οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον , ὅτι κεν κεφαλῇ κατανεύσω . Αἰσθάνομαι τῶν Διὸς νευμάτων : διὰ τούτων γῆ
' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ , τι κεν κεφαλῇ κατανεύσω [ Α ] : ἰσχύεις οὖν μεγάλα : Χάλυβες
7650240 παλιναγρετον
ἀφ ' οὗ ἂν ἐπινεύσῃ τινί : οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ , τι
γε μετ ' ἀθανάτοισι μέγιστον τέκμωρ : οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ τί κεν
6054597 ἀτελευτητον
τὸ πέρας , ἀθάνατος δὲ ὢν καὶ ἐν ἑαυτῷ τὴν ἀτελεύτητον λῆξιν περιέχων καὶ διαπαντὸς ἀένναος ἀπὸ τῆς ἐκεῖσε ἐνεργείας
τί ; ὅτι , οἶμαι , ἡ ἀσέβεια κακόν ἐστιν ἀτελεύτητον , ἐξαπτόμενον καὶ μηδέποτε σβεσθῆναι δυνάμενον , ὡς τὸ
4679408 ἀπατηλον
ἂν ἐπινεύσῃ τινί : οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ , τι κεν κεφαλῇ κατανεύσω
οἱ πολλοὶ μανθάνειν , τὸ δὲ κωτίλον ἐν τούτοις καὶ ἀπατηλὸν ὥραν οὐκ ἔχει ἐπὶ τῶν ἐναγωνίων λόγων . οὐ
4509623 κατανευσομαι
σχοίνῳ ἐζωσμένου μελαγκρανίνας ἢ τριχίνας ἢ νευρίνας . . κεφαλῇ κατανεύσομαι ] οὕτως κατανεύσομαι , οὐχὶ ἐπινεύσομαι Ἀριστάρχος ἐν τοῖς
ἢ τριχίνας ἢ νευρίνας . . κεφαλῇ κατανεύσομαι ] οὕτως κατανεύσομαι , οὐχὶ ἐπινεύσομαι Ἀριστάρχος ἐν τοῖς πρὸς Φιλήταν προφέρεται
4472486 σκεπτεο
φησι : μὲν Στέφανος πελάει , κεφαλῇ γε μὲν ἄκρῃ σκέπτεο πὰρ κεφαλὴν Ὀφιούχεον . καὶ ἔτι τῇ Λύρᾳ ,
τότ ' ἄρ ' Αἴας εἶπε βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον : σκέπτεο νῦν Μενέλαε διοτρεφὲς αἴ κεν ἴδηαι ζωὸν ἔτ '
4460189 περικαππεσε
περὶ στερεὴν δρύα θάμνος : ὣς ὅ γε δουρὶ δαμεὶς περικάππεσε Πηλείωνι βλήμενος . Ἀμφὶ δέ οἱ κρατερὸς πάις Ἀγχίσαο
ἤριπε δ ' εἴσω δώματος , ἀμφὶ δέ οἱ κενεὴ περικάππεσε κάλπις . Ἄλλῳ δ ' αὖ φεύγοντι δι '
4293861 Βουκαιε
ταῦτα πρεπωδέστατον λέγειν . τὸν δὲ σὸν ἔρωτα , ὦ Βουκαῖε , διηγοῦ σῇ μητρὶ ἐν τῷ θαλάμῳ ἀντ '
μοχθεῦντας ἐν ἁλίῳ ἄνδρας ἀείδειν , τὸν δὲ τεόν , Βουκαῖε , πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ '
4265183 ἐργασαιατο
πόδες : Παρὰ τὴν παροιμίαν τί δῆτα χεῖρες οὐκ ἂν ἐργασαίατο ; ] καὶ νὴ Δί ' αἱ νῆτται :
οὐκέτ ' εἰμ ' ἐγώ τί δῆτα χεῖρες οὐκ ἂν ἐργασαίατο ; ὡς ἐγγὺς ἤδη δαίμονος πεδαρσίου δίνης πτερωτὸς φθόγγος
4222653 φαουσαι
λέγει περὶ αὐτῶν : ' ἂν ἐπερχόμεναι Χηλαὶ καὶ λεπτὰ φάουσαι ἄφραστοι παρίοιεν . ἐπιφέρει γοῦν εὐθέως : μέγα σῆμα
. . ; Οὐδ ' ἂν ἐπερχόμεναι Χηλαὶ καὶ λεπτὰ φάουσαι ἄφραστοι παρίοιεν , ἐπεὶ μέγα σῆμα Βοώτης ἀθρόος ἀντέλλει
4197789 προπατορι
Αἰτωλίας ἀφίκετο καὶ ἀνελὼν Ἄγριον καὶ τοὺς παῖδας Οἰνεῖ τῷ προπάτορι τὴν βασιλείαν ἀποδίδωσιν . αὖτις δὲ πλέων εἰς Ἄργος
θεοῖς ὑπὲρ αὐτῶν . εὔχομαι δὴ τῷ τε Διονύσῳ τῷ προπάτορι τῆσδε τῆς πόλεως καὶ Ἡρακλεῖ τῷ κτίσαντι τήνδε τὴν
4192818 περιθῃ
καὶ χρηματίζουσιν : ὥστε εἴ τις τὴν δορὰν τῆς αἰγὸς περιθῇ ἐπιληπτικῷ καὶ ἀπαγάγῃ πρὸς ποταμὸν ἢ θάλασσαν , παραχρῆμα
καλῶς , οὕτω καὶ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα ὅ τι ἂν περιθῇ ἡ τύχη . καὶ γὰρ αὕτη , φησὶν ὁ
4149368 ἠνυεν
ὡς δὲ συχνὰς ἡμέρας περικαθήμενος τῇ πόλει καὶ πολιορκῶν οὐδὲν ἤνυεν , ἔγνω χρονίαν ἔσεσθαι τὴν πολιορκίαν αὐτῷ . αἵ
τῇ πολιορκίᾳ καὶ πολυτρόπως πειράσας τοῦ ἄστεος , ὡς οὐδὲν ἤνυεν , ἀπογνοὺς τὴν αἵρεσιν τούτου , ἀναλαβὼν τὴν στρατιὰν
4141506 σαινοιμεν
δοκεῖ ἢ ἐκεῖνο δῆλον ἐκ τοῦ ἐπαγομένου , τί οὖν σαίνοιμεν καὶ κολακεύοιμεν καὶ παρασύροιμεν ὀλέθριον μόρον καὶ οὐ προθυμίᾳ
πρὸς εὐωχίαν οἱ δεσπόται κληθῶσιν : τούτους λέγομεν σαινούρους . σαίνοιμεν ] ἐκφεύγοιμεν . σαίνοιμεν ] κολακεύοιμεν , ἐκφεύγοιμεν τὸν
4133040 περιτελλομενοιο
ὤμοις . καὶ πάλιν : Ἵππος δ ' Ὑδροχόοιο νέον περιτελλομένοιο ποσσί τε καὶ κεφαλῆι ἀνελίσσεται : ἀντία δ '
ἀνατέλλειν ὑποτίθεται , λέγων οὕτως : δ ' Ὑδροχόοιο μέσον περιτελλομένοιο ποσσί τε καὶ κεφαλῇ ἀνελίσσεται . τούτου δ '
4116192 ἀκυθος
ὕπαρνοι : παρὰ τὸ κύω ἄκυος καὶ πλεονασμῷ τοῦ θ ἄκυθος . ἢ παρὰ τὸ † κωκυτός καὶ ἄκυτος ,
ταῖς μὴ κυούσαις . οὕτω Μεθόδιος . . . . ἄκυθος : ἡ ἄγονος : Καλλίμαχος : οὐδ ' ἀγάλακτες
4114417 ἀψευδες
ἴδιόν τι πάντως ἑαυτοῦ δίδωσιν : εἰ δὲ τοῦτ ' ἀψευδές ἐστι , γένοιτ ' ἂν Ἰσαὰκ οὐχ ὁ ἄνθρωπος
. οὐδὲν ἐν σώματι ἀληθές , ἐν ἀσωμάτῳ τὸ πᾶν ἀψευδές . πᾶν τὸ γενόμενον μεταβλητόν , οὐ πᾶν τὸ
4094771 ἠλληγορησεν
καὶ Ὠρίωνος ἔρωτα , πάθος οὐδ ' ἀνθρώποις εὔσχημον , ἠλληγόρησεν : Ὣς μέν , ὅτ ' Ὠρίων ' ἕλετο
ἀκμή . Περὶ μέν γε τῆς Ἔριδος οὐδ ' ὑπεσταλμένως ἠλληγόρησεν οὐδ ' ὥστε δεῖσθαι λεπτῆς τινος εἰκασίας , ἀλλ
4078589 φλαυρον
τοῦτο γὰρ οἱ Ἴωνες διαβάλλονται . Γέροντα δ ' ὀρθοῦν φλαυρόν , ὃς νέος πέσοι . Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος
τοῦτο γὰρ οἱ Ἴωνες διαβάλλονται . Γέροντα δ ' ὀρθοῦν φλαυρόν , ὃς νέος πέσοι . Γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος
4078466 Ἀνδρομεδης
δὲ κνήμη καὶ ἀριστερὸς ὦμος ἐπ ' αὐτοῦ Περσέως , Ἀνδρομέδης δὲ μέσην ἀγκῶνος ὕπερθεν δεξιτερὴν ἐπέχει : τὸ μέν
οἷα σελήνῃ σκέψασθαι , ζώνῃ δ ' ἂν ὅμως ἐπιτεκμήραιο Ἀνδρομέδης : ὀλίγον γὰρ ὑπ ' αὐτὴν ἐστήρικται , μεσσόθι
4073921 ἐξευρημενον
, εἶναι δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐπιθυμίας ἄλλο γένος μελοποιίας ἐξευρημένον . χρῆσθαι δὲ καὶ ὀρχήσεσιν . ὀργάνῳ δὲ χρῆσθαι
τούτων τὸν ἀκροατὴν προσδέξασθαι ὡς κάλλιστα καὶ ἐντελέστατα τὸν λόγον ἐξευρημένον . καὶ ἔστιν ἀρχὴ τοῦ προοιμίου : ἐγὼ τοίνυν
4047738 δεν
, ἢ κατὰ κρᾶσιν . οὐδέν . Ἀττικὸς ὁ τοῦ δεν πλεονασμός . Δαιδάλου . Δαιδάλου , ὡς ἔοικεν ,
πολυ [ . . . . . . [ ] δεν [ [ ] ! ! [ . . .
4037536 ἀφραστοι
τοῦ ἀλογίστως καὶ ματαίως . * παραπλῆγες : παράφρονες * ἄφραστοι : σιωπῶντες ἀνόητοι * γυῖον : τοῦ ἀνδρός *
. ; Οὐδ ' ἂν ἐπερχόμεναι Χηλαὶ καὶ λεπτὰ φάουσαι ἄφραστοι παρίοιεν , ἐπεὶ μέγα σῆμα Βοώτης ἀθρόος ἀντέλλει βεβολημένος
4036885 ἀχυροισι
ἔφερεν ἄλλοτ ' ἀλλοῖον , τὸ πνεῦμα σῴζων ἐπ ' ἀχύροισι δυστήνοις , σάγην δὲ νώτοις ἔφερεν οὐκέθ ' ἱππείην
γεγένηται ; Ῥάβδον δ ' ὄψει τὴν κοτταβικήν ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην . Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν
4033567 ἀνελισσεται
γῆς τρόπον τινὰ ψαύει καὶ περιφερομένη πλησίον ἅρματος ὥσπερ ἴχνος ἀνελίσσεται , φησὶν Ἐ . , ἥ τε περὶ ἄκραν
Κριῷ λήγοντι φαείνεται ἢ ἐπὶ Ταύρῳ : σὺν τῷ πανσυδίῃ ἀνελίσσεται . Οὐδ ' ὅγε Ταύρου λείπεται ἀντέλλοντος , ἐπεὶ
4011618 φορει
τρίς , καὶ μύροις ἀλείφεται . αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισμένην φορεῖ βαθεῖαν , ἀνθέμοισιν ἐσκιασμένην . καλὸν μὲν οὖν θέημα
ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν
4003453 κολλυβου
τοίνυν τῇ πόλει φρουρῶν ποτ ' αὐτὸς γυναῖκ ' ἐκίνουν κολλύβου καὶ παῖδα καὶ γέροντα , κἀξῆν ὅλην τὴν ἡμέραν
λέγουσί τινες . Γ ἀναβράττω ] ἕψω . Γ οὐδὲ κολλύβου Γ : εἶδος εὐτελοῦς νομίσματος . ἀντὶ τοῦ “
4001214 ἀφθογγον
ἐφεζόμην βρέτας . τεκμήριον δὲ τῶνδέ σοι λέξω μέγα : ἄφθογγον εἶναι τὸν παλαμναῖον νόμος , ἔστ ' ἂν πρὸς
, εἴ ποτε γῆν ἐπ ' ἄλλην ἔσπευδον , οὐκ ἄφθογγον τὴν ἀποδημίαν ἐποίουν , ἀλλ ' ᾠδῇ καὶ μέλει
3996361 περιδειδια
ἕξουσιν γὰρ πάντας ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί : τῇ δὲ δὴ αἰνότατον περιδείδια μή τι πάθωμεν , ᾗ ῥ ' ὅ γ
Τρώων κορέει κύνας ἠδ ' οἰωνούς , ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια μή τι πάθῃσι , καὶ σῇ , ἐπεὶ πολέμοιο
3990778 πεποιθῃς
. ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν , χρονικὸν ἐπίρρημα : ὄφρα πεποίθῃς , σύνδεσμος ἀποτελεστικόςτί . οὖν κωλύει [ καὶ ]
τελέσσω : εἰ δ ' ἄγε τοι κεφαλῇ κατανεύσομαι ὄφρα πεποίθῃς : τοῦτο γὰρ ἐξ ἐμέθεν γε μετ ' ἀθανάτοισι
3970990 κοὐρανῳ
] : ὥσθ ' ἵμερός μ ' ὑπῆλθε γῇ τε κοὐρανῷ : ἄλλως : ἐπειδὴ κυκλοτερὴς ὁ οὐρανός . ἢ
ἀνέστροφέν σου τὸν βίον τὰ βιβλία . πεφιλοσόφηκας γῇ τε κοὐρανῷ λαλῶν , οἷς οὐδέν ἐστιν ἐπιμελὲς τῶν σῶν λόγων
3965300 Λεοντων
καὶ Νικομήδης καὶ ὅσοι ἄλλοι Ῥωμαίων πρέσβεις παρῆσαν , ἐς Λεόντων κεφαλήν , ὃ τῆς Φρυγίας ἐστὶν ὀχυρώτατον χωρίον ,
Μοίριδος λίμνην καὶ τὸν λέοντα τὸν τρεφόμενον ἐν τῇ καλουμένῃ Λεόντων πόλει , καὶ πολλὰ τοιαῦθ ' ἕτερα , διηγήσασθαι
3953739 Βραυρωνοθεν
καὶ τῶν δεινοτάτων ἂν ἦν ὑπόδικος . τὸν γοῦν τῆς Βραυρωνόθεν ἱερείας πατέρ ' ὁμολογουμένως οὐχ ἁψάμενον τοῦ τελευτήσαντος ,
, οὗ ἐπώνυμος ἡ Λεοντὶς φυλή . Τὸν γοῦν τῆς Βραυρωνόθεν ἱερείας . Βραυρών : τόπος Ἀθήνησιν ἀπὸ Βραυρῶνός τινος
3937400 βλοσυρῳ
καὶ τὸν ποταμὸν αὐτὸν ἐν βαθεῖ δόνακι κείμενον , ἐν βλοσυρῷ τῷ εἴδει , κόμη τε γὰρ ἀμφιλαφὴς αὐτῷ καὶ
δ ' ἰδίοις ἐπιτέρπεται αἰεί , Αἰγόκερῳ τε καὶ Ὑδροχόῳ βλοσυρῷ τε Λέοντι καὶ Χηλαῖς Κριῷ τε , τότ '
3935169 ἀλλο
ἐνταφιάσειν : μακαρίαν με οὖσαν παρὰ τοῖς ἀνθρώποις : ἐς ἄλλο σχῆμ ' : ἄλλου βίου λέγει τοῦ κατὰ τὸν
πᾶσαν Ἑλλάδα ἀφήσει : Δημάδης δὲ καὶ ὅσον προδοτῶν Ἀθήνῃσιν ἄλλο ἦν , ἀναπείθουσιν Ἀντίπατρον μηδὲν ἐς Ἕλληνας φρονῆσαι φιλάνθρωπον
3934554 βρωσιμον
ὅταν γὰρ εἰσέλθητε πρὸς τὴν γῆν , φυτεύσετε πᾶν ξύλον βρώσιμον „ φησίν , ὥστε ἔξω διατρίβοντες οὐκ ἂν δυναίμεθα
αἱ ῥίζαι μάλιστα ἐσθίονται , τούτων ἥκιστα τὸ σπέρμα γίνεται βρώσιμον : ἀνάπαλιν δὲ καὶ τῶν σπερμάτων ὅσα δίδωσιν ἡμῖν
3924265 κεκλοφοτος
. γόοις ] θρήνοις . Προμηθέως ὡς φιλανθρώπου ἐκ Διὸς κεκλοφότος τὸ πῦρ καὶ δεδωκότος ἀνθρώποις , δι ' οὗ
: οὐ γάρ ἐστι πρὸς τὸ ζητεῖς ἀλλὰ πρὸς τὸ κεκλοφότος : καὶ ἔστιν ἀντὶ τοῦ καθά : στίζων οὖν
3921759 Κραθιν
, ἀφ ' οὗ δὲ μέλανα : καὶ περὶ τὸν Κρᾶθιν δὲ εἴρηται τοιοῦτόν τι συμβαῖνον . Τῶν δ '
. . πάντα δέ εἰσι ταῦτα Πανικὰ δείματα . ἐς Κρᾶθιν ἁλοίμαν : Κρᾶθις ποταμὸς περὶ Σύβαριν τῆς Σικελίας .
3914791 προτιειποι
ἀπ ' ἀσφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια , ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν . καὶ πάλιν : ἐρισφάραγος πόσις Ἥρης
τὸ φωνητικὸν ἀνέρχεται . ἐπιφέρει οὖν “ ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος . ” σφεδανόν ὁ μὲν Ἀπίων σκληρόν ,
3903270 παθω
στρατόπεδα γινόμενα , νῦν ἀναδεικνύω ναύαρχον , ἂν ἐγώ τι πάθω , τὸν διαδεξόμενον Κλέαρχον , ἄνδρα πεῖραν δεδωκότα τῶν
ἐνεστῶτος γίνεται , ὃς τὸ παθεῖν δηλοῖ , ὅθεν τὸ πάθω , ἐξ οὗ τὸ παθήσω ὡς τυχήσω , οὗ
3893611 ἠνεκες
διεξιέναι : Καλλίμαχος καὶ τὸν ἐπὶ ῥάβδωι μῦθον ὑφαινόμενον / ἠνεκὲς ἀείδω δειδεγμένος . οἱ δέ φασι τῆς Ὁμήρου ποιήσεως
διεξιέναι . Καλλίμαχος : καὶ τὸν ἐπὶ ῥάβδῳ μῦθον ὑφαινόμενον ἠνεκὲς ἀείδω δεδεγμένος . οἱ δέ φασι τῆς Ὁμήρου ποιήσεως
3893510 τηλαυγη
τὸ ἆθλον , ἐνομματωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ μόνου θέας ἀξίου τηλαυγῆ κατανόησιν . ἄξιον δὲ ἀπορῆσαι , διὰ τί ὁ
λαμπροῦ δηλονότι , χρὴ ποιῆσαι πρόσωπον , ἤγουν ἀρχήν , τηλαυγῆ , τουτέστι λαμπράν . * τις . ἐν Ὀλυμπίᾳ
3889125 κοτταβικην
φέρει . καὶ μακρά τις ῥάβδος , ἣν καὶ ῥάβδον κοτταβικὴν ὠνόμαζον . τὸ δέ τι ἦν κοίλη τις καὶ
ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν . ῥάβδον δ ' ὄψει τὴν κοτταβικὴν ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην . νικᾷ δ ' ᾤα
3876992 κραταιῳ
μαίνομαι . στείχει πολίταις ὄμμ ' ἔχων ἰδεῖν πικρόν . κραταιῷ περιβαλὼν βραχίονι εὕδει πιέζων χειρὶ δεξιᾷ ξύλον . ὅδ
καὶ πῆμ ' ἀπάλαλκεν ἐσσυμένως . Ὃ δ ' ἔπειτα κραταιῷ χώσατο φωτὶ ἥρως Εὐρύπυλος , μέγα δ ' ἀσχαλόων
3869633 πιφαυσκεο
δινήεντα μάχῃ ἠΐσκομεν εἶναι : ἀλλ ' ἐπάμυνε τάχιστα , πιφαύσκεο δὲ φλόγα πολλήν . αὐτὰρ ἐγὼ Ζεφύροιο καὶ ἀργεστᾶο
αὐτό , φησί , τὸ φυτὸν μικρόν ἐστι . * πιφαύσκεο : γίνωσκε ἐμφάνιζεο [ ] ἀγχούσῃ προσέοικεν : ἤτοι
3861685 κατηγμασι
μὲν γὰρ πᾶσι τοῖσιν ὀλισθήμασι καὶ τοῖσι κινήμασι καὶ τοῖσι κατήγμασι τοῦτο τὸ σχῆμά ἐστιν : κοινότατον δὲ πρὸς τὴν
οὕτως ἰητρεύοντας τὰ μέγιστα ἀσυνετέειν , καὶ ἐν τοῖσιν ἄλλοισι κατήγμασι , καὶ ἐν τοῖσι τοιούτοισιν . Μέγιστον γάρ ἐστι
3856560 ἀεριοις
δὲ πρὸς δυσμὰς μέρη κεκλιμένα τῆς Ἀραβίας διείληπται πεδίοις ἁμμώδεσιν ἀερίοις τὸ μέγεθος , δι ' ὧν οἱ τὰς ὁδοιπορίας
ὧν πράττομεν ὧν φανταζόμεθα ὧν διανοούμεθα : καὶ γὰρ εἰ ἀερίοις χρῶνται σχήμασιν , οὐδὲν θαυμαστὸν ὀξέως αὐτοὺς ἐπιπορεύεσθαι πανταχοῦ
3854749 σκαιην
. Ἤτοι ὅγε ῥέξαι τι λιλαιόμενος μέγα ἔργον σκαιῇ μὲν σκαιὴν Πολυδεύκεος ἔλλαβε χεῖρα , δοχμὸς ἀπὸ προβολῆς κλινθείς ,
ὁ μὲν μέσον ἄλλα τε πάντα , χεῖρα δέ οἱ σκαιὴν κεφαλῇ ἅμα Τόξον ἀγινεῖ : ἀλλ ' ὁ μὲν
3853752 θηριδιον
καὶ διὰ τοῦ λ γράφουσιν : στίξ : ἴξ , θηρίδιόν τι ἐσθίον τὰς ἀμπέλους : πνίξ : πλίξ .
τὸν περὶ τῶν ναυτικῶν τοῦ Βίαντος λόγον . ἐρυσίβην . θηρίδιόν τι ἐν τῷ σίτῳ γιγνόμενον , ὃ λυμαίνεται τὸν
3851635 μογῳ
σφισι γαῖα φάνη σχεδὸν ἠδὲ καὶ ἄστυ , τοὶ δὲ μόγῳ στονόεντι τετρυμένοι ἅψεα πάντα ἐξ ἁλὸς ἀίσσουσι μέγ '
ἦμος ἅπαντες ἔλλοπες ἠϊόνεσσιν ἐφέστιοι ἐγγύθι γαίης ἕλκονται τοκετῶν τε μόγῳ δίψῃ τ ' Ἀφροδίτης . αἰεὶ δ ' εἰς
3848253 ζωστηρ
' ἧς ὀνόματα ζώννυσθαι , ζῶμα , διάζωμα , καὶ ζωστήρ , καὶ ζώνη τι ὅπλον ὁμώνυμον τῷ μέρει :
παρθενικὴν ζώνην τὸ λυσίζωνον εἰπεῖν , ὅ τε τῆς Ἀμαζόνος ζωστήρ , καὶ ἡ ἐν ταῖς Σοφοκλέους Κολχίσιν ἐπιζώστρα :
3839616 κυλινδομενην
, ῥάβδον δ ' ὄψει τὴν κοτταβικήν ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην , Μανῆς δ ' οὐδὲν λατάγων ἀΐει , τὴν
; Ῥάβδον δ ' ὄψει τὴν κοτταβικήν ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην . Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν .
3831008 ἐπιζητουσα
ὄντα παραιτουμένη , ἀλλ ' ὡς οὐκ ὄντα : μηδὲ ἐπιζητοῦσα γνῶσις μὲν οὖσα ἡ ἁπλῶς καὶ πρώτη καὶ μάλιστα
τὴν ] νομὴν ἔξεισιν , ἡ δὲ βάτος τὰς ἐσθῆτας ἐπιζητοῦσα τῶν παριόντων ἐπιλαμβάνεται τῶν ἱματίων προσδοκῶσα τῶν ἰδίων τι
3824616 χειρ
κἀναγκαῖα μὴ πράσσειν κακά ; ἄγ ' , ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή , λαβὲ ξίφος , λάβ ' , ἕρπε
καὶ ἕνα εἰς ὁλοκαύτωμα . ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν , οἴσει
3823142 λαϊνος
ἡ φλιά . καὶ ὁ τοξότης : οὐδ ' ὅσα λάϊνος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει . εἴρηται παρὰ τὸ ἵημι
πόλις Κρήτης . Πυθῶνί : Ὅμηρος : οὐδ ' ὅσα λάϊνος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει | Φοίβου Ἀπόλλωνος Πυθοῖ ἔνι
3810614 ἀποθοιτο
ἀγωνίζεσθαι ὅλως ἐβούλοντο , εἰ μὴ τὸ φάρμακον ἡ θεὸς ἀπόθοιτο πρότερον : οὕτω γὰρ ἐκεῖναι τὸν κεστὸν ἐπωνόμαζον .
ὡς ἀφέξονται τοῦ πολέμου , εἴ γε ἢ αὐτὸς Γωβάζης ἀπόθοιτο τὴν ἀρχὴν ἢ γοῦν τὸν παῖδα τῆς βασιλείας ἀφέλοιτο
3805010 πονησεις
οἷς σὺ δουλεύσεις καὶ λυπήσῃ δι ' αὐτὰ καὶ πολλὰ πονήσεις μάτην καὶ διατελέσεις ἅπαντα τὸν βίον φροντίζων ἐκείνων ,
ἂν καὶ πράξῃς , πρὸς ὠφέλειαν ἐμὴν σπεύδων , μάτην πονήσεις . προγινώσκει γὰρ ὅτι οὐ πείσει τὸν Δία .
3799597 Τοξον
τῷ Σκορπίῳ . . . Τοὶ δ ' αὖθι μένουσιν Τόξον ἐπερχόμενον πρότεροι πόδες ἱππότα φηρός . Τόξῳ καὶ σπείρη
χειρὶ δεξιτερῇ Κένταυρος ἔχει . Τοὶ δ ' αὖθι μένουσιν Τόξον ἐπερχόμενον πρότεροι πόδες ἱππότα φηρός . Τόξῳ καὶ σπείρη
3798518 ὀχλικον
ἀλφῶδες , ἄφωνον , ἀμετάβλητον , ποικίλον καὶ λεπρῶδες , ὀχλικόν τε καὶ πτερωτὸν , καταφερὲς , ὑγρῶδες , κόσμου
λέγεται δὲ οἷον ἀνάβη τις οὖσα . | ἀγωνιστικόν : ὀχλικόν . καὶ γὰρ ὁ ἀγὼν ἀπὸ τῆς ὀχλήσεως .
3795040 ἠνυτον
' αὐτοῦ καὶ οἱ ἑταῖροι μᾶλλόν τι ἐν τῷ τοιῷδε ἤνυτον . ἔνθα δὴ ἐξέλασιν ποιεῖται ἐπὶ Κοσσαίους , ἔθνος
? ? [ ] [ [ ] γον ? ? ἤνυτον [ ! ! ! ! ] [ [ ]
3794165 μολυνων
μετ ' ὄξουϲ : μόνον δὲ χρῖε τὸν ἀλφὸν μηδὲν μολύνων τοῦ ἀπαθοῦϲ , ξηρανθὲν δὲ ἔκκλυζε ὕδατι ψυχρῷ .
λυμαίνεται , ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον , καὶ μολύνων τὴν ὑπήνην καὶ κυκῶν τὰς ἐσχάρας , καὶ Πολυμνήστεια
3792770 Μνευιν
, τὸ ἱερὸν ἔχουσα τοῦ Ἡλίου καὶ τὸν βοῦν τὸν Μνεῦιν ἐν σηκῷ τινι τρεφόμενον , ὃς παρ ' αὐτοῖς
τὸν Ἆπιν τὸν ἐν Μέμφει [ ποικίλον ] καὶ τὸν Μνεῦιν τὸν ἐν Ἡλιουπόλει καὶ τὰ περὶ τὸν τράγον τὸν
3786852 ὑπωπιοις
φιλαργυρίᾳ γὰρ πάντ ' ἔνι . κρίνον κύαθον λάβοιμι τοῖς ὑπωπίοις . ἀδελφίζειν πρώτιστα δὲ τῶν μυρρινῶν ἐπὶ τὴν τράπεζαν
εὐφρανεῖ δι ' ἁμέρας . Μυσικάρφης ὑπετέθυπτο Κύαθον λάβοιμι τοῖς ὑπωπίοις . Πρώτιστα δὲ τῶν μυρρινῶν ἐπὶ τὴν τράπεζαν βούλομαι
3785357 πιλοις
σκήπτρου τύπον ἀροτροειδῆ καθεστῶτα , ὃν ἔχοντας τοὺς βασιλεῖς χρῆσθαι πίλοις μακροῖς ἐπὶ τοῦ πέρατος ὀμφαλὸν ἔχουσι καὶ περιεσπειραμένοις ὄφεσιν
καὶ πνεύμασι καὶ νιφετοῖς καὶ ἐνειλημένον χεῖράς τε καὶ πόδας πίλοις τε καὶ ἀρνακίσιν , οὐδ ' ὑφ ' ἑνὸς
3779222 Ὑδροχοοιο
ἀνώνυμοι : ἐγγύθι δέ σφεων , δεξιτερῆς ἀπὸ χειρὸς ἀγαυοῦ Ὑδροχόοιο , οἵη τις τ ' ὀλίγη χύσις ὕδατος ἔνθα
, δεῖν δὲ γράφειν οὕτως : ” Ἵππος δ ' Ὑδροχόοιο νέον περιτελλομένοιο . „ λανθάνει δὲ τόν τε Ἄτταλον
3760191 λῳστον
μέγιστον ἀνθρώποις καὶ λυσιτελέστατον . τὸ γὰρ λῷστα ἀντὶ τοῦ λῷστον , ὅ ἐστι βέλτιστον , πληθυντικὸν ἀντὶ ἑνικοῦ .
ς ' ἀναπτεροῖ φόβος ; κάλλιστόν ἐστι τοὔνδικον πεφυκέναι , λῷστον δὲ τὸ ζῆν ἄνοσον , ἥδιστον δ ' ὅτῳ
3754251 ἡγησαιμην
τοι , ἔφη , ὦ Σώκρατες , τὸ φιλοσοφεῖν αἰσχρὸν ἡγησαίμην εἶναι , οὐδ ' ἂν ἄνθρωπον νομίσαιμι ἐμαυτὸν εἶναι
[ τὰ ] κοινὰ τοῖς δεομένοις παρέχων , οὐκ ἂν ἡγησαίμην αἴτιον ἐμαυτόν . ταῦτα δ ' ἐστίν , ἃ
3754027 προβουλευοντες
βουλεύεται . ζητοῦσιν δέ τινες ἐνταῦθα , διὰ τί εἶπεν προβουλεύοντες . ἔδει γὰρ προβουλευόμενοι εἰπεῖν . καὶ λέγομεν ,
, . = , , . οἱ μὲν οὖν μηδὲν προβουλεύοντες οὐδὲν ἐξαμαρτάνουσιν Ἐναντία δοκεῖ ὁ Ἱπποκράτης ἑαυτῷ καὶ τοῖς
3750901 θαλπεσιν
κεραυνὸν , κατ ' οὐδὲν ἴσον τοῖς μεσημβρινοῖς τοῦ ἡλίου θάλπεσιν , ἀλλὰ φλέγοντα καὶ ἀπολλύντα . . δρᾶν ]
τοῖς μέλλουσι δεινοῖς , ἱδρῶτι καὶ πνεύματι καὶ ἄσθματι καὶ θάλπεσιν ἀσκιάστοις καὶ κρυμοῖς ὑπαίθροις ἐγγυμναζόμενα . Παραπλησίως δὲ γυμναζέτω
3750146 πονοιη
' αὑτὸν ἕκαστος ἔχων ἱππέας ἐπειλεγμένους ἐπικουρεῖν , ὅπῃ τι πονοίη . οὕτω μὲν ἐτάξαντο Ῥωμαῖοι : ὁ δ '
εἰς μίαν ὄψιν ἄτοπον κατέστη . τίς ἂν οὖν ἔτι πονοίη μάτην , ἀδήλους ἐλπίδας ἐκ γεωργίας καραδοκῶν ; μετιτέον
3749815 ἐπιτιμωντα
διδάσκαλον τῇ ἡμέρᾳ μὲν σεμνὸν καὶ σκυθρωπὸν καὶ τοῖς νέοις ἐπιτιμῶντα , νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ
εἰ ῥᾴδιόν γε αὐτῷ φαίνεται , καὶ ἅμα ὁρῶν αὐτὸν ἐπιτιμῶντα , ἐκέλευεν ἥντινα βούλεται δύναμιν λαβόντα τὸ ἐπὶ σφᾶς
3748765 τρεχοντα
τοὺς θεούς , ἐν τοῖς κύκλοις ἐμαυτὸν ἐκδεδυκότα ὁρᾶν κύκλῳ τρέχοντα καὶ πωλούμενον . Ἐπ ' ἀρίστῳ λαβών ὀψάριον .
τοὺς θεούς , ἐν τοῖς κύκλοις ἐμαυτὸν ἐκδεδυκότα ὁρᾶν κύκλῳ τρέχοντα καὶ πωλούμενον . ἐπ ' ἀρίστῳ λαβὼν ὀψάριον .
3744080 θησαυρισμα
παῖδες δὲ χρηστοί , κἂν θάνωσι , δώμασιν καλόν τι θησαύρισμα τοῖς τεκοῦσί τε ἀνάθημα βιότου κοὔποτ ' ἐκλείπει δόμους
ἀνδρός , καὶ πυρεῖ ' ὁμοῦ τάδε . Κείνου τὸ θησαύρισμα σημαίνεις τόδε . Ἰοὺ ἰού : καὶ ταῦτά γ
3743423 ὀλοφωιον
, θοὴν δὲ φέρει ἐπαρωγήν . μοῦνον μὴ στέρνοισιν ἔχοι ὀλοφώιον ἄλγος : δυσπονέως γάρ μιν Παιήονος ἔργα σαώσοι .
. . . . . . . Καί τις κερτομέων ὀλοφώιον ἔκφατο μῦθον : Ὦ κούρη Πριάμοιο , τί ἤ
3743414 ἐκλαπη
βίβλοι , νομίσματα , τόμοι ἢ χρήσιμόν τι τοῖς ὁδοιποροῦσιν ἐκλάπη . Ἵνα δὲ βεβαιότερον δυνώμεθα περὶ τούτων καταστοχάζεσθαι δεῖ
βίβλοι , νομίσματα , τόμοι ἢ χρήσιμόν τι τοῖς ὁδοιποροῦσιν ἐκλάπη . Ἵνα δὲ βεβαιότερον δυνώμεθα περὶ τούτων καταστοχάζεσθαι δεῖ
3737727 βοτοις
ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον , ὥστ ' ἐν τοιοῖσδε χεῖρας αἱμάξαι βοτοῖς : κεῖνοι δ ' ἐπεγγελῶσιν ἐκπεφευγότες , ἐμοῦ μὲν
φεύγους ' ἀεὶ ποιμένες , ἐπεὶ σῖγ ' ἐν [ βοτοῖς ἑλίσσεται . . . . . . [ ]
3735818 θαυμασιωτερον
καὶ διὰ ταῦτα ἀτιμάσαι προελθεῖν περαιτέρω . τὸ δὲ ἔτι θαυμασιώτερον προσετίθει . μέροπάς τινας οὕτω καλουμένους ἀνθρώπους οἰκεῖν παρ
καὶ νομὰς θαυμαστὰς καὶ ὕλην . ἐν Μήλῳ δέ τι θαυμασιώτερον λέγουσιν : ἐν γὰρ τριάκοντα ἢ τετταράκοντα ἡμέραις σπαρέντα
3733930 ἀπατησαντα
κατακαέντες τὸν Ἀπόλλωνα αἰτιάσονται καὶ καταμέμψονται διὰ τὸν χρησμὸν ὡς ἀπατήσαντα αυτούς . σὺν καλίνοις τειχέων : ὅτε ὁ Ξέρξης
οἰστρᾶν καὶ σκοπεῖν τίς τι ἔχει , ὃν δυνατὸν ἀφελέσθαι ἀπατήσαντα ἢ βιασάμενον ; Σφόδρα γ ' , ἔφη .
3733621 ἐχθαιρῃ
ἔσθιε καὶ σῇ γαστρὶ δίδου χάριν , ὄφρα σε λιμὸς ἐχθαίρῃ , Κοννᾶς δὲ πολυστέφανός σε φιλήσῃ ” . λέγει
Ἔσθιε καὶ σῇ γαστρὶ δίδου χάριν , ὄφρα σὲ λιμός ἐχθαίρῃ , Κοννᾶς δὲ φιλοστέφανός σε φιλήσει . Οὗτοι δ
3713089 ἐπιπηγμα
καλάθιον καὶ σκυτάλιον , ταῦτα κοινῶς ἐτεχνάσθησαν χάριν τοῦ βαστάζειν ἐπίπηγμα : ἔστι δὲ τὸ μὲν σκυτάλιον ξύλον ἑξαδακτυλιαῖον μεσόπαχυ
αὗται δ ' αἱ πρίστεις γεγόνασι πρὸς τὸ ἄλλο βαστάζειν ἐπίπηγμα . τύμπανα δ ' ἐν τοῖς ὀργάνοις ἐγένετο χάριν
3709509 ὑπαυχενον
φησιν . Ἑξῆς δὲ λέγει : δ ' Ἵππειοι καὶ ὑπαύχενον Ὀρνίθειον ἄκρῃ σὺν κεφαλῇ . τίνας μὲν οὖν ἀστέρας
' ἐπικέκλιται ἀγκών . Ὁπλαὶ δ ' Ἵππειοι , καὶ ὑπαύχενον Ὀρνίθειον ἄκρῃ σὺν κεφαλῇ , καλοί τ ' Ὀφιούχεοι
3707356 χρωσαι
καὶ τὸ αἷμα ἔμβιον τῇ γῇ γινόμενον εἰς οἰκεῖόν τι χρῶσαι τὸ ἄνθος . ῥεῖ δὲ ἀπ ' αὐτῆς τῆς
ὡς γεώδης καὶ βαρύς , καὶ οὐ συναναδίδοται , ὥστε χρῶσαι τὸ οὖρον ἐν τῷ κατὰ φύσιν . Καὶ ἀποροῦσι
3705602 νουθετουντα
τῷ τριβωνίῳ καὶ συντράπεζον καὶ συνοδοιπόρον , καὶ πράως ἤνεγκε νουθετοῦντα καὶ καθαπτόμενον οὐκ ἐβαρύνθη , ὡς οὐ τἀμὰ ἴδια
νῦν δὲ νεμεσῶντα , δεδιττόμενόν τε αὖ καὶ θεραπεύοντα καὶ νουθετοῦντα καὶ παρορμῶντα καὶ πάνθ ' , ἃ βούλεται ποιεῖν
3704820 ὀργιλον
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν
3703450 ἀπογευσαιτο
ἡμεῖς πειρώμεθα ἀποδιδράσκειν ὅσα ἀνθρώπῳ κακόν ἐστιν , εἴπερ οὖν ἀπογεύσαιτο αὐτῶν . ἤδη μέντοι τις καὶ ἄνθρωπος ἀγνοῶν καὶ
εἴ τις ὀλίγον ὅσον ἀκαριαῖον ἀποξύσας αὐτῶν ἄκρῳ τῷ ὄνυχι ἀπογεύσαιτο : ἀλλὰ ἢν μὴ τοσοῦτον ὅσον χρή , καὶ
3699849 νυκτερινον
ἀποστερῶν , ἀπεῖπε πρὸς τοὺς μεθ ' ἡμέραν ἀγῶνας καὶ νυκτερινὸν ἐσκέψατο δόλον καθεύδειν ὑπὸ τῶν κακῶν οὐ δυνάμενος καὶ
δ ' ἐχθρὴν σκυλάκεσσιν ἀρειοτέροις τε κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα
3699043 δαμασον
. δαλός βʹ : κεραυνός . καὶ τὸ σύνηθες . δάμασον γʹ : ὑπόταξον . πράϋνον . καὶ φόνευσον .
ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς ἐπιβολῆς : ἀλλ ' , Ἀχιλεῦ , δάμασον θυμὸν μέγαν , οὐδέ τί σε χρὴ νηλεὲς ἦτορ
3695290 σκοποιτο
θεωρηθείη , εἴ τις αὐτὸν πρὸς αὑτὸν τὸν ἄνθρωπον παραβάλλων σκοποῖτο ὁποτέρα τῶν ἕξεων βελτίων , πότερον ὅταν τύχῃ νοσῶν
ἄνδρας , πάντα δι ' ὧν τὸν αἰῶνα διεξελήλυθε , σκοποῖτο δ ' αὐτὴν , ὥσπερ τὰς νῦν φρονούσας ἐφ
3693043 θῃ
Ἐλευσινίῳ , νόμος δ ' εἴη πάτριος , ὃς ἂν θῇ ἱκετηρίαν μυστηρίοις τεθνάναι . Καὶ οὕτως εἰσὶ τολμηροὶ ὥσθ
αὐτοῦ κατὰ τὸν νόμον ὃς κεῖται ἐάν τις μὴ ἐπιτήδειον θῇ νόμον . Ἠκούσατε μὲν τοῦ νόμου : πολλῶν δὲ
3679526 ἐφειη
. λόχοισι : συντάξεσιν ἀνδρῶν . Κεκριμένοι : κεχωρισμένοι . ἐφείη : ἐπιπέμψοι , ἔμβαλε , πέμψεν . Ἀποτροπάδην :
ἐνεμάξατο φωτός , ῥεῖα δέ κεν θανάτοιο καὶ αὐτίκα μοῖραν ἐφείη . Εἰ δ ' ἄγε , καὶ κέντρῳ κεκορυθμένον
3676053 φαγεσαι
λυπεῖσθαι : φόβος , φοβερόν , φοβεῖσθαι . „ Καὶ φάγεσαι τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ : ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου
. ἔδοι ] μέλλεις φαγεῖν ; ἔδῃ ] φάγοις , φάγεσαι , φάγῃ . ζύγιοι μὲν ἐλέγοντο οἱ . .
3675514 ὑπαυχενιον
ἀσφαλῆ νομίζουσι τὴν θέσιν τοῦ σκέλους : τό τε γὰρ ὑπαυχένιον ἐν ταῖς μετακομιδαῖς τοῦ κάμνοντος ἀντὶ γλωσσοκόμου γίνεται τῷ
μεταξὺ τῶν ὠμοπλατῶν κατ ' αὐτὴν τὴν ῥάχιν προσκεφάλαιον ἢ ὑπαυχένιον , ὡς περικεκλασμένον κατὰ τοῦτο γίνεσθαι τὸν θώρακα σύμπαντα
3672908 ἐπερχομεναι
θεάων : ἦλθον δ ' ἀμφίπολοι λευκώλενοι ἐκ μεγάροιο φθόγγῳ ἐπερχόμεναι : τὴν δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκε , καί ῥ
ἀλλὰ τῇ Παρθένῳ . . . ; Οὐδ ' ἂν ἐπερχόμεναι Χηλαὶ καὶ λεπτὰ φάουσαι ἄφραστοι παρίοιεν , ἐπεὶ μέγα
3672864 πνιγεις
πολλῷ , ἀλλὰ πηλῷ καὶ ὄξει καὶ στυπτηρίᾳ καὶ ἰξῷ πνιγεὶς σβέννυται . πείρας δὲ χάριν φασὶν Ἀλέξανδρον ἐν λουτρῷ
βάλλεται δὲ παρά τινος ὁρμῶν ἐν ἀκοντίῳ : πλὴν καὶ πνιγεὶς οὐδὲ νεκρὸς τοῖς Ἴβηρσιν εὑρέθη : ὃ τούτῳ πόθος
3671099 αὐγαζων
τόξοις Ἄρτεμις , ἁ δ ' ἔγχει Γοργῶπις πάνοπλος . αὐγάζων δ ' ἐξ οὐρανίων – × – × –
στήσας ἀραγμοῖς πρὸς κασίγνητον χεροῖν , οὔπω τὸ Τιτοῦς λαμπρὸν αὐγάζων φάος οὐδ ' ἐκφυγὼν ὠδῖνας ἀλγεινὰς τόκων : τοιγὰρ
3670874 προφρονως
γαίας † ἐξαμβρόσαι φαιδρὸν ἁλίου σέλας . τάδ ' ἐγὼ προφρόνως τοῖσδε πολίταις πράσσω , μεγάλας καὶ δυσαρέστους δαίμονας αὐτοῦ
' Εὐρώτα δονακοτρόφου ἀγλαὸν ἄστυ : καί μ ' ἐφίλευν προφρόνως πάντες ἐπερχόμενον : ἀλλ ' οὔτις μοι τέρψις ἐπὶ
3669600 ἀσοφον
οὐ τὴν τυχοῦσαν . Αἰλιανοῦ . Ἐχῖνον τὸν χερσαῖον οὐκ ἄσοφον οὐδ ' ἀμαθῆ ταμείας τῆς ἐς τὴν χρείαν ἡ
ὄψιν τηνικαῦτα τὴν γλαῦκα ἀσθενῆ . Ἐχῖνον τὸν χερσαῖον οὐκ ἄσοφον οὐδ ' ἀμαθῆ ταμιείας τῆς ἐς τὴν χρείαν ἡ
3666986 ἐπιγραβδην
ἐρύκακε δῶρα θεοῖο : τῷ δ ' ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς , σύτο δ ' αἷμα κελαινεφές
γάρ οἱ τότε καίριος ἔμπεσεν ἰός , ἀλλὰ παρέθρισε χειρὸς ἐπιγράβδην χρόα καλόν . Ἐξαῦτις δ ' ὅ γε τόξα
3661089 φαιδρᾳ
φαιδρῷ προσώπῳ . . . καρδίᾳ γελανεῖ : γαληνιώσῃ καὶ φαιδρᾷ . ἀκαμαντόποδος ἀπήνης : ἁμάξης . ἀπήνη δέ ἐστιν
καρ - δίᾳ τουτέστιν ἐν φαιδρῷ προσώπῳ καὶ λαμπρᾷ καὶ φαιδρᾷ , γελανεῖ καὶ γαληνίῳ . . Ὦ θύγατερ τοῦ
3659574 κωμ
' ἔτι εὕδει Ζεύς , ἐπεὶ αὐτῷ ἐγὼ μαλακὸν περὶ κῶμ ' ἐκάλυψα : Ἥρη δ ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν
τε : “ ἦ με μάλ ' αἰνοπαθῆ μαλακὸν περὶ κῶμ ' ἐκάλυψεν . αἴθε μοι ὣς μαλακὸν θάνατον πόροι
3659517 τῃ
Ἄρης Κριῷ , καὶ συνέβη τοὺς δύο κακοποιοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὁρᾶν τὴν Σελήνην , Κρόνον μὲν ἐκ διαμέτρου
θείαν εὐζωΐαν τῇ ἀπὸ θεοῦ φυγῇ καὶ ἀναβιωσκόμεναι αὐτὴν πάλιν τῇ πρὸς θεὸν ἐπιστροφῇ καὶ οὕτω μὲν ζῶσαι τὸν θεῖον

Back