οὐ τὴν τυχοῦσαν . Αἰλιανοῦ . Ἐχῖνον τὸν χερσαῖον οὐκ ἄσοφον οὐδ ' ἀμαθῆ ταμείας τῆς ἐς τὴν χρείαν ἡ | ||
ὄψιν τηνικαῦτα τὴν γλαῦκα ἀσθενῆ . Ἐχῖνον τὸν χερσαῖον οὐκ ἄσοφον οὐδ ' ἀμαθῆ ταμιείας τῆς ἐς τὴν χρείαν ἡ |
σοι γέγονεν [ ] ἢ ? τί σοι ὤφθη ; ἀνθίστασαι [ ] ? γὰρ ἡμῶν τῶι [ νόμωι ] | ||
, εἰς τὸν περὶ τοῦ κάλλους ἀγῶνα πρὸς Σωκράτην οὐκ ἀνθίστασαι ; Νὴ Δί ' , ἔφη ὁ Σωκράτης , |
ἢ παρασύμβαμα , λέγω δὴ τὸ μέλει . . Ὅπερ ἐπινοῶ καὶ αὐτὸ ἀναδέχεσθαι νοουμένην εὐθεῖαν τὴν κατὰ τοῦ παρυφισταμένου | ||
δὲ καὶ προστάτας τοὺς αὐτοὺς μὰ τοὺς θεοὺς ἔγωγε οὐκ ἐπινοῶ . ἀλλὰ κἂν ἐξ ἴσου δέῃ τὴν συμμαχίαν ποιεῖσθαι |
. ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ θέλεις . | ||
κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ δὲ φεύγων καὶ οἰμώζων ἔλεγεν : „ οὐκ ἔδει με τὸν ταλαίπωρον αὐλητὴν |
πολυδένδρῳ ὁ Σκυλλαῖος ἔχει πορθμός , θαυμαστὸν ἔδεσμα . μόρμυρος αἰγιαλεύς , κακὸς ἰχθὺς οὐδέ ποτ ' ἐσθλός . πούλυποι | ||
πετρώεντες ἴουλοι καὶ πέρκαι τρίγλαι τε πολύστικτοί τε χελῶναι μόρμυρος αἰγιαλεύς τε καὶ ὠκυπέτεια χελιδών κυκλοτερεῖς ῥόμβοι τε καὶ ἐκτάδιον |
, ἢ κατὰ κρᾶσιν . οὐδέν . Ἀττικὸς ὁ τοῦ δεν πλεονασμός . Δαιδάλου . Δαιδάλου , ὡς ἔοικεν , | ||
πολυ [ . . . . . . [ ] δεν [ [ ] ! ! [ . . . |
* * τὰ πολεμικά . * καθοπλισθείς : * * ὁπλισθείς . * ἐγυμνάζετο : * * σύναπτε ἐνταῦθα τὸ | ||
τῆς μάχης τῶν Ἀργείων καὶ τῶν Θηβαίων : κίνδυνος : ὁπλισθείς : ἀντὶ τοῦ πρὸς Ἀργείους : τὴν τῶν Ἀργείων |
τῶν ψηφιζομένων ἀργύριον λαμβανόντων καὶ χειροτονούντων τοὺς διδόντας πλέον . ἀκράχολος δέ , εἰς ὀργὴν εὔκολος . κυαμοτρώξ : τρεφόμενος | ||
σοι δράσω , κακόδαιμον , ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς ; καὶ κύων ἀκράχολος Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου γενήσομαι . λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων |
ἀπώλεσα : ἐπὶ τῶν ἀτυχεστάτων . Ἧλιξ ἥλικα τέρπει . Ἧλος τὸν ἧλον , πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν : ἐπὶ | ||
Ζητῶν γὰρ ὄψον θοιμάτιον ἀπώλεσα : ἐπὶ τῶν ἀτυχεστάτων . Ἧλος τὸν ἧλον , πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν : ἐπὶ |
δέ : οὐ ποιεῖ χρυσὸν οὐδὲ ἄργυρον , ἀλλὰ καὶ ἀτιμάζει καὶ λῆρον ἡγεῖται . διὰ τοῦτο οὖν αὐτὸ καὶ | ||
ἐπεὶ αὐτοὶ ἀφανίσωσιν αὐτόν . ἤγουν ἐπειδή ἐστιν ὑπέρφρων καὶ ἀτιμάζει τοὺς θεούς , ὁμοίως τῷ πάρος λελεγμένῳ ἐλπίζομεν ὅτι |
τρωθείς τις ἐν πολέμῳ ὑπὲρ φίλου ἔφη αὐτόν μ ' ἐξεσάωσα : τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη ; ἐρρέτω , | ||
ἔντος ἀμώμητον , κάλλιπον οὐκ ἐθέλων : αὐτὸν δ ' ἐξεσάωσα . τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη ; ἐρρέτω : |
δυσμενέων δ ' ὄχλον πύργος ἀποστέγει . τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ ; οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος : ἀλλ | ||
δύναιτ ' ἄν . Ὕδωρ δὲ πίνει τὸν δὲ Βίβλινον στυγεῖ . Τῇ κλίμακι διαστρέφονται κατὰ μέλη στρεβλούμενοι . Ὅστις |
τοὺς θεοὺς πάντας ἀπέρριψεν ἀπὸ τοῦ θεσπεσίου βηλοῦ καὶ τὸν Σαλμωνέα ἀντιβροντῶντα πρῴην κατεκεραύνωσε καὶ τοὺς ἀσελγεστάτους ἔτι καὶ νῦν | ||
πη ἔχει ; ἢ οὐχ ὁρᾷς , ὡς οὐδὲ τὸν Σαλμωνέα εἴκασαν οἱ ποιηταὶ αὐτῷ , καίτοι κερανοὺς ἀφιέντα , |
τοῦ μηδενὸς ἀξίους εἶναι κρινεῖ . καὶ πρεσβεύων τὴν τέχνην ἀτιμάσει τοὺς πατέρας τῶν τεχνῶν . διὰ τί ; ὅτι | ||
τῶν μεμνημένων οὐχ ὑπερόψεται πολιτικὸς ἀνήρ , οὐδέ γε δόξαν ἀτιμάσει φεύγων τὸ τοῖς πέλας ἁνδάνειν , ὡς ἠξίου Δ |
ἀταξίαν καὶ τὴν ταραχὴν τῶν διαφορούντων τὰς κτήσεις εὐχερῶς ἅπαντες ἐχειροῦντο . τέλος δὲ πλειόνων ἢ τετρακισχιλίων φονευθέντων , τῶν | ||
εὑρίσκουσι . καὶ τοῦτον μὲν οἱ σὺν Γαδάτᾳ καὶ Γωβρύᾳ ἐχειροῦντο : καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δὲ ἀπέθνῃσκον , ὁ |
ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] . | ||
ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς |
ἰδὼν ἀναστὰς προσεκύνησε καὶ ἔκθαμβος γενόμενος ἐπυνθάνετο : ποῦ τὸν πολύτιμον καὶ θεῖον λίθον τοῦτον εὗρες ; ἰδοὺ γὰρ ἔτη | ||
ποθούμενον καὶ τίς ἀπενέγκη πρὸς σὲ οὐ μάργαρον οὐδὲ λίθον πολύτιμον , οὐ σκεῦος χρυσοῦν ἢ ἀργύρεον ποικίλην ἐπικείμενον ἐπιτέχνησιν |
ποιεῖν τὸν σώφρονα ; μάλιστα πάντων . τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι | ||
τι οὗτος μεγαλεῖόν ἐστι διαπεπραγμένος ἐπαβελτερώσας τὸν πάλαι γ ' ἀβέλτερον . λέγουσι δὲ καὶ ἀβελτέρειον τὴν ἀβελτηρίαν . Ἀναξανδρίδης |
πόλεων τούτων καὶ ἀναγκαιοτάτην οὖσαν ὑμῖν καὶ λυσιτελεστάτην . οὐκ ἀποστήσομαι δὲ εἰπεῖν οὐδ ' ὅπως ἂν μεῖναι γενομένη δύναιτο | ||
λόγον οὐκ ἄφοβον εἰπεῖν , ὅμως δέ πῃ θαρρήσας οὐκ ἀποστήσομαι . Τίνα δὴ τοῦτον , ὦ ξένε , λέγεις |
, ὑποχόνδρια σκληρὰ , καὶ πνίγεται , καὶ τοὺς ὀδόντας συνερείδει , καὶ οὐχ ὑπακούει καλεομένη : δεῖ οὖν ὑποθυμιῇν | ||
ἡρέμα βιησάμενος ] βιαζόμενος βρῦκον : τὸ μεμυκὸς στόμα : συνερείδει γὰρ τοὺς ὀδόντας : τὸ βρῦκον αὐτοῦ στόμα , |
τινων λοχώντων αὐτούς . Θ . τὸ γὰρ κατὰ νύκτα ἀποδύεσθαί τινα ὑπὸ τῶν λόχων τῶν λωποδυτῶν ἴσως φορητὸν , | ||
τινων λοχώντων αὐτούς . Θ . τὸ γὰρ κατὰ νύκτα ἀποδύεσθαί τινα ὑπὸ τῶν λόχων τῶν λωποδυτῶν ἴσως φορητὸν , |
καρπὸν τημελεῖς , οὕτω καὶ φίλον μὴ δι ' ἐπίπληξιν ἀποστραφῇς , ἀλλὰ διὰ τὴν εὔνοιαν ἀγάπα . Ἐοίκασιν οἱ | ||
καὶ σὺ μιμησαμένη Λείαν , ὦ ψυχή , τὰ θνητὰ ἀποστραφῇς , ἐξ ἀνάγκης ἐπιστρέψει πρὸς τὸν ἄφθαρτον , ὃς |
ἀδικουμένην | τὴν χώραν . . . . . . ἔτρεψας ] , ᾗ ποταμῷ φύσις κομίζεσθαι , τῇ πόλει | ||
Τρῶας πονεῖν καὶ ἐνεργεῖν . καὶ ὅτι ἐφόβησας εἰς φυγὴν ἔτρεψας . . ὅς ῥά τε ῥεῖα θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο |
τὸ πέρας , ἀθάνατος δὲ ὢν καὶ ἐν ἑαυτῷ τὴν ἀτελεύτητον λῆξιν περιέχων καὶ διαπαντὸς ἀένναος ἀπὸ τῆς ἐκεῖσε ἐνεργείας | ||
τί ; ὅτι , οἶμαι , ἡ ἀσέβεια κακόν ἐστιν ἀτελεύτητον , ἐξαπτόμενον καὶ μηδέποτε σβεσθῆναι δυνάμενον , ὡς τὸ |
στρατοῦ ἐστι τὸ ἐπερχόμενον , ἓν ἢ δεύτερον βούκινον παρασκευάζειν φωνεῖν : εἰ δὲ ὀλίγος , πλείονα βούκινα , ἵνα | ||
καθεύδοντι ἔπη τε ᾄδειν τῶν Ὀρφέως καὶ μέγα καὶ ἡδὺ φωνεῖν . οἱ οὖν ἐγγύτατα νέμοντες ἢ καὶ ἀροῦντες ἕκαστοι |
τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν . ] Ἡ δὲ ἀγροικία δόξειεν ἂν εἶναι ἀμαθία ἀσχήμων , ὁ δὲ ἄγροικος | ||
οἱ φίλιπποι . Γεωργικὰ ὀνόματα : γῆ , γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , |
τοῦτο συναιρεθέντα τὴν πρώτην τῶν περισπωμένων ἐποίησαν συζυγίαν : ἀντλέω ἀντλῶ , ποιέω ποιῶ , πονέω πονῶ : ἔχει δὲ | ||
διὰ τί ἀντλεῖ : τὸν δ ' εἰπεῖν , ” ἀντλῶ γὰρ μόνον ; τί δ ' ; οὐχὶ σκάπτω |
εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος , | ||
, φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι |
δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές , | ||
γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν |
† , ὦ λῦμ ' Ἀχαιῶν τέκνων δή ποθ ' ἁμῶν πρεσβυγενὲς Πριάμωι . κοιμίσαι μ ' ἐς Ἅιδου . | ||
ἐπίγῃον οἰκεῦσα χώραν , ἐν ᾇ δι ' ἀσθένειαν τᾶς ἁμῶν φύσιος ὁ λόγος ἀνθρώποις ὁμιλέων ἀναπλαροῖ τι τῶν διὰ |
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς . | ||
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων |
Καλλικλέους ἡλικιωτῶν ὄντων . διό φησιν : ἐκεῖνος ὁ ἡλικιώτης ᾄσεται καὶ ὑμνήσει τὸν Καλλικλέα , τοὺς δὲ ἄλλους ὑμνήσουσιν | ||
' ὑποδέξομαι , οὐδὲ παρ ' ἐμοί ποτε τὸν Ἁρμόδιον ᾄσεται ξυγκατακλινείς , ὅτι πάροινος ἁνὴρ ἔφυ , ὅστις ἐπὶ |
, Ἀττικοί : βυβλία , ὡς Δημοσθένης , κοινόν . Βλάξ . ὁ διὰ νωθρίαν ἁμαρτηκώς . Βλάξ , μαλακός | ||
Κύμῃ χωρίου τῆς Βλακείας , οὗ μνημονεύει καὶ Ἀριστοτέλης . Βλάξ , βλακεύειν , βλακεύεσθαι καὶ βλάκες καὶ βλακικῶς : |
[ ] ! ! ! κατὰ ? ? ? πῦρ εἰδ ! [ [ ] ! αυτης ? ? Ἑλλ | ||
[ ] ! ! ! κατὰ ? ? ? πῦρ εἰδ ! [ [ ] ! αυτης ? ? Ἑλλ |
ἀρχῇ , ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλος . ※ . ἐπασκῶν ] μετερχόμενος . ὡς ] ὄντως , λίαν . | ||
τούτοις τῆς Ἀντιμάχου καταπυγοσύνης ἀναπλήσει . ὦ καλλίπυργον σοφίαν κλεινοτάτην ἐπασκῶν , ὡς ἡδύ σου τοῖσι λόγοις σῶφρον ἔπεστιν ἄνθος |
. ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό τινων καὶ μεθύων . Σύμμαχος τὸ “ βρύλλων | ||
Γ εὐπαράγωγος ] εὐπειθής . εὐπαράγωγος ] εὐκόλως πιθόμενος καὶ ἐξαπατώμενος . καὶ παράγεται ἀντὶ τοῦ ἐξαπατᾶται . Γ εὐπαράγωγος |
ὁ πίτυλος . ὃς ] ὁ θρῆνος . δι ' Ἀχέροντ ' ] εἰς τὸν Ἅιδην . δι ' Ἀχέροντ | ||
ἀλλὰ καὶ πολύιδρις ἔων ὐπὰ κᾶρι [ διννάεντ ? ' Ἀχέροντ ' ἐπέραισε , μ [ αὔτωι ] μόχθον ἔχην |
καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους ΟΡ : πυκνός κραιπνός τερπνός στρυφνός ἰσχνός : σεσημείωται τὸ λίχνος βαρύτονον , ὡς | ||
. Ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς , αὑτῷ δὲ τερπνός : ὧν γὰρ ἠράσθη τυχεῖν ἐκτήσαθ ' αὑτῷ , |
ἀποβολὴν τοῦ ν ἀξιόχρεως ἀξιόχρεω , ἀξιόχρεων ἀξιόχρεω , ὡς εὔγηρως εὔγηρω εὔγηρων εὔγηρω . . . . ἄξων : | ||
ἀξιόχρεως τοῦ ἀξιόχρεω , ὁ ἀνάπλεως τοῦ ἀνάπλεω , ὁ εὔγηρως τοῦ εὔγηρω . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ὁ |
[ ] [ [ ] ηραι [ [ ] ! λεται [ [ ] [ [ ] [ [ ] | ||
! ] ! [ ] ὤπασαν [ ] [ ] λεται ? παρὰ παστάσιν ? [ ] ! ς ἁζόμεναι |
καὶ καταταμόντες τὰ κρέα κατατάμνουσι καὶ τὸν τοῦ δεκομένου τεθνεῶτα γονέα , ἀναμείξαντες δὲ πάντα τὰ κρέα δαῖτα προτιθέαται . | ||
τὸν πατέρα γένος λέγομεν ; δικαίως , εἴ γε αὐτὸν γονέα καλοῦμεν ἀφ ' οὗ ἡ γονὴ καὶ τὸ γένος |
. Γ ἅρπυιαι : ἅρπαγες τῶν ἰχθύων : ἅρπυια γὰρ ἁρπακτικὸν ζῷον . Γ γραοσόβαι Γ : ἀπὸ τῶν ἰχθύων | ||
ἀνάκειται τῷ Διΐ : κύνα δὲ αὐτὸν λέγει διὰ τὸ ἁρπακτικὸν , ἢ διότι ἀναιδῶς ἔμελλε τῷ Προμηθεῖ ἐπιτίθεσθαι . |
δέ εἰμι ξύλον εὐμέγεθες ἀνελόμενος κατὰ τοῦ βρέγματος πατάξαι τὸν ἀλιτήριον : ἃ γὰρ οὐδ ' οἱ τρέφοντες παίζουσι , | ||
ἤδη . Δέδοικε δὲ οὐδεὶς οὐ παλαμναῖον λογιστήν , οὐκ ἀλιτήριον ἐκλογέα , οὐ τοὺς καταράτους πευθῆνας , οὐ τοὺς |
περιττά . τῷ δὲ σχήματι δαφνοειδῆ τῆς λεπτοφύλλου , πλὴν χαραγμὸν ἔχοντα καὶ βραχύτερα καὶ οὐκ εἰς ὀξὺ τὸ ἄκρον | ||
πλὴν μεῖζον ἐκείνου καὶ πλατύτερον ἢ προμηκέστερον , τὸν δὲ χαραγμὸν οὐκ ἔχον ὥσπερ ἐκεῖνο . γίνεται δὲ τὸ δένδρον |
μετατεθήσεται . Γ ἐγγεγράψεται ] ἐγγεγραμμένος διαμενεῖν . Γ τὸν πόρπακα τὸν Κλεωνύμου : δειλὸς γὰρ καὶ ῥίψασπις ὁ Κλεώνυμος | ||
τὸν βαστάζοντα τὸ ὅπλον καὶ τὰς ἡνίας αὐτῶν ὑπὸ τὸν πόρπακα κατέχειν διὰ τὸ μὴ ἐγγεγράφθαι τὸν ἡνίοχον μήτε τὸ |
ἀσφαλίζεται λόγος εἰς τέλος : ἀλλ ' ἐπὶ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ῥῆμα . οἱ δὲ δύο ἄγγελοι ὁ ἐκ | ||
αἰπὺς δ ' ἁλιβρὼς ὄχμος ἐν μεταιχμίῳ Μάγαρσος ἁγνῶν ἠρίων σταθήσεται , ὡς μὴ βλέπωσι , μηδὲ νερτέρων ἕδρας δύντες |
φράσις καὶ τὸ σχῆμα ἀττικόν , ὡς τὸ “ μανίαν μαίνῃ ” . ἀττικὸν δέ ἐστι τὸ εἰπόντα τὸ πρᾶγμα | ||
τὸν μείζονα αὐτοῦ , ἐπικατεγέλων ἄν σοι καὶ ἔλεγον ὅτι μαίνῃ : ὅτι εἶπας , Ἠιχμαλωτεύθη ὁ λαὸς εἰς Βαβυλῶνα |
πολλὴ χιὼν πάσας μὲν ἀπέκλεισε τὰς ὁδούς , πάντας δὲ κατέκλεισε τοὺς γεωργούς . Λάβροι μὲν οἱ χείμαρροι κατέρρεον , | ||
δὲ ἐκράτησεν ὁ Ἀγησίπολις τῇ μάχῃ καὶ ἐς τὸ τεῖχος κατέκλεισε τοὺς Μαντινέας , εἷλεν οὐ μετὰ πολὺ τὴν πόλιν |
, τῇ μήλῃ τῇ ἐντετμημένῃ περιτείνας τὸν βρόχον περὶ τὸν πώλυπον , ἐπὴν περικέηται , διείρειν τὴν ῥάβδον ἐς τὸ | ||
[ . . . πῖνε πῖν ' ἐπὶ συμφοραῖς . πώλυπον διζήμενος . χαίρετ ' ἀελλοπόδων θύγατρες ἵππων . κονία |
δὲ κέρατα καὶ ἀγκλίνους ' ἑκάτερθε . Μώνυχες Ἀόνιοι , στικτὸν γένος , οἰοκέρωτες , ἔκ τε μέσου κέρας αἰνὸν | ||
τὴν τρίχα ἐπίχρυσος . Ἔστι καὶ ἄλλο γένος ἵππων θηρατικῶν στικτὸν καὶ κατάγραφον , ὤρυγγας αὐτοὺς ἡ παλαιότης καλεῖ δυοῖν |
σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑποτρηχύν , στιβαρόν , μελανόχροα , | ||
φῶτα κραταιὴ κάλλιπε νοῦσος . Τοῖον γαῖα βροτοῖσιν ἀρηγόνα τίκτεν ὀρείτην , ὅστε καὶ οὐταμένοις ἄκος ἡρώεσσι κομίζει καὶ στείρῃσι |
ἢ καλέσοντα πρὸς τὸ δικαστήριον . οὐδέποτέ . . . καταισχυνῶ ] κατηγορεῖ ⌈ ἐνταῦθα διὰ τοῦ ” οὐδέποτε καταισχυνῶ | ||
ὡς ἐνταῦθα : “ οὐδέποτε ” , φησί , “ καταισχυνῶ ⌈ τὴν πατρίδα ” ⌈ ἤγουν [ ἤτοι ] |
τοῖς σοφοῖς κριταῖς ἅπασιν ἐκ θεῶν τε δυστυχής . ὅστις κορακῖνον ἐσθίει θαλάττιον γλαύκου παρόντος , οὗτος οὐκ ἔχει φρένας | ||
Χαλκέα : χαλκίτην , ὄνομα ἰχθύος , κορακῖνον , τὸν κορακῖνον τὸν ἔχοντα τὸ εἶδος μέλαν κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ |
οἱ φιλομαθοῦντες , ἧς χωρὶς οὐδὲν σεμνὸν ἐξευρίσκεται κατὰ τὸν κωμικόν . τούτου δ ' ἕνεκεν καὶ ἐπὶ ἐννέα νύκτας | ||
ἐφηβεῦσαι Ἀθήνησι : γενέσθαι δ ' αὐτῷ συνέφηβον Μένανδρον τὸν κωμικόν : Σάμιος δ ' ἦν καὶ Κρεώφυλος , ὅν |
σωρείαν αὐξηθεῖσα μὴ ἐπὶ μονάδα μειουρισθῇ , κόλουρος ἁπλῶς λέγεται ἐστερημένη τῆς φυσικῆς καὶ πᾶσιν ἐπιβαλλούσης κορυφώσεως : οὐ γὰρ | ||
ἀσκοὶ ἢ θερμαινόμενα διαλύονται . Λύπη ἐστὶ διάθεσις ψυχῆς ἡδονῶν ἐστερημένη . Πόθεν λύπη ; παρὰ τὸ λυώπη : λύει |
, ἔχουσι δέ τι καὶ στυπτικὸν ἐκ ψυχρᾶς γεώδους . Κάπνιος δριμεῖα καὶ πικρὰ καὶ στύφει . Καππάρεως ῥίζης ὁ | ||
ὡς , εἰ πλείων βρωθείη , ξηραίνει τὴν γονήν . Κάπνιος δριμείας ἅμα καὶ πικρᾶς μετέχει ποιότητος : οὐκ ἀπήλλακται |
. ἀντίπαλον ] ἀντίμαχον , σύμμαχον . ἀντίπαλον ] + ἀντίμαχον , ἤγουν τὸν ὑπὲρ ἐμοῦ ἀνθιστάμενον . ἀντίπαλον ] | ||
] τὸν Μελάνιππον . ἀντίπαλον ] ἀνταγωνιστήν . ἀντίπαλον ] ἀντίμαχον , σύμμαχον . ἀντίπαλον ] + ἀντίμαχον , ἤγουν |
δὲ τέρας περίσημον ὑπ ' ἀστέρας ἀπλανὲς αὔτως οἷα κυνηλατέοντος ἀείδελον ἐστήρικται . Ἀλλὰ σύ γε σταθμοῖο καὶ αὐλίου ἑρπετὰ | ||
μεμελισμένα τέκνα , σάρκα δ ' ἄσημον , ἄναρθρον , ἀείδελον ὠπήσασθαι , ἀμφότερον δὲ γάμῳ παιδοτροφίῃ τε μέμηλεν : |
εἰς ΥΣ πάντα σύνθετα συνεσταλμένον ἔχοντα τὸ Υ προπαροξύνεται : σύνοφρυς λεύκοφρυς κάλλιχθυς δίβραχυς . Τὰ εἰς ΥΣ θηλυκὰ ἐκτείνοντα | ||
λιγυρῶς ἀνεβάλλετ ' ἀείδεν : κἤμ ' ἐκ τῶ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῖσα τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν καλὸν ἦμεν |
πολιτικόν . ἀστεῖόν τι καὶ κατερρινημένον εἰπεῖν : σημαίνει τὸ κατερρινημένον τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον , ὥστε μηδὲ | ||
δαΐαν ὁδὸν , ἔμπειρον . ἢ ἀντὶ τοῦ φιλόνεικον . κατερρινημένον : Ἐξεσμένον . ῥίνη γὰρ ἐργαλεῖον τεκτονικὸν , . |
νυκτὸς ἅρμ ' ] περιφραστικῶς ἡ νύξ . ἐμπόρους ] ὁδοιπόρους . ὥρα . . . ξένων ] ἐν τοῖς | ||
Ἀλλ ' ἐτερπόμην τότε , αὐλῶν καὶ τέρπων ὅλους τοὺς ὁδοιπόρους . Οἱ δὲ αὐτίκα ταῦτα ἀκηκοότες ἐμειδίασαν καὶ πρὸς |
. εἴ ς ' ὄψεταί τις θῆλυν ὄντ ' οὐκ αἰνέσει . ζῶ σοι ταπεινός ; ἀλλὰ πρόσθεν οὐ δοκῶ | ||
ὅτ ' οὐδὲν ἔσται μῆχος ὠφελεῖν πάτραν , τὴν φοιβόληπτον αἰνέσει χελιδόνα . Τόσς ' ἠγόρευε καὶ παλίσσυτος ποσὶν ἔβαινεν |
ὄνομα ποτηρίου . Κρατῖνος : οὐδ ' ὀξύβαφον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται . Ἀντιφάνης δὲ εἶδος κύλικος μικρᾶς κεραμέας αὐτὸ παρίστησιν | ||
ὀξύγαρον γὰρ * * * : ” ὀξύγαρον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται ” . ὀξύβαφον , οὐχὶ ὀξόβαφον . ὀξύβαφον , |
ἐπιθυμίαν καὶ ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι ἀναδῦναι μετὰ τῆς ἀλώπεκος σκοποῦντος χρήσιμόν τι ἡ ἀλώπηξ ἔφη ἐπινενοηκέναι εἰς τὴν | ||
προσβιβάζῃ τὸ ἐπαινούμενον . Οἷον εἴ τις κύνα ἐπαινῶν εἴποι ἀλώπεκος εἶναι μείζω αὐτὸν ἢ αἰλούρου , ἆρά σοι δοκεῖ |
κεραυνῷ . οἱ δὲ νεώτεροι οὐκ ἴσασι τὴν διαφορὰν τοῦ οὐτάσαι καὶ βαλεῖν . Ὅμηρος δὲ οὐτάσαι μὲν τὸ ἐκ | ||
θαμειὰς αἰχμάς : ἀλλ ' οὔ τις ἐδυνήσατο ποιμένα λαῶν οὐτάσαι οὐδὲ βαλεῖν : πρὶν γὰρ περίβησαν ἄριστοι Πουλυδάμας τε |
. ὁ δὲ λόγος : μόνον ἄν τις ἐπαινῶν τὸν Μελησίαν τὰς ἀπαντωμένας ἔριδας παρὰ τῶν ἄλλων στρέφοι καὶ καταπαλαίοι | ||
αὐτοῖς . ἀβλαβῆ καὶ ἀκίνδυνον . Ἀλκιμέδοντα καὶ Τιμοσθένη καὶ Μελησίαν . αὔξει . . Ὁ Ἰφίων δέ , ὁ |
ἀφ ' οὗ ἂν ἐπινεύσῃ τινί : οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ , τι | ||
γε μετ ' ἀθανάτοισι μέγιστον τέκμωρ : οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ ' ἀπατηλὸν οὐδ ' ἀτελεύτητον ὅ τί κεν |
ἀνδρίᾳ ] καὶ παρὰ τὸν Ἀμυνίαν , ὃς διεβάλλετο ὡς μισόδημος . Γ ἀμφότερα οὖν τὰ τῆς συνθέσεως εἰς οὐδὲν | ||
μέγα φρονῶν , μισόδημε : διεβάλλετο γὰρ ὁ Ἀμυνίας ὡς μισόδημος . τῶν νόμων ] ⌈ ἀντὶ Γ τοῦ δικάζειν |
πολυτελῆ νεκρόν : εἰς τὸν ἴσον ὄγκον τῶι σφόδρ ' ἔρχετ ' εὐτελεῖ . ὅς ' ἐστὶ μαλακὰ συλλαβὼν ἐκ | ||
ἐν ᾧ γὰρ ἂν τούτων τις ἀπολειφθεὶς τύχῃ , οὐκ ἔρχετ ' ἐπὶ τὸ τέρμα τοῦ προκειμένου . φύσις θέλησις |
οὐδεμιᾶς , αὐλῶν δὲ Βοιωτίων καὶ Ἀργείων : τά τε Σακάδα καὶ Προνόμου μέλη τότε δὴ προήχθη μάλιστα ἐς ἅμιλλαν | ||
Ἀρίων δὲ ὁ Μηθυμναῖός ἐστιν ἐπὶ δελφῖνος . ὁ δὲ Σακάδα τοῦ Ἀργείου τὸν ἀνδριάντα πλάσας , οὐ συνεὶς Πινδάρου |
παρῆμεν . στρατεύματος μὲν γὰρ ἁγεῖται στρατηγός , πλωτήρων δὲ κυβερνάτας , τῶ δὲ κόσμω θεός , τᾶς δὲ ψυχᾶς | ||
μισθὸν αὐτῷ παρασχεῖν τοῦ ἐπινίκου . ἐξίει δ ' ὥστε κυβερνάτας : ὥσπερ δὲ κυβερνήτης ἄριστος , ἔα πρὸς πνεῦμα |
ὅτι σκιμπάζειν ἐλέγετο παρὰ τοῖς παλαιοῖς τὸ χωλαίνειν . . σκίμποδα ] τὸ ὑποπόδιον . ἰδοὺ ] ἀρτίως : ἐπίρρημα | ||
, ᾧ ἐνεκάθευδον οἱ περὶ τὸν Ἀπολλώνιον , καὶ τὸν σκίμποδα ἐπιψηλαφήσας προσεῖπέ τε τὸν ἄνδρα , καὶ ἤρετο αὐτόν |
Χαῖρέ μοι , ἁβρὲ κύπασσι , τὸν Ὀμφάλη ἥ ποτε Λυδὴ λυσαμένη φιλότητ ' ἦλθεν ἐς Ἡρακλέους : ὄλβιος ἦσθα | ||
Λυδῇ γυναικί . φασὶ γάρ , ὅτι ἡ Ὀμφάλη ἡ Λυδὴ οἶστρον εἶχε περὶ τὸν Πᾶνα πολύν . τὸ δὲ |
φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως , | ||
ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος , |
λεοντῆν καὶ τόξα : καὶ ταῦτα πλάσαι πρῶτον Στησίχορον τὸν Ἱμεραῖον . καὶ Ξάνθος δ ' ὁ μελοποιός , πρεσβύτερος | ||
τὸ κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ . καὶ Στησίχορόν γε τὸν Ἱμεραῖον τῆς τοιαύτης μελοποιίας ὑπάρξασθαι . Εὐρυδάμας ὁ Κυρηναῖος πυγμὴν |
τοῦ ποιητοῦ . Χρεμύλος γὰρ ἀπὸ τοῦ χρέος καὶ τοῦ αἱμύλος ὁ ἀπατεών , ὁ ἀπατῶν τοὺς χρεοφειλέτας : καὶ | ||
δὲ ἦσαν ἐρασταὶ πάνυ πολλοί . εἷς δέ τις αὐτῶν αἱμύλος ἦν , ὃς οὐδενὸς ἧττον ἐρῶν ἐπεπείκει τὸν παῖδα |
' ἀπὸ στρατιᾶς κῆρυξ , νεοχμῶν μύθων ταμίας , στείχει ταχύπουν ἴχνος ἐξανύτων . τί φέρει ; τί λέγει ; | ||
, περιστερὰ δὲ καὶ μέλαν καὶ μικρὸν καὶ ἐρυθρὸν καὶ ταχύπουν . ἴδιον δὲ λέγει τῆς περιστερᾶς τὸ κυνεῖν αὐτὰς |
δείπνῳ . Τῶν δὲ συνήθων τις αὐτῷ ἐνέβη τῷ ποδὶ λακτίσας κείμενον τὸν ταῦρον . καὶ ἀκούω τὸν πόδα ἐκεῖνον | ||
Λυθεὶς δὲ πόνου , καὶ χάσκοντος τοῦ λύκου , τοῦτον λακτίσας καὶ τοὺς ὀδόντας θλάσας , χείλη , μέτωπον , |
καλούμενος ἱερὸς , ὃν κινοῦσιν ὕστατον . Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος : ἐπὶ γὰρ τοῖς ἐρωτικοῖς ἐπιορκούμενοι οἱ θεοὶ οὐκ | ||
οἱ ἐπιορκήσαντες : ὅθεν καὶ παροιμία , Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος . Ταυροπόλας Ἀρτέμιδος ταχύτερος : ὡς γὰρ ταῦρος περίεισι |
, ἀσφαλές , τάχα καὶ ἀστραβές , ὡς τὸ ἐναντίον ἄσκοπον , ἄστοχον , ἀτυχές δυστυχές , διημαρτημένον , ἐσφαλμένον | ||
μηδέ ς ' ἔθος πολύπερον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουὴν καὶ γλῶσσαν , κρῖναι δὲ |
τοὺς βαρβάρους πολεμοῖεν . . ἆρα γρυκτόν ἐστιν : Ἆρα γρύξαι ὀφείλετε , ἢ παρρησίαν ἄγειν . ἀψήκτῳ δὲ ἀκαταμάκτῳ | ||
τούτοις μὲν ἀνεῖται τὰ αὐτῶν μουσεῖα , ἡμῖν δὲ οὐδὲ γρύξαι συγγνώμη , ἀλλ ' ἔγκλημα ἡ σοφία εὕρηται , |
κατάλεξον : τεῦ δμώς εἰς ἀνδρῶν ; τεῦ δ ' ὄρχατον ἀμφιπολεύεις ; καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , | ||
συνουσίας τοῦτο ἔφη ὡς γεωργός . παρὰ δὲ τὸ τὸν ὄρχατον φυτεῦσαι μοσχεύματα σύκων . οὕτω δὲ καλοῦνται αἱ νέαι |
ὀνόματι Δηϊάνειραν , ἣν ἔλαβεν ἐξ Οἰνέως , ἀντεραστὴς γενόμενος Ἀχελώῳ τῷ ποταμῷ , ἐξ ἧς ἔτεκε καὶ τὸν Ὕλλον | ||
βάρος : ἤγειρεν γάρ τοί μ ' οἶνος μὴ συμμιχθεὶς Ἀχελώῳ . Λῆμνος κυάμους τρέφουσα τακεροὺς καὶ καλούς . Ἐνταῦθα |
ἐμῷ κάρᾳ πληγεῖς ' ἐναυάγησεν ὀστρακουμένη , χωρὶς μυρηρῶν τευχέων πνέους ' ἐμοί . καὶ Σοφοκλῆς δὲ ἐν Ἀχαιῶν συνδείπνῳ | ||
ἐτήτυμος Διὸς κόραΔίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοὶ τυχόντες καλῶς ὀλέθριον πνέους ' ἐν ἐχθροῖς κότον : τάπερ ὁ Λοξίας ὁ |
κἀγὼ μὲν ἐπὶ τούτοις κλάω τε καὶ ἐμαυτὴν δρύπτω καὶ νουθετῶ τὸν υἱόν , ὁπόσα εἰκός , ὁ δὲ οὐκ | ||
διασκορπίζω , δίδωμι , δαμάζω , ἀπατενίζω , πελεκῶ , νουθετῶ , ἀφορίζω , διπλασιάζω , ἀφοσιῶ . α : |
τοῖς κλέπταις καὶ κέντρα προσφέρεσθαι . μιαρός ] κακός . στρόφις : ἀπὸ τοῦ στρόφιγγος ἡ μεταφορά . οἷον εὔστροφος | ||
κἀκεῖσε τὴν γλῶτταν τοῖς λόγοις , στρέφων τὰ πράγματα . στρόφις ἀντὶ τοῦ στρόφιγγος : ἡ μεταφορὰ δὲ οἷον εὔστροφος |
σπουδήν . ὁ δὲ Σύλλας τῆς ἐπιούσης τόν τε ταξίαρχον ἐστεφάνου καὶ τοῖς ἄλλοις ἀριστεῖα ἐδίδου . καὶ τὴν Βοιωτίαν | ||
μὲν κατηγόρει , τοὺς δὲ οὐκ ἔψεγε , σὲ δὲ ἐστεφάνου λέγων μὲν οὐδὲν καινόν , οὐ γὰρ ἀφῆκεν ἡ |
ζῷον , ἔκπληκτον ῥᾷστα γινόμενον καὶ ἀναπτοούμενον , ὅθεν καὶ πτὼξ ὀνομάζεται , τὸν δ ' ὕπνον ποιεῖται καὶ τὴν | ||
τοῦ πτῶ παράγωγον πτήσω , ὁ μέλλων πτώξω , καὶ πτὼξ , ἀποβολῇ τοῦ ω . Πίθηκος . παρὰ τὸν |
τύπτων ἄρρηκτον ὀρεσκῴοιο κάρηνον ἀμφ ' αὐτῷ θραύεσκον ὑπέκπυρον ὄζον ἄκικυν : οὐδ ' ἄρα μόρσιμος ἦα δαφοινῷ θηρὶ δαμῆναι | ||
ἀλκά ; τίς ἐφαμερίων ἄρηξις ; οὐδ ' ἐδέρχθης ὀλιγοδρανίαν ἄκικυν , ἰσόνειρον , ᾇ τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένον |
ὡς τὰ λοιπά . κρημναμέναν ] ἐπιφερομένην , ἐπικειμένην . κρημναμέναν ] κρεμαμένην . κρημναμέναν ] ὑπερκειμένην . θ νεφέλαν | ||
κρημναμέναν ] ἐπιφερομένην , ἐπικειμένην . κρημναμέναν ] κρεμαμένην . κρημναμέναν ] ὑπερκειμένην . θ νεφέλαν ] θόρυβον , ζάλην |
ὡς φυταλιά ἁματροχιά . ἔστι δὲ ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ . . . . ἀμᾶν : τὸ | ||
ἁρμόττω Δωρικῶς , . Ἁρματροχιά : ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ : οὐδ ' ἔτι πολλὴ γίνετ ' |
, τοῦτο δὲ παρὰ βαρβάρους , αἰτίζων ἀκόλους , οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας . καὶ δή ποτε ἀφικόμενος εἰς Πελοπόννησον | ||
ᾄδει . ἄορας γυναῖκας : “ αἰτίζων ἀκόλους , οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας . ” ἀολλίσασα συναθροίσασα . ἀπάτερθεν ἄπωθεν |
καὶ ἴσως που καὶ τέθνηκεν : ἐγὼ δὲ καὶ ἐκείνων ἀμνημονῶ καὶ γαμοῦμαι δυστυχής , καὶ τὸν ὑμέναιον ᾄσει τις | ||
μέλει δ ' ὁ σός μοι πόλεμος , οὐδ ' ἀμνημονῶ τιμῆς , ἐπαινῶ δ ' εὖ παθοῦσα πρὸς σέθεν |
καὶ ὁ δειλὸς ἀμετρίην τὴν ἀνδρείην ὑπείληφε , καὶ ὁ φιλάργυρος τὴν μεγαλοψυχίην , καὶ πᾶσα ἔλλειψις ὑπερβάλλειν δοκέει τὸ | ||
Γ καὶ σαπρὸς : ἀρχαῖος καὶ παλαιός . οἷον γηράσας φιλάργυρος ἐγένετο . Γ ὅτι γέρων ὢν : † μετὰ |
καὶ ἐκφυγεῖν ταχέως ; ἡ δὲ Ἄτη σθεναρά τε καὶ ἀρτίπους , φθάνει δὲ πᾶσαν ἐπ ' αἶαν , ὥς | ||
, οὐκ εἰδὼς τὴν ὁδόν ; Ὀξυδερκὴς τότε πως καὶ ἀρτίπους γίνομαι πρὸς μόνον τὸν καιρὸν τῆς φυγῆς . Ἔτι |
ταῦτά φησιν . Ἐξηκεστίδης : Τοῦτον ὡς ξένον διαβάλλουσι καὶ πλάνον . οἱ γὰρ ξένοι μᾶλλον ἴσασι τὰς ὁδούς . | ||
[ ἄλλων ] ταὐτοῦ ? πάθους [ πέρι ἀφεῖναι ] πλάνον , [ καὶ μάλιστα ] ? πρὸς ἓν [ |
: ἀβλαβεῖς γὰρ οἱ ἐπιορκήσαντες : ὅθεν καὶ παροιμία , Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐκ ἐμποίνιμος . Ταυροπόλας Ἀρτέμιδος ταχύτερος : ὡς | ||
. περίθες σεαυτῷ τὸν πνιγέα . ἀφάρμακον χρῶμ ' Οἰδίποδος Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι φθάνοντος ἔργον γίνεται |
ὀπτὴρ οὐδεὶς ἐφάνη οὔτε αἷμα οὔτε ἄλλο σημεῖον οὐδέν . Κᾆτ ' ἐγὼ συγχωρῶ τῷ τούτων λόγῳ , παρεχόμενος μὲν | ||
. Ἐρινὸν οὖν τιν ' αὐτῆς πλησίον νενόηκας ὄντα ; Κᾆτ ' εἰς ἀγορὰν ἐλθόντες ἁδρούς ὀψωνοῦσιν μεγάλους τε φάγρους |
τοίνυν προστεθέντος σου τοῖς ἐναντίοις τοιαῦτα παθόντες , οἷα πεπόνθασιν ἡσυχάζοντος , ᾐσθάνοντό σου τῆς ἀρετῆς , πόση νῦν αὐτοῖς | ||
νυκτὸς ἐπελθούσης , καὶ πάλιν ἐμοῦ μὴ διαλεγομένου ἀλλ ' ἡσυχάζοντος . ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ ” εἰ νὺξ ἔστιν |
: τοῦτο περιπλάσαι περὶ μήλην , τὸ πάχος ποιέοντα ὁκόσον παραδέξεται ὁ στόμαχος : προστιθέναι δὲ πρὸς τὸ στόμα τῆς | ||
δὲ ὄργανα εὐτρεπίσθαι , δι ' ὧν καὶ τὴν εἰσιοῦσαν παραδέξεται καὶ τὴν ἐκμασηθεῖσαν θύραζε ἀποπέμψει . | ταῦτα δὲ |
ἅμιπποι λέγονται . τοῦτ ' ἔστι τὸ παρ ' Ὁμήρῳ θρώσκων ἄλλοτ ' ἐπ ' ἄλλον . πεζοὶ δ ' | ||
, σχολαία φωνὴ μαλακή , τῶν τριχῶν ὁ περίδρομος ἄνω θρώσκων . Ὁ δὲ εἴρων καὶ παλίμβουλος τὰ ἀμφὶ τοὺς |