὺς καὶ
ἡ ταραχὴ καὶ ἄλλοι ἄλλα νομίζουσι , Σκύθαι μὲν ἀκινάκῃ θύοντες καὶ Θρᾷκες Ζαμόλξιδι , δραπέτῃ ἀνθρώπῳ ἐκ Σάμου ὡς
5896286 κατοικουντες
οὖσαν καὶ κειμένην πελαγίαν : δι ' ἣν αἰτίαν οἱ κατοικοῦντες αὐτὴν εὐχρηστούμενοι κατὰ πολλὰ διὰ τοὺς ἐμπόρους ταχὺ τοῖς
. Ῥύνδακος , πόλις μεταξὺ Φρυγίας καὶ Ἑλλησπόντου . οἱ κατοικοῦντες Ῥυνδακηνοί ὡς Κυζικηνοί . λέγεται καὶ ἀπὸ τοῦ Ῥύνδακος
5893248 ἐμπλησαντες
, καλὸν μὲν οὕτω πρῶτον τάξασθαι ὡς ἂν ἐπὶ μετώπου ἐμπλήσαντες ἵππων τὸν ἱππόδρομον ἐξελάσειαν τοὺς ἐκ τοῦ μέσου ἀνθρώπους
ἔχει , λύχνον δὲ τῇ θεῷ χρυσοῦν Καλλίμαχος ἐποίησεν : ἐμπλήσαντες δὲ ἐλαίου τὸν λύχνον τὴν αὐτὴν τοῦ μέλλοντος ἔτους
5891847 ἐπονομαζοντες
ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς Σικελίας αὐτοκράτορας , ὥς φασιν , τυράννους ἐπονομάζοντες . καὶ εἴτε δὴ θείαν τις ἡγεῖσθαι βούλεται τύχην
Ὠκεανὸν οἱ ποιηταὶ καλοῦσι , τὸ περὶ γῆν ἅπαν ὧδε ἐπονομάζοντες . ποταμὸν δὲ Νεῖλον Αἰγύπτῳ δίδωσιν , ὃς ἐκ
5891808 ὀνομαζουϲι
γυναικεῖον ἰᾶται . Λωτὸϲ ὁ ἥμεροϲ , ὃν ἔνιοι τρίφυλλον ὀνομάζουϲι , ῥυπτικῆϲ μετρίωϲ ἐϲτὶ δυνάμεωϲ , οὕτω δὲ καὶ
⋖ ξʹ . τὴν δὲ κοτύλην οἱ Ἀττικοὶ καὶ τρυβλίον ὀνομάζουϲι . Τὸ ὀξύβαφον μέτρῳ μὲν κοτύληϲ τέταρτον , ὅπερ
5812968 γραφουσιν
γράφεται γόους : λείπει τὸ δεῖ φέρειν . τινὲς δὲ γράφουσιν οἰκτρὰ μὲν , ἀλλ ' ὅμως φέρε : τὸ
αὐτοῦ ἀπατῶσαι καὶ ἐφελκόμεναι : λείπει ἡ πρός : τινὲς γράφουσιν δυσφόρων , ἵν ' ᾖ : ὑπερβολαῖς λόγων δυσ
5805178 ὀνομαζεσθαι
, ὧν ἐστι καὶ Τιμοσθένης , ὅς φησι καὶ Ἡράκλειαν ὀνομάζεσθαι τὸ παλαιόν , δείκνυσθαί τε μέγαν περίβολον καὶ νεωσοίκους
μὴ ἀγανακτῇ μέλλοντος ἐλευθεροῦσθαι . τοὺς γὰρ τοιούτους δούλους μὲν ὀνομάζεσθαι συμβέβηκε , θῆτας δὲ τῷ ὄντι εἶναι τῶν ἀναγκαίων
5794248 τιθεασιν
γένωνται , ἄλφιτα οἴνωι καὶ μέλιτι ἀναδεύσαντες κατὰ τῆς τραπέζης τιθέασιν , ἐφ ' ἧς ἔτυχον δεδειπνηκότες , εἶτα μέντοι
, εἰς τριλογίας ἕλκουσι τοὺς διαλόγους , καὶ πρώτην μὲν τιθέασιν ἧς ἡγεῖται Πολιτεία Τίμαιος Κριτίας : δευτέραν Σοφιστὴς Πολιτικὸς
5775074 Ταφιου
γεννηθῆναι ἑπταμηνιαῖον ὄντα . Ἠλεκτρύονος δὲ βασιλεύοντος Μυκηνῶν , μετὰ Ταφίου οἱ Πτερελάου παῖδες ἐλθόντες τὴν Μήστορος ἀρχὴν τοῦ μητροπάτορος
τῆς χώρας τῆς αὐτῶν τὸ ὕδωρ ὄζει καὶ μάλιστα τοῦ Ταφίου καλουμένου ὄρους : καὶ ῥεῖν αὐτόθεν εἰς θάλασσαν ὥσπερ
5761566 κεκληκασι
. καὶ πάλιν ἐν ἑτέροις ξυγγράμμασιν εἱρμὸν αἰτιῶν τὴν εἱμαρμένην κεκλήκασι . καὶ τὴν τύχην δὲ ὡσαύτως οἱ μὲν θεὸν
καὶ ἔτι εἰς τὸ πυρῶδες μεταβάλλειν , ὅπερ καὶ Χρυσάορα κεκλήκασι . τούτῳ οὖν τῷ ἐξ ὕδατος Πηγάσῳ ἀναφερομένῳ τῇ
5757098 αἰνιττομενοι
χυλοὺς καὶ ὁποὺς βοτανῶν : Καὶ ταῦτα πάντα περὶ χρωμάτων αἰνιττόμενοι , ποιοῦνται τὴν φροντίδα . Αὐτοὶ δὲ , ὡς
, καὶ οἱ Πυθαγόρειοι ἀριθμούς , τὰ νοητὰ διὰ τούτων αἰνιττόμενοι , καὶ οἱ περὶ Πλάτωνα τὰς ἰδέας . ἰδοῦ
5752963 μεθερμηνευεσθαι
δὲ τὴν χώραν ἀπὸ τοῦ ἄγγους τῆς πατάρας Πάταρα : μεθερμηνεύεσθαι δὲ τὴν πατάραν ἑλληνιστὶ κίστην . : Μεγίστη ,
λόφον στρογγύλον κατοικίσαι καὶ καλέσαι τὴν πόλιν Πινάραν , ἣν μεθερμηνεύεσθαι στρογγύλην . τὰ γὰρ στρογγύλα πάντα πίναρα καλοῦσιν .
5735922 Ἰσιν
φασιν εἶναι Δήμητρα διὰ τὸ ἔχειν στάχυν , οἱ δὲ Ἴσιν , οἱ δὲ Ἀταργάτιν , οἱ δὲ Τύχην ,
καὶ Διόνυσον ἐκάλεσαν , ὡς εὑρετὴν φυτουργίας : τὴν δὲ Ἴσιν Δήμητραν , ὡς τὰ τῆς γῆς δωρουμένην , καὶ
5711728 ἐφορουν
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὡς τιάρα , ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ διάδημα περιειλοῦντες . κελέοντες : οἱ ἱστόποδες
ἤρευν , καὶ τὰ τοιαῦτα Αἰολικά εἰσιν , ἀπὸ τοῦ ἐφόρουν καὶ ἤρουν γινόμενα , τροπῇ τοῦ ό εἰς έ
5705110 ὠνομασεν
δ ' ἂν τούτοις προσήκοιεν καὶ οἱ ἀλεκτρυονοτρόφοι , οὓς ὠνόμασεν ἐν Ἀξιόχῳ Αἰσχίνης . Μετὰ δὲ ταύτην ἡ τῆς
τὸ ὑποδεχόμενον κοῖλον . τοὺς δὲ σφονδύλους τούτους Ῥιανὸς κύβους ὠνόμασεν αὐχένος ἐξ ὑπάτοιο κύβοις ἐπιτέλλεται ἰξύς . ἡ μέντοι
5701942 ᾀδουσιν
ἐξιτητέον . οὐδὲ γὰρ τοῖς αὐληταῖς , ὅτι ἐν κοινῷ ᾄδουσιν , ἐπιτιμῶμεν , οὐδὲ τοῖς ῥήτορσιν , ὅτι ἐν
τῆς νυκτός . μέσαι δὲ νύκτες . καὶ τοὐντεῦθεν ἀλεκτρυόνες ᾄδουσιν , ὃ λέγεται ὄρθρος . ὀμφακίας θυμός : ὁ
5673122 εἰκαζουσιν
ἔστι πεδίον ἡ πολλὴ αὐτῆς , καὶ τοῦτο , ὡς εἰκάζουσιν , ἐκ τῶν ποταμῶν προσκεχωσμένον . εἶναι γὰρ οὖν
οἳ δὲ βοῶν εἶδος αὐτοῖς περιέθηκαν . βουσὶ μὲν οὖν εἰκάζουσιν οἱ Στυμφάλιοι μὲν τὸν Ἐρασῖνον καὶ τὸν Μετώπην ,
5660396 ὑπελαβον
ἐξέβαλον , ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁψαμένους τῆς τοιαύτης πραγματείας μαινομένους ὑπέλαβον : συνηγορίαν δὲ ἢ ἐπανόρθωσιν ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον
δ ' αὐτὴν καὶ Γλαυκῶπιν οὐχ ὥσπερ ἔνιοι τῶν Ἑλλήνων ὑπέλαβον ἀπὸ τοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχειν γλαυκούςτοῦτο μὲν γὰρ εὔηθες
5637858 ὑπολαμβανουσιν
λείῳ πληγεῖσαν ὑποστρέφειν . Οἱ Στωικοὶ ὁρατὸν εἶναι τὸ σκότος ὑπολαμβάνουσιν : ἐκ γὰρ τῆς ὄψεως ἐξικνεῖσθαι εἰς αὐτὸ αὐγήν
, οὕτως οὐ διαφέρει τῶν φυτῶν : κἀκεῖνα γὰρ οὐδὲν ὑπολαμβάνουσιν . ἀμέλει τοι εἰ καὶ λέγουσι ταῦτα ὅτι ἀκαταληψία
5626629 καλεουσι
, ἀλλὰ ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία , τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι . Φυρῶσι τὸ μὲν σταῖς τοῖσι ποσί , τὸν
ἄνεμον εἰς τὸν Εὔξεινον πόντον καλεόμενον ἐκδιδοῖ : ὃν Ξάνθον καλέουσι θεοί , ἄνδρες δὲ Σκάμανδρον . Τοῦτο τὸ ἄκουσμα
5618277 μεθερμηνευομενον
ὄρος , τῇ διαλέκτῳ τῶν ἐνοικούντων προσαγορευόμενον Βριξάβα , ὅπερ μεθερμηνευόμενον Κριοῦ μέτωπον : ὠνομάσθη δὲ διὰ τοιαύτην αἰτίαν .
δ ' ὑγρὸν ὀνομάσαι λέγουσι τοὺς παλαιοὺς Ὠκεάνην , ὃ μεθερμηνευόμενον μὲν εἶναι τροφὴν ἢ μητέρα . . . τὸν
5616311 ἱστορουσι
ἐν οἴνῳ καλῷ ἀκράτῳ κυάθῳ ἑνὶ καὶ οὕτως προσφερέσθω . ἱστοροῦσι δέ τινες καὶ ῥίνημα ἐλέφαντος ἁρμόζειν πρὸς τὴν διάθεσιν
αἴτιον . Ἐξ οὗ ποτὲ καὶ περὶ Θετταλίαν πλῆθος ὄφεων ἱστοροῦσι γενέσθαι . Ὅτι καὶ αἱ μύες ἐν ταῖς ἀρούραις
5612078 ὑποτιθενται
' ἡμῶν εἰρημένων . οἱ μὲν γὰρ ὑλικὴν τὴν ἀρχὴν ὑποτίθενται , ἄν τε μίαν ὑποθῶνται αὐτὴν ἄν τε πλείους
παλαιοτέρων δόξας , ὅπως λάβωμεν καὶ παρὰ τούτων , τίνας ὑποτίθενται ἀρχὰς τῶν ὄντων , καὶ πῶς ἐμπίπτουσιν εἰς τὰς
5589184 κατῳκουν
τοῖς ἀνέμοις . . κατώρυχες ἔναιον ] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι κατῴκουν . ὡς ] καθά . . ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις
ἐπλεύσαμεν δώδεκα ἡμέρας , τὴν γῆν παραλεγόμενοι , ἣν πᾶσαν κατῴκουν Αἰθίοπες φεύγοντες ἡμᾶς καὶ οὐχ ὑπομένοντες : ἀσύνετα δ
5582939 ἐγχωριοι
μεταβῆναι . Ἀφίκετο οὖν καὶ πάντες ἀσμένως αὐτὸν ὑπεδέχοντο οἱ ἐγχώριοι : ἦν γὰρ ὁ ἀνὴρ χαριέστατος καὶ ἐλευ -
κιρνᾶσι . ὅτι παρὰ Ναυκρατίταις ἔν τινι πανηγύρει λευκὰς οἱ ἐγχώριοι ἐνδεδυμένοι στολάς , ἃς καλοῦσι πρυτανικάς , εὐτελῶς καὶ
5577053 ὀνομαζει
συνήθεια , οἷον ἕξιν καὶ ἑκτόν , τὰ δὲ οὐδέποτε ὀνομάζει , τὰ δὲ ποτὲ μὲν ὀνομάζει ποτὲ δὲ οὐκ
τοῖς δὲ ἄλλοις οὐ συνήθη , ὡς εἴ τις ἀγορὰν ὀνομάζει τὸν λιμένα , καθάπερ Θετταλοί , ἢ κλεινὸν ἀντὶ
5574024 θυουσιν
τοῦ ἀδάμαστον εἶναι ταῖς ἀγελαίαις βουσὶν ὁμοίως , ἃς μάλιστα θύουσιν αὐτῇ . τοὺς δὲ αὐλοὺς εὑρεῖν μὲν λέγεται καθάπερ
. Καὶ εἴη ἂν ὁ μὴν οὗτος , ἐν ᾧ θύουσιν Αἰγινῆται Ἀπόλλωνι οἰκιστῇ καὶ δωματίτῃ , καθά φησι Πυθαίνετος
5573751 κατοικουσι
ἐντὸς Ἅλυος ἀναστήσαντες ἐγκατέμειναν ταύτῃ τῇ χώρᾳ , ἣν νῦν κατοικοῦσι , καὶ οὐκ ἐξέτριψεν αὐτοὺς Πομπήιος οὐδὲ Λούκουλλος ,
πάντα χρυσᾶ . τούτων δὲ ἐπιτελεσθέντων ἐπῆλθε τοῖς τὴν Ἰώνην κατοικοῦσι καταβῆναι πρὸς Καμβύσην . ὡς δὲ εἰσήγγειλαν οἷς τοῦτο
5568053 Φενεατων
τῶν μυστῶν , κατέθεντο ἐν νυκτὶ αὖθις τῇ αὐτῇ . Φενεατῶν δὲ οἶδα τοὺς πολλοὺς καὶ ὀμνύντας ὑπὲρ μεγίστων τῷ
καὶ ἐπὶ τῷ πέρατι τῆς φάραγγος Καρυαί ἐστι χωρίον . Φενεατῶν δὲ τὸ πεδίον κεῖται μὲν ὑπὸ ταῖς Καρυαῖς ,
5559553 ἱστορουσιν
ὑπὸ λύπης τελευτῆσαι . , : Εὐάνθης δὲ καὶ Δηΐλοχος ἱστοροῦσιν ὅτι ἀπήγξατο ἡ Κλείτη , καὶ ὅτι ἡ ἐκ
γεννῆσαι Μῆδον τὸν ὕστερον Μηδίας βασιλεύσαντα , τινὲς δ ' ἱστοροῦσιν ὑφ ' Ἱππότου τοῦ Κρέοντος ἐξαιτουμένην τυχεῖν κρίσεως καὶ
5548767 ὀνομαζουϲιν
ἄνθρωποϲ κατεκλίθη . ἀρχὴ δὲ λέγεται καὶ ἣν κατὰ πλάτοϲ ὀνομάζουϲιν , ἡ μέχρι τῆϲ τρίτηϲ ἡμέραϲ ἐπεκτεινομένη . ἀρχὴ
τούτων . γαγγραίναϲ μὲν γὰρ τὰϲ διὰ μέγεθοϲ φλεγμονῆϲ νεκρώϲειϲ ὀνομάζουϲιν οὐκ ἤδη γεγενημέναϲ ἀλλὰ γινομέναϲ ἔτι . καὶ ἢν
5513713 θυουσι
ἐν δευτέρῳ Δηλιάδος Ἐν τῇ τῆς Ἑκάτης νήσῳ τῇ Ἴριδι θύουσι Δήλιοι τοὺς βασυνίας καλουμένους . Ἔστι δὲ ἑφθὸν πύρινον
καθ ' ἣν καὶ τὸ πήδημα πηδῶσι τῷ θεῷ , θύουσι βοῦν ταῖς μυίαις , αἳ δὲ ἐμπλησθεῖσαι τοῦ αἵματος
5509307 ἐξηγουνται
ποιήσειεν εἰς τοὺς ἄλλους θεούς ; Εἰσὶ δὲ οἳ οὕτως ἐξηγοῦνται : Δία μὲν τὸν ἥλιον λαμβάνουσι , τὸν δὲ
ἀρχαίων φιλοσόφων ἀκολουθήσας , οἳ δύο εἶναι τῆς φιλοσοφίας ὁδοὺς ἐξηγοῦνται , τὴν μὲν θειοτέραν , τὴν δὲ τοῖς κοινοῖς
5504630 ὑπολαμβανουσι
ᾖ νηνεμία . ἴδιον δὲ μάλιστα τῆς ψυχῆς τὸ κινεῖν ὑπολαμβάνουσι καὶ ὅσοι τὴν ψυχὴν τῷ αὐτοκινήτῳ χαρακτηρίζουσιν : ἐοίκασι
ἀναγκαῖον τὰ περὶ τῆς ἠθικῆς ἀρετῆς λεγόμενα . Ταύτην γὰρ ὑπολαμβάνουσι περὶ τὸ ἄλογον μέρος γίγνεσθαι τῆς ψυχῆς , ἐπειδὴ
5480709 μυθολογουσι
. ἱππονώμαν : τὸν νωμῶντα καὶ ἡνιοχοῦντα τοὺς ἵππους . μυθολογοῦσι γὰρ οἱ Ἕλληνες , ὅτι τέσσαρσιν ἵπποις ὁ Ἥλιος
δ ' ἱερεῖς εὑρετὴν μὲν τῶν παιδειῶν καὶ τῶν τεχνῶν μυθολογοῦσι τὸν Ἑρμῆν γεγονέναι , τῶν δ ' εἰς τὸν
5473799 ἀνατιθεασι
ὑπογράφουσιν , ὧν τὴν μὲν γένεσιν ἀλληλοτυπίαις καὶ ἐπιπλοκαῖς ἀτόμων ἀνατιθέασι , τὴν δὲ φθορὰν ἀντικοπαῖς καὶ προσράξεσι τῶν γεγονότων
ἔχοντες ὕλας , ἐν αἷς διαθήσονται τὴν εὐσέβειαν , αὑτοὺς ἀνατιθέασι καὶ καθιεροῦσιν , ἄλεκτον ἐπιδεικνύμενοι ὁσιότητα καὶ ὑπερβολήν τινα
5470094 ὀνομαζοντες
τὴν θάλατταν , ἁλμυρὰν καὶ βαρύβρομον καὶ τὰ τοιαῦτ ' ὀνομάζοντες . ἡμεῖς δὲ τὸν μὲν ὑπὲρ πάσης τῆς θαλάττης
αὐτοί τε κρατοῦσι μαχόμενοι , καὶ τὴν μὲν αἰδῶ ἠλιθιότητα ὀνομάζοντες ὠθοῦσιν ἔξω ἀτίμως φυγάδα , σωφροσύνην δὲ ἀνανδρίαν καλοῦντές
5457535 ἀγουσιν
ποιεῖν . Πολυπραγμονεῖν ἀλλότρια μὴ βούλου κακά . Πολλοὶ σχολὴν ἄγουσιν εἰς τὰ χείρονα . Πολιὰ χρόνου μήνυσις , οὐ
ὁ νότος πνέῃ , τότε τοὺς κριοὺς ἐπὶ τὰς ὄϊς ἄγουσιν , ἵνα ἡ ἐπιγονὴ θηλυγόνος ᾖ αὐτοῖς μᾶλλον .
5437864 ἀμητορι
αἰτίαν οἱ μὲν ἄλλοι φιλόσοφοι τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἐξομοιοῦσι τῇ ἀμήτορι Νίκῃ καὶ Παρθένῳ , ἣν ἐκ τῆς τοῦ Διὸς
, ἐν τῇ ἐγένετο Ἐτέαρχος βασιλεύς , ὃς ἐπὶ θυγατρὶ ἀμήτορι τῇ οὔνομα ἦν Φρονίμη , ἐπὶ ταύτῃ ἔγημε ἄλλην
5431890 πεποιηνται
ἂν οὐκ ἔχοιμι παρασχεῖν τὸν ἄνθρωπον , πρόκλησιν περὶ αὐτοῦ πεποίηνται πάνυ κακούργως . εἴη μὲν οὖν κἀκεῖνον φανῆναι καὶ
ἀνθ ' ὑμῶν ἐκείνοις ὑπαρχόντων οὓς ᾕρηνταί τε καὶ φίλους πεποίηνται . οὐ μὴν ἀλλ ' αἰσχρόν μοι φαίνεται καὶ
5430991 ἱδρυσαμενοι
οὐκ ἐνθένδε ἐποιήσαντο , πόλιν δὲ τῷ λόγῳ κτίσαντες καὶ ἱδρυσάμενοι πρότερον ἣν ἐνόμιζον οἰκειοτάτην καὶ πρεπωδεστάτην εἶναι τῇ κτισθείσῃ
θεῶν ὁρῶντες σαφῶς τιμῶμεν , τῶν δ ' εἰκόνας ἀγάλματα ἱδρυσάμενοι , οὓς ἡμῖν ἀγάλλουσι καίπερ ἀψύχους ὄντας , ἐκείνους
5424195 μυθευεται
τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἥμερος τροφή , ἐστί . ταύτην δὲ μυθεύεται σπεῖραι διὰ τῆς οἰκουμένης ὁ Τριπτόλεμος ὁ Ἐλευσίνιος ἀναβιβασάσης
βουλεύματα : ἢ τὸν τοὺς λαοὺς ἐργασάμενον : οὗτος γὰρ μυθεύεται πλάσαι τὸν ἄνθρωπον . . : Λαῶν ἔργον ὀφείλοντα
5418531 Θηρους
γενέσθαι τοῦ πολίσματος Χαίρωνα . τοῦτον δὲ μυθολογοῦσιν Ἀπόλλωνος καὶ Θηροῦς , ὡς Ἑλλάνικος ἐν β Ἱερειῶν Ἥρας * *
γενέσθαι τοῦ πολίσματος Χαίρωνα . Τοῦτον δὲ μυθολογοῦσιν Ἀπόλλωνος καὶ Θηροῦς , ὡς Ἑλλάνικος ἐν δευτέρῳ Ἱερέων Ἥρας . *
5414122 ὠνομακεναι
. Νίκανδρος δ ' ὁ Θυατειρηνὸς τὸ χωρὶς ὠτίων ποτήριον ὠνομακέναι Θεόπομπον ἐν Μήδῳ . Φιλήμων Φάσματι : ἐπεὶ δ
οὖν ἄπιστον καὶ Ὅμηρον τὰς Πλειάδας κατὰ ποιητικὸν νόμον Πελειάδας ὠνομακέναι . ἀποδεδειγμένου οὖν τοῦ ὅτι Πλειάδες ἦσαν ἐντετορευμέναι τῷ
5400750 ὀνομασαντες
εἰς τρεῖς μοίρας ταύτην διανείμαντες , καὶ τοὺς μὲν Τρωγμοὺς ὀνομάσαντες , τοὺς δὲ Τολοστοβογίους , τοὺς δὲ Τεκτόσαγας .
ποιηταὶ καὶ κώδειαν καλοῦσιν , ἀπὸ τῆς τοῦ μήκωνος κεφαλῆς ὀνομάσαντες . καλεῖται δὲ τὸ μὲν σύμπαν πόλος καὶ κρανίον
5400020 προσαγορευομεν
καὶ φίλα τοῖς οἰκείοις ὀνόμασι καὶ κειμένοις ὑπὸ τοῦ νόμου προσαγορεύομεν , πρὸς ἃ δ ' ἂν ἐχθρῶς ἔχωμεν ,
τούτων τὰ γινόμενα τὸ μὲν βαρύτητα , τὸ δὲ ὀξύτητα προσαγορεύομεν . γίνεται δ ' ἡ μὲν βαρύτης κάτωθεν ἀναφερομένου
5392190 τιθεασι
ἐκ τοῦ πέρατος καὶ τῆς ἀπειρίας φασὶ καὶ τριαδικὸν τοῦτο τιθέασι , μῖγμα μὲν ὂν τῶν εἰρημένων δυοῖν , τὸ
πέπλον αἱ ἓξ καὶ δέκα γυναῖκες : αἱ δὲ αὐταὶ τιθέασι καὶ ἀγῶνα Ἡραῖα . ὁ δὲ ἀγών ἐστιν ἅμιλλα
5390715 Λιβυες
δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων , τὰ δὲ δύο οὔ , Λίβυες μὲν καὶ Αἰθίοπες αὐτόχθονες , οἱ μὲν τὰ πρὸς
καὶ μαρτύρεσθαι τῷ πταρμῷ αὐτήν . νεανιεύονται δὲ καὶ οἱ Λίβυες ἀνὰ κράτος φάσκοντες καὶ τὰς αἶγας παρ ' αὐτοῖς
5390028 προσαγορευοντες
ἢ τό τε ταὐτὸν τοῦτο καὶ θάτερον ὡς ἐκείνων τι προσαγορεύοντες λανθάνομεν ἡμᾶς αὐτούς ; Ἴσως . Ἀλλ ' οὔ
τὸν τῆς Ἀφροδίτης ὡς μητέρα θεῶν ποικίλοις καὶ ἐγχωρίοις ὀνόμασι προσαγορεύοντες καὶ τὸν τοῦ Ἄρεως ὡς Ἄδωνιν ἢ ἄλλως πως
5388458 μελινην
μελίνους . ” ἔνιοι μὲν οὖν εἶδος κέγχρου νομίζουσι τὴν μελίνην , ὅπερ τινὰς καλεῖν ἔλυμον : Θεόφραστος δὲ ἐν
ὥσπερ καὶ τοῖσι ἄλλοισι ἀνθρώποισι , τοῦ δὲ θέρεος σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον χρηίσκονται τῷ ὕδατι . Ἐπεὰν ὦν μηδέν
5384256 ἐσθιουσιν
κεστρέας ἤτοι τὰ γομφάρια τρυπῶντες σχοίνῳ πιπράσκουσι καὶ ὠνοῦνται καὶ ἐσθίουσιν οἱ βουλόμενοι . σχοῖνος δὲ εἶδος φυτοῦ ἤτοι τὰ
τινὲς δὲ καὶ ἀνθρώπων σάρκας , ὡς ἔφην , ἀδιαφόρως ἐσθίουσιν , ὅπερ ἀνίερον παρ ' ἡμῖν εἶναι νενόμι -
5382888 κεκληκε
ἐκεῖθεν μέχρις ἡλίου . . . . . Θαλῆς τοίνυν κέκληκε τὴν ψυχὴν ἀκίνητον [ . ἀεικίνητον ] φύσιν .
σὺ δ ' ἐμοὶ γίνου ἀληθοσύνης . Ἤδη γάρ με κέκληκε θαλάσσιος οἴκαδε νεκρός , τεθνηκὼς ζωιῶι φθεγγόμενος στόματι .
5376907 νεμονται
Ἀρμενίοιο . Παφλαγόνες δ ' ἐπὶ τοῖσιν ἐπ ' ἠϊόνεσσι νέμονται , καὶ Μαριανδυνῶν ἱερὸν πέδον : ἔνθ ' ἐνέπουσιν
, οὐ μέντοι Πελοποννήσου γε ἐξεχώρησαν , ἀλλὰ ἐκβαλόντες Ἴωνας νέμονται τὸν Αἰγιαλὸν τὸ ἀρχαῖον , νῦν δὲ ἀπὸ τῶν
5370870 κληθηναι
εἶδον ταῦτα πράττοντας , τῶν ἔξωθεν ἐρχομένων μύρμηξι , Μυρμιδόνας κληθῆναι : μεθ ' ὧν συνοικίσαντα τὸν Αἰακὸν τοὺς ἐκ
τῶν Ἀχαιοῦ παίδων , τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἐνταῦθα ἐξενίκησεν Ἀχαιοὺς κληθῆναι : τοῦτο μέν σφισιν ὄνομα ἦν ἐν κοινῷ ,
5348551 ἀρχαιοι
δέ ἐστι πεποιημένα Ὤγυγον εἶναι πατέρα Ἐλευσῖνι : οἱ γὰρ ἀρχαῖοι τῶν λόγων ἅτε οὐ προσόντων σφίσιν ἐπῶν ἄλλα τε
τε Γεργίθιος καὶ Ἡγήσιππος ὁ Περὶ Παλλήνης γράψας , ἄνδρες ἀρχαῖοι καὶ λόγου ἄξιοι . . . : Ἀρίσβη ,

Back