καὶ Ὠρίωνος ἔρωτα , πάθος οὐδ ' ἀνθρώποις εὔσχημον , ἠλληγόρησεν : Ὣς μέν , ὅτ ' Ὠρίων ' ἕλετο
ἀκμή . Περὶ μέν γε τῆς Ἔριδος οὐδ ' ὑπεσταλμένως ἠλληγόρησεν οὐδ ' ὥστε δεῖσθαι λεπτῆς τινος εἰκασίας , ἀλλ
4629410 ὀϊομαι
ὅς τις ἑταῖρος ἀπαγγείλειε τάχιστα Πηλεΐδῃ , ἐπεὶ οὔ μιν ὀΐομαι οὐδὲ πεπύσθαι λυγρῆς ἀγγελίης , ὅτι οἱ φίλος ὤλεθ
Δαναῶν ὑπὸ γούνατ ' ἔλυσεν , ὡς καὶ νῦν ἔσσεσθαι ὀΐομαι : οὐ γὰρ ἄτερ γε Ζηνὸς ἐριγδούπου πρόμος ἵσταται
4544960 Ἐλπομαι
Ἀίδαο σώεσθαι . Τῖφυς δὲ παροίτατος ἤρχετο μύθων : “ Ἔλπομαι αὐτῇ νηὶ † τόγ ' ἔμπεδον ἐξαλέασθαι ἡμέας :
, ἐλπωρὴ ἔπειτα φίλους τ ' ἰδέειν . καὶ , Ἔλπομαι εὐχόμενος Διΐ τ ' ἄλλοισί τε θεοῖσιν . .
4527181 προτιειποι
ἀπ ' ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια , ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν . καὶ πάλιν : ἐρισφάραγος πόσις Ἥρης
τὸ φωνητικὸν ἀνέρχεται . ἐπιφέρει οὖν “ ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος . ” σφεδανόν ὁ μὲν Ἀπίων σκληρόν ,
4418502 προφερεστερος
' ἐν προμολῇσι νότοιο Ἰχθύες . Ἀλλ ' αἰεὶ ἕτερος προφερέστερος ἄλλου , καὶ μᾶλλον βορέαο νέον κατιόντος ἀκούει .
καὶ φερτή καὶ ἀφερτή , ἐκ δὲ τοῦ φερτός καὶ προφερέστερος τὸ συγκριτικὸν καὶ προφερέστατος , . , . .
4386733 ἐκαθαρθη
, ἐπειδὴ φονεύσας τὸν πενθερὸν αὐτοῦ ὑπὸ μόνου τοῦ Διὸς ἐκαθάρθη καὶ τιμῆς ἠξίωται , ὡς προϊόντες ἐροῦμεν τὴν ἱστορίαν
τότε μὲν παρελθὼν πρὸς Δηίφοβον τὸν Ἱππολύτου καὶ πείσας αὐτὸν ἐκαθάρθη , οὐ δυνάμενος δ ' ἀπολυθῆναι τῆς νόσου ἐπηρώτησε
4386519 αἰδεσεται
ὃ δέ μ ' οὐκ ἐλεήσει οὐδέ τί μ ' αἰδέσεται , κτενέει δέ με γυμνὸν ἐόντα αὔτως ὥς τε
: ἀρκεῖ γὰρ παρὼν ὁ λόγος , ὃν τὸ χεῖρον αἰδέσεται , ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ χεῖρον δυσχερᾶναι , ἐάν
4381611 μειλιχιῃ
αὐτὸν ὁρῶσιν : Ὁ δ ' ἀσφαλέως ἀγορεύει , αἰδοῖ μειλιχίῃ , μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισιν . εἰς γὰρ ἕτερα
ἐρχόμενον δ ' ἀν ' ἀγῶνα θεὸν ὣς ἱλάσκονται αἰδοῖ μειλιχίῃ , μετὰ δὲ πρέπει ἀγρομένοισι . τοίη Μουσάων ἱερὴ
4351103 Σεμνον
] Προγνώσεως . Τιμαῖσιν ] Κατορθώμασιν . Ἀγάνορα κόμπον ] Σεμνὸν καύχημα . Καὶ σέθεν Ἀμφιτρύων ] Διὰ τὰ Ἡράκλεια
τίς τε κασιγνήτοιο φονῆος ποινὴν ἢ οὗ παιδὸς ἐδέξατο : Σεμνὸν αἰνήσειν δόμον . ἤγουν ἐπαινέσαι τὸν οἶκον τοῦ διός
4294258 ἐμπιπλησι
εἶδέ με , ἀναθοροῦσα περιβάλλει καὶ πᾶν μου τὸ πρόσωπον ἐμπίπλησι φιλημάτων . ἦν δὲ τῷ ὄντι καλή , καὶ
: διὸ καὶ τάχιστα ἐλαιηρὸν γίνεται : διὰ τοῦτο οὖν ἐμπίπλησι τοὺς ἐσθίοντας αὐτὸ ταχέως ἀνατρέπει τε τὸν στόμαχον καὶ
4274228 παρεουσης
ἀνάκτων ] . ὥρῃ δ ' ἐμβεβαὼς Πυρόεις , δυτικῷ παρεούσης Ἀφρογενοῦς κέντρῳ , φθορέας λέκτρων ἀνέφηνεν ἀλλοτρίων , ἀλόχους
αἰχμὴ ἑστήκεε , πᾶν δὴ βουλόμενοι σφίσι εἶναι πρὸ τῆς παρεούσης λύπης . Τὰ μὲν περὶ Ἀργείων εἴρηται . Ἐς
4273717 μολεν
! [ [ ] ! ! [ ! ! ] μολεν κρίσις οὐκ ? ! [ [ ] κασαι γένος
! [ [ ] ! ! [ ! ! ] μολεν κρίσις οὐκ ? ! [ [ ] κασαι γένος
4257589 ὠφθη
ἤκουσε , καὶ Ὀδυσσεῖ δὲ ἐν διχοστασίᾳ ξυγγενόμενος οὕτω μέτριος ὤφθη , ὡς καλὸς τῷ Ὀδυσσεῖ μᾶλλον ἢ φοβερὸς δόξαι
σκύμνους , ἐπειδὰν φεύγῃ τι ἑαυτῆς μεῖζον ; καὶ ἔχιδνα ὤφθη ποτὲ τοὺς ὄφεις , οὓς ἀπέτεκε , λιχμωμένη καὶ
4236419 ἀλαθεως
. εἰκότως μὲν οὐκ ἔφα τόδ ' , ἀλλ ' ἀλαθέως ἔφα . τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον
ἐπ ' ἐμὶν μέν , ὅμως δὲ φυλάξομαι . ὄχλος ἀλαθέως : ὠθεῦνθ ' ὥσπερ ὕες . θάρσει , γύναι
4221832 μεταστησει
καθάπτεσθαι δὲ παντὸς τοῦ δήμου φορτικὸν , ἐπὶ τὸν φεύγοντα μεταστήσει τὴν αἰτίαν λέγων , διὰ τοῦτο τὸν δῆμον ἠπατῆσθαι
κέκρουκε : προκαταλάβωμαι αὐτοῦ , ἐπεὶ τοῦ δεσπότου ἐλθόντος κατηγορήσας μεταστήσει με τῆς οἰκονομίας . “ καὶ ταῦτα εἰπὼν ὑποζυγίῳ
4220509 ἐφθεγξατο
ὃς οὐκέτι ἐπεπήρωτο τὴν φωνὴν , ἐξ ὅτου τὸ πρῶτον ἐφθέγξατο : ἦν δὲ καὶ τἄλλα ἔμφρων . Καὶ ὁ
οἰόμεναι περιστερὰν αὐτὸν εἶναι προσίεντο . ἐπεὶ δέ ποτε ἐκλαθόμενος ἐφθέγξατο , τηνικαῦτα τὴν αὐτοῦ γνοῦσαι φύσιν ἐξήλασαν παίουσαι .
4216075 ἐσταλμενον
δὲ τόνδε πεύσεται λόγον . πῶς οὖν κελεύει νιν μολεῖν ἐσταλμένον ; ἦ πῶς ; λέγ ' αὖθις , ὡς
τοῖς ἑταίροις αἰδεσθεῖσι καὶ ἀναχωρήσασιν , ὅτε αὐτὸν εἶδον οὕτως ἐσταλμένον . Ἐν τῷ γράφειν καὶ ἀναγινώσκειν οὐ πρότερον ἄρξεις
4189986 ἐπαθεν
ἀστραπὴ διὰ τῆς βροντῆς . ἐξέλιπε τὰς ὁδούς ] ὑποσκίασιν ἔπαθεν , ὑπεσκιάσθη , ἀφῆκε . τὰς κινήσεις αὐτῆς .
ὦ φιλότας , ἀλλ ' ἀλλοπλατεῖς τὸ μέγιστον πάντ ' ἔπαθεν λιπαροντεσ εγχελεατινες ἄριστον γόγγροιτοιωνητεμων πλῆρες θεοτερπές . ἐπ '
4188849 θεωριης
] τῆς σῆς καὶ πλάνης , ὡς φιλοσοφέων γῆν πολλὴν θεωρίης εἵνεκεν ἐπελήλυθας : νῦν ὦν ἐπειρέσθαι σε ἵμερος ἐπῆλθέ
ὀρθῶς φιλοσοφεῖν : ὅπερ γὰρ ζωγραφίη συμβάλλεται τέχναις βαναύσοις πρὸς θεωρίης ὀρθότητα , τοῦτό τοι γραμμαὶ καὶ ἀριθμοὶ καὶ ἁρμονικὰ
4185903 καταναγκαζεται
ἀχλὺν οἷόν τι περίττωμα ἑαυτῇ ἐπεσπάσατο κἀντεῦθεν δόξαις ἀλλοκότοις περιπλανᾶσθαι καταναγκάζεται , δεῖ τὸν περί του τῶν ἀναγκαίων εἰς πίστιν
ἂν εὐχερῶς δύναται ποιῆσαι . | καταναισιμοῦται : καταναλίσκεται . καταναγκάζεται : ἐκβιάζεται . κιγκλισμὸς ἀκρωμίης : ἀντὶ τοῦ κίνησις
4182081 ἐνοησε
ἔην προγενεστέρη . Οὐδέ μιν ἔμπης ἔλλαθεν , ἀλλ ' ἐνόησε κακορραφίην , καὶ ἔδεκτο παῖδ ' ἑτέρην , ἀμφοῖν
προδεικνύς πάντοθεν : ἀλλ ' ὅτε δή μιν ἀμηχανέοντ ' ἐνόησε , μέσσης ῥινὸς ὕπερθε κατ ' ὀφρύος ἤλασε πυγμῇ
4177477 πηρωθηναι
ὁ δὲ Ἡσίοδος τοῦ Φοίνικος αὐτόν φησι τοῦ Ἀγήνορος . πηρωθῆναι δὲ λέγουσι τὸν Φινέα ὑπὸ Ἡλίου , ὅτι πολυχρόνιος
δέ τι ἀποφθεγξάμενος εἰς ὀργὴν ἔτρεψε τὴν νύμφην , ὥστε πηρωθῆναι αὐτόν . καὶ Πίνδαρος δέ φησι , περὶ νυμφῶν
4162647 πυνθανεται
τὰ ἄλλα τρέπεται , μόνος δὲ αὐτὸς ἄτρεπτός ἐστι . πυνθάνεται οὖν ὁ θεὸς τοῦ σοφοῦ , τί ἐστιν ἐν
σε δεῖ μᾶλλον ἀρέσκειν ἢ τούτῳ . ἐκεῖνος οὖν σου πυνθάνεται φυγὴν καὶ φυλακὴν καὶ δεσμὰ καὶ θάνατον καὶ ἀδοξίαν
4157469 οὐρανιης
κυδόσκοπον ὥρην εἰσλεύσσῃ φαέθοντι πυρὸς θερμοῖο σελασμῷ , ἢ μέσον οὐρανίης ἀτραποῦ δρόμῳ ἠέρα τέμνῃ , ἠδὲ κατ ' οἰκείων
. Ἠελίου δ ' ἀκάμαντος ἐπὴν πυριμάρμαρος ἀστὴρ εἰς μέσον οὐρανίης προφανῇ πυριλαμπέος αἴθρης , ἢ γονίμῃ ὥρῃ πανεπίσκοπα φέγγεα
4152479 ἀριπρεπεα
ὅτ ' ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην φαίνετ ' ἀριπρεπέα , ὅτε τ ' ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ : ἔκ
καὶ τόνδε γενέσθαι παῖδ ' ἐμὸν ὡς καὶ ἐγώ περ ἀριπρεπέα Τρώεσσιν , ὧδε βίην τ ' ἀγαθόν , καὶ
4148009 κραδιης
Βλέπε , Παλλάς , Ἀφροδίτης τὸ ῥόδον τὸ μικρὸν ἄνθος κραδίης τεῆς κρατῆσαν δροσερὸν βέλος κομίζον . Κραδίην θεῶν ἰαίνει
Πραξιτέλης ὃν ἔπασχε διηκρίβωσεν Ἔρωτα , ἐξ ἰδίης ἕλκων ἀρχέτυπον κραδίης , Φρύνῃ μισθὸν ἐμεῖο διδοὺς ἐμέ . φίλτρα δὲ
4121500 ἀμπλακιης
πέτρᾳ προσηλῶσθαι τοῦτό φησι . . χειμαζόμενον ] πάσχοντα . ἀμπλακίης ] τίνος ἀμπλακίας ἤγουν πταίσματος κολάσεως ὀλέκῃ καὶ φθείρῃ
, κακόπτερε Μοῦσα θανόντων , φωνῆς ἡμετέρης , σῆς τέλος ἀμπλακίης : ἄνθρωπον κατέλεξας , ὃς , ἡνίκα γαῖαν ἐφέρπει
4103613 ἐτειρεν
ἀναψύχοντα τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ . ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν ὑπὸ πλατέος τελαμῶνος ἀσπίδος εὐκύλου : τῷ τείρετο ,
' ἔμελλεν αὖθι λελείψεσθαι , τό ῥά μιν καὶ μᾶλλον ἔτειρεν . οἰκτείρων δ ' ὀρέγοντα χέρας ποτὶ γούνατ '
4099008 γληνης
δὲ μικρὸν τούτων κατωτέρω , πλησίον δὲ τῆς κοτύλης ἢ γλήνης οὐ πάνυ τι : μικρὸς γὰρ ἂν οὗτος παντάπασιν
πάντα δέ οἱ βλέφαρ ' ἀμφὶ καὶ ὀφρύας εὗσεν ἀϋτμὴ γλήνης καιομένης : σφαραγεῦντο δέ οἱ πυρὶ ῥίζαι . ὡς
4095614 ἐτιομεν
Μαστορίδης , ὃν νῶι Κυθηρόθεν ἔνδον ἐόντα ἶσα φίλοισι τοκεῦσιν ἐτίομεν ἐν μεγάροισιν . ἡ διπλῆ ὅτι παραλλήλως καὶ διδασκαλικῶς
, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος ἑταίρων τῆς ᾗ μιν παρὰ νηυσὶν ἐτίομεν ἔξοχον ἄλλων νηλής : καὶ μέν τίς τε κασιγνήτοιο
4094770 κατανευσω
οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον , ὅτι κεν κεφαλῇ κατανεύσω . Αἰσθάνομαι τῶν Διὸς νευμάτων : διὰ τούτων γῆ
' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ , τι κεν κεφαλῇ κατανεύσω [ Α ] : ἰσχύεις οὖν μεγάλα : Χάλυβες
4094668 διδασκεται
τῶν πέντε φωνῶν προτάσσεσθαι : εἰ γὰρ δι ' ὑπογραφῶν διδάσκεται τὸ γένος καὶ τὸ εἶδος , ἡ δὲ ὑπογραφὴ
δέ ἐστι λέγειν ὑπάρχειν τὸ μὴ ὄν : οὐκ ἄρα διδάσκεται τὸ μὴ ὄν . ἀλλ ' οὐδὲ τὸ ὄν
4085510 ὠνησεν
συμβουλεύων ὁ πατὴρ οὐκ ἔπειθεν : εἶτα ἠπείλησε καὶ οὐδὲν ὤνησεν . εἶθ ' ὅτι νομίσας αὐτὸν σωφρονίζειν ἀπεκήρυξεν :
τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἱερὸν αὐτοῦ ἀπέκτειναν , καὶ οὐδὲν αὐτὸν ὤνησεν οὔτε ὅτι γένους ἦν τῶν Ἡρακλειδῶν οὔτε ὅτι παῖδα
4073536 σαωσει
ἑξῆς : Βύνης δὲ καὶ τῆς Ἰνοῦς τῆς καὶ Λευκοθέας σαώσει ἄμπυξ : ἔστι δὲ περιβόλαιον καὶ Ὅμηρος ἄμπυκα κεκρύφαλόν
: Νὺξ δ ' ἥδ ' ἠὲ διαῤῥαίσει στρατὸν ἠὲ σαώσει . καὶ τὴν σκοτίαν καὶ γνοφώδη κατάστασιν , ὡς
4054568 οἰδος
μαλακῷ . ὀξύϊ : ὀσφύϊ . ὀχλώδεα : ὀχληρά . οἶδος : οἴδημα . ὀνεύεσθαι : τείνειν . | ὄπωπα
ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * ἐν δὲ νόον . . .
4043764 παλιναγρετον
ἀφ ' οὗ ἂν ἐπινεύσῃ τινί : οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ , τι
γε μετ ' ἀθανάτοισι μέγιστον τέκμωρ : οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ τί κεν
4041775 κοσμοποιου
σεβάσμιον εἶναι τὸν ἕβδομον ἀριθμὸν αἰτία ἥδε : ἡ τοῦ κοσμοποιοῦ θεοῦ πρό - νοια τὰ ὄντα πάντα ἀπειργάσατο γενέσεως
τάξις οὐκ ἀπαυτοματισθέντα γέγονεν , ἀλλ ' ὑπό τινος δημιουργοῦ κοσμοποιοῦ , καὶ ὅτι πρόνοιαν ἀναγκαῖον εἶναι : νόμος γὰρ
4035798 ἀπατηλον
ἂν ἐπινεύσῃ τινί : οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ , τι κεν κεφαλῇ κατανεύσω
οἱ πολλοὶ μανθάνειν , τὸ δὲ κωτίλον ἐν τούτοις καὶ ἀπατηλὸν ὥραν οὐκ ἔχει ἐπὶ τῶν ἐναγωνίων λόγων . οὐ
4026598 λελειψεσθαι
ἔπειτ ' ὀλοὴ νόσος ἔλλαβεν , οὕνεκ ' ἔμελλεν αὖθι λελείψεσθαι , τό ῥά μιν καὶ μᾶλλον ἔτειρεν . οἰκτείρων
ἔπειτ ' ὀλοὴ νόσος ἔλλαβεν , οὕνεκ ' ἔμελλεν αὖθι λελείψεσθαι , τό ῥά μιν καὶ μᾶλλον ἔτειρεν . Οἰκτείρων
4012440 ἐρωμενου
ἀπέθανον ἐκ φαρμάκων , ὁ δὲ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ ἐρωμένου , τὸν δὲ ἄλλος ἴσως ὁμοιότροπος θάνατος κατέλαβεν .
, ἀλλ ' ὁ μὲν ἐραστὴς ἥδεται τῇ ὄψει τοῦ ἐρωμένου , ὁ δὲ θεραπευόμενος ὑπὸ τοῦ ἐραστοῦ . ληγούσης
4009930 ἐξεδεχετο
τίνος ἄρα χρόνου καὶ ποίας αἰτίας αὕτη ἡ δυστυχὴς ἡμέρα ἐξεδέχετό σε : ἄδηλα καὶ ἄγνωστα : ὅπου ἀποβήσεται ,
τίνος ἄρα χρόνου καὶ ποίας αἰτίας αὕτη ἡ δυστυχὴς ἡμέρα ἐξεδέχετό σε : ἄδηλα καὶ ἄγνωστα : ὅπου ἀποβήσεται ,
4008119 ἀποστροφῃ
Ἀχαιοί . ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μιμητικῷ πολλάκις χρῆται τῇ ἀποστροφῇ καὶ μεταβολῇ τῶν προσώπων , ὡς ἐν τούτῳ :
αὐτῇ ἕψεαι : ὤμνυε δὲ πρὸς ἔμ ' αὐτόν , ἀποστροφῇ τοῦ μ , ἵν ' ἡ σύνθετος ἀπεμφαίνοιτο .
3992863 κατελεξας
μέν , ὦ Μνήσιππε , γενναῖα τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἃ κατέλεξας . τὸ γὰρ δύο ὄντας οὕτω μέγα τόλμημα τολμῆσαι
. νῦν δ ' , ἐπεὶ ἤδη σήματ ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς ἡμετέρης , τὴν οὐ βροτὸς ἄλλος ὀπώπει ,
3991823 ἐγενηθη
σατράπης ἀπεδέδεικτο , καθ ' ὃν καιρὸν ἡ δευτέρα διαίρεσις ἐγενήθη τῶν σατραπειῶν ἐν Τριπαραδείσῳ . οἱ δὲ περὶ Σέλευκον
ἐπέταξαν ἀνελέσθαι τοὺς τελευτήσαντας : ὅπερ μάλιστ ' αὐτοῖς αἴτιον ἐγενήθη τῶν κακῶν . δυνάμενοι γὰρ ἔχειν συναγωνιστὰς εἰς τὴν
3976585 ἐπτοημενος
, ἀλλ ' οὐχ οἷα τὰ νῦν λεγόμενα , ὡς ἐπτοημένος , ὡς εὐχερής , τὰ μικρὰ θαυμάζων , ἥττων
διχόνους δίγλωσσος ἐπίβουλος ἐνεδρευτικὸς ῥᾳδιουργὸς ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος
3963029 θυμοδακης
ὧς , κακὰ πολλὰ παθών , πειρήσομ ' ἀέθλων : θυμοδακὴς γὰρ μῦθος : ἐπώτρυνας δέ με εἰπών . ”
διῆναι ἀμπετὲς ἀκλήϊστον . ἄφαρ δ ' ἀπὸ πᾶσα τελέσθη θυμοδακὴς ὀδύνη , ῥέα δ ' ἄλθεται ὕδατι νοῦσος .
3955642 Θορικου
Ζεὺς ἀμφοτέρους λίθους ἐποίησεν . Ἀμφιτρύων δὲ ἔχων ἐκ μὲν Θορικοῦ τῆς Ἀττικῆς Κέφαλον συμμαχοῦντα , ἐκ δὲ Φωκέων Πανοπέα
δὲ τῶν Πελοποννησίων νῆες παραπλεύσασαι καὶ περιβαλοῦσαι Σούνιον ὁρμίζονται μεταξὺ Θορικοῦ τε καὶ Πρασιῶν , ὕστερον δὲ ἀφικνοῦνται ἐς Ὠρωπόν
3952848 οὐδεμιην
σώματος ἀκρατέες καὶ κατανεναρκωμένοι γίνονται . Μηχανὴν δὲ οὐκ ἔχω οὐδεμίην ἔγωγε , ὅκως χρὴ τὸν τοιοῦτον ἐς τὸ αὐτὸ
οἵηπερ ὀλίγῳ πρόσθεν εἴρηται . Κατανάγκασιν δὲ σὺν τῇ κατατάσει οὐδεμίην ἔχω , ἥτις ἂν γίνοιτο , ὥσπερ τῷ κυφώματι
3934159 νεβρος
μοῦνον ὁρᾶν τέμενος . Θρήσασθαι πλατάνῳ γραίῃ ὕπο Γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη .
ἥλατο . τάττεται δὲ ἐναλλάξ , πρότερον τὸ ὡς ὁ νεβρὸς ἅλλεται ἐπὶ τὴν μητέρα , εἶτα τὸ οὕτω καὶ
3927072 θανατω
καὶ πολὺ , ἀσθενές : σφεδρόν : σφεδανῶ , τὸ θανατῶ : σεσημείωται τὸ σφαῖρα . Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς
καὶ πολὺ , ἀσθενές : σφεδρόν : σφεδανῶ , τὸ θανατῶ : σεσημείωται τὸ σφαῖρα . Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς
3916243 ἐοικεν
ἀντὶ τοῦ ἀγχόνηι . ἀρτάναι ] ἀγχόναι . ἔοικεν ] ἔοικεν ὡς κύων εὔρις ἀναζητεῖν εἰ γέγονεν ἐνθάδε παλαιὸς φόνος
τῆς ζωῆς καὶ ἡ νοότης ἐπὶ νοῦ ; ἢ μᾶλλον ἔοικεν εἶναί τι μέσον στοιχείου τε καὶ τοῦ συνθέτου παντὸς
3907707 ἀνετειλε
, ἐννύχιοι πνοιῇ ἀνέμοιο θέοντες . ἦρι δὲ νισσομένοισιν Ἄθω ἀνέτειλε κολώνη Θρηικίη , ἣ τόσσον ἀπόπροθι Λῆμνον ἐοῦσαν ὅσσον
. * . Ἄθως : † Ἥρη δὲ νισομένοισιν Ἄθω ἀνέτειλε κολώνη : ἀκρωτήριον Θρᾴκης . Σοφοκλῆς : † Ἄθω
3904135 ἑταιρον
πολλαῖς ἡμέραις μικρὸν ἀνύσῃ μέτρον . πέρασον οὖν ἡμῖν τὸν ἑταῖρον οὐ τὸν Δαιδάλου τρόπον , ἀλλ ' οἶσθα ὃ
καὶ γὰρ καὶ ταῦτα αὐτῷ ὑπάρχει . Ἑρέννιον τὸν ἐμὸν ἑταῖρον φθάνεις μὲν ἐπιστάμενος , οὔπω δὲ ἱκανῶς , ὅσον
3903510 ἀπελαβες
γάρ , οἶμαι , τὸ λογίζεσθαι παρὰ τῶν θεῶν κάλλιον ἀπέλαβες ἢ ἀφῃρέθης παραμυθουμένων τῇ προσθήκῃ τὸ συμβάν : ὃ
ὀργὴν μὴ πτοούμενος . . ἀπηύρω ] ἀπήλαυσας . . ἀπέλαβες καὶ ἀπήλαυσας , Προμηθεῦ , ἕνεκα τοῦ φιλεῖν τοὺς
3890493 κατθανε
ἀλλοτριότητα τοῦ βασιλέως δὶς ἢ τρὶς ἀπιόντα πρὸς αὐτὸν εἰπεῖν κάτθανε καὶ Πάτροκλος , ὅπερ σέο πολλὸν ἀμείνων . οὐ
νῦν χρὴ μεθύσθην καί τινα πρὸς βίαν πώνην , ἐπειδὴ κάτθανε Μυρσίλος . καὶ καθόλου δὲ συμβουλεύων φησίν : μηδὲν
3886824 κωκυουσα
Κράτωνι τούτῳ . καὶ νὴ Δία γε ἡ Δαμασίου μήτηρ κωκύουσα ἐξάρχει τοῦ θρήνου σὺν γυναιξὶν ἐπὶ τῷ Δαμασίᾳ :
σιέλῳ χρίσασα τοὺς ὀφθαλμοὺς ὡς δακρύσασα ἐπ ' ἐμοί , κωκύουσα καὶ τοὔνομα ἐπικαλουμένη ἀπηλλάττετο . ὧν εἰ λαβοίμην Παῦσαι
3879034 νυμφιον
ἐς ἄνδρας ὕβρισε τοῦ δήμου καὶ παρθένον κομιζομένην παρὰ τὸν νυμφίον ᾔσχυνεν ἀφελόμενος τοὺς ἄγοντας . ἐπιλαβούσης δὲ τῆς νυκτὸς
, αἷς ἔτρεφον καὶ διετύπουν τῇ φαντασίᾳ παστάδα , πολίτην νυμφίον , ὑμέναιον , τὴν θυγατέρα κύουσαν , ὠδίνουσαν ,
3873282 ἐνοησεν
ἐν νιφοέσσῃ ἐξοχῇ * κιχών : εὑρών * ἐφράσσατο : ἐνόησεν ἀμαρακόεσσα : παραπλησία τῷ ἀμαράκῳ , φησί , κατὰ
Διὸς λάθον , ἀλλά οἱ Ἶρις πέφραδεν , εὖτ ' ἐνόησεν ἀπὸ μεγάροιο κιόντας : αὐτὴ γάρ μιν ἄνωγε δοκευέμεν
3870329 ἰσχει
δ ' ὑπὲρ αἴης ῥίζα καὶ οὐ βυθόωσα Πελεθρόνιον νάπος ἴσχει . ἣν σὺ καὶ αὐαλέην ὁτὲ δ ' ἔγχλοον
ἀλύει , καὶ ὁκόταν ἀναστῇ ἢ προέλθῃ , ὀρθόπνοια αὐτὴν ἴσχει , καὶ ὅ τι ἂν φάγῃ ἢ πίῃ ,
3870037 δειλοισι
ἐλέφαντα ἢ κορυφὴν ὄρεος παναπείριτον ἢ νέφος αἰνὸν χεῖμα φέρον δειλοῖσι βροτῶν ἐπὶ χέρσον ὁδεύειν . ἴφθιμον δὲ κάρηνον ἐπ
μὴ καθ ' ὥραν τοῖς ἀναγκαίοις χρωμένων . Ἔνεισιν ἐν δειλοῖσι κἄνανδροι λόγοι : ὅτι φησὶ καὶ οἱ λόγοι ταῖς
3866548 σοφιης
, Χαρίτων ὅπου τὰ τόξα : Μαραθὼν ἔρως Ἀθήνης , σοφίης ὅπου τὰ τόξα : Ὁ γέρων Ἔρως χορεύει ῥόδον
δὲ ἐπί τι κενοτάφιον ἐπέγραψαν αὐτῷ τόδε : πλούτου καὶ σοφίης πρύτανιν πατρὶς ἥδε Κόρινθος κόλποις ἀγχιάλοις γῆ Περίανδρον ἔχει
3865798 ἐτλη
κάρτος λώβης οὐκ ἀλέγιζεν ἀεικέος , ἀλλ ' ἐνὶ θυμῷ ἔτλη καὶ πληγῇσι καὶ ἐν πυρὶ τειρόμενός περ ἀργαλέως :
ἐν Αἰθιοπίᾳ . καὶ ἆθλος τοῦ ἀνδρός , ὃν ἑκὼν ἔτλη κατὰ ἔρωτα , οἶμαί σε , ὦ παῖ ,
3864868 πρηγμα
παῖδας τιμωρεόμενος : πρότεροι γὰρ οἱ Κερκυραῖοι ἦρξαν ἐς αὐτὸν πρῆγμα ἀτάσθαλον ποιήσαντες . Ἐπείτε γὰρ τὴν ἑωυτοῦ γυναῖκα Μέλισσαν
ἀπίκοντο ὡς ἔνιοι τῶν στρατηγῶν οὐδὲ κυρωθῆναι ἔμενον τὸ προκείμενον πρῆγμα , ἀλλ ' ἔς τε τὰς νέας ἐσέπιπτον καὶ
3856307 ἐσηλατο
θάπτοιεν . καὶ οἱ μὲν ἐνεδρευθέντες ἧψαν , ὁ δὲ ἐσήλατο ἐς αὐτήν . Ἀπώνιος δὲ ἀσφαλῶς ἑαυτὸν ἐπικρύψας οὐκ
, καὶ ἐπὶ κλίμακα πρῶτος ἀνέβη καὶ ἐς πολεμίων τεῖχος ἐσήλατο μόνος καὶ τρισκαίδεκα τραύματα ὑπέστη . καὶ ἀήττητος αἰεὶ
3851210 ἀϊστωσαι
ἢ δοῦναι τοὺς πολιήτας , Χάρυβδίν τινα ἢ θάλασσαν εἰσδεξαμένην ἀϊστῶσαι πρόρριζον ἤ μιν ἄλλας ὁδοὺς στραφέντα φέρεσθαι διὰ τῆς
. ἐπεὶ τοῖς γε παντάπασιν αὐτὰ πειρωμένοις ἀφανίσαι τε καὶ ἀϊστῶσαι λέγει Αἴσωπος ὁ μυθοποιὸς ταὐτὸν ξυμβήσεσθαι ῥᾳδίως , ὅπερ
3848732 ὑπηλθε
κατὰ γαϲτέρα , εἰ πλείω τῶν πρόϲθεν πρὸ τῆϲ κρίϲεωϲ ὑπῆλθε . δηλοῖ γὰρ τὴν ῥοπὴν ἐνταῦθα μᾶλλον ἔϲεϲθαι καὶ
' εἰς ἔρωτα τῆσδε κηδείας μολών ; Φοίβου μ ' ὑπῆλθε δυστόπαστ ' αἰνίγματα . τί δ ' εἶπ '
3838591 ὀνειρον
δὲ δι ' ἠέρος ἤιεν αἴγλη , δὴ τότε θεῖον ὄνειρον ἐν Ἀργείοισιν Ἐπειός , ὡς ἴδεν , ὡς ἤκουσεν
πρόβλημα πεποιημένων , ἀλλὰ τὸν κοινὸν καὶ πάνδημον καὶ μέγαν ὄνειρον οὐ κοιμωμένων μόνον ἀλλὰ καὶ ἐγρηγορότων εἰωθὼς ἀκριβοῦν .
3834919 σκηπτροισι
τέρπεο δ ' οἴμῃ ἡμετέρῃ : σοῖς μὲν γὰρ ὑπὸ σκήπτροισι θάλασσα εἰλεῖται καὶ φῦλα Ποσειδάωνος ἐναύλων , ἔργα δέ
τοῦ ἀθέου χρησμὸς ἦν τοιοῦτος : ] ἀλλ ' ὁπότε σκήπτροισι τεοῖς Περσήιον αἷμα ἄχρι Σελευκείης κλονέων ξιφέεσσι δαμάσσῃς ,
3830140 ὠπται
θῆλυς ἐπιτρέχει μορφή , δι ' ἣν καὶ ὁ βίος ὦπται τοιοῦτος , ἐν δὲ γυναιξὶν ἀνδρεῖον εἶδος , ᾧ
καὶ ἕνα νεφρὸν καὶ δύο ἥπατα , ἀκάρδιον δὲ οὐδὲν ὦπται οὐδὲ δικάρδιον . τῶν δὲ ἐναίμων ἤδη ὦπταί τινα
3828416 νεμεσσωμαι
φύγεν ἕρκος ὀδόντων , δεινόν τ ' ἀργαλέον τε , νεμεσσῶμαι δέ τ ' ἀκούων , εἰ δὴ τοῦτό γε
μαχεσσαίμην ὅς τις πολέμοιο μεθείη λυγρὸς ἐών : ὑμῖν δὲ νεμεσσῶμαι περὶ κῆρι . ὦ πέπονες τάχα δή τι κακὸν
3824150 ἀναδοθεντα
μὲν γὰρ ὑδατῶδεϲ ἄπεπτον ἔτι ϲημαίνει τὸν ἐκ τῆϲ γαϲτρὸϲ ἀναδοθέντα χυμόν , τὸ δὲ πυρρὸν καὶ χολῶδεϲ ἐκ πολλοῦ
πλείω μήτε ἐλάττω λαμβάνειν , ἀλλ ' ὅσα πεφθέντα καὶ ἀναδοθέντα καὶ θρέψαντα τὸ σῶμα καλῶς , εἰ δέοι καὶ
3810558 πεπονθε
καὶ τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα ἀντευποιεῖν , ὅσα καὶ οἷα εὖ πέπονθε πρὸς πολλῶν : χαλεπὸν γάρ ἐστιν ἕνα πολλοῖς ἀνθυπηρετεῖν
Πριαμίδαις . Ἦν δὲ κατ ' ἀλήθειαν οὕτως ἔχον ἢ πέπονθε κατεψευσμένος ; Πῶς δ ' ἂν δικαίως γένοιτο τῶν
3810292 κερδανει
ὁ φονεὺς ἐκ τοῦ φονεῦ - σαι ἴσως ἂν καὶ κερδανεῖ καὶ ἐχθροῦ ἀπαλλαγὴν σχήσει , ἀλλ ' οὐ τὸ
: οἱ γὰρ συντυγχάνοντες αὐτῷ ἔσονται κνιποί , καὶ οὐδὲν κερδανεῖ , εἰ δὲ καὶ δοῦναί τι μέλλει πλέον δώσει
3810278 ἐπαινει
μέθης . Σαπφώ τε ἡ καλὴ πολλαχοῦ Λάριχον τὸν ἀδελφὸν ἐπαινεῖ ὡς οἰνοχοοῦντα ἐν τῷ πρυτανείῳ τοῖς Μυτιληναίοις . καὶ
κοινὸν τόδ ' ἄχος , καὶ πόλις ἄλλως ἄλλοτ ' ἐπαινεῖ τὰ δίκαια . ἡμεῖς δ ' ἅμα τῷδ '
3807376 ἀμερθεις
τῇ ὁρμῇ τῆς πτερορρυήσεως εἰς γήινον ἔρχεται σῶμα ὀλβίου αἰῶνος ἀμερθείς . τούτοις δὲ καὶ ὁ Πλάτων ἐστὶ σύμφωνος περὶ
τῆι ὁρμῆι τῆς πτερορρυήσεως εἰς γήινον ἔρχεται σῶμα ὀλβίου αἰῶνος ἀμερθείς . . . . Α . Ἐμπεδοκλεῖ δὲ τὰ
3806906 διαπορει
, μεταθέουσα δὲ ἡ κύων ἐντυγχάνει που τάφρῳ , καὶ διαπορεῖ ἆρά γε ἐπὶ δεξιὰ ἄμεινον ἢ ἐπὶ θάτερα διώκειν
Ἁλιζώνους ὑπολαβόντων , ὧν ἐμνήσθημεν ἐν τοῖς Μακεδονικοῖς . ὁμοίως διαπορεῖ καὶ πῶς ἐκ τῶν ὑπὲρ τὸν Βορυσθένην νομάδων ἀφῖχθαι
3791237 ὁδευοντα
γὰρ ἐν τροπικῷ βραχεῖαν τὴν ὁδὸν τῆς φυγῆς καὶ βραδέως ὁδεύοντα καὶ οὐ μακρὰν ἀπὸ τοῦ τόπου οὗ ἀπέδρα ἐσόμενον
τοῦτο δὲ ἐποίουν δυοῖν ἕνεκεν , τοῦ τε γνωρίζειν τὸν ὁδεύοντα τῆς ὁδοῦ τὸ ποσόν , καὶ τοῦ ἀναγινώσκοντα τὸ
3785786 ζεοντοϲ
ἐπὶ τῷ πλήθει τῶν γυμναϲίων γεγενημένον , ὑπὸ δὲ τοῦ ζέοντοϲ βλάβη μὲν οὐδεμία : πυκνότηϲ δὲ ἀϲφαλὴϲ ἐγγίγνεται τῷ
κνηϲμῶν ἐπείξειϲ πυριατέον ὠμολίνοιϲ μάλιϲτα ἢ διὰ ϲπόγγων ἐξ ὕδατοϲ ζέοντοϲ . εἰ δὲ ἑλκωθείη , χρηϲτέον ταῖϲ ἐπὶ τῶν
3779903 ἐπανερεσθαι
καὶ μήπω οἷόν τε ᾖ τοῖσιν ἄλλοισι σημείοισι ξυντεκμαίρεσθαι , ἐπανέρεσθαι χρὴ μὴ ἠγρύπνηκεν ὁ ἄνθρωπος [ . . ]
τοῦ ἐπὶ χρονίῳ νοσήματι γινομένου . διὰ δὲ τοῦ εἰπεῖν ἐπανέρεσθαι μὴ ἠγρύπνησεν ὁ ἄρρωστος ἢ τὰ τῆς κοιλίης ἐξυγρασμένα
3775640 κονισας
, μή πως ὁ μέγας πλοῦτος καὶ ἡ εὐδαιμονία , κονίσας καὶ κονισθεὶς καὶ βληθεὶς ἐν τῷ ποδὶ καὶ ῥιφεὶς
ἐμαυτῆς οὖς ' ἀδείμαντος , φίλοι , μὴ μέγας Πλοῦτος κονίσας οὖδας ἀντρέψῃ ποδὶ ὄλβον , ὃν Δαρεῖος ἦρεν οὐκ
3774125 ἠκουσε
τοῖς ὑποκριταῖς τὰ ποιήματα . πρὸ τῶν Διονυσίων δὲ παρελθὼν ἤκουσε Σωκράτους , καὶ ἅπαξ αἱρεθεὶς ὑπὸ τῆς ἐκείνου σειρῆνος
ἥρωα , εἰ καὶ συνεφοίτα καὶ μόνον ἠγάπα καὶ Σωκράτους ἤκουσε κατὰ ταὐτὸν ὁ Κλεινίου , μήτε Πλάτωνος τοῦ σοφιστοῦ
3771090 προσδοκᾳ
τοίνυν οἴεται κακουργότατον εὑρηκέναι λόγον καὶ δι ' οὗ μάλιστα προσδοκᾷ παράξειν ὑμᾶς , ὧδέ πως ἔχει : διὰ τοῦτο
εὐχάριστος γενέσθαι θεοῦ , ἀλλ ' εἰ καὶ μηδὲν ἔτι προσδοκᾷ τῶν μειζόνων , ὑπὲρ τούτων ὧν ἔλαχεν ἤδη κατὰ
3770627 εἰδε
τοῦτο δὲ ἕτερον ἀμφοῖν . Πολλαχῇ δὲ καὶ ὁ λογισμὸς εἶδε τὸ ἐν ἑτέρῳ κρίμα καὶ σύνεσιν ἔσχεν ἑτέρου πάθους
αὐτῷ μένειν παρ ' ἑαυτόν . ὁ δὲ Κῦρος ὡς εἶδε πολλοὺς ἱππέας ἀντίους , ἤρετο : Ἦ οὗτοι ,
3768006 εἰδεν
, ζήσῃ δὲ ἀντιλαβὼν τὸν ἀθάνατον , ἴσως ὃ μηδέποτε εἶδεν ὄψεται . Αἱ φιλοσοφίαι πᾶσαι , κατά τε τὴν
: τοῦτο δ ' ἐστὶν ἀνάμνησις ἐκείνων ἅ ποτ ' εἶδεν ἡμῶν ἡ ψυχὴ συμπορευθεῖσα θεῷ καὶ ὑπεριδοῦσα ἃ νῦν
3761229 ἀνηλατο
Διὸς κεφαλῆς , ὡς ὁ μῦθος , μεθ ' ἵππου ἀνήλατο , ἢ ὅτι , ὡς Μνασέας , ἡ Ποσειδῶνος
ἀνθρώπων ἐν γήρᾳ θεασάμενος τοῦτο τὸ παιδίον . Ταῦτα εἰπὼν ἀνήλατο καθάπερ ἀηδόνος νεοττὸς ἐπὶ τὰς μυρρίνας , καὶ κλάδον
3760645 κατεχει
τῇ φράσει : τὰ μὲν γὰρ τὴν πρώτην τοῦ λόγου κατέχει τάξιν , καὶ σπερματικωτέραις χρώμενα ταῖς ἐννοίαις τοῖς τε
εἰϲβολὴν τῆϲ ϲυνήθουϲ ὥραϲ ὁ παροξυϲμόϲ , χρόνον δὲ ἐλάχιϲτον κατέχει τά τε ϲυμπτώματα ἐπιεικέϲτερα καὶ ἁπλούϲτερα γίνεται ἢ οὐδόλωϲ
3759288 πειρησατο
ἱερῆς ἐπεβήσετο νήσου : οἰόθι δ ' ἀντικρὺ μετιών , πειρήσατο μύθοις εἷο κασιγνήτης , ἀταλὸς πάις οἷα χαράδρης χειμερίης
μέγα τόξον Ὀδυσσεύς . δεξιτερῇ δ ' ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς : ἡ δ ' ὑπὸ καλὸν ἄεισε ,
3757699 κρυπτει
ἕτερον πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν . τί γὰρ πέπλοισιν ἄθλιον κρύπτει κάρα ; αἰδόμενος τὸ σὸν ὄμμα καὶ φιλίαν ὁμόφυλον
θέλεις γνῶναι πῶς ἔπλευσα , γίνωσκε ὅτι θεομανεῖ πότμῳ . κρύπτει δὲ τὴν μοιχείαν καὶ ὑπὸ δαίμονός τινος βίᾳ ἦχθαι
3755100 πεφορητο
' ὑπεδέξατο γαῖα σῶμα : κάρη δ ' ἀπάτερθε κυλινδομένη πεφόρητο ἱεμένου φωνῆς : ταχέως δ ' ἅμ ' ἀπέπτατο
' αὐτὸς πρηνής : ἐκ δέ οἱ αἷμα διὰ στόματος πεφόρητο ἀθρόον : αἶψα δ ' ἄναλκις ἀπὸ μελέων φύγε
3754395 ἀποφανει
, ἀπὸ τῆς περιουσίας : αὕτη γὰρ ὡς ἔχει εὐπορίας ἀποφανεῖ τὴν γνώμην τοῦ διατιθεμένου , εἴ τε πάντα τὸν
τούτοις χρήσεται πᾶσιν ἢ τοῖς ἐμπίπτουσιν : ὁ δὲ κατηγορῶν ἀποφανεῖ τὸν διὰ τῶν πραγμάτων ἔλεγχον ἀξιοπιστότερον τοῦ διὰ τῶν
3752043 ὀπιζομενων
, οἱ ῥιζοτόμοι . Ὁ μὲν οὖν ὀπισμὸς γίνεται τῶν ὀπιζομένων ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τοῦ θέρους , τῶν μὲν
ἐπιστροφὴ , τὸ ἐσόμενον ὕστερον προλαβών τις εἶπεν . ἢ ὀπιζομένων , τῶν τοὺς θεοὺς πρὸ ὀφθαλμῶν ἐχόντων καὶ εὐλαβῶν
3751627 ἀπελαυσας
τὸν πάντα μοι διηγούμενον . ἀλλὰ πρῶτον μὲν κέρδος ὃν ἀπέλαυσας χρόνον ἡγοῦ : ἔπειτα μὴ καταγίνωσκε τῆς γῆς ὡς
τοιαῦτ ' ] ἐν ἤθει ὁ λόγος ἀπηύρω ] ἤγουν ἀπέλαυσας ὤπασας ] παρέσχες δίκης πέρα ] ἐπέκεινα τοῦ δικαίου
3746681 ἐρχεται
ΒΕΓ : φανερὸν γάρ , ὅτι διὰ τῶν Β Γ ἔρχεται . Λέγω δή , ὅτι τὰ ἀπλανῆ ἄστρα ,
οὕτως τὸ εἶδος φύσις . οὐ γὰρ ὥσπερ ἡ ἰάτρευσις ἔρχεται μὲν εἰς ὑγείαν , ὀνομάζεται δὲ ἀπὸ τοῦ ποιοῦντος
3746140 μεθηι
οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης ἔλαβε , πυρὰ δὲ χέρσος ἀγλαϊσμάτων . μέθηι δὲ βρεχθεὶς τῆς ἐμῆς μητρὸς πόσις ὁ κλεινός ,
ἤμην λάθραι πειρῶν καὶ κλεπτομένην ἀπόλαυσιν ἁρπάζων καὶ νυκτὶ καὶ μέθηι καὶ θεράποντι ? καὶ τιθηνῶι κοινούμενος τὸ πάθος ·
3742433 καθοραι
ἔθ ' εὑρήσεις δῆμον φιλοδέσποτον ὧδε ἀνθρώπων , ὁπόσους ἠέλιος καθορᾶι . Ζεὺς ἄνδρ ' ἐξολέσειεν Ὀλύμπιος , ὃς τὸν
, σχεδὸν οἱ ὁμοτράπεζοι καλούμενοι . σὺν τούτοις δὲ ὢν καθορᾶι βασιλέα καὶ τὸ ἀμφ ' ἐκεῖνον στῖφος : καὶ
3741398 ἠγνοει
ὁ θεὸς τὸν μονοσάνδαλον φυλάξασθαι . τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἠγνόει τὸν χρησμόν , αὖθις δὲ ὕστερον αὐτὸν ἔγνω .
τοῦ λοιποῦ . ἀλλ ' ἦν αὐτῶι ἕτερος παῖς ὃν ἠγνόει , τὸν ἐκ τῆς Κίρκης αὐτῶι γεγενημένον , ὀνόματι
3740777 ἐνεθυμειτο
δὲ Δηιάνειρα ἀκούουσα οὐ παρέργως τοῖς λόγοις προσεῖχεν , ἀλλὰ ἐνεθυμεῖτο ὡς ὀρθῶς λέγοι ὁ Κένταυρος , ὥσπερ εἰκὸς ἦν
. . ΠΑΤΗΡ Δ ' ΑΝΔΡΩΝ . Οὗτος μὲν ταῦτα ἐνεθυμεῖτο : ὁ δὲ Ζεὺς ἄλλο ἐβούλετο . Ἰδὼν γὰρ
3732588 ἐσαυθις
λευκόν , καὶ δὴ καὶ οὕτως νῦν μὲν ὑπέρυθρον , ἐσαῦθις δὲ χλωρὸν ἢ κυανοῦν ἢ μέλαν , ἢ κἀκείνως
διανοίας προηγμέναις κρίσεσι προστίθεται καὶ δοξάζειν ὀρθῶς τότε λέγεται : ἐσαῦθις δ ' ἐπὶ φαντασίαν καὶ αἴσθησιν ῥέπουσα ταῖς πλάναις
3731664 Ἱπποκενταυρος
καὶ πρὸς νεφέλην παρεικασθείσῃ προσδραμεῖν καὶ μιγῆναι , ὅθεν καὶ Ἱπποκένταυρος γέγονε : Σίσυφος δὲ πέτρον μέγιστον εἰς ἀνάντη τόπον
. Ὅσα τεράστια ἐστὶ καὶ οὐδαμῶς ἐνδεχόμενα γενέσθαι , ὡς Ἱπποκένταυρος καὶ Σκύλλα , ψευδεῖς τὰς προσδοκίας ἔσεσθαι σημαίνει ,
3726957 παυομενον
ἐπιθυμίῃσιν ὁδεύοντα , ἄργυρον τήκοντα καὶ χρυσὸν , καὶ μὴ παυόμενον τῆς κτήσιος ταύτης , αἰεὶ δὲ θορυβεύμενον περὶ τὸ
ἐχρησάμην δ ' ἐπὶ τῶν κατὰ βουβώνων πολλάκις καὶ ταχέως παυόμενον ἐθεασάμην τὸν ὄγκον . εἰ δὲ καὶ νικηθείη ποτὲ
3724589 ἀπεκλινε
: καὶ τῶν πρὸς ἐκεῖνον δικαίως ἀμνημονήσασα πρὸς ἡδονὴν μόνην ἀπέκλινε , τραγῳδίαν τὴν γνώμην ποιήσασα , τῶν ἀπὸ τῆς
λέξας ἤδη ὑπέργηρως ὑπάρχων , μετὰ τὸ καταπαῦσαι τὸν λόγον ἀπέκλινε τὴν κεφαλὴν εἰς τοὺς τοῦ τῆς θυγατρὸς υἱοῦ κόλπους

Back